Αρχείο κατηγορίας Πολιτική ανάλυση

Η ελπίδα έρχεται μόνο με την ταξική πάλη

25 Ιανουαρίου. Μία μέρα ιστορική, κατά πολλούς. Ο κόσμος με την ψήφο του καταδικάζει τα «μνημονιακά» κόμματα, αποφασίζει να στηρίξει τις ελπίδες του σε κάτι διαφορετικό και νέο και να στραφεί πρώτη φορά «αριστερά»…

Τα τελευταία χρόνια, πολλές χώρες τις Ε.Ε ήρθαν αντιμέτωπες με το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού. Λιτότητα, φτώχεια, ανεργία, έλλειψη παροχών υγείας και παιδείας, καταστολή εργατικών αγώνων. Και όσο ο καπιταλισμός σαπίζει και ο κόσμος απελπίζεται καταλαβαίνουμε απόλυτα το τυράκι που θα μας πετούσε η τάξη τους. Η εργατική τάξη δεν έχει να περιμένει τίποτα από μια «νέα» σοσιαλδημοκρατία που θα φέρει τα πράγματα στα νεοφιλελεύθερα μέτρα της.

Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Δ.Ε.Θ. είχε απ’ όλα.  Δωρεάν ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας, πρόγραμμα επιδότησης διατροφής με κουπόνια σίτισης σε 300.000 άπορες οικογένειες, δωρεάν ιατρική περίθαλψη για όλους και δραστική μείωση συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη, πρόγραμμα εξασφάλισης στέγης, στήριξη χαμηλοσυνταξιούχων,  ειδική κάρτα μετακίνησης με τα μαζικά μέσα μεταφοράς, κατάργηση της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, επαναφορά αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ για όλους, επαναφορά κατώτατου μισθού. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να πεισθεί ο κόσμος, να νιώσει ότι μπορεί κάπου να στηριχθεί, ότι θα πάρει μια ανάσα. Και έτσι λοιπόν ο κόσμος αποφασίζει να ταχθεί υπέρ της «αριστερής κυβέρνησης», και χωρίς να δείξει εμπιστοσύνη στην ταξική του δύναμη, επιλέγει να την στηρίξει. Κάπως έτσι θα φτάσουμε στην νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι συμβολικές πράξεις της νέας αυτής κυβέρνησης, οι οποίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από λαϊκισμοί, δεν άργησαν να έρθουν… Η παρουσία του νέου πρωθυπουργού μετά την ορκωμοσία του στην Καισαριανή για να «τιμήσει» τους 200 πεσόντες κομμουνιστές μόνο αηδία μπορεί να μας προκαλέσει. Τα ιδανικά των ανθρώπων εκείνων, η στάση τους μπροστά στα όπλα των εκμεταλλευτών, ο Αγώνας τους ενάντια στους ιμπεριαλιστές δεν θα τιμηθεί με τα στεφάνια της σοσιαλδημοκρατίας.

Στη συνέχεια καταργεί την σιδερόφραχτη βουλή των δεξιών, που είναι το λιγότερο κακό μπροστά στην σιδεροδέσμια ζωή των εργατών και εργατριών, εξαφανίζει δια μαγείας τους μπάτσους από τις διαδηλώσεις και από την περιοχή των Εξαρχείων, ενώ παράλληλα ο νέος υπουργός δημοσίας τάξης, Πανούσης, δηλώνει:

«Πρέπει να υπάρξει μια πολιτική λύση στο ζήτημα της σχεδόν 40ετούς παρουσίας των πολυπληθών αναρχικών ομάδων και των υποστηρικτών της επαναστατικής βίας που πολλές φορές προχωρούν σε επεισόδια ή τροφοδοτούν τις ένοπλες οργανώσεις».

Πρώτος στόχος της κυβέρνησης προεκλογικά ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Τώρα ο πρώτος αυτός στόχος έγινε σταδιακή αύξηση από το 2016, που ταυτόχρονα θα φέρει και δωράκια σε επιχειρηματίες όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και ρυθμίσεις χρεών.

«Η ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου κορυφώνει την βάρβαρη επίθεσή της ενάντια στον κόσμο της εργασίας, ισοπεδώνοντας και τα τελευταία υπολείμματα των εργασιακών δικαιωμάτων.

Με το τελευταίο πολυνομοσχέδιο-μνημόνιο καθιερώνεται μεταξύ πολλών άλλων η Κυριακάτικη λειτουργία όλων των καταστημάτων στις τουριστικές περιοχές όλες τις Κυριακές του χρόνου, δρομολογώντας την πλήρη κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας σε όλες τις περιοχές της χώρας.

Απέναντι σε αυτήν την πολιτική που εξυπηρετεί αποκλειστικά τις πολυεθνικές αλυσίδες και τα πολυκαταστήματα, καταργώντας την κυριακάτικη αργία είμαστε οργισμένοι και αποφασισμένοι. Αποφασισμένοι να αντισταθούμε και να αντεπιτεθούμε μέχρι την νίκη. Οι αγώνες των εργαζομένων θα καταργήσουν αυτές τις αντεργατικές ρυθμίσεις και θα ανοίξουν τον δρόμο για την προοδευτική ανατροπή!

ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΨΩΝΙΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ

ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ!»

Ανακοίνωση του τμήματος εργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ 11/4/2014

Αυτή ήταν η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ για την κυριακάτικη αργία σχεδόν ένα χρόνο πριν. Ένα χρόνο μετά, ο υπουργός Σταθάκης ανακοινώνει ότι η κυριακάτικη αργία θα διατηρηθεί μεν, αλλά με εξαίρεση τις τουριστικές περιοχές όπου το ωράριο θα αποφασίζεται από την τοπική κοινωνία, τον τοπικό εμπορικό σύλλογο και την περιφέρεια. Μετά από συνάντηση του με τα σωματεία εμπορίου και αυτοαπασχολουμένων (26/2),  δήλωσε ότι θα εισηγηθεί στην βουλή το άνοιγμα των καταστημάτων 5 Κυριακές τον χρόνο αντί για 7,  υποστηρίζοντας πως με την πρόταση αυτή συμφωνούν και οι εργοδοτικοί φορείς του εμπορίου (!)

«Το λέω με όλη τη δύναμη της φωνής μου ότι η χώρα πράγματι είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτικό πλαίσιο, ανήκει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται»…

Αλέξης Τσίπρας λίγο πριν τις ευρωεκλογές του Μάη του 2014

«Μας δεσμεύουν οι κανόνες της ΕΕ, θα τους σεβαστούμε, αλλά θα παλέψουμε να τους αλλάξουμε» (… ) Εγγυόμαστε φρένο στις θυσίες χωρίς αποτέλεσμα που έκαναν οι Έλληνες, αλλά εγγυόμαστε και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας».

Αλέξης Τσίπρας μετά την εκλογή του, ομιλία στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ

Στο μόνο λοιπόν που έμεινε σταθερός ο Τσίπρας πριν και μετά την εκλογή του ήταν σε ότι αφορά την Ε.Ε. Σεβόμενος τους κανόνες της Ε.Ε. θα καταφέρει να κάνει πιο φιλολαϊκή την τακτική των ευρωπαίων κατά τα λεγόμενα του, και τονίζει ότι ο λαός δεν θα υποστεί άλλες θυσίες χωρίς αποτέλεσμα. Όμως όλες οι θυσίες που γίνονται για την κερδοφορία του κεφαλαίου και την ενίσχυση των μονοπωλίων είναι θυσίες χωρίς αποτέλεσμα που δεν αφορούν και δεν πρέπει να βαραίνουν κανέναν εργαζόμενο/η, άνεργο/η  της τάξης μας.

Η νέα κυβέρνηση δεν έφερε μαζί της καμία αλλαγή. Ο καπιταλισμός είναι εδώ, οι μηχανισμοί του επίσης και εχθρός αυτών σίγουρα δεν είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ και η ατζέντα για την καλύτερη διαπραγμάτευση του.

Βέβαια δεν θα μπορούσαμε να μην σταθούμε στα κινήματα των πλατειών που εξαπλώνονται τόσο γρήγορα σε πρωτεύουσα, επαρχία και εξωτερικό. Πλήθος κόσμου γεμίζει τις πλατείες και μας θυμίζει εικόνες από τους αγανακτισμένους του 2011. Παρατηρείται η ίδια διαταξικότητα, το τερτίπι της «εθνικής ενότητας», η έντονη προβολή από τα ΜΜΕ. Αυτή την φορά ο κόσμος που πλαισιώνει αυτά τα καλέσματα, εσκεμμένα ή άθελα του στηρίζει αυτή την συγκεκριμένη πολιτική της καλύτερης διαπραγμάτευσης του καπιταλιστικού συστήματος. Τότε με το μηδενιστικό σύνθημα «έξω τα κόμματα», τώρα με την ανοιχτή συμπόρευση με την κυβέρνηση, το σίγουρο είναι πως η ταξική πάλη στις πλατείες μένει στην απ έξω.

Η ασυδοσία των αφεντικών παραμένει το ίδιο ωμή. Απολύσεις, εντατικοποίηση της εργασίας, εργατικά «ατυχήματα», απλήρωτες εργατοώρες, μισθοί πείνας, ημιαπασχόληση, προγράμματα voucher και κοινωφελής εργασία. Αυτά είναι που έχει να προσφέρει και η σοσιαλδημοκρατία. Οι εκμεταλλευόμενοι δεν πρέπει να ελπίζουν και να επαναπαύονται στις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που το καλύτερο που μπορούν να του προσφέρουν είναι μια «νέα» πλαστή ευμάρεια σε επίπεδα «προ κρίσης» που δεν θα αναιρέσει τίποτα από τα παραπάνω.

 

Η τακτική της ανάθεσης σταυρώνοντας ψηφοδέλτια μαζί και χέρια (και μιλώντας περισσότερο για όσους θέλουν να ανήκουν στο ταξικό κίνημα) θα πρέπει να ανακοπεί από τις δυνάμεις αυτές που αντιλαμβάνονται ιστορικά τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας σαν φρενάρισμα στις μαζικές ταξικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, τις μόνες που μπορούν να λειτουργήσουν θετικά προς το συμφέρον της. Αυτές είναι οι θέσεις που πρέπει να ισχυροποιηθούν στην παρούσα πολιτική κατάσταση. Οι διεκδικήσεις στους χώρους της δουλειάς, η ενίσχυση των σωματείων, η οργάνωση από τα κάτω είναι τακτικές που μπορούν να φέρουν την αληθινή ελπίδα στον εργατόκοσμο.

http://proletconnect.blogspot.gr/2015/03/blog-post_4.html

Ο εργαλειακός χαρακτήρας του τέλους(;) της πλήρους απασχόλησης

γράφει η Γεωργία Δούκουρη

 

Αναδημοσίευση από το Praxis Review

 

p labor-united-front

 

Ο βίαιος μετασχηματισμός του καπιταλισμού που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, αποτελεί μια στρατηγική πρόφαση για περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, που αποτυπώνεται –μεταξύ άλλων-, στην υπεροχή των ευέλικτων μορφών εργασίας και της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, έναντι της τυπικής εργασίας. Ταυτόχρονα, όμως, η εργαλειακότητα αυτής της συνθήκης είναι να ανατροφοδοτήσει, μέσω της αναπαραγωγής φόβου (π.χ. της ανεργίας) και της ανασφάλειας (π.χ. από την απορρύθμιση της συλλογικής διεκδίκησης), την επιβολή ενός και μόνου πολιτικο-ιδεολογικού μηχανισμού ως μονόδρομου.

Η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, δεν αποτελεί απότοκο της κρίσης, αλλά μια επωδό της ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος. Οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και η μετάβαση από τα φορντικά στα μέταφορντικά ή νεοφορντικά μοντέλα της ευέλικτης εργασίας, σηματοδότησαν και τη μετάβαση από τη μόνιμη και κατοχυρωμένη εργασία, στην ευέλικτη μορφή εργασίας, με αύξηση της υποαπασχόλησης και της ανεργίας, και ανακατανομή του καταμερισμού της εργασίας. Οι εργατικές πολιτικές ακολούθησαν τον δρόμο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας που ουσιαστικά επέβαλλαν τη μείωση του εργατικού κόστους, με την ταυτόχρονη, ωστόσο, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή βάθυναν την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας της αγοράς εργασίας(1), διαμόρφωσε πολιτικές ευελιξίας στο χρόνο και στη μορφή της εργασίας (ευέλικτες μορφές απασχόλησης, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, επινοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κ.ο.κ.) αλλά και στους μισθούς και στις διαπραγματεύσεις (μείωση κατώτατου μισθού, υπεροχή εξατομικευμένων συμβάσεων έναντι των συλλογικών).

Στην Ελλάδα, με αφορμή την κρίση, συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές στο εργατικό δίκαιο, αλλαγές που κινήθηκαν πιστά στο παραπάνω πνεύμα, με «επισφαλοποίηση» της εργασίας, και απορρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕ, οι προσλήψεις με καθεστώς μερικής απασχόλησης παρουσιάζουν αύξηση από το 2008 έως το 2012 της τάξης του 161,21%, οι προσλήψεις εκ περιτροπής εργασίας αυξήθηκαν κατά 151,6%, ενώ οι μετατροπές συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και εκ περιτροπής αυξήθηκαν κατά 214,96%. Το διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2013 μέχρι τον Μάρτιο του 2014, είναι το πρώτο διάστημα που οι προσλήψεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης υπερτερούν των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό έκτοτε παγιώνεται και συνεχώς αυξάνεται. Με λίγα λόγια, οι εργαζόμενοι αντικαθίστανται από απασχολούμενους, δηλαδή από φτηνό εργατικό δυναμικό που μπορεί και να μην υπάγεται θεσμικά στο εργατικό δίκαιο, ενώ και τα χαρακτηριστικά της τυπικής εργασίας είναι μειωμένοι μισθοί και δικαιώματα. Πρέπει να τονιστεί, ότι αυτή η συνθήκη είναι εξαναγκαστική για την εργατική τάξη, καθώς το 62,6% των «μερικώς απασχολουμένων» δηλώνει ότι εξαναγκάστηκε σε μερική απασχόληση καθώς δεν μπορεί να βρει εργασία πλήρους απασχόλησης(2).

Ταυτόχρονα, σημειώνεται στροφή του εργατικού δικαίου όχι μόνο προς την προστασία της ελαστικοποίησης της εργασίας, αλλά και στην εξατομίκευση των εργαζομένων(3). Ουσιαστικά επιβλήθηκε κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την υπερίσχυση όχι της επιχειρησιακής έναντι της κλαδικής σύμβασης, αλλά της ατομικής έναντι της συλλογικής(4). Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το 2008, υπήρχαν 161 κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Πλέον μόλις 18 ΣΣΕ βρίσκονται εν ενεργεία, με το 85% των μισθωτών να καλύπτεται είτε από επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, είτε από ατομικές συμβάσεις. Ταυτόχρονα, υπολογίζεται ότι την τελευταία πενταετία, έχουν υπογραφεί 1.540 επιχειρησιακές συμβάσεις που προβλέπουν μείωση των αποδοχών από 10% έως 50%(5). Η εργατική διαχείριση από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται, όπως δηλώνεται στη λίστα των μεταρρυθμίσεων που απέστειλε στους –πλέον- αποκαλούμενους «θεσμούς», καθώς η Ελλάδα μεταξύ άλλων δεσμεύεται να «επεκτείνει και αναπτύξει τα υπάρχοντα σχέδια που παρέχουν προσωρινή απασχόληση στους ανέργους, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και όταν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια. Παράλληλα να αναβαθμίσει τα προγράμματα επιμόρφωσης των μακροχρόνια ανέργων.», αλλά και να «προχωρήσει σε μια σταδιακή νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. …»

Ωστόσο, το σημαντικό είναι να εξετάσει κανείς τα παραπάνω ιδωμένα από τη σκοπιά της εργαλειακής τους χρήσης. Οι νεοφιλελεύθερες εργατικές πολιτικές ελαστικών μορφών απασχόλησης, έχουν ως προκάλυμμα την καταπολέμηση της ανεργίας. Εντούτοις, συνιστούν δούρειο ίππο που, μέσω της αποδυνάμωσης της εργατικής ενότητας και της συλλογικής διεκδίκησης, θέτουν τις προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Η υποχώρηση της τυπικής εργασίας σε βάρος νέων μορφών επισφαλούς και μερικής απασχόλησης, λειτουργεί διασπαστικά ως προς την ταξική ενότητα, και αποσταθεροποιεί τη συνοχή της εργατικής τάξης (πχ με αποκλεισμό των επισφαλών εργαζομένων από τα γραφειοκρατικά συνδικάτα), και μάλιστα ενάντια ενός καλά οργανωμένου και ενωμένου κεφαλαίου. Σε αυτή τη κατεύθυνση λειτουργεί και ο ενδοταξικός ανταγωνισμός, καθώς οι παλαιότεροι «ακριβοί» εργαζόμενοι αντικαθίστανται από ευέλικτους» και φτηνούς απασχολούμενους. Όχι μόνο έχουμε παραγωγή εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων, αλλά αυτοί εντοπίζονται και σε επίπεδο επιχείρησης, στο χώρο δουλειάς. Η αποδυνάμωση της ταξικής ενότητας, ο ανταγωνισμός αλλά και η κυριαρχία του φόβου που παράγει η εξατομίκευση μέσω της απορρύθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διαβρώνει τη συλλογικοποίηση(6). Τα παραπάνω δε επιδρούν και στην τυπική απασχόληση, συμπιέζοντας το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων.

Το πλέον σημαντικό είναι ότι, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εμπεδώθηκαν ως μια γενική μορφή σκέψης. Ακόμα και ο συνδικαλισμός «αποδέχτηκε» τον νεοφιλελεύθερο εργαλειακό λόγο και τρόπο διαχείρισης της εργατικής τάξης, τον οικειοποιήθηκε και τον αναπαραγάγει αποδεχόμενος τους όρους τους (π.χ. ορισμός για ανεργία, στατιστικές, προγράμματα κ.ο.κ.). Είναι καθήκον της εργατικής τάξης να επανανοηματοδοτήσει τις έννοιες με τους δικούς της όρους. Να επανασυνδέσει τους καθημερινούς εργατικούς αγώνες με όρους πολιτικής, με στόχο την ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων και των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος του εργατικού κινήματος και σε βάρος του κεφαλαίου. Να επαναπροσδιορίσει τους όρους με βάση τις ανάγκες της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης, αμφισβητώντας τον εργαλειακό λόγο του κεφαλαίου, και αυτό αποτελεί πολιτική πράξη.


(1) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εδώ και δεκαετίες διαρθρώνει πολιτικές ενάντια στις σταθερές σχέσεις εργασίας, και φυσικά τις αντίστοιχες κατευθύνσεις στο εργατικό δίκαιο. Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2007) εισαγάγει την έννοια «flexicurity» που συνίσταται στην ευελιξία σε ό,τι αφορά τους όρους πρόσληψης των εργαζομένων, ενάντια στις σταθερές μορφές εργασίας. Η εικόνα δε για την τωρινή Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης (ΕΣΑ) αποτυπώνεται στο σχέδιο «Ευρώπη 2020», το οποίο εμμένει στην έννοια του flexicurity.

(2) ΕΛΣΤΑΤ, 2014 Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Α΄ τρίμηνο κάθε έτους

(3) Στην Ελλάδα από το 2011 και εντεύθεν σημειώνεται μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές στο εργατικό δίκαιο και τη χαλάρωσή του όσον αφορά την ελαστικοποίηση της εργασίας και τη στροφή από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στις εξατομικευμένες. Επιπλέον η κλαδική ΣΣΕ πλέον δεν μπορεί με πρωτοβουλία του υπουργού να κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική σε έναν κλάδο, παρά μόνο στις εργοδοτικές ενώσεις που έχουν δεχτεί να την υπογράψουν. Θα πρέπει εδώ να προστεθεί και το ζήτημα της μείωσης της ισχύος της μετενέργειας που επιτείνει την ατομική διαπραγμάτευση έναντι της συλλογικής, όπως επίσης και το γεγονός ότι πλέον δεν μπορούν τα συνδικάτα να καταφύγουν μονομερώς στη διαιτησία.

(4) Για την κατάρρευση της συλλογικής διαπραγμάτευσης βλ.Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2014, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αύγουστος 2014, σ. 298-304.

(5) Οι οποίες σημειώνουμε ότι μπορούν να υπογράφονται πλέον από ενώσεις προσώπων που κατά βάση γίνεται με πρωτοβουλία του εργοδότη για να επιβάλλει συμφωνία με μειώσεις μισθών κ.ο.κ.

(6) Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλά πρωτοβάθμια σωματεία, μακριά από γραφειοκρατικές λογικές, στρέφονται στους επισφαλείς εργαζομένους, υποαπασχολούμενους και τους ανέργους, δηλαδή στο κομμάτι της εργατικής τάξης που σε πολλές περιπτώσεις, τόσο το εργατικό δίκαιο όσο και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποκλείουν.

 

 

751 ευρώ; Ποια 751;

αρχείο λήψηςΟύτε μια εβδομάδα δεν κράτησε η χαρά χιλιάδων εργαζόμενων, νέων στην πλειοψηφία τους, που είχαν πιστέψει τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η πρώτη πράξη της κυβέρνησής του θα είναι να επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Πολλοί από τους εργαζόμενους, που πληρώνονται (αν και όταν) με 586 ευρώ ή με 511 ευρώ (αν είναι κάτω των 25 ετών) έκαναν μάλιστα και σχέδια για τις τρύπες που θα μπαλώσουν μόλις πάρουν τα 751 (εννοείται μεικτά). Αλλοι αναλογίζονταν τη στιγμή που θα σταθούν μπροστά στ’ αφεντικό, με το φρέσκο νόμο στο χέρι, και θα του πουν χαιρέκακα: «751 κι άμα σ’ αρέσει»!

Οι προσδοκίες των εργαζόμενων είχαν ενισχυθεί από την πρώτη δήλωση του νέου υπουργού Εργασίας Π. Σκουρλέτη, μόλις παρέλαβε το υπουργείο από τον προκάτοχό του, ότι η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ είναι στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης και του υπουργείου.

Ο ίδιος ο Σκουρλέτης τους ξύπνησε από το όνειρο και τους προσγείωσε ανώμαλα, επιλέγοντας το πρωινάδικο του ΣΚΑΙ (του μνημονιακότερου των μνημονιακών μιντιακών συγκροτημάτων), για να πει ότι η επαναφορά του κατώτερου μισθού θα γίνει… σταδιακά, διότι αν γινόταν άμεσα θα προκαλούσε… σοκ στους κακόμοιρους τους καπιταλιστές. Πρώτα η κυβέρνηση πρέπει να πάρει κάποια μέτρα προς όφελός τους (των καπιταλιστών), να τους δώσει «ανάσες» (υποφέρουν οι δύστυχοι), και μετά να πάει ο μισθός στα 751.

«Μη φάτε, θα σφάξουμε γλάρο». Αυτό είπε στους ονειρευόμενους (με ανοιχτά τα μάτια) εργαζόμενους ο Σκουρλέτης. Διαβάστε πόσο… χαριτωμένα το είπε:

«Το να πεις αύριο ότι – και ιδίως για τις μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις – πάμε και εφαρμόζουμε από τον επόμενο μήνα το 751, είναι ένα άλλου είδους σοκ που ίσως να μην μπορούν πολλοί να το αντέξουν.  Λέμε, λοιπόν, ότι αυτό το μέτρο πρέπει να συνδυαστεί, αφού προηγουμένως έχουν υπάρξει συγκεκριμένες ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις, που να τους δώσουν ανάσες».

Ανάγκη από ανάσες έχουν οι καπιταλιστές, όχι οι εργαζόμενοι! Ετσι, από την πρώτη κιόλας εβδομάδα της θητείας του, ο πολύπλαγκτος Π. Σκουρλέτης κερδίζει επάξια τον τίτλο «υπουργός Καπιταλιστικής Εργοδοσίας». Το «υπουργός Εργασίας» είναι για τον Σκουρλέτη ένας αποκρουστικός ευφημισμός, όπως ήταν και για τους προκατόχους του.

Εμείς είχαμε προειδοποιήσει από την Παρασκευή 30 Γενάρη (τότε «ανέβηκε» στην ιστοσελίδα μας το σχετικό άρθρο του προηγούμενου φύλλου), ότι η επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ είναι παραμύθι της κυβέρνησης. Οφείλουμε να πούμε πως δεν περιμέναμε ότι ο Σκουρλέτης θα μας επιβεβαίωνε τόσο σύντομα. Διάβασε φαίνεται το δημοσίευμα και είπε: «μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει τώρα. Καλύτερα να το ξεφουρνίσω, παρά ν’ αρχίσει να συζητιέται σιγά-σιγά».

Η θεωρία του «σοκ στην αγορά» δεν είναι καινούργια. Η πατρότητά της δεν ανήκει στον Σκουρλέτη. Οπως γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ», ο πρώτος που την επικαλέστηκε ήταν ο εργατοπατέρας πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ι. Παναγόπουλος, τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε τη σχετική φιλολογία (μετά τις εξαγγελίες Τσίπρα στη ΔΕΘ). Τότε (Σεπτέμβρης του 2014), η συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε οργισμένες καταγγελίες κατά του Παναγόπουλου, χαρακτηρίζοντάς τον άνθρωπο της εργοδοσίας. Οι δε τομεάρχες Εργασίας και Δημόσιας Διοίκησης του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Στρατούλης και Α. Μητρόπουλος βγήκαν στα κεραμίδια και διακήρυξαν (κοινή δήλωσή τους στις 22.9.2014): «Ο κατώτατος μισθός, όπως με μνημονιακό νόμο μειώθηκε, έτσι με νέο νόμο θα επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα, ώστε από κει και πέρα να λειτουργούν για τη διαμόρφωσή του οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις». Φυσικά, γνώριζαν πολύ καλά ότι έλεγαν ψέματα, διότι η επαναφορά του κατώτατου μισθού δεν ήταν (μόνο) ζήτημα νόμου, όπως επίσης θα διαβάσετε παρακάτω.

Οι ίδιοι τομεάρχες, μια μέρα μετά (κοινή δήλωσή τους στις 23.9.2014), καταφέρθηκαν και ενάντια στις μειώσεις μισθών στους δημόσιους υπάλληλους και… δεσμεύτηκαν: «Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο μείωσης των μισθών και νέων απολύσεων των εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που, για όσο παραμένει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, θα συνεχίζεται αενάως. Ο λαός με τους αγώνες και την ψήφο του μπορεί να ανατρέψει την κυβέρνηση και να διώξει την τρόικα, ώστε να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο της αιώνιας λιτότητας, στην οποία τον έχουν καταδικάσει».

Τέσσερις μήνες μετά, με συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου πλέον, ο νέος αναπληρωτής υπουργός Δημόσιας Διοίκησης Γ. Κατρούγκαλος συναντιέται με την ΑΔΕΔΥ και λέει στους εργατοπατέρες της ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο δεν πρόκειται να πάρουν ούτε ένα ευρώ αύξηση! Το δήλωσε ο ίδιος ο Κατρούγκαλος: «Εξήγησα στην ΑΔΕΔΥ ότι δεν υπάρχει περιθώριο αυτή την χρονιά για οποιαδήποτε μισθολογική βελτίωση της κατάστασης, μολονότι αναγνωρίζουμε πόσο σοβαρά έχουν θιγεί και αυτοί από την μνημονιακή λαίλαπα».

Οι εργατοπατέρες δεν έβγαλαν ούτε μία ανακοίνωση για να καταγγείλουν τον υπουργό και να θυμίσουν τις προεκλογικές «δεσμεύσεις» του ΣΥΡΙΖΑ. Ενας απ’ αυτούς, μάλιστα, ο Πασόκος Σ. Κουτσιουμπέλης, απένειμε και εύσημα στον Κατρούγκαλο: «Προς τιμήν του ο υπουργός μας είπε ότι για το 2015 ο κουμπαράς είναι άδειος και δεν προβλέπει κάτι. Εμείς θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε»!
 

Αναδημοσίευση απο ΚΟΝΤΡΑ

Aριστερός πατριωτισμός: τραγωδία ή φάρσα;

newego_LARGE_t_1101_54461917

 

Πίσω στο 2012, σε μια εκδήλωση για την ”άνοδο του φασισμού” και την έκπληξη αρκετών γύρω από αυτό το φαινόμενο, είχε ειπωθεί ανάμεσα στα άλλα πως η αριστερά δεν πρέπει να αφήσει το έθνος στους φασίστες και τους ακροδεξιούς. Και πως το έθνος είναι άλλο ένα σημείο πάλης όπου οι αριστεροί πρέπει να παρέμβουν και να του προσδώσουν διαφορετικό, φιλολαϊκό, νόημα.

Το παραπάνω είναι ενδεικτικό μιας γενικότερης πολιτικής αντίληψης που επικρατεί σε κομμάτια της αριστεράς, ενσωματωμένα πλήρως εδώ και πολλές δεκαετίες στο Κράτος με διάφορους τρόπους. Μια πατριωτική, εθνικιστική αντίληψη που εκπορεύεται (και) μέσα από την ιστορική πρόσδεσή της στους αστικούς θεσμούς. Πως αλλιώς θα αντιλαμβανόταν το έθνος ως κάτι που είναι προς διεκδίκηση από τους φασίστες και τους ακροδεξιούς.

Και αν τότε, αυτή η θέση, αποκρούστηκε από τοποθετήσεις που την αποδόμησαν, σήμερα έρχεται να εισβάλει στην ‘’κεντρική πολιτική ατζέντα’’ και να δικαιωθεί πανηγυρικά.

Η αριστερά που εγκόλπωνε τέτοιες θέσεις είναι πλέον η εξουσία του τόπου και το έθνος απέκτησε την πλατιά αριστερή του νομιμοποίηση.

Έτσι, από τη μια, η ακροδεξιά πατερίτσα των ΑΝΕΛ, ο Καμμένος στο υπουργείο άμυνας και τα στεφάνια στα Ίμια, και από την άλλη οι κυβερνητικές συγκεντρώσεις στήριξης της εθνικής διαπραγμάτευσης.

Η διαδικασία απόσπασης της συναίνεσης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αφεντικών, δεν ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση και το ξεπέρασμα της κρίσης της αντιπροσώπευσης και του τέλους της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία όξυνσης του πατριωτισμού με ‘’αριστερό πρόσημο’’. Σε αυτό το σχέδιο επιστρατεύτηκε τόσο το θέαμα και η αριστοτεχνική μετεκλογική προπαγάνδα της κυβέρνησης όσο η δομημένη από καιρό εθνικιστική ρητορική του ‘’Έθνους υπό νέα γερμανική κατοχή’’ κ.ο.κ.

Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε εθνικό λαϊκό-pop σύμβολο αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές συμπυκνώνοντας θεαματικά την εθνική ονείρωξη των μεσαίων και μικρομεσαίων τάξεων.

Αντίστοιχα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε σύμβολο ‘’λαομίσητο’’ παρουσιαζόμενος ως ναζί που θέλει την καταστροφή της χώρας.

avgi1_3 (1)

Με αυτό τον τρόπο, τόσο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ‘’διαπραγμάτευση’’ όσο απέκτησε ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση η πολιτική ατζέντα των αφεντικών ενδυόμενη τα εθνικά συμφέροντα.

Η πρώτη φιλοκυβερνητική συγκέντρωση της μεταπολίτευσης που πραγματοποιήθηκε στις 5/2, είχε ως άξονα την κυβερνητική ατζέντα της διαπραγμάτευσης με κεντρικό σύνθημα «Δεν εκβιαζόμαστε, δεν υποκύπτουμε, δεν φοβόμαστε, δεν κάνουμε πίσω, νικάμε». Εννοώντας πως η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός δεν εκβιάζονται αλλά ενωμένοι νικάνε, ως απάντηση στους ‘’εκβιασμούς του τραπεζίτη Ντράγκι’’ και της ΕΚΤ.

Η ουσία, βέβαια, βρίσκεται μακριά από το θέαμα: στον ανταγωνισμό των αφεντικών για πιο πλάνο ανάπτυξης θα επικρατήσει στην Ε.Ε: η συνέχιση της σφιχτής λιτότητας, με κύριο εκφραστή την γερμανική αστική τάξη , που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της ή η φιλανθρωπική ανακούφιση των …λαών από την ‘’ανθρωπιστική κρίση’’ και η χαλάρωση της τόσο σφιχτής λιτότητας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα άλλων αστικών τάξεων στον ανταγωνισμό τους με τη γερμανική -της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης (πάντα στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε).

Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής και δεν είναι άλλος από αυτόν της σφοδρής ταξικής υποτίμησης των εργατών πανευρωπαϊκά, έτσι όπως εμείς τη ζήσαμε τα τελευταία χρόνια της εν ελλάδι εκδοχής της καπιταλιστικής κρίσης.

Οπότε είναι απορίας άξιο ποιο ήταν το περιεχόμενο και οι επιδιώξεις των φιλοκυβερνητικών που κατέβηκαν στο σύνταγμα και θα ξανακατέβουν στις 11/2 εφόσον δεν είναι έλληνες (sic) τραπεζίτες.  Είναι δε χαρακτηριστικό πως το κάλεσμα της συγκέντρωσης της 5/2 δημοσιεύτηκε ακόμα και στον καθεστωτικό ηλεκτρονικό τύπο, όπως το έθνος και η ναυτεμπορική.

Η απάντηση είναι πως δεν χρειάζεται να εξεταστεί το καθορισμένο πολιτικό πλαίσιο μιας πράξης και σε τι ακριβώς αυτή προσφέρει υποστήριξη και νομιμοποίηση.

Αρκεί η συναισθηματική επίκληση στις αξίες του έθνους-κράτους, η θυματοποίηση του λαού, η ιστορικιστική αναβίωση των ναζί κατακτητών στα πρόσωπα της γερμανικής κυβέρνησης και βέβαια, το γνήσιο μικροαστικό ένστικτο επιβίωσης, που αγωνιά για την τύχη του ελληνικού κεφάλαιο-κρατικού σχηματισμού και τις προσοδικές κοινωνικές σχέσεις που αυτός εκφράζει και διατηρεί, προκειμένου 7-8 χιλιάδες κόσμου να συγκεντρωθούν έξω από τη βουλή σε μια αναβίωση των αγανακτισμένων. Αυτή τη φόρα, όμως, όχι ενάντια των κακών πολιτικών -μιας και τώρα έχουμε την καλή αριστερή κυβέρνηση, αλλά ενάντια των κακών ξένων δυναστών του έθνους που δεν αφήνουν τις τράπεζές μας να πάρουν ανάσα και υπέρ της κυβέρνησης που προσπαθεί να δώσει τέρμα στα βάσανα του λαού.

Ο Μαρξ έγραψε, συμπληρώνοντας τον Χέγκελ, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία και ύστερα ως φάρσα. Δεν ξέρουμε σε πιο στάδιο επανάληψης της ιστορίας του αριστερού πατριωτισμού είμαστε, αυτό της τραγωδίας ή της φάρσας. Σε κάθε περίπτωση η εποχή για τέτοιου είδους νομιμοποίηση του εθνικισμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.

Γιατί αν τα ‘’μνημόνια’’, η καταγγελία τους και ο ‘’αντιμνημονιακός αγώνας’’ ήταν το πρώτο μέρος ενός αριστερού πατριωτισμού, η κυβερνητική στήριξη στις εθνικές διαπραγματεύσεις υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και η υπαναχώρηση της ταξικής ανάλυσης έναντι του διαταξικού χυλού, είναι το δεύτερο μέρος. Συμπληρωματικό του πρώτου, σε κάθε περίπτωση.

Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, με βάση την ταξική ανάλυση, η διακηρυγμένη συμμετοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις πατριωτικές συγκεντρώσεις τις 11/2. Εκτός βέβαια και αν τα λαϊκά μέτωπα μπορούν να μεταφραστούν σε πατριωτικά -και κάπως έτσι είναι.

Όπως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η δικαιολόγηση και στήριξη των συγκεντρώσεων αυτών αλλά και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από κάθε είδους και πολιτικής κατεύθυνσης κομματιών του κινήματος.

Από την άλλη, αναρωτιόμαστε που πήγε η περίφημη αριστερή στροφή της κοινωνίας όταν μπροστά στην εθνική διαπραγμάτευση έφτασαν να συναινούν ακόμα και κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Σαφέστατα, δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια. Αντίθετα βαίνει προς ολοκλήρωση η ιστορική πατριωτική στροφή της αριστεράς. Αναγκαστικά λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στο Κράτος και της ανάληψης καθηκόντων εξυπηρέτησης των συμφερόντων των αφεντικών. Σε καιρούς βέβαια εξαιρετικά επικινδύνους είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε ελλαδικό επίπεδο. Με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά να καλπάζει και την εγχώρια να έχει σταθεροποιήσει την ύπαρξή της εκφραζόμενη στα ποσοστά των ναζί σε αυτά του ποταμιού και της νέας δημοκρατίας. Και σε κάθε περίπτωση στην πολιτική των αφεντικών.

Αντιλαμβανόμαστε έτσι, μετά από τη πρόχειρη σκιαγράφηση του υπάρχοντος πολιτικού πλαισίου, πως οι ευθύνες των επιλογών είναι τέτοιες που δεν γίνεται να λαμβάνονται ελαφρά τη καρδία. Στο όνομα μιας λαϊκής κυριαρχίας ενός λαϊκού μετώπου και μιας εθνικής διαπραγμάτευσης ή μιας οπορτουνιστικής παρέμβασης στα κυβερνητικά πλαίσια των φιλοκυβερνητικών συγκεντρώσεων και ”ζύμωσης” στο χύμα. Το κίνημα των πλατειών δεν ήταν αθώο, πόσο μάλλον η ξεκάθαρη εθνικοπατριωτική αναβίωσή του με κρατική επικύρωση.

Η εργατική τάξη πρέπει να αντιληφθεί την ιστορική παγίδα των αφεντικών και να μην συναινέσει στην πατριωτική διέξοδο από την κρίση προς την ανάπτυξη. Γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την έρημο της σκληρής εκμετάλλευσης και της αβίωτης κοινωνικής συνθήκης για κάθε προλετάριο και προλετάρια.

Το οργανωμένο πολιτικά και συνδικαλιστικά κομμάτι της εργατικής τάξης, πιστό σε μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση οφείλει να καταδείξει τους κινδύνους και τις αντιφάσεις της συγκυρίας και να δουλέψει για την κοινωνική επανάσταση: τη μόνη ρεαλιστική πολιτική.

Μίσος Ταξικό

http://www.provo.gr/aristeros-patriotismos-tragodia-h-farsa/

Παραμύθι η αύξηση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ!

Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε πολύ με το χαρτί της επαναφοράς του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ (Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας) από 586 σε 751 ευρώ και μετεκλογικά συνεχίζει να παίζει με το ίδιο χαρτί, με δηλώσεις ότι είναι μέσα στις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Τα κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να επαναφέρουν τον κατώτατο μισθό της ΕΓΣΣΕ στα 751 ευρώ (από 586 για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και 511 για τους κάτω των 25 ετών).
Γιατί στις ΕΓΣΣΕ του 2013 και του 2014, που υπογράφτηκαν από τους αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ, υπάρχει ρήτρα που προβλέπει ότι σε περίπτωση που καταργηθούν οι διατάξεις με τις οποίες ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% (32% για τους κάτω των 25) θα γίνουν διαπραγματεύσεις μέσω των οποίων θα καθοριστεί το νέο ύψος του.

Ιδού η ρήτρα που μπήκε στην ΕΓΣΣΕ του 2013:

«Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη ρητώς συμφωνούν ότι, εάν κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσας ΕΓΣΣΕ, με οποιοδήποτε τρόπο αρθεί οποιαδήποτε περιοριστική διάταξη, που έχει επιβληθεί με νομοθετική παρέμβαση στο περιεχόμενο της ΕΓΣΣΕ 2010-2011-2012, τότε θα ξεκινήσουν άμεσες διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθολογικών όρων της ΕΓΣΣΕ, με βάση το πλαίσιο που θα έχει τυχόν διαμορφωθεί».

Η περιοριστική διάταξη που μπήκε στην ΕΓΣΣΕ αναφέρεται στην αρχή της Σύμβασης και είναι η εξής:

 

«Στο περιεχόμενο της ΕΓΣΣΕ, 2010-2012 επιβλήθηκαν νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως ενδεικτικά, η μείωση κατά 22% των κατώτατων αμοιβών και κατά 32% για τους νέους, καθώς και η αναστολή ισχύος της ρήτρας για τις τριετίες, ανάμεσα σε άλλα».

Αυτές οι εξοντωτικές μειώσεις στην ΕΓΣΣΕ επιβλήθηκαν με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 38Α, 28.2.2012).

Επομένως, οι καπιταλιστές του ΣΕΒ και οι αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ συμφώνησαν ότι σε περίπτωση που καταργηθεί μερικά ή ολοκληρωτικά η 6η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, δε θα επανέλθει αυτόματα ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ, αλλά θα γίνουν νέες διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα αυξήσουν ελάχιστα τα 586 και 511 ευρώ της ΕΓΣΣΕ, ώστε να υπολείπονται κατά πολύ των 751 ευρώ! Οπως θα δούμε στη συνέχεια, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ έσπευσε να δικαιολογήσει αυτή τη στάση των αστογραφειοκρατών συνδικαλιστών.

 

Η ρήτρα αυτή μπήκε και στην ΕΓΣΣΕ του 2014, ως άρθρο 5 και όχι ως προοίμιο, με το ίδιο ακριβώς  (και λεκτικά) περιεχόμενο, γιατί προφανώς οι καπιταλιστές και οι αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ οσφραίνονταν πολιτικές εξελίξεις και κυβερνητική αλλαγή και ήθελαν να προστατεύσουν το νέο πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου από την εργατική κατακραυγή, παίρνοντας πάνω τους την ευθύνη.

 

Το Σεπτέμβρη του 2014, σχετικά πρόσφατα δηλαδή, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ι. Παναγόπουλος συναντήθηκε με τον τότε υπουργό Ανάπτυξης της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ Ν. Δένδια. Οταν στη συνέντευξη που δόθηκε ο Παναγόπουλος κλήθηκε να σχολιάσει την υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ με νομοθετική ρύθμιση, απάντησε:

«Εγώ θα έλεγα ότι η νομοθετική παρέμβαση απαιτείται για την επαναφορά, δίνοντας επίσης κι ένα πολιτικό μήνυμα, αλλά από εκεί και πέρα πρέπει ελεύθερα ν’ αφεθούν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι να συνάπτουν τις συλλογικές συμβάσεις».

Εκανε μια παύση και έσπευσε να διευκρινίσει τι εννοεί με το «από εκεί και πέρα»:

«Οπως το πετσόκομμα του κατώτερου μισθού με νόμο προκάλεσε σοκ, ενδεχομένως και η επαναφορά με νόμο να προκαλέσει άλλο σοκ που δεν ξέρω αν η αγορά εργασίας μπορεί να το αντέξει. Θα έπρεπε όμως να γίνει ως πολιτικό μήνυμα και ας καθίσουμε ταυτόχρονα και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Δεν παρέλειψε να πετάξει και τη μπηχτή του στο ΣΥΡΙΖΑ:

«Πολύ φοβούμαι ότι κάποιοι δεν ξέρουν και την πραγματικότητα στην αγορά εργασίας».

Εσπευσε δε να εξηγήσει τι εννοεί:

«Και εάν βρισκόταν κάποιος κι έλεγε να κάνουμε 1.000 ευρώ τον κατώτερο μισθό, θα τον πλήρωνε η αγορά; Και σήμερα που είναι 510 για τους νέους μέχρι 24 ετών και 586 από κει και παραπάνω, ξέρετε ότι έχουμε διαρκείς καταγγελίες, ότι δεν τα πληρώνουν οι εργοδότες; Αρα δεν είναι ένας νομικός βολονταρισμός η λύση, η λύση είναι να μπορέσουμε να βρούμε το πραγματικό επίπεδο ισορροπίας που θα δίνει και ανάσα στους εργαζόμενους και θα διατίθενται και πόροι προς την κατανάλωση, αλλά βεβαίως να μπορεί και η αγορά να τους πληρώνει χωρίς να καταστρέφουμε την παραγωγική διαδικασία»!

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά σχολιάζοντας τα λεγόμενα αυτού του ξεδιάντροπου εργατοπατέρα που δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα, φτάνοντας στο σημείο να ισχυρίζεται ότι τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ δεν μπορεί να τον πληρώσει η αγορά (δηλαδή οι καπιταλιστές εργοδότες) και πως αν δοθούν τα 751 ευρώ θα καταστραφεί η παραγωγική διαδικασία!

Παίρνοντας αφορμή από τα λεγόμενά του ότι η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει τα 751 ευρώ και ότι εάν το κάνει θα καταστραφεί η παραγωγική διαδικασία, θυμίζουμε πως η ΕΓΣΣΕ μέχρι τέλος του 2009 κάλυπτε μόνο ένα 15% της εργατικής τάξης, ενώ το 85% καλυπτόταν από τις κλαδικές και άλλου τύπου συμβάσεις. Ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο μεροκάματο των κλαδικών συμβάσεων ήταν μεγαλύτερα απ’ αυτά που δίνονταν σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ. Αφού λοιπόν, σύμφωνα με τον Παναγόπουλο, ο κατώτατος μισθός της ΕΓΣΣΣΕ καταστρέφει την παραγωγική διαδικασία, αντιλαμβάνεστε τι θα συνέβαινε αν σήμερα, σε περίοδο κρίσης, οι καπιταλιστές αναγκάζονταν να πληρώνουν το 85% των εργατών και εργαζόμενων με βάση τις κλαδικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και ο φίλος των καπιταλιστών, που ενδιαφέρεται πρωτίστως (για να μην πούμε αποκλειστικά) για τα συμφέροντά τους, πέταξε στο πυρ το εξώτερον τις κλαδικές συμβάσεις.

Είναι φανερό ότι το αποτέλεσμα μιας νέας διαπραγμάτευσης των καπιταλιστών του ΣΕΒ και των άλλων τμημάτων της αστικής τάξης με τους εργατοπατέρες τύπου Παναγόπουλου για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, θα είναι αποτυχημένο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα καταλήξουν σε συμφωνία για λίγα ευρώ παραπάνω από τα 586 και 511. Αυτό το γνωρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό ανήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ νομοθετική ρύθμιση για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

Η εργατική τάξη δεν πρέπει να δει μόνο το τυράκι. Πρέπει να δει και τη φάκα. Και ποτέ να μην ξεχνάει τα σοφά λόγια του Μαρξ: αντί για το συντηρητικό σύνθημα «ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη ημέρα», η εργατική τάξη πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα «κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».

http://www.eksegersi.gr

 

Ενα μικρό σχόλιο, πέρα από την αναγκαία νομοθετική ρύθμιση θα απαιτηθεί σειρά νόμων και αποφάσεων που σημαίνει μια χρονοβόρα διαδικασία που μπορεί να κρατήσει χρόνια ή να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Ετσι, περιμένουμε πως ο κρατικός μηχανισμός θα παρέμβει σε επίπεδο συμβουλευτικό μόνο.

Παραμύθι η αύξηση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ!

ΣΥΡΙΖΑ: η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων

Δημοσιεύεται εδώ το άρθρο του Αντώνη Δρακωνάκη, όπως μπορεί να το διαβάσει κανείς στο τελευταίο τεύχος της Πολιτικής Επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός» των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ. Περισσότερες πληροφορίες για την έκδοση μπορείτε να βρείτε στο τέλος της ανάρτησης.

****

του Αντώνη Δρακωνάκη

Κόμμα και εκλογική βάση

Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες […]. Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο. Βασίζεται στις ίδιες σχέσεις παραγωγής, στο ίδιο σύστημα αξιών. Σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος, για την εδραίωση του μονοπωλιακού κι ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό οι περιθωριακές αλλαγές, που προωθεί η σοσιαλδημοκρατία, αλλαγές που αποσκοπούν στη συγκάλυψη των αντιθέσεων και των αδυναμιών του συστήματος, δεν αποτελούν βήματα προς τον σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα μέτρα για την αποσόβησή του […]. Και κάτι που δεν θα’ πρεπε να ξεχάσουμε: τα σοσιαλδημοκρατικά πειράματα είναι εφικτά στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού όπου υπάρχουν οι δυνατότητες για ‘ευγενικά προσωπεία’. Σε εξαρτημένες περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. – Ανδρέας Παπανδρέου, 1975 [1]

Στο ίδιο μήκος κύματος με τις απόψεις που θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί το νέο ΠΑΣΟΚ, δεν θα’ ταν παράλογο να περιμένουμε δηλώσεις όπως αυτή του Α. Παπανδρέου από τα χείλη του κυρίου Τσίπρα· μολαταύτα, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Όσο κι αν ένα (μπερδεμένο) μειοψηφικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί φειδωλά να επαναφέρει τη λέξη «καπιταλισμός» (άρα και τον αντικαπιταλιστικό λόγο) στη σύγχρονη ορολογία του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ την τρέμει· αντ’ αυτού, προτιμά να μιλά για «νεοφιλελευθερισμό» την ίδια στιγμή που συνδιαλέγεται επίσημα με το κεφάλαιο στους διαδρόμους του ΣΕΒ (Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων). Η αδυναμία λοιπόν -και επιλογή- του ΣΥΡΙΖΑ να μην αρθρώσει, έστω και στοιχειωδώς, κάποιο σοβαρό αντικαπιταλιστικό λόγο, αποδεικνύει ότι φοβάται να φτάσει ακόμα και στα επίπεδα της παπανδρεϊκής «επαναστατικής» ρητορικής, γεγονός που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον όχι σε όλα τα επίπεδα· κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ηγέτης του φοβάται να οξύνει ιδεολογικά τον λόγο του, όπως έπραττε θεαματικά ο κύριος Α. Παπανδρέου, αλλά γιατί ο πρώτος δεν έχει το πορτοφόλι του δεύτερου. Η σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου, φύσει αντεπαναστατική και δημαγωγική, βασίστηκε σ’ ένα γεμάτο κρατικό θησαυροφυλάκιο, προκειμένου να εξαγοράσει την κοινωνική συνείδηση· ενέπνευσε, δηλαδή, με πεντοχίλιαρα τα «πεινασμένα» πλήθη, υποκαθιστώντας τα βιβλία και τους κοινωνικούς αγώνες. Βασιζόμενο στις «δωρεές» κρατικού χρήματος, τη γενικευμένη κολακεία, τον φθηνό πατριωτισμό και τον ψευδεπίγραφο ριζοσπαστικό λόγο, το ΠΑΣΟΚ του ’81 κατάφερε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση και, κατ’ επέκταση, τη διακυβέρνηση της χώρας για αρκετό διάστημα.
Αντιστοίχως, με την ίδια ακριβώς συνταγή αλλά χωρίς δραχμή στο ταμείο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό. Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να εμπνεύσει προεκλογικά, δεν έχει τον «παρά» για να κρατήσει τους ψηφοφόρους του στη συνέχεια.
Αυτό που δεν έχει καταλάβει ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι το κενό μεταξύ κόμματος και ψηφοφόρων, που χαρακτηρίζει κάθε διαχωρισμένο πολιτικό μόρφωμα όπως ένα κόμμα –η έλλειψη δηλαδή οργανικής σχέσης μεταξύ φορέα και κοινωνίας- αποκαθίσταται είτε με επαναστατική αλλαγή είτε με χρήμα. Στην περίπτωση μιας επίδοξης σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ ’81, ΣΥΡΙΖΑ τώρα), προϋποθέτει το δεύτερο. Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τους ψηφοφόρους του να ενεργοποιηθούν και να στηρίξουν έμπρακτα τον αγώνα για την αναγέννηση της χώρας, το εν λόγω κοινό δεν παύει να είναι μέχρι σήμερα, πάνω απ’ όλα εκλογικό, άρα αποστασιοποιημένο από τους κοινωνικούς αγώνες, διαχωρισμένο από τη ζωή και την εργασία του και αλλοτριωμένο από την ετερονομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μετατραπεί από τη μια μέρα στην άλλη, σε ένα ενεργό πλήθος, εμπνευσμένο από τα «ριζοσπαστικά» προτάγματα μιας νέας (sic) πολιτικής δύναμης, τη στιγμή, μάλιστα, που αυτή η δύναμη δεν έχει καν πραγματικά ριζοσπαστικά προτάγματα που θα μπορούσαν ίσως να γεννήσουν ένα κίνημα, αλλά εκκλήσεις για ανώδυνα τσιμπήματα στο σώμα ενός ασθμαίνοντος καπιταλισμού. O ΣΥΡΙΖΑ των 1.655.086 ψήφων δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια κίνημα, αντιθέτως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα εκλογικό «αντι-κίνημα».
Αν από το 26% (εκλογές Ιουνίου 2012) του ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρέσουμε το 4,5% της περιόδου πριν το 2012, μένει ένα 21,5% που δεν αποτελεί παρά ένα άρτι αποκτηθέν εκλογικό εμπόρευμα, εξαγορασμένο με κολακεία και «ενωτισμό». Σε ποια βάση όμως να ενωθούμε; Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά: α) εθνική ενότητα, β) ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου. Μπορεί το δεύτερο να μην χρήζει ιδιαίτερου προβληματισμού, σε ό,τι αφορά όμως το πρώτο, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο και να αναλογιστούμε την καθολικότητα της πατριωτικής ρητορικής στο πεδίο της πολιτικής στην Ελλάδα:

Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες [στην Ελλάδα], οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.[2]

Συνομιλώντας με μέλη που είναι στο κόμμα από την εποχή του Συνασπισμού, θα ακούσουμε ότι προφανώς ο Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματος δεν είναι αφελή· δεν στηρίζουν ιδεολογικά καμιά εθνική ενότητα εις βάρος μιας προοδευτικής-αριστερής κοινωνικής συσπείρωσης· αλλά πώς αλλιώς μπορείς να βγεις κυβέρνηση αν δεν αποκτήσεις μια έστω στοιχειώδη, πατριωτική ρητορική; Απ’ αυτό, φαίνεται ξεκάθαρα και ο κεντρικός στρατηγικός πυλώνας, πάνω στον οποίο δομήθηκε ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα θεματικά πεδία: «όλοι μέσα» και βλέπουμε.
Μετά το 26% ο χρόνος πίεζε και το κόμμα βρέθηκε μπροστά σε δύο επιλογές· ή θα διατηρούσε ένα αυτόνομο αριστερό προφίλ, κρατώντας αποστάσεις από τη δυναστεία της κεντρο-αριστεράς ή θα γινόταν το πιο «ατίθασο» κομμάτι της και, συνεπώς, ένα κόμμα εξουσίας. Φυσικά επέλεξε το δεύτερο: άμβλυνση των πολιτικών συγκρούσεων (ενωτισμός), ιδεολογική εκεχειρία υπό το βάρος του αντιμνημονιακού λαβάρου (βλ. φλερτ με Ανεξάρτητους Έλληνες), διαμόρφωση κυβερνητικού image (απορρόφηση των «καθαρών» του ΠΑΣΟΚ), διαταξική κολακεία (συνομιλίες με ΣΕΒ), δηλώσεις νομιμότητας στην ΕΕ και φθηνός πατριωτισμός με νεανικό προφίλ.
Με αυτά τα τερτίπια, ένα κόμμα που, μέχρι πρότινος, εξέφραζε -είναι αλήθεια- ένα πραγματικά προοδευτικό (και μέχρι εκεί) κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (αν και με μηδενική εσωτερική συσπείρωση), αποφάσισε να τους εκφράσει όλους. Πήρε, λοιπόν, το ρίσκο να δομήσει ένα πολιτικό μόρφωμα με ατροφικό κορμό και μεγάλο κεφάλι· ένα πολιτικό μόρφωμα που επιχειρεί να βολέψει στο ίδιο σώμα, το κυβερνητικό και το κινηματικό προφίλ· δεν βρισκόμαστε όμως στη Νικαράγουα των Σαντινίστας.
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μια σαθρή εκλογική βάση -και μάλλον εκεί θα παραμείνει- που θα τον προδώσει στην πρώτη ευκαιρία. Κι αυτό γιατί, αφενός δεν προέρχεται από καμιά μαζική κινηματική δύναμη (κίνημα) με εμπειρία στον δρόμο και τους κοινωνικούς αγώνες και, αφετέρου, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει -άμεσα- το εκλογικό του σώμα (διανομή κρατικού χρήματος), χτίζοντας έναν πελατειακό μηχανισμό -αλά ΠΑΣΟΚ- που να μπορέσει να συσπειρώσει τη βάση στο όνομα της «ταμπακέρας».
Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν έναν πληθυσμό πιστωτών που, μόλις δουν τις αξιώσεις τους να καταρρέουν, θα αποσύρουν την πίστωση. Η μικροαστική ανυπομονησία για αλλαγή, βασισμένη στην άρνηση για προσωπική συμμετοχή στον κοινωνικό αγώνα, είναι τυφλή και αδηφάγος· δεν την ενδιαφέρει το χρώμα του μεσσία, αρκεί να εμφανίζεται ως μεσσίας και δεν καταλαβαίνει τις παρακλήσεις του για υπομονή· θέλει ευημερία εδώ και τώρα, αλλιώς αλλάζει ψηφοδέλτιο.
Εκλογικοί πληθυσμοί όπως αυτοί, δεν μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από έναν πολιτικό φορέα στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινού ιδεώδους· αρχικά, γιατί δεν διαθέτουν -τουλάχιστον στην επαναστατική τους εκδοχή- τίποτα από τα δύο. Η αλληλεγγύη και το ιδεώδες δηλαδή, δεν έχει γι’ αυτούς ούτε ταξικό πρόσημο ούτε το στοιχείο μιας ολιστικής, αξιακής αμφισβήτησης. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως φιλανθρωπία και τα ιδεώδη ως σχετικολογικά υπαρξιακά ευχολόγια.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός δεν χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της αλληλεγγύης· απλώς δεν μπορεί η αλληλεγγύη στην παρούσα μορφή, να τον ιδεολογικοποιήσει προς την απελευθερωτική κατεύθυνση. Για όλα αυτά, δεν επιρρίπτουμε φυσικά την ευθύνη, αποκλειστικά στους ίδιους τους ψηφοφόρους· αντιθέτως αντιλαμβανόμαστε την αλλοτριωτική δυναμική του καταμερισμού της εργασίας και των ηγεμονικών μηχανισμών (Gramsci) με τους οποίους το καπιταλιστικό κράτος πολτοποιεί τον μέσο ανθρώπινο νου.
Η αστραπιαία μαζικοποίηση μιας πολιτικής δύναμης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με καθαρά εκλογικούς όρους, οξύνει τη διάσταση κόμματος και ψηφοφόρων· κάνει, δηλαδή, ακόμα πιο έκδηλη, την έλλειψη οργανικής σχέσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογική του βάση. Αρκεί να κοιτάξουμε τις πωλήσεις της Αυγής, τον αριθμό των μελών της νεολαίας του, το μέγεθος των μπλοκ του στον δρόμο ή, ακόμα καλύτερα, το πόσο εύκολα κινητοποιεί τον κόσμο του· και υπενθυμίζουμε ότι μιλάμε για ένα κόμμα 1,5 εκατομμυρίου ψήφων. [3]
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ελάχιστα στην πραγματική διάσταση των κοινωνικών αγώνων (όπως και στην όξυνσή τους) και αυτή είναι η ξερή αλήθεια. Πέρα από κάποιους ενεργούς δημότες που συμμετέχουν στις λαϊκές συνελεύσεις της γειτονιάς τους και κάποιους γιατρούς, δικηγόρους που δραστηριοποιούνται σε κοινωνικά ιατρεία και ομάδες νομικής υποστήριξης (χωρίς φυσικά να υποτιμάμε τίποτα απ’ τα δύο), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να επιδείξει κάποια αξιοσημείωτη εμπειρία ή τεχνογνωσία, στην από-τα-κάτω δόμηση των κοινωνικών αγώνων· δεν είναι τυχαίο ότι έχει ξεπατικώσει κάθε ιδέα και πρακτική που αναπτύσσεται εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία χρόνια.
Εντούτοις, η αυτοοργάνωση δεν απαντάται σε καμία εσωτερική διαδικασία ή πρακτική του κόμματος, την ίδια στιγμή που η έννοια της κοινωνικής αυτοοργάνωσης έχει γίνει σημαία του, ενώ τα βίαια και συγκρουσιακά ρεπερτόρια δράσης της Κερατέας και των Σκουριών γίνονται αποδεκτά στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που το γραφείο τύπου του καταδικάζει τη βία και υποστηρίζει ότι υπονομεύει τους κοινωνικούς αγώνες. Όποιος έχει έστω και την παραμικρή αντίληψη, καταλαβαίνει ότι χωρίς την κοινωνική αντιβία και τις ακραίες μορφές αντίστασης των κατοίκων της λαυρεωτικής και της Χαλκιδικής, που όξυναν τον αγώνα και τον έκαναν γνωστό σε όλη την Ελλάδα, τα εν λόγω κινήματα θα είχαν ατονήσει. «Οι πέτρες, οι μολότοφ και οι εμπρησμοί δεν έχουν θέση στις λαϊκές κινητοποιήσεις, δεν φέρουν κανένα αποτέλεσμα και ανακόπτουν τον αγώνα» – ναι, γι’ αυτό ανεστάλησαν οι εργασίες κατασκευής των ΧΥΤΑ σε Κερατέα και Λευκίμμη· γι’ αυτό το κίνημα των Σκουριών εισέπραξε τέτοια αλληλεγγύη και πήρε τέτοιες διαστάσεις.[4]
Παρά τα θεωρητικά τσουβαλιάσματα και παρ’ όλες τις επανειλημμένες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει ιδεολογικά τα νεοαναδυόμενα κοινωνικά κινήματα, κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει παταγωδώς· αντίθετα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός στο να αντλεί θεαματικά, την πολιτική υπεραξία της κινηματικής δράσης εν γένει, φυσικά στα πλαίσια της εκλογικίστικης, αντιληπτικής ικανότητας του μέσου τηλεθεατή.
Το τέλος των κινημάτων

Υπήρξαν δυνάμεις –κυρίως του αναρχικού χώρου- εντός των κινημάτων, που στην προσπάθεια να επιβάλλουν τις δικές τους αντιλήψεις και πρακτικές στα κινήματα, υπεριδεολογικοποιούν και υπερπολιτικοποιούν τους τοπικούς αγώνες, δημιουργώντας τους όρους απομαζικοποίησής τους και εξ αυτού υπονομεύοντας την επιτυχή έκβαση αυτών των αγώνων. Η πολιτική αντιπαράθεση με αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές, που θεωρούν οποιαδήποτε συνάρθρωση δομών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας και οποιοδήποτε αίτημα απευθύνεται στα αρμόδια (κρατικά) όργανα, εκ προοιμίου ενάντια στους αγώνες, είναι καθοριστική για να συνεχίσουν τα τοπικά κινήματα να έχουν πλατιά κοινωνική απεύθυνση και να διαμορφώνουν συνθήκες νίκης.[5]

Όταν ένα αριστερό κόμμα, που έχει γαλουχηθεί για χρόνια στην αντιπολίτευση, φιλοξενείται ξαφνικά στα έδρανα της κυβέρνησης, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά από αντιφάσεις· μια απ’ αυτές είναι η σχέση του με τα κοινωνικά κινήματα.[6]

Η εν λόγω αντίφαση προκύπτει από την ίδια τη φύση των κινημάτων που, ως επί το πλείστον, απευθύνονται στις αρχές. Εν προκειμένω, εξετάζουμε την περίπτωση ριζοσπαστικών κινημάτων, με αιτήματα που συνάδουν με το αγωνιστικό πλαίσιο μιας αριστερής πολιτικής δύναμης (π.χ. Σκουριές, Κερατέα) και όχι, λόγου χάρη, ένα κίνημα ενάντια στην ανέγερση τζαμιών στην Αθήνα.
Όντας στη θέση της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται αυτομάτως σε δέκτη της διαμαρτυρίας και των αιτημάτων ενός κινήματος. Έτσι, από προωθητική δύναμη της κινηματικής δράσης, εμφανίζεται ως παθητικός φορέας λήψης αποφάσεων. Βρίσκεται, λοιπόν, δυνητικά, μπροστά σε ένα αξιοσημείωτο υπαρξιακό ζήτημα: αν πυροδοτήσει ή στηρίξει ένα κίνημα που στρέφεται προς την κυβέρνηση είναι σαν να διαμαρτύρεται στον εαυτό του. Αν πάλι, ικανοποιήσει άμεσα τα αιτήματά κάποιου κινήματος, τότε σημαίνει ότι το κίνημα σταματάει αυτόματα· παύει δηλαδή η κινηματική δράση.
Ιδού λοιπόν το ερώτημα· πώς μπορεί μια κινηματική δύναμη, που υποτίθεται πως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, να αποτελεί πυροκροτητή των λαϊκών διεκδικήσεων και των κινημάτων, όταν αναλαμβάνει τα ηνία του κράτους; Πώς μπορεί μια δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στα τοπικά κινήματα, να τα στηρίζει από την πλευρά της κυβέρνησης; Θα ήταν τουλάχιστον αστείο να βλέπαμε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να στέλνει τα στελέχη της δίπλα στους αγωνιζόμενους κατοίκους μιας περιοχής, για να στηρίξουν τον αγώνα τους ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση. Απαντούμε, λοιπόν, γρήγορα και ξεκάθαρα:
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δομική σύγκρουση με ένα κίνημα ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί με το περιεχόμενο των αιτημάτων του, γιατί το απειλεί ήδη σε οντολογικό επίπεδο· στέκεται, δηλαδή, ανταγωνιστικά στην ίδια την ουσία του κοινωνικού κινήματος που είναι ο εξωθεσμικός του χαρακτήρας. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίξει ένα κίνημα, παρά μόνο για να το αποφορτίσει -έστω και μέσω της διαπραγμάτευσης- και να το μετατρέψει σε μια μη-κινηματική ομάδα πίεσης.
Δεν υπάρχουν θεσμικά «κινήματα», δηλαδή κύτταρα συλλογικής δράσης και κινητοποίησης εντός του θεσμικού (κυβερνητικού, κρατικού, διοικητικού κλπ.) πεδίου. Η μόνη σχέση ενός κινήματος με τους θεσμούς είναι αποκλειστικά είτε μια πιθανή στήριξη της εξωθεσμικής του δράσης από θεσμικούς φορείς (π.χ. δήμαρχος) είτε η επικουρική-εργαλειακή χρήση της θεσμικής οδού (π.χ. προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Το «κίνημα», λοιπόν, είναι και θα παραμείνει μια εξωθεσμική συλλογική μορφή πάλης για τους καταπιεσμένους.
Μια κυβέρνηση έχει δύο επιλογές απέναντι σ’ ένα νεοεμφανιζόμενο κίνημα· ή να ικανοποιήσει τα αιτήματά του ή να συγκρουστεί μαζί του. Μέση λύση δεν υπάρχει· είτε συγκρούεται μαζί του, ανοίγοντας άλλο ένα μέτωπο, είτε ικανοποιεί συνολικά ή εν μέρει τα αιτήματά του, σταματώντας το ολοκληρωτικά, ή το αναστέλλει προσωρινά.
Ας εξετάσουμε λίγο τις εν λόγω επιλογές, με φόντο τις κινητοποιήσεις ενάντια στα μεταλλεία των Σκουριών. Μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε φυσικά (αν δεν θέλει να γίνει περίγελος) παρά να στραφεί κατά των αξιώσεων της «El dorado gold» και να εμποδίσει τη διεξαγωγή των εργασιών της εκ των άνω, ικανοποιώντας τα αιτήματα του κινήματος κατά των μεταλλείων. Όπως είναι προφανές, αυτό θα σήμανε αυτόματα και το τέλος του αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής· το κράτος (ΣΥΡΙΖΑ) θα λάμβανε τα εύσημα από τη, μέχρι πρότινος, μαχόμενη τοπική κοινωνία και όλα θα λύνονταν διά της θεσμικής οδού. Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι αυτή η τακτική συνεχίζεται για κάποιο διάστημα· ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, καταφέρνει να δομήσει μια κυβέρνηση αδιάφθορη και φερέγγυα ως προς το «ριζοσπαστικό» της προφίλ, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα. Τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση;
Θα είχαμε την πλήρη απαξίωση της κινηματικής δράσης ως ρεπερτόριο δράσης και, παράλληλα, την εδραίωση μιας τακτικής, απευθείας προσφυγής στα διαπραγματευτικά όργανα της κυβέρνησης από την πλευρά των πολιτών. Και τώρα θα ρωτήσει κανείς: μα γιατί να υπάρχουν κινήματα αν η κυβέρνηση είναι συγκαταβατική; Η κινηματική δράση είναι αυτοσκοπός;
Ασφαλώς ναι, στον βαθμό που ριζοσπαστικοποιεί και διαπαιδαγωγεί την κοινωνία σε μια κουλτούρα αντίστασης, μαχητικότητας και αυτοοργάνωσης· στον βαθμό που κρατάει ζωντανό το ένστικτο της εξέγερσης (Μπακούνιν) και εμποτίζει έναν λαό με πολιτική συνείδηση[7] (το αναγκαίο έτερον ήμισυ της ταξικής συνείδησης που, εν τη ενώσει τους, μας δίνουν την επαναστατική συνείδηση)· στον βαθμό, τέλος, που ένας λαός μέσω της κινηματικής δράσης, συνηθίζει να αντιστέκεται, δημιουργώντας μια παράδοση –αυτή τη φορά- κινηματική, ένα «έθιμο» αντίστασης.
Η κινηματική δράση και το ένστικτο της εξέγερσης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως περίσταση, αλλά ως απόδειξη της ζωτικότητας μιας κοινωνίας· η συλλογική δράση και η εξέγερση, δηλαδή, αποδεικνύουν ότι μια κοινωνία είναι ζωντανή.[8] Ακόμα, διατηρούν αναμμένη τη φλόγα της εξεγερσιακής προοπτικής σε διεθνές επίπεδο· συντηρούν, δηλαδή, τη διεθνιστική διάσταση του κοινωνικού αγώνα και του προτάγματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον μαχόμενο ευρωπαϊκό νότο, στις εύρωστες σκανδιναβικές χώρες η συλλογική δράση κινείται σε μηδενικά επίπεδα· η κοινωνική νηνεμία του βορρά δεν μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση ότι συμβάλλει ιδιαιτέρως στην προοπτική της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ή, ευρύτερα διεθνούς, ανατρεπτικού κινήματος. Τι μπορεί να προσθέσει η Ολλανδία ή η Δανία στον αγώνα των εξεγερμένων ανά τον κόσμο;
Συνεχίζοντας την απάντησή μας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι μια περίοδος μπορεί να χαρακτηρίζεται από κυβερνητική συγκαταβατικότητα (π.χ. πιθανώς το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ), τα χρόνια όμως περνούν και η μια περίοδος διαδέχεται την άλλη. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίζονταν από βαθιά συναίνεση ως προς τις λαϊκές διεκδικήσεις, μερικά χρόνια αργότερα όμως, το κράτος έδειξε και πάλι την πραγματική του μορφή. Όσοι έχουν τη διάθεση να επενδύσουν για άλλη μια φορά στο ευγενικό του προσωπείο ας το κάνουν· οι αναρχικοί θα συνεχίσουν να κοιτούν ξεροκέφαλα την ιστορία και την αλήθεια της.
Στη διακυβέρνηση της αριστεράς, τα κινήματα θα προβάλλονται από το κράτος ως δυνητικά μέσα αγώνα ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση ή, ακόμα χειρότερα ίσως, υπονομευθούν από συντηρητικές και ακροδεξιές –αντιπολιτευτικές- δυνάμεις. Οι αυτοοργανωμένες λαϊκές συνελεύσεις θα στήνονται με την ευλογία του κράτους, θα οργανώνουν «δημόσιους διαλόγους» και όχι κινητοποιήσεις, και δεν θα στήνουν κανένα «Άπαρτο κάστρο»[9]· αντίθετα, θα συνεδριάζουν στις αίθουσες των δημοτικών συμβουλίων και θα λειτουργούν ως όργανα συλλογικής αυτομόρφωσης πάνω στην κρατική προπαγάνδα.
Τι να κάνουμε;
Στην περίπτωση που μια κυβέρνηση αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθήσει συναινετική προς τα κινήματα στρατηγική (τουλάχιστον στην αρχή), σημαίνει πως η ριζοσπαστική κινηματική δράση στην Ελλάδα τίθεται αυτομάτως σε ύφεση ή και σε διαρκή αναστολή. Μια κυβερνητική στρατηγική ικανοποίησης και συνεργασίας με τα κινήματα, θα σημάνει αυτόματα την εξάλειψη των κινημάτων εν τη γενέσει τους ή, ακόμα χειρότερα, την προληπτική τους κατάσβεση πριν καν προλάβουν να ξεσπάσουν.
Η αυτοοργάνωση, η αυτοδιαχείριση και η άμεση δημοκρατία, θα συνδεθούν στη λαϊκή συνείδηση με το κράτος και μάλιστα στην πιο ακάθαρτη, αντεπαναστατική τους μορφή· ο κοινωνικός επαναστατικός αγώνας θα πάει για άλλη μια φορά μερικά βήματα πίσω. Η συνειδησιακή διαπλαστική δυναμική του κράτους, θα περιβληθεί αριστερο-προοδευτικό-κινηματικό μανδύα και κάθε κίνηση κρατικής αυθαιρεσίας θα «χρεώνεται» στις ευρύτερες ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Για όλα αυτά και για χιλιάδες άλλους λόγους, η θέση των αναρχικών σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι σταθερή και αμετακίνητη. Καμία υποχώρηση, καμία συναίνεση και καμιά ανοχή στο κράτος και τους επίδοξους διαχειριστές του. Η αυτοοργάνωση, η εργατική αυτοδιαχείριση, η κοινωνική αλληλεγγύη και ο ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο και τον στρατό του, δεν γίνεται με κρατική χρηματοδότηση και χαμόγελα προς κάθε κατεύθυνση, αλλά με αγώνες, συγκρούσεις και στερήσεις· όχι στα πλαίσια μιας αιώνιας αναμονής για την παγκόσμια επανάσταση, αλλά και όχι στην υποχώρηση της μικροαστικής ανυπομονησίας για μια κάποια αλλαγή.

Σημειώσεις:

[1] Συνέντευξη στην εφημερίδα Τα Νέα, 3.11.75 του Παπανδρέου Α., Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, Αθήνα, εκδ. Αιχμή, 1977, σ. 45-46.

[2] Κονδύλης Π., Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2007, σ. 31.

[3] Αν εξετάσουμε το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκεται σε αρκετά διαφορετική θέση από γνωστές, ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις των ημερών μας. Έχει ελάχιστη επιρροή στο συνδικαλιστικό πεδίο και οι δυνάμεις του στον δρόμο δεν ξεπερνούν τη δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απέχει πόρρω, για παράδειγμα, τόσο από τον ισπανικό Συνασπισμό της αριστεράς (IU) όσο και από το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα(PCF), που έχουν και τα δύο ισχυρή παρουσία στο συνδικαλιστικό πεδίο. Βλ. Izquierd Unida(η μεγαλύτερη δύναμη του συνασπισμού είναι το γνωστό από την εποχή του εμφυλίου, Ισπανικό Κομμουνιστικό κόμμα – PCE) και Parti Communiste Francais. Τα συνδικάτα που βρίσκονται κοντά στα δύο κόμματα είναι τα CCOO (Comisiones Obreras) στην Ισπανία και η CGT(Confederation Generale Du Travail) στη Γαλλία, αντίστοιχα.

[4] Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι πριν τον εμπρησμό του εργοταξίου στις 15 Φεβρουαρίου του 2013, το θέμα είχε θαφτεί από τα ΜΜΕ, ενώ οι πορείες αλληλεγγύης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη(Ιούνιος 2012) αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Μετά από τον εμπρησμό και τις διαστάσεις που πήρε το ζήτημα, πραγματοποιήθηκαν δύο μαζικότατες πορείες αλληλεγγύης με χιλιάδες κόσμου σε Αθήνα (12Μαρτίου 2013) και Θεσσαλονίκη(9 Μαρτίου 2013). Στην πορεία της Θεσσαλονίκης συμμετείχαν πάνω από 10 χιλιάδες άτομα.

[5] Κείμενα θέσεων του 6ου συνεδρίου της νεολαίας ΣΥΝ, Κεφάλαιο 2 – «Κινήματα πόλης και οικολογικοί αγώνες»,http://archive-gr.com/page/1903877/2013-04-22/http://www.neolaiasyn.gr/theseis.php?id=714 . Στο εν λόγω εδάφιο, η νεολαία ΣΥΝ προφανώς μπερδεύει τον αναρχικό χώρο με το ΚΚΕ(τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος). Αν, λοιπόν, τα παραπάνω γραφόμενα δεν είναι προϊόν παραδρομής, θα παρακαλούσαμε τη νεολαία να μας δώσει το παράδειγμα ενός τοπικού αγώνα που απομαζικοποιήθηκε λόγω της υπονομευτικής δυναμικής του αναρχικού χώρου.

[6] Υπάρχουν και κοινωνικά κινήματα που δεν απευθύνονται αναγκαστικά στις αρχές. Στον απρόν κείμενο, όμως, αναφερόμαστε στα κοινωνικά κινήματα με πολιτική διάσταση, σε όσα δηλαδή στρέφονται προς τις αρχές για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Βλ. Neveu E., Η κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων, Αθήνα, εκδ. Σαββάλας, 2010.

[7] Βλ. Μπακούνιν Μ., Μαρξισμός, ελευθερία και κράτος, στο anthostoukakou.blogspot.gr/2012/07/1.html.

[8] «[…] ένας λαός, ο οποίος κάτω από ένα οποιοδήποτε πρόσχημα, μπορεί να υποφέρει την τυραννία, αναγκαία χάνει τελικά τη σωτήρια συνήθεια της εξέγερσης, ακόμα και το ίδιο το ένστικτο της εξέγερσης», Μπακούνιν, στο ίδιο.

[9] Το ανταγωνιστικό πολιτικό στέκι «Άπαρτο Κάστρο» ήταν ένας αυτοσχέδιος χώρος, που λειτούργησε ως κέντρο αγώνα για τους κατοίκους της Κερατέας, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στον ΧΥΤΑ.

****

Πολιτική Επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός», τεύχος 3.

cover_small3

Κυκλοφόρησε από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ το 3ο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός», έχοντας ως κύρια θεματική το έμφυλο ζήτημα. Τα άρθρα του 3ου τεύχους είναι:

Σημείωμα της Συντακτικής Ομάδας
Εξουσία και Σεξουαλικότητα: εισαγωγικές δοκιμές σε μια συζήτηση, του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Η ερωτική απελευθέρωση ως ζητούμενο όλων, του Άρη Σαδίκη
Φτιάχνοντας κινήματα, οργανώνοντας κοινότητες, της ομάδας Queertrans
Το έμφυλο ζήτημα στον λόγο της Χρυσής Αυγής (How I Learned to Stop Worrying and Love the mop), της Νεφέλης-Μυρτώς Πανδίρη
Φύλο και εξουσία: Εισαγωγικές παρατηρήσεις περί της υπαγωγής των φύλων στην υποτέλεια, της Αθανασίας Δανελάτου
Μujeres Libres της Ισπανίας: «να απελευθερώσουμε τις γυναίκες από τη δικτατορία της μετριότητας», του Νίκου Νικολαΐδη
Ο φεμινισμός και η ανάπτυξη του γυναικείου θεάτρου, της Ασπασίας Λυκουργιώτη
ΣΥΡΙΖΑ: Η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων, του Αντώνη Δρακωνάκη
Κοινωνικές τάξεις και αναρχική οργάνωση, του Κώστα Πολίτη
Κρίση και ρήξεις: Ρωγμές για την εποικοδομητική πολιτική πράξη του αναρχισμού, του Juan Cruz López. Από το θεωρητικό περιοδικό της CNT, «Estudios», τ.2, 2012. Η μετάφραση έγινε από τη Βενετία Ποσταντζόγλου
Για την ιστορία της ληστείας και τις σημασίες της. Μια ανάγνωση στους Ληστές του E. Hobsbawm, του Παναγιώτη Διδάχου
ΑΡΧΕΙΟ: Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους, του Φίλιππα Κυρίτση. Από το περιοδικό «Κράξιμο», τ.8, Μάιος 1988.
Τέχνη, φεμινισμός και άλλα παραμύθια. Η περίπτωση της Barbara Kruger, της Α.Α.
Η εικονογράφηση του τεύχους περιλαμβάνει έργα της Barbara Kruger.

Όποιος/όποια επιθυμεί να διακινήσει την πολιτική επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός» και τα υπόλοιπα βιβλία των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ σε στέκια, καταλήψεις, κοινωνικούς χώρους αλλά και χέρι με χέρι, μπορεί να επικοινωνήσει στο koursal@hotmail.com και στο τηλέφωνο 6984816962.

Εν μεγάλω Ελληνικώ Κράτος, 2014 μ.χ

Ίσως οι περισσότεροι να θυμάστε την καμπάνια του ιδρύματος Ωνάση και του αρχείου Κ.Π.Καβάφη (που ανήκει στο Ίδρυμα) τον Οκτώβρη του 2013, όπου οι στίχοι του ποιητή κυκλοφορούσαν σε μετρό, λεωφορεία και άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε γιγαντοαφίσες ή πόστερ και άλλα διάφορα.

Θα θυμάστε επίσης την διάσταση που πήρε το ζήτημα, καθώς η σχετική πρωτοβουλία πραγματοποίησε μια αυθαίρετη κοπτοραπτική επάνω στην ποίηση του Καβάφη-που κατ’ αρχήν αποτελεί εχθρική πράξη ενάντια στο πολυσήμαντο έργο του ποιητή αλλά ας το προσπεράσουμε για λόγους οικονομίας.

Θα θυμάστε στη συνέχεια τις άπειρες φωτοσοπιές που κυκλοφόρησαν αντιγράφοντας ειρωνευόμενες το παράδειγμα του Ιδρύματος, ευτυχώς όχι με στίχους του ποιητή αλλά με ό,τι ατάκα ήθελε ο καθένας. Και κάπως έτσι γέμισαν τα σόσιαλ μίντια με εκείνο το κόκκινο λεωφορείο που έφερε επάνω τον κουτσουρεμένο στίχο ‘’είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία’’απ’ το ποίημα ‘’Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.’’ όπου βέβαια εννοεί κυρίως τη βιασύνη, παρά τη φυσική βία.

Ως απάντηση στις ‘’αντιδράσεις’’ το Ίδρυμα τότε ανέφερε πως δεν υπάρχει καμιά πολιτική σκοπιμότητα γύρω από αυτή την πράξη, και τέλος πάντων, ένας στίχος είναι βρε αδερφέ. Βέβαια, είναι χαρακτηριστικό του πόσο κωθώνια πρέπει να θεωρεί τον ‘’λαουτζίκο’’ το Ίδρυμα Ωνάση για να προχωρήσει σε μια τέτοια μίνι προβοκάτσια.

Τώρα, ποια η σχέση αυτού του γεγονότος με τα… δρώμενα του Πολυτεχνείου πριν και κατά την 17ή Νοέμβρη: Άμεση και πάνω απ’ όλα διαλεκτική

Το Ίδρυμα Ωνάση μπορούμε να το θεωρήσουμε χοντρικά-χοντρικά ως ένα φορέα του αστικού πολιτισμού, ένα πόλο της κυριαρχίας που απ’ το δικό του μετερίζι προσφέρει στην πλουραλιστική μάχη του Κεφαλαίου ενάντια στην Εργασία. Η κοπτοραπτική του στα ποιήματα του Καβάφη συγκαταλέγεται και ακολουθεί τα trends του ιδεολογικού οπλοστασίου των αφεντικών ενάντια στην εργατική τάξη και κάθε κοινωνική ανταρσία που ξεπηδά απ’ τα σπλάχνα της. Συμβαδίζει απόλυτα, ολοκληρωτικά και μάλιστα αναπαράγει την ιδεολογική κυριαρχία του συμπλέγματος Κράτος-Κεφάλαιο. Ο λόγος, για την βία ως αναλυτικό /ερμηνευτικό εργαλείο της κοινωνικής κίνησης και τη θεωρία των δύο άκρων που αποτελεί αποκύημά της.

Την αρχή ενδεχομένως να την έκανε ο ιστορικός Στάθης Καλύβας πριν καμιά δεκαριά χρόνια με αφορμή την ‘’επίθεσή’’ του στην κυρίαρχη ιστορική αφήγηση της αντίστασης και του εμφυλίου, όπου και εισήγαγε τη βία ως μέτρο για πάσαν νόσο και πάσαν μαλακίαν. Βασικό στόχος του Καλύβα (και του Κράτους) ήταν και παραμένει η απενοχοποίηση των ταγματασφαλιτών και γενικά των συνεργατών των ναζί και η καταγγελία της ‘’κόκκινης τρομοκρατίας’’.

Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, το θαύμα του ελληνικού καπιταλισμού άρχισε να πνέει τα λοίσθια και κάπου μετά την απογείωση του 2004 άρχισε η βάρκα να μπάζει. Σαφώς, κομβικό σημείο για τα ιδεολογικά όπλα (και όχι μόνο) του Κεφαλαίου αποτέλεσε η εξέγερση του Δεκέμβρη ως άρνηση και ταυτόχρονα προεικόνιση όσων θα ακολουθούσαν και κάπου εκεί τα αφεντικά αποφάσισαν να προετοιμαστούν και έτσι βρήκε την πραγματική της εφαρμογή η ριζοσπαστική θεωρία του απολογητή Σ.Καλύβα και των ομοίων του.

Κάπως έτσι φτάνουμε στην τρέχουσα περίοδο όπου το νήμα της αφήγησης του Καλύβα συναντά την κοπτοραπτική του Καβάφη, τα εξώφυλλα της lifo για τους δύο ξένους στην ίδια πόλη, όλη την ιδεολογική τρομοκρατία των μμε υπό τον γενικό τίτλο η θεωρία των δύο άκρων, τις προκλητικές συμπεριφορές της αστυνομίας της αριστερής αφήγησης και βέβαια την καταστολή κάθε είδους που το Κράτος εξαπέλυσε τα τελευταία χρόνια ενάντια σε κάθε κοινωνικό αγώνα.

Η κυρίαρχη προπαγάνδα συγκεντρώθηκε γύρω από την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, γύρω από μια δημοκρατική επίφαση της καταδίκης των ακραίων στοιχείων, γύρω από έναν ομογενοποιητικό χυλό εξίσωσης των μαφιόζων/δολοφόνων φασιστών με κάθε μορφή κοινωνικής αντίδρασης του προλεταριάτου ενάντια στην επίθεση του Κεφαλαίου (απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, αυτοοργανωμένα εγχειρήματα κ.ο.κ).

Σήμερα, ύστερα από την εμπειρία των τελευταίων χρόνων καταλαβαίνουμε πως αυτό έγινε για έναν βασικό λόγο: την ανεμπόδιστη χωρίς πολιτικά κόστη ολοκληρωτική στροφή του Κράτους προκειμένου να διαχειριστεί με την μπότα της καταστολής τη μαινόμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση ενάντια στην εργατική τάξη και το προλεταριάτο και βέβαια τις όποιες αντιστάσεις προκύψουν

Έτσι, μέσα στο πλαίσιο του καταρρέοντος κοινωνικού συμβολαίου τα ιδεολογικά όπλα των αφεντικών μετασχηματίζονται προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο της γενικευμένης κοινωνικής επίθεσης του Κράτους. Προκειμένου να προσφέρουν την απαραίτητη νομιμοποίηση της ασύλληπτης καταστολής ενάντια σε όποιον τολμά να αντιπαραθέσει βία στην βία της εξουσίας ή έστω μια διαφορετική οπτική. Και βέβαια, τα όπλα αυτά είναι τόσο αποτελεσματικά που καταφέρνουν, την ίδια στιγμή, η δημοκρατική λειτουργία του Κράτους να διατηρείται ακέραιη και μάλιστα εκ νέου επίκαιρη.

Ακριβώς επειδή τίποτα δεν αντλεί την αιώνια ύπαρξή του από κάποια σφαίρα των ιδεών, το δημοκρατικό καθεστώς έπρεπε και αυτό να μετασχηματιστεί, να εκσυγχρονιστεί σύμφωνα με τις τωρινές ανάγκες αναπαραγωγής του Κράτους και του Κεφαλαίου. Η βία ως ερμηνευτικό εργαλείο των αφεντικών καταφέρνει να πραγματοποιήσει ταυτόχρονα δυο αποστολές: Από τη μια το ομαλό ξεπέρασμα της απαραίτητης κατάρρευσης της μεταπολίτευσης ως κοινωνικό συμβόλαιο (σαφώς και με την βοήθεια των εκλογών) και η ανανέωση των δημοκρατικών διαδικασιών επάνω στο μαξιλαράκι της βίας των από κάτω δίχως πολιτικό κόστος και, απ’ την άλλη, η σχιζοφρενική βία των δυνάμεων καταστολής, τα συνεχόμενα δικαστικά πραξικοπήματα ενάντια σε όποιον το Κράτος θεωρεί εχθρό, η ολοκληρωτική στροφή του κρατικού μηχανισμού, οι φασίστες, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο εν γένει αποκλεισμός απ’ τη …Δημοκρατία (ως χώρου αναπαραγωγής των κοινωνικών αναγκών) όσον επιλέγουν να αντισταθούν στην ισοπέδωση των ζωών τους.

Με λίγα λόγια τα αφεντικά δημιούργησαν έναν κοινωνικό χώρο, σχηματικά κάτω από το δημοκρατικό καθεστώς, όπου για την εξουσία όλα επιτρέπονται. Η Δημοκρατία τους ύψωσε τα τείχη της προκειμένου το Κεφάλαιο να ολοκληρώσει την αναγκαία αναδιάρθρωση: λυσσαλέα επίθεση στην εργατική τάξη και στις υποχρεώσεις αναπαραγωγής της. Για’ αυτό οι μπάτσοι μπορούν πολύ εύκολα να εξαπολύουν πογκρόμ εναντίων των φοιτητών στις 13 και 14 Νοέμβρη, της πορείας του Πολυτεχνείου και όσων βρέθηκαν στα Εξάρχεια την 17ή απροσχημάτιστα και χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό κόστος.

Για’ αυτό και είναι γελοίες οι αναφορές περί προκλητικής στάσης της αστυνομίας. Γι’ αυτό είναι γελοίες οι επικλήσεις στη Δημοκρατία, στα δικαιώματα του πολίτη* κ.ο.κ. Γίνονται μόνο από αυτούς που έχουν ξεμείνει στο προηγούμενο καθεστώς διαχείρισης, τότε που η αριστερά και το εργατικό κίνημα μπορούσε να συνδιαλλέγεται με το Κράτος (την εκάστοτε κυβέρνηση) και όντως να αποκομίζει οφέλη. Ενδεχομένως βέβαια το κομμάτι αυτό που επιμένει σε αυτή την ανάγνωση μπορεί ακόμα να το κάνει για λογαριασμό του, για τους υπόλοιπους υπάρχουν μόνο τα γκλόπς των μπάτσων.

* είναι άλλο πράγμα η τακτική και άλλο πράγμα τι εργαλεία χρησιμοποιείς προκειμένου να εξηγήσεις τον κόσμο και αντίστοιχα να αναλάβεις δράση.

Δεσμώτης

http://misostaksiko.com/2014/11/19/en_megalo_ellhniko_kratos_2014/

Πρωτογενές πλεόνασμα, δημόσιο χρέος κι άλλες ιστορίες για παρθένους

(κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημεριδα Άπατρις νο.27). Αναδημοσίευση από : συνέλευση για την κυκλοφορία των αγώνων

eksofylloΩς κίνημα διατηρούμε μια στάση απέχθειας, δυσανεξίας ή στην καλύτερη περίπτωση πλήξης σε ότι έχει να κάνει με αυτό που θα λέγαμε “οικονομία”. Δεν είναι τυχαίο ότι συζητήσεις σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα και κείμενα που παίρνουν θέση ξεκάθαρη απέναντι σε συγκεκριμένες του πτυχές, αποτελούν μάλλον εξαίρεση στη δημόσια παρουσία μας.

Σε ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ωστόσο, όπως είναι ο καπιταλισμός, που έχει διαχωρίσει την οικονομική σφαίρα ως διακριτή σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας και μάλιστα την έχει βάλει στο κέντρο του ενδιαφέροντος και των αξιών του, το να “αηδιάζουμε” κάθε φορά που οφείλουμε να εξετάσουμε ένα οικονομικό ζήτημα, δεν βοηθάει καθόλου την πολιτική μας σκέψη και δράση. Για να μιλήσουμε πιο αυστηρά, το “να μην έχουμε ιδέα από οικονομία” αποτελεί μια τέτοια έλλειψη για την πολιτική μας αντίληψη, όσο έλλειψη αποτελεί για την αντίληψη της φασματικής μας όρασης το να πάσχουμε από δαλτωνισμό, να μην μπορούμε να διακρίνουμε δηλαδή το πράσινο και το κόκκινο χρώμα. Για να κατανοήσετε τι μπορεί να σημαίνει αυτό, δεν έχετε παρά να βγείτε για λίγο στο πάρκο της γειτονιάς σας (αν ζείτε σε γειτονιά με πάρκο) και να φανταστείτε πώς θα ήταν, αν όπου βλέπετε τώρα πράσινο ή κόκκινο χρώμα, μπορούσατε να διακρίνετε μόνο κάποιες αποχρώσεις του γκρι (δεν είναι συχνός ένας τέτοιος βαθμός βαρύτητας του δαλτωνισμού, αλλά αυτό δεν μας αφορά τώρα).

Ειδικά στο πλαίσιο αυτής της κρίσης που βιώνουμε ως εκμεταλλευόμενοι τα τελευταία χρόνια, μια τέτοια στάση συνιστά πραγματικό πρόβλημα. Για παράδειγμα στο δημόσιο λόγο και στα ΜΜΕ, τους τελευταίους μήνες συζητιέται πολύ το θέμα του «πρωτογενούς πλεονάσματος». Από τον τρόπο που συζητιέται αυτό το θέμα και από το πόση έκταση καταλαμβάνει μια τέτοια συζήτηση, εύκολα μας κάνει να υποψιαστούμε, ότι αποτέλεσε ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά εργαλεία της σημερινής κυβέρνησης, σχετικά με την προσπάθεια της να πείσει ότι “η οικονομία βρίσκεται σε καλό δρόμο”, ότι “τα δύσκολα περάσανε” και ότι “επιτέλους, η Ελλάδα μπαίνει στο δρόμο της ανάπτυξης”.

Κι όλα αυτά σε απόλυτη αντίθεση με ότι βιώνουμε καθημερινά κι ότι μπορούμε να επιβεβαιώσουμε από την εμπειρία μας.

Άρα αν κάτι οφείλουμε για να αντιπαλέψουμε αυτή την προπαγάνδα, είναι καταρχήν να αμφισβητήσουμε τις λογικές της προϋποθέσεις. Τι σημαίνει λοιπόν πρωτογενές πλεόνασμα και πόσο συνιστούν αλήθεια αυτά που υποστηρίζει η κυβέρνηση;

α. Τι είναι το πρωτογενές πλεόνασμα και τι εκφράζει;

Στα ακαδημαϊκά εγχειρίδια των δημόσιων οικονομικών ως πρωτογενές αποτέλεσμα (πλεόνασμα ή έλλειμμα) μιας οικονομίας, ορίζεται το αποτέλεσμα που προκύπτει αν αφαιρέσουμε τις κρατικές δαπάνες από τα κρατικά έσοδα στη διάρκεια ενός έτους, χωρίς να υπολογίσουμε δάνεια και τόκους εξυπηρέτησης περασμένων δανείων. Έτσι αν τα κρατικά έσοδα είναι μεγαλύτερα από τις κρατικές δαπάνες προκύπτει ένας θετικός αριθμός που λέγεται πρωτογενές πλεόνασμα, αν είναι μικρότερα προκύπτει ένας αρνητικός αριθμός που λέγεται πρωτογενές έλλειμμα.

Θα ισχυριζόταν κάποιος ότι πρωτογενές έλλειμμα και πλεόνασμα όπως τα περιγράψαμε είναι απλά μαθηματικά, και η ίδια η διαδικασία του υπολογισμού τους η δουλειά που αφορά ένα λογιστή, αφού αυτοί ασχολούνται με ισολογισμούς εσόδων-εξόδων. Με λίγα λόγια θα ισχυριζόταν ότι πρωτογενές έλλειμμα ή πλεόνασμα είναι ένα καθαρά τεχνικό ζήτημα, όχι απλώς στο πεδίο του υπολογισμού του, αλλά πολύ περισσότερο στο πεδίο της διαμόρφωσης του. Θέλεις να μειώσεις το έλλειμμα κύριε; Μείωσε τις δαπάνες του κράτους (π.χ. Τις δαπάνες για παιδεία, για μισθούς, συντάξεις, κλπ). Ή ακόμα καλύτερα αύξησε τα έσοδα του κράτους (π.χ. Αύξησε τους φόρους του κράτους, έλεγξε τη φοροδιαφυγή, κλπ). Αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ακόμα και σε πείσμα της κυρίαρχης λογικής και προπαγάνδας που προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτό που μας λείπει είναι ένα “νοικοκύρεμα” των δημόσιων οικονομικών, ένας “σοβαρός τεχνοκράτης που θα βάλει τάξη”.

Το πρωτογενές πλεόνασμα (ή έλλειμμα), όπως άλλωστε και το δημόσιο χρέος, που στην πραγματικότητα προκύπτει από την άθροιση των πρωτογενών αποτελεσμάτων στην διάρκεια των ετών, αν συνυπολογίσουμε στις κρατικές δαπάνες και τα χρήματα που πάνε για πληρωμή δανείων και τόκων για περασμένα δάνεια, δεν είναι ούτε απλώς μαθηματικά, ούτε απλώς λογιστικά μεγέθη. Ή μάλλον είναι και μαθηματικά και λογιστικά μεγέθη, αλλά μόνο στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινωνικές σχέσεις, σχέσεις δηλαδή μεταξύ ολόκληρων κοινωνικών ομάδων και μάλιστα ομάδων που έχουν αντίθετα συμφέροντα μεταξύ τους. Τις σχέσεις αυτές τις ρυθμίζει το κράτος και οι διάφοροι θεσμοί του και τις ρυθμίζει με τρόπο ώστε να διατηρεί μια ισορροπία μεταξύ των αντιτιθέμενων αυτών συμφερόντων. Αυτό πάει να πει να διατηρεί την ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή, δηλαδή τη δυνατότητα του κεφαλαίου να αποσπά κέρδος από την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την κοινωνική “ειρήνη”, δηλαδή τον συμβιβασμό των εργαζομένων με την κατάσταση της εκμετάλλευσης, ή –για να μην υπερβάλλουμε– να διατηρεί μια κάποια ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή.

Εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό ότι κοινωνικές σχέσεις σημαίνουν αλληλεπίδραση, συγκρούσεις, συμβιβασμούς, συνθέσεις, πάλη, εν πάση περιπτώσει σημαίνουν μια κατάσταση δυναμική. Όπως ακριβώς οικογενειακές σχέσεις σημαίνουν αλληλεπίδραση, εκπαίδευση, φροντίδα των παιδιών, αλλά και καβγάδες, επιβολή της ενοχής στα παιδιά, αλλά και ανυπακοή, απόπειρες χειραφέτησης, κλπ, αφού -μιλώντας σχηματικά- οικογένεια σημαίνει οργάνωση του κράτους (της εξουσίας) μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού.

Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιούμε συχνά για να αποδείξουμε αυτό τον ισχυρισμό, ότι δηλαδή το δημόσιο χρέος αποτελεί έκφραση συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, είναι η επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στο δημόσιο χρέος μια απεργία σε ένα κλάδο του δημόσιου τομέα, όπως π.χ. αυτή των δασκάλων πριν καμιά δεκαριά χρόνια για ένα μηνιαίο επίδομα 176 ευρώ [1]. Η νικηφόρα έκβαση μιας τέτοιας απεργίας, η απόσπαση δηλαδή από το κράτος, για τον κάθε δάσκαλο και την κάθε δασκάλα ενός επιπλέον μηνιαίου ποσού της τάξης των 176 ευρώ, είναι λογικό ότι θα προκαλούσε αύξηση στις κρατικές δαπάνες για μισθούς και θα ανάγκαζε το κράτος να βρει μια πηγή χρηματοδότησης αυτού του επιπλέον ποσού. Είτε μέσω αύξησης της φορολογίας, είτε μέσω μείωσης κάποιων άλλων κρατικών δαπανών, είτε μέσω δανεισμού με έκδοση κρατικών ομολόγων. Ωστόσο αυτή είναι μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη πλευρά, αρκετά πιο ενδιαφέρουσα είναι ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα μιας απεργίας, επειδή ακριβώς μιλάμε για κοινωνικές σχέσεις, είναι πιθανό ότι θα ωθούσε κι άλλους κλάδους εργαζομένων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε κινητοποιήσεις, αφού θα ανέβαζε την αυτοπεποίθηση τους. Θα ήταν δηλαδή σαν να σκέφτονταν: «πως τα κατάφεραν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες; Άρα μπορούμε κι εμείς να κερδίσουμε μια αύξηση μισθών». Με λίγα λόγια μιλάμε για μια γενική αύξηση του επιπέδου των απαιτήσεων της τάξης, που θα ανάγκαζε κράτος και κεφάλαιο, ακριβώς για να εξακολουθήσουν να διατηρήσουν ενός επιπέδου κοινωνική ειρήνη, να υποχωρήσουν προσωρινά στις απαιτήσεις των εκμεταλλευόμενων.

Λοιπόν είτε το πιστεύει κάποιος είτε όχι, τέτοιου τύπου κοινωνικές σχέσεις, τέτοιου τύπου δηλαδή κοινωνικοί ανταγωνισμοί, διαμορφώνουν τα πρωτογενή αποτελέσματα και το δημόσιο χρέος, αλλά και την ίδια την κρίση του δημόσιου χρέους. Κι αν θέλετε να το πάμε παρακάτω, κρίση του δημόσιου χρέους σημαίνει κρίση της δυνατότητας του κράτους να ρυθμίζει ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων που είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους, χοντρικά τις σχέσεις μεταξύ αφεντικών από τη μια πλευρά (όσων δηλαδή εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία) και εργαζομένων, ανέργων κλπ από την άλλη (όσων δηλαδή είμαστε αναγκασμένοι να πουλάμε την εργασία μας για να ζήσουμε). Ας το ξαναγράψουμε αλλιώς για να τονιστεί η σημασία αυτής της θέσης κι από άλλες πλευρές: κρίση δημόσιου χρέους σημαίνει κρίση κοινωνικών σχέσεων κι όχι «διεφθαρμένους πολιτικούς που τα φάγανε όλα», ούτε «γερμανική κατοχή και ανάλγητη Μέρκελ», ούτε «καταναλώνουμε περισσότερο από ότι παράγουμε», ούτε τόσους άλλους μύθους και ιδεολογήματα, που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη ιδεολογία για να κατασκευάσει την πραγματικότητα που ευνοεί τη συνέχιση της κυριαρχία της. Όλα αυτά έχουμε προσπαθήσει να τα συζητήσουμε με όσο πιο κατανοητό τρόπο μπορούμε στο βιβλίο «Δημόσιο Χρέος και κοινωνικός ανταγωνισμός», με το οποίο έγινε μια απόπειρα να ανοίξει μια συζήτηση μέσα στο ανταγωνιστικό κίνημα, σχετικά με αυτά τα ζητήματα, που ξεσχίζουν την καθημερινότητα μας.

β. Πέτυχαν τα αφεντικά πρωτογενές πλεόνασμα για το έτος 2013;

Είπαμε προηγουμένως ότι το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει αν από τα κρατικά έσοδα αφαιρέσουμε τις κρατικές δαπάνες για ένα έτος, χωρίς να συνυπολογίσουμε στις δαπάνες, τα χρήματα που πάνε για δάνεια και τόκους περασμένων δανείων. Υπήρξε τελικά πρωτογενές πλεόνασμα [2] όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση πριν μερικούς μήνες;

Ας δούμε τι λέει επ’ αυτού, όχι κάποιος τυχαίος, όχι απλά ένας ισχυρός υποστηρικτής της πολιτικής που εφαρμόζεται εδώ και τρία χρόνια στις πλάτες μας, αλλά ένας άνθρωπος που επιχείρησε να εφαρμόσει αυτή την πολιτική όταν δεν υπήρχε καν κρίση, στις αρχές του 2000, με το περίφημο νομοσχέδιο του για το ασφαλιστικό, το οποίο οι εργατικές κινητοποιήσεις μπλόκαραν, πράγμα που του έδωσε το απαραίτητοθράσος για να βγαίνει σήμερα και να μας κουνάει το δάκτυλο: «εγώ σας τα λεγα». Αυτός λοιπόν ο υπεράνω υποψίας για την υπεράσπιση της πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα από την κυβέρνηση Σαμαρά, τι υποστηρίζει όταν ρωτάται σχετικά;

Το απόσπασμα είναι από μια παλιότερη συνέντευξή [3] του στην εφημερίδα Ημερησία.

«Θα παρατηρούσα πως όλα αυτά δεν είναι άσχετα από τη φιλολογία για το πρωτογενές πλεόνασμα και τα καλά που μπορεί να επιφέρει. Mάλιστα, ο πρωθυπουργός στη ΔEΘ μας προϊδέασε για ενδεχόμενες παροχές. Eχει βάση αυτή η αισιόδοξη προβολή;

Tο πλεόνασμα που λαμβάνεται υπόψη δεν είναι 2,9 αλλά 1,4 δισ. ευρώ. Για να απαντήσει όμως κανείς το ερώτημα, θα έπρεπε να γνωρίζει πόσα δισ. ευρώ αυξήθηκαν τα ποσά από καθυστέρηση επιστροφής φόρων και ΦΠA στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα, πόσο θα αυξηθεί το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων και του EOΠΠY μέσα στο έτος, πόσο περικόπηκε το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων, δηλαδή η βάση για αυριανή ανάπτυξη, σε σχέση με πέρυσι και με τον προϋπολογισμό του 2013, και να επισημάνει ότι τα έσοδα από τους φόρους ακίνητης περιουσίας για το 2010-2012 ουσιαστικά αφορούν εκείνα τα έτη και όχι το 2013.

Eπίσης, θα ήταν σημαντικό να ρωτήσει πώς θα επηρεαστεί το έλλειμμα του 2014 από το γεγονός ότι του χρόνου δεν θα πληρωθούν φόροι ακίνητης περιουσίας προηγουμένων ετών, όπως φέτος για τα έτη 2010-2012. Όλα αυτά γνωρίζουμε καλά πού βρίσκονται. Δείχνουν ότι υπάρχει πρόβλημα…».

Τι ισχυρίζεται λοιπόν αυτό το ανθρωπάκι; Ότι δεν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα, επειδή:

α. έχουν σταματήσει οι δημόσιες επενδύσεις, λόγω της τρομερής ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, άρα δεν παράγεται νέος πλούτος, άρα δεν υπάρχουν νέα φορολογικά έσοδα από την πιθανή ανάπτυξη που αυτές θα προκαλούσαν.

β. ότι δεν δίδεται από το κράτος ο ΦΠΑ και η επιστροφή φόρου στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα.

γ. ότι δεν έχει συνυπολογιστεί το έλλειμμα του ΕΟΠΠΥ και των ασφαλιστικών ταμείων, που αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά μέχρι τέλους του έτους.

δ. ότι τα έσοδα από το φόρο ακίνητης περιουσίας που υπολογίστηκαν από τα τσακάλια της κυβερνητικής πολιτικής για το έτος 2013, αφορούν τα προηγούμενα έτη και όχι το τρέχον.

ε. ότι εν τέλει δεν μιλάμε για 2,9 δις ευρώ που διατυμπανίζει ο Σαμαράς, αλλά για 1,4δις ευρώ.

Με λίγα λόγια ότι το πρωτογενές πλεόνασμα που ανακοίνωσε ο Σαμαράς είναι μια λογιστική απάτη, όχι ένα μέγεθος αντιστροφής της παρούσας κατάστασης. Αυτό που οι κυρίαρχοι λένε ενίοτε δημιουργική λογιστική: βάλε λίγο εδώ, βγάλε λίγο από κει, κλπ. Πολύ απλά δηλαδή, υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα επειδή το ελληνικό κράτος δεν εξυπηρετεί τις δαπάνες του, όχι επειδή αυξήθηκε ο παραγόμενος πλούτος. Επειδή δηλαδή το κράτος δεν πληρώνει τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι ιδιώτες (φαρμακοεταιρίες, διαγνωστικές εξετάσεις, προμήθειες διαφόρων ειδών, κλπ.), επειδή χρωστάει εισοδήματα (π.χ. στην υγεία απλήρωτες εφημερίες γιατρών, νυχτερινά νοσηλευτριών, κλπ), επειδή δεν επιστρέφει τους φόρους που οφείλει στις επιχειρήσεις, επειδή κλείνει νοσοκομεία και σχολεία, κλπ. Άρα με αυτή τη λογική, ακόμα μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα θα υπήρχε αν το κράτος δεν πλήρωνε ούτε μία δραχμή σε μισθούς-συντάξεις κλπ. Εκεί να δείτε χαρές και πανηγύρια για την κυβέρνηση.

Ωστόσο είπαμε ότι πέρα από την πλάκα, το ζήτημα έχει μια κρισιμότητα: επειδή η κυρίαρχη ιδεολογία κατασκευάζει συναίνεση και ενισχύει κοινωνικές συμμαχίες στη βάση τέτοιων θέσεων. Ας μην το βγάζουμε από το μυαλό μας αυτό το πράγμα. Ας έχουμε επίσης στο μυαλό μας, κάτι που δεν το συζητήσαμε εδώ, και δεν έχει συζητηθεί ευρύτερα αρκετά. Ότι δηλαδή η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς κρίση δημόσιου χρέους, είναι συνολικότερη κρίση όλων των κοινωνικών καπιταλιστικών σχέσεων. Ή αλλιώς: ότι η κρίση δημόσιου χρέους που βιώνουμε, είναι μόνο μια έκφραση της συνολικής κρίσης του καπιταλισμού. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Πράγμα που βάζει νέα ζητήματα στην κουβέντα. Όχι όμως σ’ αυτό το κείμενο.

Hobo

[1] Είναι γνωστό ότι υπήρξε μια τέτοια απεργία για πέντε βδομάδες το 2005, που δυστυχώς δε νίκησε.

[2] Η συζήτηση που αφορά αυτό το θέμα είναι τεράστια με πολλές τεχνικές παραμέτρους, πολλές φορές στα όρια της οικονομικής αλχημείας, αλλά δεν μπορούμε να την πιάσουμε τώρα. Κάποιος μπορεί να δει τι λένε επ’αυτού τα φερέφωνα της κυβέρνησης εδώ:

http://www.kathimerini.gr/763848/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/pws-to-prwtogenes-elleimma-ginetai-prwtogenes-pleonasma
[3] Ημερησία, 16/09/2013, Συνέντευξη με τον Τάσο Γιαννίτση, τέως υπουργό εργασίας. Αυτός ο καλός κύριος μετά την αποτυχία του να περάσει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο της καταστροφής μας, το 2001, υπηρέτησε το ελληνικό κράτος από διάφορες θέσεις και στη συνέχεια έγινε ανώτερος υπάλληλος του Λαμπράκη και τέλος του Λάτση, ως πρόεδρος του Δ.Σ. στα Ελληνικά Πετρέλαια από το 2009, όπου επιφορτίστηκε να επιβάλλει όλες τις επαχθείς νομικές ρυθμίσεις των μνημονίων, σε βάρος των εργατών και των εργατριών της επιχείρησης. Τέτοιοι άνθρωποι δεν χάνονται ποτέ, το κεφάλαιο ξέρει να ανταμείβει τα πιστά σκυλιά του, παρέχοντας τους αφειδώς την ανάλογη εμπιστοσύνη.

Το βιβλίο Δημόσιο Χρέος και κοινωνικός ανταγωνισμός από τις εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, κυκλοφορεί σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας κι άλλων πόλεων και σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. Για παραγγελίες, επικοινωνία, κλπ: kinoumenoitopoi@mail.com

Η εργατική νομοθεσία τα χρόνια του μνημονίου

994718_584367158308833_958157906_nΤο παρακάτω αποσπασμα είναι από την ετήσια έκθεση 2014 του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ με τίτλο”Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση”, σχετικά με τις θεσμικές αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων.

 

 

Το παρακάτω αποσπασμα είναι από την ετήσια έκθεση 2014 του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ με τίτλο “Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση”, σχετικά με τις θεσμικές αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων (σελ. 303-314).

 

Ολόκληρη την έκθεση μπορείτε να τη βρείτε εδώ 

 

Η παραπάνω έκθεση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, συμπεριλαμβάνει συγκριτικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος, την ανεργία και την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας . Οι τροποποποιήσεις στην εργατική νομοθεσία (όπου με μια γρήγορη ανάγνωση γίνεται ξεκάθαρο ποιος επωφελείται) αποτελούν μόνο ένα μέρος της συνολικής εικόνας, η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια εάν αντιπαραβάλλονταν κωδικοποιημένες και οι τροποποιήσεις στη φορολογική νομοθεσία σε συνδυασμό με τις νομικές διεργασίες όσον αφορά την είσπραξη των οφειλών (φορολογικών και ασφαλιστικών) από το κράτος και τις δρομολογούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις για τη διευκόλυνση αναγκαστικής εκτέλεσης και πλειστηριασμών κατά των οφειλετών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

“Οι αλλαγές στην ελληνική νομοθεσία αναφορικά με το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της εφαρμογής των μνημονίων (2010-14) συμπυκνώνονται, με βάση την κωδικοποίηση των ληφθέντων μέτρων, στα ακόλουθα:

 

Α) Μέτρα με πριν από το πρώτο μνημόνιο (Μάρτιος 2010)

α) Ν.3833/2010

• Πάγωμα μισθών στο σύνολο του δημόσιου τομέα για το 2010 (αρ.3).

• Απαγόρευση και κατάργηση των ΣΣΕ και ατομικών συμβάσεων στον δημόσιο τομέα που ανατρέπουν την εισοδηματική πολιτική (αρ.3, παρ.1).

• Κατίσχυση των διατάξεων για τη μείωση των αποδοχών στο δημόσιο τομέα έναντι των ισχυουσών ΣΣΕ (αρ.1, παρ.5).

• Μείωση κατά 30% του 13ου και 14ου μισθού στο σύνολο του δημόσιου τομέα (αρ.1,

παρ.2).

• Μείωση κατά 12% του συνόλου των επιδομάτων στο σύνολο του δημόσιου τομέα

(αρ.1, παρ.2).

• Μείωση των αποδοχών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά 7% (αρ.1, παρ.7).

• Μείωση κατά 30% του ανώτατου ορίου των υπερωριών στον δημόσιο τομέα (αρ. 6).

• Αναστολή των προσλήψεων και των διορισμών στο δημόσιο για το 2010 με εξαίρεση την παιδεία, την υγεία και την ασφάλεια (αρ.10).

• Καθιέρωση της αρχής 1:5 για τις προσλήψεις και αποχωρήσεις στο Δημόσιο με εξαίρεση την παιδεία, την υγεία και την ασφάλεια (αρ.11, παρ.1,2).

• Μείωση κατά 30% των προσλήψεων προσωπικού με συμβάσεις αορίστου και ορισμένου χρόνου και έργου στο Δημόσιο για το 2010 (αρ.11, παρ.6).

β) Ν.3844/2010

• Θέσπιση γενικού πλαισίου για την απελευθέρωση των υπηρεσιών και των κλειστών επαγγελμάτων.

Β) Νομοθεσία στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου (2010-11)

α) Ν.3845/2010

• Επέκταση των μηδενικών αυξήσεων στο σύνολο του δημόσιου τομέα και για το 2011 (αρ. 3).

• Περαιτέρω μείωση των αποδοχών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά 3% (αρ 3, παρ.4).

• Καθορισμός του 13ου και του 14ου μισθού σε 500 ευρώ αντίστοιχα για το σύνολο των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα που αμείβονται με μηνιαίες αποδοχές κάτω από τα 3.000 ευρώ (αρ. 3, παρ.6).

• Περαιτέρω μείωση των επιδομάτων κατά 8% στο σύνολο του δημόσιου τομέα (αρ. 3, παρ.1).

• Απασχόληση στο Δημόσιο ηλικιωμένων ανέργων (55-64 ετών) μέσω γραφείων ενοικίασης προσωπικού που επιχορηγούνται από το κράτος (αρ. 2, παρ.5).

• Καθιέρωση της επιταγής επανένταξης των ανέργων με το ποσό της επιδότησης για την απασχόλησή τους από επιδοτούμενες επιχειρήσεις (αρ. 3, παρ. 3).

• Άρση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ των μισθωτών σε περίπτωση συρροής στις ΣΣΕ με δυνατότητα αρνητικής απόκλισης των ειδικότερων ΣΣΕ έναντι των γενικών ακόμη και έναντι της ΕΓΣΣΕ (αρ. 2, παρ.7).

• Καθιέρωση της σύμβασης απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στον ιδιωτικό τομέα, διάρκειας 1 έτους σε νέους ανέργους μέχρι 24 ετών με αμοιβή του 80% του γενικού κατώτατου μισθού και με απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές (αρ .2, παρ.6).

β) Ν.3847/2010

• Επανακαθορισμός του 13ου και του 14ου μισθού σε 400 ευρώ αντίστοιχα για το σύνολο των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα με μηνιαίες αποδοχές κάτω από τα 2500 ευρώ (αρ. 1, παρ.1).

γ) Ν.3863/2010

• Καθιέρωση της ειδικής σύμβασης μαθητείας για νέους ηλικίας 15-18 ετών με αμοιβή το 70% του γενικού κατώτατου μισθού (αρ.74, παρ. 9).

• Καθιέρωση της δυνατότητας πρόσληψης νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας ηλικίας 18-24 ετών με αμοιβή το 84% του γενικού κατώτατου μισθού και κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών από τον ΟΑΕΔ (αρ. 74, παρ. 8).

• Μείωση κατά 20% του κόστους της υπερεργασίας και κάθε μορφής υπερωριακής απασχόλησης (αρ. 74, παρ. 10).

• Διευκόλυνση των ατομικών απολύσεων με τη μείωση μέχρι και κατά 3/4του χρόνου προειδοποίησης (από 24 σε 6 μήνες) που συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος απόλυσης (αρ. 74, παρ. 2).

• Διευκόλυνση των ατομικών απολύσεων με τον περιορισμό του ποσού προκαταβολής της αποζημίωσης από 6 σε 2 μισθούς, με την επέκταση των δόσεων από 3 τριμηνιαίες κατά ανώτατο όριο σε διμηνιαίες και με την μείωση των ποσών των δόσεων από αντιστοιχία 3 μισθών σε 2 (αρ.74, παρ. 2).

• Αύξηση του ορίου για την ένταξη στο καθεστώς των ομαδικών απολύσεων από 4 σε 6 μηνιαίως για τις επιχειρήσεις από 20-150 εργαζόμενους, και από 2% στο 5% για τις επιχειρήσεις άνω των 150 εργαζόμενων (το όριο του 2% ίσχυε για τις επιχειρήσεις άνω των 200 εργαζόμενων (αρ.74, παρ.1).

• Εισαγωγή ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου για το καθεστώς της εργολαβίας και της υπεργολαβίας (αρ. 68).

• Eισαγωγή πλαισίου μεταρρύθμισης του ΟΜΕΔ (αρ.73).

δ) Ν.3871/2010

• Κατάργηση του περιεχομένου των διαιτητικών αποφάσεων που για την περίοδο 2010-12 προβλέπουν μισθολογικές αυξήσεις πέραν των οριζόμενων από την ΕΓΣΣΕ της αντίστοιχης περιόδου (αρ. 51).

η) Ν.3899/2010

• Επέκταση της διάρκειας της σύμβασης δοκιμής που η λήξη της δεν συνεπάγεται καταβολή αποζημίωσης από τους 2 στους 12 μήνες και διευκόλυνση των  απολύσεων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου που καταγγέλλονται στους 12 μήνες (αρ.17, παρ.5α).

• Επέκταση της συνολικής ανώτατης διάρκειας δανεισμού εργαζομένων από τους 18 στους 36 μήνες (αρ. 17, παρ.4).

• Επέκταση της ανώτατης διάρκειας της επιβαλλόμενης εκ περιτροπής εργασίας από 6 σε 9 μήνες ανά ημερολογιακό έτος (αρ. 17, παρ.3).

• Κατάργηση της προσαύξησης στο ωρομίσθιο της μερικής απασχόλησης σε περίπτωση υπερωρίας και απασχόλησης με εβδομαδιαία εργασία κάτω των 20 ωρών (αρ. 17, παρ.1, 2).

• Εισαγωγή των ειδικών επιχειρησιακών ΣΣΕ με περιεχόμενο διάβρωσης του κατώτατου κλαδικού μισθού (αρ.13).

• Καθιέρωση της (μη δεσμευτικής) γνωμοδότησης του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου της Επιθεώρησης Εργασίας για την αναγκαιότητα υπογραφής ειδικών επιχειρησιακών ΣΣΕ (αρ.13).

• Αναγνώριση της ίδιας δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και στον εργοδότη όπως και στην εργατική πλευρά (αρ.14).

• Επέκταση της αναστολής για 10 ημέρες του απεργιακού δικαιώματος και στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία από την εργοδοτική πλευρά (αρ.14).

• Η διαιτησία είναι πλέον αρμόδια μόνο για τους βασικούς μισθούς, αντί για το σύνολο, της συλλογικής διαφοράς (αρ.14).

• Επισήμανση της ιδιαίτερης έμφασης των αποφάσεων στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ στην οικονομική κατάσταση, την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα του κρινόμενου πεδίου της συλλογικής διαφοράς (αρ.14).

• Καθιέρωση της ομοφωνίας ανάμεσα σε εργοδότες και συνδικάτα που συνθέτουν το ΔΣ του ΟΜΕΔ για την επιλογή των μεσολαβητών και των διαιτητών (αρ. 14).

• Προσαρμογή του δικαστικού ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων στο νέο πλαί σιο της τυπικής τους νομιμότητας (αρ.14).

• Επιβολή μηδενικών αυξήσεων στο σύνολο του δημόσιου τομέα (αρ. 3, παρ. 1).

• Μείωση κατά 10% των αποδοχών στις ΔΕΚΟ για όσους αμείβονται με αποδοχές άνω των 1.800 ευρώ μηνιαίως (αρ. 2, παρ, 18).

• Επιβολή μετατάξεων στις ΔΕΚΟ χωρίς την υποχρέωση διατήρηση των δικαιωμάτων της προηγούμενης θέσης απασχόλησης (αρ. 2, παρ.22).

• Κατίσχυση των μέτρων απορρύθμισης στον δημόσιο τομέα έναντι αντίθετου περιεχομένου ΣΣΕ και ΔΑ (αρ. 2, παρ.21).

• Κατάργηση όλων των εξαιρέσεων του κανόνα 1:5 για τη σχέση προσλήψεων και αποχωρήσεων στον δημόσιο τομέα (αρ. 3, παρ.1).

• Περιορισμός κατά 15%στις προσλήψεις στο Δημόσιο με σύμβαση ορισμένου χρόνου και έργου σε σχέση με το 2010 (αρ. 3, παρ.4).

• Μείωση κατά 10% των αποδοχών των εργαζομένων στον όμιλο της ΑΤΕ όσων υπερβαίνουν τα 1800 ευρώ μηνιαίως (αρ. 11).

ε) Ν.3907/2011

• Δυνατότητα χορήγησης άδειας εργασίας για απασχόληση υπηκόων τρίτων χωρών που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και των οποίων έχει αναβληθεί η απομάκρυνσή τους, μετά από τον εντοπισμό και την προσωρινή στέγασή τους με φροντίδα του Δημοσίου. Χορήγηση της σχετικής άδειας παράλληλα με τον ορισμό των τομέων και των περιοχών απασχόλησης, του εργασιακού και ασφαλιστικού καθεστώτος που την συνοδεύουν διαμορφώνοντας όρους εργασιακού και κοινωνικού dumping (αρθρ.37, παρ.5).

στ) Ν.3920/2011

• Κατάργηση των ισχυουσών ΣΣΕ και των κανονισμών προσωπικού στους φορείς των αστικών συγκοινωνιών (αρ.12, παρ.1).

• Έναρξη διαδικασίας συλλογικών διαπραγματεύσεων στις αστικές συγκοινωνίες για νέο περιεχόμενο ΣΣΕ και κανονισμών προσωπικού (αρ. 12, παρ. 2,3).

• Απαγόρευση προσφυγής της εργατικής πλευράς στον ΟΜΕΔ σε περίπτωση αδιεξόδου των συλλογικών διαπραγματεύσεων για νέα ΣΣΕ και κανονισμούς προσωπικού στις αστικές συγκοινωνίες (αρ. 12, παρ. 6).

• Επιβολή με νόμο του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων σε περίπτωση αδιεξόδου των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις αστικές συγκοινωνίες (αρ. 12, παρ.4).

• Επανεφαρμογή του νόμου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με βάση το νέο εργασιακό καθεστώς που έχει συμφωνηθεί ή με νόμο επιβληθεί στις αστικές συγκοινωνίες (αρ. 12, παρ.7).

• Κατίσχυση των ρυθμίσεων για τις μετατάξεις του πλεονάζοντος προσωπικού στις αστικές συγκοινωνίες έναντι κάθε αντίθετου νόμου ή ΣΣΕ (αρ.12).

ζ) Ν.3979/2011

• Αύξηση του εβδομαδιαίου ωραρίου στον δημόσιο τομέα από 37,5 σε 40 ώρες (αρ.41).

η) Ν.3986/2011

• Άρση του σπουδαίου λόγου σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας στις μακροχρόνιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου (πχ. τράπεζες) (αρ. 40).

• Επέκταση της ανώτατης διάρκειας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου μετά από 3 διαδοχικές ανανεώσεις από τους 24 στους 36 μήνες (αρ.41, παρ.3).

• Καθιέρωση της χωρίς όρια δυνατότητας ανανέωσης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση αντικειμενικού λόγου όπως αυτός προκύπτει από μια ευρύτατη ενδεικτική απαρίθμηση (αρ. 41, παρ.1,2).

• Εισαγωγή της δυνατότητας πρόσληψης νέων ηλικίας 18-25 ετών για απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας με αμοιβή το 80% του γενικού κατώτατου μισθού για διάστημα μέχρι 2 ετών (αρ. 43).

• Επέκταση του χρόνου υπέρβασης του ημερήσιου ωραρίου από 4 σε 6 μήνες σε περίπτωση ετήσιας ελαστικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας (αρ. 42).

• Παροχή της δυνατότητας συμφωνιών για ελαστική διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου στις επιχειρήσεις, όταν απουσιάζουν τα συνδικάτα και τα συμβούλια εργαζομένων, και με ενώσεις προσώπων στις οποίες συμμετέχει το 20% των εργαζομένων για τις επιχειρήσεις άνω των 20 εργαζομένων και το 15% αντίστοιχα για τις επιχειρήσεις κάτω των 20 εργαζόμενων (αρ. 42, παρ. 6).

• Καθιέρωση της εθελοντικής μετατροπής της πλήρους απασχόλησης σε μερική στον δημόσιο τομέα με μείωση έως και 50% του ωραρίου για διάστημα 5 ετών (αρ. 37, παρ. 5).

• Εισαγωγή του καθεστώτος της εργασιακής εφεδρείας στον δημόσιο τομέα με καταβολή του 60% του βασικού μισθού για το πλεονάζον προσωπικό (αρ. 37, παρ. 7).

• Καθιέρωση της δυνατότητας αποχώρησης με εθελούσια έξοδο των υπαγόμενων στο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας στο Δημόσιο (αρ. 37, παρ. 7).

• Επέκταση της σχέσης 1:5 προσλήψεων και αποχωρήσεων στο Δημόσιο μέχρι το 2015 (αρ. 37. παρ. 3).

• Καθιέρωση της σχέσης 1:10 μεταξύ προσλήψεων και αποχωρήσεων στο Δημόσιο για το 2011 (αρ. 37, παρ. 3).

• Περιορισμός των προσλήψεων με σύμβαση ορισμένου και έργου στο Δημόσιο κατά 50% για το 2011 και κατά 10% για την περίοδο 2012-15 (αρ. 37, παρ. 3).

• Μείωση της επιδότησης των ανέργων σε 450 ημερήσια επιδόματα ανά 4ετία από το 2011 και σε 400 από το 2012-15.

θ) Ν.3996/2011

• Καθιέρωση της σύμβασης εργασίας ειδικού σκοπού για τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας στο Δημόσιο μέσω τρίτων (έμμεσος δανεισμός), 5μηνης διάρκειας και με αμοιβές κάτω από τα γενικά κατώτατα όρια μέχρι 625 ευρώ μηνιαίως μέσω (αρθρ. 89, παρ.Α, εδ.1-3).

ι) Ν.4024/2011

• Εισαγωγή της προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας με το 60% του βασικού μισθού σε περίπτωση κατάργηση των οργανικών θέσεων στο Δημόσιο και αυτοδίκαιη απόλυση για όσους συμπληρώνουν τα 55 έτη και 35 χρόνια προϋπηρεσίας στο τέλος του 2013 (αρ. 33).

• Ειδική ρύθμιση της εργασιακής εφεδρείας στο Δημόσιο για εργαζόμενους με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για διάστημα 1-2 χρόνων πριν από την οριστική αποχώρηση και με την καταβολή του 60% του βασικού μισθού (αρ. 34).

• Μετακίνηση εργαζομένων υπό καθεστώς διαθεσιμότητας στο Δημόσιο για την πλήρωση θέσεων τακτικού προσωπικού κατά 10% και κατά 30% για θέσεις προσωρινής απασχόλησης (αρ.34, παρ.1).

• Εισαγωγή του ενιαίου μισθολογίου στο Δημόσιο με όρους συνολικής υποβάθμισης (αρ. 12-32).

• Κατίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ σε περίπτωση συρροής και ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους με την τυπική κατάργηση αλλά την ουσιαστική διατήρηση του περιεχομένου αρνητικής απόκλισης των ειδικών επιχειρησιακών ΣΣΕ (αρ. 37, παρ. 5).

• Αναγνώριση της δυνατότητας υπογραφής επιχειρησιακών ΣΣΕ σε περίπτωση απουσίας σωματείου και από ένωση προσώπων που εκπροσωπεί τα 3/5 του προσωπικού της επιχείρησης (αρ. 37, παρ.1).

• Αναστολή της επέκτασης εφαρμογής των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ μέχρι το τέλος του 2013 (αρ. 37, παρ.6).

Γ) Νομοθεσία στο πλαίσιο του δευτέρου μνημονίου(2012-14)

α) Ν.4046/2012 (ΠΥΣ ως εφαρμογή του αρθρ. 1, παρ.6)

• Μείωση του γενικού κατώτατου μισθού κατά 22% με νόμο και κατάργηση της ΕΓΣΣΕ 2010-12 (ΠΥΣαρ.1, παρ.1).

• Μείωση του γενικού κατώτατου μισθού κατά 32% με νόμο για τους νέους μέχρι 25 ετών και για τους μαθητευόμενους (ΠΥΣαρ.1, παρ. 2).

• Άμεση προσαρμογή στα νέα γενικά κατώτατα όρια των μισθών χωρίς τη συναίνεση του εργαζόμενου (ΠΥΣ αρ. 1, παρ.3).

• Προσαρμογή της ΕΓΣΣΕ από τον Ιούλιο του 2012 για τον κατώτατο μισθό με ευθυγράμμισή τους με τα επίπεδα των συγκρίσιμων με την Ελλάδα χωρών (αρ.1, παρ.6 Ν. 4046/12).

• Μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% κατά τη διάρκεια ισχύος του μνημονίου (αρ.1, παρ.6 Ν.4046/12).

• Μείωση του χρόνου μετενέργειας της ΣΣΕ, μετά από τη λήξη της, από 6 σε 3 μήνες, με διατήρηση πλέον μόνο του βασικού μισθού και των επιδομάτων ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας και με δυνατότητα διαπραγμάτευσής τους με ατομικές συμβάσεις και κατάργηση όλων των υπολοίπων ρυθμίσεων της προηγούμενης ΣΣΕ χωρίς τη συναίνεση του εργαζόμενου (ΠΥΣ αρ. 2, παρ. 4).

• Κατάργηση του δικαιώματος για μονομερή προσφυγή στη διαιτησία μετά από την άρνηση της πρότασης του μεσολαβητή και καθιέρωση της από κοινού προσφυγής σε αυτήν (ΠΥΣ αρ. 3, παρ.1).

• Περιορισμός της διαιτητικής απόφασης στον καθορισμό του βασικού μισθού και ημερομισθίου με βάση τις οικονομικές συνθήκες, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ανάγκη μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά την περίοδο του δεύτερου μνημονίου (ΠΥΣ αρ. 3, παρ. 2,3).

• Κατάργηση των ρητρών που διατηρούν τους κανονιστικούς όρους προηγούμενων ΣΣΕ και ΔΑ (επιδόματα, παροχές) σε περίπτωση προσφυγής στη διαιτησία (ΠΥΣαρ. 3, παρ.2).

• Πάγωμα των αυξήσεων σε μισθούς και ωριμάνσεις μέχρι τη μείωση του ποσοστού ανεργίας στη χώρα κάτω από το 10%, από το 21% που βρίσκεται κατά την περίοδο της σχετικής ρύθμισης και με τάσεις συνεχούς ανόδου (ΠΥΣ αρ. 4).

• Καθιέρωση της 3ετίας ως ανώτατης διάρκειας των ΣΣΕ (ΠΥΣ αρ. 2, παρ.1).

• Λύση των συμβάσεων με βάση το όριο ηλικίας ή συνταξιοδότησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με βάση τα ισχύοντα ως προς τη λύση των συμβάσεων αορίστου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα (ΠΥΣ αρ. 5, παρ.1).

• Κατάργηση των νόμων, των κανονιστικών αποφάσεων, των ΣΣΕ, των κανονισμών εργασίας, των οργανισμών προσωπικού και των αποφάσεων διοίκησης που καθιερώνουν όρους ή ρήτρες μονιμότητας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΠΥΣ αρ. 5, παρ.2).

β) Ν. 4052/2012

• Επαναρρύθμιση των ιδιωτικών γραφείων εύρεσης εργασίας με όρους απελευθέρωσης της λειτουργίας τους (αρ. 98-112).

• Επαναρρύθμιση του δανεισμού εργαζομένων μέσω γραφείων προσωρινής απασχόλησης με όρους απελευθέρωσης της λειτουργίας τους (αρ.113-133).

γ) Ν. 4093/2012 (αρθρ. 1)

• Κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στο σύνολο του δημόσιου τομέα (υποπαρ. Γ1, εδ.1).

• Περικοπές ειδικών μισθολογίων του δημόσιου τομέα (υποπαρ. Γ1, εδ.13-39).

• Εισαγωγή του θεσμού της διαθεσιμότητας ετήσιας διάρκειας και με καταβολή του 75% του μισθού στον δημόσιο τομέα λόγω κατάργησης θέσεων για μόνιμο προσωπικό και για προσωπικό με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και με κατάληξη την απόλυση σε περίπτωση μη ένταξης του προσωπικού σε άλλη θέση απασχόλησης εντός του δημόσιου τομέα (υποπαρ. Ζ .2).

• Εφαρμογή της υποχρεωτικής μετάταξης σε περίπτωση κατάργησης θέσεων στο Δημόσιο και σε θέσεις κατώτερου εργασιακού περιεχομένου για τους μετατασσόμενους υπαλλήλους (υποπαρ. Ζ.1).

• Καθιέρωση της αργίας στον δημόσιο τομέα στο πλαίσιο πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας με όρους επιβαρυντικούς για την εργασία (υποπαρ. Ζ3).

• Κατάργηση θέσεων εργασίας για συμβάσεις αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα (υποπαρ. Ζ.4).

• Καθιέρωση της σχέσης προσλήψεων και αποχωρήσεων (1:5) στον δημόσιο τομέα στο σύνολό του με παράλληλη περαιτέρω μείωση των θέσεων προσωρινής απασχόλησης στο Δημόσιο (υποπαρ. Ζ.5).

• Πρόσθετοι περιορισμοί στις προσλήψεις με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και έργου στο Δημόσιο (υποπαρ. Ζ.5).

• Απελευθέρωση των όρων σύστασης γραφείων ενοικιάσεως εργασίας (υποπαρ. ΙΑ.8)

• Περιορισμός του χρόνου ανανέωσης της ενοικίασης προσωπικού από τις 45 στις 23 ημέρες για τη μετατροπή της σύμβασης σε σχέση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη (υποπαρ. ΙΑ. 8, εδ. 4).

• Απελευθέρωση των όρων σύστασης των ιδιωτικών γραφείων εύρεσης εργασίας και διεύρυνση του ρόλου τους (υποπαρ. ΙΑ.9.).

• Καθορισμός του γενικού κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση και κατάργηση της σχετικής αρμοδιότητας της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (υποπαρ. ΙΑ. 11, εδ.1).

• Κατάργηση της καθολικότητας εφαρμογής της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ως προς τους μισθολογικούς όρους οι οποίοι εφαρμόζονται μόνο στις επιχειρήσεις / μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που την προσυπογράφουν (υποπαρ. ΙΑ. 11, εδ. 2α).

• Δυνατότητα διάβρωσης του περιεχομένου των μισθολογικών ορίων της εθνικής συλλογικής σύμβασης με ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις μέχρι τα όρια του γενικού κατώτατου μισθού που προσδιορίζεται με νόμο (υποπαρ. ΙΑ. 11, εδ. 2β,2ζ).

• Περιορισμός των τριετιών κατά ανώτατο όριο σε τρείς με ποσοστό 10% για κάθε τριετία (υποπαρ. ΙΑ. 11, εδ. 3γ).

• Αναστολή των αυξήσεων των επιδομάτων τριετίας έως ότου η ανεργία υποχωρήσει κάτω από το 10% (υποπαρ. ΙΑ. 11, εδ.στ).

• Κατάργηση των επιδομάτων για τους κατώτατους μισθούς εκτός από τα επιδόματα τριετίας που χορηγούνται υπό προϋποθέσεις (υποπαρ. ΙΑ. 11, εδ. ε).

• Μείωση του χρόνου προειδοποίησης για τις απολύσεις στην περίπτωση των συμβάσεων αορίστου χρόνου με ανώτατο όριο τους 4 μήνες (υποπαρ. ΙΑ.12. εδ. 1).

• Μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης σε 12 μισθούς για προϋπηρεσία 16 ετών με ένα επιπλέον μισθό, υπό προϋποθέσεις, ανά επιπλέον έτος προϋπηρεσίας με ανώτατο μηνιαίο όριο τα 2000 ευρώ (υποπαρ. ΙΑ.12, εδ.2-3).

• Κατάργηση του πενθήμερου στα καταστήματα και ρύθμιση της 5ήμερης και 6ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας για συνολικό χρόνο 40 ωρών με συλλογικές συμβάσεις (υποπαρ. ΙΑ.14, εδ.1).

• Μείωση του χρόνου ημερήσιας ανάπαυσης σε 11 συνεχείς ώρες σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 ωρών (υποπαρ. ΙΑ. 14,εδ.2).

• Δυνατότητα αναγγελίας της υπερωριακής απασχόλησης προς την Επιθεώρηση Εργασίας και 2 ημέρες μετά από την πραγματοποίησή της (υποπαρ. ΙΑ 13, εδ.2).

• Αναστολή των προσλήψεων στους ΟΤΑ μέχρι το 2016 (υποπαρ.ΣΤ1. εδ.3).

δ) Ν. 4147/13

• Εφαρμογή συμβάσεων ορισμένου χρόνου και μίσθωσης έργου για κάλυψη αναγκών στους ΟΤΑ μέσω τρίτων (αρ. 4).

ε) Ν. 4152/13 (αρθρ. 1)

• Έμμεση διάβρωση του νόμιμου γενικού κατώτατου μισθού για 5μηνη κοινωφελή εργασία στο Δημόσιο μέσω τρίτων φορέων (δανεισμός) με αμοιβές μέχρι 490 ευρώ μηνιαίως (και μέχρι 427 ευρώ για τους νέους έως 25 ετών) για τους «ωφελούμενους» ανέργους (παρ. ΙΔ. υποπαρ.5).

• Άμεση απόλυση των εργαζόμενων με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε ΝΠΙΔ του Δημοσίου σε περίπτωση κατάργησης των θέσεων στις οποίες υπηρετούν (παρ. ΣΤ, υποπαρ.12).

στ) Ν. 4172/13

• Επαναρρύθμιση του καθεστώτος διαθεσιμότητας με την κατάργηση θέσεων εργασίας στο σύνολο του δημόσιου τομέα διάρκειας 8 μηνών και με την καταβολή του 75% των αποδοχών, και συνεπαγόμενη απόλυση μετά από τη λήξη της (αρθρ.90).

• Εφαρμογή της κινητικότητας στο σύνολο του δημόσιου τομέα με μετατάξεις και μεταφορά προσωπικού υπό την προϋπόθεση της πλήρωσης των προβλεπόμενων προϋποθέσεων ώστε σε αντίθετη περίπτωση να απολύεται (αρθρ.91).

• Θεσμοθέτηση των όρων διαμόρφωσης του γενικού κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση μετά από 3μερή διαβούλευση (αρθρ.103).

ζ) Ν. 4177/13

• Κατάργηση της Κυριακής αργίας στα εμπορικά καταστήματα για 7 Κυριακές ανά έτος και με τη δυνατότητα περαιτέρω διεύρυνσης με απόφαση του αρμόδιου αντιπεριφερειάρχη (αρθρ.16).

η) Ν. 4254/14

• Πιλοτική εφαρμογή της κατάργηση της Κυριακής αργίας για τα καταστήματα για ολόκληρο το έτος σε 3 τουριστικές περιοχές με απόφαση του Υπουργού ανάπτυξης (αρ.1, παρ.ΣΤ,υποπαρ.ΣΤ.5, εδ.1α).

• Καθιέρωση αποζημίωσης απόλυσης και ένταξης σε καθεστώς επιδότησης λόγω ανεργίας για τους μόνιμους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους με σχέση αορίστου χρόνου στο Δημόσιο που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα λόγω κατάργησης θέσης. Το ποσό της αποζημίωσης υπόκειται σε μερικό συμψηφισμό με τις αποδοχές κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας και δεν μπορεί να υπερβαίνει το όριο των 15.000 ευρώ (αρ. 1, παρ. Θ, υποπαρ.Θ1, εδ.2,4α).

• Περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 μονάδες (αρ. 1, παρ. ΙΑ, υποπαρ.ΙΑ.3,εδ.1).

• Μείωση των περιορισμών σχετικά με την απαγόρευση ατομικών απολύσεων από τους 6 στους 3 μήνες για οικονομοτεχνικούς λόγους και ομαδικών απολύσεων από τους 12 στους 6 μήνες για την προσφυγή των επιχειρήσεων στον δανεισμό εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας (αρ.1,παρ.ΙΑ, υποπαρ.ΙΑ4, εδ.1β).

• Εφαρμογή του δανεισμού εργαζομένων οικοδόμων σε έργα προϋπολογισμού άνω των 10 εκ ευρώ του στενού και ευρύτερου Δημοσίου (αρ. 1, παρ. ΙΑ,υποπαρ.ΙΑ4, εδ.2ε).

• Κατάργηση των περιορισμών περί εκτάκτων, πρόσκαιρων και εποχικών αναγκών για τη χρήση δανειζόμενου προσωπικού (αρ. 1, παρ. ΙΑ, υποπαρ.ΙΑ4, εδ.3).

• Μείωση στο ήμισυ του ποσού των τριετιών για προηγούμενη προϋπηρεσία των προσλαμβανόμενων μακροχρόνια ανέργων άνω των 25 χρόνων που αμείβονται με τον γενικό κατώτατο μισθό (αρ.1, παρ.ΙΑ, υποπαρ.ΙΑ7, εδ.1γ)”.

 

Η έκθεση του ΙΝΕ εδώ

πηγή: athens.indymedia

Προάγγελος του «Αρμαγεδώνα» για το συνταξιοδοτικό μέλετη του ΚΕΠΕ Στρώνει το χαλί για τις νομοθετικές ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό, που αναμένεται να φέρει προς ψήφιση, κατ΄ εντολή της τρόικας, η συγκυβέρνηση το φθινόπωρο

cfeec12cc3f1c8cc62d18ec79774ed6e_XS-500x330Στρώνει το χαλί για τις νομοθετικές ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό, που αναμένεται να φέρει προς ψήφιση, κατ΄ εντολή της τρόικας, η συγκυβέρνηση το φθινόπωρο, η μελέτη του ΚΕΠΕ για το συνταξιοδοτικό καθεστώς στην Ελλάδα που εδόθη στη δημοσιότητα.

 

Ήδη, η συγκυβέρνηση έχει δεσμευθεί πως το φθινόπωρο θα προχωρήσει σε Ενοποιήσεις Ταμείων αλλά και όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, στην κατάργηση όλων των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, στην καθιέρωση ενιαίων όρων ασφάλισης για όλους, στην επανεξέταση των κοινωνικών πόρων που χρηματοδοτούν σήμερα το ασφαλιστικό σύστημα και σε εκ βάθρων αλλαγής στο σύστημα είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών.

 

Με την εν λόγω μελέτη του ΚΕΠΕ παρέχεται «επιστημονική κάλυψη» για την κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, καθώς σ΄ αυτήν επισημαίνεται πως «η ύπαρξη συνταξιούχων γήρατος σε ηλικία κοντά ή μικρότερη των 50 ετών στερείται κάθε λογικής». Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, απέτυχαν παταγωδώς οι προσπάθειες συμμαζέματος των Ταμείων που έχουν γίνει έως τώρα και σημειώθηκε «έκρηξη» συνταξιοδοτήσεων.

 

Οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις σε μία χώρα γερασμένη, που αντιμετωπίζει και οικονομικά προβλήματα, δεν έχουν λογική σύμφωνα με τη μελέτη, την οποία παρουσιάζει η εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής». Η συντάκτες της έκθεσης εντόπισαν αυξημένο αριθμό συνταξιούχων κοντά στα 50 έτη, σε συγκεκριμένες ειδικότητες και Ταμεία, χωρίς να πρόκειται για εργαζομένους σε αντικειμενικά ανθυγιεινά επαγγέλματα.

 

Αναλύοντας το κορυφαίο θέμα των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, η μελέτη του ΚΕΠΕ σημειώνει ότι ένα ασφαλιστικό σύστημα με χαλαρούς κανόνες συνταξιοδότησης και σχετικά υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης δεν είναι βιώσιμο.

 

Διαπιστώνει ακόμη πως οι προϋποθέσεις αυτές διαφέρουν σημαντικά τόσο μεταξύ των Ταμείων όσο και μέσα στο ίδιο ασφαλιστικό ταμείο. Το 2010 η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ήταν 62,34 έτη (62,39 για τους άνδρες και 63,31 για τις γυναίκες). Το γενικό όριο συνταξιοδότησης ήταν τότε τα 65 χρόνια για τους άνδρες και το 60ο για τις γυναίκες.

 

Το διάστημα 2010-2013 αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των νέων συνταξιούχων (όσων αποχώρησαν εντός συγκεκριμένων ετών), γεγονός που οφείλεται σε κάποιο βαθμό στην ύφεση της οικονομίας που ωθεί σε μείωση της απασχόλησης. Εντυπωσιακή ήταν η αύξηση του αριθμού των νέων συνταξιοδοτήσεων του Δημοσίου από το 2010 στο 2011, κυρίως λόγω της προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας που εφαρμόστηκε τον Νοέμβριο του 2011 και η οποία εξώθησε σε σύνταξη όσους είχαν τουλάχιστον 33 έτη συντάξιμης εργασίας και ηλικία 53 ετών. Επίσης το 2011 καταγράφεται σημαντική αύξηση των νέων συνταξιοδοτήσεων του ΙΚΑ που, αν και για τους άνδρες διορθώνεται, για τις γυναίκες παραμένει και το 2012.

 

Αντίστοιχα το 2012 παρατηρείται αθρόα έξοδος στον ΟΓΑ τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Τέλος, το 2013 καταγράφεται εντυπωσιακή αύξηση των νέων συνταξιούχων του ΟΑΕΕ, ειδικά των ανδρών, που σχεδόν διπλασιάστηκαν.

 

Φαίνεται λοιπόν ότι ο αριθμός των νέων συνταξιούχων αυξήθηκε σε όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, με μικρές χρονικές διαφοροποιήσεις, ενώ το 2013 ο συνολικός αριθμός των νέων συνταξιούχων καταγράφει οριακή μείωση.

 

Είναι εντυπωσιακό ότι ο αριθμός των νέων συνταξιούχων γυναικών σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 2009 και 2012 και από 57.000 εκτοξεύτηκε στις 98.000. Για τους άνδρες οι αντίστοιχες νέες συντάξεις ήταν 95.000 το 2009 και 142.000 το 2011, αύξηση κοντά στο 50%.

ΠΗΓΗ:Hit &Run

Ευχαριστώ, δεν θα πάρω μπαλίτσα με αίμα

του Θωμά Γιούργα

fifa

Μία μπάλα για κάθε παιδί: ονόματα παιδιών που δολοφονήθηκαν σε επιχειρήσεις της αστυνομίας στις φαβέλες εν όψη εκκαθαρίσεων για την «ομαλή» διεξαγωγή του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος

 

Μέσω: Νόστιμον Ήμαρ

Στην Βραζιλία του Μουντιάλ πάνω από 12 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στις φαβέλες σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και περιθωριοποίησης. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση της Βραζιλίας θα ξοδέψει περισσότερα από 7 δις δολάρια μόνο για την κατασκευή των γηπέδων, τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε τρόφιμα, βασική εκπαίδευση, φάρμακα και υπηρεσίες υγείας.

Πικάντικη λεπτομέρεια; Η FIFA ως μη-κερδοσκοπικός-οργανισμός μπαίνει σε καθεστώς μεγάλων φοροαπαλλαγών γλυτώνοντας έτσι την απόδοση περίπου μισού δις δολαρίων στο κράτος της Βραζιλίας. Το πως και το γιατί θεωρείται μη-κερδοσκοπικός ένας οργανισμός που στοχεύει ξεκάθαρα στο κέρδος από το χρυσό εμπόρευμα του ποδοσφαίρου το αφήνω ως ρητορικό ερώτημα και τροφή για σκέψη.

Πέρα από το ηθικά τερατώδες οικονομικό σκάνδαλο, στην Βραζιλία του Μουντιάλ συντελείται ένα οργανωμένο έγκλημα με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν εκδιωχθεί βιαίως από τα σπίτια όπου έμεναν για χρόνια. Αθώοι άνθρωποι και μικρά παιδιά, έχουν τραυματιστεί και δολοφονηθεί από τις μαζικές επιχειρήσεις τις Βραζιλιανικης αστυνομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ακραίας και αχρείαστης βίας, η εκδίωξη από τα σπίτια τους των κατοίκων γύρω από την περιοχή του γηπέδου Μαρακανά ώστε να κατασκευαστεί ένας τεράστιος χώρος στάθμευσης για 10.000 αυτοκίνητα.

Το μοναδικό παράπτωμά των περισσότερων εξ αυτών ήταν ότι θα εξέθεταν την αντιαισθητική φτώχεια τους στα μάτια των Μουντιαλικών τουριστών. Οι ζωές των πιο φτωχών Βραζιλιάνων θεωρήθηκαν ως το αποκρουστικό, αηδιαστικό πρόγραμμα στην τηλεόραση την ώρα του πλούσιου δείπνου. Η Βραζιλιάνικη κυβέρνηση μετετράπη στο βίαιο χέρι που έτρεξε να αλλάξει κανάλι ώστε να μην αηδιάσουν οι χορτασμένοι οπαδοί του θεάματος.

Κι εμείς εδώ τι σχέση έχουμε με όλα αυτά; Μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο; Μπορούμε να αλλάξουμε κάτι εάν μπουκοτάρουμε το Μουντιάλ; Μήπως δεν είναι πρακτική μια ζωή που βάζει τόσο αυστηρά ηθικά όρια και βέτο;

Με τη σειρά, όπως λέει και ο Άδωνις Γεωργιάδης, με τη σειρά:
α) Η ηθική υποχρέωση μπορεί να σχετίζεται με την εγγύτητα ενός γεγονότος σε σχέση με την δυνατότητα παρέμβασης. Για παράδειγμα, μπορεί να έχω ηθική ευθύνη να σώσω το μωρό που πνίγεται δίπλα μου αλλά όχι το μωρό που πνίγεται σε μια λίμνη στην Καμπότζη. Η Βραζιλία πέφτει αρκετά μακριά ώστε να έχουμε την ηθική υποχρέωση να αντισταθούμε στην αστυνομική βία που ασκείται κατά των κατοίκων στις φαβέλες.
β) Η ηθική υποχρέωση μπορεί να σχετίζεται με την ένταση ενός γεγονότος, την πρόσβαση στην πληροφορία περί του γεγονότος ή στην δυνατότητά μας να πράξουμε κάτι ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τον αχρείαστο πόνο.

Εδώ είναι ξεκάθαρο πως η δολοφονική βία που ασκείται εναντίων των φτωχών Βραζιλιάνων έχει γίνει ή μπορεί εύκολα να γίνει γνωστή σε κάποιον που ασχολείται με το γεγονός του Μουντιάλ. Αυτομάτως, ερχόμαστε σε επαφή με την ένταση του γεγονότος μαθαίνοντας για τις ποσοτικές και ποιοτικές πτυχές της καταστροφής της ζωής των θυμάτων. Από αυτούς τους δύο παράγοντες πηγάζει η ηθική υποχρέωσή μας για αντίδραση. Είναι σαν να γνωρίζουμε πως για την κατασκευή ενός μπαρ δολοφονήθηκαν και εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους οι φτωχοί της γειτονιάς και εμείς να πηγαίνουμε χωρίς να τρέχει τίποτα για να πιούμε το μοχίτο μας. Πως μπορούμε να αντισταθούμε στο έγκλημα που συντελείται στην Βραζιλία του Μουντιάλ; Απάντηση: Απέχοντας από κάθε επαφή με το προιόν, και διαδίδοντας τα πραγματικά γεγονότα με σκοπό να αφυπνίσουμε συνειδήσεις.

Και τι θα καταφέρουμε αν τα κάνουμε αυτά; Και πάλι κάποιοι θα πάνε στο αιματοβαμμένο μπαρ, θα πιούνε τα ποτάκια τους και θα φύγουνε σαν κύριοι. Τι θα αλλάξουμε εμείς εδώ από την Ελλάδα αν δεν δούμε την μπαλίτσα μας; Απάντηση: Τον εαυτό μας θα αλλάξουμε. Θα μεγαλώσουμε την συνείδησή μας. Θα είμαστε σε μεγαλύτερη εγρήγορση για την επόμενη προσπάθεια αποκτήνωσής μας. Μπορείτε να σκεφτείτε κάτι πιο πρακτικό και ωφέλιμο από αυτό;

Αναδημοσίευση από: Eagainst

Δεν υπάρχουν καλά νέα… Μερικά σύντομα σχόλια για την συγκυρία

Καπιταλιστική αναδιάρθρωση και μεταπολίτευση

Στη  μέγγενη της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, η δράση του προλεταριάτου εξελίσσεται στο περιθώριο του αποκλεισμού που, πλέον, επιβάλλει το σύστημα. Οι μεγάλες μάζες των καταπιεσμένων και ακραία εκμεταλλευομένων προκειμένου να εμφανιστούν στο προσκήνιο της ”κεντρικής πολιτικής σκηνής”, είναι αναγκασμένες να το κάνουν (για την ώρα..) μέσα απ τις μεσολαβήσεις που παράγει το κυρίαρχο σύστημα (οικονομικοπολιτικό). Στο πλαίσιο αυτό, απ την ιστορική αλλαγή σελίδας με το περίφημο ”τέλος της μεταπολίτευσης” και ύστερα, κουβαλώντας τις κληρονομημένες μορφές πάλης της προηγούμενης ιστορικής περιόδου, αναπτύχθηκαν οι κινητοποιήσεις/συγκρούσεις/αρνήσεις του προλεταριάτου. Απ’ την μεγαλειώδη απεργία της 5ης Μάη και την αντίστοιχη κατάληξη, στον πολύμηνο αγώνα των εργατών της χαλυβουργίας, στις μαζικές συγκεντρώσεις και συγκρούσεις των ”αγανακτισμένων”, έως την 12η Φλεβάρη του ’12 όλα είχαν, τελικά, ένα συγκεκριμένο όριο: τις εκλογές. Και παραπέρα, το σύστημα γέννησε μια επιπλέον διαμεσολάβηση, χειρότερη ακόμα απ’ τις εκλογές ως διαδικασία: το κυνήγι της εξουσίας.

Η πρόσφατη εκλογική διαδικασία μπορούμε να πούμε πως επιβεβαίωσε το ”τέλος της μεταπολίτευσης” ως τέλος της διαμεσολάβησης εκείνης κατά την οποία η εργατική τάξη είχε πλήρως ενσωματωθεί στο σύστημα. Η αρχή του τέλους της διαμεσολάβησης αυτής βρίσκεται μερικά χρόνια πίσω, σχηματικά, στην επίσημη είσοδο της χώρας στο δ.ν.τ. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια εκλογική διαδικασία σηματοδότησε την αρχή μιας νέας διαμεσολάβησης, πρόσκαιρα πολύ πιο ισχυρής απ την προηγούμενη: τον αριστερό κυβερνητισμό, την ώρα που το σύστημα άρχισε να καίει τις ”εφεδρείες” του. [Σαφώς, εδώ δεν υπονοείται κάποιο συνωμοτικό σχέδιο της εξουσίας, αλλά σίγουρα τα αφεντικά έπρεπε να πάρουν τα μέτρα τους και σε άλλους τομείς, πέρα απ την ολοκληρωτική στροφή του κράτους.]

Εκλογές του ’12

Με σημείο αιχμής τις εκλογές του ’12, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η κίνηση του προλεταριάτου ενάντια της πολιτικής εξουσίας και της οικονομικής αναδιάρθρωσης, τα αιτήματά και τα πολιτικά του συνθήματα περιορίστηκαν στο πεδίο που οριοθέτησαν οι εκλογές, ύστερα απ την άνοδο του αριστερού κυβερνητισμού. Οι μαζικοί αγώνες εκμηδενίστηκαν και οι αυταπάτες αποίκησαν τα μυαλά την ώρα που η επίθεση των αφεντικών κατέστρεφε βασικούς άξονες παραγωγής της εργατικής τάξης και παραδοσιακά πεδία ανάπτυξης εργατικού αγώνα. Σαφώς, τίποτα δεν είναι μηχανιστικό και αυτόματο. Η μαζική κουλτούρα της προηγούμενης περιόδου συνέβαλλε σε όλα τα επίπεδα άρνησης, οργάνωσης (ή μη) των εργατικών αγώνων.

Η εισβολή στο μιντιακό κεντρικό πολιτικό σκηνικό των εκλογικών ποσοστών του Σύριζα, καθώς και αυτών των ναζι καθόρισαν την πολιτική ατζέντα της περιόδου. Η απρόβλεπτη κίνηση μέρους των ψηφοφόρων γέμισε το κενό που άφηνε πίσω της η ”κρίση αντιπροσώπευσης” του τέλους της μεταπολίτευσης. Όσο κι αν ένας νέος δικομματισμός προέβαλε στην θέση του παλιού (αν και με περισσότερα κόμματα γύρω-γύρω), κάνοντας τα πρώτα του βήματα, το μιντιακό πολιτικό σκηνικό ανέπνευσε ανακουφισμένα ξεπερνώντας το τέλμα που τα αφεντικά φοβόντουσαν τόσο. Η εκ νέου νομιμοποίηση της βασικής διαδικασίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αυτή των εκλογών, προσέφερε το νέο πεδίο διαμεσολάβησης της πολιτικής εξουσίας στο προλεταριάτο.

Εκλογικές αυταπάτες και κυβερνητισμός

Οι εκλογές ως διαδικασία αποτελούν το βασικότερο και μαζικότερο εμπόρευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αποτελούν, ιστορικά, το κατεξοχήν πεδίο συνδιαλλαγής μεταξύ του κράτους, της πολιτικής εξουσίας και των υπηκόων. Σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης αποκτούν βαρύνουσα σημασία και αυτό γιατί σε μια κρατική πρόσοδο, οσοδήποτε μικρή, μπορεί να βρίσκεται η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου για ένα μεγάλο τμήμα του προλεταριάτου. Οι πραγματικές ανάγκες, σε συγχώνευση με την ιδεολογία, το φαντασιακό και οτιδήποτε υπάρχει ως εποικοδόμημα καθιστούν τις εκλογές μείζον ζήτημα για όλα τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων. Είναι η επιβεβαίωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης στην εργατική.

Οι μαζικές αυταπάτες του αριστερού κυβερνητισμού προέρχονται απ την ανάγκη και την ιδεολογία* ταυτόχρονα. Η ανάγκη εδράζεται σε μια καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού στο τώρα, στην αυταπάτη του πισωγυρίσματος της οικονομίας σε χρόνια όπου υποτίθεται η διανομή του πλούτου αφορούσε όλη την κοινωνία. Η ιδεολογία εδράζεται στην προηγούμενη ιστορική μορφή αγώνων περί της αδικαίωτης πάλης της αριστεράς και της ιστορικής ευκαιρίας που παρουσιάζεται τώρα για κατάληψη της εξουσίας υπέρ των συμφερόντων του λαού, του έθνους κ.ο.κ ( με χαρακτηριστικότερο τον αγώνα των εργαζομένων της ΕΡΤ ). Το κυνήγι της εξουσίας, ως προοπτική αριστερής κυβέρνησης αποίκισε το φαντασιακό του προλεταριάτου και οι επιπτώσεις στους εργατικούς αγώνες έκαναν την εμφάνισή τους με διάφορες μορφές.

Ο κυβερνητισμός ως διαμεσολάβηση, αφορά τα αντανακλαστικά, τις διαθέσεις, τις θέσεις μάχης της εργατικής τάξης, ενώ καλλιεργεί την ανάθεση της καθημερινής εργατικής πάλης μέσα στους χώρους δουλειάς και στα σωματεία στο επίπεδο της εξουσίας μέσω μιας εν δυνάμει κυβερνητικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αντίστοιχα σε πιο διευρυμένο κοινωνικό επίπεδο ο κυβερνητισμός εμφανίζεται με την μορφή της θεσμικής διαμεσολάβησης που νομιμοποιείται στο βαθμό που η αριστερή κυβέρνηση υπάρχει ως ενδεχόμενο. Από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία του σύριζα και την διαμεσολάβησή της στους αγώνες των καθηγητών (για παράδειγμα…) έως την μεσολάβηση στο πεδίο της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, η εξουσία ως αριστερός κυβερνητισμός βρίσκει έδαφος να χτίσει τα απαραίτητα αναχώματα με σκοπό να οριοθετήσει τους αγώνες στην κορύφωση της εκλογικής μάχης για την αλλαγή κυβέρνησης – ευτυχώς δεν το πετυχαίνει πάντα. Το σίγουρο είναι πως, προκειμένου να πετύχει τις απαραίτητες συναινέσεις για την πολυπόθητη κατάκτηση της εξουσίας, η προσπάθεια για δημιουργία αναχωμάτων θα ενταθεί το επόμενο διάστημα.

Οι εκλογές ως μοναδική επικαιρότητα και ανάλυση

Στον απόηχο των εκλογών του ’12, η σημαντική αλλαγή του μιντιακού πολιτικού σκηνικού καθόρισε έκτοτε την επικαιρότητα της κυρίαρχης προπαγάνδας. Οι εκλογές ως ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο σε κάθε είδους μέσο μαζικής ενημέρωσης, απ την τηλεόραση έως τα social media. Η κυριαρχία του ανώτερου εμπορεύματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αποκτά διαστάσεις φετίχ, όπως οφείλει κάθε εμπόρευμα, υλικό ή άυλο, που παράγεται στον καπιταλισμό. Με την ανανέωση ή και επιβεβαίωση της προοπτικής της κυβέρνησης της αριστεράς, ύστερα και απ την τελευταία εκλογική διαδικασία, ο μιντιακός θόρυβος ως επικαιρότητα θα καλύψει κάθε γωνιά του ”δημόσιου λόγου”, και σε συνδυασμό με την κινηματική άμπωτη, το προλεταριάτο θα περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή του ανταγωνισμού των αφεντικών για τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.

Συνακόλουθα, το εκλογικό αποτέλεσμα τείνει να αντιμετωπίζεται ως μέτρο της κοινωνικής κινητικότητας. Οι αναλύσεις περί το προς τα που κινείται η κοινωνία, και πιο είναι το κυρίαρχο ρεύμα (δεξιό ή αριστερό) ακολουθούν τα αποτελέσματα της εκλογικής διαδικασίας και συνδέονται με τα πλειοψηφικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Οπότε, είτε η πολιτική της κυβέρνησης δικαιώνεται είτε ο …λαός επιθυμεί αλλαγή σε επίπεδο εξουσίας επιβεβαιώνοντας τον αριστερό κυβερνητισμό. Ουσιαστικά, είναι ένα αυτοαναπαραγώμενο σχήμα, απόρροια της εκλογικής διαδικασίας ως κυρίαρχης διαμεσολάβησης, που εγκλωβίζει το σύνολο της κοινωνίας, και ειδικότερα το προλεταριάτο, στο επίπεδο της εξουσίας. Η ιδεαλιστική προσέγγιση είναι αναπόφευκτη λόγω της δομής της εκλογικής διαδικασίας. Η συσκότιση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών και της κατάστασης που βιώνει το προλεταριάτο, προς χάριν ενός κυρίαρχου πολιτικού/κοινοβουλευτικού ρεύματος είναι επακόλουθο αυτής της προσέγγισης.

Αριστερά και εκλογές

Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο ο αριστερός κυβερνητισμός, αλλά όλο το φάσμα της αριστεράς ρίχνεται στον εκλογικό αγώνα. Διαδικασίες σωματείων, εργατικών συλλογικοτήτων και εγχειρημάτων παγώνουν προκειμένου όλο το πολιτικό δυναμικό της  να ριχτεί στη μάχη της ψηφοθηρίας. Στην δίνη της ψηφοθηρίας και του λαϊκισμού παγιδεύεται όλη η ρητορική των αριστερών κομμάτων και ομαδοποιήσεων προκειμένου να πείσουν τους ψηφοφόρους για το δίκιο τους. Είναι η αντικατάσταση του υποκειμένου, που αν θεωρήσουμε πως είναι οι εργάτες, με αυτό των ψηφοφόρων αλλά πλέον ως αντικείμενο, απόρροια της εκλογικής διαδικασίας ως τέτοιας. Ο φαύλος κύκλος αυτής της διαδικασίας αντικειμενοποιεί το προλεταριάτο μετατρέποντάς το σε αντικείμενο πολιτικής. Είναι, για άλλη μια φορά, η διαμεσολάβηση της εξουσίας στην ταξική πάλη, υπέρ των κυρίαρχων.

Ενσωμάτωση της τάξης στην δεξιά ”σοσιαλδημοκρατία”.

Από κάθε άποψη, οι εκλογές, στην υπάρχουσα κοινωνική συνθήκη, σηματοδοτούν την υποχώρηση της ταξικής πάλης απ την μεριά του προλεταριάτου και υπέρ των αφεντικών σε κάθε επίπεδο. Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει μηχανιστικά, αλλά, συνδέεται με τις ήττες, σε κεντρικό επίπεδο, των μαζικών αγώνων που δόθηκαν το προηγούμενο διάστημα και την αδυναμία της τάξης να οργανωθεί για τον εαυτό της, ώστε να αμυνθεί αποτελεσματικά και να περάσει στην αντεπίθεση. Συν τοις άλλοις, η εκλογική διαδικασία με τα αποτελέσματα που παρήγαγε, σηματοδοτεί πέρα απ την ήττα, το πέρασμα του προλεταριάτου από το προσκήνιο της ιστορικής διαδικασίας στο παρασκήνιο (σε υνδυασμό με την πρόσκαιρη υποχώρηση των εργατικών αγώνων), πίσω απ τις μικροαστικές τάξεις των οποίων οι αγωνίες περί του μέλλοντός τους αναδείχθηκαν κυρίαρχες με την εκλογική άνοδο του Σύριζα. Και αυτό γιατί, η συνεργασία των ταξικών στρωμάτων που συμπιέζονται απ την καπιταλιστική επίθεση, εννοημένη στα εκλογικά ποσοστά του σύριζα, έχει ως προμετωπίδα και άτυπη πολιτική συμφωνία την δεξιά ”σοσιαλδημοκρατία” που το κόμμα αυτό αντιπροσωπεύει.

Απ τη μια μεριά, η συνεχιζόμενη ολοκληρωτική στροφή του μαφιόζικου ελληνικού κράτους και απ την άλλη, ο εγκλωβισμός του προλεταριάτου στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Συνεπώς, από κάθε άποψη, δεν υπάρχουν καλά νέα να αφηγηθούμε στον απόηχο των ευρωεκλογών και το χειρότερο, με βάση την τωρινή συνθήκη, δεν θα υπάρξουν καλά νέα στο άμεσο μέλλον. Εκτός και η τάξη αποφασίσει διαφορετικά.

Πηγή: Μίσος Ταξικό