Αρχείο ετικέτας συνδικαλισμός

Ποιος φοβάται τον οργανωτικό διαχωρισμό;

theama

Του Τάσου Χριστόπουλου
άρθρο που δημοσιεύθηκε  στην εφημερίδα Ροσινάντε, τεύχος 18 καλοκαίρι 2011.
το βρήκα εδώ
Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να σκιαγραφήσουμε έστω, τους όρους πραγματοποίησης του οργανωτικού και πολιτικού διαχωρισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα (:εννοεί από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ), αν δεν λάβουμε υπόψιν μας τη βαθειά κρίση που το διαπερνά σε όλους τους τομείς- και έχει τις ρίζες της στην συγκρότησή του σε οργανωτικό επίπεδο στις αρχές του 20ου αιώνα- τις αντιλήψεις στο εσωτερικό του, τις ελλείψεις του. Και όταν μιλάμε για κρίση δεν αναφερόμαστε απλά και μόνο στην γύμνια και την άνευ όρων παράδοση της συνδικαλιστικής ηγεσίας στα συμφέροντα των εργοδοτών, αλλά και στην αναποτελεσματική, αναντίστοιχη της επίθεσης, απάντηση του συνόλου των εργαζομένων, (παρά την απεργιακή έξαρση της τελευταίας διετίας και τους πρόσφατους ηρωϊκούς κλαδικούς αγώνες στα Μ.Μ.Ε και την Χαλυβουργία), την στάση των υπόλοιπων δυνάμεων- ακόμα και των πιο ταξικών, την επικράτηση των αστικών αντιλήψεων και μικροαστικών συμφερόντων, την κρατική παρέμβαση, την γραφειοκρατικοποίηση, την αντιδημοκρατική λειτουργία, τον συνειδητό κατευθυνόμενο κατακερματισμό.
Άλλωστε, με τον ίδιο τρόπο, όταν μιλάμε για συνδικαλιστικό κίνημα δεν αναφερόμαστε μόνο στην ιστορία της ΓΣΕΕ ή των εργατικών κέντρων. Οι δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις ήταν περισσότερο το αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων και του συσχετισμού στο εσωτερικό του κινήματος, παρά οι προϋποθέσεις τους.
Η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος είναι γεμάτη από επιτυχείς απόπειρες κρατικού ελέγχου και παρέμβασης. Απόπειρες που σε κάποιες περιπτώσεις απαντήθηκαν από τους εργαζόμενους, σε άλλες όμως έγιναν αποδεκτές με ανακούφιση. Ο πρώτος ουσιαστικά συνδικαλιστικός νόμος το 1914, εγκαινιάζει επίσημα την εποχή του κρατικού συνδικαλισμού ορίζοντας τα σωματεία ως συνεργάτες του κράτους και πολύτιμους βοηθούς του. Από εκείνη την περίοδο μέχρι σήμερα η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, ο βαθμός συνείδησης και οι αγώνες του, πότε θα περιορίζουν και πότε θα ανοίγουν την κρατική αγκαλιά. Η δεκαετία του 30 θα επιφυλάξει την ωμή βίαιη παρέμβαση, τις δίκες, την καταστολή, τις δολοφονίες αγωνιστών συνδικαλιστών, τη σφαγή του 36 στην Θεσσαλονίκη. Αυτή η επίθεση δεν θα μείνει αναπάντητη, ωστόσο την ίδια περίοδο θα ιδρυθεί και η περιβόητη εργατική εστία, στην προκειμένη περίπτωση το καρότο, αν οι χωροφύλακες και η χούντα του Μεταξά ήταν το μαστίγιο. Η εργατική εστία ταΐζει για δεκαετίες αδιαμαρτύρητα όχι μόνο τη ΓΣΕΕ, αλλά και πρωτοβάθμια σωματεία, με την συμφωνία όλων των συνδικαλιστικών παρατάξεων.
Λίγο μετά τον πόλεμο, το 1945, επιβλήθηκε η παρουσία των δικαστικών στις αρχαιρεσίες των σωματείων με την ανοχή ακόμα και του εργατικού ΕΑΜ, το οποίο βέβαια συμμετείχε στην διαδικασία του διαλόγου με τους διορισμένους της ΓΣΕΕ και την κυβέρνηση, αλλά δεν υπέγραψε την συμφωνία. Έκανε όμως τα πάντα για την εφαρμογή της στην πράξη. Πέρασαν δεκαετίες από τότε και οι δικαστικοί εξακολουθούν να ελέγχουν τις συνδικαλιστικές εκλογές, χωρίς ποτέ επί της ουσίας να έχει αμφισβητηθεί ο ρόλος τους. Θα ακολουθήσει το 1955 ο νόμος για την διαιτησία στην υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων, που αργότερα θα δώσει τη θέση της στον ΟΜΕΔ. Η σταθερή παρουσία και εμπλοκή του κράτους στις διαδικασίες και τη ζωή των σωματείων δεν έχει συμβολικό χαρακτήρα αλλά έρχεται σε σύγκρουση με την διακηρυγμένη αρχή της πάλης των τάξεων και της αρχής της συγκρότησης της τριτοβάθμιας οργάνωσης «πέρα από κάθε αστική επιρροή». Από τη μεριά των συνδικαλιστικών δυνάμεων, επικράτησε και σίγουρα επικρατεί ακόμα η τάση για παράδοση διαπιστευτηρίων νομιμοφροσύνης παρά για σύγκρουση με την αστική νομιμότητα αφού ούτως ή άλλως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»…
Η ίδια η δομή, η οργανωτική συγκρότηση η κυριαρχία συγκεκριμένων αντιλήψεων, συχνά αστικής προέλευσης, ακόμα και η πρωτοτυπία της μιας συνομοσπονδίας και των πολλών παρατάξεων, είναι αποτέλεσμα μάχης στο εσωτερικό για την αλλαγή των συσχετισμών, που πολλές φορές αφορούσαν μόνο την ηγεσία των αντιπροσώπων αλλά σχεδόν πάντα είχαν επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πρωτοβάθμιων οργανώσεων. Η ΓΣΕΕ που τόσο πολύ κόπτεται για την ενότητα του κινήματος, δεν είχε πάντα την μοναδικότητα. Υπάρχουν περίοδοι που είτε τα καθεστώτα (δικτατορίες ή αστικοκοινοβουλευτικές κυβερνήσεις) είτε συνδικαλιστικές δυνάμεις διασπούσαν σε επίπεδο κορυφής την «ενότητα» και δημιουργούσαν άλλους φορείς. Ελάχιστα μετά την ίδρυση της τριτοβάθμιας οργάνωσης και συγκεκριμένα το 1920, κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά μια δεύτερη μαζική και αντιπροσωπευτική ΓΣΕΕ, αυτή των 35.000 εργατών και των 137 σωματείων και συγκαλεί συνέδριο, κόντρα στην διορισμένη βενιζελική και άμαζη ΓΣΕΕ του Μαχαίρα. Εκεί θα επικυρωθεί η πρόταση σταθμός στην εξέλιξη του κινήματος, αυτή της «συνεργασίας»- οργανικής σχέσης του συνδικαλιστικού οργάνου με το κόμμα (ΓΣΕΕ-ΣΕΚΕ) και θα κυριαρχήσει η λενινιστική αντίληψη στο συνδικαλιστικό κίνημα και μάλιστα σχεδόν ομόφωνα. Υποστηρικτής αυτής της πρότασης ήταν και ο αποκαλούμενος αναρχοσυνδικαλιστής Κ. Σπέρας, ο οποίος βέβαια στην συνέχεια θα προσπαθήσει να σώσει το κύρος του συνδικαλιστικού οργάνου προτείνοντας να έχει τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις, έναντι του πολιτικού βραχίονα, είτε πρόκειται για οικονομικά είτε για πολιτικά ζητήματα. Την πρόταση ψήφισε το ένα τρίτο των συνέδρων. Στο 3ο συνέδριο της ΓΣΕΕ επικρατούν οι «αντιΚΚΕ» συνδικαλιστές, το ΚΚΕ (πρώην ΣΕΚΕ) παίρνει την απόφαση να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την ΓΣΕΕ (τυπικά τουλάχιστον) και το 1929 δημιουργούνται οι βάσεις για τη νέα διάσπαση της συνομοσπονδίας, η οποία θα πετάξει έξω και τους «αριστεριστές» της εποχής, για να φτάσουμε στο 1931 όπου για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχουμε 3 συνομοσπονδίες, την ΓΣΕΕ των δεξιών, την ενωτική ΓΣΕΕ του ΚΚΕ και την ΠΣΕ των σοσιαλιστών και των αριστερών «μιασμάτων». Οι τρεις συνομοσπονδίες μάλιστα θα κηρύξουν μαζί απεργία, για την σφαγή της Θεσσαλονίκης, αλλά θα τους προλάβει η δικτατορία του Μεταξά.
Μετά τον πόλεμο το ΚΚΕ μιλάει ανοιχτά για την συνδικαλιστική ενότητα της τάξης. Αυτή τη φορά δεν είχε λόγο να μην το κάνει. Έβγαινε από έναν πόλεμο έχοντας μια πανίσχυρη οργάνωση- το εργατικό ΕΑΜ. Η επικράτησή του ήταν σίγουρη, το πρόβλημα τώρα το είχαν οι δεξιές παρατάξεις, οι οποίες όμως δεν είχαν και καμιά σοβαρή επιρροή.
Σιγά-σιγά περνάμε σε περίοδο επικράτησης του αγωνιστικού ρεφορμισμού, του υποτακτικού και ηττοπαθούς συνδικαλισμού από τη μεριά της αριστεράς. Οι αριστεροί διαγράφονται από την συνομοσπονδία, οι δεξιοί και ακροδεξιοί συγκροτούν δικά τους όργανα και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα εμμένει σχεδόν αυτιστικά στην ενότητα, δημιουργώντας συνδικαλιστικές κινήσεις όπως το Κ.Ε.Σ ή το αποκορύφωμα συντονισμού «από τα κάτω», την «κίνηση των 115 σωματείων», τα οποία στο τέλος πλησίασαν τα 900, οργάνωσαν πολιτική απεργία, αλλά χωρίς πρόταση, προοπτική και άβουλα μπροστά στη νομιμότητα της «ενιαίας» συνδικαλιστικής οργάνωσης χάθηκαν το 1967.
Για να έρθουμε στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο αλλά και χαμένη ευκαιρία της μεταπολίτευσης, με τα προλεταριακά οδοφράγματα των οικοδόμων απέναντι στις αύρες της αστικής δημοκρατίας, τον αυτοοργανωμένο συνδικαλισμό βάσης στα εργοστάσια και την ομοσπονδία του την ΟΒΕΣ, εγχείρημα μπερδεμένο από τα αδιέξοδα της «εργατικής αυτονομίας», που θα σβήσει εγκλωβισμένο μέσα στο σοσιαλρεφορμισμό και το αντικαραμανλικό μέτωπο. Τελευταία διάσπαση σε επίπεδο τριτοβάθμιας οργάνωσης ήταν αυτή του 1985, από αρνητές- διαφωνούντες της ΠΑΣΚΕ και την επίσημη αριστερά (ΕΣΑΚ, ΑΕΜ, ΣΣΕΚ), που κράτησε μόλις δύο χρόνια, αφού οι στόχοι της ήταν περιορισμένοι και ούτε κατά διάνοια δεν συγκρούονταν με το περιεχόμενο, τις αντιλήψεις, τις δομές του υπάρχοντος συνδικαλισμού. Είναι πλέον η εποχή του θανάτου και του ρεφορμισμού και της πλήρους υποταγής της αριστεράς στο άρμα νεοφιλελεύθερου ρεαλισμού. Η περίπτωση του ΠΑΜΕ (εξέλιξη της ΕΣΑΚ), δεν μπορεί να καταγραφεί στις απόπειρες οργανωτικού διαχωρισμού από τον επίσημο συνδικαλιστικό φορέα, επειδή απλούστατα πρόκειται για παράταξη που δεν εγκατέλειψε ποτέ τις έδρες στην ΓΣΕΕ, συμμετέχει κανονικά στις συνεδριάσεις της, παίρνει το ποσοστό της από την εργατική εστία και αρκείται στις ξεχωριστές συγκεντρώσεις.
Η σημερινή οργανωτική πολυδιάσπαση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος με τις 180 δευτεροβάθμιες οργανώσεις και τα 3.700 πρωτοβάθμια σωματεία, πολλά από αυτά εργοδοτικά ή σφραγίδες, δεν έχει αντικειμενικά καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, παρά μόνο με παραταξιακά και κομματικά οφέλη και σίγουρα διαφέρει από τον οργανωτικό και προγραμματικό απεγκλωβισμό από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις οργανωτικής έκφρασης της οργής των εργαζομένων για την κορύφωση του ταξικού πολέμου από το κεφάλαιο, τη κυβέρνηση και την Ε.Ε. Απέναντι σε αυτήν την επίθεση χρειάζεται η αλλαγή των στόχων, των προτάσεων, η υπέρβαση του πλαισίου μέσα στο οποίο διεξάγεται η κουβέντα τώρα. Χρειάζεται το γκρέμισμα των μύθων για την κρίση, το διαφορετικό πρόσωπο του καπιταλισμού, τους μονόδρομους, τα μέτωπα συνεργασίας και τις εναλλακτικές λύσεις. Η μόνη λύση που μπορεί και πρέπει να έχει στο νου της η εργατική τάξη, είναι η ανατροπή του καπιταλισμού, η απονομιμοποίηση ενός συστήματος που έχει φάει τα ψωμιά του και ετοιμάζεται να πέσει πάνω μας.
Το σύστημα τραβάει το χαλί της νομιμότητας κάτω από τα πόδια του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ανατροπή του θεσμού των κλαδικών συμβάσεων και ο ορισμός επιτροπών φυσικών προσώπων για την επικύρωσή τους αντί των επιχειρησιακών σωματείων, η όξυνση της καταστολής, η νομοθεσία για τον τρομονόμο, αλλάζουν εκ των πραγμάτων τον τρόπο που βλέπουν από εδώ και πέρα οι αστοί τον συνδικαλισμό, ας το αντιληφθούμε και εμείς.
Οι δυνάμεις και κυρίως οι αντιλήψεις που κυριαρχούν στο συνδικαλιστικό κίνημα, με σοβαρότατες ευθύνες για την σημερινή τραγικά αδιέξοδη κατάσταση κατάφεραν να μετατρέψουν την πιο σημαντική μορφή εργατικής οργάνωσης σε γραφεία κομματικού σκλαβοπάζαρου. Κυρίως όμως σε φορείς επιβολής της κυβερνητικής γραμμής, της λογικής της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας, του ανταγωνισμού. Η ανεξαρτησία και η αυτοτέλεια του κινήματος, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της αριστερής και σοσιαλδημοκρατικής λογικής, καταπατήθηκε μέχρις εσχάτων. Το ίδιο συνέβη και με την εσωτερική δημοκρατία και την ισότιμη συμμετοχή όλων των δυνάμεων και απόψεων. Πέρα όμως από την κυρίαρχη αντισυνδικαλιστική λογική και πρακτική των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, υπάρχει ένα τεράστιο κενό σε επίπεδο απεύθυνσης, έκφρασης εργατικών συμφερόντων, εσωτερικής δημοκρατίας, στόχων, προτάσεων και στο κομμάτι της αριστεράς. Το ΠΑΜΕ αρμενίζει σε ένα πέλαγο αυτοεπιβεβαίωσης, σπρώχνοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί της μεικτής οικονομίας και χαϊδεύοντας το αυτί του μικροαστού που πλήττεται. Και με τον εργάτη και με το μικρό αφεντικό… Αρνείται να αποδεχτεί το αυτονόητο, ότι βρισκόμαστε λίγο πριν την «επαναστατική κατάσταση», άρα πρέπει να επιταχύνουμε τις διαδικασίες. Όλα περιορίζονται σε ένα δημοκρατικό κομματικό πλαίσιο, που θέτει ως ορόσημο την ημερομηνία των εκλογών.
Αλλά και οι υπόλοιπες αριστερές συνδικαλιστικές δυνάμεις, χωρίς τη διάθεση αυτοκαθορισμού, σέρνονται πίσω από μια στείρα, ρηχή και ανούσια κριτική στο κακό ΠΑΜΕ, που δεν ανοίγει την αγκαλιά του, να τις δεχτεί. Χωρίς σαφή προσανατολισμό που θα δείχνει προς την έξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα, πνίγονται ανάμεσα σε έναν παλιομοδίτικο, γραφικό σοσιαλδημοκρατικό, ρεφορμιστικό λόγο, της ευρωκαψούρας και τα πλατιά πολιτικά μέτωπα, που θα χωράνε τους πάντες. Σωματεία και συντονισμοί υποτάσσονται στις ανάγκες φωτισμένων πολιτικών πρωτοποριών ή ακόμα χειρότερα ηγετίσκων. Χρησιμοποιούνται διαδικασίες και όργανα για να καλύψουν την πείνα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Ακόμα και η αρχικά φιλόδοξη απόπειρα του συντονισμού των πρωτοβάθμιων σωματείων, που έδειξε ότι συσπειρώνει ένα εργατικό δυναμικό, λειτούργησε τελικά ως όχημα για να περάσει η απόφαση των πολιτικών γραφείων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν τόλμησε να έρθει σε σύγκρουση με αντιλήψεις και λογικές που καθηλώνουν αντί να προωθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η αδιαφορία και η υποτίμηση του ρόλου των εργατικών σχημάτων και παρεμβάσεων από τις ίδιες δυνάμεις όλο αυτό το διάστημα, της μνημονιακής επέλασης στην εργατική τάξη. Ο σημαντικότατος αυτός εργατικός φορέας απονευρώθηκε, ακριβώς για να μην αντικαταστήσει την σημασία και το «ειδικό βάρος» της πολιτικής οργάνωσης.
Επιβεβαιώνεται ξεκάθαρα πως το δόγμα «το κόμμα για την πολιτική, το σωματείο για…την λάτζα», διαπερνά ακόμα και σήμερα σχεδόν το σύνολο των συνδικαλιστικών δυνάμεων. Το χειρότερο όμως ίσως να μην είναι αυτό. Είναι η καθολική άρνηση να διεξαχθεί η συζήτηση, η αντιπαράθεση, η σύγκρουση στον φυσικό της χώρο: στον εργασιακό χώρο, με συνομιλητές και φορείς τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα όργανα της τάξης μας, τα σωματεία. Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες. Υπεύθυνος είναι συνολικά ο καπιταλισμός και δεν φτιασιδώνεται, αλλά ανατρέπεται. Για να ανατραπεί απαιτείται να έχει απέναντί του ένα εργατικό κίνημα, αυτοτελές, ανεξάρτητο από κράτος, αστικές δυνάμεις, πολιτικούς φορείς. Ένα κίνημα ικανό να στήσει αναχώματα στην επίθεση του κεφαλαίου, να κατακτήσει, να συγκρουστεί, να δημιουργήσει .
Προχωράμε σε πλήρη οργανωτική αποχώρηση από την ΓΣΕΕ, συγκροτώντας τη νέα αντικαπιταλιστική συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών, ξεκινώντας μέσα από τον πλατύ συντονισμό επιτροπών στους χώρους δουλειάς, εργατικών σχημάτων και σωματείων. Ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων μπορεί να λειτουργήσει σε αυτήν την κατεύθυνση όπως και αντιστοιχες πρωτοβουλίες από άλλα πρωτοβάθμια σωματεία, όπως τα «σωματεία βάσης». Επιτακτική είναι η ανάγκη συγκρότησης εργατικών σχημάτων με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, που θα θέτουν ξεκάθαρα το ζήτημα της ανατροπής και του οργανωτικού διαχωρισμού από την ΓΣΕΕ. Μέτωπο για την υπέρβαση του νόμου 1264 το οποίο σημαίνει έξω το κράτος από τον εργατικό συνδικαλισμό και τις διαδικασίες του, έξω οι εργοδότες και οι άνθρωποί τους. Την συνδικαλιστική ενοποίηση κλάδων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό φορέα. Την αναβάθμιση των αιτημάτων, την υπέρβαση του συντεχνιασμού, την ανάδειξη και ανάπτυξη της αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους.
Στην πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος δεν υπήρξε όπως και δεν υπάρχει «αντικειμενικά ορθή» γραμμή. Επιβεβαιώνεται όμως εκ του αποτελέσματος ότι η επικράτηση των αστικών αντιλήψεων και της λενινιστικής λογικής, άνοιξαν το δρόμο για την απονεύρωση, απομαζικοποίηση, τον εκφυλισμό και την ήττα του συνδικαλισμού. Ασφαλώς και θα επιστρατευτούν «θεωρητικοί» του εργατικού κινήματος, να μας πείσουν για τα βαθύτερα αίτια της συνδικαλιστικής κρίσης, για την απροθυμία της τάξης ή για την δομική κρίση του συστήματος και όλων των θεσμών. Ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής πάνω στο πτώμα του συνδικαλισμού- εργαλείου της πολιτικής πρωτοπορίας.
http://www.provo.gr/poios-fovatai-ton-organwtiko-diaxwrismo/

Και εγένετο Μητρώο Μη Μελών! – Ο χαριστικός εμπαιγμός των συναδέλφων στα sites από την ΕΣΗΕΑ

533837_407402486012940_1862660781_nΜε μια άνευ προηγουμένου -και κυρίως άνευ οιουδήποτε αντικρίσματος- κίνηση στα συνδικαλιστικά χρονικά, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Σ.Η.Ε.Α. αποφάσισε να προχωρήσει στη δημιουργία «Μητρώου δημοσιογράφων-μη μελών της Ενώσεως» που εργάζονται σε ενημερωτικά διαδικτυακά μέσα.

 

Η κατάρτιση αυτού του μοναδικού στο είδος του μητρώου, που αναπτέρωσε τις ελπίδες πολλών συναδέλφων που εργάζονται στο διαδίκτυο, καθώς θεώρησαν ότι μπαίνει ένα λιθαράκι που θα φτάσει στη στιγμή να αναγνωριστεί η επαγγελματική τους ιδιότητα από ένα σωματείο που, μέχρι και σήμερα, τους κλείνει ερμητικά τις πόρτες του, θα γίνει με την εθελοντική προσέλευση των ίδιων των εργαζομένων.

 

Ετσι, λοιπόν, το Δ.Σ. αποφάσισε να προχωρήσει στη δημιουργία ενός μητρώου που, όσο και ψάξει κανείς, όμοιό του (μη μελών!) δεν έχει καταρτίσει κανένα συνδικαλιστικό σωματείο, «προκειμένου να καταγράψει την κατάσταση που επικρατεί και στη συνέχεια να προχωρήσει σε καίριες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των συναδέλφων», σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση.
Επειδή, η συγκεκριμένη κίνηση του ΔΣ αφορά έναν τεράστιο αριθμό εργαζομένων στο χώρο του Διαδικτύου, αγρίως εκμεταλλευόμενων από τους εργοδότες τους, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε κάποια απλά και σχετικά γνωστά πράγματα.

 

Η εμφάνιση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και η δημιουργία αυτής της νέας αγοράς στην οποία απασχολούνται  χιλιάδες συνάδελφοί μας, στην πλειοψηφία τους νέοι που βγαίνουν στην αγορά εργασίας, δεν εμφανίστηκε προχθές, αλλά έχει εγκαθιδρυθεί και γιγαντωθεί εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Και είναι ευρέως γνωστό ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι στο Ιντερνετ δουλεύουν για χρόνια σε καθεστώς «μαθητείας»  χωρίς καν να αμείβονται, ενώ  οι περισσότεροι που πληρώνονται είναι «μαύροι» εργαζόμενοι που δεν «εμφανίζονται» πουθενά ή δουλεύουν με μπλοκάκι. Οπότε, όχι μόνο δεν αναγνωρίζονται ως δημοσιογράφοι, αλλά ούτε καν ως εργαζόμενοι!

 

Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα  κανένα από τα πέντε ΔΣ που πέρασαν από τις καρέκλες του 5ου  ορόφου στην Ακαδημίας δεν ασχολήθηκε ποτέ με τους εργαζόμενους συναδέλφους στο διαδίκτυο και, πέρα από κάποιες πρόσφατες, αόριστες προεκλογικές αοριστολογίες, ποτέ δεν έκαναν  τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να δρομολογηθούν οι χρονοβόρες (και πιθανά αδιέξοδες) διαδικασίες για την αλλαγή του καταστατικού της ΕΣΗΕΑ, ώστε να αποκατασταθεί αυτή η χρόνια αδικία. Και αυτό, βέβαια, συνέβαινε γιατί τόσο τα ΔΣ που περνούν από την ΕΣΗΕΑ, όσο και τα περισσότερα από τα μέλη της, επέλεγαν αυστηρά και ξεδιάντροπα, για καθαρά συντεχνιακούς και ωφελιμιστικούς λόγους, να κρατούν κλειστές τις πόρτες του σωματείου καταδικάζοντας έτσι τους συναδέλφους μας να πέφτουν παντελώς ανυπεράσπιστοι στα χέρια της άγριας εκμετάλλευσης. Λόγος για τον οποίο, άλλωστε, τα μέλη της ΕΣΗΕΑ ανέρχονται σε περίπου 5.500, όταν συνολικά οι εργαζόμενοι στο χώρο του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου είναι τουλάχιστον τριπλάσιοι, ενώ ήταν πολύ περισσότεροι πριν τον ερχομό των μνημονίων, οπότε και μπήκαν λουκέτα σε αρκετά μαγαζιά, κυρίως στο χώρο των έντυπων όπου και πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες απολύσεις.

 

Σε  όλο αυτό το διάστημα, όλα τα ΔΣ της ΕΣΗΕΑ  σφύριζαν αδιάφορα στις δημόσιες εκκλήσεις των συναδέλφων εργαζόμενων στο Ιντερνετ προκειμένου να αναγνωριστεί η ύπαρξή τους από το σωματείο. Οι πεφωτισμένοι συνδικαλιστές όχι μόνο καμώνονταν ότι δεν αναγνωρίζουν τη νέα, ηλεκτρονική πραγματικότητα που διεύρυνε το «πλάτος» της ενημέρωσης και το μέγεθος της σχετικής αγοράς εργασίας, αλλά έκλειναν και τα μάτια (όπως και συνεχίζουν να κάνουν) μπροστά στο γεγονός της απεργοσπασίας πολλών sites κατά τις ημέρες των απεργιακών κινητοποιήσεων, οι ιδιοκτήτες των οποίων καλούν τους εργαζόμενους να δουλέψουν κανονικά, επικαλούμενοι με περισσή υποκρισία, ωσαν να ενδιαφέρονται για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων τους, ότι δεν καλύπτονται από την ΕΣΗΕΑ.

 

Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα, ακόμη κι αν πετύχαινε μια απεργία με τη συμμετοχή των εργαζόμενων στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, η ροή του προϊόντος που (καλώς ή κακώς) παράγουμε να συνεχίζεται ανεμπόδιστα στο διαδίκτυο, αφού στην πράξη, ως μη μέλη της ΕΣΗΕΑ οι συνάδελφοι στα sites δεν μπορούσαν να απεργήσουν,  όντας ακάλυπτοι απέναντι στους εργοδότες και στο ενδεχόμενο απόλυσης. Κι, όμως, παραγκωνίζοντας επιδεικτικά την ωμή πραγματικότητα, οι συνδικαλιστές της ΕΣΗΕΑ παρέβλεπαν ακόμη και τις υπογεγραμμένες από εργαζόμενους σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης καταγγελίες εναντίον της  για «την υποκριτική στάση της στο θέμα των εργαζόμενων δημοσιογράφων στο Ιντερνετ», με τις οποίες εξηγούσαν ότι γι’ αυτό το λόγο δεν θα απεργήσουν. Φυσικά, όσο κι αν ότι αυτή η στάση των συναδέλφων ήταν καίρια απεργοσπαστική σε ότι αφορά το πλήγμα που επέφερε σε ολόκληρο τον κλάδο κι όσο κι αν εξυπηρετούσε ή κατευθυνόταν άλλοτε υπόγεια κι άλλοτε φανερά στους χώρους εργασίας από τους εργοδότες με απόλυτη ευθύνη της ΕΣΗΕΑ, δεν έγινε η παραμικρή κίνηση για την αποτροπή της.

 

Και, εντάξει, τόσο καιρό οι συνδικαλιστές της ΕΣΗΕΑ, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα της κλειστής δημοσιογραφικής τους κάστας, αρνούνταν να αναγνωρίσουν το αυτονόητο της ύπαρξης των εργαζόμενων στα ιντερνετικά μέσα ενημέρωσης καθιστώντας τους στην πράξη κάτι σαν φαντάσματα. Εντούτοις, είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι το σημερινό ΔΣ της ΕΣΗΕΑ δεν γνωρίζει τη γέννηση και ύπαρξη, εδώ και ενάμιση περίπου χρόνο, της ΕΝΩΣΗΣ ΕΚΔΟΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ (ΕΝΕΔ). Αλλά και το πώς, μέσω αυτής της σχετικά νέας «Ενωσης», οι ίδιοι παραδοσιακοί ιδιοκτήτες των ΜΜΕ προσπαθούν να μοιράσουν την καινούρια πίτα, μόνο και μόνο για να την ελέγχουν απόλυτα, λόγος για τον οποίο έχουν αρχίσει τις μονοπωλιακές μετρήσεις της αγοράς στον ηλεκτρονικό Τύπο, στην ουσία με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν και με τον παραδοσιακό, προκειμένου να μοιράσουν τη νέα αγορά: αναμεταξύ τους και με ελάχιστους νεόκοπους παίχτες

.

“Για να αναβαθμιστεί και να ωριμάσει η ελληνική αγορά απαιτείται η καθιέρωση υποχρεωτικών κανόνων δεοντολογίας αλλά και ενός νομικού πλαισίου προστασίας των φορέων παραγωγής και διανομής πρωτότυπου και αδειοδοτημένου ψηφιακού περιεχομένου και υπηρεσιών στο χώρο του διαδικτύου», αναφέρει στο ινερνετικό της προφίλ της η ΕΝΕΔ. Και το σημερινό ΔΣ της ΕΣΗΕΑ δεν έχει βγάλει την παραμικρή καταγγελία για το νέο άγριο πεδίο εργοδοτικής εκμετάλλευσης, που πλέον έχει και όνομα και εκπροσωπείται ως «Ενωση» της νέας και της παλιάς γενιάς των εκδοτών-εργοδοτών που εγκαταλείπουν τα απαξιωμένα από τους ίδιους παραδοσιακά ακριβά μέσα ενημέρωσης και στρέφονται προς τα νέα φθηνότερα και λαμπρά προς εκμετάλλευση ιντερνετικά μέσα.

 

Αλλά, γιατί να απαιτεί κανείς μια τέτοια καταγγελία όταν το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ δεν έχει κάνει καν τον κόπο να «προσεγγίσει» την ΕΝΕΔ και να απαιτήσει τα αυτονόητα; Να ζητήσει, δηλαδή, την καταγραφή των εγγεγραμμένων στην ΕΝΕΔ χώρων εργασίας, τον αριθμό των απασχολούμενων, το καθεστώς εργασίας κλπ, κλπ. Εκτός κι αν δεν γνωρίζει που στεγάζονται τα γραφεία της και δεν τη βρίσκει, οπότε να τους αποκαλύψουμε εμείς τη διεύθυνση που εδρεύει: η βρεφικής ηλικίας νέα συνένωση των ιδιοκτητών του Τύπου στεγάζεται στην οδό Μιχαλακοπούλου, στοναριθμό 80 στην Αθήνα, στο κτίριο που στεγάζεται το -γνωστό και μη εξαιρετέο για τις σφαγές των εργαζομένων του-  εκδοτικό συγκρότημα του ΔΟΛ του Σταύρου Ψυχάρη!

 

Συν τοις άλλοις, η ΕΣΗΕΑ καμώνεται ότι δεν γνωρίζει την ύπαρξη ενός άλλου σωματείου, που κατά τα λοιπά συνεργάζεται, αυτό της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) το οποίο, σχετικά πρόσφατα, έχει αρχίσει να εντάσσει τους συναδέλφους στα ηλεκτρονικά μέσα στο μητρώο της ως μέλη (και όχι ως μη!). Ούτε και το ότι η ΕΣΠΗΤ έχει ξεκινήσει (υποτίθεται) κι αυτή από τη μεριά της την καταγραφή των ηλεκτρονικών μέσων που υπάρχουν στη χώρα μας καθώς και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Κάτι που σημαίνει ή ότι δεν υπάρχει ουδεμία επαφή και συνεννόηση μεταξύ αυτών των δύο σωματείων, ή ότι λειτουργούν παντελώς ανταγωνιστικά. Οπως και να έχει, εις βάρος των συναδέλφων στο Ιντερνετ.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι αυτή η κίνηση της ΕΣΗΕΑ  που απευθύνεται στους συναδέλφους που εργάζονται στο Ιντερνετ για την καταγραφή τους σε ένα άχρηστο και ανεπίσημο μητρώο είναι κάτι παραπάνω από απατηλή, μα κυρίως έντεχνα παραπλανητική, αφού στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να οδηγήσει απολύτως πουθενά, όχι τόσο εξαιτίας των γραφειοκρατικών διαδικασιών που απαιτούνται για να συμβεί κάτι τέτοιο (αλλαγή νόμου ή αλλαγή καταστατικού) . Και είναι εξοργιστική όχι μόνο γιατί εμπαίζει τους ήδη ταλαιπωρημένους από την άγρια εκμετάλλευση συναδέλφους μας στο Ιντερνετ, αλλά και γιατί τους δημιουργεί φρούδες ελπίδες για ένα τόσο πολυπόθητο και αυτονόητο αίτημά τους. Κι εδώ και κάποιο καιρό, όχι μόνο των ίδιων αλλά και πολλών συναδέλφων μελών της ΕΣΗΕΑ.

 

Το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ καλεί για τη δημιουργία ενός (μη) μητρώου και για την ακρίβεια μιας καταγραφής που δεν έχει απολύτως κανένα καταστατικό αντίκρισμα και αυτό το γνωρίζει περισσότερο από τον καθένα. Αν πραγματικά ήθελε να κάνει μια αξιόπιστη καταγραφή των εργαζόμενων στα sites,  το πιο απλό που θα μπορούσε να πράξει θα ήταν να στελεχώσει ένα κλιμάκιο που θα προχωρούσε σε αυτοψίες και θα έκανε την καταγραφή. Και όχι να ζητάει από τους εργαζόμενους να προσκομίσουν εθελοντικά μια δήλωση για na μπουν σε αυτό, κάτι που από τη φύση ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν θα οδηγήσει σε καμιά ολοκληρωμένη καταγραφή.

 

Τώρα, σε ότι αφορά αυτό που λέγεται στη σχετική ανακοίνωση ότι, «με το πέρας τη δημιουργίας του μητρώου των μη μελών, η ΕΣΗΕΑ θα προχωρήσει σε καίριες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των συναδέλφων», τα ίδια τα μέλη της ΕΣΗΕΑ είναι τα πρώτα που μπορούν να γελάσουν ή και να κλάψουν μαζί . Ενθυμούμενα τις όχι καίριες, αλλά ανύπαρκτες παρεμβάσεις της ΕΣΗΕΑ τα τελευταία χρόνια στους χώρους εργασίας τους. Που ήταν απούσα ή που κορόιδευε με υποσχέσεις για στήριξη και κινητοποιήσεις που δεν έγιναν ποτέ, την ώρα που γινόντουσαν χιλιάδες απολύσεις και απανωτές μειώσεις μισθών. Και με κάτι απεργίες  που όλοι γνωρίζαμε ότι ήταν «τουφεκιές στον αέρα».

 

Ένα σωματείο που δεν έχει την παραμικρή ικανότητα να υπερασπίσει τα μέλη του ας σταματήσει, τουλάχιστον, κάπου εδώ την υποκρισία και την εξαπάτηση των μη μελών συναδέλφων στα sites. Πέρα από τις όποιες σκοπιμότητες, το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να το… βουλώσει.

 

Συνέλευση έμμισθων, άμισθων, «μπλοκάκηδων», «μαύρων», ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ

http://katalipsiesiea.blogspot.gr/2014/05/sites.html