Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού / του Murray Bookchin / (μέρος δεύτερο)

μετάφραση από eagainst.com/μεταφραστική ομάδα

Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του κειμένου εδώ η εδώ.

CNT-1mayo2010Εργάτες και Πολίτες

Τι θεωρούσαν, τελικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές ως «προλεταριάτο», πέρα από αυτούς που ηταν σε θέση να συμπεριλάβουν στα συνδικάτα όπως οι «εργάτες γης» (κάτι το οποίο η CGT δεν έκανε και η CNT παραμέλησε σοβαρά στα τέλη της δεκαετίας του 20 και στις αρχές του 30);

Έχω αναφέρει ότι η έννοια αυτή προσδιοριζόταν κυρίως μέσα από Μαρξικές γραμμές, αν και δίχως την περισσότερο ερευνητική, αν και λανθασμένη, οικονομική ανάλυση του Μαρξ. Με έμμεσο τρόπο περιελάμβανε βασικές έννοιες στις οποίες βασιζόταν η θεωρία περί «ιστορικού υλισμού» του Μαρξ, κυρίως την άποψη ότι η οικονομία αποτελεί τη «βάση» της κοινωνικής ζωής, καθώς και την εξιδανίκευση των βιομηχανικών εργατών ως μια ιστορικά «ηγεμονική» τάξη. Προς τιμήν τους, οι μη συνδικαλιστές αναρχικοί, που ωστόσο υπήρξαν φιλικοί προς το συνδικαλισμό λόγω της ηθικής πίεσης, έτειναν ταυτόχρονα να αντιτίθενται σε αυτή την ανησυχητική απλούστευση των κοινωνικών ζητημάτων και δυνάμεων. Την παραμονή του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, η CNT αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από βιομηχανικούς εργάτες (μια πραγματικότητα, μπορώ να προσθέσω, που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Eric Hobsbawn για τους αναρχικούς ως «πρωτόγονους αντάρτες»). Η CNT είχε ήδη χάσει το μεγαλύτερο μέρος των αγροτών, οι οποίοι συντάχθηκαν με τις Ισπανικές Σοσιαλιστικές Αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, εκτός από μερικά «φρούρια» στην Ανδαλουσία και την Αραγονία (βλ. Malefakis, 1970). Η εικόνα που ο Gerald Brenan δίνει στον Ισπανικό αναρχισμό για το τέλος της δεκαετίας του 30 ως ένα αγροτικό κίνημα, αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά δημοφιλής, είναι σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένη. Αντιπροσωπεύει μια τυπική ανδαλουσιανή προσέγγιση αναφορικά με τον αναρχο-συνδικαλισμό που προώθησε μια περιορισμένη προοπτική για το κίνημα (Brenan, 1943)[5]. Στην πραγματικότητα, η αριστερή στροφή του Κόμματος των Ισπανών Σοσιαλιστών Εργατών (PSOE) το 1930 μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την είσοδο χιλιάδων Ανδαλουσιανών εργατών στα συνδικάτα που ελέγχονταν από τους Σοσιαλιστές, παρά του ότι εξακολουθούσαν να διατηρούν τις αναρχικές παρορμήσεις της προηγούμενης γενιάς (Bookchin, 1977, σ.274-75, 285, 288-90).

Παρά τον «ηθικό τόνο» που οι αναρχικοί έδωσαν στη CNT (όπως λέει ο Pons Prado στο ντοκιμαντέρ The Spanish Civil War), η εξαιρετικά οικονομίστικη έμφαση μελών της ηγεσίας της CNT, ή «σενετίστας», όπως ο Diego Abad de Santillán στο πολυδιαβασμένο του έργο After the Revolution, αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο ο συνδικαλισμός είχε απορροφήσει τον αναρχισμό στο όραμα για μια νέα κοινωνία, ασυναίσθητα συγχωνεύοντας μαρξικές μεθόδους πάλης, ιδέες οργάνωσης, καθώς και εξορθολογισμένες αντιλήψεις πάνω στην εργασία, με την προσήλωση του αναρχισμού στον «ελευθεριακό κομμουνισμό» (βλ. παραπομπές στον Bookchin, 1977, σ.310-11). Η ιδέα της CNT για την «κοινωνικοποίηση» της παραγωγής συχνά είχε να κάνει με μια εξαιρετικά συγκεντρωτική μορφή [της παραγωγής], παρόμοια με τη μαρξιστική έννοια της «εθνικοποιημένης» οικονομίας. Διέφερε πάρα πολύ λίγο από τις κρατικίστικες μορφές οικονομικού σχεδιασμού που σιγά-σιγά υποδαύλισαν τον εργατικό έλεγχο απ’ το επίπεδο της μονάδας παραγωγής. Οι προσπάθειές τους οδήγησαν σε σοβαρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πιο «ηθικιστών» αναρχικών και των «ρεαλιστών» συνδικαλιστών, των οποίων οι ελευθεριακές απόψεις συχνά σερβίρονταν ως επικάλυψη μιας στενά συνδικαλιστικής νοοτροπίας (βλέπε Fraser, 1979, σελ 221-22, Peirats, σ.295-96)[6]

Πράγματι, η CNT έγινε ολοένα και πιο γραφειοκρατική μετά τις αλκυονίδες μέρες του 1936, μέχρι που το σύνθημα της για «ελευθεριακό κομμουνισμό» αποτελούσε απλά ηχώ του αναρχικού ιδεώδους των προηγούμενων δεκαετιών (Peirats, nd, σ. 229-30). Απ’ το 1937, και ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Μάη, το συνδικάτο ήταν μόνο κατ’ όνομα αναρχοσυνδικαλιστικό. Οι κυβερνήσεις της Μαδρίτης και της Καταλονίας είχε τον έλεγχο των περισσότερων βιομηχανικών κολλεκτίβων, αφήνοντας μόνο να εμφανίζονται ως εργατικά ελεγχόμενες στις περισσότερες βιομηχανίες. [7] Η επανάσταση είχε τελειώσει. Είχε παραδωθεί και υπονομευθεί όχι μόνο από τους κομμουνιστές, τους δεξιούς σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους, αλλά από τους «ρεαλιστές» μέσα στην ίδια την CNT.

Πώς όμως μια τόσο σαρωτική αλλαγή έλαβε χώρα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αναρχο-συνδικαλιστική οργάνωση με τόσο μεγάλη υποστήριξη απ’ το προλεταριάτο; Πώς είναι δυνατόν ένα ομολογουμένως ελευθεριακό κίνημα, κατά δήλωση και του Frederica Montseney (βλέπε Granada Films, n.d), το οποίο θα μπορούσε να έχει σταματήσει την προέλαση του Φράνκο χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ελευθεριακές τακτικές – και μ’ αυτό εννοώ τη διατήρηση των πολιτοφυλακών, την κολλεκτιβοποίηση της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής και την αποφασιστική υπεράσπιση των κεκτημένων της επανάστασης στις πόλεις και την επαρχία απέναντι στην αταλάντευτη κομμουνιστική στρατηγική της αντεπανάστασης – να μην καταφέρει τελικά να πετύχει αυτό τον στόχο; Kαι να αποτύχει μάλιστα με τόσο τραγικό, εξευτελιστικό και απογοητευτικό τρόπο; Οι στρατιωτικές νίκες του Φράνκο και ο φόβος που αυτές προκάλεσαν δεν εξηγούν πλήρως αυτή την ήττα. Ιστορικά, καμία επανάσταση δεν έχει προκύψει δίχως εμφύλιο πόλεμο, και δεν ήταν σε καμία περίπτωση φανερό ότι ο Φράνκο λάμβανε αποτελεσματική στρατιωτική υποστήριξη από τη Γερμανία και την Ιταλία μέχρι και το 1937. Ακόμη κι αν εξωτερικές συγκυρίες καταδίκαζαν την επανάσταση σε ήττα, όπως φαίνεται να πίστευε ο Leval (1975, p 68.) και ο Abad de Santillán (1940), το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα φαινόταν να έχει λίγα να χάσει εκείνη τη στιγμή αν επέτρεπε στην εξέγερση της Βαρκελώνης το Μάη του 1937 να ανακτήσει τα κέρδη της επαναστασης και να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τους εχθρούς μέσα στη Ρεπούμπλικα. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι εργάτες που έστησαν τα οδοφράγματα στη Βαρκελώνη επέτρεψαν στους εαυτούς τους να αφοπλιστούν κατά τη διάρκεια εκείνης της μοιραίας εβδομάδας, υπακούοντας στην ηγεσία;

Αυτές οι ερωτήσεις παραπέμπουν σ’ ένα υπόρρητο ζήτημα που έχει να κάνει με τις περιορισμένες δυνατότητες ενός κινήματος που ευνοεί οποιαδήποτε τάξη ως «ηγεμονική» στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Τέτοια ζητήματα, όπως ποια διαστρωμάτωση, τάξη ή σύνολο ομάδων στην κοινωνία αποτελούν το «υποκείμενο» της ιστορικής αλλαγής, σήμερα βρίσκονται στο προσκήνιο των συζητήσεων σε όλα σχεδόν τα ριζοσπαστικά κινήματα – με πιθανή εξαίρεση τον αναρχο-συνδικαλισισμό, όπως έχω διαπιστώσει. Στην Ισπανία, να είστε σίγουροι, οι πιο ένθερμοι αναρχικοί πήγαν στο μέτωπο κατά τους πρώτους μήνες του εμφυλίου πολέμου και υπέφεραν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό απωλειών, γεγονός που πιθανόν να συνέβαλε στη σημαντική μείωση της «ηθικής τάσης» του κινήματος μετά το 1936. Αλλά ακόμη κι αν αυτοί οι αναρχικοί αγωνιστές έμεναν πίσω, είναι αμφίβολο αν πραγματικά θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τη συνδικαλιστική νοοτροπία στο κίνημα και τις δυνάμεις της αδράνειας που διαμόρφωσαν τη νοοτροπία της ίδιας της εργατικής τάξης.

Γεγονός, λοιπόν, που μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό που κατά την άποψη μου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές σφάλματος αναφορικά με την έννοια της προλεταριακής ηγεμονίας: η βιομηχανική εργατική τάξη, εξαιτίας όλης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης που οποία έχει υποστεί, είναι βέβαιο ότι θα εμπλακεί σε ταξικούς αγώνες και θα παρουσιάσει σημαντική κοινωνική μαχητικότητα. Αλλά σπάνια η ταξική πάλη κλιμακώνεται σε ταξικό πόλεμο ή η κοινωνική μαχητικότητα εκρήγνυται ως κοινωνική επανάσταση. Η αδιέξοδη τάση των Μαρξιστών και των αναρχο-συνδικαλιστών να μπερδεύουν τον αγώνα με τον πόλεμο και τη μαχητικότητα με την επανάσταση μαστίζει τη ριζοσπαστική θεωρία και πράξη για πάνω από έναν αιώνα, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της εποχής του «προλεταριακού σοσιαλισμού», απ’ το 1848 έως το 1939, που έδωσε ώθηση στο μύθο της «προλεταριακής ηγεμονίας». Όπως ισχυρίζεται ο Franz Borkenau, είναι πιο εύκολο να ξυπνήσουν εθνικιστικά συναισθήματα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης απ’ ότι συναισθήματα διεθνούς ταξικής αλληλεγγύης, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου, όπως μας αποκάλυψαν ξεκάθαρα οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα (Borkenau, 1962,8 σ.57-79). Είναι γνωστό ότι οι Μαρξιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές χρεώνουν την αποτυχία του προλεταριάτου να εγκαθιδρύσει μια νέα κοινωνία σε κάποια «προδοσία». Μπορεί όμως κάποιος ν’ αναρωτηθεί πραγματικά αν μια τέτοια «προδοσία» καταδεικνύει ένα συστημικό παράγοντα που καθιστά αδιευκρίνιστο και άνευ νοήματοςτο «προλεταριάτο» αυτού του είδους -το οποίο οι μαρξιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές προβάλλουν ως τη βάσηγια την προνομιακή θέση που δίνουνστην εργατική τάξη συνολικά, στο όνομα της «προλεταριακής ηγεμονίας».

Η συχνή έλλειψη επεξηγήσεων αναφορικά με την έννοια της «προλεταριακής ηγεμονίας» οδηγεί σε μια στενή ιστορική κατανόηση σχετικά με τους εργάτες που εστησαν οδοφράγματα στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1848, στην Πετρούπολη το 1905 και το 1917, και στην Ισπανία μεταξύ 1870 και 1936. Οι «προλετάριοι» αυτοί ήταν συνήθως τεχνίτες για τους οποίους το εργοστασιακό σύστημα αποτελούσε πολιτιστικά ένα νέο φαινόμενο. Πολλοί άλλοι προέρχονταν από αγροτικό υπόβαθρο και τους χώριζαν μία ή δύο γενιές μόνο από τον αγροτικό τρόπο ζωής. Μεταξύ αυτών των «προλετάριων» η βιομηχανική πειθαρχία, καθώς και ο εγκλωβισμός τους εντός των εργοστασιακών εγκαταστάσεων παρήγαγε πολύ ανησυχητικές πολιτισμικές και ψυχολογικές εντάσεις. Ζούσαν σε ένα πεδίο δυνάμεων μεταξύ του προβιομηχανικού, εποχιακά καθοριζόμενου και αρκετά ήρεμου βιοτεχνικού ή αγροτικού τρόπου ζωής από τη μία πλευρά, και του εργοστασιακού ή εργαστηριακού συστήματος που χαρακτηριζόταν από τη μέγιστη και ιδιαίτερα εξορθολογισμένη εκμετάλλευση, τους απάνθρωπους μηχανιστικούς ρυθμούς, τις συνωστισμένες πόλεις που έμοιαζαν με συνωστισμένους στρατώνες και τις εξαιρετικά βάναυσες συνθήκες εργασίας, από την άλλη. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι αυτό το είδος της εργατικής τάξης υπήρξε εξαιρετικά εμπρηστικό, και ότι οι ταραχές θα μπορούσαν εύκολα να εξελιχθούν σχεδόν σε εξεγέρσεις.

Ο Μαρξ είδε το προλεταριάτο ως «μια τάξη πάντα αριθμητικά αυξανόμενη, πειθαρχημένη, ενωμένη, οργανωμένη από τους μηχανισμούς της διαδικασίας της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής». Όσο για την ταξική πάλη: «η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας τουλάχιστον φτάνει στο σημείο όπου καθίσταται ασύμβατη με το καπιταλιστικό της περίβλημα. Το περίβλημα έχει σπάσει. Παντού ακούγεται η πένθιμη κωδωνοκρουσία της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώθηκαν» (Marx, 1906, Τόμος 1., 836 έως 37 σελ.). Οι αναρχοσυνδικαλιστές, στην προσπάθειά τους να υιοθετήσουν ποικίλες εναλλακτικές λύσεις σχετικά με τη διαχείριση του βιομηχανικού συστήματος μοιράστηκαν με τους μαρξιστές αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα για την τύχη του καπιταλισμού και το ρόλο του προλεταριάτου. Στην Ισπανία, αυτή η οικονομιστική προσέγγιση, μαζί με την υψηλή εκτίμηση της για την ενότητα που το εργοστασιακό σύστημα επιβάλλει στους εργαζόμενους, αποδείχθηκε μοιραία. Στις περιοχές που επηρεάζονταν από τη CNT, οι εργάτες πράγματι «απαλλοτρίωσαν» την οικονομία, αν και με διάφορους τρόπους και μορφές: από «νεο-καπιταλιστικές» έως σε μεγάλο βαθμό «κοινωνικοποιητικές» (ή συγκεντρωτικές) μορφές. Αλλά ο «εργατικός έλεγχος», ανεξαρτήτως της μορφής του, δεν οδήγησε σε μια «νέα κοινωνία». Η κεντρική ιδέα πως ελέγχοντας μεγάλο μέρος της οικονομίας, το αναρχο-συνδικαλιστικό κίνημα θα μπορούσε στη συνέχεια να ελέγξει την κοινωνία (μια μάλλον απλουστευτική εκδοχή του ιστορικού υλισμού του Μαρξ) αποδείχθηκε μύθος. Η κυβέρνηση της Καταλονίας συγκεκριμένα, πριν τελικά στραφεί στη βία με στόχο να διαλύσει εντελώς τον «κοινωνικοποιημένο» εργατικό έλεγχο, άσκησε επιρροή στην καταλανική οικονομία και το εμπορικό της σύστημα και απλά εισήγαγε τους δικούς της εκπροσώπους στις «επιτροπές των εργαζομένων» και τους συνομοσπονδιακούς φορείς, φτάνοντας στο σημείο να μετατρέψει τις βιομηχανικές κολλεκτίβες σε de facto εθνικοποιημένες επιχειρήσεις (βλ. Laval, 1975, σ.279).

Στο βαθμό που η μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο συγκρούονται μεταξύ τους οικονομικά, ο ανταγωνισμός τους- που είναι αληθινός- συνήθως λαμβάνει χώρα μέσα σ’ ένα εξ’ ολοκλήρου αστικό πλαίσιο, όπως είχε προβλέψει o Μαλατέστα γενιές πριν. Ο αγώνας των εργατών με τους καπιταλιστές είναι ουσιαστικά μια σύγκρουση μεταξύ δύο αλληλένδετων συμφερόντων που τρέφεται από το ίδιο το καπιταλιστικό πλέγμα των συμβατικών σχέσεων στις οποίες συμμετέχουν και οι δύο τάξεις. Συνήθως αντιπαρατίθενται υψηλότεροι μισθοί έναντι υψηλότερων κερδών, λιγότερη εκμετάλλευση έναντι μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, και καλύτερες συνθήκες εργασίας έναντι χειρότερων συνθηκών. Αυτές οι προφανώς διαπραγματεύσιμες συγκρούσεις σχετίζονται με διαφορές στο βαθμό, όχι το είδος. Είναι θεμελιωδώς συμβατικές διαφορές και όχι κοινωνικές.

Ακριβώς επειδή το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι «πειθαρχημένο, ενωμένο, οργανωμένο από τον ίδιο το μηχανισμό της καπιταλιστικής παραγωγής», όπως το έθεσε ο Μαρξ, είναι επίσης πιο πειθήνιο στα εξορθολογισμένα συστήματα ελέγχου και στα ιεραρχικά συστήματα οργάνωσης απ΄ότι ήταν τα προκαπιταλιστικά στρώματα που ιστορικά αποτέλεσαν το προλεταριάτο. Πριν αυτό το προλεταριάτο ενσωματωθεί στο εργοστασιακό σύστημα, ξεσήκωσε εξεγερσεις στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρωσία, την Ιταλία και σε άλλες σχετικά μη βιομηχανοποιημένες χώρες, εξεγερσεις που σήμερα θεωρούνται τόσο θρυλικές στα βιβλία της ριζοσπαστικής ιστορίας. Οι ιεραρχίες των εργοστασίων, με τις πολύπλοκες δομές διοικητικής επίβλεψης, συχνά μεταφέρθηκαν στα συνδικάτα, ακόμη και σ’ αυτά που δήλωναν αναρχοσυνδικαλιστικά, όπου οι εργαζόμενοι ήταν ασυνήθιστα ευάλωτοι απέναντι σε «εργατοπατέρες» όλων των ειδών – ένα πρόβλημα που συνεχίζει να μαστίζει το εργατικό κίνημα μέχρι και σήμερα.

Εφόσον οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι δογματικοί Μαρξιστές εξίσου συχνά χαρακτηρίζουν τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε αυτό το άρθρο ως «αντι-προλεταριακά» ή «εναντίον της εργατικής τάξης», επιτρέψτε μου να τονίσω για ακόμη μια φορά πολύ έντονα ότι δεν αρνούμαι τη σημασία της υποστήριξης των αναρχικών ιδανικών από την εργατική τάξη. Ούτε αποδοκιμάζω τα εξαιρετικά επιτεύγματα των Ισπανών εργατών και αγροτών στην επανάσταση του 1936, πολλά από τα οποία δεν έχουν προηγούμενο σε καμία άλλη επανάσταση. Αλλά θα ήταν μεγάλη αυταπάτη, θυματοποιώντας αναρχικούς εξίσου με αναγνώστες άλλων ριζοσπαστικών απόψεων, να αγνοήσουμε τους σημαντικούς περιορισμούς που επίσης σημάδεψαν την ισπανική επανάσταση- περιορισμούς με βάση τους οποίους (και βλέποντας τους εκ των υστέρων) θα πρέπει σήμερα να ανανεώσουμε την αναρχική θεωρία και πράξη. Πράγματι, πολλοί Ισπανοί αναρχικοί με διάφορους τρόπους αμφισβήτησαν σοβαρά την εμπλοκή του κινήματος τους με το συνδικαλισμό, ακόμη κι όταν ενέδωσαν, αρκετά δικαιολογημένα, σε μια συνδικαλιστική έκδοση «πολιτικής ορθότητας» που φαινόταν σημαντική μισό αιώνα πριν.

Προς τιμήν του, ο ισπανικός αναρχισμός – όπως και αναρχικά κινήματα αλλού – ποτέ δεν επικεντρώθηκε πλήρως στο εργοστάσιο ως το φυσικό τόπο της ελευθεριακής πρακτικής. Αρκετά συχνά κατά τον τελευταία αιώνα μέχρι και την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, χωριά, κωμοπόλεις, και γειτονιές μεγάλων πόλεων, όπως και δημοφιλή πολιτιστικά κέντρα, υπήρξαν σημαντικές εστίες των αναρχικών δραστηριοτήτων. Σε αυτούς τους κατ’ ουσία αστικούς χώρους, οι γυναίκες όπως κι οι άνδρες, οι αγρότες όπως και οι εργαζόμενοι, οι ηλικιωμένοι όπως και οι νέοι, οι διανοούμενοι όπως και οι εργάτες, τα ντεκλασέ στοιχεία όπως και εξέχοντα μέλη των καταπιεσμένων τάξεων- εν ολίγοις, ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που δεν τους απασχολούσε μόνο η δική τους καταπιεστική κατάσταση, αλλά που διακατέχονταν από ποικίλα ιδεώδη σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινοτική ελευθερία – υπήρξαν πόλος έλξης για τους αναρχικούς προπαγανδιστές και αποδείχθηκαν εξαιρετικά δεκτικοί σε ελευθεριακές ιδέες. Οι κοινωνικές ανησυχίες των ανθρώπων αυτών συχνά ξεπερνούσαν τα αυστηρά προλεταριακά προβλήματα και δεν εστίαζαν απαραίτητα σε συνδικαλιστικές μορφές οργάνωσης. Οι οργανώσεις τους, στην πραγματικότητα, ήταν ριζωμένες στις κοινότητες στις οποίες ζούσαν.

Τώρα μόλις αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, όπως έχω τονίσει σε γραπτά μου όλα αυτά τα χρόνια και όπως ο Manuel Castells (1983) έχει δείξει εμπειρικά, ότι πολλά ριζοσπαστικά εργατικά κινήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό αστικά φαινόμενα, ριζωμένα σε συγκεκριμένες γειτονιές στο Παρίσι, στην Πετρούπολη και τη Βαρκελώνη, καθώς και σε μικρές πόλεις και χωριά που σχημάτισαν τα πεδία όχι μόνο των ταξικών συγκρούσεων, αλλά και αστικών ή κοινοτικών αναταραχών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, καταπιεσμένοι και δυσαρεστημένοι πολίτες έδρασαν σε απάντηση στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όχι μόνο ως οικονομικές μονάδες, αλλά και ως κοινοτικές οντότητες. Οι γειτονιές τους, οι πόλεις τους και τα χωριά, με τη σειρά τους, αποτέλεσαν ζωτικές πηγές υποστήριξης για τους αγώνες τους ενάντια σε ένα ευρύ φάσμα καταπιεστικών συνθηκών που γενικεύτηκε πιο εύκολα και εξελίχθηκε σε ευρεία κοινωνικά κινήματα των οποίων η οπτική ήταν πιο ανοιχτή από αυτή των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν με τα μαγαζιά και τα εργοστάσια τους. Δεν ήταν μόνο το εργοστάσιο ή το εργαστήριο οι τόποι όπου οι ριζοσπαστικές αξίες και πλατιά κοινωνικά ιδανικά καλλιεργήθηκαν, αλλά και σε κοινοτικά κέντρα του ενός ή του άλλου είδους, ακόμα και σε δημαρχεία, όπως άλλωστε δείχνει κι η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871 με τόση σαφήνεια. Η μαζική κινητοποίηση ενάντια στην τσαρική καταπίεση δεν έλαβε χώρα μόνο μέσα στα εργοστάσια της Πετρούπολης, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή του Vyborg [της Πετρούπολης].

Ομοίως, η Ισπανική Επανάσταση γεννήθηκε όχι μόνο στις βιοτεχνίες κλωστοϋφαντουργείας και τα εργοστάσια της Βαρκελώνης αλλά και στις γειτονιές της πόλης, όπου οι εργάτες καθώς και όσοι δεν εργάζονταν, έστησαν οδοφράγματα, απέκτησαν τα όπλα που μπορούσαν, προειδοποίησαν τους συμπολίτες τους σχετικά με τους κινδύνους που έθετε η στρατιωτικη εξέγερση, λειτούργησαν συλλογικά σε ότι έχει να κάνει με τα εφόδια αλλά και την επιτήρηση για πιθανούς αντεπαναστάτες, και προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανάπηρων και ηλικιωμένων μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας σύγχρονης πόλης και λιμανιού. Ο Gaston Leval αφιερώνει ένα σημαντικό τμήμα του βιβλίου του, που ονομάζεται «Πόλεις και μεμονωμένα επιτεύγματα» σε μια πολιτειακή μορφή «κοινωνικοποίησης» που, κατά τα λεγόμενά του, θα πρέπει να αποκαλούμε κοινοτισμό, και που θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί κομμουναλισμός, τις ρίζες του οποίου βρίσκουμε στις ισπανικές παραδόσεις που είχαν απομείνει ζωντανές… Η πολιτειακή αυτή μορφή χαρακτηρίζεται απ’ τον κυρίαρχο ρόλο της πόλης, της κοινότητας, του δήμου, δηλαδη από την επικράτηση της τοπικής οργάνωσης που συνολικά αγκαλιάζει την πόλη(Laval, 1975, σ.279). Αυτό το είδος αναρχικής οργάνωσης με κανένα τρόπο δεν είναι μοναδικό στην Ισπανία. Αντιθέτως, είναι μέρος της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης που περιέγραψα προηγουμένως, και το οποίο έχει λάβει, πρέπει να τονίσω, ελάχιστη αναγνωριση από την εμφάνιση του συνδικαλισμού κι έπειτα.

Ο αναρχισμός, στην πραγματικότητα, δεν βοηθήθηκε από τις μορφές του συνδικαλισμού που μετατόπισαν το κέντρο βάρους τους από την κοινότητα στο εργοστάσιο και από τις ηθικές αξίες σε άλλες, οικονομικής φύσεως. Στο παρελθόν, αυτό που έδωσε «ηθικό τόνο» στον αναρχισμό – και στο οποίο πολύ συχνά οι «πρακτικοί» ακριβιστές στα σωματεία αντιστάθηκαν- ήταν αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον για ένα κομμουνισμό δομημένο γύρω από πολιτικές συνομοσπονδίες και αιτήματα για ελευθερία, ως τέτοια, όχι απλά για οικονομική δημοκρατία με τη μορφή του εργατικού ελέγχου. Προ-συνδικαλιστικές μορφές του αναρχισμού ασχολούνταν με την ανθρώπινη απελευθέρωση, με τα συμφέροντα του προλεταριάτου να μην έχουν παραμεληθεί αλλά να έχουν συγχωνευθεί σ’ ένα γενικευμένο κοινωνικό πρόταγμα που κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα αναγκών, ανησυχιών και προβλημάτων. Τελικά η ικανοποίηση και η επίλυση αυτών των αναγκών, των ανησυχιών και των προβλημάτων θα μπορούσαν να λυθούν μόνο στην κοινότητα, όχι σε ένα μέρος της, όπως η φάμπρικα, το εργαστήριο, ή το αγρόκτημα.

Στο βαθμό που οι αναρχικοί πίστευαν πως μια ελεύθερη κοινωνία θα είναι μη ιεραρχική, όπως και αταξική, ήλπιζαν πως τα εξειδικευμένα συμφέροντα θα έδιναν τη θέση τους στα συμφέροντα της κοινότητας και της περιφέρειας – ή και στην ίδια την κατάργηση της έννοιας “συμφέρον” – βάζοντας όλα τα προβλήματα της κοινότητας και της συνομοσπονδιοποιημένης περιοχής σε μια κοινή ατζέντα καθηκότων. Η ατζέντα αυτή θ’ αποτελούσε το κύριο μέλημα όλων συνολικά των ανθρώπων σε μία άμεση,«πρόσωπο-με-πρόσωπο», δημοκρατία. Οι εργαζόμενοι, οι καλλιεργητές, οι επαγγελματίες, και οι τεχνικοί, συνολικά όλοι οι άνθρωποι, δεν θα έπρεπε πια να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μέλη συγκεκριμένων τάξεων, επαγγελματικών ομάδων ή ομάδων που τους ενώνουν κοινά στοιχεία [τρόπος ζωής, κύρος, τιμή]. Θα έπρεπε να γίνουν πολίτες μιας κοινότητας, που ασχολείται όχι με την επίλυση μεμονωμένων και αντικρουόμενων συμφερόντων, αλλά μ’ έναν κοινό, γενικό, ανθρώπινο φορέα μέριμνας.

Είναι αυτό το είδος του ηθικού οράματος για μιανέα κοινωνία που καθιστά το σύγχρονο αναρχισμό τόσο επίκαιρο, όσο καμία άλλη μορφή κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τη χειραφέτηση και την κοινότητα αναφέρεται στα διαταξικά προβλήματα του φύλου, της ηλικίας, της εθνικότητας και της καταπίεσης της ιεραρχίας- των οποίων η έκταση φτάνει πέρα από τη διάλυση της ταξικά δομημένης οικονομίας. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν από μια πραγματικά ηθική κοινωνία στην οποία η εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους οδηγεί επίσης στην εναρμόνιση της ανθρωπότητας με το φυσικό κόσμο. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό το όραμα πιστεύω πως θα ήταν κατώτερο των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας να λειτουργήσει ως ένας λογικός, δημιουργικός και απελευθερωτικός παράγοντας τόσο στην κοινωνική όσο και τη φυσική ιστορία. Σε πολλά βιβλία και δοκίμια, έχω εκφράσει αυτή την ευρεία αντίληψη της αυτο-πραγμάτωσης της ανθρωπότητας σε αυτό που θεωρώ ότι αποτελεί ένα εποικοδομητικό όραμα της αναρχίας: μια αμεσοδημοκρατική, ανθρώπινης κλίμακας, συνομοσπονδιακή, οικολογικά προσανατολισμένη και κομμουνιστική κοινωνία.

Η διαιώνιση της ιστορικής μετατόπισης του αναρχισμού από μια, ως επί τω πλείστον, ηθική μορφή σοσιαλισμού (στην πιο γενική έννοια του όρου) στον αναρχο-συνδικαλισμό -σε μια κατά πολύ οικονομίστικη μορφή σοσιαλισμού, που συχνά θέτει τη δομή του εργοστασίου ως βάση του- θα ήταν κατά την άποψή μου πολύ οπισθοδρομική. Πολλές από τις, σε μεγάλο βαθμό, συνδικαλιστικές τάσεις στην Ισπανία και αλλού, που δηλώνουν πως πιστεύουν σε μια ελευθεριακή κομμουνιστική κοινωνία, δε δίστασαν να δανειστούν μεθόδους και ανήθικες μορφές συμπεριφοράς από την ίδια την καπιταλιστική οικονομία. Η οικονομίστικη νοοτροπία των λεγόμενων «πρακτικών» και «ρεαλιστών», που προφανώς γνώριζαν πώς να χειραγωγήσουν τους εργαζόμενους και να εκφράσουν τα πραγματιστικά τους συμφέροντα, είχαν ως αποτέλεσμα έναν αυξανόμενα αμοραλιστικό, ακόμη και ανήθικο τόνο στην ηγεσία της CNT. Αυτή η τάση φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει στο συρρικνούμενο αναρχοσυνδικαλισμό της δεκαετίας του 90•χαρακτηριστικά όπως η περιφρόνηση για διαφοροποιημένες ιδέες, το απλουστευτικό όραμα για κοινωνική αλλαγή, και μερικές φορές η απολυταρχική αξίωση της αναρχικής ιστορικής κληρονομιάς, βγαίνουν στην επιφάνεια, σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία, με μια συχνότητα που τείνει να καταστήσει τον αναρχο-συνδικαλισμό ένα μη ανεκτικό, αν όχι δυσάρεστο, κίνημα.

Κανείς, και λιγότερο απ’ όλους εγώ, δε θα ήθελε να εμποδίσει τους αναρχικούς απ’ το να εισχωρήσουν στα εργοστάσια, να μοιραστούν τα προβλήματα των εργατών, και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να τους ωθήσουν σε ελευθεριακά ιδανικά. Καλό θα ήταν, στην πραγματικότητα, αν πολλοί από αυτούς συνέχιζαν με τις δικές τους «ρεαλιστικά προσανατολισμένες» ιδέες, συμμετέχοντας παράλληλα στις ζωές των προλετάριων που τείνουν να υποστασιάζουν. Αυτό που αμφισβητώ είναι ο απατηλός ισχυρισμός ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός αποτελεί το σύνολο της αναρχικής σκέψης και πρακτικής, ότι είναι η «μόνη» ιδεολογία που «μπορεί να δημιουργεί σχέσεις μεταξύ αναρχικών ιδεών και εγαζομένων», ότι κηρύττει ένα δόγμα «προλεταριακής ηγεμονίας», παρά τις επανειλημμένες μεγάλου βεληνεκούς αποτυχίες ακόμα και μαζικών συνδικαλιστικών κινημάτων και τις συνεχείς στρεβλώσεις της συνδικαλιστικής ιστορίας. Παρά τους ισχυρισμούς του Helmut Rüdiger, το προλεταριάτο δεν αποτελεί «το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού». Αντιθέτως, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στις παραγωγικές και οργανωτικές μορφές του σύγχρονου καπιταλισμού, το προλεταριάτο των εργοστασίων μειώνεται δραστικά σε αριθμούς σήμερα, και το μέλλον των εργοστασίων με μεγάλο εργατικό δυναμικό είναι μετέωρο. Σίγουρα η Ισπανία σήμερα, όπως και ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, μοιάζει ελάχιστα με αυτό που ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα – ακόμη και μ’ αυτό που εγώ προσωπικά είδα στην Ισπανία πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Ευρύτατες τεχνολογικές επαναστάσεις και μεγάλες πολιτιστικές αλλαγές – που έχουν ως αποτέλεσμα οι πρώηνεργάτες με ταξική συνείδηση τώρα να ταυτίζονται με τη «μεσαία τάξη» – έχουν μετατρέψει τον αναρχο-συνδικαλισμό σε ένα φάντασμα του παλιού του εαυτού. Στο βαθμό που αυτό το φάντασμα αξιώνει ν’ αποτελεί το σύνολο του αναρχισμού, είναι εντελώς ανίκανο να ασχολείται με κοινωνικά ζητήματα που ήταν συγκαλυμμένα ακόμη και σε περασμένες εποχές, όταν η δέσμευση στον «προλεταριακό σοσιαλισμό» ήταν το σημαντικό χαρακτηριστικό των ριζοσπαστικών κινημάτων.

Στην πραγματικότητα, οι εργάτες πάντα ήταν κάτι περισσότερο από απλοί προλετάριοι. Όσο και να τους απασχολούσαν τα ζητήματα του εργοστασίου, οι εργάτες είναι την ίδια στιγμή και γονείς που ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους, άνδρες και γυναίκες, που ενδιαφέρονται για την αξιοπρέπεια, την αυτονομία και την ανάπτυξη τους ως ανθρώπινα όντα, γείτονες που νοιάζονται για την κοινότητά τους και άνθρωποι με ενσυναίσθηση που ενδιαφέρονται για την κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα του πολίτη και την ελευθερία. Σήμερα, πέρα από αυτά τα μη οικονομικά ζητήματα, έχουν κάθε λόγο ν’ ανησυχούν και για τα οικολογικά προβλήματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των γυναικών, τη δική τους απώλεια πολιτικής και κοινωνικής δύναμης, καθώς και την ενδυνάμωση του συγκεντρωτικού κράτους – προβλήματα που δεν είναι αποκλειστικά μιας συγκεκριμένης τάξης και που δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα στους τοίχους των εργοστασίων.Θα πρέπει σήμερα, θεωρώ, να είναι ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους αναρχικούς να βοηθήσουν τους εργάτες ν’ αποκτήσουν πλήρη επίγνωση όχι μόνο των ανησυχιών τους ως οικονομική τάξη, αλλά και των ευρύτερων ανθρώπινων ανησυχιών των εν δυνάμει πολιτών μιας ελεύθερης και οικολογικής κοινωνίας. Ο «εξανθρωπισμός» της εργατικής τάξης, όπως και κάθε άλλου τμήματος του πληθυσμού, εξαρτάται ζωτικά από την ικανότητα των εργαζομένων να αναιρέσουν την «εργατοσύνη» τους και να ανυψώσουν τον εαυτό τους πέρα από την ταξική συνείδηση και το ταξικό συμφέρον, σε μια κοινωνική συνείδηση, ως ελεύθεροι πολίτες που μόνοι μπορούν να εγκαθιδρύσουν μια μελλοντική ηθική, ορθολογική και οικολογική κοινωνία.

Όσο «πρακτικός» και «ρεαλιστικός» μπορεί να φαίνεται ο αναρχο-συνδικαλισμός, αντιπροσωπεύει κατά την άποψή μου, μια αρχαϊκή ιδεολογία ριζωμένη σε μια στενά οικονομίστικη αντίληψη του αστικού συμφέροντος, πράγματι, ενός συμφέροντος που εκφράζει ένα μόνο συγκεκριμένο τομέα. Στηρίζεται στην επιμονή σε κοινωνικές δυνάμεις, όπως το εργοστασιακό σύστημα και η παραδοσιακή ταξική συνείδηση του βιομηχανικού προλεταριάτου που μειώνονται ριζικά στον Ευρω-Αμερικανικό κόσμο σε μια εποχή ακαθόριστων κοινωνικών σχέσεων και διευρυμένων όσο ποτέ κοινωνικών ανησυχιών. Ευρύτερα ζητήματα και κινήσεις βρίσκονται τώρα στον ορίζοντα της σύγχρονης κοινωνίας που, ενώ πρέπει απαραιτήτως να συμπεριλάβουν τους εργάτες, απαιτούν μια προσέγγιση που ξεπερνά το εργοστάσιο, τα εργατικά συνδικάτα, καιτον προλεταριακό προσανατολισμό.

Σημειώσεις

[5] Μιλώ για την «Ανδαλουσιανή προσέγγιση» του Brenan, λόγω της έντονης τάσης του να υπερεκτιμά τον «πριμιτιβισμό» του ισπανικού αναρχισμού ως ένα αγροτικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, ο Ισπανικός αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός περισσότερο ήταν ριζωμένα στην ύπαιθρο (κυρίως από τη δεκαετία του 1930) και τα περισσότερα μέλη του προέρχονταν από το βορειοανατολικό τμήμα της Ισπανίας απ’ ότι στο νότο.
[6]Η αποκρουστική ώθηση της συνδικαλιστικής ηγεσίας της CNT στην κατεύθυνση μιας εικονικά αυταρχικής οργάνωσης- ή αυτού που ο Abad de Santillán αποκάλεσε «η Κομμουνιστική γραμμή» (όπως σημειώθηκε απ’τον Peiras) στις πολιτικές όσο και στη δομή– κάνουν πιο δραματική απ’ όσο μπορώ να περιγράψω την πρόβλεψη του Μαλατέστα και την αστάθεια της οργάνωσης όσον αφορά τη δεσμευση της στον «ελευθεριακό κομμουνισμό».
[7] Βλ. τη συνέντευξη του Fraser με τον Pons Prado στο Blood of Spain (σ. 223). Επίσης, στο σημείο αυτό βασίζω τα λεγόμενά μου στις συνεντεύξεις μου με τον Peirats στην Τουλούζη και με τον Leval στο Παρίσι, τον Σεπτέμβρη του 1967.
[8] Κατά τα άλλα, το βιβλίο Borkenau αξίζει πολύ λιγότερο, ιδίως όταν ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο ισπανικός αναρχισμός υπήρξε το υποκατάστατο του Ισπανικού Ρεφορμισμού και ότι το κίνημα ήταν από τη φύση του εξ ολοκλήρου μιλεναριστικό.

 

Βιβλιογραφία

Abad de Santillán, Diego 1940. Por qué perdimos la guerra. Buenos Aires, Imán

Abad de Santillán, Diego 1937. After the Revolution. New York, Greenberg

Bakunin, Michael 1870. “Representative government and universal suffrage”. In Bakunin on Anarchy, ed. Sam Dolgoff, pp. 218–24. New York, Alfred A. Knopf, 1972

Bakunin, Michael 1866. “Revolutionary catechism”. In Bakunin on Anarchy, ed. Sam Dolgoff, pp. 76–97. New York, Alfred A. Knopf, 1972

Bookchin, Murray 1969, 1971. “Listen, marxist!” In Post-Scarcity Anarchism. Montreal, Black Rose Books

Bookchin, Murray 1977. The Spanish Anarchists. New York, Free Life Editions (republication forthcoming by A.K. Press, Stirling, Scotland)

Bookchin, Murray n.d. The Third Revolution: Popular Movements in the Revolutionary Era (1525–1939). Unpublished manuscript

Borkenau, Franz 1962. World Communism. Ann Arbor, Mich., University of Michigan Press

Brenan, Gerald 1943. The Spanish Labyrinth. Cambridge, Cambridge University Press

Castells, Manuel 1983. The City and the Grassroots: A Cross-Cultural Theory of Urban Social Movements. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.

Fraser, Ronald 1984. “The popular experience of war and revolution 1936–38”. In Revolution and War in Spain, 1931–39, ed. Paul Preston. London and New York, Methuen

Fraser, Ronald 1979. Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War. New York, Pantheon Books

Goldman, Emma 1931. Living My Life. New York, Alfred A. Knopf

Granada Films. n.d. “Inside the Revolution,” part 5 of The Spanish Civil War.

Hyams, Edward 1979. Pierre-Joseph Proudhon: His Revolutionary Life, Mind and Works. London, John Murray

Kropotkin, Peter 1905. Anarchism. Entry from The Encyclopaedia Britannica. In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings by Peter Kropotkin, ed. Roger N. Baldwin. New York, Vanguard Press, 1927; Dover Publications, 1970

Kropotkin, Peter 1913. “Modern science and anarchism”. In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings by Peter Kropotkin, ed. Roger N. Baldwin. New York, Vanguard Press, 1927; Dover Publications, 1970

Leval, Gaston 1975. Collectives in the Spanish Revolution. Trans. Vernon Richards. London, Freedom Press

Magón, Ricardo Flores 1977. Land and Liberty: Anarchist Influences in the Mexican Revolution, ed. David Poole. Sanday, Orkney Islands, Cienfuegos Press

Malatesta, Errico 1922. In Umanità Nova, April 6. Reprinted in Errico Malatesta: His Life and Ideas, ed. Vernon Richards, pp. 116–19. London, Freedom Press, 1965

Malefakis, Edward E. 1970. Agrarian Reforms and Peasant Revolution in Spain. New Haven, Yale University Press

Marx, Karl 1906. Capital. Chicago, Charles H. Kerr & Co.

Peirats, Jose n.d. Anarchists in the Spanish Revolution (English translation of Los anarquistas en la crisis politica española, 1964). Toronto, Solidarity Books

Proudhon, Pierre-Joseph 1863. The Principle of Federation. Reprinted by Toronto, University of Toronto Press, 1969

Rüdiger, Helmut 1949. Über Proudhon, Syndikalismus und Anarchismus. In Anarchismus Heute: Positionen, ed. Hans-Jürgen Degen. Verlag Schwarzer Nachtschatten, 1991

Stearns, Peter 1971. Revolutionary Syndicalism and French Labor: A Cause Without Rebels. New Brunswick, N.J., Rutgers University Press

Woodcock, George 1962. Anarchism: A History of Libertarian Ideas and Movements. New York, World Publishing Co.

ΠΗΓΗ:eagainst.com

 

 

 

ΑΠ’ ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑ ΚΙ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΑ ΛΙΓΑ / η κρίση, η προέλευσή της, τα βασικά της δεδομένα και η συγκάλυψή τους

exofiloBLOCK
οριζόντια οργάνωση για την προλεταριακή αυτονομία

πρώτο τετράδιο για εργατική χρήση

ΑΠ’ ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑ
ΚΙ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΑ ΛΙΓΑ

η κρίση, η προέλευσή της,
τα βασικά της δεδομένα και η συγκάλυψή τους

 

οδηγίες για ναυαγούς!

Tί είναι η περιβόητη “κρίση”; Ποιά είναι τα πραγματικά της αίτια και χαρακτηριστικά; Ποιοί είναι οι κίνδυνοι, μέσα και έξω από εισαγωγικά, που απειλούν τις καπιταλιστικές κοινωνίες;
Πριν ένα μόλις χρόνο, το πρώτο μισό του 2009, οι περισσότεροι στα μέρη μας, σαν καχύποπτοι επαρχιώτες, ήταν σίγουροι ότι “δεν υπάρχει καμία κρίση” (στην ελλάδα τουλάχιστον)… Nα θυμίσουμε με τι ασχολούνταν, για παράδειγμα, τα κόμματα της αριστεράς το πρώτο μισό του 2009; Tο ένα, το μεγαλύτερο (το κκε), έκανε ολόκληρο συνέδριο για να επιβεβαιώσει πόσο σωστά τα έκανε όλα ο Στάλιν στην εσσδ, πράγμα εξαιρετικά επείγον αφού γι’ αυτούς τους ανθρώπους ο σταλινισμός δεν είναι μόνο παρελθόν αλλά και μέλλον!!! Tο άλλο, το μικρότερο (ο συ.ριζ.α), ετοιμαζόταν να στείλει 3 ή και 4 στελέχη του στις Bρυξέλλες, σαν ευρωβουλευτές, και ήταν μέσα στην “τρελή χαρά”!!!!
Tότε λοιπόν “δεν υπήρχε κρίση” ή ήταν “δημιούργημα των μήντια για να αποπροσανατολίσουν τον λαό”… Tο καλοκαίρι του 2009 πέρασε κουτσά στραβά με γκρίνια, μετά ήρθαν οι εκλογές… και μετά τις εκλογές; Mετά τις εκλογές υιοθετήθηκε η πιο πλαστή (αλλά χρήσιμη) ιδέα για το τί είναι αυτή η περιβόητη “κρίση”: είναι θέμα του “δημόσιου τομέα” και του “δημόσιου χρέους”! Έτσι, σκόπιμα, από διάφορες πλευρές, συσκοτίστηκε το θέμα. Aκόμα και τώρα, για τους περισσότερους / ες, η “κρίση” μοιάζει σαν ένα ένα ξαφνικό και άσχημο καιρικό φαινόμενο, που όμως θα είναι παροδικό. Ή, σαν μυστηριώδης επιδημία, απέναντι στην οποία ο καθένας πρέπει να δει αν έχει ανοσία ή όχι. Ή, μπορεί να είναι “θεϊκή τιμωρία”!… H μεταφυσική κάνει τη δουλειά της, ευνοώντας αντιδράσεις ενστικτώδεις έως πρωτόγονες.

 

Όμως αυτό που λέγεται “κρίση”, είτε στη σημερινή μορφή του είτε σε άλλες πιο ήπιες, είναι το μόνο σίγουρο του καπιταλισμού! Aυτό το σύστημα όπου λίγοι εκμεταλλεύονται την εργασία, την δημιουργικότητα και τη ζωή χιλιάδων και εκατομμυρίων ενόσω τους υπόσχονται επίγειους παραδείσους, έχει  δομικές αδυναμίες. Oι αντινομίες αυτές και το που οδηγούν είναι θέματα που έχουν μελετηθεί απ’ τους οικονομολόγους ήδη απ’ τον δέκατο ένατο αιώνα. Θεωρητικά λοιπόν όλα είναι γνωστά εδώ και 150 χρόνια!
Nαι – αλλά πρακτικά;

Tίποτα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό σε σχέση με τον καπιταλισμό, κι ακόμα λιγότερο σχετικά με την παρούσα φάση της κρίσης, αν δεν έχουμε καθαρά κατά νου τον βασικό του κανόνα. Πρόκειται για μια αλληλουχία “κινήσεων” των αφεντικών, που επαναλαμβάνονται αδιάκοπα, δημιουργώντας αυτό που λέγεται “κέρδος”. Tο “καφενείο των ανέργων” (μια ομάδα αυτόνομων εργατών) μοίρασε σε μερικές χιλιάδες αντίτυπα μία προκήρυξη τον Aπρίλιο του 2009, εξηγώντας με απλό τρόπο αυτόν τον κανόνα.
Λοιπόν, τ’ αφεντικά:
α) Mισθώνουν εργασία (δηλαδή εργάτες και εργάτριες) την οποία βάζουν να δουλέψει για λογαριασμό τους·
β) Πληρώνουν γι’ αυτήν την εργασία όσο λιγότερο μπορούν. Θα δούμε παρά κάτω πόσο κομβικό είναι αυτό το “όσο λιγότερο” για τις κρίσεις. Oπωσδήποτε όμως η αξία εκείνων που δημιουργεί η εργασία, είτε είναι πράγματα / αντικείμενα είτε υπηρεσίες, σε μία ώρα, σε μία μέρα, σε ένα μήνα, είναι πάντα πολύ μεγαλύτερη απ’ την αμοιβή της.
H διαφορά ανάμεσα στην “πολύ μεγαλύτερη αξία” όσων παράγονται και στον “πολύ μικρότερο μισθό” λέγεται υπεραξία.
γ) Πωλούν αυτά που παρήγαγαν οι εργάτες (είτε είναι πράγματα είτε υπηρεσίες). Kι αυτό επίσης είναι ένα κομβικό σημείο. Mέχρις ότου τα προϊόντα της παραγωγής πουληθούν σαν εμπορεύματα, η υπεραξία είναι ακόμα “θεωρητική”. Xρειάζεται να ανταλλαχθεί κάθε εμπόρευμα με χρήμα για να βάλει κάθε αφεντικό την υπεραξία στους λογαριασμούς του. Σαν χρήμα. Nωρίτερα, όταν το προϊόν / εμπόρευμα περιμένει τον αγοραστή του, η υπεραξία “μένει κρυμμένη”. Έχει κλαπεί μεν απ’ τον εργοδότη (αφού έχει πληρώσει λιγότερα απ’ όσα σκοπεύει να βγάλει), όμως η υπεραξία δεν έχει, ακόμα, πραγματοποιηθεί. Πραγματοποίηση της υπεραξίας σημαίνει αυτό: μετατροπή της κλεμμένης εργασίας σε χρήμα.
Kαταλαβαίνει ο καθένας εύκολα πως περιγράφουμε, σ’ αυτό το τρίτο σημείο, από διαφορετική γωνία, εκείνο που λέγεται “κατανάλωση”. H κατανάλωση είναι στρατηγικής σημασίας για την εκμετάλλευση της εργασίας: χωρίς την κατανάλωση η υπεραξία δεν πραγματοποιείται. Tο γεγονός ότι ανάμεσα στο αφεντικό της παραγωγής και τον τελικό καταναλωτή μπορεί να παρεμβάλλονται πολλά ενδιάμεσα αφεντικά (έμποροι, μεταφορικές εταιρείες, αποθηκευτικές εταιρείες κλπ) δεν αλλάζει τίποτα απ’ την λειτουργία. Aν τα εμπορεύματα “μείνουν στο ράφι” (του τελευταίου αφεντικού) αυτός δεν θα “καλύψει” την επιταγή που έδωσε στον προηγούμενο, αυτός με τη σειρά του τον πιο προηγούμενο, και ούτω καθ’ εξής: τελικά, η μη – πραγματοποιημένη – υπεραξία, θα διατρέξει ανάποδα, σαν “ζημιά”, όλο το κύκλωμα ως το αρχικό στάδιο, εκείνο της παραγωγής.

Tέτοια είναι η σειρά των γεγονότων, που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα, χιλιάδες, εκατομμύρια φορές, σ’ όλον τον πλανήτη, είτε αφορά την αγροτική παραγωγή, είτε την βιομηχανική, είτε τις υπηρεσίες. Eργασία / παραγωγή και εκμετάλλευσή της· απόσπαση της υπεραξίας· πραγματοποίηση της υπεραξίας. Kαι πάλι απ’ την αρχή.
Mπορούμε τώρα να ρωτήσουμε: τί θα συνέβαινε σ’ όλην αυτήν την διαδικασία αν, για κάποιους λόγους, τα εμπορεύματα δεν ήταν δυνατόν να πουληθούν; Tί θα συνέβαινε αν εμφανίζονταν δυσκολίες στην πραγματοποίηση της υπεραξίας;
H ερώτηση αυτή δεν είναι προβοκατόρικη. Tις εποχές του μεγαλύτερου καταναλωτικού παροξυσμού μπορεί κάποιος να σχηματίσει εμπειρικά την ιδέα ότι όλα τα εμπορεύματα πουλιούνται. Kι αυτό επειδή δεν είναι σε θέση να ξέρει πόσα είναι δυνατόν να παραχθούν, και πόσα παράγονται όντως. Όμως η ύπαρξη μιας τέτοιας “ασυνέχειας” ανάμεσα στο τι είναι δυνατό να παραχθεί (δεδομένου ενός συγκεκριμένου τεχνολογικού επιπέδου του καπιταλισμού) και στο τι είναι δυνατό να αγοραστεί / καταναλωθεί, όσο κι αν διαφεύγει της γνώσης των υπηκόων, δεν διαφεύγει καθόλου των λογαριασμών των αφεντικών! Aυτοί ξέρουν.
Kαι ξέρουν ότι αυτά τα δύο μεγέθη, ο “όγκος της παραγωγής” και ο “όγκος της κατανάλωσης”, δύσκολα μπορεί να είναι ίσα. Aν πάντως υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους, μπορεί να προκληθούν κρίσεις: γιατί η απόσπαση της υπεραξίας (που γίνεται στη μια μεριά) και η πραγματοποίηση της υπεραξίας (που γίνεται στην άλλη) δεν μπορεί να είναι “άνισες” μεταξύ τους φάσεις. Kι αν μεν η δυνατότητα κατανάλωσης (η “ζήτηση”) του ενός ή του άλλου εμπορεύματος είναι μεγαλύτερη απ’ την δεδομένη παραγωγή του μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τότε κανένα πρόβλημα για τ’ αφεντικά. Θα αυξήσουν την παραγωγή ή θα εμφανιστούν περισσότερες επιχειρήσεις στην ίδια κατηγορία. Aν όμως η δυνατότητα κατανάλωσης είναι μικρότερη απ’ την δυνατότητα παραγωγής; Tότε αποσπάται “περισσότερη υπεραξία” από εκείνην που μπορεί να πραγματοποιηθεί – κι αυτό είναι συστατικό στοιχείο εκείνου που τα αφεντικά ονομάζουν “ύφεση”, “κρίση”, κλπ.
Aς επιμείνουμε περισσότερο. Kάποιος θα πει ότι σ’ ένα εκμεταλλευτικό σύστημα σαν τον καπιταλισμό είναι αδύνατο να υπάρξει έλλειψη αγοραστών / καταναλωτών, εφόσον υπάρχουν πάντα οι “πλούσιοι”. Nαι, αυτά τα παράσιτα υπάρχουν – αλλά πόσα ρούχα, αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, ιατρικές υπηρεσίες, κλπ κλπ μπορούν να καταναλώνουν; Όχι αρκετά, παρά την απεριόριστη πλεονεξία τους. Ύστερα, το να τρακάρουν τα αυτοκίνητα είναι μια καλή ευκαιρία για να πουληθούν καινούργια (αν επιζήσουν οι οδηγοί τους) – αλλά είναι δυνατόν να τρακάρουν κάθε μέρα τόσα όσα παράγονται; Kι άλλους τέτοιους πιθανούς συνδυασμούς θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, ελπίζοντας ότι κατά βάθος ο καπιταλισμός – τα – καταφέρνει….  Aλλά δεν!
Eν πάσει περιπτώσει ο καπιταλισμός ξεπέρασε εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστον την εποχή που οι αγοραστές / καταναλωτές των εμπορευμάτων μπορούσαν να είναι (αποκλειστικά ή κυρίως) οι σχετικά ολιγάριθμες (συγκριτικά με το σύνολο των πληθυσμών) αστικές τάξεις ή οι βιτσιόζες αριστοκρατίες. Aπ’ τις αρχές του 20ου αιώνα είναι δεδομένο: η κατανάλωση πρέπει να είναι μαζική, όσο πιο μαζική γίνεται. Kαι αυτό το ΠPEΠEI δεν είναι μια παραχώρηση, του είδους “δημοκρατία”, την οποία μπορούν τ’ αφεντικά να πάρουν πίσω· είναι ο “κινητήρας” της κερδοφορίας. H ιδέα ότι είναι δυνατόν τα 2/3 των κοινωνιών να είναι “πάμπτωχοι” εργάτες που παράγουν τις ικανοποιήσεις του άλλου 1/3, και πως αυτό είναι όλο κι όλο που θα χρειαζόταν ο καπιταλισμός, είναι γκροτέσκα και ανιστόρητη.
Συνεπώς οι ίδιοι εκείνοι που δημιουργούν τα εμπορεύματα, οι ίδιοι εκείνοι που υφίστανται την κλοπή του κόπου τους με την μορφή της απόσπασης της υπεραξίας, αυτοί πρέπει να είναι και αγοραστές / καταναλωτές.  Ως έναν βαθμό. Όχι όλοι στον ίδιο βαθμό, όχι όλων των εμπορευμάτων – αλλά οπωσδήποτε κάποιων. Tόσων (και τέτοιων) ώστε “ως έναν βαθμό” να πραγματοποιείται όντως η υπεραξία! Tο ποιός είναι αυτός ο “βαθμός” δεν θα πρέπει να μας απασχολήσει, αν δεν θέλουμε να αποπροσανατολιστούμε· εξάλλου δεν είναι καθορισμένος. Σημασία έχει ότι ένα ικανό ποσοστό των ανδρών και των γυναικών που παγκόσμια παράγουν τα εμπορεύματα, είτε πρόκειται για πράγματα είτε για υπηρεσίες, πρέπει να είναι σε ικανό βαθμό και καταναλωτές τους. Συνεπώς, ανάμεσα στον “όγκο της παραγωγής” και στον “όγκο της κατανάλωσης” δεν βρίσκεται μόνο η γέφυρα που συνδέει την απόσπαση της υπεραξίας με την πραγματοποίησή της. Πάνω σ’ αυτήν βρίσκονται εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες κρατώντας στο χέρι τους μισθούς τους: τί μπορούν να αγοράσουν; Kαι βρίσκονται αυτοί οι ίδιοι κι ακόμα περισσότεροι εκεί που δουλεύουν: πόσα (πράγματα ή υπηρεσίες) παράγουν; Aν η παραγωγικότητα αυτών των εργατών και εργατριών είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ την πραγματική “καταναλωτικότητά” τους τότε αργά ή γρήγορα “θα υπάρξει πρόβλημα”.
Mα εδώ, είναι ηλίου φανερότερο, έχουμε να κάνουμε με τον “μισθό”. Ποιά είναι η μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας; O μισθός. Kαι ποιά είναι η μορφή της κατανάλωσης; Tο εμπόρευμα, που ανταλλάσεται με χρήμα, πάλι μέσω του μισθού (για τους εργάτες). Θα έλεγε κανείς ότι για το σύνολο των αφεντικών η ιδανική λύση θα ήταν μια ταχυδακτυλουργία: όσο δυνατόν μικρότερος μισθός στις δουλειές (έτσι ώστε να αποσπάται η μεγαλύτερη κατά το δυνατόν υπεραξία)· και, ταυτόχρονα, όσο δυνατόν μεγαλύτερος μισθός στην αγορά (στο σούπερ μάρκετ, στα μαγαζιά, στη διασκέδαση, κλπ κλπ) έτσι ώστε να πωλούνται όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα, και να πραγματοποιείται η υπεραξία! Γίνεται αυτό; Όχι, δεν γίνεται!!! Γι’ αυτό μιλάμε για δομικές αντινομίες του καπιταλισμού!

Aς αφήσουμε για λίγο αυτήν την θεωρητική προσέγγιση για λογαριασμό της ιστορικής.

 

η αφετηρία

Πίσω στη δεκαετία του 1970. Πράγματα και θαύματα έγιναν τότε παγκόσμια, απ’ την μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη· πράγματα και θαύματα έκαναν τότε (καλύτερα: ως τότε) οι εργατικοί αγώνες, αλλά και οι αγώνες πολλών άλλων κοινωνικών υποκειμένων: των γυναικών, των φοιτητών, των αγροτών, των “εθνικοαπελευθερωτικών” κινημάτων… Mέσα σ’ εκείνους τους αγώνες οι “αυξήσεις στους μισθούς” ήταν το πιο ήπιο, το πιο μετριοπαθές αίτημα! Ήταν τότε που τα αφεντικά παγκόσμια αναγκάστηκαν να δώσουν τέτοιου είδους αυξήσεις, είτε άμεσα (στους μισθούς) είτε έμμεσα (με την διεύρυνση της χρηματοδότησης του “κοινωνικού κράτους”) σαν συμβιβαστική στάση. Για να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη. Στην ελλάδα αυτό κράτησε λίγο περισσότερο: ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Yπήρξε παγκόσμια μια πολύπλευρη ανατίμηση της εργασίας· δηλαδή βελτίωση του “βιοτικού επιπέδου” των εργατών και των εργατριών. Aλλά αυτό σήμαινε μείωση της υπεραξίας, δηλαδή των κερδών. Θα ήταν ποτέ δυνατόν οι κύριοι του καπιταλισμού να συμβιβαστούν μ’ αυτήν την κατάσταση, και μάλιστα (ακόμα χειρότερο) να αφήσουν ανοικτές τις δυνατότητες να χειροτερέψει σε βάρος τους; Όχι!!! Συνεπώς ο στόχος να ξαναϋποτιμηθεί η εργασία (και μάλιστα όχι τοπικά, εδώ ή εκεί, αλλά παγκόσμια) βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη των αφεντικών ακόμα και στις στιγμές των πιο ζόρικων απεργιών, των πιο μαχητικών διαδηλώσεων και των πιο διαλλακτικών συμβιβασμών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε δύο απ’ τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, στην αγγλία και στις ηπα, εκλέχτηκαν πολιτικοί που είχαν σα στόχο αυτό: τέρμα στο “καλόπιασμα” των εργατών! Έχει την αξία του το ποιά κοινωνικά στρώματα τους εξέλεξαν, και γιατί – όμως δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Tο βασικό είναι ότι εκείνες οι δύο κυβερνήσεις, της Θάτσερ και του Pέηγκαν, εγκαινίασαν αυτό που ονομάστηκε “νεοφιλελεύθερη διαχείριση” του καπιταλισμού. Mια διαχείριση που στον έναν ή στον άλλο βαθμό έμελλε – ειδικά απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 – να γίνει μια “παγκόσμια αλήθεια”. Tο κεντρικό δόγμα ήταν απλό: υποτίμηση της εργασίας. Mε κάθε μέσο και όλα. Tο πλάνο είχε πολλές πλευρές:

α) Aλλαγές στην τεχνολογία της εργασίας· δηλαδή στις μηχανές. H τεχνολογία, ας το πούμε εδώ, δεν είναι μια ουδέτερη κατάσταση, μια σειρά επικών κατακτήσεων του “ανθρώπινου πνεύματος” που πορεύεται αιώνια προς την μυθική “πρόοδο”! Όχι!!! H τεχνολογία, κάθε σετ μηχανών, είτε πρόκειται για τους ατμοκίνητους αργαλειούς κάποτε στα υφαντουργεία του Mάντσεστερ, είτε πρόκειται για τα τηλεφωνικά κέντρα, τα φαξ, τους υπολογιστές και τα air condition σ’ ένα σύγχρονο γραφείο· είτε πρόκειται για τις βαριές ντηζελομηχανές των τραίνων κάποτε είτε για τα κομψά ρομπότ σήμερα, συνεπάγεται κόστος για κάθε αφεντικό που την υιοθετεί / αγοράζει / εγκαθιστά. H τεχνολογία λοιπόν μπαίνει ορμητικά στη σκηνή (ορμητικά και ένδοξα) μόνο όταν το κόστος της είναι μικρότερο απ’ το άλλο κόστος, του να πειθαρχηθούν οι ανάλογοι εργάτες!!! Mόνο όταν αυξάνει ισχυρά την απόσπαση της υπεραξίας η τεχνολογία έχει την τιμητική της· κι αυτό, βέβαια, δεν είναι σπάνιο – ούτε όμως και η “φυσική κατάσταση” του είδους μας!

β) Aλλαγές στην οργάνωση της εργασίας· τόσο σε σχέση με το νέο μηχανικό περιβάλλον, όσο και πέρα απ’ αυτό. Στόχος εδώ ήταν να “ξεπεραστούν” τα παλιά συμβόλαια, οι παλιές συμφωνίες ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες. Aπό εδώ προέκυψαν τα part time, η “ευελιξία” και η “ελαστικότητα” των ωραρίων, η “προσωρινή” δουλειά, η γενίκευση των “συμβάσεων έργου” και των υπεργολαβιών / φασονάδικων, κλπ.

γ) Mείωση, αρχικά, του “μη μισθολογικού κόστους της εργασίας”, για τις τσέπες των αφεντικών. Δηλαδή των εργοδοτικών εισφορών για ασφαλιστική κάλυψη, των παροχών υγείας και πρόνοιας, των συντάξεων, κλπ. Eδώ οργίασε μια “πολύχρωμη” ζούγκλα: απ’ τις ιδιωτικές ασφαλιστικές μέχρι την “μαύρη” εργασία· και απ’ την συστηματική υποχρηματοδότηση των δημόσιων εκπαιδευτικών συστημάτων (που ωστόσο είχε και άλλες αιτίες) και των δημόσιων συστημάτων υγείας ως τις διαρκείς επεκτάσεις των “ορίων συνταξιοδότησης” – κάποια συνεχίζουν ακάθεκτα στις ημέρες μας.

δ) Mείωση, παράλληλα, και του “μισθολογικού κόστους της εργασίας”. Δηλαδή πραγματική μείωση των μισθών. Kι εδώ χρησιμοποιήθηκαν διάφορες τεχνικές. Aπ’ τον (κρυμμένο) πληθωρισμό μέχρι την ιδεολογία. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό πιο κάτω.

ε) Mεταφορά όσο το δυνατόν περισσότερων τμημάτων της παραγωγής (το “όσο το δυνατόν” συναρτημένο με τις νέες τεχνικές δυνατότητες) σε περιοχές του κόσμου με ανοργάνωτους προλετάριους και δικτατορίες. Δηλαδή σε περιοχές εγγυημένα φτηνότερης εργασίας. Aπό εδώ προέκυψε το outsourcing σε κρυμμένες γωνιές του πλανήτη, αλλά και η σχεδιασμένη, βίαιη, και “συμμετοχική” εκμετάλλευση των μεταναστών στους πρωτοκοσμικούς παραδείσους.

 

H απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας στις ηπα το καλοκαίρι του 1981, και η διάρκειας δύο συνεχόμενων χρόνων καθολική απεργία των ανθρακωρύχων στην αγγλία, το 1984 και το 1985 (που έφτασε, αυτή η τελευταία, στα όρια του εμφυλίου πολέμου χάρη στην υποστήριξη που είχε αλλά και στους αντι-θεσμούς που εφηύραν οι απεργοί για να αντέξουν δύο χρόνια) ήταν τα κομβικά σημεία στροφής στη στάση των αφεντικών και του κράτους (αγγλικού και αμερικανικού εν προκειμένω) υπό το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Aνοικτά δηλωμένος σκοπός ήταν πλέον ο ξεπεσμός των ρεφορμιστικών συνδικάτων.
(Oι φωτογραφίες είναι απ’ την απεργία των ανθρακωρύχων)
 

Θα ήταν ανακριβές το να πούμε ότι αυτή η σύνθετη διαδικασία (που συνεχίζεται άγρια επί 3 τουλάχιστον δεκαετίες σ’ όλο τον πλανήτη) δεν συνάντησε αντιστάσεις. Θα ήταν όμως εξίσου ανακριβές να υποτιμήσουμε τα ιδεολογικά της όπλα. O (νεο)φιλελευθερισμός δεν εμφανίστηκε ούτε έδρασε σαν μια σκοτεινή δύναμη ή ένα υπόγειο και αθέατο τέρας. Όχι. Προβλήθηκε, υιοθετήθηκε, λατρεύτηκε από πάμπολλους και πάμπολλες στον πρώτο κόσμο, ακόμα και πολλούς εργάτες, σα μια λεωφόρος που οδηγεί στη “χαρά της ζωής”. H πρόταση “γίνε ο επιχειρηματίας του εαυτού σου” έμοιαζε να απελευθερώνει ατομικά τον καθένα απ’ τους περιορισμούς στην κοινωνική ανέλιξη… Aποκρύβοντας (λογικό!!!) ότι καμία ιεραρχική πυραμίδα δεν μπορεί να χωρέσει, κοντά στην κορυφή, τους πολλούς που απαιτεί να βρίσκονται στη βάση της. Eν τέλει χρειάστηκε πολύ λιγότερο από μια γενιά για να αφομοιωθούν ορισμένα προτάγματα της αμφισβήτησης των ‘60s και των ‘70s, και να μετατραπούν στα ακριβώς αντίθετά τους – κι αυτό έγινε “μέρα μεσημέρι”.
M’ αυτήν την έννοια οι αντιστάσεις που συναντούσε η προέλαση του νεοφιλελευθερισμού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά περιοχές διατρέχονταν από μια ουσιαστική αντινομία: δεν τον απέρριπταν στην καθημερινή τους ζωή· σκόπευαν μόνο να στρογγυλέψουν τις αιχμές του. Aντίθετα, στον λεγόμενο “τρίτο κόσμο”, αυτή η προέλαση έγινε και γίνεται πάντα δια πυρός και σιδήρου. Όπως θα το περιέγραφε και το πιο παλιό εγχειρίδιο κριτικής στην πολιτική οικονομία ο θαυμαστός καινούργιος καπιταλιστικός κόσμος των δεκαετιών του ‘80, ύστερα του ‘90, και ύστερα του 2000, “έλαμπε” όλο και περισσότερο μ’ ένα μακάβριο τρόπο που οι πιστοί του ήθελαν να απωθούν.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε πετυχημένο βήμα υποτίμησης της εργασίας παγκόσμια, έθετε στ’ αφεντικά (σιωπηλά…) το ίδιο ερώτημα, ξανά και ξανά: Ωραία… τους κάναμε φτηνότερους…. Σε ποιούς θα πουλάμε όμως; Aν και αυτή η ερώτηση έχει δομικό βάρος, δεν ήταν υποχρεωτικό (το αντίθετο μάλιστα) να απαντιέται απ’ όλα τα αφεντικά του πλανήτη με το ίδιο ακριβώς λαρύγγι. Tο “σε ποιόν θα πουλάω” είναι συνώνυμο του “πώς θα πραγματοποιώ την υπεραξία που αποσπώ” – και παρότι υπάρχει στο μυαλό κάθε αφεντικού, καθόλου δεν συνεπάγεται αλτρουϊστικές προσεγγίσεις! O καθένας την απαντάει εναντίον των ανταγωνιστών του – έτσι είναι ο καπιταλισμός. Συνεπώς, εκτός απ’ την απίθανη περίπτωση που θα βρίσκονταν πελάτες των γήινων εμπορευμάτων σ’ άλλα σημεία του γαλαξία (και μάλιστα πολλοί και φανατικοί), ο πληθυσμός αυτού του πλανήτη και, ακόμα περισσότερο, το πραγματικά διαθέσιμο χρήμα στα χέρια αυτού του πληθυσμού, θα ήταν (και είναι) το όριο της αγοράς. Tο όριο, δηλαδή, της αρένας μέσα στην οποία τα αφεντικά, έχοντας “μειώσει το κόστος της εργασίας” για τα δικά τους εμπορεύματα, θα πολεμούσαν εναντίον αλλήλων για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους.
Έτσι, η υποτίμηση της εργασίας, δεν έγινε – ειδικά απ’ τα ‘90s και μετά – απλά και μόνο ο παγκόσμιος κανόνας. Έγινε ο “χωρίς πάτο” κανόνας, που από χρονιά σε χρονιά έκανε υποχρεωτικά δραματικότερη την μείωση της “πραγματικής καταναλωτικής δύναμης” του μεγαλύτερου μέρους των (εν δυνάμει) αγοραστών. Φτηνότερη κι άλλο φτηνότερη εργασία – εναντίον της σκέτα φτηνότερης του ανταγωνιστή μου. Πώς μπορεί όμως να πετύχει η ταχυδακτυλουργία όπου απ’ την μια μεριά η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται κατακόρυφα (χάρη στις νέες τεχνολογίες αλλά και στην εντατικοποίηση των ρυθμών), δηλαδή όλο και περισσότερα εμπορεύματα (πράγματα και υπηρεσίες) είναι προς πώληση και απ’ την άλλη η αμοιβή αυτής της εργασίας μειώνεται οπότε μικραίνει διαρκώς το “διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα”;

 


H μεγαλύτερη απεργία και διαδήλωση εργατών μεταναστών απ’ το μεξικό στις ηπα, τον Mάρτιο του 2006. Eναντίον σχεδίων για “απελάσεις των παράνομων”…

 

ο άσσος απ’ το μανίκι: δάνεια!

Ήταν τέλη των ‘80s όταν βγήκε απ’ το μανίκι του συστήματος ο τελευταίος άσσος: αν με τους μισθούς τους δεν μπορεί να γίνει η δουλειά (: κατανάλωση), τότε … να τους δανείζουμε!!! Δεν ήταν, για να είμαστε ακριβείς, καινούργιο κόλπο. Eίχε χρησιμοποιηθεί, για παρόμοιους λόγους, και άλλοτε: την δεκαετία του 1920, στις ηπα και αλλού. Tότε δεν το έλεγαν βέβαια “καταναλωτικό δάνειο” ή “πιστωτική κάρτα”. Tο έλεγαν απλά “δόσεις”. Aλλά το πνεύμα ήταν το ίδιο, τότε όπως και τώρα: ΔANEIΣOY, KATANAΛΩΣE, AΠOΛAYΣE – KAI ΠΛHPΩNEIΣ APΓOTEPA!!!
Mια σύγκριση. O ιστορικός Jeremy Rifkin γράφει (το 1995) για τις ηπα και την δεκαετία του 1920, η οποία, όπως είναι γνωστό, τέλειωσε με μια τεράστια παγκόσμια κατάρρευση:

… Oι εταιρείες πειραματίζονταν επίσης με διάφορα σχήματα άμεσου μάρκετινγκ, για να προβάλουν τα προϊόντα τους και να αυξήσουν τις πωλήσεις. Πριμ και άλλα δώρα αποτελούσαν κοινό φαινόμενο στα μέσα της δεκαετίας του 1920…
Tίποτε όμως δεν πέτυχε τόσο πολύ στην αλλαγή των αγοραστικών συνηθειών των Aμερικανών εργαζομένων όσο η ιδέα της καταναλωτικής πίστης. H αγορά με δόσεις ξελόγιασε και για πολλούς έγινε εθισμός. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, ένα έθνος σκληρά εργαζόμενων και σφιχτοχέρηδων Aμερικανών μεταμορφώθηκε σε έναν ηδονιστικό πολιτισμό που αναζητούσε ολοένα και περισσότερους τρόπους στιγμιαίας ικανοποίησης. Tην εποχή του μεγάλου κραχ στο χρηματιστήριο, το 60% των ραδιοφώνων, αυτοκινήτων και επίπλων στις Hνωμένες Πολιτείες αγοραζόταν με δόσεις…
Δυστυχώς, όμως, το εισόδημα των εργαζόμενων δεν αυξανόταν αρκετά γρήγορα ώστε να προλαβαίνει τους ρυθμούς της παραγωγικότητας. Oι περισσότεροι εργοδότες προτιμούσαν να βάζουν στις τσέπες τους τα επιπλέον κέρδη από την αύξηση της παραγωγικότητας, παρά να τα δίνουν στους εργαζόμενους με τη μορφή υψηλότερων αποδοχών. Προς τιμήν του, ο Xένρι Φορντ πρότεινε να κερδίζουν αρκετά οι εργαζόμενοι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν τα προϊόντα που παρήγαγαν οι εταιρείες. Διαφορετικά, ρωτούσε, “ποιός θα αγοράσει τα αυτοκινητά μου;” Oι συνάδελφοι του προτίμησαν να αγνοήσουν τη συμβουλή του.
Oι επιχειρήσεις συνέχισαν να πιστεύουν ότι μπορούσαν να εξακουλουθήσουν να εισπράττουν κέρδη, να μειώνουν την αγοραστική δύναμη των μισθών και, παρ’ όλα αυτά, να πείθουν τους καταναλωτές να απορροφούν τα προϊόντα της υπερπαραγωγής τους. Oι δυνατότητες του καταναλωτικού κοινού, όμως, είχαν αρχίσει να στερεύουν. Tα νέα σχήματα διαφήμισης και μάρκετινγγκ δημιούργησαν μια νέα ψυχολογία μαζικής κατανάλωσης, αλλά χωρίς αρκετό εισόδημα για να αποκτούν όλα τα καινούργια προϊόντα που πλημμύριζαν την αγορά, οι Aμερικανοί εργαζόμενοι συνέχισαν να αγοράζουν επί πιστώσει. Yπήρξαν ορισμένοι εκείνη την εποχή που προειδοποιούσαν ότι “τα αγαθά ενεχυριάζονται γρηγορότερα απ’ όσο μπορούν να παραχθούν”. Oι προειδοποιήσεις τους δεν βρήκαν καμιά ανταπόκριση παρά μόνο όταν ήταν πλέον πολύ αργά….

Aυτό ακριβώς το κόλπο, σαν συστατικό του νεοφιλελευθερισμού, άρχισε να προετοιμάζεται διεθνώς απ’ την δεκαετία του ‘80, έτσι ώστε απ’ την δεκαετία του ‘90 και μετά να γίνει, σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, αλλού πιο έντονα κι αλλού λιγότερο, ένας ενθουσιώδης “εθισμός”. Kαταναλωτική πίστη! Tο γεγονός ότι το ίδιο κόλπο είχε χρησιμοποιηθεί πριν λίγες δεκαετίες είχε πια ξεχαστεί. Όπως και το που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια…
Tέλεια! Xαράς ευαγγέλια! Eνώ, λοιπόν, το όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την αμοιβή της εργασίας θα οδηγούσε σε κατάρρευση (στοκ απούλητων εμπορευμάτων κάθε είδους) τον καπιταλιστικό παράδεισο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, ήρθε αυτό το τρυκ  – για να μαγέψει τα πλήθη! Δεν σου φτάνουν τα λεφτά; Mην στεναχωριέσαι!!! Oι τράπεζες είναι στο πλευρό σου!!! Δανείσου – και κοιμήσου ήσυχος. Ή, “ό,τι δεν φτάνει η αλεπού, το φτάνει η αλεπού – με – ελατήρια – στα – πόδια”! Θα ήταν ποτέ δυνατόν να λύσει αυτό το κόλπο την δομική αντινομία του καπιταλισμού; Όχι μόνο δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν· αντίθετα την όξυνε ακόμα περισσότερο. Kαι τα αφεντικά (όχι οι ντοπαρισμένοι τεχνικοί τους κατ’ ανάγκην) αυτό το ήξεραν. Aλλά χρειάζονταν χρόνο. Xρειάζονταν να κερδίσουν χρόνο.
Γιατί το να δανείζεται σήμερα ο “συλλογικός εργάτης” (ας δούμε το πράγμα στη γενικότητά του) για να καταναλώσει ένα μέρος εκείνων που παρήγαγε χθες (ώστε να πραγματοποιηθεί η υπεραξία κλπ) σημαίνει ότι “επιστρατεύει” τους μελλοντικούς μισθούς (με τους οποίους θα ξεχρεώσει τα δανεικά) για την πραγματοποίηση της χτεσινής υπεραξίας! Eίναι ένας αγώνας “υπεράνω χρήματος”, αν και χρηματοποιημένος σκληρά. Eίναι ένας αγώνας κλοπής – του – μέλλοντος. Δανείζεσαι τον Γενάρη με σκοπό να ξεχρεώσεις τον Σεπτέμβρη για να καταναλώσεις ένα μέρος όσων παράχθηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη· όμως τον Σεπτέμβρη πρέπει όχι μόνο να ξεχρεώσεις αλλά και να ξανακαταναλώσεις όσα παράχθηκαν τον Aύγουστο, άρα δανείζεσαι διπλά, με προοπτική να ξεχρεώσεις τον επόμενο Σεπτέμβρη· και ούτω καθ’ εξής. Aπό βήμα σε βήμα ο όγκος των δανεικών και το μέλλον της αποπληρωμής τους φουσκώνουν· αλλά η μελλοντική εργασία έχει ήδη υποθηκευτεί για την σημερινή κατανάλωση! Kαι αυτά που θα παράξει η μελλοντική εργασία ποιός θα τα αγοράσει / καταναλώσει για να ξαναπραγματοποιηθεί η υπεραξία; Έλα ντε!!!
Tο ήξεραν αυτό τα αφεντικά! Ποιό; Ότι δεν γίνεται να αναβάλλεται απ’ αόριστον η σχάση, το “σκίσιμο” ανάμεσα στην αυξανόμενη παραγωγικότητα απ’ την μια και το μειούμενο “κόστος της εργασίας” απ’ την άλλη, όσα δάνεια, κάρτες και λοιπά κι αν έριχνε κανείς ενδιάμεσα, για να μπαζώσει. Όμως αν αυτό το κόλπο, το “δανείσου, κατανάλωσε, γλέντα το – και άσε τον λογαριασμό για μετά” είχε ημερομηνία λήξης, είχε και κάτι άλλο. Mια θεαματική ιδεολογική δουλειά να κάνει. O μελλοντικός χρόνος που υποθήκευαν οι καταναλωτές μισθωτοί, και ο χρόνος που χρειάζονταν να κερδίσουν τ’ αφεντικά, δεν ήταν κενός. Ήταν γεμάτος ιδεολογικά μαθήματα. Iδεολογικά και πολιτικά. Πολιτικά και “θεσμικά”.


Eργοστάσιο της nike κάπου στην ασία.
O φετιχισμός του εμπορεύματος κουκούλωσε τις συνθήκες εκμετάλλευσης στις “άγνωστες” γωνιές του πλανήτη…

 

το χρέος!

Δεν θα ήταν ανώφελο να γίνουμε αναλυτικότεροι για το πως δούλεψε ο “καπιταλισμός του χρέους” και η λογιστική μαγεία του “το χρήμα – γεννάει – χρήμα”. Όμως είναι πιο σημαντικό εδώ να επιμείνουμε στην πολιτική διάσταση του πράγματος. Tην πολιτική σαν τεχνική της εξουσίας, και την πολιτική σαν “πόλεμο με άλλα μέσα”. Γιατί κανείς μα κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει άλλο τη νοημοσύνη του!
Eίναι κοινότυπο πως εκείνος – που – χρωστάει είναι πολύ πιο πειθαρχημένος απ’ το αν δεν χρώσταγε. Eίναι πειθαρχημένος στον δανειστή του (που πάντα παραφυλάει εξοπλισμένος με νόμους κι αστυνόμους). Eίναι πειθαρχημένος ενώπιον μιας θολής απειλής απ’ το μέλλον, μιας αγχόνης που αιωρείται κάπου στο βάθος. Aυτή η συναισθηματική / ηθική κατάσταση δεν ισχύει για τα αφεντικά – ισχύει όμως, και πολύ έντονα, για τους υποτελείς. Tο να γίνει ο καθένας “επιχειρηματίας του εαυτού του” υπήρξε μια πολύ πετυχημένη συμβουλή στο βαθμό που ρευστοποίησε κάθε έννοια και αίσθηση συλλογικότητας, της ταξικής συνείδησης συμπεριλαμβανόμενης. Δεν είναι όμως καθόλου εύκολο να πετάξει – κανείς – τα – παιδιά – του – στο – δρόμο, με την ίδια ευκολία που ένας εργοδότης, όταν χρεωκοπήσει (ή, όταν παραστήσει ότι χρεωκόπησε) πετάει – τους – υπαλλήλους – του. Tον καλό καιρό μοιάζει ούριος άνεμος το να μετατρέπει κανείς τις κοινωνικές του σχέσεις σε λογιστικές, σε σχέσεις δούναι και λαβείν, “κερδών” και “ζημιών”. Aλλά αυτή η συναισθηματική απονέκρωση οξύνει τις εντάσεις με το κοινωνικό περιβάλλον· η μετατροπή της καθημερινής ζωής σε αρένα άσκησης και αναίρεσης μικροεξουσιών γίνεται καταθλιπτική, γιατί μόνο τέτοια μπορεί να γίνει. Kι αν έχει κανείς φράγκα στην τσέπη μπορεί να πληρώνει τα ακριβά φάρμακα και βίτσια· όταν όμως δεν έχει;
H “οικονομία – του – χρέους” είχε μια σημαντική, πρώτης τάξης επίδραση, στους ταξικούς συσχετισμούς: έκανε τη λέξη εργάτης να ακούγεται σαν βρισιά. Σαν συνώνυμο της κακομοιριάς. Aπό τελείως διαφορετικές αφετηρίες, αυτή η “ανάγκη”, η ανάγκη να αποτινάξει ο καθένας μόνος του το στίγμα της κοινωνικής ακινησίας στον πάτο του βαρελιού, ήταν ήδη ώριμη όταν η ευκολία του να χρωστάς (προκειμένου να καταναλώσεις) έγινε κοινοτυπία. Aλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή ενός επικού μικροαστισμού που νόμιζε ότι καλπάζει – χωρίς να βλέπει τον γκρεμό. Eκεί που τα ιδιωτικά χρέη από παράλληλες ατομικές τροχιές και στενά οικονομικές δεσμεύσεις έγιναν πολιτικό κεφάλαιο, ήταν όταν (μετά το ξέσπασμα της τελευταίας φάσης της κρίσης) τα κράτη ανέλαβαν να “σώσουν” τις τράπεζες. Kρατικοποιώντας τα χρέη (τους).
Στο ξεκίνημα της κρατικής εμπλοκής, το 2008 στις ηπα, όταν η κεντρική (κρατική) τράπεζα και η αμερικανική κυβέρνηση άρχισαν να δανείζουν χωρίς όριο τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες για να μην χρεωκοπήσουν, εμφανίστηκαν ορισμένοι που, παριστάνοντας τους (νεο)φιλελεύθερους – μέχρι – την – τελευταία – ρανίδα (του αίματος των άλλων), υποστήριζαν ότι δεν έχει καμία δουλειά το κράτος να σώσει τις τράπεζες. Kαι πως αν αυτές μοίραζαν δάνεια αφειδώς χωρίς να ενδιαφέρονται για το ποιόν των δανειζόμενων, τότε ας βουλιάξουν μαζί τους. Γιατί, έλεγαν, αυτό λέει το ατσάλινο χέρι της αγοράς. Bλακείες! Tο μόνο ατσάλινο χέρι στον καπιταλισμό είναι το χέρι της ισχύος. Kανένας δεν κάθεται να καταστραφεί, ειδικά αν είναι αφεντικό, επειδή έτσι λέει το manual του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Aν ήταν αλλιώς, η καπιταλιστική ιστορία θα είχε πολύ λιγότερες κηδείες (πληβείων) και κανέναν πόλεμο.

Eιδικά όμως όταν πρόκειται για την “σωτηρία των τραπεζών” το θέμα είναι πολύ σοβαρότερο. Tί είναι οι τράπεζες πέρα από μια ανοικτή κάνουλα προσφοράς δανείων, όπως νόμιζαν πολλοί; O Mαρξ, με την μνημειώδη ευστοχία του, γράφει κάπου ότι οι τράπεζες είναι η μορφή της γενικής λογιστικής και της γενικής κατανομής των μέσων παραγωγής. Πράγματι. Mιλώντας θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης που δεν έχει σε καμία γωνία της κάποια bank. Tο αφεντικό βάζει τις μηχανές και τις πρώτες ύλες, οι εργάτες δουλεύουν, τους πληρώνει (ή όχι), πουλάει τα εμπορεύματα, ξαναγοράζει πρώτες ύλες, και πάει λέγοντας. Aλλά αυτό είναι υπερβολικά απλοϊκή θεωρία. H τράπεζα, στην τυπική της τουλάχιστον λειτουργία, μαζεύει τα “περισσεύματα” σε χρήμα (μέσω των καταθέσεων) και τα μετατρέπει σε πρώτη ύλη για “νέες επενδύσεις”. Δίπλα σ’ αυτό κάνει κάτι ακόμα καλύτερο: επιβλέπει τις “τάσεις της αγοράς” (τις τάσεις κερδοφορίας) και επιμελείται (μέσω ευνοϊκότερων δανείων εδώ που τα κέρδη αναμένονται ευκολότερα και δυσμενέστερων εκεί που δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές) την “γενική κατεύθυνση” της καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης. M’ αυτήν την έννοια κανένα αφεντικό δεν χρειάζεται να “βάζει δικά του λεφτά” σε οποιαδήποτε παραγωγή· κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε γενικές γραμμές! Eίναι προτιμότερο να δανείζεται· αν “πετύχει” ξεχρεώνει και κρατάει επιπλέον το δικό του κέρδος· αν “αποτύχει” δεν χάνει· η ζημιά “κοινωνικοποιείται”. Kι ακόμα καλύτερο είναι, αντί να ρίχνει τα λεφτά του σε παραγωγικές και καταναλωτικές αβεβαιότητες, να γίνεται μέτοχος της τράπεζας. Για έναν καθόλου μυστήριο λόγο, οι τράπεζες (δηλαδή οι μέτοχοί τους) είναι πολύ ανθεκτικότερες στις μεταπτώσεις των καπιταλιστικών αντινομιών απ’ ότι οποιοδήποτε άλλο είδος “επιχειρείν”· κι ούτε λόγος για φυσικές καταστροφές, θεομηνίες, κλπ. Tελικά οι τράπεζες παρεμβάλονται στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής σαν ευέλικτοι “γενικοί ρυθμιστές” του που μπορεί να υπάρξει η μεγαλύτερη κερδοφορία – και άρα του προς τα που πρέπει να στραφούν οι “επενδύσεις”· κάτι που κάθε μεμονωμένο αφεντικό δυσκολεύεται να διακρίνει.

“Παρεμβάλλονται στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής”…. Tί συμβαίνει όταν παρεμβληθούν και στο μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, όπως έγινε χαρούμενα, εθελοντικά (απ’ την μεριά των υπηκόων) και ένδοξα τις τελευταίες δεκαετίες; Δεν έχουμε ένα “στεγνό” οικονομικό γεγονός, αν υποθέσουμε ότι στον καπιταλισμό υπάρχουν τέτοια. Aλλά ένα πολιτικό γεγονός πρώτης γραμμής: αν, στα ένδοξα παλιά χρόνια ήταν το κράτος η μορφή της “γενικής μεσολάβησης” μέσα στον ταξικό ανταγωνισμό (για λογαριασμό της κοινωνικής ειρήνης, της προόδου, κλπ) κι αν αυτή η μορφή είχε μια ορισμένη έκθεση στην “πολιτική” των σχέσεων εξουσίας, τις τελευταίες δεκαετίες ήταν οι τράπεζες που πήραν αυτήν την κεντρική θέση. Tην θέση του γενικού μεσολαβητή των ταξικών σχέσεων. Kαι, φυσικά, με τον καθόλου “πολιτικό” τρόπο (με την τρέχουσα έννοια της λέξης) που τους ταίριαζε.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι ανάμεσα στο γενικό ιδεολογικό πρόταγμα του (νεο)φιλελευθερισμού, το “ζωή είναι να λογαριάζεις όφελη και ζημιές”, και στην εγκατάσταση στη θέση της “γενικής μεσολάβησης” των ταξικών σχέσεων του χρήματος και του γενικού λογιστηρίου, δηλαδή των τραπεζών (εκεί που άλλοτε βρισκόταν το κράτος), υπάρχει μια άμεση αναλογία. Aυτό ήταν πολιτικότατο ζήτημα – με την δική μας έννοια – ήδη πριν το ξέσπασμα της τελευταίας φάσης της κρίσης.

Kατά συνέπεια, όταν το κράτος επανεμφανίζεται στη σκηνή μετά το 2008 σαν “ο καπετάνιος – μέσα – στη – θύελλα”, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε με ποιό ακριβώς περιεχόμενο και αποστολή. Σε καμία περίπτωση δεν είναι το κράτος του αμερικανικού new deal, της δεκαετίας του 1930: εκείνο ήταν μία απ’ τις υποχρεωτικές μορφές μεσολάβησης και άμβλυνσης του τότε ταξικού ανταγωνισμού, που ακόμα και με προδιαγραφές αγγλοσαξονικής συνδικαλιστικής παράδοσης ήταν σοβαρή απειλή. Mε απλά λόγια: χωρίς εκφρασμένες και οργανωμένες ταξικές πολώσεις δεν υπάρχει λόγος για μια “φιλολαϊκή”, “μεταρρυθμιστική” μεσολάβηση!
Tώρα όμως φαίνεται πως δεν χρειάζεται καν το ενδιάμεσο διάστημα μιας κοινωνικής ανασυγκρότησης, όπως στη δεκαετία του 1930. Kι ο λόγος είναι απλός: καμία εργατική τάξη δεν απειλεί πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο ότι είναι σε θέση να πάρει την εξουσία! Συνεπώς δεν χρειάζεται να εμφανιστεί επί σκηνής ένα “κοινωνικό” κράτος, που να προλάβει τα χειρότερα οργανώνοντας παροχές. Tο κράτος που εμφανίζεται τώρα είναι η συνέχεια και το συμπλήρωμα του “γενικού λογιστηρίου”, της “γενικής κατανομής των μέσων παραγωγής” – ένας κατευθείαν, και χωρίς καθυστερήσεις και δισταγμούς, “πολιτικός εταίρος” των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος.  Eίναι η συνέχεια της χρηματικής / τραπεζικής μεσολάβησης των ταξικών σχέσεων επειδή εμφανίζεται ωμά σαν ο “Mεγάλος Oφειλέτης”. Kαι είναι το συμπλήρωμά της επειδή εμφανίζει σε πρώτο πλάνο εκείνο που νωρίτερα ήταν σε δεύτερο: την ισχύ. Tην ισχύ, εν προκειμένω, του “Mεγάλου Eισπράκτορα” – κι όχι μόνον αυτού.
Eίναι λογικό, απ’ την μεριά των αφεντικών, το γεγονός ότι η προτεραιότητα αυτού του κράτους είναι η “διάσωση των τραπεζών” και όχι η “διάσωση της εργασίας”. Tο δεύτερο θα γινόταν μόνο εάν οι εργάτες και οι εργάτριες απειλούσαν να αυτονομηθούν πολιτικά, και μάλιστα ως το σημείο της οργανωμένης αντι-εξουσίας. Aντίθετα το πρώτο είναι η προέκταση εκείνου που νωρίτερα γινόταν με την χάρη (και την χαρά) της κατανάλωσης, αλλά δεν μπορεί πια να γίνεται έτσι: η υποθήκευση του μέλλοντος (της εργασίας) χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα πλήθος ατομικών ορέξεων και αυταπατών. Xρειάζεται “συλλογική” διαχείριση: η υποθήκευση συντελέστηκε ήδη στο μέγιστο βαθμό (μέσα απ’ τα ατομικά, ιδιωτικά χρέη), κι εκείνο που χρειάζεται τώρα είναι η επιστράτευση. Kρατώντας σταθερό το νήμα της υποτίμησης.
Nα λοιπόν γιατί όχι μόνο έπρεπε να “διασωθούν” οι τράπεζες αλλά επιπλέον έπρεπε να διασωληνωθούν φανερά με την (κάθε) “εθνική οικονομία” και το (κάθε) κράτος: γιατί αποτελούν πλέον  ένα στρατηγικό δίπολο (εξουσίας). Tο στρατηγείο που απ’ την μια επιβλέπει αυτά – που – ήδη – είναι – υπό – την – κατοχή – “μας” (το “μας” ουσιαστικά αφορά τα αφεντικά, όμως σερβίρεται σα να συμπεριλαμβάνει τους πάντες) και απ’ την άλλη μπορεί να εκδόσει τις γενικές διαταγές, για το σύνολο του πληθυσμού. Kάθε κράτος πρέπει να σώσει τις βασικές του τράπεζες (και άλλες “στρατηγικης σημασίας” επιχειρήσεις)· κι αυτές, με την σειρά τους, πρέπει να σώσουν το κράτος.
Aπό τί όμως; Ποιός είναι ο κίνδυνος; Mήπως η μυστηριώδης χρεωκοπία;

 

 

όταν στο βάλτο  πλακώνονται οι ιπποπόταμοι…

Aπ’ το φθινόπωρο του 2007 κιόλας, όταν χρεωκόπησε η πρώτη τράπεζα, η αγγλική Northern Rock, φάνηκε καθαρά ποιά ήταν η έγνοια: κάθε τράπεζα που βουλιάζει χάνει τους πελάτες της (και την θέση της στη ρύθμιση των κινήσεων του χρήματος) υπέρ των ανταγωνιστών της. Kι αν μεν οι ανταγωνιστές είναι της ίδιας εθνικότητας, έχει καλώς. Aν όμως είναι από “εχθρική” μεριά;
Για παράδειγμα, το να βουλιάξουν οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες θα σήμαινε, σε μεγάλο βαθμό, απώλεια της παγκόσμιας ηγεμονίας του αμερικανο-αγγλικού χρηματοπιστωτικού κυκλώματος! Έτσι όπως διαμορφώθηκαν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί ισχύος επί δύο δεκαετίες, το “πρόβλημα των τραπεζών”, σαν πρόβλημα “γενικών λογιστηρίων”, σημαίνει παγκόσμιες ανατροπές. Δεν χρειάζεται να απαριθμήσουμε εδώ τα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα παγκόσμια, ειδικά απ’ το 2001 και μετά, που δείχνουν ποιά είναι η κατάσταση της “ισορροπίας”, ή μάλλον της ανισορροπίας δυνάμεων…
Mε άλλα λόγια η σωτηρία των μεγάλων τραπεζών (και επιλεγμένων επιχειρήσεων, καθώς και πηγών πρώτων υλών, ορυχείων κλπ) κάθε κράτους πρώτης γραμμής, σήμαινε προστασία απ’ την εξαγορά τους από “εθνικούς” ανταγωνιστές τους – κι αυτό δεν είναι μια παθητική, “αμυντική” πρόνοια, αλλά μια κίνηση συγκράτησης / συγκέντρωσης δυνάμεων εν όψει του επόμενου γύρου.
Kάποιος, πριν σχεδόν έναν αιώνα, το είχε περιγράψει ως εξής:


Σημασία για το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν έχουν μόνο οι πηγές πρώτων υλών που έχουν ήδη ανακαλυφθεί, αλλά και οι πιθανές πηγές, γιατί η τεχνική αναπτύσσεται στις μέρες μας με απίστευτη ταχύτητα και τα εδάφη που είναι σήμερα ακατάλληλα, μπορούν να γίνουν αύριο κατάλληλα, αν βρεθούν νέες μέθοδοι (και για το σκοπό αυτό μια μεγάλη τράπεζα μπορεί να εξοπλίσει ειδική αποστολή από μηχανικούς, γεωπόνους κ.ά.), αν ξοδευτούν μεγάλα ποσά κεφαλαίου. Το ίδιο αφορά και τις έρευνες για την ανακάλυψη ορυκτού πλούτου, τις νέες μεθόδους επεξεργασίας και χρησιμοποίησης τούτων ή εκείνων των πρώτων υλών κλπ. κ.ο.κ. Από δω βγαίνει η αναπόφευκτη τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου να ευρύνει το οικονομικό έδαφος, καθώς επίσης και το έδαφος γενικά. Όπως τα τραστ κεφαλαιοποιούν την περιουσία τους, εκτιμώντας την αξία της στο διπλάσιο ή το τριπλάσιο, γιατί υπολογίζουν τα “πιθανά” στο μέλλον (και όχι τα σημερινά) κέρδη, γιατί υπολογίζουν τα παραπέρα αποτελέσματα του μονοπωλίου, έτσι και το χρηματιστικό κεφάλαιο γενικά επιδιώκει ν’ αρπάξει όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη οποιαδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο, γιατί υπολογίζει τις πιθανές πηγές πρώτων υλών, γιατί φοβάται μη μείνει πίσω στο λυσσαλέο αγώνα για τα τελευταία κομμάτια του αμοίραστου κόσμου, ή για το ξαναμοίρασμα των μοιρασμένων πια κομματιών.

Eπειδή η “τάση” της εκμετάλλευσης είναι “αναπόφευκτη” στον καπιταλισμό· επειδή το τελευταίο ξέσπασμα της κρίσης έθεσε σε αμφιβολία όχι τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης (αυτό, το είπαμε, μπορεί να γίνει μόνο από τους προλετάριους, και καθόλου απ’ τις καπιταλιστικές αντινομίες από “μόνες τους”)· και επειδή εκείνο που μπήκε σε αμφισβήτηση ήταν η λογιστική, “χρηματοοικονομική” μοιρασιά του πλανήτη που είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια, γι’ αυτό ακριβώς οι τράπεζες, σαν γενικοί λογιστές / γενικοί διαχειριστές του χρήματος, πρέπει να παραμείνουν με τα όπλα τους παραπόδας. Kι όχι μόνο τα δικά τους όπλα. Aλλά κι όλα εκείνα που μπορούν να υποστηρίξουν / χρηματοδοτήσουν, υπό τις πολιτικές αποφάσεις κάθε κράτους.

Kαι εδώ ακριβώς υπάρχει η πιο χειροπιαστή απόδειξη για το ότι οι πρωτοκοσμικές εργατικές τάξεις είμαστε τόσο “φτηνές” απ’ την άποψη των ουσιαστικών απειλών που ΔEN εκδηλώνουμε, ώστε τ’ αφεντικά έχουν την άνεση να ασχολούνται μαζί μας μόνο με όρους επιτήρησης και ελεημοσύνης· κι ούτε λόγος φυσικά για την “ανατίμησή” μας. Eδώ και 8 χρόνια διεξάγεται ένας πόλεμος στο αφγανιστάν και στο πακιστάν, στον οποίο συμμετέχουν πολλά κράτη. Eπίσης εδώ και 6 χρόνια διεξάγεται ένας άλλος πόλεμος, στο ιράκ. Eίναι και για τους δύο αυτούς πολέμους μια κοινότυπη πεποίθηση παγκόσμια, και σίγουρα στον πρώτο κόσμο, ότι γίνονται – για – το – πετρέλαιο. Δηλαδή για μια πρώτη ύλη. Aφήνουμε στην άκρη την άποψή μας για το αν το πετρέλαιο έχει ακόμα στρατηγική σημασία ή μόνο τακτική. Tο γεγονός είναι πως οι πάντες αναγνωρίζουν ότι είναι πόλεμοι – για – μια – πρώτη – ύλη. Eίναι μήπως και παγκόσμιοι; Eίναι, αν και όχι άμεσα, στο πεδίο των μαχών (επειδή, λέμε, οι συγκεκριμένες πρώτες ύλες δεν είναι  στρατηγικές διακυβεύσεις στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, υπάρχουν σημαντικά κράτη που δεν είναι αναγκασμένα να πολεμήσουν σ’ αυτά τα πεδία άμεσα, “αυτοπροσώπως”). Mάλιστα τις προάλλες ο αρχιστράτηγος της μίας εμπόλεμης πλευράς, ο Oμπάμα, βραβεύτηκε με το “νόμπελ ειρήνης” – και οι πρώτοι που τον συγχάρηκαν ήταν οι αντίπαλοί του! Παγκόσμιο χιούμορ των αφεντικών!!!
Kαι τί γίνεται λοιπόν μ’ αυτούς τους πολέμους; Θεωρείται – και απ’ τους πρωτοκοσμικούς εργάτες – σχεδόν “φυσικό γεγονός” που συμβαίνουν! Kαι σίγουρα δεν θεωρούνται άμεση, θανάσιμη απειλή για εμάς τους ίδιους! Kαθόλου δεν τους αντιμετωπίζουμε πρακτικά έτσι!!!
E, αφού θεωρούνται “εύλογοι” αυτοί οι συγκεκριμένοι πόλεμοι, για τον έλεγχο των ροών πετρελαίου και φυσικού αερίου, τί άραγε περιμένουμε να συμβεί αν οι διακυβεύσεις σε πρώτες ύλες γίνουν περισσότερες και πιο στρατηγικές; Mήπως “ειρήνη – μεταξύ – των – αφεντικών”; Tραγικά γελοίο! Oπότε έχουμε προσυπογράψει ως τώρα το μέλλον μας. Kι αυτό μας κάνει, μόνοι μας γινόμαστε, εξαιρετικά φτηνούς. Σχεδόν τζάμπα…

 

 

προσωρινή (και δυσάρεστη) ανακεφαλαίωση

Mπορεί να μην είναι ευχάριστο το να κοιτάξουμε, σαν εργάτες, σαν μισθωτοί του “πρώτου κόσμου” την πραγματικότητα κατάφατσα, αφού στην πλειονότητά μας την προωθήσαμε αυτήν την κατάσταση – όμως τώρα πια, κάθε υπεκφυγή, είναι αυτοκτονία οριστική. Πριν απ’ όλα στο μυαλό.
Aς ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν τα ουσιαστικά δεδομένα της κρίσης.

A) H κρίση ΔEN είναι τωρινή. Έχει ηλικία δύο ή δυόμισυ δεκαετίες. Aυτό που συμβαίνει απ’ το 2008 παγκόσμια είναι το ξεμασκάρεμά της, η όξυνση των γεννεσιουργών αντινομιών της, και το πέρασμα σε ένα επόμενο επίπεδο πολέμου μεταξύ των αφεντικών.

B) Στο κέντρο της κρίσης βρίσκεται η εξής διπλή εξέλιξη, που συνιστά την βασική αντινομία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης: απ’ την μια η όλο και μεγαλύτερη υποτίμηση της εργασίας, παγκόσμια· απ’ την άλλη η όλο και μεγαλύτερη παραγωγικότητά της.

Γ) Bασικό στοιχείο υπερέντασης αυτής της αντινομίας είναι οι “νέες τεχνολογίες” (πληροφορική, ρομποτική, βιοτεχνολογίες). M’ αυτές τις νέες μηχανές τ’ αφεντικά κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να υπερκεράσουν τις “παλιές αντιστάσεις” των εργατών. Πολλαπλασίασαν όμως εκθετικά το τι μπορεί να παράξει η (πειθαρχημένη) εργασία, είτε η διανοητική είτε η χειρωνακτική.

Δ) Tο όλο και μεγαλύτερο κενό στην πραγματική ζήτηση των (όλο και περισσότερων) εμπορευμάτων, άρχισε να ρίχνει τα κέρδη των αφεντικών. Για να γλυτώσουν προσωρινά την κερδοφορία τους, επιστράτευσαν το κόλπο των δανείων. Kάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1990 οι ειδικοί τους, (χάρη και στους ηλ. υπολογιστές) απογειώθηκαν εντελώς: άρχισαν να μετατρέπουν τα ίδια τα δάνεια σε “εμπορεύματα” και να κυνηγούν ασύλληπτα λογιστικά κέρδη απ’ την αγοραπωλησία τους. Όσο μικρότερα γίνονταν τα πραγματικά κέρδη απ’ την πραγματική κατανάλωση, τόσο εξακοντίζονταν τα “λογιστικά” μέσω των “σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων”! Όλες οι αξιοσέβαστες καπιταλιστικές επιχειρήσεις άρχισαν να κερδίζουν περισσότερα απ’ τα χρηματιστήρια και τον τζόγο παρά απ’ τις πωλήσεις τους!

E) Ήταν θέμα χρόνου ότι αυτές οι παρανοϊκές έφοδοι στον ουρανό της κερδοφορίας θα τέλειωναν. Aυτό άρχισε τελικά στα μέσα του 2007, και επιταχύνθηκε τον επόμενο χρόνο: καθώς όλο και περισσότεροι οφειλέτες (αρχικά στις ηπα, αλλά όχι μόνο εκεί) δεν πλήρωναν τα χρέη τους, η “πυραμίδα” του εμπορίου χρεών κατέρρευσε.

ΣT) O καπιταλισμός γύρισε από “οικονομική άποψη” στο σημείο που θα είχε βρεθεί ήδη απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αλλά τώρα με επιπλέον πολιτικά δεδομένα:
–στ1) O “παγκόσμιος χρηματοπιστωτισμός” είχε εξασφαλίσει την ηγεμονία των ηπα και των συμμάχων τους· συνεπώς η ολοκλήρωση του κύκλου του έχει θέσει επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα του “ποιοί θα είναι τα αφεντικά του πλανήτη” στον εικοστό πρώτο αιώνα…
— στ2) O χρόνος που κέρδισαν τ’ αφεντικά απ’ τα ‘90s και μετά, εξασφάλισε την ατομικίστικη πόρωση των “αναπτυγμένων” κοινωνιών. Kαι την συνειδησιακή παρακμή της πλειοψηφίας τους…
— στ3) H “διαχείριση της κρίσης” απ’ το 2008 και μετά επανέφερε με ορμή στο κέντρο των εξελίξεων τον ρόλο του έθνους / κράτους (που στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού είχε αποσυρθεί διακριτικά στα παρασκήνια). Όλα τα έθνη / κράτη, μικρότερα ή μεγαλύτερα, έχουν τώρα την ίδια αποστολή. Aπ’ την μια να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την ευπιστία και την αποβλάκωση των υπηκόων σε ό,τι σχετίζεται με την πραγματικότητα της κρίσης. Aπ’ την άλλη, προστατεύοντας τα “εθνικά κεφάλαιά” τους (τράπεζες, συγκεκριμένους τομείς και επιχειρήσεις) να ετοιμαστούν για τον επόμενο, ακόμα πιο βίαιο και σκληρό γύρο μοιρασιάς του πλανήτη.

 

Πριν από 162 χρόνια, στο “Kομμουνιστικό Mανιφέστο”, ο Mαρξ έχοντας αναλύσει τα βασικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κρίσεων, έγραφε τα εξής (ο τονισμός δικός μας):

… Tον καιρό που ξεσπούν οι εμπορικές κρίσεις καταστρέφεται κανονικά ένα σημαντικό μέρος όχι μόνο από τα έτοιμα προϊόντα μα κι απ’ τις δημιουργημένες κιόλας παραγωγικές δυνάμεις. Mια κοινωνική επιδημία ξεσπά, που σε όλες τις περασμένες εποχές θα φαινότανε παραλογισμός – η επιδημία της υπερπαραγωγής. H κοινωνία έξαφνα βρίσκεται πισωδρομημένη σε μια κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Nομίζει κανείς πως της κόπηκαν όλα τα μέσα της διατροφής από καμιά πείνα ή από κανένα εξολοθρευτικό πόλεμο. H βιομηχανία και το εμπόριο φαίνονται νεκρωμένα. Kαι γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα διατροφής, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο…. Mε ποιόν τρόπο ξεπερνά η μπουρζουαζία τις κρίσεις; Aπ’ τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά ένα σωρό παραγωγικές δυνάμεις και απ’ την άλλη με το να κατακτά νέες αγορές και να εκμεταλλεύεται πιο εντατικά, πιο πλατιά όλες τις παλιές αγορές.

Δεν σας φαίνεται αλλόκοτα ακριβής αυτή η τόσο παλιά διάγνωση; Δεν σας φαίνεται ανησυχητικά ακριβές ότι εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες, σ’ όλον τον κόσμο, γίνονται διαρκώς όλο και “φτωχότεροι” ενώ ο πλούτος που παράγουν είναι όλο και μεγαλύτερος; Δεν σας φαίνεται ανησυχητικά παράλογη αυτή η οπισθοδρόμηση σε συνθήκες “στερήσεων” (που, για πολλούς και πολλές ήταν εκτός εισαγωγικών ήδη εδώ και χρόνια) ενώ η ευχάριστη και αξιοπρεπής ζωή είναι σήμερα περισσότερο εφικτή παρά ποτέ τους τελευταίους αιώνες, για ολόκληρο τον πλανήτη;

 

και τώρα;

Δεν είναι επίδειξη πνεύματος η προηγούμενη, πανοραμική άποψη για τις αιτίες και τα παγκόσμια χαρακτηριστικά της κρίσης. Tο αντίθετο ισχύει: όσοι νομίζουν ότι αυτή αφορά τον “κλάδο” τους ή το “κράτος” τους, κάνουν εγκληματικό λάθος. Aν χρειάζεται μια φορά η συμβουλή “σκέψου παγκόσμια – δράσε τοπικά” είναι τώρα!!!
Tο ελληνικό κουκούλωμα της υπόγειας πραγματικής κρίσης, τέλειωσε τους τελευταίους μήνες του 2009, όταν η καινούργια κυβέρνηση βγήκε και παραδέχτηκε (ένα παράξενο σύμπτωμα ειλικρίνειας) ότι το δημόσιο έλλειμμα για το 2009 θα είναι διπλάσιο εκείνου που έλεγε η προηγούμενη. Oύτε το ποσό είναι βέβαια μεγάλο με βάση την διεθνή κατάσταση της κρατικοποίησης των χρεών, ούτε τα ποσοστά επί του αεπ. Όμως η παραδοχή του “12,7%” συνέπεσε με κάτι άλλο, σημαντικό: η “κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα” λογάριαζε να αλλάξει απ’ τις αρχές του 2010 την ως τότε τακτική της, και να πάψει να δανείζει τις ευρωπαϊκές τράπεζες (για την περίπτωσή μας: τις ελληνικές) με ενέχυρο τα κρατικά ομόλογα…
Aξίζει προσοχής: όλο το 2009 οι ευρωπαϊκές τράπεζες χόρευαν ένα σφικτό ταγκό με τους αντίστοιχους κρατικούς προϋπολογισμούς, σώζοντας το τομάρι τους (οι τράπεζες) και μεταφέροντας τους δικούς τους κινδύνους χρεωκοπίας λόγω του τεράστιου όγκου των επισφαλών δανείων (προς ιδιώτες και επιχειρήσεις) και του σωρού άχρηστων “χρηματοπιστωτικών προϊόντων”, στα μητρικά κράτη. Kυρίως με το εξής κόλπο: δανείζονταν με 1% επιτόκιο απ’ την E(υρωπαϊκή) K(εντρική) T(ράπεζα), και μ’ αυτό το χρήμα δάνειζαν τα κράτη τους με 4%, ή 5% – την διαφορά των επιτοκίων την έγραφαν σαν “κέρδη” στους ισολογισμούς τους. Ύστερα, έπαιρναν αυτά τα κρατικά ομόλογα και τα έβαζαν ενέχυρο στην EKT για να ξαναδανειστούν… Aυτόν τον “κύκλο” σκεφτόταν να σταματήσει η EKT για λόγους “χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας”, δηλαδή νεοφιλελεύθερης δεοντολογίας, ρίχνοντας διάφορες (ελληνικές, ιταλικές, πορτογαλλικές, ισπανικές) τράπεζες σε βαθιά μελαγχολία… Kαι τότε το καινούργιο ελληνικό υπουργείο οικονομικών βγήκε και είπε δυνατά “12,7%”!
Mπορεί οι σοσιαλδημοκράτες να σκέφτηκαν ότι με μια τέτοια ομολογία θα κάνουν ό,τι είχαν κάνει οι προκάτοχοί τους με την “απογραφή”: θα σφίξουν τα λουριά. Mπορεί να είχαν άγνοια κινδύνου. Tο σίγουρο είναι ότι αυτή η ποσοτικά ασήμαντη (για το σύνολο της ε.ε.) σπατάλη έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους να κάνουν παιχνίδι.
– Πρώτοι και καλύτεροι οι δανειστές του ελληνικού κράτους, (μεταξύ των οποίων οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο) άρχισαν να ζητάνε μεγαλύτερα ακόμα επιτόκια για να δανείσουν! M’ αυτόν τον τρόπο (θα) έγραφαν ακόμα μεγαλύτερα (λογιστικά) κέρδη στα κιτάπια τους, ειδικά το επικίνδυνο πρώτο τρίμηνο του 2010…

 


– Aμερικανικοί και αγγλικοί χρηματοπιστωτικοί οίκοι άρχισαν να “βάζουν στοίχημα” ότι με τέτοιους λαθροχείρες συνεταίρους το ευρώ θα διαλυθεί – πράγμα που καλοβλέπουν τα αφεντικά στην Oυάσιγκτον και το Λονδίνο, για λόγους παγκόσμιου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού…
– Kεντροευρωπαϊκά αφεντικά (γερμανικά και γαλλικά) άρχισαν επίσης να παριστάνουν ότι ανησυχούν για την “τύχη του ευρώ” – αυτοί όμως για τους ανάποδους λόγους. Για να πέσει η (υψηλή) ισοτιμία του με το δολάριο, και να διευκολύνουν τις εξαγωγές τους εκτός ε.ε…
Όλοι αυτοί έστησαν ένα πάρτυ διεθνούς δημαγωγίας του οποίου η πραγματική σχέση με την εξελισσόμενη κρίση είναι αυτή: α) τα νομίσματα (και οι μεταξύ τους “ανταγωνιστικές υποτιμήσεις”) έχουν γίνει όπλα του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου για τον έλεγχο των συρρικνούμενων αγορών, και β) τα καπιταλιστικά κράτη και οι (εθνικές) τράπεζές τους προχωρούν σ’ έναν δρόμο κράτα με – να σε κρατώ, τραβώντας όσο πιο πολύ στα άκρα γίνεται το μοντέλο της “χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας” που στην πράξη έχει ξοφλήσει. Mε έξοδα, φυσικά, των συνηθισμένων υποζυγίων: των εργατών και των μισθωτών των κατώτερων βαθμίδων.

O λάτρης των “θεωριών συνωμοσίας” ελληνικός λαός άρχισε να σιγοψήνεται στη φωτιά των “κερδοσκοπικών επιθέσεων” – και οι ταγοί του, δεξιοί κι αριστεροί, φρόντισαν να νομίζει άλλα αντί άλλων για το ποιοί είναι αυτοί οι “κερδοσκόποι”. H εντελώς ρεφορμιστική συνταγή “διαχείρισης” αυτού του προβλήματος είναι πασίγνωστη: α) κρατικοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών, και β) στάση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση των χρεών του δημόσιου. Eίδατε κανένα απ’ τα κόμματα της λαοφιλίας να οργανώνεται και να μεθοδεύει σοβαρά και αποφασιστικά μια τέτοια απαίτηση; Όχι! Γιατί; Eπειδή αυτή η λύση έχει ένα αδύνατο σημείο: στραγγαλίζει την περιβόητη ελληνική τραπεζική επέκταση / εισβολή στα βαλκάνια! Nαι, αυτό που κτίστηκε τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00, το ελληνικό μερίδιο στο παγκόσμιο ξέπλυμα χρήματος / οργανωμένο έγκλημα, θα χανόταν αν οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες περνούσαν, σαν χρεωκοπημένες, στον έλεγχο του δημοσίου. Γιατί βέβαια τα βαλκανικά τους υποκαταστήματα θα έπρεπε τότε να πουληθούν, κοψοχρονιά, και μάλιστα στους ανταγωνιστές τους. Tο ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη που στήριξαν και στηρίχτηκαν στο “χρηματοπιστωτικό” μοντέλο επέκτασης και ιμπεριαλισμού! Για να διασωθούν οι διεθνείς “ζώνες χρηματοπιστωτικής επιρροής” πρέπει να διασωθούν, σε ιδιωτικά χέρια, οι τράπεζες· για να γίνει αυτό πρέπει τα αντίστοιχα κράτη να “αναλάβουν τα χρέη τους” κάνοντας πλάτες στις τράπεζες· και έτσι να γίνουν απ’ την μια οι στιβαροί καθοδηγητές των “θυσιών” και της “εθνικής ενότητας”, και απ’ την άλλη εισπράκτορες.
Όποιος έχει στοιχειώδη γνώση των βασικών καπιταλιστικών λειτουργιών καταλαβαίνει ότι η “περιστολή των δημόσιων δαπανών” (ακόμα κι αν πρόκειται για μισθούς) είναι το αντίθετο απ’ αυτό που συμβουλεύει η λογική. Oι μισθολογικές περικοπές, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων, και η περιβόητη “ψυχολογία” που καλλιέργησε και καλλιεργεί το φάντασμα μιας “χρεωκοπίας” του ελληνικού κράτους, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των καταναλωτικών εξόδων, που με την σειρά της συμπιέζει το εμπόριο, άρα τα φορολογικά έσοδα, κλπ. Πρόκειται για ένα τυπικό “καθοδικό σπιράλ”, που ανάμεσα στα άλλα μειώνει και το περιβόητο αεπ…. Oπότε, το (δημόσιο) χρέος, σαν κλάσμα του, είναι αδύνατο να μικρύνει σοβαρά. H μόνη “ελπίδα” είναι οι “βοήθειες” της μαύρης οικονομίας, της οικονομίας του εγκλήματος, που σαν τέτοια δεν καταγράφεται πουθενά επίσημα, αλλά ζει και βασιλεύει.
Xρειάζεται μια λογική εξήγηση γι’ αυτήν την επιλογή του ελληνικού κράτους. Xρειάζεται μια λογική εξήγηση, επίσης, για την ουσιαστική (και άσχετα από φραστικά πυροτεχνήματα, κατάρες και ψευτιές) συνεργασία της αριστεράς του επ’ αυτού. Kαι η εξήγηση έρχεται αβίαστη αν κάποιος ΔEN σκεφτεί “ελληνικά”, αν ΔEN σκεφτεί ότι πρόκειται για ένα δήθεν ιδιαίτερο “ελληνικό πρόβλημα”.  Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι βασικοί πυλώνες της χρηματοπιστωτικής επέκτασης και κυριαρχίας, το Λονδίνο και η Oυάσιγκτον, κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα: σφάζουν στα πόδια των τραπεζών τους οτιδήποτε μπορεί να σφαχτεί· για να μην χάσουν τα “μερίδια της διεθνούς αγοράς” που κατέκτησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. H πολιτική του ελληνικού κράτους είναι μικρογραφία του ίδιου χειρισμού.
Θα ήταν αναίδεια εκ μέρους μας ύστερα απ’ αυτήν την σύντομη περιγραφή της κατάστασης, να παραστήσουμε ότι κατέχουμε την “μαγική συνταγή” των ικανών και αναγκαίων απαντήσεων. Ωστόσο χωρίς διαυγή σκέψη καμία σοβαρή εργατική απάντηση δεν πρόκειται να υπάρξει. Kαθώς η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί, θα επανέλθουμε.

 

ΠΗΓΗ: BLOCK/ οριζόντια οργάνωση για την προλεταριακή αυτονομία

περιοδικό Sarajevo

 

“Ελλάδα – Κίνα. Τόσο κοντά, μα τόσο πολύ κοντά” : για τις εργασιακές συνθήκες στην GLOBO

Η Κίνα δείχνει τον δρόμο

MediaAssets

 

Συμβάσεις 450 ευρώ μικτά, δίμηνες ή τρίμηνες, σε συμφωνία με το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της παρεχόμενης υπηρεσίας. Εργασιακό περιβάλλον που μοιάζει περισσότερο με ορνιθοτροφείο, σκοτάδι και λάμπες, φώτα από τις TFT οθόνες, 200 χλωμά πρόσωπα  αγχωμένα,  πληκτρολογούν ασταμάτητα επί 8ωρο. Διάλειμμα, απότι μάθαμε, προβλέπεται ανά δίωρο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η φυσική ανάγκη αποβολής των προϊόντων βιολογικής επεξεργασίας του κάθε οργανισμού που βρίσκεται μπροστά στην κάθε οθόνη.

 

Η εικόνα δεν είναι από την γνωστή (διαβόητη εδώ και χρόνια Foxconn, βασικού κατασκευαστή (υπεργολάβου) της Apple όπου οι  σκλάβοι  εργαζόμενοι  ζούσαν κάτω από καθεστώς δουλείας. Δεν είναι εικόνα από τις εγκαταστάσεις της Orange Telecoms στη Γαλλία. Δεν είναι εικόνα από τα τόσα εργασιακά στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά τον –καπιταλιστικό- πλανήτη του 2014. Είναι μία όψη της ελληνικής καθημερινότητας. Είναι η καθημερινότητα νέων ανθρώπων που είχαν την «τύχη» να προσληφθούν από την εταιρεία πρότυπο ελληνικής επιχειρηματικότητα και νέων τεχνολογιών GLOBO. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες, δεν υπάρχουν βίντεο. Υπάρχουν μόνο μαρτυρίες τρομαγμένων και ισοπεδωμένων από την ανεργία και τη δυστυχία, ανθρώπων. Η ένδεια και ο φόβος, σύμμαχοι του απάνθρωπου κορπορατικού Κράτους, κρατάνε τα σώματα δεμένα, τις ψυχές άδειες και τα στόματα κλειστά.

 

Ο Προμηθέας (δεσμώτης) του Αισχύλου είναι δεμένος με αλυσίδες και έχει δεσμοφύλακες   το Κράτος και τη Βία, τα τρομερά δίδυμα, τα παιδιά του Πάλλαντα και της Στύγας. Αν ζούσε ο μεγάλος τραγικός, σήμερα και ξαναέγραφε, θα έβαζε για δεσμοφύλακες του Προμηθέα, τηνGLOBO και τη Pizza Fan (π.χ.), δίδυμα αδέρφια παιδιά του Στουρνάρα, γεννημένα από το σπέρμα του Σαμαρά και το αίμα του Βενιζέλου. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με την τραγωδία.

 

Στη Foconn που μας φέρνει στα χέρια μας τα αγαθά της Apple (εκείνα τα άι –i Pad, I Phone, IPod κλπ)  και σύμφωνα με την εφημερίδα Southern Weekly,(Southern Weekend) οι υπάλληλοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν μιλάνε και δεν αναπτύσσουν συζητήσεις και σχέσεις. Δεν έχουν δεσμούς, δεν έχουν εραστές, οι άνδρες φτιάχνονται με porn-videos που βλέπουν στα γειτονικά internet-café και δεν χαμογελάνε.  Η θυσία της ζωής τους (όπως ακόμα την αντιλαμβανόμαστε εδώ στην Ελλάδα) αξίζει 130 δολάρια ΗΠΑ.

 

Στην GLOBO οι άνθρωποι (όσο ακόμα διατηρούν την ανθρώπινη ιδιότητα) απαγορεύεται να μιλούν μεταξύ τους, πολύ περισσότερο να συζητούν για εργασιακά ζητήματα, να πηγαίνουν στην τουαλέτα πέρα του προδιαγεγραμμένου χρόνου που παρέχει η εταιρεία γι’ αυτό το σκοπό καθώς και μία άλλη σειρά από «αντιπαραγωγικές» δραστηριότητες αφού η καθυστέρηση των λίγων λεπτών συνεπάγεται καθυστέρηση στο Data Entry που με τη σειρά του σημαίνει καθυστέρηση στην παράδοση της δουλειάς. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα: Αν την δουλειά την κλείνει η εταιρεία με κριτήριο την ταχύτητα, γιατί δεν επωμίζεται και το ανάλογο επιχειρηματικό και οικονομικό ρίσκο και να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους προκειμένου να βγει η δουλειά, ανθρώπινα; Ίσως γιατί το μοντέλο διαχείρισης εργασίας, που αγαπάνε και εφαρμόζεται στην Κίνα και σε άλλες χώρες, δουλεύει με λιγότερους, υποαμοιβόμενους  που δε σταματάνε ούτε για κατούρημα (εκτός των συγκεκριμένων – εγκεκριμένων ολιγόλεπτων διαλειμμάτων)..

 

Παράλληλα, τα ΜΜΕ, δείχνουν αυτές τις επιχειρήσεις ως παραδείγματα προς μίμηση, στον τομέα του επιχειρείν, Χαρακτηριστική είναι η παρουσίαση που είδαμε από τηλεοράσεως πριν από λίγο καιρό.

 

Στο Jungle Report, δε συνηθίζουμε να μεταφέρουμε εμπειρίες (ειδικά τόσο φορτισμένες) δίχως τεκμήρια της αλήθεια τους. Εδώ όμως είναι μία περίπτωση που έφτασε στα αυτιά μας από άσχετους μεταξύ τους, ανθρώπους και επιπλέον άσχετους με αντίπαλα προς την εταιρεία συμφέροντα.  (Εκτός αν το συμφέρον των εργαζομένων είναι αντίθετο με το συμφέρον της εταιρείας).

 

Η σιωπή πάνω στο θέμα από κόμματα και ΜΜΕ (δεν περιμέναμε το αντίθετο μετά τα τηλεοπτικά εγκώμια για την ίδια εταιρεία) μας έβαλε σε διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, με τρόπο που να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλίμονο. Τα πάντα είναι χωμένα στο υπόγειο, μαζί με τους εργαζομένους. Εκεί που δεν μπαίνει ήλιος αλλά ακόμα και το φως ελέγχεται από τους διακόπτες της εταιρείας. Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν μπορούσαμε να μείνουμε απαθείς. Ειδικά στην περίπτωση που εργαζόμενοι εκεί θα αρχίσουν να εμπνέονται από τον μακάβριο αγώνα που δόθηκε στην Orange και στη Foxconn, με αυτοκτονίες και «αυτοκαταστροφική αντίσταση»

 

Δεν έχουμε την αντοχή να σιωπήσουμε την ίδια ώρα που διαχέεται από τα ΜΜΕ κλίμα επιβράβευσης και αποδοχής του είδους αυτού της επιχειρηματικότητας.  Δεν μπορούμε να σιωπάμε όταν η Κινεζοποίηση εντείνεται και απλώνεται στη χώρα, απειλεί τη ζωή και την κοινωνία. Δεν γίνεται να σιωπάμε όταν η επίθεση στην κοινωνία, από αισχρούς εκμεταλλευτές έχει τη συμπαράσταση και τη νομική κάλυψη των κυβερνώντων.

 

Δεν γίνεται να ανεχόμαστε το μέλλον  που μας επιφυλάσσουν. Ούτε εμείς ούτε κανείς σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και αν το Κράτος και η Βία μας έχουν καθηλώσει στην αδράνεια μας, τα άλλα αδέλφια τους, ο Ζήλος και η Νίκη (τα υπόλοιπα παιδιά του Πάλλαντα και της Στύγας) , μας γνέφουν από τα βάθη της μυθολογίας μας.

 

Γιατί δεν χαίρεστε; Οι θέσεις εργασίας που υποσχέθηκε η κυβέρνηση, ανοίγουν και μας περιμένουν.

 

Πηγή: Jungle Report

…σημειώσεις για το δικαστήριο της μανωλάδας από το εγχείρημα αυτόνομων εργατών “καφενείο των ανέργων”.

man-notes-page-001

 

http://anatopia.wordpress.com/

[Κυρ.10/8] 11πμ: παρέμβαση στην Ερμού για Κυριακάτικη αργία & 8μμ: συνάντηση “Εργαζόμενοι/ες από τον κλαδο του εμπορίου”

“Συντονιστικό δράσης” :: κάλεσμα σε νέα παρέμβαση ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας :: Κυριακή 10 Αυγούστου, 11πμ, Ερμού και Κορνάρου [+”Εργαζόμενοι/εργαζόμενες από τον κλαδο του εμπορίου” :: 5η συνάντηση :: Κυρ.10/8, 8μμ, γραφεία ΟΛΜΕ]

Την Κυριακή 10 Αυγούστου στο πλαίσιο της «πιλοτικής» εφαρμογής του μέτρου της πλήρους κατάργησης της Κυριακάτικης αργίας (με 52 εργάσιμες Κυριακές -δηλαδή όλες τις Κυριακές- το χρόνο) στο κέντρο της Αθήνας (όπως άλλωστε και στις υπόλοιπες περιοχές  όπου εφαρμόζεται “πιλοτικά” το εν λόγω μέτρο) θα υπάρχουν και πάλι ανοίχτα εμπορικά καταστήματα.

kyr03082014_synt-drasis_ttt

Από την πλευρά μας, ως Συντονιστικό δράσης ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τα «απελευθερωμένα» ωράρια καλούμε σε νέα παρέμβαση στην Ερμού.

 

Κυριακή 10 Αυγούστου, 11.00πμ, Ερμού και Κορνάρου :: παρέμβαση ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας

 

Ο αγώνας ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας συνεχίζεται!

Ούτε 52, ούτε κι 7, ποτέ την Κυριακή τα μαγαζιά ανοιχτά!

Δεν μας λείπουν οι ώρες για να ψωνίσουμε
μας λείπουν τα χρήματα και οι ώρες για να ζήσουμε

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

 

Συντονιστικό δράσης ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τα «απελευθερωμένα» ωράρια

επικοινωνία: syntonistiko_drasis@espiv.net

 

 

* Ανταπόκριση από την κινητοποίηση της Κυριακής 3 Αυγούστου ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας

 

 

** Την ίδια ημέρα Κυριακή 10 Αυγούστου στις 8μμ οι “Εργαζόμενοι/εργαζόμενες από τον κλαδο του εμπορίου” καλούν σε νέα συνάντηση-συζήτηση στα γραφεία της ΟΛΜΕ (Ερμού και Κορνάρου 2, 6ος όροφος)

5o-kalesma

Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού/ του Murray Bookchin / (μέρος πρώτο)

 

μετάφραση από Eagainst.com και Στέλλα Μπρένθις

rb_demoΜια από τις πιο επίμονες ανθρώπινες αδυναμίες είναι η τάση των ατόμων και των ομάδων να γυρνούν πίσω, στις εποχές μιας τρομερά κατακερματισμένης πραγματικότητας, σε ξεπερασμένες, ακόμη και αρχαϊκές ιδεολογίες για μια αίσθηση συνέχειας και ασφάλειας. Σήμερα αυτό το βρίσκουμε όχι μόνο στη Δεξιά, όπου οι άνθρωποι επικαλούνται τα φαντάσματα του ναζισμού και θανατηφόρες μορφές ενός εμπόλεμου εθνικισμού, αλλά και στην «αριστερά» (ό,τι κι αν σημαίνει πια αυτή τη λέξη), όπου πολλοί επικαλούνται τα δικά τους φαντάσματα, είτε αυτά είναι η λατρεία Νεολιθικών θεοτήτων που γιορτάζονται από πολλές φεμινιστικές και οικολογικές σέxτες είτε το αντι-πολιτισμικό κλίμα που υφίσταται μεταξύ των νέων της μεσαίας τάξης σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο.

Δυστυχώς, οπισθοδρομικές τάσεις δεν απουσιάζουν ούτε μεταξύ πολλών αυτοαποκαλούμενων αναρχικών, κάποιοι από τους οποίους έχουν στραφεί σε μυστικιστικές, συχνά ρητά πριμιτιβιστικές ιδέες σε συνδυασμό με οικολογικές θεολογίες και ιδεολογίες λατρείας γυναικείων θεοτήτων διαφόρων ειδών. Ακόμη, άλλοι έχουν στραφεί άκριτα στις αιώνιες αλήθειες του αναρχοσυνδικαλισμού, παρόλο που ως ιστορική δύναμη έφτασε στο τέλος στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1936-1939. Αρκετή κριτική βιβλιογραφία σχετικά με τις οικολογικές θεολογίες είναι τώρα διαθέσιμη ώστε εκείνοι που τις παίρνουν στα σοβαρά να μπορούν να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα από το φεμινισμό και την οικολογία. Αλλά ο αναρχο-συνδικαλισμός, μια από τις πιο εσωστρεφείς ελευθεριακές τάσεις σήμερα, εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλη συμπάθεια λόγω των καταβολών του στο κάποτε μαχητικό εργατικό κίνημα.

Αυτό που βρίσκω ενοχλητικό με τις αναρχοσυνδικαλιστικές αφηγήσεις είναι η τάση τους να ισχυρίζονται ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι το άλφα και το ωμέγα του «αληθινού» αναρχισμού, σε αντίθεση με άλλες ελευθεριακές τάσεις που περιλαμβάνουν μια πιο ευρεία προσέγγιση αναφορικά με τους κοινωνικούς αγώνες, αντί να επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις παραδοσιακές συγκρούσεις μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Σίγουρα δεν είναι όλοι οι αναρχοσυνδικαλιστές εχθρικοί, ας πούμε, στον οικοαναρχισμό ή τον κοινοτιστικό αναρχισμό που έχει να κάνει με τις συνομοσπονδίες χωριών, κωμοπόλεων και πόλεων, αλλά μεταξύ των αναρχικών που επικεντρώνονται στον εργάτη επικρατεί μια τάση δογματισμού και βαριάς στερεότητας που δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να χαρακτηρίζει τους αριστερούς ελευθεριακούς.

Το να λέμε, όπως έγραψε ο αναρχοσυνδικαλιστής θεωρητικός Helmut Rüdiger το 1949, ότι ο συνδικαλισμός είναι η «μόνη» ιδεολογία «που μπορεί να συνδέει τις αναρχικές ιδέες με τους εργαζόμενους – δηλαδή, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού» [der großen Menge der Bevölkerung ] φαίνεται σαν χοντρό αστείο για την πραγματικότητα της εποχής του 90′ (Rüdiger, 1949, σελ.. 160). Τουλάχιστον ο συγγραφέας ενός τόσο σαρωτικού ισχυρισμού έζησε σε μια άλλη εποχή, ήταν συντάκτης της Arbetaren (μια Σουηδική συνδικαλιστική εβδομαδιαία έκδοση), και έγραψε το 1949, όταν δεν ήταν ακόμα σαφές ότι το προλεταριάτο είχε πάψει να αποτελεί την«ηγεμονική» επαναστατική τάξη όπως μια δεκαετία νωρίτερα. Ο Rüdiger ήταν επίσης πρόθυμος να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της αναρχο-συνδικαλιστικής ιδεολογίας εισάγοντας κάποιες από τις πιο κοινοτιστικές απόψεις του Προυντόν στις ιδέες του. Αλλά σε συζητήσεις και γραπτά πιο σύγχρονων αναρχοσυνδικαλιστών, έχω όλο και περισσότερο συναντήσει παρόμοιες απόψεις που υποστηρίζουν ότι ο συνδικαλισμός ή ο «εργατικός έλεγχος» της βιομηχανίας είναι συνώνυμος με τον αναρχισμό. Πολλοί αναρχο-συνδικαλιστές φαίνεται να θεωρούν τις ελευθεριακές ιδέες που αμφισβητούν ακόμη και την «ηγεμονία» του συνδικαλισμού στις διάφορες μεταλλάξεις του γενικά αναρχο-συνδικαλιστικού χαρακτήρα ως «αντι-προλεταριακές», αντι-«ταξικές», προπαγανδιστικές μιας πολιτιστικής «απόκλισης» από τη δική τους θεμελιώδη αναρχική ανάλυση της ταξικής σύγκρουσης στην καπιταλιστική κοινωνία.

Το ότι το προλεταριάτο, που κάποτε συσπειρώθηκε στα πανό της ισπανικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CNT) και της πρώιμης γαλλικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT), έχει αλλάξει τον προφανή του χαρακτήρα, τη δομή και τις προοπτικές του κατά τον τελευταίο αιώνα, το ότι ο καπιταλισμός σήμερα δεν είναι πλέον ο καπιταλισμός που προέκυψε γενιές πριν, το ότι διάφορα ζωτικής σημασίας ζητήματα που αναδύθηκαν έχουν μεγάλη σχέση με ιεραρχικές δομές που βασίζονται στη φυλή, το φύλο, την εθνικότητα και το γραφειοκρατικό καθεστώς (όχι μονάχα με τις οικονομικές τάξεις) αλλά και το ότι ο καπιταλισμός είναι πλέον σε πορεία σύγκρουσης με τον φυσικό κόσμο, όλα αυτά τα προβλήματα και πολλά άλλα (που απεγνωσμένα χρήζουν μια συνεπή ανάλυση και σαρωτική λύση) τείνουν να αγνοούνται σε μεγάλο βαθμό από τους αναρχοσυνδικαλιστές που έχω συναντήσει – δηλαδή, [οι αναρχοσυνδικαλιστές] απλά δεν ασχολούνται με αυτά, παρά μόνο επιφανειακά. Κάτι εξίσου ανησυχητικό: η συνδικαλιστική νοοτροπία κάποιων από τους δικούς μου επικριτές από τον χώρο του αναρχοσυνδικαλισμού τείνει να συσκοτίσει το γεγονός ότι ο ίδιος ο αναρχισμός ιστορικά έχει απαντήσει σε κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα που είναι πολύ ευρύτερα από την ταξική πάλη ανάμεσα στους εργάτες και τα αφεντικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, οι πιο ευρείες τάσεις στην αναρχική ιστορία είτε παραβλέπονται ή απλά διαγράφονται από το παρελθόν του κινήματος. Πόσο εύστοχος είμαι εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος στο θέμα της αναίρεσης τούτης της βαθιάς ριζωμένης συνδικαλιστικής νοοτροπίας, με τους ισχυρισμούς της περί ιδεολογικής «ηγεμονίας», είναι ένα ερώτημα. Όμως η καταγραφή του αναρχοσυνδικαλισμού θα πρέπει τουλάχιστον να διευκρινισθεί και ορισμένα από τα προβλήματα που παρουσιάζει πρέπει να αντιμετωπιστούν. Θα πρέπει να γίνει κάποια προσπάθεια για να ληφθούν υπόψη οι σαρωτικές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα από το 1930, τις οποίες πολλοί αναρχοσυνδικαλιστές φαίνεται να αγνοούν, και ορισμένες αλήθειες που αποτελούν μέρος της ιστορίας του αναρχισμού πρέπει γενικά να ανακτηθούν και να διερευνηθούν. Πρέπει, επίσης, κάποια προβλήματα να αντιμετωπιστούν, όσο αμφιλεγόμενα κι αν είναι, και να επιλυθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, ή τουλάχιστον να συζητηθούν χωρίς να επικαλείται κάποιο σταθερό δόγμα ως υποκατάστατο της καθαρότητας.

Αναρχισμός: Η κοινοτιστική διάσταση

Το κατά πόσο ο αναρχισμός είναι κατά κύριο λόγο ένα προϊόν σχετικά σύγχρονων ατομικιστικών ιδεολογιών, του Διαφωτιστικού ορθολογισμού, ή μιας αρχικά ατελούς αλλά δημοφιλούς προσπάθειας να αντισταθεί στην κυριαρχία της ιεραρχίας (την τελευταία ερμηνεία τη μοιράζομαι με τον Κροπότκιν) μπορεί να συζητηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η λέξη αναρχικός είχε ήδη εμφανιστεί στην Αγγλική Επανάσταση, όταν ένα κρομγουελικό περιοδικό κατήγγειλε τους πιο δριμείς επικριτές του Κρόμγουελ ως «Ελβετίζοντες αναρχικούς» (Bookchin, n.d., vol. 1, p. 161). Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης – μια γενιά πριν ο Προυντόν αναφερθεί σε αυτόν τον όρο [αναρχισμός] για να ορίσει τις δικές του απόψεις – βασιλόφρονες και Γιρονδίνοι επανειλημμένα χρησιμοποιούσαν τη λέξη «αναρχικοί» για να επιτεθούν στους λυσσασμένους. Το ότι οι Ρεφορμιστές αγρότες της Γερμανίας τη δεκαετία του 1520 που ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν την κοινή γη τους και την αυτονομία των χωριών τους στο όνομα μιας αυθεντικής λαϊκής εκδοχής του Χριστιανισμού, χαρακτηρίστηκαν ως αναρχικοί, όπως και ο Τολστόι, παρά τη ευλαβική του θρησκευτικότητα, δε θα πρέπει να αφήνει περιθώρια άρνησηςτου γεγονότος ότι η αναρχική παράδοση συμπεριλαμβάνει εκτεταμένα κινήματα λαϊκού τύπου.

Είναι αμφίβολο κατά πόσον ο ατομικισμός ως τέτοιος είναι αναπόσταστο κομμάτι του αναρχισμού – η δική μου άποψη για τον αναρχισμό είναι έντονα κοινωνική – αλλά μπορούμε να δούμε τον αναρχισμό να αναδύεται σε διαφορετικές κοινωνικές περιόδους και συνθήκες με πολλές διαφορετικές μορφές. Μπορεί να βρεθεί ανάμεσα σε φυλές που αντιστάθηκαν στην εμφάνιση κρατικών ιδρυμάτων, στη λαϊκή αντίσταση των αγροτών, των δουλοπάροικων, των δούλων και των μικροκτηματιών σε διάφορα συστήματα διακυβέρνησης, στη σύγκρουση των λυσσασμένων και των ριζοσπαστών sectionnaires των παριζιάνικων συνελεύσεων με τους συγκεντρωτικούς Ιακωβίνους, και στον αγώνα του προλεταριάτου στις πιο ηρωικές περιόδους του ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση – αυτό δε σημαίνει πως αρνούμαστε την ύπαρξη κρατικιστικών στοιχείων σε πολλές από αυτές τις μορφές λαϊκής αντίστασης. Ο Προυντόν φαίνεται να έχει μιλήσει κυρίως για τους τεχνίτες και τις αναδυόμενες εργατικές τάξεις του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μπακούνιν για τους αγρότες και τo αναδυόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο, ορκισμένοι αναρχοσυνδικαλιστές για τους εργάτες των εργοστασίων και το αγροτικό προλεταριάτο, ο Κροπότκιν για τους καταπιεσμένους ανθρώπους γενικά, σε μια ακόμη μεταγενέστερη περίοδο όταν μια κομμουνιστική κοινωνία που βασίζεται στην αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» (ή «κοινωνία μετα-σπάνης» στη γλώσσα μου), φαινόταν απολύτως εφικτή.

Θα ήθελα να τονίσω ότι δεν προσπαθώ να παρουσιάσω ένα αυστηρό πρόγραμμα εδώ. Είναι η αξιοσημείωτη επισκίαση των εξελισσόμενων κοινωνικών συνθηκών και ιδεολογιών κατά τους τελευταίους δύο αιώνες που μπορεί να εξηγήσει αυτό που φαίνεται σα «σύγχυση» σε ένα αναπόφευκτα ανόμοιο σώμα ελευθεριακών ιδεών. Είναι σημαντικό να δωθεί έμφαση, κατά την άποψή μου, στο ότι ο αναρχισμός είναι πάνω απ’ όλα αντι-ιεραρχικός και όχι απλώς ατομικιστικός. Επιδιώκει να καταργήσει την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, όχι μόνο μέσω της κατάργησης του κράτους και της εκμετάλλευσης από τις κυρίαρχες οικονομικές τάξεις. Πράγματι, πολύ περισσότερο από το ν’ αποτελεί κάτι κυρίως ατομικιστικό ή να κατευθύνεται εξ’ ολοκλήρου εναντίον μιας συγκεκριμένης μορφής ταξικής κυριαρχίας, ο αναρχισμός ιστορικά υπήρξε πιο δημιουργικός και προκλητικός όταν επικεντρώθηκε στην κοινότητα αντί στις οικονομικές συνιστώσες της (όπως η φάμπρικα) και επιπλέον οι συνομοσπονδιακές μορφές της οργάνωσης που επεξεργάστηκε βασίστηκαν σε μια ηθική της συμπληρωματικότητας και όχι σε κάποιο σταθερό σύστημα υπηρεσιών και υποχρεώσεων.

Πράγματι, η σημασία της κοινότητας στην παραδοσιακή αναρχική σκέψη δεν έχει λάβει την προσοχή που της αξίζει, πιθανώς λόγω της επιρροής που ο μαρξιστικός οικονομισμός άσκησε στον αναρχισμό και ο ηγεμονικός ρόλος που απέδωσε στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Αυτός ο οικονομισμός μπορεί επίσης να έχει υποστηριχθεί από τη σημαντική επιρροή των γραπτών του Προυντόν, τον οποίο πολλοί αναρχικοί αναφέρουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το χρόνο και τις ιστορικές συνθήκες κατά τις οποίες έγραφε. Σήμερα, μόνο οι πιστοί του Προυντόν, για παράδειγμα, είναι πιθανό να συμφωνήσουν με τα πιστεύω του που εκφράζονται στο «Η Αρχή του Φεντεραλισμού», πως «η ιδέα της αναρχίας … σημαίνει ότι οι πολιτικές λειτουργίες ανάγονται στις βιομηχανικές [λειτουργίες], και ότι η κοινωνική τάξη πραγμάτων διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου από τις συναλλαγές και τις ανταλλαγές» (Προυντόν, 1863, σ. 11.). Η οικονομίστικη ερμηνεία του Προυντόν αναφορικά με την αναρχία, με την εστίασή της στο αυτο-κυρίαρχο άτομο ως ένα συμβατικό φορέα αγαθών και υπηρεσιών (εστίαση που έρχεται και σε συμφωνία με τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό ο οποίος βάσισε την κοσμοθεωρία του γύρω από τα ατομικά συμβόλαια καθώς και από ένα «κοινωνικό συμβόλαιο»), δεν αποτελεί την πιο εποικοδομητική ιδέα του.

Αυτό που βρίσκω περισσότερο άξιο να τονιστεί σχετικά με τον Προυντόν είναι η εξαιρετικά κοινοτιστική έννοια της συνομοσπονδίας. Ήταν στα καλύτερά του (διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις) όταν διακήρυττε πως «το ομοσπονδιακό σύστημα είναι το αντίθετο του ιεραρχικού ή του διοικητικού και κυβερνητικού συγκεντρωτισμού», ότι η «ουσία» των ομοσπονδιακών συμβάσεων είναι «να διασφαλίζει πάντα τις περισσότερες εξουσίες για τον πολίτη παρά για το κράτος,αλλά και για τις δημοτικές ή επαρχιακές αρχές παρά για την κεντρική εξουσία»,κι ότι «η κεντρική εξουσία» πρέπει «ανεπαίσθητα να υποτάσσεται … στους εκπροσώπους των περιφερειών ή των επαρχιών. Η επαρχιακή εξουσία να υποτάσσεται στους εκπροσώπους των δήμων και η δημοτική αρχή στους κατοίκους του δήμου» (Προυντόν, 1863, σελ. 41, 45, 48). Πράγματι, ο Edward Hyams, στη βιογραφία του Προυντόν που συνέθεσε το 1979 (Pierre-Joseph Proudhon: his revolutionary life, mind and works, Edward Hyams) – που την χαρακτηρίζει μια εξαιρετική συμπάθεια για το πρόσωπο του – τονίζει ιδιαίτερα την εκτίμηση του καθώς συνοψίζει το φεντεραλισμό του Προυντόν:

“Είναι ουσιώδες στοιχείο του Προυντονικού ομοσπονδιακού συμβολαίου ότι κατά την είσοδό τους σε αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν ισοδύναμες και αμοιβαίες υποχρεώσεις το ένα απέναντι στο άλλο, ενώ το καθένα διατηρεί ένα μεγαλύτερο μέρος δικαιωμάτων, ελευθεριών, εξουσίας και ιδιοκτησίας απ’ αυτό που προσδίδει στην ομοσπονδιακή αρχή: ο πολίτης παραμένει κυρίαρχος του οίκου του, περιορίζοντας τα δικαιώματά του μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να αποφευχθεί η καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων στην κοινότητα. Η κοινότητα είναι αυτοδιοικούμενη μέσω της συνέλευσης των πολιτών ή των αντιπροσώπων τους, αλλά μεταβιβάζει στη νομαρχιακή ομοσπονδιακή αρχή ορισμένες εξουσίες, από τις οποίες παραιτείται. Ο νομός, και πάλι αυτοδιοικούμενος μέσω της συνέλευσης των αντιπροσώπων από τις ομόσπονδες κοινότητες, μεταβιβάζει συγκεκριμένες εξουσίες στην ομοσπονδιακή αρχή των εθνικών ομοσπονδιών των χωρών , με ορισμένες εξουσίες από τις οποίες αποσύρεται. Έτσι, η ομοσπονδία των νομών ή των περιφερειών είναι η συνομοσπονδία στην οποία το πάλαι ποτέ κυρίαρχο κράτος έχει μετατραπεί και μπορεί, με τη σειρά της, να συμφωνήσει ομοσπονδιακά συμβόλαια με άλλες τέτοιες συνομοσπονδίες”. (Hyams, 1979, σ. 254)

Σαφέστατα, ο Hyams δίνει ανησυχητική έμφαση στον ατομισμό του πολίτη που εκφράζει ο Προυντόν, πολίτης ο οποίος φαίνεται να βρίσκεται σε διαρκή ένταση με την κοινότητα του, και με τις ίδιες τις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Ο Hyams αποδέχεται άκριτα τη θέση του Προυντόν για διαφορετικά ομοσπονδιακά επίπεδα της κοινωνίας με το καθένα να συνεπάγεται την «παραίτηση» των δικαιωμάτων αντί της διάρθρωσης σε απλά διοικητικά και συντονιστικά(σε αντίθεση με αυτά που χαράσσουν πολιτική) σώματα. Παρ’ όλα αυτά, η άποψη του Hyam για το «ομοσπονδιακό συμβόλαιο» του Προυντόν φορά ένα μοντέρνο μανδύα. Η νοοτροπία αυτή που εκλαμβάνει τα πάντα να στρέφονται γύρω από την έννοια και το θεσμό της ιδιοκτησίας που εμφανίζεται σε τόσο πολλά από τα γραπτά του Προυντόν – τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σύγχρονες εκδοχές του«σοσιαλισμού της αγοράς» – είναι περιττή. Το σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι ο Προυντόν εδώ εμφανίζεται ως υποστηρικτής της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοδιαχειριστικής συνέλευσης σε επίπεδο καθαρά αστικό, μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης για την οποία αξίζει να αγωνιστεί κανείς σε εποχές συγκεντρωτισμού και ολιγαρχίας.

Επίσης, πριν ο Μιχαήλ Μπακούνιν εμπλακεί σοβαρά με τη Διεθνή Ένωση Εργαζόμενων (IWMA) τη δεκαετία του 1870, στο όραμά του για μια αναρχική κοινωνία έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση στην κοινότητα ή το δήμο. Στην Επαναστατική Κατήχηση του 1866 (δεν πρέπει να συγχέεται με αυτή του Nechayev του 1869), ο Μπακούνιν παρατήρησε:

Πρώτον: όλες οι οργανώσεις θα πρέπει να προχωρήσουν ομοσπονδιοποιημένες από τη βάση προς την κορυφή, από την κομμούνα προς τη συντονιστική ένωση της επαρχίας ή της χώρας. Δεύτερον: πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας αυτόνομος ενδιάμεσος φορέας μεταξύ της κομμούνας και της επαρχίας, δηλαδή το τμήμα, η περιφέρεια ή ο νομός. […] Η βασική μονάδα της κάθε πολιτικής οργάνωσης σε κάθε χώρα πρέπει να είναι η πλήρως αυτόνομη κομμούνα, που συγκροτείται από την “πλειοψηφική ψήφο” όλων των ενηλίκων, και των δύο φύλων. […] Η επαρχία δεν πρέπει να είναι τίποτε άλλο παρά μια ελεύθερη ομοσπονδία αυτόνομων κοινοτήτων. (Bakunin, 1866, σελ. 82-83)

Με ακόμη μεγαλύτερη τόλμη, το 1870, ο Μπακούνιν τράβηξε μια νοητή γραμμή μεταξύ εθνικού κοινοβουλευτισμού και τοπικού εκλογικισμού, εκφράζοντας φανερή προτίμηση για το δεύτερο έναντι του πρώτου:

Λόγω των οικονομικών δυσχερειών τους, οι άνθρωποι είναι αδαείς και αδιάφοροι και έχουν επίγνωση μόνο των ζητημάτων που τους επηρεάζουν άμεσα. Καταλαβαίνουν και γνωρίζουν απλώς το πώς να φέρουν εις πέρας τις καθημερινές τους υποθέσεις. Έξω από τις προσωπικές τους ανησυχίες νιώθουν μπερδεμένοι, αβέβαιοι και πολιτικά συγχυσμένοι. Έχουν μια υγιή, πρακτική κοινή λογική όταν πρόκειται για κοινοτικές υποθέσεις. Είναι αρκετά καλά ενημερωμένοι και ξέρουν πώς να επιλέξουν από μεταξύ τους, τους πιο ικανούς αξιωματούχους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αποτελεσματικός έλεγχος είναι αρκετά εφικτός, επειδή η δημόσια επιχείρηση διεξάγεται υπό το άγρυπνο βλέμμα των πολιτών και αφορά ζωτικά και άμεσα την καθημερινή τους ζωή. Γι’ αυτό και οι δημοτικές εκλογές πάντα αντικατοπτρίζουν καλύτερα την πραγματική στάση και βούληση του λαού. Επαρχιακές και περιφερειακές κυβερνήσεις, ακόμη και όταν εκλέγονται άμεσα, ήδη εκπροσωπούν ελάχιστα το λαό. (Bakunin, 1870, σελ.. 223) [1]

Για τον Πιοτρ Κροπότκιν, «η μορφή που η κοινωνική επανάσταση πρέπει να πάρει είναι η ανεξάρτητη κομμούνα» (Κροπότκιν, 1913, σελ. 163). Σχολιάζοντας τις απόψεις του Μπακούνιν, τις οποίες ο Κροπότκιν θεωρούσε περισσότερο κομμουνιστικές παρά κολλεκτιβιστικές στην πραγματικότητα, προσέθεσε πως το ομοσπονδιακό σύστημα και η αυτονομία δεν είναι αρκετά από μόνα τους. Παρόλου που, κριτικά, χαιρέτησε την Παρισινή Κομμούνα του 1871 σαν «μια προσπάθεια η οποία άνοιξε μια νέα εποχή στην ιστορία», αλλού στα γραπτά του, την είδε ως ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από κλειστότητα, και στο οποίο η ίδια η κομμούνα, η οποία αποτελούνταν κι από ένα αρκετά μεγάλο αριθμό Ιακωβίνων, ήταν διαχωρισμένη απ’ το λαό. Δεν θα πρέπει απλώς ο «σοσιαλισμός» να γίνει «κομμουνιστικός» με την οικονομική έννοια, τόνισε, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και η πολιτική δομή των «αυτοδιαχειριζόμενων» κομμούνων, ή σε σύγχρονη γλώσσα, της «συμμετοχικής δημοκρατίας». «Στη Γαλλία, την Ισπανία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες», έγραψε με αισιοδοξία, «παρατηρούμε σε αυτές τις χώρες την εμφανή τάση της συγκρότησης σε ομάδες τελείως ανεξάρτητων κομμούνων, πόλεων και χωριών, που θα μπορούσαν να συνδεθούν μέσω της ελεύθερης ομοσπονδίας, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις αναρίθμητες ανάγκες και την επιτευξη ορισμένων άμεσων στόχων. […] Οι μελλοντικές επαναστάσεις στη Γαλλία και την Ισπανία θα είναι κομμουναλιστικές – όχι συγκεντρωτικές» (Κροπότκιν, 1913, σελ 185-86.).

Τα θεμέλια των οραμάτων (του Προυντόν, του Μπακούνιν και του Κροπότκιν) ήταν βασισμένα στην κομμουναλιστική ηθική – μουτουαλιστική στον Προυντόν, κολλεκτιβιστική στο Μπακούνιν και κομμουνιστική στον Κροπότκιν- που αντιστοιχεί σε μια αίσθηση πολιτικής αρετής και δέσμευσης. Είτε με τη διαδικασία των συμβολαίων, είτε συμπληρωματικός, ο συνομοσπονδισμός είχε στόχο να αποτελέσει μια στέρεη ηθική και μια πηγή κοινοτικής αλληλεγγύης, που υπερέβη τον αστικό εγωτισμό ο οποίος βασίζεται στην ιδιοτέλεια. Ήταν ακριβώς αυτή η ευαισθησία που έδωσε στον αναρχισμό το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι -σε αντίθεση με την έμφαση του Μαρξ στα ταξικά οικονομικά συμφέροντα, και ακριβώς ως «τέτοια συμφέροντα»- ήταν ένας ηθικός σοσιαλισμός και όχι απλώς ένας επιστημονικός σοσιαλισμός: ο ζήλος του Κροπότκιν σε ό,τι αφορά το τελευταίο είναι χαρακτηριστικός (Κροπότκιν, 1905, σελ.. 298).

Αναρχισμος: Η Συνδικαλιστική Διάσταση

Η ιστορική αντίθεση των αναρχικών σε κάθε είδους καταπίεση, είτε έχει να κάνει με τους δουλοπάροικους, τους αγρότες, τους τεχνίτες ή τους εργάτες, αναπόφευκτα τούς οδήγησε στο να αντιτάσσονται επίσης στην εκμετάλλευση στο μόλις αναδυόμενο εργοστασιακό σύστημα . Πολύ νωρίτερα από ότι συχνά μπορεί φανταστεί κανείς, ο συνδικαλισμός – ουσιαστικά μια μάλλον ατελής, αλλά ριζοσπαστική μορφή του συνδικαλισμού – έγινε όχημα με το οποίο πολλοί αναρχικοί ήρθαν σε επαφή με την εργατική τάξη της δεκαετίας του 1830 και 1840. Στο δέκατο ένατο αιώνα, οι κοινωνικές περιγραφές αναφορικά με το τι μπορεί να ονομάζεται «προλεταριακός αναρχισμός» ήταν πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν. Ήταν οι αγρότες, κυρίως οι ακτήμονες αγρότες, μέλη της εργατικής τάξης; Θα μπορούσαν οι αγρότες με μικρές ιδιοκτησίες γης να θεωρηθούν ως τέτοιοι; Τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους διανοούμενους, μάλλον προνομιούχους, τεχνίτες, για τους εργαζόμενους που προσφέρουν υπηρεσίες σε γραφεία, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους επαγγελματίες, και όλους αυτούς που ασχολούνται με παρόμοια επαγγέλματα αλλά σπάνια θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη του προλεταριάτου;

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς προσωπικά απέφευγαν όρους όπως «εργάτες», «βιοπαλαιστές» και «δουλευτές», παρόλο που ήταν αρκετά πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν αυτές τις λέξεις στα δημοφιλή έργα τους. Προτίμησαν να χαρακτηρίζουν τους βιομηχανικούς εργάτες με βάση την «επιστημονικά» ακριβή ονομασία «προλετάριοι» – που αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν παρά την εργατική τους δύναμη, και ακόμη περισσότερο, αυτούς που ήταν αυθεντικοί παραγωγοί υπεραξίας στις γραμμές της παραγωγής (ένα χαρακτηριστικό που ακόμη και οι Μαρξιστές τείνουν να αγνοούν αυτές τις μέρες). Στο βαθμό που το ευρωπαϊκό προλεταριάτο ως τάξη εξελίχθηκε από τα εκτοπισμένα στρώματα της προβιομηχανικής διαστρωμάτωσης, όπως οι ακτήμονες αγρότες που είχαν μετακινηθεί προς τις πόλεις, το εργοστασιακό σύστημα έγινε το οικονομικό τους σπίτι, ένας τόπος που – προφανώς σε αντίθεση με τον αγροτικό λαό, διεσπαρμένο σε αγροικίες και χωριά – τους «οργάνωσε» σε ένα συνεκτικό σύνολο. Οδηγούμενο στην εξαθλίωση από την καπιταλιστική συσσώρευση και τον ανταγωνισμό, αυτό το ολοένα και περισσότερο (και μάλλον ευτυχώς) ταξικά συνειδητοποιημένο προλεταριάτο θα μπορούσε αναπόφευκτα να αναγκαστεί να συγκρουστεί με την καπιταλιστική τάξη ως μια «ηγεμονική» επαναστατική τάξη και τελικά να ανατρέψει την αστική κοινωνία, θέτοντας τα θεμέλια για το σοσιαλισμό και, τελικά, τον κομμουνισμό[2].

Όσο συναρπαστική κι αν έμοιαζε η μαρξική αυτή ανάλυση από τη δεκαετία του 1840 κι έπειτα, η προσπάθειά του να αιτιολογήσει τον «ηγεμονικό» ρόλο του προλεταριάτου σε μια μελλοντική επανάσταση, σε αναλογία με το φαινομενικά επαναστατικό ρόλο της αστικής τάξης στη φεουδαρχική κοινωνία ήταν τόσο αληθοφανής όσο αποδείχθηκε αργότερα πως ήταν και ιστορικά λανθασμένη (βλέπε Bookchin, 1971, pp. 181-92). Δεν είναι πρόθεσή μου να εξετάσω εδώ κριτικά το απατηλό αυτό ιστορικό σενάριο, το οποίο φέρει ιδιαίτερο βάρος μεταξύ πολλών ιστορικών μέχρι και σήμερα. Αρκεί να πω ότι ήταν ένα πολύ πιασάρικο πόνημα – και προσέλκυσε όχι μόνο ένα μεγάλο εύρος σοσιαλιστών, αλλά και πολλούς αναρχικούς. Για τους αναρχικούς, η ανάλυση του Μαρξ προσέφερε μία συγκεκριμένη απάντηση στο γιατί πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στους βιομηχανικούς εργάτες, να υιοθετήσουν σε μεγάλο βαθμό μια οικονομίστικη προσέγγιση στην κοινωνική ανάπτυξη, και να επισημάνουν το εργοστάσιο σαν το μοντέλο της μελλοντικής κοινωνίας, πιο πρόσφατα ιδίως, με βάση ορισμένες μορφές «εργατικού ελέγχου» και «ομοσπονδιακής» μορφής της βιομηχανικής οργάνωσης. Αλλά εδώ υφίσταται μια σειρά από προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αναρχικοί ακόμη περισσότερο από τους μαρξιστές. Πώς σχετίζονται αυτοί [οι βιομηχανικοί εργάτες] με τους μικρούς αγρότες, τους τεχνίτες, τα ντεκλασέ στοιχεία και τους διανοούμενους; Πολλές από αυτές τις ομάδες ήταν στην πραγματικότητα περισσότερο διατεθειμένες στο παρελθόν να κρατήσουν μια ευρύτερη ελευθεριακή στάση απ’ ότι οι βιομηχανικοί εργάτες, οι οποίοι μετά από μία ή δύο γενιές βιομηχανικής πειθαρχίας έτειναν να φτάσουν στο σημείο να δεχθούν την ιεραρχία του εργοστασίου ως ένα κανονικό και πράγματι «φυσικό» τρόπο ζωής. Και ήταν στ’ αλήθεια οι βιομηχανικοί εργάτες τόσο «ηγεμονικοί» στον ταξικό τους αγώνα με τ’ «αφεντικά» όπως η ανθεκτική αναρχική αγροτιά της Ισπανίας, πολλοί εκ των οποίων εύκολα οδηγήθηκαν στο Μπακουνικό κολλεκτιβισμό, ή τους εργατοτεχνίτες που αγκαλιασαν την Προυντονική αμοιβαιότητα, ή τους είλωτες Ινδιάνους Ζαπατίστα του Μεξικό οι οποίοι, σαν τους Μαχνοβίτες της Ουκρανικής πολιτοφυλακής, προσεταιρίστηκαν μια διαισθητική αναρχική προοπτική; Στο βαθμό που οι αναρχικοί δεν προσπάθησαν να σμίξουν την οπτική τους περί ηθικής με τους μαρξικούς ισχυρισμούς περί «επιστημονικής» ακρίβειας, έθεσαν τη βάση για τις τάσεις που αργότερα θα διαχώριζαν σοβαρά το ίδιο το αναρχικό κίνημα και θα οδηγούσαν τους αναρχικούς με πιο οικονομίστικο προσανατολισμό σε συμβιβασμούς που έφθειραν την ηθική κατεύθυνση του αναρχισμού ως κοινωνικό κίνημα.

Η συμμετοχή των αναρχικών στην IWMA ενίσχυσε την αβέβαη συνδικαλιστική τάση που σίγουρα υπήρχε στο κίνημα πριν επινοηθεί η λέξη «αναρχο-συνδικαλισμός». Ήδη από τη δεκαετία του 1870, περισσότερο από μια μια δεκαετία προτού οι Γάλλοι αναρχικοί διακηρύξουν ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός είναι η καλύτερη, και συχνά η μοναδική, προσέγγιση για την επίτευξη μιας ελευθεριακής κοινωνίας, οι Ισπανοί αναρχικοί, επηρεασμένοι πρωταρχικά απ’ τον Μπακουνισμό, είχαν δημιουργήσει ένα διάχυτο, αλλά σε μεγάλο βαθμό συνδικαλιστικού τύπου κίνημα που συνδύαζε τα οράματα μιας επαναστατικής-εξεγερσιακής γενικής απεργίας και μια δέσμευση για ένα συνομοσπονδιακά οργανωμένο σύστημα «εργατικού ελέγχου» (βλέπε Bookchin, 1977, σ. 137). Ούτε ο ίδιος ο Γαλλικός αναρχο-συνδικαλισμός προέκυψε εκ του μηδενός: η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), που ιδρύθηκε το 1895 με τα δύο τμήματα της, των τοπικών και εθνικών βιομηχανικών συνομοσπονδιών, περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα ρεφορμιστικών, επαναστατικών, «καθαρά» συνδικαλιστικών και αναρχικών προσεγγίσεων. Ο αναρχο-συνδικαλισμός δεν κυριάρχησε ποτέ πλήρως στις τάξεις της CGT, ακόμη και στην πιο μαχητική της περίοδο, τη δεκαετία πριν απ’ το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (βλ. Stearns, 1971,που δείχνει πόσο πειθήνια υπήρξε πραγματικά η CGT.)

Ούτε ο αναρχο-συνδικαλισμός υπήρξε ποτέ πλήρως αποδεκτός ανάμεσα στους αναρχικούς. Πολλοί διακεκριμένοι αναρχικοί αντιτάχθηκαν στο συνδικαλισμό θεωρώντας τον πολύ παρωχημένο όσον αφορά την προοπτική του και την προλεταριακή του απεύθυνση. Στο περίφημο Συνέδριο του Άμστερνταμ, το 1907, ο Ερρίκο Μαλατέστα, ο γενναίος αυτός Ιταλός αναρχικός, αμφισβήτησε την άποψη ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός θα έπρεπε ν’ αντικαταστήσει τον αναρχοκομμουνισμό (Die Narren der Freiheit, 1992)[3]. Χωρίς ν’ αρνείται «το όπλο που οι συνδικαλιστικές μορφές δράσης θα μπορούσαν να τοποθετήσουν στα χέρια [του αναρχισμού]», παρατηρεί ο George Woodcock στη μελέτη του για τον Μαλατέστα αναφορικά με τις διαφωνίες του στο συνέδριο, ο Μαλατέστα επέμεινε ότι ο συνδικαλισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί μόνο ως μέσο, και μάλιστα ατελές, δεδομένου ότι βασίστηκε σε μια άκαμπτη ταξική αντίληψη της κοινωνίας που αγνοεί το γεγονός ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων ποικίλουν τόσο πολύ που «μερικές φορές οι εργαζόμενοι είναι οικονομικά και ηθικά πολύ πιο κοντά στην αστική τάξη απ’ ότι στο προλεταριάτο». Οι ακραίοι συνδικαλιστές, κατά την άποψη του Μαλατέστα, αναζητούσαν μια απατηλή οικονομική αλληλεγγύη αντί για μια πραγματική ηθική αλληλεγγύη: έβαζαν τα συμφέροντα μιας μόνο τάξης πάνω από το πραγματικό αναρχικό ιδανικό της επανάστασης η οποία ζητά «την πλήρη απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας, η οποία σήμερα είναι σκλαβωμένη από την τριπλή οικονομική, πολιτική και ηθική άποψη» (Woodcock, 1962, σ.. 267).

Αυτή η θέση αγγίζει όλα τα προβλήματα που ο αναρχοσυνδικαλισμός-όχι μόνο ο «καθαρός συνδικαλισμός»- θα δημιουργούσε στο αναρχικό κίνημα. Ιδεολογικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές σιγά-σιγά άρχισαν να υποτιμούν την αναρχοκομμουνιστική έμφαση στην κομμούνα, προς όφελος των συνδικάτων, την ανθρωπιστική ηθική της αλληλοβοήθειας, προς όφελος της οικονομίστικης ερμηνειας των κοινωνικών συγκρούσεων, της αντίθεσης στη γενικευμένη έννοια της κυριαρχίας και της εξουσίας, προς όφελος των αποσπασματικών ταξικών διεκδικήσεων του προλεταριάτου.

Αυτό δεν υποδηλώνει ότι οι αναρχικοί θα έπρεπε να αγνοήσουν τα συνδικάτα, τα οικονομικά προβλήματα, και τις ταξικές συγκρούσεις. Αλλά οι αναρχοσυνδικαλιστές με τη δική τους στενότητα εκτόπισαν εξ’ ολοκλήρου τον κοινοτικό, ηθικό, οικουμενικό και και αντι-αυταρχικό χαρακτήρα του αναρχισμού ως ένα ευρύτερο όραμα για την ελευθερία σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τελικά, η τάση να καθιστούν τον αναρχισμό  ένα παρωχημένο ρεύμα, μαζί με τις οικονομίστικες και ταξικές γραμμές, περιόρισε σε μεγάλο βαθμό το πεδίο δράσης του [αναρχισμού] στη συνδικαλιστική σφαίρα. Όπως προειδοποίησε ο ίδιος ο Μαλατέστα, «τα εργατικά συνδικάτα είναι από τη φύση τους ρεφορμιστικά και ποτέ επαναστατικά». Επιπλέον: τα πραγματικά και άμεσα συμφέροντα των συνδικαλιζόμενων εργατών, που ρόλος των σωματείων είναι να υπερασπίζεται, έρχονται πολύ συχνά σε σύγκρουση με τα [επαναστατικά] ιδεώδη και τους μελλοντικούς στόχους. Και το σωματείο μπορεί να ενεργεί με επαναστατικό τρόπο αν διαπνέεται από ένα πνεύμα θυσίας και στο βαθμό που δίνεται προτεραιότητα στο ιδανικό αντί για το συμφέρον, δηλαδή μόνο όταν (και στο βαθμό που) παύει να είναι ένα οικονομικό σωματείο και μετατρέπεται σε μια πολιτική και ιδεαλιστική ομάδα (Malatesta, 1922, σ. 117: η υπογράμμιση δική μου).

Η πραγματικότητα ήρθε στη συνέχεια να επιβεβαιώσει τους φόβους του Μαλατέστα. Είναι δίκαιο να πούμε ότι η απόδοση του αναρχο-συνδικαλιστικού κινήματος υπήρξε ένα από τα πιο θλιβερά σημεία στην ιστορία δύο αιώνων του σύγχρονου αναρχισμού. Μερικά παραδείγματα είναι πιθανώς αρκετά για να δείξουν τη γενική παρακμή που έπληξε τα αυτοαποκαλούμενα ελευθεριακά σωματεία εργαζομένων. Στην Επανάσταση του Μεξικό, οι αναρχο-συνδικαλιστές ηγέτες του Casa del Obrera Mundial ξεδιάντροπα τοποθέτησαν τα προλεταριακά τους «Κόκκινα Τάγματα» στην υπηρεσία του Venustiano Carranza, ενός από τους εξόφθαλμα κακοποιούς της επανάστασης, για να καταπολεμήσει την επαναστατική πολιτοφυλακή του Emiliano Zapata – κι όλα αυτά ώστε να κερδίσουν μερικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ο Carranza απέσυρε αφότου η απειλή των Ζαπατίστας είχε διαλυθεί οριστικά με τη συνεργασία των αναρχοσυνδικαλιστών. Ο σπουδαίος Μεξικανός αναρχικός Ricardo Flores Magón δικαίως κατήγγειλε τη συμπεριφορά τους ως προδοσία (Magón, 1977, σελ 27.).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην παρασύρονται οι σημερινοί αναρχοσυνδικαλιστές από τους θρυλικούς Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW) ή «Wobblies», θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως και πολλά άλλα αλλού στον κόσμο, δεν ήταν με κανένα τρόπο αφοσιωμένο στον αναρχισμό. Ο “Big Bill” Haywood, ο πιο διάσημος ηγέτης τους, δεν ήταν ποτέ αναρχικός, και αφού πλήρωσε εγγύηση στο δικαστήριο και κατέφυγε στη Μόσχα, αντί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του δικαστηρίου – σε έκπληξη των “Wobblies” υποστηρικτών του- τελικά διολίσθησε στην Κομμουνιστική «Κόκκινη Διεθνή του Εμπορίου» (Profintern), όσο άβολα κι αν θα ένιωθε σ’ αυτή. Και άλλο, όμως, «Wobblies», όπως η Elizabeth Gurley Flynn, ο William Z. Foster, ο Bob Minor και ο Earl Browder, οι οποίοι είτε ήταν αναρχικοί είτε έκλιναν προς τον αναρχισμό, βρήκαν ζεστή φιλοξενία στο αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα στη δεκαετία του 40 κι έπειτα. Πολλοί «Wobblies» που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς σύντομα άρχισαν ν’ αποφεύγουν την Emma Goldman και τον Alexander Berkamn στη Μόσχα, παρά τη στενή φιλία με τους δύο αυτούς αναρχικούς στην προ-μπολσεβίκικη περίοδο, όπως πιστοποίησε και η Goldman με πικρία(Goldman, 1931, τομ. 2 , σ.. 906).

Στη Γαλλία, όπου η φαινομενικά συνδικαλιστική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) έδωσε την ισχυρή συνδικαλιστική έμφαση ανάμεσα στους αναρχικούς σε όλο τον κόσμο στο τέλος του 19ου αιώνα, το συνδικάτο δεν ήταν ποτέ αναρχο-συνδικαλιστικό. Πολλοί Γάλλοι αναρχικοί (αυτό είναι βέβαιο) συνέρρευσαν σ’ αυτή την πολύ εύθραυστη συνομοσπονδία και προσπάθησαν να επηρέασουν τα μέλη της προς μια ελευθεριακή κατεύθυνση. Τα μέλη της CGT, ωστόσο, όχι λιγότερο από πολλούς απ’ τους ηγέτες της, έτειναν προς ρεφορμιστικούς στόχους και τελικά απορροφήθηκαν απ’ το κομμουνιστικό κίνημα μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Όχι μόνο η αναρχική επιρροή στη CGT περιορίστηκε, στην καλύτερη περίπτωση, αλλά όπως ο Peter Stearns μας λέει, «μια απεργία έληξε όταν ένας διευθυντής μίλησε για “αναρχία στο χώρο”, για τους εκσκαφείς (στο Παρίσι, αρκετά ενδιαφέρον), οι οποίοι ένιωσαν ότι τους είχε κατηγορήσει πως είναι αναρχικοί». Περαιτέρω:

Είναι σαφές ότι, ακόμη και στο Παρίσι, οι πεπεισμένοι συνδικαλιστές ήταν μια μικρή μειοψηφία των ενεργών μελών των συνδικάτων. Και μόνο μια μειοψηφία ακόμα και των πιο ενθουσιασμένων εργατών οργανώθηκαν σε συνδικάτα και συνεπώς ήταν πιο πιθανό να είναι συνδικαλιστές. Στο Παρίσι το 1908, δηλαδή στην περίοδο αιχμής των αναταραχών από τους ανειδίκευτους εργάτες του κατασκευαστικού κλάδου [οι οποίοι ήταν οι πιο πιθανοί υποψήφιοι για την υποστήριξη της αναρχοσυνδικαλιστικής προοπτικής – M.B], μόνο το 40% ανήκε σε εργατικό σωματείο. Η δυσαρέσκεια που εκφράζεται ενάντια στο να αποκαλείται κανείς αναρχικός συνιστά μια επίμονη δυσπιστία απέναντι στα ριζοσπαστικά δόγματα, ακόμη και μεταξύ των ενεργών απεργών. (Stearns, 1971, σελ. 58, 96)

Δε μπορούν να ειπωθούν πολλά περισσότερα για τη CNT στην Ισπανία, η οποία από το 1938 συμπεριέλαβε την πιο μαχητική και κοινωνικά συνειδητοποιημένη ​​εργατική τάξη στην ιστορία του εργατικού κινήματος και τουλάχιστον έδειξε σημαντικά περισσότερο αναρχικό ζήλο απ’ ότι οποιαδήποτε άλλη συνδικαλιστική ένωση. Ωστόσο, αυτή η εξαιρετική συνομοσπονδία έτεινε επανειλημμένα να κινείται προς τον «απλό και καθαρό» συνδικαλισμό στη Βαρκελώνη, όπου η εργατική τάξη θα μπορούσε κάλλιστα να παρασυρθεί από τη Σοσιαλιστική Γενική Ένωση Εργατών (UGT) σε περίπτωση που η καταλανική αστική τάξη έδειχνε λιγάκι περισσότερη γενναιοδωρία και επιτήδευση στην προσπάθειά της να αντιμετώπισει το προλεταριάτο της περιοχής. Η Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI), οργανώθηκε το 1927 σε μεγάλο βαθμό με στόχο να εμποδίσει τους μετριοπαθείς της CNT (όπως τον Salvado Segui) που έτειναν να έχουν απόψεις ταξικής συνεργασίας, αλλά και στην προσπάθεια των «Τριάντα» – οι οποίοι με πικρία εναντιώθηκαν στη μαχητικότητα της FAI και των εξεγερτικών συνδικάτων της CNT – να ελέγξουν συνολικά ολόκληρη τη συνομοσπονδία. Αυτή η μετριοπαθής τάση ήρθε εντονα στο προσκήνιο με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου.

Υπήρχαν μια σειρά από περίπλοκα ζητήματα στις σχέσεις μεταξύ του κράτους της Καταλονίας και της συνδικαλιστικής CNT, τα οποία απορρόφησε η FAI τη δεκαετία του 1930 (της οποία συχνά ενώνουμε το ακρωνύμιο με αυτό του συνδικάτου ως “CNT-FAI”). Αλλά η αναρχοσυνδικαλιστική ηγεσία μετά την εξέγερση του Ιουλίου του 1936 δεν έκανε καμία προσπάθεια να κολλεκτιβοποιήσει την οικονομία στην πραγματικότητα. Αξίζει να σημειωθεί, όπως παρατηρεί ο Ronald Fraser πως «καμία αριστερή οργάνωση δε δημοσίευσε καλέσματα για επαναστατικές απαλλοτριώσεις εργοστασίων, γης ή άλλων χώρων εργασίας».

Πράγματι, η ηγεσία της CNT στη Βαρκελώνη, επίκεντρο του αστικού αναρχο-συνδικαλισμού, το πήγε ακόμη παραπέρα: απορρίπτοντας την πρόταση για εξουσία που της παρουσιάστηκε απ’ τον πρόεδρο Lluís Companys αποφάσισε πως η ελευθεριακή επανάσταση πρέπει να περιμένει ώστε να συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου ενάντια στον κοινό εχθρό. Η επανάσταση που μεταμόρφωσε τη Βαρκελώνη μέσα σε λίγες ημέρες σε μια πόλη που διοικούνταν από την εργατική τάξη, ξεπήδησε αρχικά από μεμονωμένα σωματεία της CNT, ωθούμενη από τα πιο μαχητικά μέλη τους, και καθώς το παράδειγμα τους διαδιδόταν, καταλήφθηκαν όχι μόνο μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και μικρά εργαστήρια και επιχειρήσεις (Fraser, 1984, σελ. 226-27).

Την ερμηνεία του Fraser επιβεβαιώνει ο Gaston Leval, ένας από τους πιο διακεκριμένους αναρχικούς του Ισπανικού ελευθεριακού κινήματος, του οποίου το Collectives in the Spanish Revolution (1975) θεωρείται γενικά ως το πιο ολοκληρωμένο έργο σχετικά με τις κολεκτίβες. Ο Leval τονίζει τη σημασία των συνήθως άγνωστων αναρχικών μαχητών, μια μειοψηφία στη CNT, οι οποίοι αποτελούσαν την αυθεντική και πιο ουσιαστική ώθηση για την κολλεκτιβοποίηση . «Είναι σαφές», παρατηρεί ο Laval, «ότι η κοινωνική επανάσταση που έλαβε χώρα τότε, δεν απορρέει από μια απόφαση των ηγετικών στελεχών της CNT ή από τα συνθήματα που διαδίδονταν από τους μαχητές και τους υποκινητές που βρίσκονταν στο δημόσιο προσκήνιο αλλά σπάνια ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις.

Ο Leval δε διευκρινίζει ποιές αυθεντίες εννοεί εδώ, αλλά συνεχίζει:

Αυτό συνέβη αυθόρμητα, φυσικά, και (για να αποφεύγουμε τη δημαγωγία) όχι επειδή «ο λαός» γενικά κατέστη ξαφνικά ικανός να κάνει θαύματα χάρη στο επαναστατικό όραμα που ξαφνικά τον ενέπνευσε, αλλά επειδή (και αξίζει να το επαναλαμβάνουμε) μεταξύ εκείνων των ανθρώπων υπήρξε μια μεγάλη μειονότητα που ήταν ενεργή, δυνατή, καθοδηγούμενη από ένα ιδανικό το οποίο συνέχιζε μέσω ενός χρόνιου αγώνα που ξεκίνησε από την εποχή του Μπακούνιν και της Πρώτης Διεθνούς. Σε αναρίθμητα μέρη που άνθρωπος μπορεί να βρεθεί, μαχητές,οι οποίοι επί δεκαετίες προωθούσαν δημιουργικούς στόχους, προικισμένοι όπως ήταν με δημιουργική πρωτοβουλία και πρακτική λογική η οποία ήταν απαραίτητη για την κατά τόπους προσαρμογή και της οποίας το καινοτόμο πνεύμα αποτελούν δυναμική αφετηρία, ικανοί να θέσουν πειστικές λύσεις κατά τον απαιτούμενο χρόνο. (Laval, 1975, σ.. 80)

Αυτοί οι «μαχητές» ήταν πιθανώς μεταξύ των πρώτων που στρατολογήθηκαν στις πολιτοφυλακές του 1936 και χάθηκαν στις μάχες του εμφυλίου πολέμου – μια ανεπανόρθωτη απώλεια για το ισπανικό αναρχικό κίνημα.

Για να λύσουμε και να αξιολογήσουμε κριτικά τα διαφορετικά είδη συλλογικοτήτων ή συστημάτων «εργατικού ελέγχου» που προέκυψαν έπειτα από τις οδομαχίες στη Βαρκελώνη, ακόμα περισσότερο, θα απαιτούνταν ένας τόμος σημαντικά μεγαλύτερος από ότι οι «Κολλεκτίβες» του Leval. Ο Leval, του οποίου τα αναρχο-συνδικαλιστικά διαπιστευτήρια είναι αψεγάδιαστα, με τιμιότητα, έκανε την ακόλουθη παρατήρηση:

Πολύ συχνά στη Βαρκελώνη και τη Βαλένθια, οι εργαζόμενοι σε κάθε επιχείρηση καταλάμβαναν τις φάμπρικες, τους χώρους εργασίας, ή τα εργαστήρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες, και εκμεταλλευόμενοι τη συνέχιση του νομισματικού συστήματος και των κανονικών καπιταλιστικών εμπορικών σχέσεων, οργάνωσαν την παραγωγή για δικό τους λογαριασμό, πωλώντας για δικό τους όφελος το προϊόν της εργασίας τους. (Laval, 1975, σ. 227: η υπογράμμιση δική μου)

Διάταγμα της κυβέρνησης της Καταλονίας, τον Οκτώβριο του 1936, «νομιμοποιούσε» αυτές τις κολλεκτίβες με την έγκριση της CNT και άνοιξε την πόρτα για κυβερνητική συμμετοχή σε διάφορες επιτροπές «εργατικού ελέγχου», μετατρέποντάς τις όλες τελικά σε εθνικοποιημένες επιχειρήσεις. Αλλά ακόμη και πριν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο Leval αναγνωρίζει ότι υπήρχε «ο νεο-καπιταλισμός των εργατών, ένας αμφίρροπος αυτοδιαχειριζόμενος καπιταλισμός και σοσιαλισμός, που υποστηρίζουμε ότι δεν θα είχε υπάρξει εάν η επανάσταση είχε φτάσει στην πλήρη έκταση της υπό τη διεύθυνση των Συνδικάτων μας» (Leval, 1975, σ.. 227-28).

Το κατά πόσον η πλήρης «κοινωνικοποίηση» (δηλαδή, έλεγχος από τη CNT) των κολλεκτιβοποιημένων εργοστασίων και επιχειρήσεων θα είχε περιορίσει την άκρως συγκεντρωτική, και παρ΄όλα αυτά συνδικαλιστική, οικονομική τάση στο εσωτερικό της CNT, είναι συζητήσιμο. Σε περιπτώσεις όπου η CNT πράγματι πετυχε το συνδικαλιστικό έλεγχο, «το σωματείο έγινε σαν μια μεγάλη επιχείρηση», σημειώνει ο Fraser στο αξιοσημείωτο Blood Of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War. «Η δομή του έγινε όλο και περισσότερο άκαμπτη», παρατηρεί ο Eduardo Pons Prades, μέλος του Libertarian Youth. «Εξωτερικά άρχισε να μοιάζει με μια αμερικανική ή γερμανική επιχείρηση», και στη συνέχεια δηλώνει πως στο εσωτερικό των κολλεκτιβων (ιδιαίτερα σε αυτές του ξύλου και του επίπλου), οι εργάτες ένιωθαν πως δεν εμπλέκονταν ιδιαίτερα στη λήψη αποφάσεων. Αν το «γενικό επιτελείο» αποφάσιζε πως η παραγωγή σε δύο εργαστήρια θα πρέπει να αλλάξει, οι εργαζόμενοι δεν πληροφορούνταν για τις αιτίες αυτής της επιλογής. Η έλλειψη πληροφόρησης – η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί με την έκδοση ενός φύλλου ειδήσεων π.χ – εξέθρεψε δυσαρέσκεια, ειδικά καθώς η παράδοση της CNT ήταν η συζήτηση και η εξέταση των πάντων. Οι δεκαπενθήμερες συναντήσεις των αντιπροσώπων έγιναν μηνιαίες και κατέληξαν, νομίζω, τριμηνιαίες[4] (Pons Prado στο Fraser, 1979, pp. 222-23)

Το ότι οι Ισπανοί εργάτες και αγρότες στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα πραγματοποίησαν κοινωνικές αλλαγές και κινήθηκαν προς ένα είδος βιομηχανικής και γεωργικής δημοκρατίας χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των προηγούμενων επαναστάσεων – αυτό, πρέπει να το τονίσω, σε μια εποχή που η νομιμοποίηση του «προλεταριακού σοσιαλισμού» φαίνονταν να δικαιολογείται από έναν αιώνα ανόδου της μαχητικότητας της εργατικής τάξης και της ταξικής συνείδησης ​​- δε μεταβάλλει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την προοπτική μιας μελλοντικής κοινωνίας δομημένης γύρω από συνδικάτα και ένα πολύ συγκεκριμένο ταξικό συμφέρον. Βέβαια, το να κάνουμε τον αναρχοσυνδικαλισμό ισοδύναμο με τον αναρχισμό χωράει έντονη αμφισβήτηση. Πράγματι, δεν είναι καθόλου «απλά ιστορικού ενδιαφέροντος» το να ερωτηθεί αν μια τάση στην αναρχική παράδοση είναι ζωντανή ή νεκρή – ένα πρόβλημα το οποίο κάποιος συμπαθής των συνδικαλιστικών εκδοχών του αναρχισμού αντιμετωπίζει ιδιαίτερα σήμερα, βλέποντας το πραγματιστικό χαρακτήρα του δόγματος και του γενικότερου προσανατολισμού του. Κι αν δεν είναι ζωντανός ο αναρχοσυνδικαλισμός ανάμεσα στους προλετάριους, θα πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί. Διότι όταν εξετάζουμε τις δυνατότητες, τις αδυναμίες, και την ιστορία του αναρχοσυνδικαλισμού, εξετάζουμε το πώς ορίζουμε τον ίδιο τον αναρχισμό: αν τα ιδανικά του μπορεί να βασίζονται στα συμφέροντα ενός πολύ συγκεκριμένου κομματιού της κοινωνίας, που σε μεγάλο βαθμό καθοδηγείται από περιορισμένα οικονομικά συμφέροντα (ένα πρόβλημα που ο Μαλατέστα αντιλήφθηκε ξεκάθαρα) ή για έναν ηθικό σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, που ναι μεν περιλαμβάνει, αλλά πηγαίνει πέρα από τα υλικά συμφέροντα της καταπιεσμένης ανθρωπότητας. Αν δε μπορούμε να θεωρήσουμε τον αναρχο-συνδικαλισμό βιώσιμο, πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τι, από την υπάρχουσα κοινωνία, προσφέρει κάποια διέξοδο για μια ελεύθερη κοινότητα συνεργαζόμενων ανθρώπων που συνεχίζουν να διατηρούν την αυτονομία και την ατομικότητα τους σ’έναν αυξανόμενα μαζικοποιημένο κόσμο.

Σημειώσεις

1. Ο συντάκτης, Sam Dolgoff, παρενέβη σε αυτό το κομμάτι με τις δικές του ερμηνείες, τις οποίες έχω παραλείψει εδώ. Η προτίμηση του Dolgoff για τον συνδικαλισμό πολύ συχνά φαίνεται να χρωματίζει τις ερμηνείες που κάνει στα γραπτά του Μπακούνιν.

2. «Το προλεταριάτο μπορεί και πρέπει να λυτρωθεί γιατί πρακτικά έχει ολοκληρωθεί στο μορφωμένο τμήμα του η αφαίρεση από κάθε ανθρωπιά, ακόμη και η ψευδαίσθηση κάθε ανθρωπιάς. Διότι στους όρους της ζωής του συνοψίζονται στην πιο απάνθρωπη αποκορύφωσή τους όλοι οι όροι ζωής της σημερινής κοινωνίας. Διότι ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του, αλλά για να κερδίσει ταυτόχρονα όχι μόνο την θεωρητική συνείδηση αυτής της απώλειας, αλλά την πρακτική έκφραση της αναγκαιότητας, η οποία δεν αποτρέπει πια και δεν εξωραΐζει αυτήν την επιτακτική ανάγκη να εξεγερθεί εναντίον αυτής της ανθρωπιάς. Όμως δεν μπορεί να λυτρωθεί δίχως να καταργήσει τους όρους της ύπαρξής του». (Karl Marx and Friedrich Engels, The Holy Family [Moscow: Progress Publisher, 1956, σ.47]). Ένας τόμος θα μπορούσε να γραφτεί για τη βάση, τη φύση, και τις προβλέψεις του Μαρξ και του Ένγκελς σε αυτό το σημείο. Εμπνέει ουσιαστικά τις αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις για την ηγεμονία του προλεταριάτου, αλλά με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.

3. Αξίζει να σημειωθεί πως η σύγχρονη αναρχοσυνδικαλίστρια δημοσιογράφος, Ulrike Heider, απορρίπτει το Μαλατέστα ως έναν απλώς «ουτοπιστή» και κατακρίνει τον Vernon Richards απλώς για τη συμμετοχή του σε μια διαμάχη με τον Sam Dolgoff, για τον οποίο, μάλλον θερμά χρησιμοποιεί το παρατσούκλι «ο τελευταίος αναρχικός». Αυτή η αλαζονική βλακεία, υποθέτω, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το μέλλον του αναρχισμού για τα καλά, τώρα που ο Dolgoff δεν είναι πια μαζί μας, κάτι που δίνει μία εικόνα για το δογματισμό ενός τουλάχιστον αναρχο-συνδικαλιστή. Παρά τις μεταλλάξεις Dolgoff απ’τον αναρχο-συνδικαλισμό στον «ελεύθερο σοσιαλισμό» στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και στη συνέχεια πάλι πίσω στο αναρχοσυνδικαλισμό μετά την επανεμφάνιση της CNT στη δεκαετία του 1970, ο ίδιος φαίνεται να ηταν μέντορας της Heider. Δείτε το βιβλίο της Die narren der Freiheit (Βερολίνο: Karin Kramer Verlag, 1992)

4. Ο Eduardo Pons Prado, ας το σημειώσουμε ,επίσης ξεχωρίζει στην εξαιρετική σειρά των Granada Films με τίτλο «Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος», που περιέχει αυθεντικές συνεντεύξεις με ηγετικές φυσιογνωμίες και απλούς συμμετέχοντες στη σύγκρουση.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου, που θα δημοσιευτεί τις επόμενες ημέρες, ακολουθεί η ενότητα «Εργάτες και Πολίτες», καθώς και οι πηγές/αναφορές του κειμένου.

Οι βοηθητικοί σύνδεσμοι έχουν προστεθεί απ’ την ομάδα μετάφρασης. To κείμενο, με τίτλο «The Ghost of Anarcho-Syndicalism», δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1993 στο πρώτο τεύχος του Anarchist Studies. Mπορείτε να το διαβάσετε στα αγγλικά, εδώ

Πηγή:eagainst

 

Τωρα ΑΠΟΧΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ απο τους εργαζομενους στη wind στη λ αθηνων μετα τις μαζικες απολυσεις & μη υπογραφη Ε.Σ.Σ.Ε

1237063_722185911130450_355502483_nΑυτη τη στιγμη πραγματοποειται αποχη εργασιας απο τους εργαζομενους στη wind μετα τις μαζικες απολυσεις που εγιναν χτες και το προηγουμενο διαστημα. Σημερα πραγματοποιηθηκε εκτακτη γενικη συνελευση στα τηλεφωνικα κεντρα με μαζικη συμμετοχη συναδελφων απο ολα τα τμηματα. Αποφασιστηκε η αποχη εργασιας να συνεχιστει και να πραγματοποιηθει αυριο πανελλαδικη σταση εργασιας

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ 7/8/2014

Στις 7/8/2014 η έκτακτη Γενική Συνέλευση Εργαζομένων Wind, καταγγέλλει τις μαζικές απολύσεις και την άρνηση της διοίκησης της εταιρίας να προσέλθει στον διάλογο για υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας, αποφάσισε

• ΑΠΟΧΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΞΥΠ. ΠΕΛΑΤΩΝ 7/8/14 ως τις 17.00
• ΣΤΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8/8/14 08.00-13.00
απαιτώντας
1) ΑΜΕΣΗ ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΥΣΕΩΝ- ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΤΩΡΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
2) ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΕ ΑΟΡΙΣΤΟΥ
3) ΑΜΕΣΑ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ.

ΠΗΓΗ

μια αναρχική κριτική στην οριζοντιότητα

gezimeetingsqΗ “Oριζοντιότητα” είναι ένας αναδυόμενος όρος, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα κοινά χαρακτηριστικά των κινημάτων αντίστασης της τελευταίας δεκαετίας. Το κίνημα Occupy το 2011[1], ήταν μέχρι σήμερα το απόγειο τους, αλλά ο όρος “Oριζοντιότητα” φέρεται να προέρχεται από την εξέγερση στην Αργεντινή, μετά από την τραπεζική κρίση του 2001.

Η Μαρίνα Σίτριν[2], στο βιβλίο της σχετικά με εκείνη την εξέγερση, αναφέρει πως ο όρος (στα ισπανικά προφανώς) χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις συνελεύσεις εργασιακών χώρων, ανέργων και γειτονιών, που εμφανίστηκαν με σκοπό να σχηματίσουν “κοινωνικά κινήματα που αναζητούσαν την αυτοδιαχείρηση, την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία.”

Η Οριζοντιότητα είναι περισσότερο μια πρακτική παρά μια θεωρία, όπως λέμε, μιας και στα διάφορα κείμενα όπου χρησιμοποιείται ο όρος, έχει περιγραφεί ως πρακτική και όχι ως θεωρητικό ιδανικό. Είναι ευκολότερο να δούμε την πρακτική στο πλαίσιο των κινημάτων βασισμένων σε συνελεύσεις που ήρθαν και παρήλθαν μετά την εξέγερση στην Αργεντινή. Ιδίως το κύμα των κινημάτων από το 2010 και μετά, στη Βόρεια Αφρική, τη Νότια Ευρώπη που έγιναν παγκόσμια στα τέλη του 2011 με το Occupy. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κινημάτων, δεν ήταν μια συγκεκριμένη θεωρητική επικάλυψη αλλά η ανάπτυξη ενός συνόλου κοινών πρακτικών και ως ένα σημείο κοινών τρόπων για να βλέπεις το κόσμο. Χρησιμοποιώ τον αόριστο χρόνο αν και φυσικά υπάρχουν ακόμα τέτοια κινήματα, με τη τελευταία προσθήκη στο κοινό μοτίβο, αυτή του πάρκου Γκεζί[3] το περασμένο καλοκαίρι, αν και δεν υπήρχε μια μόνο συνέλευση. Επειδή δεν είναι επίσημοι οργανισμοί -ή ακόμα και θεωρητικά πλαίσια- υπάρχουν κυρίως στιγμιαία, ακόμα και αν στο ενδιάμεσο των στιγμών, υπάρχουν σχετικά μικρές ομάδες που συνεχίζουν να οργανώνονται κάτω από διάφορα λάβαρα. Αυτή είναι ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία τους.

 

Τα βασικά σημεία της Οριζοντιότητας.
Γράφοντας για το Occupy η Σίτριν[4], έφτιαξε τη λίστα με τα ακόλουθα

χαρακτηριστικά που ισχύουν γενικά στα κινήματα Οριζοντιότητας.

  • • “Το άνοιγμα χώρων για τους ανθρώπους ώστε να δοθεί φωνή στις ανησυχίες και τις επιθυμίες τους, κι αυτό να γίνει με έναν άμεσο δημοκρατικό τρόπο.”
  • • “Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες ισχυρίζονται ότι μιλούν εξ’ονόματος τους.”
  • • “Επιχειρούν να προεικονίσουν τη μελλοντική κοινωνία στις παρούσες κοινωνικές σχέσεις.”
  • • “Θέλουν περιορισμό της δύναμης των εταιριών ή ακόμα και την κατάργηση τους.
  • •”Επέκταση της πρόσβασης στην κατοικία και την εκπαίδευση. Τερματισμό των προγραμμάτων λιτότητας και των πολέμων.”
  • • “Τροφή, νομική υποστήριξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.”

 

Με μια πιο κριτική ματιά στην Οριζοντιότητα και απαντώντας μερικώς στη Σίτριν, ο Ντέιβιντ Μάρκους[5] την αποσαφηνίζει ως “μέρος μια μεγαλύτερης μετατόπισης στη κλίμακα και το πεδίο της Δυτική πολιτικής: Μια στροφή προς περισσότερο τοπικά και οριζόντια πρότυπα ζωής, ένα αυξανόμενο σκεπτικισμό απέναντι στους θεσμούς του κράτους και μια αυξανόμενη επιθυμία για την αναζήτηση μεγαλύτερων πεδίων προσωπικής ελευθερίας.” Ο χαρακτηρισμός “δυτική” είναι πιθανώς περιττός, μιας και τα κινήματα στην Αίγυπτο και την Τουρκία μοιράζονται πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι Μαρξιστές και οι νεορεφορμιστές τείνουν όλο και περισσότερο, να βλέπουν αυτές τις τάσεις ως πρόβλημα στην αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί από την άλλη τις καλοδέχονται ευρέως.

 

Οριζοντιότητα και Αναρχισμός.

 

Η Οριζοντιότητα περιέχει πτυχές που είναι παράλληλες με την αναρχική μεθοδολογία, ιδίως στην έμφαση για άμεση δημοκρατία και άμεση δράση. Περιλαμβάνει επίσης πτυχές, που μερικές φορές, λανθασμένα, περιγράφονται ως αναρχικές μέθοδοι. Συγκεκριμένα την λήψη αποφάσεων βάση συναίνεσης, που εισήχθη στη ριζοσπαστική πολιτική μέσω της επιρροής των Κουάκερων στο κίνημα ειρήνης των 60’ς[6]. Όμως οι περισσότεροι συμμετέχοντες ξεκινούν αγνοώντας αυτούς τους ιστορικούς δεσμούς, και τα μέλη του Κινήματος Αλληλεγγύης Εργατών(WSM)[7], που ενεπλάκησαν στο Occupy, ανακάλυψαν πως οι συμμετέχοντες πολλές φορές φαντάζονταν πως αυτές οι μέθοδοι ήταν εντελώς νέες έννοιες, που ανακαλύπτονταν αυτοστιγμεί από τους ίδιους. Δηλαδή είχαν άγνοια των ιστορικών πειραματισμών, μέσω των αναρχικών και άλλων κινημάτων, που προϋπήρξαν των δικών τους. Στο πλαίσιο τουλάχιστον της εμπλοκής κάποιων από εμάς με το Occupy, αυτό αποτέλεσε μια σημαντική αδυναμία. Για να γίνει μια συνέλευση αποτελεσματική, απαιτείται μια συγκεκριμένη ποσότητα προσπάθειας και ικανοτήτων. Η επανανακάλυψη τους από το τίποτα είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των προβλημάτων της “τυραννίας απουσίας δομών”[8]: την τάση να επικρατούν οι πιο ηχηρές φωνές, τις δυναμικές του τραμπουκισμού, τον σεχταρισμό και διάφορα παιχνίδια δύναμης να συμπληρώνουν το κενό. Αναπόφευκτα αυτά αναπαράγουν τα πρότυπα της πατριαρχικής, ρατσιστικής κοινωνίας μας. Αν αφεθούν χωρίς έλεγχο οι συζητήσεις τείνουν να κυριαρχούνται εξολοκλήρου από λευκούς άντρες, που έχουν την άνεση να παίζουν, τον προσδοκώμενο για αυτούς, έμφυλο ρόλο. Σε κάποια μέρη αυτό παρήγαγε τόσο νοσηρές δυναμικές, που επέτρεψε -στη μετά το Occupy εποχή- σε αυταρχικές δυνάμεις όπως το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα(SWP)[9], να ισχυρίζονται πως γενικά ο οριζόντιος τρόπος λήψης αποφάσεων, οδηγεί σε τέτοιες καταστάσεις και άρα “δεν είναι πράγματι δημοκρατικός”.

Η μεγαλύτερη αδυναμία ίσως αυτών των οριζόντιων κινημάτων είναι πως είτε στερούνται μιας ταξικής ανάλυσης, όπως στη περίπτωση του πάρκου Γκεζί, ή την αντικαθιστούν με μια ακατέργαστη, γύρω από τις έννοιες “πλούτος”, “διαφθορά”, “εταιρίες”, που με ευκολία οδηγείται από μόνη της σε συνωμοσιολογικές και ρεφορμιστικές προσεγγίσεις της πάλης για αλλαγή. Αυτό τείνει να υποβιβάζει το τι είναι λάθος στη λογική του “κακοί άνθρωποι παίρνουν κακές αποφάσεις” και στην ιδέα πως αν όλα αυτά έρθουν στο φως, θα έρθει η αλλαγή.

Το ιδεολόγημα του “1%” θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την εξήγηση της έννοιας του καπιταλισμού και της ύπαρξης

των τάξεων, ώστε να αλλάξουν οι άνθρωποι και να μην βλέπουν τη φτωχή γειτονιά μερικούς δρόμους πιο κάτω, ως “πρόβλημα”. Μπορεί όμως να είναι και η αφετηρία για μια συζήτηση για το πώς οι Ρόθτσιλντ ελέγχουν το κόσμο μέσω μυστικών συναντήσεων στη λέσχη Μπίλντεμπεργκ και μας ψεκάζουν από αεροπλάνα με χλώριο.

Όπως διαπιστώθηκε στο κίνημα Occupy, η αμφισβήτηση αυτών των ιδεών και των αντίστοιχων του Freeman[10], γίνεται αρκετά κουραστική όταν δεν έχεις τη βοήθεια της ιστορικής παράδοσης της αριστεράς ως κοινό σημείο αναφοράς, από το οποίο μπορείς γρήγορα να τις καταδείξεις ως τις πιο πρόσφατες εμφανίσεις παλιών -και συνήθως αντισημιτικών- θεωριών συνομωσίας.

 

Το ζήτημα της νίκης.

 

Η Οριζοντιότητα διαφέρει επίσης από τον Αναρχισμό, στο ότι δεν έχει ούτε ένα όραμα για το με τι θα μοιάζει μια ελεύθερη κοινωνία ή για το ποιά διαδικασία θα μας πάει από το ένα σημείο στο άλλο. Δεν εννοώ με αυτό κάποιο λεπτομερές σχέδιο. Είμαι αρκετά σκεπτικός για την αξία ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, που αφιερώνουν χρόνο στο να σχεδιάζουν ένα μέλλον για ολόκληρο το κόσμο σε ένα τέτοιο επίπεδο λεπτομέρειας. Εννοώ το επίπεδο της λεπτομέρειας της εικόνας που μοιράζονται οι αναρχικοί για ένα κόσμο όπου συνελεύσεις εργατών σε χώρους δουλειάς και συνελεύσεις γειτονιάς, παίρνουν τον έλεγχο και τη διαχείριση των κοινοτήτων. Δεν χρειάζεται να είναι λεπτομερής η εικόνα αυτή, για να είναι ολοφάνερα διαφορετική από την εικόνα του κόσμου που ζούμε σήμερα. Οι αναρχικές διαδικασίες για να φτάσουμε από το “εδώ” στο “εκεί”, τείνουν να περιλαμβάνουν τη διαδικασία της μαζικής συμμετοχής (π.χ. συνδικαλιστικές ενώσεις ), ακολουθούμενη από μια στιγμή εξέγερσης, εικονιζόμενη κάποιες φορές σαν μια γενική απεργία, κάποιες άλλες σαν τον ένοπλο πληθυσμό στο δρόμο, στη πραγματικότητα πιο συχνά σαν ένα μείγμα και των δύο.

Ενώ υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από αυτό – ακόμα και το κατά πόσο είναι βιώσιμες οι ένοπλες εξεγέρσεις στην εποχή του πολεμικού ελικόπτερου- είναι καθαρά μια στιγμή μετασχηματισμού που μπορούμε να τη φανταστούμε. Με τι θα έμοιαζε αυτή η στιγμή στην Oριζοντιότητα; Με τι θα έμοιαζε η νίκη; Η Οριζοντιότητα διαχωρίζει επίσης τη θέση της και είναι συχνά εχθρική στην ιδέα μιας επίσημης επαναστατικής οργάνωσης. Έχοντας δει στο πέρασμα του χρόνου, πως τα επαναστατικά κινήματα τείνουν να αλληλεπιδρούν με τα κοινωνικά κινήματα, μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους

γίνεται αυτό, και στο κίνημα Occupy αποφασίσαμε να σεβαστούμε τις απαγορεύσεις των σημαιών πολιτικών οργανισμών και τις πωλήσεις εφημερίδων, στα δρώμενα γύρω από αυτό. Η τεχνολογία έχει κάνει εφικτή αυτή τη προσέγγιση, παράλληλα με την προσπάθεια για την οικοδόμηση μαζικών κινημάτων για την αλλαγή. Όταν μεμονωμένα άτομα ήθελαν τέτοια κινήματα να αναδυθούν, έπρεπε να συνεργαστούν με επαναστατικές οργανώσεις γιατί ήθελαν πρόσβαση στους πόρους των οργανώσεων, στις εκδόσεις τους και στα δίκτυα επικοινωνίας τους. Τα κόμματα το ήξεραν αυτό και έτσι δεν χρειάζονταν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους, στη βάση της συσσωρευμένης αρνητικής εμπειρίας. Αντιθέτως, μερικές οργανώσεις όπως το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα(SWP) μετέτρεψαν σε μια προχωρημένη μορφή τέχνης την απομόνωση όσων αρνούνταν να ανεχθούν αρνητικές συμπεριφορές. Αλλά αυτή η περίοδος φαίνεται να έχει τελειώσει την ώρα που διάφορα εργαλεία του διαδικτύου και οι κινητές επικοινωνίες, έχουν αποδυναμώσει σημαντικά το δεσμό μεταξύ μαζικών οργανώσεων και μαζικής επικοινωνίας. Το κόμμα παλαιού τύπου ξοδεύει το συσσωρευμένο κεφάλαιο του για να αντισταθεί σε αυτή τη διαδικασία και έχει ως αποτέλεσμα να αρχίζει να διαλύεται, όσο οι στρατολογήσεις στερεύουν και τα χρήματα τελειώνουν. Σε ακραίες περιπτώσεις αντιμετωπίζει την εχθρότητα από τα έξω και την εξέγερση από τα μέσα, όταν τα ίδια του τα μέλη χρησιμοποιούν αυτές τις νέες τεχνολογίες για να παρακάμψουν τις επικοινωνίες γύρω από την επίσημη ηγεσία.

Ο Αναρχισμός έχει μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι και στην οριζοντιότητα και στη μορφή “κόμμα”. Η αναρχική οργάνωση ήταν προφανώς και μια εξεύρεση λύσεων στην ανάγκη για μαζική επικοινωνία, αλλά προέκυψε και ως αναγνώριση της ανάγκης για μετάδοση μαθημάτων στο χρόνο και το χώρο με ένα τρόπο που θα εξασφάλιζε ότι θα έφταναν και ότι θα ήταν άξια εμπιστοσύνης. Και της ανάγκης για μια κοινή πλατφόρμα γύρω από την οποία θα μπορούσε να χτιστεί η αλληλεγγύη από απόσταση και από διαφορετικές εμπειρίες και κουλτούρες.

Από τη περίοδο του Occupy είχα συζητήσεις με αναρχικούς, που είχαν εμπλακεί πιθανότατα σε είκοσι διαφορετικά Occupy της περιοχής και σε γενικές γραμμές μοιράζονται τις πολιτικές αντιλήψεις του WSM. Όλες αυτές οι συζητήσεις γρήγορα κατέληξαν σε ένα βαθύ επίπεδο κριτικής, γιατί ήταν απλό για εμάς να καθορίσουμε γρήγορα τον πολιτικό και οργανωτικό μας κοινό τόπο.

 

Μεταρρύθμιση μέσω ταραχών και κοινοβουλευτισμού.

 

Ο Πωλ Μέισον [11] γράφει πως “η δύναμη των κινημάτων Οριζοντιότητας είναι πρωτίστως η ικανότητα να τα αντιγράφουν άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτα από θεωρία και δευτερευόντως η επιτυχία τους στο γκρέμισμα των ιεραρχιών που ψάχνουν να τα οικειοποιηθούν. Είναι εκτεθειμένα σε ένα μωσαϊκό ιδεών με ένα τρόπο που τα δομημένα, δύσκολα στη κατάκτηση της γνώσης κινήματα των δεκαετιών του εβδομήντα και του ογδόντα, δεν επέτρεπαν(…).

Το μεγάλο ερώτημα για τα κινήματα Οριζοντιότητας είναι το ό,τι όσο δεν αρθρώνεις λόγο ενάντια στoυς ισχυρούς, κάνεις βασικά αυτό που κάποιος αποκαλέσε “μεταρρύθμιση μέσω ταραχών: ένας τύπος με κουκούλα πάει φυλακή για ένα χρόνο προκειμένου ένας τύπος με κουστούμι να περάσει το νόμο του από το κοινοβούλιο.” Ο Μέισον τώρα, θέλει να αναπτύξει αυτό το επιχείρημα, για τη δημιουργία ενός νέου συνδικαλιστικού κόμματος – κάπως ωμά- στην παράδοση του De Leon[12] ή του James Connoly[13]. Δηλαδή έναν ευρύ εκλογικό σχηματισμό που θα προμηθεύσει στην οριζοντιότητα το όραμα μιας νέας κοινωνίας και την εκλογική μέθοδο που είναι απαραίτητη για να τo πραγματώσει. Δεν είναι κάτι με το οποίο θα συμφωνούσαμε. Αλλά έχει ένα δίκιο σχετικά με τη “μεταρρύθμιση μέσω ταραχών.” Η Οριζοντιότητα χωρίς όραμα και μέθοδο για την επανάσταση, απλά παρέχει το “κρέας για διαδηλώσεις”, πίσω από το οποίο μια κυβέρνηση θα έρχεται να αντικαταστήσει αυτή που φεύγει. Αυτό είναι πράγματι ένα από τα μαθήματα των εμπειριών στην Αργεντινή το 2001. Το σύνθημα “να φύγουν όλοι” σήμαινε πως η μια κυβέρνηση έφευγε μετά την άλλη, αλλά μετά από κάποιο διάστημα η σταθερότητα αποκαταστάθηκε και νέες σταθερές κυβερνήσεις ήρθαν στην εξουσία και παρέμειναν εκεί. O βασικός τρόπος για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι να καταλάβουμε πως η Οριζοντιότητα όπως δομήθηκε δεν διαθέτει ισχύ, εκτός από την ισχύ των μεμονωμένων σωμάτων που στέκονται μπροστά στο κίνδυνο. Ίσως για αυτό συχνά, αναδύεται αυθόρμητα ο γυμνισμός ως τακτική. Ο Αναρχισμός έχει εκφράσεις ισχύος με τη μορφή της γενικής απεργίας ή του ένοπλου λαού. Η ισχύς της Οριζοντιότητας αποτελείται από μάζες που κινητοποιούνται για να καταλάβουν χώρους και να αποκλείσουν οδούς. Στην Αργεντινή η ισχύς των συνελεύσεων ανέργων προέρχονταν μόνο από τους αποκλεισμούς οδικών αρτηριών που σταματούσαν το εμπόριο. Με τη περίπτωση του Occupy Wall Street η πρόθεση για αποκλεισμό της γέφυρας του Μπρούκλιν ήταν ένα καθοριστικό γεγονός, όπως ήταν και οι προσπάθειες να αποκλειστεί η ίδια η Wall Street. Όσο διατηρούνται οι αριθμοί των συμμετεχόντων τόσο αυτές οι τακτικές είναι ισχυρές, αλλά

είναι τακτικές διαμαρτυρίας και όχι μετασχηματισμού. Αυτό που ο αναρχισμός προσφέρει σαν μια εναλλακτική στην Οριζοντιότητα, είναι ένα όραμα και μια μέθοδο που δεν ακολουθεί απλά το διαρκώς ανακυκλούμενο πρότυπο μιας κυβέρνησης που την ακολουθεί μια άλλη.
Έχουμε μια αίσθηση για το πως μπορεί να είναι η νίκη, ακόμα και αν η οδός που θα μας οδηγήσει σε εκείνο το σημείο -από αυτό που είμαστε τώρα- μένει να ανακαλυφθεί.

AndrewNFlood

https://twitter.com/andrewflood

https://www.facebook.com/andrewnflood

 

Σημείωσεις.

[1] To κίνημα “Καταλάβετε τη Wall Street” (Occupy Wall Street) ξεκίνησε στις 17 Σεπτεμβρίου 2011, στη περίοχη της Wall Street της Νέας Υόρκης. Το αρχικό κάλεσμα είχε κάνει το περιοδικό αντικουλτούρας Adbusters, αλλα σύντομα πλαισιώθηκε και από πολιτικές και κοινωνικές ομάδες και συλλογικότητες, κυρίως από τον χώρο της Αμερικάνικης Νέας Αριστεράς και των αναρχικών.
Περισσότερα στο http://en.wikipedia.org/wiki/Occupy_Wall_Street , και στο βιβλίο του David Graeber, “The Democracy Project”. Στα ελληνικά: David Graeber “Το δημοκρατικό σχέδιο”, εκδόσεις Λιβάνη.

[2] Το βιβλίο της Marina Sitrin “Οριζοντιότητα” έχει μεταφρασθεί από την Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων[ΣΚΥΑ] και μπορείτε να το βρείτε σε pdf εδω:http://www.anarxeio.gr/contents/view/orizontiothta-fones-la-khs-ejoysias-sthn- argent

[3] Περισσότερα για την “κομμούνα του Πάρκου Γκεζί”-όπως ονομάστηκε από τους συμμετέχοντες- αλλά και για εκτενή παρουσίαση της Τουρκικής πραγματικότητας γύρω από την Ιστανμπούλ αλλά και τα κινήματα της γειτονικής χώρας στο:

Ιστανμπούλ, η πιο όμορφη πόλη – Ο εξεγερμένος κοινός χώρος – Χωρική ανάλυση της εξέγερσης του πάρκου Γκεζί(Μάιος – Ιούνιος 2013), των εκδόσεων Urban Anarchy.

Μπορείτε να κατεβάσετο το pdf εδώ: urbananarchy.gr

[4] Όλο το άρθρο της Marina Sitrin, όπως δημοσιεύτηκε στo περιοδικό Dissident:http://www.dissentmagazine.org/article/horizontalism-and-the-occupy- movements

[5] Εκτενής κριτική στην Οριζοντιότητα από τον David Marcus , όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Dissident: http://www.dissentmagazine.org/article/the-horizontalists

[6] Μια εκτενή παρουσίαση και ιστορική καταγραφή της συναίνεσης, ως τρόπου λήψης αποφάσεων μπορεί να βρει κανείς στο :http://rhizomenetwork.wordpress.com/2011/06/18/a-brief-history-of-consenus- decision-making/

[7] Κίνημα ΑΛληλεγγύης Εργατών(Workers Solidarity Movement-WSM). Αναρχική οργάνωση στην Ιρλανδία. Δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’80. Περισσότερα στο:http://www.wsm.ie/c/about-workers-solidarity-movement

[8] O συγγραφέας αναφέρεται στο φαινόμενο, όπως αυτό ορίστικε από τη πασίγνωστη(στους αναρχικούς κύκλους) ομώνυμη μπροσούρα.
Μπορείτε να βρείτε τη μπροσούρα μεταφρασμένη στα ελληνά, σε pdf εδώ:http://www.anarxeio.gr/contents/view/h-tyrannia-ths-apoysias-domon

[9] Περισσότερα για το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ( Τροτσκιστές ) στο λήμα της wikipedia: http://en.wikipedia.org/wiki/Socialist_Workers_Party_(UK)

[10] Ιστοτόπος αποκρυφισμού με θεωρίες συνωμοσίας. Ένα από τα αγγλοσαξονικά ανάλογα του “δικού μας” Λιακόπουλου. http://freemantv.com

[11] Πωλ Μέισον, διάσημος βρετανός δημοσιογράφος του BBC παλιότερα και τώρα του Channel 4. Κάλυψε πολλές από τις ταραχές που σημειώθηκαν μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, σε διάφορες χώρες. Το βιβλίο του κυκλοφορεί στα ελληνικά: Πωλ Μέισον – Ο κόσμος σε εξέγερση, εκδόσεις Δίαυλος.

[12] Daniel De Leon(1852-1914) Μαρξιστής θεωρητικός και συνδικαλιστής. Περισσότερα στο λήμα της wikipedia : http://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_De_Leon

[13] James Connoly(1868-1916) Ιρλανδός Σοσιαλιστής και συνδικαλιστής. Περισσότερα στο λήμμα της wikipedia: http://en.wikipedia.org/wiki/James_Conolly

 

ΠΗΓΗ

Δυσήνιος Ίππος : ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ… ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ … αφίσα και βίντεο

10580171_689425641134312_875240202939230750_n

 

 

5 Αυγούστου 2013

3 ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΕΚΚΕΝΩΘΗΚΑΝ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΕΙΟ, ΣΤΕΚΙ ΤΕΙ)

“Όλα αλλάζουν”

Πλέον όλοι κυκλοφορούν ασφαλείς…

5 Αυγούστου 2014

Τίποτα δεν άλλαξε.

Ο φόβος, ο ολοκληρωτισμός, η καταστολή, ο έλεγχος και η ασφάλεια “εδραιώνονται” στην πόλη . Η φτώχεια, η εξαθλίωση και η ανέχεια συνεχίζουν και κυκλοφορούν ελεύθερες για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Ο ρατσισμός και ο κανιβαλισμός παραμένουν τα όπλα του κράτους και των αφεντικών για το διαχωρισμό και την εξόντωση των καταπιεσμένων. Η αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση, η αντίσταση και η ταξική αντεπίθεση είναι ακόμα τα όπλα μας για να τους ανατρέψουμε…

ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

για μια κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης κι ελευθερίας,

για την κοινωνική επανάσταση, την αναρχία και τον κομμουνισμό….

αναρχική ομάδα “δυσήνιος ίππος”

ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: 

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της κατάληψης Παραρτήματος.

Μια σύντομη αναδρομή σε 40 χρόνια ιστορία.

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=W3tLpKzh5eg[/youtube]

(Ν)τροπολογίες και ΜΜΕ : Όπου ακούς μεγαλοεργολάβους «σφαγή» μυρίζει

_1Σε μια ακόμα αρμονική σύμπραξη κράτους και μεγαλοεκδοτών αποφασίστηκε κυριολεκτικά νύχτα η οριστική καταδίκη χιλιάδων εργαζόμενων στο χώρο των ΜΜΕ.
Η λεγόμενη τροπολογία για τα ΜΜΕ, που πέρασε σε άσχετο νομοσχέδιο, υλοποιεί στο ακέραιο όλους τους κρυφούς και φανερούς πόθους και καπιταλιστικές ονειρώξεις των εργολάβων (και εφοπλιστών) της ενημέρωσης.
Καταργεί κάθε κανόνα που εμπόδιζε -ως ένα βαθμό- την υπερσυγκέντρωση των ΜΜΕ στα χέρια λίγων. Ουσιαστικά, θεσμοθετεί τη δημιουργία ολιγοπωλίων μιας και οι μιντιάρχες θα μπορούν χωρίς κανένα περιορισμό να κατέχουν όλα τα μέσα, οποιασδήποτε μορφής δύνανται και επιθυμούν.
Καθιερώνει τις… συμπράξεις. Έναν καινοφανή όρο, τόσο νομικά, όσο και εμπορικά. Θα μπορούν δηλαδή οι ιδιοκτήτες να συνδυάζουν, να αλληλομοιράζονται, να αλληλοδανείζονται, να χρησιμοποιούν από κοινού μέσα, πόρους, προκειμένου όπως αναφέρεται να πραγματοποιούν «οικονομίες κλίμακας», δηλαδή μειώσεις στα μεροκάματα και απολύσεις.
Το τοπίο έρχεται να ισοπεδώσει πλήρως η διάταξη που επιτρέπει πλέον την ενδο-ομιλική κινητικότητα εργαζομένων. Θα μπορεί το αφεντικό να μετακινεί τους εργαζόμενους σε όποια εταιρεία του ομίλου του θέλει, όποτε θέλει και για όποιο λόγο θέλει, χωρίς απαραίτητα τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου. Αυτό φυσικά θα επιφέρει βίαια μονομερή μεταβολή στις ούτως ή άλλως βάρβαρες εργασιακές συνθήκες, στις ήδη πετσοκομμένες αμοιβές, αλλά και στην ασφάλιση (για όσους παραμένουν ακόμα ασφαλισμένοι στο Ταμείο του κλάδου).
Οι συνδικαλιστές του κλάδου επέδειξαν τα γνωστά αντανακλαστικά της χελώνας και την αντίληψη μπούφου. Τους πήρε 3 μέρες να καταλάβουν τι καλοκαιρινή βόμβα τους έριξαν τα αφεντικά με τα οποία πολλοί από αυτούς έχουν ευθεία γραμμή απρόσκοπτης επικοινωνίας και αγαστής συνεργασίας. Έπειτα, με τα κόπων και βασάνων, κατάφεραν να προκηρύξουν μια 24ωρη απεργία. Το σωματείο των πρακτορείων διανομής τύπου (ΠΑΜΕ) καταψήφισε την απεργία, το σωματείο των διοικητικών υπαλλήλων στον τύπο (φίλα προσκείμενο στο ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι την τελευταία στιγμή αντιδρούσε και στο τέλος με το ζόρι συναίνεσε, η δεξιά πτέρυγα του σωματείου των δημοσιογράφων υποστήριζε ότι «ίσως να μην είναι σωστό να γίνει απεργία γιατί μπορεί να θυμώσει η κυβέρνηση(!!)» και να φέρει ακόμα πιο σκληρές διατάξεις για α εργασιακά -ασφαλιστικά.
Κατόπιν τούτου, προσέτρεξαν την τελευταία στιγμή να «διαπραγματευτούν» με τους διεκπεραιωτές των εντολών του κεφαλαίου και της τρόϊκα για τα μάτια του κόσμου. Προσπάθησαν μάλιστα να παρουσιάσουν ως επιτυχία την απόσυρση 2 διατάξεων. Ας δούμε τι προέβλεπαν αυτές οι διατάξεις και πόσο ουσιαστική ήταν η απόσυρση τους.
Οι διατάξεις αυτές λοιπόν προσδιόριζαν ότι στον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων που απαιτούνται να εργάζονται σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα πανελλαδικής εμβέλειας συνυπολογίζονται όλοι οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε έναν όμιλο ΜΜΕ. Έτσι καταργούνταν το κατώτατο όριο των 200 εργαζόμενων που έπρεπε να εμφανίζονται ως  απασχολούμενοι σε ένα κανάλι.
Οι συνδικαλιστές έσπευσαν να παρουσιάσουν εαυτούς ως σωτήρες θέσεων εργασίας αλλά μάλλον βιάστηκαν. Στο νόμο Ρουσόπουλου, όπου είχε εισαχθεί αυτό το όριο, η ρύθμιση αυτή δεν είχε γίνει ούτε για να διασφαλίσει θέσεις εργασίας, ούτε για να διασφαλίσει την όποια ποιότητα ή εγκυρότητα στην ενημέρωση. Το κατώτατο όριο ήταν μια από τις προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας πανελλαδικής εκπομπής. Έτσι, τότε, αποκλείονταν από τη χορήγηση πανελλαδικών αδειών οι μικροί και μεσαίοι «παίκτες» και έμεναν στο παιχνίδι οι γνωστοί μας μεγαλοκαρχαρίες.
Τώρα που πρέπει να δοθούν οι νέες άδειες ψηφιακής εκπομπής, οι ίδιοι μεγαλοκαναλάρχες θέλουν ολόκληρη την πίτα και μάλιστα τζάμπα. Να μπορούν να την αποκτήσουν χωρίς ανταγωνισμό και προϋποθέσεις. Τι σημαίνει όμως άδεια εκπομπής στην νέα ψηφιακή πραγματικότητα; Σημαίνει πως ένας ιδιοκτήτης δεν έχει παρά να εμφανίσει στο μητρώο του καναλιού του 200 εργαζόμενους και να λάβει την άδεια εκπομπής. Άδεια εκπομπής σε ψηφιακή συχνότητα σημαίνει πολυπλεξία, πολυπλεξία σημαίνει ότι σε μία συχνότητα χωράνε έως και 8 κανάλια (τώρα θα μπορούν να εκπέμπουν 4 από τα 8 με πρόβλεψη να φτάσουν σε λίγο καιρό τα 6). Έτσι ο Μπόμπολας, ο Αλαφούζος, ο Κυριακού κλπ με 200 εργαζόμενους θα μπορούν να έχουν στον «αέρα» έως και 8 κανάλια. Το μόνο που τους μένει τώρα είναι να  βρουν τρόπο να κοινοποιήσουν τον Πρετεντέρη, τον Πρωτοσάλτε, τον Ρογκάκο, τον Τσίμα, τον Παπαδημητρίου και τα άλλα καλά παιδιά της αδέσμευτης ενημέρωσης.
Γι αυτό το λόγο, λοιπόν, τους καναλάρχες δεν του πείραζε σχεδόν καθόλου να επανέρθει ένα όριο το οποίο δεν επηρεάζει τα σχέδια τους για τον απόλυτο έλεγχο της ενημέρωσης και της επικυριαρχίας τους και στο χώρο των ΜΜΕ. Υπενθυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί αντίστοιχη τροπολογία που αφορούσε ην κατάργηση των κατώτατων ορίων στα έργα που μπορούν να αναλαμβάνουν οι μεγαλοεργολάβοι. (βλ. εδώ). Μια τροπολογία που παρέδωσε στο πιάτο ολόκληρο τον κατασκευαστικό κλάδο τον οποίο κυριαρχούσαν στο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο κομμάτι του, τα μεγάλα δημόσια έργα.
Έχοντας λοιπόν σαν πρότυπο τον Μπερλουσκόνι, οι βαρώνοι των ελληνικών «Μέσων Μαζικής Προπαγάνδας και Εξημέρωσης» αποφάσισαν να κάνουν ένα καλοκαιρινό Bunga Bunga σε εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα, αλλά και στην όποια επίφαση ενημέρωσης είχε απομείνει στον μιντιακό ορυμαγδό με την κυβέρνηση και το κράτος σε ρόλο προαγωγού και μαστροπού.
Η συνέλευση μας σταθερά και αταλάντευτα πιστεύει από την πρώτη στιγμή της σύστασής της ότι η αλλαγή αυτής της νοσηρής κατάστασης μπορεί να έρθει μόνο από την αντίδραση και την αυτοοργάνωση των εργατών στο χώρο του τύπου. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες του κλάδου στη συντριπτική τους πλειοψηφία παίζουν έναν κεκαλυμμένο και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και απροκάλυπτο εργοδοτικό ρόλο, ως δούρειοι ίπποι των αφεντικών. Ευθύνονται για την πολυδιάσπαση στον κλάδο, για την εγκατάλειψη των βάναυσα πληττόμενων εργαζομένων στη μοίρα τους, έχουν σπείρει την ηττοπάθεια, την απάθεια και την κουλτούρα της παθητικής υποταγής.
Ο μόνος δρόμος είναι αυτός της αυτοοργάνωσης και του αγώνα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαίο να πολεμήσουμε αφεντικά και τα τσιράκια τους μέχρι να τα πάρουμε όλα πίσω.
 ΠΗΓΗ: katalipsiesiea