Αρχείο κατηγορίας ιδεολογικα κειμενα
Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι ρίζες του μίσους
Ενα κείμενο του μεγάλου έλληνα φιλοσόφου, οικονομολόγου και ψυχαναλυτή. Από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
«Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλο και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δυο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία«διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.
Κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης, οι δύο διαστάσεις του μίσους χαλιναγωγούνται σε σημαντικό βαθμό, τουλάχιστον όσον αφορά τις πιο δραματικές εκδηλώσεις τους. Εν μέρει αυτό επιτυγχάνεται μέσω του μόνιμου αντιπερισπασμού που ασκείται στην καταστροφική τάση από τους«εποικοδομητικούς» κοινωνικούς σκοπούς – την εκμετάλλευση της φύσης, τον συναγωνισμό διαφόρων ειδών (τις «ειρηνικές» αγωνιστικές δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, τον οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό, κτλ). Όλες αυτές οι διέξοδοι κατευθύνουν ένα μέρος του μίσους και της «διαθέσιμης» καταστροφικής ενέργειας, αλλά όχι το σύνολο τους.
Το κομμάτι του μίσους και της καταστροφικότητας που απομένει φυλάσσεται σε μία δεξαμενή έτοιμη να μετατραπεί σε καταστροφικές δραστηριότητες, σχηματοποιημένες και θεσμοθετημένες, που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων – δηλαδή να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ψυχικό μίσος είναι η «αιτία» του πολέμου. Αλλά το μίσος είναι, αναμφίβολα, ένας όρος, όχι μόνο απαραίτητος αλλά και ουσιαστικός, του πόλεμοι».
Το μίσος καθορίζει τον πόλεμο και εκφράζεται μέσω αυτού, Η φράση του Αντρέ Μαλρό «είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν αγνώστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συνάδουν απόλυτα με την ανάγκη μίας κοινωνίας να ενδυναμώνει τη θέση των νόμων, των αξιών και των κανόνων της, ως μοναδικά στην τελειότητα τους και ως τα μόνα αληθινά, ενώ οι νόμοι, τα πιστεύω και τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λανθασμένη, άσχημα, αηδιαστικά, φριχτά, διαβολικά.
Και αυτό, με τη σειρά του, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις ψυχικές ανάγκες του ατόμου. Γιατί ό,τι υπάρχει πέρα από τον κύκλο σημασιών που τόσο επίπονα περιέβαλε στον δρόμο προς την κοινωνικοποίηση είναι λανθασμένο, άσχημο, ασύνετο. Το αυτό συμμερίζεται η ομάδα στην οποία ανήκει: φυλή, χωριό, έθνος, θρησκεία. Πρέπει να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι κάθε απειλή προς τις θεσμοθετημένες ομάδες, στις οποίες ανήκουν τα άτομα, βιώνεται από αυτά ως πιο σοβαρή από μία απειλή κατά της ζωής τους,
Τα χαρακτηριστικά αυτά παρατηρούνται με μεγαλύτερη ένταση στις εντελώς κλειστές κοινωνίες: στις αρχαϊκές ή παραδοσιακές αλλά ακόμη περισσότερο στις σύγχρονες απολυταρχικές. Η κύρια απάτη είναι πάντα: οι κανόνες μας είναι το καλό· το καλό είναι οι κανόνες μας· οι κανόνες μας δεν είναι ίδιοι με τους δικούς τους· άρα οι κανόνες τους δεν είναι καλοί. Επίσης: ο θεός μας είναι ο αληθινός· η αλήθεια είναι ο θεός μας· ο θεός μας δεν είναι ίδιος με τον δικό τους· άρα ο θεός τους δεν είναι ο αληθινός.
Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση.
Δεν απομένει λοιπόν παρά η τρίτη πιθανότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Αυτό βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα οι άλλοι να είναι ίσοι με εμάς, με την έννοια ότι οι θεσμοί τους απλώς δεν συγκρίνονται με τους δικούς μας. Ακόμη και στην περίπτωση «μη θρησκευτικών» πολιτισμών, μία τέτοια παραδοχή θα δημιουργούσε αναπάντητα ερωτηματική στο καθαρώς θεωρητικό επίπεδο: πώς αντιμετωπίζει κανείς κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στους πολίτες τους σκληρές ποινές ή έχουν απαράδεκτα έθιμα;
Ο δρόμος προς την αναγνώριση του διαφορετικού αρχίζει στο ίδιο σημείο και έχει τα ίδια κίνητρα με την αμφισβήτηση των δεδομένων θεσμών της κοινωνίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των πράξεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Εδώ μπαίνει κανείς σε πειρασμό να πει ότι το άνοιγμα της σκέψης και ο μερικός και σχετικός εκδημοκρατισμός των πολιτικών καθεστώτων της Δύσης συνοδεύτηκαν από την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την ιδέα χωρίς να θέσουμε ισχυρούς περιορισμούς. Αρκεί να σκεφτούμε με πόσο ακραία επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τον 20ό αιώνα σε χώρες «ανεπτυγμένες» και «δημοκρατικές».
Όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ αφορούν τον αποκλεισμό του άλλου. Δεν αρκούν για να “εξηγήσουμε» γιατί αυτός ο αποκλεισμός γίνεται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση, και τελικά μίσος, λύσσα και δολοφονική τρέλα. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξει γενική «εξήγηση».
Μπορώ μόνο να αναφέρω έναν παράγοντα που αφορά τις μαζικές εκρήξεις εθνικού και ρατσιστικού μίσους στη σύγχρονη εποχή. Η κατάρρευση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σχεδόν όλων των αρχών είχε ως επίπτωση τη συσπείρωση για λόγους ταύτισης γύρω από τη «θρησκεία», το «έθνος» ή τη «ράτσα» και όξυνε το μίσος προς τους ξένους. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στις μη ευρωπαϊκές κοινωνίες που υφίστανται το σοκ της εισβολής του μοντέρνου τρόπου ζωής, άρα και την κονιοποίηση των παραδοσιακών σημείων αναφοράς με τα οποία ταυτίζονται τα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του θρησκευτικού και/ή εθνικού φανατισμού.
Μία τελευταία παρατήρηση που αφορά ον ρατσισμό. Το κύριο και καθοριστικό χαρακτηριστικό του ρατσισμού είναι η «απαραίτητη μη μετατρεψιμότητα» του άλλου. Ο θρησκευτικά μισαλλόδοξος δέχεται με χαρά τον προσηλυτισμό των απίστων ο «λογικά» εθνικιστής χαίρεται όταν ξένα εδάφη προσαρτώνται στη χώρα του και οι κάτοικοι τους «αφομοιώνονται» Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του ρατσιστή. Οι γερμανοί εβραίοι θα ήθελαν να παραμείνουν πολίτες του Τρίτου Ράιχ· αλλά οι ναζιστές ούτε να το ακούσουν.
Ακριβώς γιατί στην περίπτωση του ρατσισμού το αντικείμενο του μίσους πρέπει να είναι «μη μετατρέψιμο». Γι’ αυτό ο ρατσιστής επικαλείται ή εφευρίσκει δήθεν φυσικά (βιολογικά), άρα μη μετατρέψιμα, χαρακτηριστικά του αντικειμένου του μίσους του: το χρώμα του δέρματος του, τα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου του. Τέλος, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να συνδέσουμε αυτή την ακραία μορφή του μίσους προς τον άλλο με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας.
Η αυτονομία, δηλαδή η πλήρης δημοκρατία, και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα».
Πιοτρ Κροπότκιν :Προς τους δασκάλους /Προς τους νέους / Προς τους διανοούμενους
Τι να πω, επίσης στον δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνον που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο.
Σε σας τους νέους Θέλω να μιλήσω σήμερα. Οι γέροι — εννοώ φυσικά τους γέρους στην καρδιά και το πνεύμα— ας αφήσουν στην άκρη το βιβλιαράκι μου αυτό για να μην κουραστούν διαβάζοντας κάτι που δεν Θα τους πει τίποτε.
Υποθέτω ότι είσαι περίπου δεκαοκτώ ή είκοσι χρονών, ότι τελειώνεις με την μαθητεία σου σε μια Τέχνη με τις σπουδές σου, και ότι Τώρα βγαίνεις στην ζωή. Φαντάζομαι ότι το πνεύμα σου είναι απαλλαγμένο από τις προλήψεις τις οποίες διάφοροι άνθρωποι προσπάθησαν να σου εμφυσήσουν, ότι δεν φοβάσαι τον διάβολο και ότι δεν δίνεις σημασία στα παραληρήματα των παπάδων και των ιεροκηρύκων.
Υποθέτω ακόμη ότι δεν είσαι ένας από εκείνους τους ανόητους λιμοκοντόρους —θλιβερά προϊόντα μιας κοινωνίας σε παρακμή— που επιδεικνύουν τα γελοία παντελόνια και τις πιθηκίσιες φάτσες τους στους δρόμους, και οι οποίοι ήδη σ’ αυτήν την ηλικία δεν κυριαρχούνται από τίποτε άλλο πέρα από την ακόρεστη επιθυμία για απολαύσεις έναντι οποιουδήποτε τιμήματος… Απεναντίας πιστεύω ότι η καρδιά σου είναι ζωντανή, γι’ αυτό ακριβώς και σου μιλώ.
Ξέρω ότι μπροστά σου ορθώνεται ένα τεράστιο ερωτηματικό. Πολύ συχνά αναρωτιέσαι: «Τι Θα γίνω στην ζωή μου;». Είναι γεγονός πως όταν ένας άνθρωπος είναι νέος πιστεύει ότι, έχοντας μάθει μια τέχνη ή σπουδάσει μια επιστήμη για κάποια χρόνια, με έξοδα της κοινωνίας, δεν το έκανε για να γίνει ένα όργανο εκμετάλλευσης. Θα ήταν πολύ διεφθαρμένος και ανήθικος, εάν δεν είχε ποτέ ονειρευτεί πως κάποια μέρα θα χρησιμοποιούσε την ευφυΐα, τις ικανότητες και τις γνώσεις του για να βοηθήσει στην χειραφέτηση εκείνων που σήμερα σέρνονται μέσα στην εξαθλίωση και την αμάθεια.
Είσαι κι εσύ ένας από εκείνους που είχαν ένα τέτοιο
όραμα, δεν είναι έτσι; Πολύ καλά! Ας δούμε λοιπόν τι θα
κάνεις για να γίνει το όνειρό σου πραγματικότητα.
Δεν ξέρω μέσα σε ποιο κοινωνικό περιβάλλον γεννήθηκες. Πιθανόν, ευνοημένος από την τύχη, να έχεις στρέψει την προσοχή σου στην σπουδή μιας επιστήμης —Θα γίνεις γιατρός, δικηγόρος. φιλόλογος ή επιστήμων. ‘Ένας μεγάλος δρόμος ανοίγεται εμπρός σου. Βγαίνεις στον στίβο της ζωής εφοδιασμένος με πλούσιες γνώσεις κι ένα καλλιεργημένο πνεύμα· ή, πιθανότατα, είσαι ένας απλός τεχνίτης με επιστημονική γνώση που περιορίζεται στα λίγα εκείνα που έμαθες στο σχολείο. Έχεις όμως το πλεονέκτημα να ξέρεις από πρώτο χέρι το νόημα μιας ζωής εξαντλητικού μόχθου που αποτελεί την μοίρα του εργάτη της εποχής μας.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ «ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ»
Προς τους γιατρούς
Ξετυλίγοντας την σκέψη μας, ας υποθέσουμε κατ’ αρχάς πως έχεις σπουδάσει μια επιστήμη. Ας πούμε ότι μόλις τέλειωσες την ιατρική Αύριο ένας φτωχοντυμένος άνθρωπος Θα έρθει να σε παρακαλέσει να επισκεφτείς μια άρρωστη γυναίκα. Θα σε οδηγήσει σ’ ένα από εκείνα τα σοκάκια που είναι τόσο στενά ώστε όταν σι γείτονες δίνουν τα χέρια σχεδόν αγγίζουν τα κεφάλια των περαστικών. Μπαίνοντας στην αυλή Θα σε τυλίξει η μπόχα απ’ την μούχλα και την υγρασία· με το φως ενός φαναριού που τρεμουλιάζει, θ’ ανέβεις δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε θεοβρόμικες σκάλες και να ‘σαι μέσα σ’ ένα σκοτεινό, παγωμένο δωμάτιο όπου Θα δεις την άρρωστη ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα αχυρόστρωμα και σκεπασμένη με παλιοκούρελα. Γύρω σου μερικά χλωμά, πελιδνά παιδάκια. Τουρτουρίζουν κάτω από τα πανωφόρια τους, Θα σε κοιτούν με τα μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια τους. Ο άντρας της άρρωστης όλη του την ζωή δούλευε δώδεκα και δεκατρείς ώρες την ημέρα από ‘δώ κι από ‘κεΙ. Τώρα, εδώ και τρεις μήνες, είναι άνεργος. Το να μένει χωρίς δουλειά, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο για το επάγγελμά του. Συμβαίνει κάθε χρόνο περιοδικά. Αλλά παλιότερα, όταν δεν είχε δουλειά, η γυναίκα του Πήγαινε και δούλευε σαν παραδουλεύτρα έπλενε ίσως τα πουκάμισά σου για μερικές πεντάρες την ημέρα. Τώρα όμως, πάνε δυο μήνες που είναι κατάκοιτη και η εξαθλίωση απλώνεται Πάνω στην οικογένεια σε όλη την απεχθή της φρίκη.
Αν νιώσουν ότι έχεις καλή καρδιά και καθαρή ματιά και ότι μιλάς σταράτα, η οικογένεια Θα σου εκμυστηρευτεί πολλά πράγματα. Θα σου πει πως η γυναίκα που ζει στο διπλανά δωμάτιο, η γυναίκα που όταν βήχει σον σκίζει την καρδιά, είναι μια φτωχή σιδερώτρια. Ότι στο κάτω πάτωμα όλα τα παιδιά λιώνουν από τον πυρετό. Ότι η πλύστρα που κατοικεί στο υπόγειο, δεν Θα την βγάλει ως την άνοιξη, και ότι στο διπλανό σπίτι τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Ποια θεραπεία Θα συστήσεις στην άρρωστη, γιατρέ,
αφού έχεις καταλάβει με την πρώτη ματιά πως αιτία της αρρώστιας της είναι μια γενική αναιμία, η έλλειψη καλής τροφής και καθαρού αέρα; Ας πούμε. μια καλή μπριζόλα κάθε μέρα; Μικρούς περιπάτους στην εξοχή; ‘Ένα ευάερο και χωρίς υγρασία δωμάτιο: Τι ειρωνεία! Αν μπορούσε να τα ‘χει όλα αυτά, Θα τα έκανε πολύ καιρό πριν και δεν Θα περίμενε την δική σου συμβουλή.
Τι Θα συστήσεις σε όλους αυτούς τους αρρώστους; Να τρώνε καλά. ν’ αλλάξουν περιβάλλον, να δουλεύουν λιγότερο κουραστικά; Μακάρι να μπορούσες αλλά δεν τολμάς, κι έτσι φεύγεις με πληγωμένη καρδιά, ρίχνοντας κατάρες αριστερά και δεξιά.
Την άλλη μέρα, ενώ ακόμη συλλογιέσαι την μοίρα των κατοίκων αυτής της τρώγλης, ένας συνάδελφός σου διηγείται πως την προηγουμένη ήρθε και τον πήρε ένας υπηρέτης, με άμαξα αυτήν την φορά.
Επισκέφθηκε τον ιδιοκτήτη ενός ωραίου σπιτιού, μια γυναίκα εξαντλημένη από την αϋπνία. με την ζωή της γεμάτη λούσα, επισκέψεις, χορούς και . . .καυγάδες με τον ηλίθιο σύζυγό της. ο συνάδελφός σου τής σύστησε μια πιο ήσυχη ζωή, μια ελαφρύτερη διατροφή και περιπάτους στην εξοχή, να χαλαρώνει και να κάνει μερικές ασκήσεις γυμναστικής στην κάμαρά της για να αντικαταστήσει, ως έναν βαθμό, την έλλειψη παραγωγικής δραστηριότητας.
Η μία λοιπόν πεθαίνει γιατί δεν είχε ποτέ στην ζωή της αρκετή τροφή και ανάπαυση, ενώ η άλλη μαραίνεται γιατί από τότε που γεννήθηκε δεν έμαθε ποτέ τι Θα πει δουλειά.
Αν είσαι κι εσύ ένας από εκείνους τους εκφυλισμένους χαρακτήρες που προσαρμόζονται σε οτιδήποτε, που στην θέα των πιο αποκρουστικών εικόνων παρηγορούνται μ’ έναν ελαφρύ αναστεναγμό, τότε Θα συνηθίσεις σιγά-σιγά αυτές τις αντιθέσεις και την κτηνώδη φύση που ευνοεί τις φιλοδοξίες σου. Δεν θα σκέπτεσαι τίποτε άλλο Παρά μόνο Το Πώς Θα παραμείνεις μέσα στις τάξεις των κυνηγών της ηδονής, δηλαδή των πλουτοκρατών, ώστε να μην βρεθείς ποτέ ανάμεσα στους εξαθλιωμένους.
Αν όμως είσαι Άνθρωπος, αν κάθε σου αίσθημα εκφράζεται, στην περίπτωσή σου, με τις πράξεις σου, αν το κτήνος που υπάρχει μέσα σου δεν έχει κατασπαράξει την ευγενική σου φύση, τότε μια μέρα Θα γυρίσεις σπίτι μονολογώντας:
«Όχι, είναι άδικο, δεν Πρέπει να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση! Δεν αρκεί να θεραπεύουμε τις αρρώστιες, Οφείλουμε να τις προλαμβάνουμε. Μια Κάπως άνετη ζωή και μια πνευματική καλλιέργεια αρκούν για να σβήσουν από τους καταλόγους μας τους μισούς αρρώστους και τις μισές αρρώστιες. Στο διάολο λοιπόν τα γιατρικά! Καθαρός αέρας, καλή διατροφή, λιγότερο εξαντλητική δουλειά -να Πώς Πρέπει ν’ αρχίσουμε. Χωρίς αυτά, ολόκληρη η ιατρική δεν είναι τίποτε άλλο Παρά α2τάτη και αγυρτεία».
Εκείνη ακριβώς την ημέρα Θα καταλάβεις το νόημα του σοσιαλισμού, Θα Θελήσεις να τον γνωρίσεις καλύτερα. Κι αν η λέξη φιλαλληλία δεν είναι για σένα μια λέξη κενή περιεχομένου, αν μελετήσεις το κοινωνικό ζήτημα υπό το φως της αυστηρής ανάλυσης του φυσικού φιλοσόφου. Θα καταλήξεις να ενταχθείς στις γραμμές μας και Θα δουλέψεις, όπως δουλεύουμε κι εμείς, για να πραγματοποιηθεί η Κοινωνική επανάσταση.
Προς τους επιστήμονες
Αλλά πιθανόν να πεις: «Στο διάολο η απλή Πρακτική δουλειά. Θα αφοσιωθώ στην καθαρή επιστήμη. όπως ο αστρονόμος, ο φυσικός ή ο χημικός. Μια τέτοια εργασία πάντοτε αποδίδει καρπούς. έστω κι αν είναι μόνο για τις μελλοντικές γενιές».
Ας προσπαθήσουμε πρώτα-πρώτα να καταλάβουμε τι επιδιώκεις αφιερώνοντας τον εαυτό σου στην επιστήμη. Πρόκειται άραγε μόνο για την απόλαυση -πολύ μεγάλη αναμφίβολα- που πηγάζει από την μελέτη της φύσης και την χρησιμοποίηση των πνευματικών μας δυνάμεων; Σ’ αυτήν την περίπτωση, Θα σε ρωτήσω: σε τι διαφέρει ο σοφός που ασχολείται με την επιστήμη για να περάσει πιο ευχάριστα την ζωή του, από εκείνον εκεί τον μεθύστακα, ο οποίος το μόνο που ζητά είναι η άμεση Ικανοποίηση που του προσφέρει το πιοτό; Ο σοφός διάλεξε βέβαια σοφότερα την ικανοποίησή του, αφού του προσφέρει βαθύτερη και πολύ πιο μακροχρόνια ευχαρίστηση απ’ ό,τι εκείνη του μέθυσου. Αλλά, αυτό είναι όλο! Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος επιδιώκουν τον ίδιο εγωιστικό σκοπό: την ατομική ικανοποίηση.
Όμως όχι, εσύ δεν ποθείς την εγωιστική αυτή ζωή! Το να ασχολείσαι με την επιστήμη, σημαίνει για σένα ότι εργάζεσαι για την ανθρωπότητα, και αυτή είναι η ιδέα που Θα σε κατευθύνει στην έρευνα σου. Τι γοητευτική χίμαιρα! Ποιος από μας δεν την είχε έστω και για μια στιγμή ενστερνιστεί. όταν εγκατέλειψε για Πρώτη φορά τον εαυτό του χάριν της επιστήμης;
Αλλά τότε, αν πραγματικά Θέλεις να προσφέρεις στην ανθρωπότητα, αν το καλό του ανθρώπινου γένους είναι το ζητούμενο για σένα, Θα δεις ένα Τρομερό εμπόδιο να υψώνεται μπροστά σου, διότι, όσο Περιορισμένη κι αν είναι η κριτική σου ικανότητα, αμέσως Θα Πρέπει να αντιληφθείς ότι στην κοινωνία μας σήμερα η επιστήμη αποτελεί ένα είδος πολυτελείας που κάνει την ζωή πιο ευχάριστη για τους λίγους, ενώ παραμένει εντελώς απρόσιτη για την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Έχουν περάσει Περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που η επιστήμη Θεμελίωσε αξιόπιστες Θεωρίες αναφορικά με την προέλευση του κόσμου, αλλά άνθρωποι τις γνωρίζουν ή διαθέτουν την αληθινή επιστημονική ικανότητα κριτικής; Το πολύ μερικές εκατοντάδες που χάνονται μέσα στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων ανθρώπων, σι οποίοι. σαν τους πρωτόγονους, είναι βυθισμένοι μέσα σε προλήψεις και προκαταλήψεις, κι επομένως πάντοτε πρόσφοροι να χρησιμεύσουν σαν μαριονέτες στα χέρια Θρησκευτικών αγυρτών.
Ή, για να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω, ας ρίξουμε μια ματιά στο τι έχει κάνει τι επιστήμη για να οικοδομήσει ορθολογικά θεμέλια για την σωματική και ηθική υγεία. Η επιστήμη μάς λέει πώς Πρέπει να ζούμε για να είμαστε υγιείς και να διατηρούμε σε καλή κατάσταση τις πυκνοκατοικημένες πόλεις μας. Αλλά μήπως δεν παραμένει κενό γράμμα μέσα στα βιβλία μας όλη η τεράστια εργασία που έχει γίνει προς αυτές Τις δύο κατευθύνσεις; Όλοι γνωρίζουμε πως έτσι έχουν τα πράγματα. Και γιατί αυτό: Διότι η επιστήμη υπάρχει σήμερα μόνο για μια χούφτα προνομιούχων, διότι η κοινωνική ανισότητα. η οποία διαιρεί. την κοινωνία σε δύο τάξεις, τους μισθωτούς σκλάβους και τους εκμεταλλευτές κεφαλαιοκράτες, κάνει όλες τις σχετικές με τις συνθήκες μιας ορθολογικής ζωής διδασκαλίες να φαίνονται σαν η πιο πικρή ειρωνεία για τα 9/10 της ανθρωπότητας.
Θα μπορούσα να σου αναφέρω πάμπολλα παραδείγματα, όμως Προτιμώ απλώς να σου πω: βγες έξω απ’ το εργαστήρι του Φάουστ, όπου τα μαυρισμένα από την σκόνη τζάμια μόλις που αφήνουν το φως του ήλιου να φθάσει στα βιβλία σου, και κοίταξε γύρω σου —σε κάθε βήμα σου μονάχος σου θα βρεις τις αποδείξεις που χρειάζονται για να στηριχτεί αυτός μου ο ισχυρισμός.
Σήμερα δεν χρειάζεται πλέον να συσσωρεύσουμε επιστημονικές γνώσεις και ανακαλύψεις. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να διαδώσουμε τις αλήθειες που ήδη έχουμε κατακτήσει, να τις εφαρμόσουμε στην καθημερινή μας ζωή. να τις κάνουμε κληρονομιά όλων. Θα πρέπει να ρυθμίσουμε τα πράγματα με τέτοια σοφία, ώστε να μπορέσει ολόκληρη η ανθρωπότητα να τις αφομοιώσει και να τις εφαρμόσει, ώστε η επιστήμη να πάψει ν’ αποτελεί πολυτέλεια και να γίνει η βάση της καθημερινής ζωής.
Η δικαιοσύνη το απαιτεί!
Θα προσέθετα επίσης ότι το απαιτούν τα Ίδια ακριβώς τα συμφέροντα της επιστήμης. Η επιστήμη τότε μόνο πραγματοποιεί αληθινή πρόοδο. όταν οι αλήθειες της βρίσκουν περιβάλλον έτοιμο να τις δεχθεί.
Η θεωρία της μηχανικής αρχής της θερμότητας, η οποία
είχε διατυπωθεί τον περασμένο αιώνα με τους ίδιους
σχεδόν όρους που την έχουν διατυπώσει ο Χιρν* (Σ.τ.μ. Χιρν. Γουσταύος-Αδόλφος (1815-99). Γάλλος βιομήχανος και φυσικός. Του οφείλουμε τον προσδιορισμό του αντίστοιχου της θερμίδας στην μηχανική) και ο Κλαούζιους,( Σ.τ.μ. Κλαούζιους, Ρούντολφ-Ιούλιος (1822-88). Γερμανός φυσικομαθηματικός Διατύπωσε τον β’ νόμο της Θερμοδυναμικής (1850), και ανέπτυξε την Θεωρία κίνησης των αερίων. Εισήγαγε επίσης την εντροπία στην Θερμοδυναμική) ήταν Θαμμένη στα ακαδημαϊκά αρχεία επί 80 χρόνια, ώσπου να διαδοθεί ευρέως μια τέτοια γνώση της φυσικής που να αρκεί για να δημιουργήσει ένα κοινό ικανό να την δεχθεί. Χρειάστηκε να περάσουν τρεις ολόκληρες γενιές ώσπου να μπορέσουν να γίνουν ευνοϊκά δεκτές από τα εγγόνια τους και να αναγνωρισθούν από τους σοφούς ακαδημαϊκούς οι ιδέες του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών, αλλά, ακόμη και τότε, αυτό συνέβη με την πίεση της κοινής γνώμης. Ο φιλόσοφος, όπως ο ποιητής και ο καλλιτέχνης, πάντοτε αποτελεί προϊόν της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και κινείται.
Αλλά εάν είσαι διαποτισμένος με αυτές τις ιδέες, αντιλαμβάνεσαι ότι πρώτα απ’ όλα είναι ανάγκη να αλλάξει ριζικά αυτή η κατάσταση πραγμάτων, η οποία καταδικάζει σήμερα τον σοφό να είναι παραφουσκωμένος με επιστημονικές αλήθειες, όλη δε σχεδόν την υπόλοιπη ανθρωπότητα να παραμένει στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν πριν από πέντε ή δέκα αιώνες —δηλαδή στην κατάσταση των σκλάβων και των μηχανών που δεν μπορούν να προσαρμοσθούν στις καθιερωμένες αλήθειες. Την ημέρα λοιπόν που Θα καταλάβεις αυτήν την μεγάλη, ανθρώπινη και κατάφωρη επιστημονική αλήθεια, την ημέρα εκείνη Θα χάσεις το ενδιαφέρον σου για την καθαρή επιστήμη. Θα αρχίσεις να δουλεύεις για ν’ ανακαλύψεις τα μέσα που Θα επηρεάσουν αυτόν τον μετασχηματισμό, αν δε, φέρεις στις έρευνές σου εκείνη την αμεροληψία που σε καθοδηγούσε στις επιστημονικές σου έρευνες, αναγκαστικά Θα υιοθετήσεις τις σοσιαλιστικές ιδέες, Θα δώσεις τέλος στα σοφίσματα και Θα έρθεις μαζί μας. Απηυδισμένος απ’ το να δουλεύεις εσύ για να περνάει καλά αυτή η μικρή ομάδα που ήδη βέβαια απολαμβάνει τα πάντα— Θα αφοσιωθείς στην Υπόθεση, Θέτοντας τις γνώσεις σου στην υπηρεσία των καταπιεζομένων.
Και να είσαι βέβαιος πως το αίσθημα ότι εκπληρώνεις το καθήκον σου και η πραγματική συμφωνία αισθημάτων και έργων σου, Θα σε βοηθήσουν τότε να ανακαλύψεις μέσα σου δυνάμεις των οποίων την ύπαρξη ούτε καν είχες ποτέ φανταστεί. Και όταν μια μέρα —όχι πολύ μακριά στο μέλλον— όταν μια μέρα, επαναλαμβάνω, Θα έχει συντελεσθεί η αλλαγή για την οποία μοχθείς, τότε η επιστήμη, αντλώντας νέες δυνάμεις από την συλλογική επιστημονική εργασία και από την μεγάλη βοήθεια που Θα της δώσουν στρατιές ολόκληρες εργατών οι οποίοι Θα έρθουν να Θέσουν την ενεργητικότητά τους στην υπηρεσία της, Θα κάνει ένα νέο άλμα προς τα εμπρός, με το οποίο συγκρινόμενη η σημερινή αργή πρόοδος Θα μοιάζει σαν μία απλή μαθηματική άσκηση. Τότε Θα απολαύσεις την επιστήμη, όταν η απόλαυση αυτή Θα είναι κοινή για όλους.
Προς τους δικηγόρους
Αν ολοκλήρωσες τις νομικές σπουδές σου και Πρόκειται να ενταχθείς στο δικηγορικό σώμα, πιθανόν κι εσύ να κάνεις όνειρα ‘για την μελλοντική σου δραστηριότητα — υποθέτω ότι διαθέτεις ένα από τα ευγενέστερα πνεύματα, ότι γνωρίζεις πολύ καλά τι σημαίνει φιλαλληλία. ‘Ίσως να σκέπτεσαι κάπως έτσι: «Υπάρχει ευγενέστερη σταδιοδρομία από το να αφιερώσω την ζωή μου σ’ έναν συνεχή και ακατάβλητο αγώνα ενάντια σε κάθε αδικία, από το να ασκήσω όλες μου τις ικανότητες για να πραγματοποιηθεί ο θρίαμβος του νόμου, η δημόσια έκφραση της υπέρτατης δικαιοσύνης;». Και βγαίνεις στην ζωή έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και στο επάγγελμα που διάλεξες. Πολύ ωραία! Ας ανοίξουμε Τώρα μια οποιαδήποτε σελίδα των δικαστικών χρονικών και ας δούμε τι έχει να σου πει η αληθινή ζωή.
Εδώ έχουμε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα. Ζητά να κάνει έξωση σ’ έναν αγρότη ενοικιαστή του που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Από νομικής απόψεως, η υπόθεση είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Αφού ο φτωχός αγρό της δεν μπορεί να πληρώσει, θα πρέπει να φύγει. Αν αναλύσουμε όμως το Θέμα, ιδού τι Θα ανακαλύψουμε. Ο γαιοκτήμονας έχει κατασπαταλήσει τα ενοίκια που εισέπραττε, επιδιδόμενος επιπόλαια σε γλέντια, ενώ ο αγρότης εργαζόταν σκληρά όλη μέρα, κάθε μέρα. Ο γαιοκτήμονας δεν έκανε τίποτα για να βελτιώσει τα χωράφια του. Παρ’ όλα αυτά όμως, μέσα σε πενήντα χρόνια η αξία τους τριπλασιάστηκε χάρη στην αύξηση της αξίας της γης που οφειλόταν στην κατασκευή ενός σιδηροδρομικού και ενός νέου οδικού δικτύου. στην αποξήρανση ενός βάλτου, καθώς και στην περίφραξη και στην καλλιέργεια εγκαταλελειμμένων εκτάσεων.
Ο ενοικιαστής όμως, που συνετέλεσε τα μάλα σε αυτήν την αύξηση, έχει καταστραφεί. ‘Έπεσε στα νύχια τοκογλύφων και πνίγεται στα χρέη. Δεν μπορεί πλέον να πληρώσει τον γαιοκτήμονα. Ο νόμος, που πάντοτε υποστηρίζει την ιδιοκτησία, είναι σαφέστατος: το δίκιο βρίσκεται με το μέρος Του γαιοκτήμονα. Εσύ τώρα, που Το αίσθημα δικαιοσύνης μέσα σου δεν έχει ακόμη στραγγαλιστεί από τα νομικά τερτίπια, τι Θα κάνεις; Θα υποστηρίξεις ότι ο αγρότης Πρέπει να πεταχτεί στους πέντε δρόμους επειδή έτσι προστάζει ο νόμος, ή Θα υποστηρίξεις ότι ο γαιοκτήμονας Θα πρέπει να επιστρέψει στον αγρότη ολόκληρο το ποσόν της αύξησης της αξίας της ιδιοκτησίας του που οφείλεται ακριβώς στην δουλειά του αγρότη; Αυτό δεν επιβάλλει η δικαιοσύνη; Τίνος το μέρος Θα πάρεις; Υπέρ του νόμου και ενάντια στην δικαιοσύνη. ή υπέρ της δικαιοσύνης και ενάντια στον νόμο. Και όταν οι εργάτες απεργήσουν ενάντια στα αφεντικά τους δίχως προειδοποίηση, με τίνος το μέρος Θα πας; Με το μέρος του νόμου, δηλαδή με το μέρος του εργοδότη, ο οποίος, επωφελούμενος από μια περίοδο κρίσης, έχει πραγματοποιήσει υπέρογκα κέρδη, ή ενάντια στον νόμο και με το μέρος των εργατών, οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα δεν πήραν τίποτε άλλο παρά μόνο μισθούς πείνα ς, βλέποντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους να σβήνουν μπροστά στα μάτια τους;
Θα υποστηρίξεις αυτήν την μορφή στρεψοδικίας που συνίσταται στην επιβεβαίωση της «ελευθερίας των συμβάσεων»; Ή Θα υποστηρίξεις την ισότητα σύμφωνα με την οποία ένα συμβόλαιο που συνάπτεται ανάμεσα σ’ έναν καλοζωισμένο άνθρωπο και σ’ έναν άνθρωπο που πουλάει την εργασία του για να μπορέσει απλώς να επιβιώσει,
ανάμεσα στον ισχυρό και τον αδύναμο. δεν έχει καμιά ισχύ; Ας δούμε μία ακόμη περίπτωση. Μια μέρα στο Λονδίνο ένας άνθρωπος έκοβε βόλτες έξω από ένα κρεοπωλείο. Ξαφνικά αρπάζει ένα φιλέτο και το βάζει στα πόδια. Αφού τον έπιασαν και τον ανέκριναν, αποκαλύφθηκε πως ήταν ένας τεχνίτης που είχε μείνει άνεργος, και πως αυτός και η οικογένειά του είχαν να φάνε εδώ και τέσσερις μέρες. Παρακάλεσε τον χασάπη να μην τον καταγγείλει. αλλά εκείνος ενδιαφερόταν μόνο για τον θρίαμβο της δικαιοσύνης! Τον κατήγγειλε, και ο δυστυχής καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλακή.
‘Έτσι θέλησε η τυφλή θεά Θέμις!
Άραγε. δεν εξεγείρεται η συνείδησή σου ενάντια στον νόμο και την κοινωνία, όταν καθημερινά ακούς να απαγγέλλονται παρόμοιες αποφάσεις; Ή, πάλι, θα ζητήσεις να εφαρμοσθεί ο νόμος ενάντια σ’ εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος, έχοντας ζήσει μέσα σε άθλιες συνθήκες από τα παιδικά του χρόνια και έχοντας φθάσει σε ώριμη ηλικία χωρίς ποτέ να έχει ακούσει ούτε μια λέξη συμπάθεια; τελειώνει την «καριέρα» του δολοφονώντας τον γείτονά του για να τον ληστέψει; Θα ζητήσεις τον θάνατό του, ή, ακόμη χειρότερα, την καταδίκη του σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι πρόκειται μάλλον για άρρωστο παρά για εγκληματία και ότι οπωσδήποτε για το έγκλημά του ευθύνεται ολόκληρη η κοινωνία μας;
Άραγε, Θα ζητήσεις να ριχτούν στα μπουντρούμια εκείνοι οι εργάτες σι οποίοι, σε μια στιγμή απόγνωσης, έβαλαν φωτιά στο εργοστάσιο στο οποίο δούλευαν; Θα ζητήσεις να τιμωρηθεί με ισόβια εκείνος ο άνθρωπος που πυροβόλησε έναν εστεμμένο κακούργο; Θα ζητήσεις την εκτέλεση κάποιων επαναστατών, επειδή ύψωσαν στα οδοφράγματα την σημαία του μέλλοντος;
Όχι, χίλιες φορές όχι!
Αν κρίνεις αντί να επαναλαμβάνεις μηχανικά αυτά που σου δίδαξαν, αν αναλύσεις τον νόμο και τον απογυμνώσεις από τους νεφελώδεις μύθους με τους οποίους τον σκέπασαν για να κρύψουν την πραγματική του καταγωγή που είναι το δίκιο του ισχυρού, και την ουσία του που ανέκαθεν υπήρξε η επισημοποίηση όλων των τυραννιών που επιβλήθηκαν στην ανθρωπότητα μέσα στην μακροχρόνια και αιματοβαμμένη ιστορία της —όταν θα τα έχεις καταλάβει όλα αυτά. η περιφρόνησή σου για τον νόμο Θα είναι Πράγματι βαθύτατη
Θα καταλάβεις ότι το να παραμένεις υπηρέτης του γραπτού νόμου, σημαίνει πως καθημερινά στρέφεσαι ενάντια στον νόμο της συνείδησης, επιδιδόμενος σε ανούσια παζαρέματα.
Επειδή δε η πάλη αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί επί πολύ, ή θα καταπνίξεις την συνείδησή σου και Θα γίνεις ένας παλιάνθρωπος, ή Θα κόψεις κάθε δεσμό που σε συνδέει με την παράδοση και θα έρθεις να δουλέψεις μαζί μας για την ολοκληρωτική καταστροφή όλης αυτής της αδικίας —οικονομική ς, κοινωνικής και πολιτικής.
Τότε όμως, αυτό Θα σημαίνει ότι έγινες σοσιαλιστής, ότι έγινες επαναστάτης!
Προς τους μηχανικούς
Κι εσένα, νεαρέ μηχανικέ μου, που ονειρεύεσαι να απαλύνεις κάπως τον μόχθο του εργάτη εφαρμόζοντας τις επιστημονικές εφευρέσεις στην βιομηχανία, τι φρικτή απογοήτευση, τι πίκρες σε περιμένουν!
Αφιερώνεις την νεανική ενέργεια του πνεύματός σου για να σχεδιασθεί ένας σιδηρόδρομος ο οποίος, στριφογυρνώντας γύρω από τις άκρες των γκρεμών και διαπερνώντας την καρδιά τεράστιων βουνών, Θα συνδέσει δύο τόπους χωρισμένους από την φύση. Αλλά όταν κάποτε ολοκληρωθεί το σχέδιο και μπει σε εφαρμογή, Θα δεις μιλιούνια ολόκληρα εργατών, αποδεκατισμένων από τις στερήσεις και την αρρώστια, μέσα σ’ αυτές τις καταθλιπτικές σήραγγες. Θα δεις κάποιους άλλους να επιστρέφουν σπίτι τους, φέρνοντας μαζί τους λίγα μόνο ψίχουλα και το σπέρμα της φθίσης.(φυματίωσης )
Θα δεις ανθρώπινα πτώματα σε κάθε γιάρδα της γραμμής —αποτέλεσμα αισχρής απληστίας— και τελικώς, όταν θ’ αρχίσει να λειτουργεί η γραμμή, Θα την δεις να χρησιμοποιείται ως κεντρική αρτηρία για την μεταφορά των κανονιών ενός επιθετικού στρατού.
Εσύ, από την άλλη, αφιερώνεις τα νιάτα σου σε μια ανακάλυψη που σκοπό έχει να απλοποιήσει την παραγωγή· μετά από πολλές προσπάθειες, πολλά ξενύχτια, έχεις επιτέλους στα χέρια σου αυτήν την πολύτιμη εφεύρεση. Την θέτεις σε λειτουργία και το αποτέλεσμα ξεπερνά τις προσδοκίες σου. Δέκα, είκοσι χιλιάδες άνθρωποι απολύονται από την δουλειά τους, ενώ όσοι απομένουν, στην πλειοψηφία τους παιδιά, υποβιβάζονται στο επίπεδο απλών μηχανών! Τρεις, τέσσερις, δέκα Ίσως καπιταλιστές Θα τα οικονομήσουν και Θα το γιορτάσουν πίνοντας σαμπάνια. Αυτό ήταν τ’ όνειρό σου;
Τέλος, καθώς μελετάς τα Τελευταία βιομηχανικά επιτεύγματα, βλέπεις ότι η μοδίστρα δεν κέρδισε τίποτε, απολύτως τίποτε, από την εφεύρεση της ραπτομηχανής. Ότι ο εργάτης που δουλεύει στο τούνελ του Σαιν (Τοποθεσία στις Άλπεις, στην ΝΑ. Ελβετία) πεθαίνει από αγκύλωση Παρά την εφεύρεση του διαμαντοτρύπανου. Ότι ο οικοδόμος και ο μεροκαματιάρης βρίσκονται χωρίς δουλειά όπως και πριν, Παρά την ανακάλυψη του αναβατήρα από τον Ζιφάρ.( Ζιφάρ, Ανρί (1825-82). Γάλλος μηχανικός και εφευρέτης)
Αν συλλογίζεσαι τα κοινωνικά προβλήματα με την ίδια πνευματική ανεξαρτησία που σε οδήγησε στις τεχνικές σου έρευνες. θα καταλήξεις υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι, υπό το κράτος της ατομικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής σκλαβιάς. κάθε νέα εφεύρεση αντί να αυξάνει την ευημερία του εργάτη, κάνει χειρότερη την σκλαβιά του, πιο εξευτελιστική την εργασία του, συχνότερες τις περιόδους αναδουλειάς, οξύτερη την κρίση και τον άνθρωπο. που ήδη έχει στην διάθεσή του κάθε δυνατή απόλαυση, να είναι ο μόνος που κερδίζει από όλα αυτά.
Τι θα κάνεις, λοιπόν, όταν κάποτε καταλήξεις σε αυτό το συμπέρασμα; ‘Ενα από τα δύο: ή θ’ αρχίσεις να καταπνίγεις την συνείδησή σου με σοφίσματα κι ύστερα, κάποια ωραία μέρα, θ’ αποχαιρετήσεις τα τίμια όνειρα της νιότης σου και Θα προσπαθήσεις να αποκτήσεις για σένα τον ίδιο ό,τι προσφέρει απολαύσεις, προσχωρώντας έτσι στο στρατόπεδο των εκμεταλλευτών· ή, αν έχεις ευγενική ψυχή. θα πεις στον εαυτό σου: «Όχι, δεν είναι καιρό ς για εφευρέσεις. Ας δουλέψουμε πρώτα για ν’ αλλάξουμε το σύστημα της παραγωγής, κι ύστερα, όταν δοθεί ένα τέλος στην ατομική ιδιοκτησία και στην μισθωτή εργασία, κάθε νέα πρόοδος της βιομηχανίας Θα είναι για το καλό όλης της ανθρωπότητας. Και τότε, όλες αυτές σι μάζες των εργατών που σήμερα δεν είναι Παρά απλές μηχανές, Θα γίνουν σκεπτόμενα όντα που Θα εφαρμόζουν την εξυπνάδα τους στην βιομηχανία, δυναμωμένα από την μελέτη κι εξασκημένα από την χειρωνακτική εργασία. ‘Έτσι, και η τεχνολογική πρόοδος Θα κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός, πραγματοποιώντας μέσα σε πενήντα χρόνια όσα σήμερα δεν μπορούμε ούτε καν να ονειρευτούμε…
Προς τους δασκάλους
Τι να πω επίσης στον δάσκαλο —όχι σ’ εκείνον που Θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό. αλλά σ’ εκείνον ο οποίος. όταν περιβάλλεται από μια εύθυμη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα χαρούμενα Πρόσωπα και τα ζωηρά γέλια τους; Σ’ εκείνον που προσπαθεί να φυτέψει στα κεφαλάκια τους τις ιδέες του ανθρωπισμού τις οποίες και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος;
Συχνά όταν σε βλέπω λυπημένο, ξέρω την αιτία της θλίψης σου. Σήμερα, ο πιο αγαπημένος σου μαθητής, ο οποίος δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά αλλά έχει μια υπέροχη καρδιά, διηγιόταν με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλου. Με βουρκωμένα μάτια, έμοιαζε σαν να Θέλει να εξαφανίσει όλους τους τυράννους που πέρασαν ποτέ απ’ αυτήν την γη, ενώ με απέραντο πάθος απήγγειλε τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:
«Μπροστά στον σκλάβο που σπάζει τα δεσμά του,
μπροστά σ άνθρωπο ελεύθερο, μην τρέμεις!»
Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, oι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που είχε επιδείξει μπροστά σε κάποιον υπουργό ή στον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες μιλώντας του «για σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους ανωτέρους του» ώσπου παράτησε στην άκρη τον Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία Θα προοδεύσει στον κόσμο
Κι έπειτα, χθες ακόμη, έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με τ’ αφεντικό του κλέβει τον πενιχρό μισθό των εργατών, κι εσύ, που τόσες ελπίδες έτρεφες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογίζεσαι τώρα την θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην ζωή και το ιδανικό σου.
Συνεχώς συλλογίζεσαι αυτήν την αντίφαση. Ωστόσο προβλέπω ότι σε δύο χρόνια το πολύ, αφού Θα έχεις περάσει την μια απογοήτευση μετά την άλλη, Θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και Θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλος ήταν πράγματι ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέραν τούτου . . .ουδέν· ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της σχόλης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει την απλή μέθοδο των τριών όλη μέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές πάντα αεροβατούν, ενώ οι στίχοι τους δεν έχουν Καμία σχέση με την σημερινή ζωή, ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή…
‘Η. ο άλλος δρόμος είναι τα όνειρα της νιότης σου να γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου, να Θέλεις να υπάρχει μια ευρύτατη, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο κι έξω απ’ αυτό· διαπιστώνοντας όμως ότι Κάτι τέτοιο είναι αδύνατον υπό τις Κρατούσες συνθήκες, Θα επιτεθείς στα ίδια ακριβώς τα Θεμέλια της αστικής κοινωνίας.
Τότε. το Υπουργείο Παιδείας Θα σε απολύσει και θα αναγκαστείς να εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, Θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στην ζωή Τους, πόσο ελκυστική είναι η γνώση, πώς Θα έπρεπε να είναι η ανθρωπότητα αλλά και τι Θα μπορούσαμε να ήμαστε.
Θα έρθεις και Θα εργαστείς μαζί με τους σοσιαλιστές για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του κυρίαρχου συστήματος. Θ’ αγωνιστείς στο πλευρό μας για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, την αληθινή αδελφοσύνη και την απεριόριστη ελευθερία για όλο τον κόσμο.
Προς τους καλλιτέχνες
Εσύ νεαρέ καλλιτέχνη, γλύπτη, ζωγράφε, ποιητή, μουσικέ, δεν παρατηρείς Τώρα τελευταία ότι λείπει στους σημερινούς ανθρώπους η ιερή φλόγα που ενέπνεε κάποτε τους προδρόμους σου; Ότι η σημερινή τέχνη είναι κοινότοπη και ότι παντού επικρατεί η μετριότητα;
Θα μπορούσε άραγε να είναι αλλιώς; Η απόλαυση της ανακάλυψης του αρχαίου κόσμου, του αναβαπτίσματος στις δροσερές πηγές της φύσης η οποία δημιούργησε τα αριστουργήματα της Αναγέννησης. δεν υφίσταται πλέον για την σημερινή τέχνη. Το επαναστατικό ιδανικό την έχει αφήσει έως Τώρα ψυχρή. Και αφού απέτυχε το ένα ιδανικά, η τέχνη φαντάζεται πως έχει ανακαλύψει Κάποιο άλλο στον ρεαλισμό, όταν σήμερα πασχίζει να μας παρουσιάσει έγχρωμες φωτογραφίες της δροσιάς που σταλάζει πάνω στα φύλλα των δέντρων, να μιμηθεί τα μούσκουλα του ποδιού μιας αγελάδας, ή να μας περιγράψει με ακρίβεια, με τον πεζό λόγο ή την ποίηση, την μπόχα ενός οχετού ή την τουαλέτα μιας κοκότας.
Κι εύλογα Θα ρωτήσεις: «Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι μπορούμε να κάνουμε;».
Αν, απαντώ. η ιερή φλόγα που ισχυρίζεσαι ότι διαθέτεις. δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σβησμένο λυχνάρι, τότε Θα συνεχίσεις να Κάνεις ό,τι έκανες, ενώ η τέχνη σου γρήγορα Θα εκφυλισθεί σε τέχνη διακοσμητή εμπορικών καταστημάτων, προμηθευτή μελοδραματικών έργων για οπερέτες τρίτης κατηγορίας και ιστοριών για χριστουγεννιάτικα βιβλία. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους σου έχουν ήδη περάσει σ’ αυτήν την φάση, χωρίς να το ‘χουν καταλάβει…
Αν όμως η καρδιά σου χτυπάει ταυτόχρονα μ’ εκείνη της ανθρωπότητας, αν, σαν αληθινός ποιητής, διαθέτεις ένα αυτί αφιερωμένο στην Ζωή, τότε, ατενίζοντας την Θάλασσα της Θλίψης τα κύματα της οποίας σαρώνουν τα πάντα γύρο σου, απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους που πεθαίνουν από την πείνα, μπροστά σ’ αυτά τα πτώματα που φτιάχνουν λόφους στα ορυχεία και μπροστά σ’ αυτά τα ακρωτηριασμένα κορμιά που είναι σωριασμένα στα χαρακώματα. έχοντας πλήρη συνείδηση του μάταιου χαρακτήρα της μάχης που διεξάγεται, ανάμεσα στις σπαρακτικές κραυγές πόνου των νικημένων και τα όργια των νικητών, μπροστά στον ηρωισμό απέναντι στην δειλία, στον ευγενή ενθουσιασμό απέναντι στην αξιοπεριφρόνητη πανουργία, δεν μπορείς πλέον να μένεις ουδέτερος. Θα έρθεις και Θα ταχθείς με το μέρος των καταπιεζομένων διότι ξέρεις ότι το ωραίο, το ιδεώδες, το ίδιο το πνεύμα της ζωής, βρίσκεται με το μέρος εκείνων που αγωνίζονται για το φως, τον ανθρωπισμό, την δικαιοσύνη!
Τι μπορείτε να κάνετε
Επιτέλους με διακόπτεις και με ρωτάς: «Αν η καθαρή επιστήμη είναι πολυτέλεια και η ιατρική επιστήμη σκέτη απάτη, αν ο νόμος θεσπίζει την αδικία και μια τεχνολογική εφεύρεση δεν είναι τίποτε άλλο Παρά ένα όργανο εκμετάλλευσης, αν το σχολείο. όντας πολύ μακριά από την σοφία του πρακτικού ανθρώπου», είναι βέβαιο πως Θα ξεπεραστεί, και αν η τέχνη δίχως την επαναστατική ιδέα δεν μπορεί παρά να εκφυλισθεί —τότε, τι μου απομένει να κάνω;».
‘Ένα σοβαρό και πολύ συναρπαστικό καθήκον, ένα έργο στο οποίο οι πράξεις σου Θα βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την συνείδησή σου, ένα έργο ικανό να διεγείρει τις πιο ευγενικές και ρωμαλέες φύσεις.
Τι είδους έργο; Θα σου εξηγήσω αμέσως.
Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά σου. Μπορείς ή να καταπνίξεις για πάντα την συνείδησή σου και να καταλήξει μια μέρα να πεις: «Ας πάει στο διάβολο η ανθρωπότητα! Εγώ Θα χαίρομαι όλες τις απολαύσεις όσο οι άνθρωποι Θα είναι αρκετά ηλίθιοι ώστε να μ’ αφήνουν να το κάνω». Ή, σε διαφορετική περίπτωση, θα προσχωρήσεις στις τάξεις των σοσιαλιστών και Θα δουλέψεις μαζί τους για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό είναι το λογικό επακόλουθο της ανάλυσης που έχουμε κάνει. Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα στο οποίο Θα πρέπει να καταλήξει κάθε έξυπνο άτομο, δεδομένου ότι κρίνει αμερόληπτα τα πράγματα που βλέπει γύρω του, και αγνοεί τα σοφίσματα που του υποβάλλει η μικροαστική του μόρφωση και σι συμφεροντολογικές απόψεις των φίλων του.
Αν λοιπόν καταλήξει Κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα, αμέσως μετά ως λογικό επακόλουθο τίθεται το εξής ερώτημα: «Τι πρέπει να κάνω;». Η απάντηση είναι απλή:
να εγκαταλείψεις το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι και στο οποίο συνήθως μιλούν για τους εργάτες σαν να είναι ένα κοπάδι κτήνη. Πήγαινε κοντά στον λαό και το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο Του.
Θα ανακαλύψεις ότι παντού, στην Αγγλία όπως και στην Γερμανία, στην Ιταλία όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπουδήποτε υπάρχουν προνομιούχοι και απόκληροι. έχει αναπτυχθεί ένα τεράστιο κίνημα μέσα στην εργατιά, σκοπός του οποίου είναι να καταστρέψει μια για πάντα την σκλαβιά που επιβλήθηκε από τους καπιταλιστές και να οικοδομήσει τα θεμέλια μιας νέας κοινωνίας η οποία θα βασίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Σήμερα ο λαός δεν αρκείται πλέον στο να διοχετεύει την δυστυχία του σ’ εκείνα τα σπαραξικάρδια τραγουδάκια που τραγουδούσαν οι δουλοπάροικοι του 18ου αιώνα.
Σήμερα εργάζεται, έχοντας πλήρη συνείδηση των πράξεών του και ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο για την χειραφέτησή του. Η σκέψη του είναι διαρκώς προσηλωμένη στην εξέταση τού τι Πρέπει να γίνει, ούτως ώστε να μπορέσει η ζωή να είναι ευλογία για όλους, αντί απλώς να αποτελεί κατάρα για τα του ανθρώπινου γένους. Ασχολείται με τα δυσκολότερα προβλήματα της κοινωνιολογίας και προσπαθεί να τα επιλύσει με την υγιή κοινή λογική, την παρατηρητικότητα και την πικρή πείρα του.
Προσπαθεί να σχηματίσει ομάδες και να οργανωθεί για να καταλήξει σε μια Κοινή κατανόηση με τους συντρόφους του στην δυστυχία. Ιδρύει σωματεία που συντηρούνται από πενιχρές συνδρομές. Προσπαθεί να συνάψει δεσμούς με τους συντρόφους του από άλλες χώρες και κάνει Περισσότερα απ’ ό,τι όλοι οι μεγαλόστομοι φιλάνθρωποι μαζί για να επισπεύσει τον ερχομό της ημέρας που θα εξαφανισθούν σι πόλεμοι ανάμεσα στα διάφορα έθνη. Κάνει ό,τι μπορεί για να είναι ενήμερος για το τι κάνουν τ’ αδέλφια του, να βελτιώσει τις σχέσεις του μαζί τους, να επεξεργασθεί και να διαδώσει τις ιδέες του και να συντηρήσει, με μεγάλες στερήσεις, τον εργατικό Τύπο. Τι ακατάπαυστος αγώνας, τι ακατάπαυστη δουλειά χρειάζεται για να συνεχίσει! Άλλοτε για να καλύψει τα κενά που δημιούργησε η λιποταξία, αποτέλεσμα της κούρασης, της διαφθοράς και των διώξεων, άλλοτε για να αναδιοργανώσει τις τάξεις του που έχουν αποδεκατιστεί από τα τουφέκια και τα πολυβόλα, και Κάποιες άλλες φορές για να ανακεφαλαιώσει μελέτες που διακόπηκαν ξαφνικά εξ αιτίας μιας συμφοράς.
Οι εφημερίδες διευθύνονται από ανθρώπους οι οποίοι κατόρθωσαν να αρπάξουν από την κοινωνία λίγα ψίχουλα γνώσης, στερούμενοι τον ύπνο και την τροφή τους. Η αγκιτάτσια στηρίζεται στο υστέρημα των εργατών που έχει εξοικονομηθεί από τα αμέσως απαραίτητα για την συντήρησή τους.
Και όλα αυτά τεκταίνονται υπό την σκιά τού διαρκούς φόβου να δουν τις οικογένειές τους να οδηγούνται στην λιμοκτονία, μόλις το αφεντικό καταλάβει ότι ο εργάτης, ο δούλος του, είναι σοσιαλιστής. Αυτά είναι όσα Θα δεις, αν πας κοντά στον λαό. Και σ’ αυτόν τον συνεχή αγώνα, πόσες φορές ο εργάτης, πιεζόμενος υπό το βάρος των δυσκολιών, δεν έχει μάταια αναρωτηθεί:
«Πού είναι Τώρα εκείνοι οι νέοι που μορφώθηκαν με δικά μας έξοδα; Που τους ντύσαμε και τους ταΐσαμε όταν σπούδαζαν; Για ποιόν χτίσαμε αυτά τα σπίτια, αυτά τα μουσεία, αυτές τις ακαδημίες, με τις πλάτες γερμένες απ’ το βαρύ φορτίο και το στομάχι άδειο; Για ποιόν τυπώσαμε, κατάχλομοι, αυτά τα ωραία βιβλία που εμείς δεν μπορούμε να διαβάσουμε; Πού είναι αυτοί οι καΘηγητάδες που ενώ λένε ότι κατέχουν την επιστήμη του ανθρωπισμού, απ’ την άλλη πιστεύουν ότι το ανθρώπινο γένος αξίζει όσο ένα σπάνιο είδος κάμπιας; Πού είναι όλοι εκείνοι που μιλούν για ελευθερία, αλλά ποτέ δεν εξεγέρθηκαν για να υπερασπίσουν την δική μας που ποδοπατιέται καθημερινά; Αυτοί οι συγγραφείς, αυτοί οι ποιητές, αυτοί οι ζωγράφοι —κοντολογίς, όλη εκείνη η συμμορία των υποκριτών που μιλάει για τον λαό με δάκρυα στα μάτια, αλλά που όμως ποτέ δεν μας πλησιάζει για να μας βοηθήσει στην δουλειά μας;».
Ορισμένοι απολαμβάνουν με Ικανοποίηση την κατάσταση της δειλής αδιαφορίας τους· κάποιοι άλλοι, που είναι και οι περισσότεροι, περιφρονούν τον «όχλο» κατ είναι πάντα έτοιμοι να του επιτεθούν, αν τολμήσει να θίξει τα προνόμιά τους.
Κάπου-κάπου είναι αλήθεια, εμφανίζεται στο προσκήνιο κάποιος νέος άνθρωπος που ονειρεύεται θριάμβους και οδοφράγματα και αποζητά συνταρακτικά γεγονότα και καταστάσεις, που όμως εγκαταλείπει τον λαϊκό σκοπό αμέσως μόλις καταλάβει ότι είναι μακρύς ο δρόμος που οδηγεί στα οδοφράγματα, ότι σι δάφνες, στις οποίες αποβλέπει όταν νικήσει. είναι ανακατεμένες στον δρόμο με αγκάθια. Γενικώς τέτοιοι άνθρωποι είναι φιλόδοξοι τυχοδιώκτες σι οποίοι. αφού αποτύχουν στην Πρώτη Τους απόπειρα. επιδιώκουν ν’ αρπάξουν τις ψήφους του λαού. ενώ αργότερα θα είναι οι πρώτοι που Θα τον απαρνηθούν. αν τολμήσει να εφαρμόσει τις αρχές που σι ίδιοι υποστήριζαν. Πιθανότατα, μάλιστα, να στρέψουν ακόμη και τα κανόνια εναντίον του προλεταριάτου, αν τολμήσει να κινηθεί Προτού αυτοί. οι ηγέτες, τού δώσουν το σύνθημα.
Πρόσθεσε ακόμη σε όλα αυτά και τις ηλίθιες προσβολές, την υπεροπτική περιφρόνηση και τις δειλές συκοφαντίες εκ μέρους πολλών. και Θα έχεις την εικόνα της όλης βοήθειας που προσφέρει η νεολαία της αστικής τάξης στην κοινωνική ανέλιξη του λαού.
Και μετά απ’ όλα αυτά εξακολουθείς να ρωτάς «τι να κάνω». όταν δεν έχει γίνει τίποτε! Όταν υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά νέων που μπορούν να βρουν Τεράστιο Πεδίο για να διοχετεύσουν όλη την ορμή της νεανικής τους ζωντάνιας και την μεγάλη δύναμη του νου και των ικανοτήτων τους, για να βοηθήσουν τον λαό στο τεράστιο έργο που έχει αναλάβει!
Τι να κάνουμε Ακούστε εσείς. σι εραστές της καθαρής επιστήμης: αν έχετε κατανοήσει τις αρχές του σοσιαλισμού. αν έχετε συνειδητοποιήσει το πραγματικό νόημα της επανάστασης που και Τώρα ακόμη χτυπά την πόρτα σας δεν βλέπετε ότι ολόκληρη η επιστήμη Πρέπει να αναπλασθεί και να εναρμονισθεί με τις νέες αρχές: Η επιστήμη είναι το έργο σας να πραγματοποιήσετε σε αυτόν τον τομέα μια επανάσταση πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που πραγματοποιήθηκε σε κάθε επιστημονικό κλάδο κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα.
Δεν αντιλαμβάνεσθε Πως η Ίδια η Ιστορία. που σήμερα μοιάζει με Παραμύθια της γιαγιάς για μεγάλους βασιλιά δες, μεγάλους πολιτικούς και σπουδαία κοινοβούλια. Θα πρέπει να ξαναγραφτεί από την λαϊκή σκοπιά και να Περιγράψει την μακρόχρονη εξέλιξη της ανθρωπότητας;
Πως Θα Πρέπει να επεξεργασθείτε πάλι από την αρχή την Κοινωνική οικονομία —η οποία αποτελεί σήμερα απλώς τον καθαγιασμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης— τόσο από την άποψη των θεμελιακών της αρχών όσο και από την άποψη των πολλαπλών εφαρμογών της;
Πως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία. η ηθική. Θα Πρέπει να ανασχηματισθούν πλήρως. και ότι σι ίδιες σι φυσικές επιστήμες, ιδωμένες από μια άλλη σκοπιά. Θα πρέπει να υποστούν μια βαθιά αλλαγή, τόσο ως προς την αντίληψη των φυσικών φαινομένων όσο και ως προς την άποψη της μεθόδου ερμηνείας τους;
Πολύ ωραία! Πιάστε λοιπόν δουλειά! Διαθέστε τις ικανότητές σας στην υπηρεσία του ευγενικού σκοπού. Ιδιαίτερα βοηθήστε μας με την ξεκάθαρη λογική σας να καταπολεμήσουμε την προκατάληψη και να οικοδομήσουμε. με την βοήθειά σας, τα Θεμέλια μιας καλύτερης κοινωνικής οργάνωσης. Επιπλέον, διδάξτε μας να εφαρμόζουμε στις καθημερινές συζητήσεις μας την τόλμη της γνήσιας επιστημονικής έρευνας, και δείξτε μας, όπως έκαναν οι πρόδρομοί σας, ότι ο άνθρωπος δεν διστάζει να θυσιάσει ακόμη και την Ίδια του την ζωή προκειμένου να θριαμβεύσει η αλήθεια. Εσύ γιατρέ. που έχεις μάθει τον σοσιαλισμό μέσα από την πικρή σου πείρα, μη βαρεθείς να μας βροντοφωνάζεις σήμερα, αύριο και πάντα, ότι η ίδια η ανθρωπότητα Θα κατρακυλήσει τάχιστα προς την παρακμή, αν ο άνθρωπος συνεχίσει να ζει και να εργάζεται κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Ότι όλα σου τα φάρμακα είναι ανίσχυρα να καταπολεμήσουν την αρρώστια, όταν η πλειονότητα των ανθρώπων διαβιώνει μέσα σε συνθήκες εντελώς αντίθετες από εκείνες που Θεωρεί υγιεινές η επιστήμη. Πείσε τους ανθρώπους ότι σι αιτίες της αρρώστιας είναι αυτές που Πρέπει να ξεριζωθούν και δείξε μας ό,τι χρειάζεται για να τις εξαφανίσουμε.
‘Έλα με Το χειρουργικό σου νυστέρι και. με χέρι σταθερό, κάνε για μας μια τομή σ’ αυτήν την Κοινωνία που βαδίζει γοργά Προς την αποσύνθεση. Πες μας πώς πρέπει να είναι μια συνετή ζωή. Επέμεινε. σαν αληθινός χειρουργός, ότι Πρέπει να αποκοπεί ένα μέλος που έχει πάθει γάγγραινα για να μην μολυνθεί το υπόλοιπο σώμα.
Εσύ που εργάστηκες για την εφαρμογή της επιστήμης στην βιομηχανία, έλα και πες μας με ειλικρίνεια ποιο ήταν Το αποτέλεσμα των ανακαλύψεών σου. Πείσε εκείνους που δεν τολμούν να κοιτάξουν θαρρετά το μέλλον. για Τις νέες εφευρέσεις που κρύβει μέσα στην μήτρα της η γνώση που έχουμε ήδη αποκτήσει, για το τι θα μπορούσε να κάνει η βιομηχανία Κάτω από καλύτερες συνθήκες. τι θα μπορούσε να παράγει εύκολα ο άνθρωπος. αν δημιουργούσε πάντοτε με την προοπτική να αυξήσει την δική του παραγωγή. Βοήθησε, λοιπόν. τον λαό με την οργανωτική σου ικανότητα, αντί να χρησιμοποιείς αυτά τα προτερήματα υπέρ των εκμεταλλευτών!
Εσείς ποιητές. ζωγράφοι. γλύπτες, μουσικοί, αν καταλαβαίνετε την Πραγματική σας αποστολή και τα συμφέροντα ακριβώς της ίδιας της τέχνης, ελάτε μαζί μας! Θέστε την πένα. Το πινέλο. την σμίλη, τις ιδέες σας, στην υπηρεσία της επανάστασης! Περιγράψτε μας με το ζωντανό ύφος σας ή Τις εντυπωσιακές εικόνες σας, τους ηρωικούς αγώνες των λαών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, πυρπολήστε τις καρδιές της νεολαίας μας με τον επαναστατικό εκείνο ενθουσιασμό που αναθέρμανε τις ψυχές των προγόνων μας! Πέστε στις γυναίκες πόσο ευγενική σταδιοδρομία είναι εκείνη ενός συζύγου που αφιερώνει την ζωή του στον μεγάλο σκοπό της κοινωνικής χειραφέτησης! Δείξτε στους ανθρώπους πόσο αποκρουστική είναι η καθημερινή τους ζωή και Θεραπεύστε τις αιτίες αυτής της ασχήμιας. Δείξτε πόσο όμορφη Θα ήταν η ζωή αν δεν αντιμετωπίζαμε σε κάθε βήμα τον παραλογισμό και την ατιμία του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος.
Τέλος, όλοι εσείς που διαθέτετε γνώση, ταλέντο, ικανότητα. εργατικότητα. αν υπάρχει έστω και μία σπίθα συμπάθειας μέσα στην καρδιά σας. ελάτε μαζί με Τους συντρόφους σας να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας σ’ εκεί νους που Τις χρειάζονται περισσότερο. Και. αν τελικώς έρθετε, Θυμηθείτε ότι έρχεσθε όχι σαν αφεντικά αλλά ως σύντροφοι μέσα στον αγώνα. Ότι δεν έρχεσθε για να κυβερνήσετε. αλλά για να δυναμώσετε τον εαυτό σας μέσα σε μια νέα ζωή που προχωρά ακάθεκτη προς την κατάκτηση του μέλλοντος. Ότι έρχεσθε λιγότερο για να διδάξετε και περισσότερο για ν’ αγκαλιάσετε τις προσδοκίες των πολλών. να τις τιμήσετε, να τις μορφοποιήσετε, κι έπειτα να δουλέψετε δίχως ανάπαυλα και βιασύνη, με όλη την φλόγα της νιότης κι όλη την ώριμη κρίση της ηλικίας, για να Τις υλοποιήσετε στην καθημερινή ζωή. Τότε και μόνο τότε Θα ζήσετε μια πλήρη, ευγενική και συνετή ζωή. Τότε Θα δείτε ότι κάθε σας προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση Θα συνοδεύεται από άφθονους καρπούς, ενώ. μόλις παγιωθεί αυτή η ιδανική αρμονία ανάμεσα στις πράξεις και τις επιταγές της συνείδησής σας, Θα αποκτήσετε δυνάμεις που ποτέ δεν είχατε φαντασθεί ότι υπάρχουν ναρκωμένες μέσα σας.
Αδιάκοπος αγώνας για την αλήθεια. την δικαιοσύνη και την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους σι οποίοι Θα σας χαρίσουν όλη τους την ευγνωμοσύνη ποια ευγενικότερη σταδιοδρομία από αυτήν Θα μπορούσαν να επιθυμήσουν οι νέοι όλων των εθνών;
Ανάλωσα πολύ χρόνο για να δείξω σε εσάς που ανήκετε στις εύπορες τάξεις ότι. σχετικά με το δίλημμα που σας θέτει η ζωή. 8’ αναγκασθείτε, αν είστε τολμηροί και ειλικρινείς, να έρθετε και να δουλέψετε μαζί με τους σοσιαλιστές και να υπερασπίσετε μέσα από τις τάξεις τους τον σκοπό της κοινωνικής επανάστασης.
Πόσο απλή είναι τελικά αυτή η αλήθεια! Όταν όμως μιλάμε σ’ αυτούς που έχουν υποστεί τις επιδράσεις του αστικού περιβάλλοντος, πόσα σοφίσματα πρέπει να καταπολεμηθούν πόσες προκαταλήψεις να ξεπερασθούν. πόσες ιδιοτελείς αντιρρήσεις να παραμερισθούν!
Προς τους νέους της εργατικής τάξης
Απευθυνόμενος τώρα σ’ εσάς. την νεολαία του λαού. είναι εύκολο να είμαι σύντομος. Η ίδια ακριβώς η πίεση των γεγονότων σάς ωθεί να γίνετε σοσιαλιστές, όσο κι αν δεν σας περισσεύει το Θάρρος για να σκεφτείτε και να δράσετε.
Το να αναδειχθεί κανείς μέσα από τις τάξεις των εργαζομένων και να μην αφιερώσει τον εαυτό του στην πραγματοποίηση του θριάμβου του σοσιαλισμού, σημαίνει ότι αγνοεί τα πραγματικά του συμφέροντα, ότι εγκαταλείπει τον σκοπό και την πραγματική Ιστορική αποστολή του.
Άραγε θυμάσαι, όταν ήσουν ακόμη παιδί, που κάποια χειμωνιάτικη μέρα βγήκες να παίξεις στο σκοτεινό δρομάκι; Το κρύο περόνιαζε το κορμάκι σου. διαπερνώντας τα λεπτά ρουχαλάκια σου, και η λάσπη γέμιζε τα τρύπια παπούτσια σου. Ακόμη και τότε, όταν έβλεπες τα χοντρομπαλάδικα, καλοντυμένα παιδιά να περνούν από μακριά κοιτάζοντάς σε με περιφρονητικό ύφος, ήξερες πολύ καλά ότι αυτά τα κακομαθημένα παιδιά δεν άξιζαν περισσότερο από σένα και τους συντρόφους σου ως προς το μυαλό, την κοινή λογική ή την ζωντάνια. Αργότερα όμως, εσύ αναγκάστηκε να κλειστείς μέσα σ’ ένα άθλιο εργοστάσιο από τις επτά η ώρα το πρωί, να μένεις ώρες ολόκληρες μπροστά σε μια διαβολομηχανή, με αποτέλεσμα να γίνεις κι ο ίδιος μηχανή. ακολουθώντας κάθε μέρα επί χρόνια ολόκληρα τον ανελέητο, μονότονο ρυθμό της —ενώ σι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια φοιτούσαν ανέμελα σε φημισμένα σχολεία. ακαδημίες και πανεπιστήμια. Και τώρα, τα ίδια αυτά παιδιά, που είναι λιγότερο έξυπνα αλλά περισσότερο μορφωμένα από σένα, έχουν γίνει αφεντικά σου και απολαμβάνουν όλες τις χαρές της ζωής και όλα τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού, ενώ εσένα, ποια μοίρα άραγε σε προσμένει;
Γυρνάς πίσω στο μικρό. σκοτεινό κι υγρό σου σπίτι, όπου πέντε-έξι άνθρωποι ζουν σαν τα ζώα μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Όπου η μάννα σου, τσακισμένη απ’ την ζωή, γερασμένη μάλλον από τα βάσανα παρά απ’ τον χρόνο, σου δίνει να φας μόνο ζερό ψωμί με πατάτες κι ένα μαυροζούμι που ειρωνικά αποκαλείτε «τσάι». Όπου μοναδική σου έγνοια είναι πάντα το ίδιο καθημερινό πρόβλημα, πώς, δηλαδή, Θα πληρώσεις αύριο τον φούρναρη και μεθαύριο τον σπιτονοικοκύρη.
Γιατί. άραγε, Πρέπει να ζήσεις Κι εσύ την Ίδια ανυπόφορη ζωή που έζησαν επί Τριάντα σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Πατέρας κι η μάννα σου; Πρέπει να μοχθείς σ’ όλη σου την ζωή για να προσφέρεις σε άλλους όλες τις απολαύσεις μιας εύπορης ζωής, της γνώσης και Της Τέχνης, κρατώντας για τον εαυτό σου μόνο την μόνιμη αγωνία αν Θα μπορέσεις να εξασφαλίσεις τα προς το ζην; Θα εγκαταλείψεις οριστικά ό,τι κάνει όμορφη την ζωή για ν αφοσιωθείς στο να παρέχεις κάθε πολυτέλεια σε μια χούφτα κηφήνων; Θα σπαταλήσεις την ζωή σου δουλεύοντας σκληρά με μοναδικό αντάλλαγμα προβλήματα, αν όχι δυστυχία, όταν έρθουν δύσκολοι καιροί;
Αυτό λοιπόν είναι το όνειρο της ζωής σου;
Πιθανόν να παραιτηθείς. Μη βλέποντας καμιά διέξοδο από την κατάσταση που βρίσκεσαι, Ίσως πεις: «Ολόκληρες γενιές είχαν την Ίδια μοίρα. Κι εγώ, που δεν μπορώ ν’ αλλάξω ουσιαστικά τίποτε. Θα πρέπει επίσης να υποταχθώ. Ας δουλέψω, λοιπόν, κι ας προσπαθήσω να περάσω όσο καλύτερα μπορώ!».
Ας είναι… Σ’ αυτήν την περίπτωση Θα αναλάβει να σε διδάξει η ίδια η ζωή. Μια μέρα Θα έρθει μια κρίση από εκείνες που δεν αποτελούν απλώς παροδικά φαινόμενα όπως παλιά, μια κρίση που Θα καταστρέψει ολόκληρη την βιομηχανία. Θα βυθίσει στην εξαθλίωση χιλιάδες εργάτες και Θα διαλύσει ολόκληρες οικογένειες. Θα παλέψεις ενάντια στην συμφορά όπως και σι υπόλοιποι σύντομα όμως Θα δεις την γυναίκα σου, το παιδί σου, τον φίλο σου, να λυγίζουν σιγά-σιγά από Τις στερήσεις και να σβήνουν μπροστά στα μάτια σου.
Λόγω της έλλειψης τροφής. φροντίδας και ιατρικής περίθαλψης, Θα τελειώσουν την ζωή τους στο ξυλοκρέβατο της φτώχειας, ενώ για τους πλούσιους η ζωή Θα κυλά ευτυχισμένα μέσα στους ηλιόλουστους δρόμους της μεγαλούπολης δίχως να κοιτά εκείνους που λιμοκτονούν και χάνονται. Τότε Θα καταλάβεις πόσο απαίσια είναι αυτή η κοινωνία. Τότε Θα συλλογιστείς τις αιτίες της κρίσης και σι έρευνές σου Θα εισχωρήσουν στα βάθη εκείνης της αδικίας που αφήνει εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα στο έλεος της κτηνώδους απληστίας μιας χούφτας τεμπέληδων. Τότε Θα καταλάβεις ότι έχουν δίκιο οι σοσιαλιστές όταν λένε πως η σημερινή κοινωνία μπορεί και πρέπει να αναδιοργανωθεί από την βάση προς τα πάνω.
Ας περάσουμε Τώρα από την γενικότερη κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωσή σου. Μια μέρα Θα διαμαρτυρηθείς όταν το αφεντικό σου Θα επιχειρήσει με μια νέα μείωση του μεροκάματου να σου αφαιρέσει μερικά ακόμη κατοστάρικα για να αυξήσει ακόμη περισσότερο την περιουσία του. Εκείνος όμως Θα σου απαντήσει υπεροπτικά: «Πήγαινε να βοσκήσεις. αφού δεν Θες να δουλέψεις με Τα λεφτά που σου δίνω». Τότε Θα καταλάβεις ότι το αφεντικό σου, όχι μόνο προσπαθεί να σε κουρέψει σαν πρόβατο. αλλά κι ότι σε Θεωρεί ταυτόχρονα ένα κατώτερο είδος ζώου. Ότι όχι μόνο δεν του αρκεί να σ’ έχει στο χέρι μέσω του συστήματος της μισθωτής εργασίας, αλλά και ότι ανυπομονεί να σε κάνει σκλάβο του από κάθε άποψη. ‘Ίσως τότε να γονατίσεις μπροστά του. να χάσεις κάθε αίσθημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να φθάσεις να δεχθείς τον όποιο εξευτελισμό. ‘Η Θα σου ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Θα ανατριχιάσεις συνειδητοποιώντας τον βδελυρό βόρβορο μέσα στον οποίο βουλιάζεις, Θα του γυρίσεις την προσβολή, και μετά, τριγυρνώντας άνεργος στους δρόμους. Θα καταλάβεις πόσο δίκιο έχουν σι σοσιαλιστές όταν λένε: «Εξέγερση! Ξεσηκωθείτε ενάντια στην οικονομική υποδούλωση!». Τότε Θα έρθεις και Θα πάρεις την Θέση σου μέσα στις τάξεις των σοσιαλιστών, και Θα παλέψεις μαζί τους για την ολοκληρωτική καταστροφή κάθε υποδούλωσης: οικονομικής. κοινωνικής και πολιτικής.
Κάποια μέρα θα ακούσεις και την Ιστορία της κοπέλας που κάποτε σε μάγευε με την άδολη ματιά, το γοργό περπάτημα και την φλογερή φωνή της. Αφού αγωνίστηκε χρόνια ολόκληρα ενάντια στην εξαθλίωση. εγκατέλειψε το χωριό της και ήρθε στην πόλη. Ήξερε πως ο αγώνας της ζωής εκεί Θα ήταν σκληρός, αλλά είχε τουλάχιστον την ελπίδα πως Θα κέρδιζε τίμια το ψωμί της. Τώρα έμαθες για την τύχη της. Την ξεγέλασαν οι υποσχέσεις κάποιου νεαρού αστού, έπεσε στην παγίδα και του δόθηκε με όλο το πάθος της νιότης, για να την παρατήσει έναν μόλις χρόνο μετά, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Πάντα γενναία, δεν έπαψε να παλεύει ενάντια στην πείνα. αλλά στην άνιση αυτή πάλη της Κατά της αδικίας αρρώστησε βαριά η δύστυχη κοπέλα, ώσπου έσβησε τελικά μέσα σ’ ένα νοσοκομείο.
Εσύ Τώρα τι κάνεις; ‘Η θα αποδιώξεις κάθε θλιβερή σκέψη, επαναλαμβάνοντας σαν ηλίθιος: «Ούτε η πρώτη είναι, ούτε η τελευταία». και κάποιο βράδυ 8’ ακουστείς, μαζί με άλλα κτήνη, να προσβάλεις στο καφενείο με πρόστυχες φράσεις την μνήμη της. ‘Η η Θύμηση αυτή Θα σου ραγίσει την καρδιά και Θα προσπαθήσεις να βρεις τις αιτίες αυτών των πράξεων που γίνονται καθημερινά, και Θα καταλάβεις ότι αυτές δεν Θα πάψουν ποτέ όσο η κοινωνία παραμένει χωρισμένη σε δύο τάξεις, την τάξη των δυστυχισμένων και την τάξη των τεμπέληδων που ικανοποιούνται με γλυκόλογα και κτηνώδεις επιθυμίες. Θα καταλάβεις ότι ήρθε πια η ώρα να γεμίσει το χαντάκι που χωρίζει τα δύο στρατόπεδα, και Θα τρέξεις να προσχωρήσεις στους σοσιαλιστές.
Κι εσείς. γυναίκες του λαού, Θα μείνετε ψυχρές και αδιάφορες μετά απ’ αυτήν την ιστορία; Χαϊδεύοντας Το ξανθό κεφαλάκι του παιδιού που κάθεται ζαρωμένο δίπλα σας, δεν 8’ αναλογιστείτε Ποτέ την τύχη που το περιμένει αν δεν αλλάξει το σημερινό καθεστώς; Δεν Θα σκεφτείτε ποτέ το μέλλον των παιδιών σας: Θέλετε να φυτοζωούν κι αυτά όπως φυτοζωεί ο Πατέρας τους, δίχως να έχουν άλλη έγνοια Πέρα από το πώς Θα κερδίσουν Το ψωμί τους. δίχως άλλες απολαύσεις Πέρα από εκείνες της ταβέρνας; Θέλετε ο άντρας σας. το παιδί σας, να βρίσκονται πάντα στο έλεος του πρώτου που έτυχε να κληρονομήσει από τον πατέρα του κεφάλαιο για εκμετάλλευση; Θέλετε να μείνουν παντοτινοί σκλάβοι του αφεντικού. να γίνονται στόχοι στα κανόνια των δυνατών, κοπριά για λίπασμα στα χωράφια των πλουσίων:
Όχι, χίλιες φορές όχι! Ξέρω πολύ καλά πως το αίμα σας έβραζε όταν ακούσατε ότι οι άντρες σας, αφού έκαναν μια πετυχημένη απεργία, αναγκάστηκαν τελικά να δεχτούν ταπεινωμένοι τους όρους που υπεροπτικά τους επέβαλαν οι χοντρομπαλάδες αστοί. Ξέρω πως θαυμάσατε τις Ισπανίδες εκείνες που πήγαν στην πρώτη γραμμή, προ βάλλοντας τα στήθη τους στις ξιφολόγχες των στρατιωτών, όταν έγινε λαϊκή εξέγερση. Ξέρω Πως αναφέρετε με σεβασμό Το όνομα εκείνης της γυναίκας που φύτεψε μια σφαίρα στο στήθος του τυράννου που τόλμησε να βρίσει έναν φυλακισμένο σοσιαλιστή.
Αλλά και σήμερα ακόμη, Πώς σπαρταρά η καρδιά σας όταν διαβάζετε ότι στο Παρίσι οι γυναίκες του λαού συγκεντρώνονταν, μέσα σε μια βροχή από σφαίρες, για να δώσουν κουράγιο στους άντρες τους. στους ηρωικούς αγώνες Τους;
Το ξέρω! Και γι αυτό ακριβώς δεν αμφιβάλλω πως κι εσείς Θα έρθετε να ενωθείτε μ’ εκείνους που παλεύουν για την κατάκτηση του μέλλοντος.
Όλοι εσείς, τίμιοι νέοι, άντρες και γυναίκες, χωρικοί, εργάτες, τεχνίτες και στρατιώτες, Θα καταλάβετε τα δικαιώματά σας και θα έρθετε μαζί μας. Θα έρθετε να δουλέψετε μαζί με τ’ αδέλφια σας για να προετοιμάσετε την επανάσταση που Θα εξαλείψει κάθε ίχνος σκλαβιάς, συντρίβοντας τα δεσμά. κόβοντας κάθε δεσμό με τις παλιές, τετριμμένες, παραδοσιακές αξίες και ανοίγοντας νέες Προοπτικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα για μια ευτυχισμένη ζωή η οποία Θα θεμελιώσει στις ανθρώπινες κοινωνίες την αληθινή ελευθερία, την αληθινή ισότητα και την δίχως φθόνο αδελφοσύνη. Δουλέψτε μαζί με όλους, δουλέψτε για όλους για την πλήρη απόλαυση των καρπών της σας, την πλήρη ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων σας, για μια ανθρώπινη κι ευτυχισμένη ζωή!
Μη δίνετε σημασία σε όποιον σας λέει ότι εμείς —μόνο μια χούφτα άνθρωποι— είμαστε πολύ αδύναμοι για να πετύχουμε τον υπέροχο σκοπό τον οποίο επιδιώκουμε. Υπολογίστε και θα δείτε πόσοι άνθρωποι υποφέρουν από αυτήν την αδικία. Εμείς oι χωρικοί, που δουλεύουμε για άλλους και μασουλάμε το άχυρο, ενώ το αφεντικό μας τρώει τον καρπό. εμείς μόνο. είμαστε εκατομμύρια ψυχές. Εμείς σι εργάτες που υφαίνουμε τα μετάξια και τα βελούδα για να μπορούμε να ντυνόμαστε με κουρέλια. κι εμείς είμαστε ένα Τεράστιο πλήθος· κι όταν ο ήχος της σειρήνας του εργοστασίου μάς επιτρέπει ενός λεπτού ανάπαυλα. πλημμυρίζουμε τους δρόμους και τις πλατείες σαν την αγριεμένη Θάλασσα. Εμείς οι στρατιώτες. που μας οδηγούν με διαταγές ή με την βία. εμείς που τρώμε τις σφαίρες για τις οποίες παίρνουν τα παράσημα και τις συντάξεις οι αξιωματικοί μας, εμείς. επίσης, τα δύστυχα πλάσματα, που μέχρι τώρα δεν έχουμε μάθει τίποτα καλύτερο από το να πυροβολούμε τ’ αδέλφια μας, και που δεν έχουμε παρά να κάνουμε μια απειλητική χειρονομία ενάντια σ’ αυτά τα ζαρωμένα και παρασημοφορημένα ανθρωπάκια, για να δούμε τα πρόσωπά τους ν’ ασπρίζουν σαν το πανί.
Ναι, όλοι μαζί εμείς που υποφέρουμε και δεχόμαστε καθημερινά προσβολές, αποτελούμε ένα τεράστιο πλήθος τού οποίου τον ακριβή αριθμό Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να υπολογίσει. Είμαστε ένας ωκεανός που μπορεί να σκεπάσει και να καταπιεί τα πάντα.
Όταν Θα αποκτήσουμε την βούληση για να το κάνουμε. εκείνη ακριβώς την στιγμή Θα έχει αποδοθεί δικαιοσύνη, εκείνη ακριβώς την στιγμή σι τύραννοι όλου του κόσμου θα έχουν ηττηθεί!
Ο Αναρχισμός μου
Σαν διαδικτυακή”κολεκτιβα” δημοσιοποιούμε κείμενα που πιστεύουμε ότι
αξίζει να επικοινωνηθούν. Mας είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι χωράνε όλες οι γνώμες και οι απόψεις στα πλαίσια του διαλόγου ενός ούτως η άλλως πολυμορφικού κινήματος.
Αυτό δέν σημαίνει αυτόματα ότι συμφωνούμε απόλυτα με καθε έκφανση λόγου και άποψης.Αντίθετα μερικές φορές μπορεί να είμαστε και κάθετα αντίθετοι.
Καί με κίνδυνο να χαρακτηριστούμε συνθετιστές,θεωρούμε ακράδαντα ότι χωράνε όλες οι εκφράσεις-η αν προτιμάτε οι τάσεις- του αναρχισμού. Από τους αναρχοατομικιστές μέχρι τους αναρχοσυνδικαλιστές.
Και απο τους αναρχοκομμουνιστές και του ελευθεριακούς κομμουνιστες μέχρι τους ελευθεριακούς κοινοτιστές και του αναρχοχριστιανούς.Οποιος βρεί τις αβυσσαλέες διαφορες κερδίζει μια ετήσια συνδρομή στην Βαβυλωνία.
Ολα αυτά στά πλαίσια μιας μεγάλης ομοσπονδίας στηριγμένης στην βάση ενός μίνιμουμ αντιεξουσιαστικού πλαισίου απο το οποίο κανείς δεν μπορεί να λείπει και απο το οποίο κανείς δεν μπορει να αποκλείεται.
omnia sunt communia
Ο Αναρχισμός μου
μεταφραση-προσαρμογη:Αναρχικό μεταφ./εκδοτ. εγχείρημα Έρεβος
Λίγο παλαιότερα, σε ένα τεύχος της Umanita Nova(1), υπήρχε μια δημόσια συζήτηση μεταξύ των συντρόφων Enzo Martucci και Malatesta. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό από μια ατομικιστική οπτική και γι’ αυτό, μπαίνει στη συζήτηση.
Και θα δηλώσω αμέσως πως δε συμφωνώ καν με τον Martucci. Για παράδειγμα, εκεί που υποστηρίζει πως «αν υπάρχουν άτομα που πρέπει να συνεργαστούν με άλλους, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, υπάρχουν επίσης και δυνατές ατομικότητες, που αρκούνται στον εαυτό τους, για να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους». Αυτό, επαναλαμβάνω, δεν το πιστεύω. Νομίζω πως, λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, εγώ είμαι από αυτούς που προσπαθούν να είναι όσο αυτάρκεις γίνεται. Αλλά, δε μπορώ να το κάνω. Οι υλικές ανάγκες της ζωής είναι τόσο πολυάριθμες, που ακόμα χρειάζομαι άλλους για κάποια πράγματα.
Και οι πνευματικές ανάγκες; Η διανοητική ευχαρίστηση και διασκέδαση; Αν, για παράδειγμα, θέλω να κάνω έρωτα με περισσότερες από μία γυναίκες; Αν θέλω να πάω στο θέατρο; Αν θέλω να ανέβω σε αεροπλάνο; Και όταν κάνω αυτά τα πράγματα, τι γίνεται αν δε θέλω να τα κάνω μόνος μου; Τι μένει τότε από το ικανοποιημένο Εγώ μου;
Για μένα, η λογική του Εγώ μου είναι αυτή που το προστατεύει από την ανησυχία για τους άλλους. Οι στρατιώτες και οι στρατηγοί υποτίθεται πως δεν υπάρχουν για μένα, η επαφή δε σημαίνει τίποτα, εξυπηρετώ τον εαυτό μου με αυτούς, ακόμα και αν ουσιαστικά υπηρετώ αυτούς. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή η αντίληψή μου περί σκλαβιάς είναι τόσο χαμηλή και χυδαία, είτε επειδή το ένστικτό μου για εξέγερση δεν έχει τη δύναμη εκείνων, που απεχθάνομαι και που με σκλαβώνουν.
Όμως, δε μπορώ να συλλάβω την πραγματοποίηση ενός αναρχικού κουμμουνισμού, όπως εκείνον που λαχταράει ο Malatesta. Αν το πράγμα παραμένει ένας πόθος και μια φιλοδοξία, που όλοι έχουν, όπως έχω κι εγώ, τότε… όλα καλά. Και νομίζω πως σε αυτό το σημείο, ίσως εγώ -ο ατομικιστής- και ο κομμουνιστής Malatesta συμφωνούμε. Αλλά, γιατί παραπονέθηκε ο Malatesta σε ένα άρθρο του, πριν λίγο καιρό, για το ότι «δεν είμαστε αρκετά οργανωμένοι»; Τότε, γιατί γράφει, στα πλαίσια αυτής της δημόσιας συζήτησης: «Λέμε, με κάποιες αμφιβολίες, πως, κατά τη γνώμη μας, ο κομμουνιστικός τρόπος ζωής ταιριάζει με τον καλύτερο τρόπο στις ανάγκες των ατομικιστών, αλλά ποτέ δεν ονειρευτήκαμε να επιβάλλουμε τις ιδέες μας στους άλλους, πόσο μάλλον ένα στέρεο τρόπο ζωής». Και η οργάνωση που απαιτείς να υπάρξει; Για να ρίξει την τωρινή και κάθε επερχόμενη κυβέρνηση και να διεξάγει απαλλοτριώσεις; Αυτό είναι λογικό. Αλλά, ο κομμουνισμός θα συμβεί μόνο μέσω της «ελεύθερης προσκόλλησης σε αυτόν, των ανθρώπων».
Ρωτάω, αγαπητέ Malatesta, αν θα μπορούσα να θεωρήσω τον αναρχοκομμουνιστικό τύπο κοινωνίας τον καλύτερο… επειδή θα είναι μια κοινωνία αγγέλων, σε αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία δαιμόνων, ενώ δεν ξέρω αν θα με ικανοποιούσε και αν θα ήταν πρακτικός. Μήπως προσπαθούμε να ξανακαρφώσουμε ένα σκουριασμένο καρφί; Και αν θέλω να ζήσω δίχως να παράγω για εσάς; Και αν από ένστικτο δεν επιθυμώ να ζήσω σε μια τέτοια κοινωνία μαζί σας; Θα μπορούσα, εύλογα, να ερωτηθώ «και τώρα τι κάνεις»; Κάνω τον εαυτό μου δυνατό, εξεγείρομαι και η κοινωνία με καταστέλλει με το… νόμο. Πώς θα με καταστείλει η κομμουνιστική κοινωνία;
Αλλά, αντιλαμβάνομαι πως μιλώ τόση ώρα για τον αναρχισμό των άλλων. Και ο δικός μου; Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό από την πλευρά της καταστροφής. Σε αυτήν βρίσκεται η αριστοκρατική λογική της. Καταστροφή! Αυτή είναι η πραγματική ομορφιά του αναρχισμού. Θέλω να καταστρέψω οτιδήποτε με υποδουλώνει, με αποδυναμώνει και καταπιέζει τις επιθυμίες μου και θα ήθελα να περάσω πάνω από τα πτώματά τους. Όταν οι αναστολές, οι ενδοιασμοί και η συνείδηση, που υπάρχουν μέσα μου, με μετατρέπουν σε μη-χριστιανό σκλάβο τους, το εικονοκλαστικό μου πνεύμα τα καταστρέφει. Και όταν δεν τα νιώθω, κάποιος μπορεί να δει πως δεν υπάρχουν μέσα μου. Ναι, η εικονοκλαστική άρνηση είναι ό,τι πιο πρακτικό.
Και όταν αύριο εσείς πραγματώσετε την κομμουνιστική κοινωνία, θα είμαι ευχαριστημένος με την ομφαλοσκόπηση μου; Επιπλέον, εγώ δεν προσφέρω μια καλύτερη φιλοδοξία, για να έρθετε όλοι μαζί μας, ω προφητείες του σήμερα για την κομμουνιστική κοινωνία του αύριο.
Οι μάζες; Αυτές δε θα είναι ποτέ ικανές να συλλάβουν την ατομικότητα!
Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός είναι εκείνος που καμώνει τα μεγάλα μυστικά, τα οποία δεν αντιλαμβάνονται καν εκείνοι που τα χαίρονται και τα εκμεταλλεύονται, η μοναδική θέληση της ατομικότητας είναι εκείνη που επιταχύνει την πρόοδο, η ατομικότητα είναι εκείνη που αναδύεται και υπερισχύει, η μεγάλη μάζα είναι μετριότητα, απόρριμμα, τροφή για τις αδηφάγες ορέξεις των κυβερνητών και των πολιτικών. Ο μοναχικός μηδενιστής είναι εκείνος που καταστρέφει τους ισχυρούς, ο εικονοκλάστης είναι εκείνος που καταστρέφει όλα τα παράλογα πιστεύω με την άρνησή του. Δε μπορεί να υπάρξει καμιά πραγματική ελευθερία στην ανοικοδόμηση. Και για αυτό, ό,τι δεν είναι ελεύθερο και καταστροφικό, δεν είναι αναρχικό. Η καταστροφική φιλοσοφία του Στίρνερ είναι αναντίρρητα πιο αληθινή από την ανοικοδόμηση του Κροπότκιν, όσο μαθηματική και αν είναι η τελευταία.
Armando Diluvi
Υποσημειώσεις:
1. H Umanita Nova είναι αναρχική εφημερίδα, που ξεκίνησε την κυκλοφορία της το 1920 και φιλοξενούσε υλικό διαφόρων τάσεων του αναρχισμού και της Αναρχίας καθώς και μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, όπως αυτήν που αναφέρει ο συγγραφέας. Περνώντας από πολλές περιπέτειες, όπως έλλειψη πόρων, κρατική παρενόχληση, φασιστικές επιθέσεις και ευθεία καταστολή, συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα ως όργανο πλέον της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας.
2. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου του 1922, στο 3ο τεύχος της αναρχικής έκδοσης Proletario.
Πηγή: The Anarchist Library
Ερρίκο Μαλατέστα, Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης
Ο αριθμός αυτών που δηλώνουν αναρχικοί σήμερα είναι τόσο μεγάλος και κάτω από το όνομα αναρχία κρύβονται θεωρίες τόσο διαφορετικές και αντιφατικές, ώστε θα είχαμε πραγματικά άδικο αν τα χάναμε όταν το κοινό, που δεν είναι εξοικειωμένο με τις ιδέες μας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται κάτω από την ίδια τη λέξη, μένει αδιάφορο στη προπαγάνδα μας και μας περιφρονεί. Δεν μπορούμε φυσικά να εμποδίσουμε τους άλλους να χρησιμοποιούν όποιο όνομα θέλουν όσο για το να σταματήσουμε εμείς να λεγόμαστε αναρχικοί. Αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, γιατί ο κόσμος θα πίστευε απλούστατα ότι αλλάξαμε απόψεις.
Αυτό που όλο και όλο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, είναι να διαχωρίζουμε ξεκάθαρα τη θέση μας από όσους έχουν διαφορετική αντίληψη για την αναρχία και από όσους, αν και έχουν τις ίδιες θεωρητικές απόψεις με μας, βγάζουν από αυτές πρακτικά συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μας. Ο διαχωρισμός της θέσης μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης έκθεσης των ιδεών μας και της ειλικρινούς και αδιάκοπης επανάληψης των απόψεων μας για όλα τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις ιδέες και την ηθική μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας την υπεράσπιση κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ή χώρου. Γιατί αυτή η δήθεν αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ανήκουν και δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στον ίδιο χώρο, υπήρξε ακριβώς ένα από τα βασικά αίτια της σύγχυσης.
Έχουμε φτάσει στο σημείο πολλοί να εξυμνούν στους συντρόφους τα ίδια πράγματα που καταδικάζουν στους αστούς και φαίνεται ότι το μοναδικό τους κριτήριο για το αν μια πράξη είναι καλή ή κακή, είναι το αν αυτός που την έκανε δηλώνει αναρχικός ή όχι. Πολλά σφάλματα έχουν φέρει τους μεν στο σημείο να αντιφάσκει ανοιχτά η πρακτική τους με τις αρχές που διακηρύσσουν θεωρητικά και τους δε να μην ανέχονται τέτοιες αντιφάσεις. Παρόμοια πολλοί λόγοι έχουν φέρει κοντά μας ανθρώπους που στο βάθος αδιαφορούν για την αναρχία και για όλα ξεπερνούν τα στενά τους ατομικά συμφέροντα. Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ μια μεθοδική και εξαντλητική μελέτη όλων αυτών των σφαλμάτων, θα αρκεστώ να μιλήσω για αυτά που με έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο. Ας μιλήσουμε για την ηθική.
Δεν είναι σπάνιο να συναντάμε αναρχικούς που αρνούνται την ηθική. Στην αρχή λένε απλώς ότι σαν θεωρητική άποψη δεν παραδέχονται καμία απόλυτη, αιώνια και αμετακίνητη ηθική και στην πράξη επαναστατούν εναντίον της αστικής ηθικής, που επιδοκιμάζει την εκμετάλλευση των μαζών και καταφέρεται εναντίον όλων των πράξεων που βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα των προνομιούχων. Έπειτα σιγά-σιγά όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις παίρνουν το σχήμα του λόγου για επακριβή έκφραση της αλήθειας.
Λησμονούν ότι στην τωρινή ηθική πλάι στους κανόνες που προβάλουν οι παπάδες και τα αφεντιά για να κατοχυρώσουν τη κυριαρχία τους βρίσκονται και άλλοι, περισσότεροι και ουσιαστικότεροι που χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατη κάθε κοινωνική συμβίωση. Λησμονούν ότι το να επαναστατείς εναντίον κάθε κανόνα που επιβάλλεται με τη βία δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να μην έχεις κανένα συναίσθημα υποχρέωσης και καμία ντροπή απέναντι στους άλλους. Λησμονούν ότι για να καταπολεμήσεις σωστά μια ηθική πρέπει να τις αντιπαραθέσεις, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη μια ηθική ανώτερη. Και καταλήγουν με τη βοήθεια της ιδιοσυγκρασίας τους να και των περιστάσεων να γίνουν ανήθικοι με όλη τη σημασία της λέξης, άνθρωποι χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς κριτήριο που να καθοδηγεί τις πράξεις τους, που υποκύπτουν παθητικά στη παρόρμηση της στιγμής. Σήμερα στερούνται το ψωμί τους για να βοηθήσουν ένα σύντροφο αύριο θα σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάνε στις πουτάνες.
Η ηθική είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που θεωρεί καλό κάποιος άνθρωπος. Μπορεί να βρίσκει κανείς κακή την κρατούσα ηθική μιας συγκεκριμένης εποχής μιας χώρας ή μιας κοινωνίας και πράγματι η αστική ηθική είναι κάτι παραπάνω από κακή, όμως δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία χωρίς καμία ηθική ούτε ένα συνειδητό άνθρωπο χωρίς κανένα κριτήριο για το τι είναι καλό και κακό για τον εαυτό του και τους άλλους.
Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης και προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε θεσμούς που ανταποκρίνονται στο πως εμείς κάνουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν δεν κάναμε αυτό το πράγμα πως θα μπορούσαμε να βρούμε ότι τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το λαό;
Μια άλλη απαράδεκτη άποψη που μερικοί την υποστηρίζουν ειλικρινά και άλλοι την χρησιμοποιούν σα δικαιολογία είναι ότι το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον δεν σου επιτρέπει να είσαι ηθικός και ότι κατά συνέπεια μάταια πασχίζεις όταν οι προσπάθειες σου είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία, το καλύτερο είναι να εκμεταλλευόμαστε όσο μπορούμε τις περιστάσεις προς όφελος μας και να μη νοιαζόμαστε για τους άλλους, θα αλλάξουμε ζωή όταν αλλάξει η οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια κάθε αναρχικός καταλαβαίνει σήμερα ότι η αδυσώπητη οικονομική κατάσταση επιβάλει στον άνθρωπο να παλεύει εναντίον των άλλων ανθρώπων και βλέπει σα καλός παρατηρητής πόσο ανίσχυρη είναι η προσωπική επανάσταση ενάντια στο πανίσχυρο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα όμως είναι εξίσου αληθινό, ότι χωρίς την προσωπική επανάσταση και χωρίς την συνεργασία με άλλους ανθρώπους επαναστατημένους με σκοπό την αντίσταση στη δύναμη του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην προσπάθεια για μετασχηματισμό του, αυτό το κοινωνικό περιβάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ.
Είμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση, υποχρεωμένοι να ζούμε λίγο πολύ σε αντίθεση με τις ιδέες μας είμαστε όμως αναρχικοί ακριβώς στο μέτρο που βασανιζόμαστε από αυτή την αντίθεση και προσπαθούμε όσο είναι δυνατόν να τη μικρύνουμε. Τη μέρα που δεν θα προσαρμοζόμασταν στο περιβάλλον, δεν θα είχαμε πια τη λαχτάρα να το μετασχηματίσουμε και θα γινόμασταν και εμείς αστοί.
Άφραγκοι ίσως, αλλά όχι λιγότερο αστοί στα έργα και στις επιδιώξεις μας.
σχετικα λινκ:
http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/theory/725-2013-07-22-10-26-50
http://eagainst.com/articles/mal/
https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1487132
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του Πιερ Ζοζεφ Προυντον(pdf)
Τι είναι ο κομμουναλισμός; Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού **
Murray Bookchin*
Σύνοψη
Η δημοκρατία δεν είναι μια μορφή «διακυβέρνησης», αλλά η αυτο-διεύθυνση της κοινωνίας μέσα από συνελεύσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις για τη λήψη των αποφάσεων με ομοφωνία, ουσιαστικά, αντιπροσωπεύουν την ατομικιστική αλτερνατίβα στη δημοκρατία και προϋποθέτουν ένα είδος ομοιομορφίας και ψυχολογικής ομοιογένειας που αποκλείει την ατομική διαφορετικότητα, η οποία συνιστά τη βάση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Η δημοκρατία είναι η πολιτική διάσταση του αναρχισμού και ο κομμουναλισμός είναι η πολιτική που στοχεύει στη διαδικασία δημιουργίας ενεργών πολιτών και αυθεντικών κοινοτήτων που συνδέονται μεταξύ τους μέσα από συνομοσπονδίες οι οποίες, τελικά, θα μπορούσαν ν’ αμφισβητήσουν την ύπαρξη του κράτους.
Αυτονομία ή ελευθερία;
Σπάνια λέξεις, κοινωνικά σημαντικές, υπήρξαν περισσότερο θολές και απογυμνωμένες από το ιστορικό τους νόημα απ’ όσο σήμερα. Συχνά λησμονείται ότι πριν από δυο αιώνες η «δημοκρατία» αποδοκιμαζόταν από τους μοναρχικούς και τους ρεπουμπλικάνους (οπαδοί του αβασίλευτου κοινοβουλευτισμού – σ.τ.μ.) ως «εξουσία του όχλου». Σήμερα, η δημοκρατία χαιρετίζεται ως «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», ένα οξύμωρο που δεν αναφέρεται σε τίποτα περισσότερο από μια κοινοβουλευτική ολιγαρχία των λίγων εκλεκτών που αντιπροσωπεύουν δήθεν τους ανίσχυρους πολλούς.
Ο «κομμουνισμός», από την πλευρά του, αναφερόταν κάποτε σε μια συνεργατική αλληλεγγύη, της οποίας η ηθική βάση θα βρισκόταν στον αμοιβαίο σεβασμό και σε μια οικονομία στα πλαίσια της οποίας ο καθένας/καθεμία θα προσέφερε κοινωνική εργασία ανάλογα με τις δυνατότητες του/της και θα προμηθευόταν τα προς το ζην ανάλογα με τις ανάγκες του/της. Σήμερα, ο κομμουνισμός συνδέεται με τα σταλινικά γκούλαγκ και απορρίπτεται στο σύνολο του ως ολοκληρωτικός. Ο ξάδελφος του, ο «σοσιαλισμός» – που σήμαινε κάποτε μια πολιτικά ελεύθερη κοινωνία, βασισμένη σε ποικίλες μορφές κολλεκτιβισμού και σε δίκαιες υλικές αποδοχές για την εργασία – είναι αυτή τη στιγμή ταυτόσημος μ’ έναν κάπως ουμανιστικό αστικό φιλελευθερισμό.
Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, καθώς το σύνολο του κοινωνικού και του πολιτικού φάσματος μετακινήθηκε ιδεολογικά προς τα δεξιά, ο ορισμός του ίδιου του αναρχισμού» δεν έμεινε αναλλοίωτος. Στον αγγλο-αμερικανικό χώρο, ο αναρχισμός απογυμνώνεται από το κοινωνικό ιδεώδες του δίνοντας έμφαση στην προσωπική αυτονομία, μια έμφαση που του αφαιρεί την ιστορική του ζωτικότητα. Ένας στιρνερικός* ατομικισμός – που υποστηρίζει αλλαγές στον τρόπο ζωής, καλλιεργεί πρότυπα εκκεντρικής συμπεριφοράς και ασπάζεται ακόμη ένα φανερό μυστικισμό – κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο. Αυτός ο ατομικιστικός «αναρχισμός του τρόπου ζωής» διαβρώνει σταθερά το σοσιαλιστικό πυρήνα των αναρχικών αντιλήψεων για την ελευθερία.
Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι στη βρετανική και στην αμερικανική παράδοση, οι όροι αυτονομία και ελευθερία δεν είναι ισοδύναμοι. Επιμένοντας στην ανάγκη να απαλείψει την κυριαρχία σε προσωπικό επίπεδο, η αυτονομία επικεντρώνεται στο άτομο θεωρώντας το ως το βασικό συστατικό και το κέντρο της κοινωνίας. Αντίθετα, ο όρος «ελευθερία», παρά κάποιες χαλαρότερες χρήσεις του, σημαίνει την απουσία κυριαρχίας μέσα στην κοινωνία της οποίας μέλος αποτελεί το άτομο. Η αντίθεση αυτή γίνεται ιδιαίτερα σημαντική, όταν ατομικιστές αναρχικοί εξισώνουν τον κολλεκτιβισμό ως τέτοιον με την τυραννία της κοινότητας επί των μελών της.
Σήμερα, εάν μια θεωρητικός του αναρχισμού όπως η L. Susan Brown μπορεί να ισχυρίζεται ότι «μια ομάδα αποτελεί μια συνάθροιση ατόμων, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο», εδραιώνοντας έτσι τον αναρχισμό στην αφηρημένη έννοια του ατόμου, έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε. Η ιδέα βέβαια αυτή δεν είναι καινούργια στον αναρχισμό. Διάφοροι ιστορικοί του αναρχισμού την περιγράφουν ως υπόρρητη στην ελευθεριακή προσέγγιση. Έτσι, το άτομο εμφανίζεται ab nονο προικισμένο με φυσικά δικαιώματα και χωρίς τις ρίζες του στην κοινωνία ή στην ιστορική ανάπτυξη1.
Αλλά από πού προκύπτει αυτό το «αυτόνομο» άτομο; Ποια είναι η βάση των «φυσικών δικαιωμάτων» του, πέρα από την a prior πρόταση και τη θολή διαίσθηση; Τι ρόλο παίζει η ιστορική ανάπτυξη στη διαμόρφωσή του; Ποιες κοινωνικές προϋποθέσεις το γεννούν, το συντηρούν και το θρέφουν; Πώς μπορεί μια «συνάθροιση ατόμων» να αυτο-θεσμισθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από μια αυτονομία που συνίσταται απλώς στην αποτροπή της προσβολής των «ελευθεριών» των άλλων – ή στην «αρνητική ελευθερία», όπως την αποκάλεσε ο Isaiah Berlin σε αντίθεση προς τη «θετική ελευθερία», που είναι η ουσιαστική ελευθερία και που στη δική μας περίπτωση είναι δομημένη με σοσιαλιστικές αρχές;
Στην ιστορία των ιδεών, η «αυτονομία», αναφερόμενη αυστηρά στην προσωπική «αυτο- εξουσία», έφθασε στο απόγειο της στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τη λατρεία για τη Libertas. Κατά την περίοδο της εξουσίας του Ιούλιου Κλαύδιου Καίσαρα, ο ρωμαίος πολίτης απολάμβανε ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας ώστε να ικανοποιεί τις προσωπικές του επιθυμίες – και τα σαρκικά πάθη του – χωρίς να αποθαρρύνεται από καμία εξουσία, υπό τον όρο ότι δε θα παρενέβαλε εμπόδιο στην κρατική μακαριότητα. Στην περισσότερο αναπτυγμένη σε θεωρητικό επίπεδο φιλελεύθερη παράδοση του John Locke και του John Stuart Mill, η αυτονομία απέκτησε μια πιο διευρυμένη έννοια που αντιτέθηκε ιδεολογικά στην υπέρμετρη κρατική εξουσία. Κατά το 19ο αιώνα, εάν υπήρξε κάποιο γνωστικό αντικείμενο που κέρδισε το ενδιαφέρον των κλασικών φιλελευθέρων, αυτό ήταν η πολιτική οικονομία, την οποία συχνά αντιλαμβάνονταν όχι μόνο ως μελέτη των αγαθών και των υπηρεσιών, αλλά και ως σύστημα ηθικής. Πράγματι, η φιλελεύθερη σκέψη υποβίβασε γενικά το κοινωνικό σε οικονομικό. Στην υπερβολική κρατική εξουσία αντιτάχθηκε μια υποτιθέμενη οικονομική αυτονομία. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι φιλελεύθεροι συχνά επικαλούνταν τη λέξη ελευθερία με την έννοια της «αυτονομίας», όπως κάνουν μέχρι σήμερα2.
Αλλά παρά τους ισχυρισμούς τους περί αυτονομίας και τη δυσπιστία προς την κρατική εξουσία, οι κλασικοί αυτοί φιλελεύθεροι στοχαστές δεν έμειναν συνεπείς σε τελική ανάλυση στην ιδέα ότι το άτομο είναι τελείως ελεύθερο από έννομη καθοδήγηση. Πράγματι, η ερμηνεία που δίνουν στην αυτονομία προϋπέθετε στην πραγματικότητα, πολύ καθαρά, ρυθμίσεις πέρα από το άτομο – δηλαδή τους νόμους της αγοράς. Παρά τα περί ατομικής αυτονομίας, οι νόμοι αυτοί συνθέτουν ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο όλες οι «συναθροίσεις ατόμων» βρίσκονται υπό την κυριαρχία του περίφημου «αόρατου χεριού» του ανταγωνισμού. Κατά παράδοξο τρόπο, οι νόμοι της αγοράς υπερισχύουν της άσκησης της «ελεύθερης βούλησης» των ίδιων κυρίαρχων ατόμων, που κατά τ’ άλλα συνιστούν τη «συνάθροιση ατόμων».
Καμιά ορθολογικά δομημένη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς θεσμούς κι αν μια κοινωνία αναδυόταν ποτέ ως «συνάθροιση ατόμων, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο», απλώς θα διαλυόταν. Μια τέτοια διάλυση, σίγουρα, δε θα γινόταν ποτέ στην πραγματικότητα. Οι φιλελεύθεροι, εντούτοις, μπορούν να παραμένουν προσκολλημένοι στην ιδέα της «ελεύθερης αγοράς» και του «ελεύθερου ανταγωνισμού» που καθοδηγούνται όμως από τους «αμείλικτους νόμους» της πολιτικής οικονομίας.
Εναλλακτικά, η ελευθερία (freedom), μια λέξη που έχει κοινές ετυμολογικές ρίζες με τη γερμανική λέξη Freiheit(για την οποία δεν υπάρχει ανάλογη λέξη στις λατινογενείς γλώσσες), έχει ως αφετηρία όχι το άτομο, άλλα την κοινότητα ή πιο πλατιά την κοινωνία. Στον προηγούμενο αιώνα και στις αρχές του δικού μας, καθώς οι μεγάλοι σοσιαλιστές θεωρητικοί επεξεργάστηκαν περαιτέρω τις ιδέες της ελευθερίας, το άτομο και η ανάπτυξή του συνυφάνθηκαν συνειδητά με την κοινωνική εξέλιξη – συγκεκριμένα, με τους θεσμούς που διαφοροποιούν την κοινωνία από τις απλές ομάδες ζώων.
Αυτό που έκανε την οπτική τους μοναδικά ηθική ήταν το γεγονός ότι ως κοινωνικοί επαναστάτες έθεσαν την ερώτηση-κλειδί: σε τι συνίσταται μια ορθολογική κοινωνία; Μια ερώτηση που καταργεί την κεντρική θέση της οικονομίας σε μια ελεύθερη κοινωνία. Εκεί όπου η φιλελεύθερη σκέψη υποβίβαζε γενικά το κοινωνικό σε οικονομικό, διάφορες μορφές σοσιαλισμού (εκτός από το μαρξισμό),, ανάμεσα στις οποίες ο Kropotkin χαρακτήρισε τον αναρχισμό ως την πιο «αριστερή», εξαφάνιζε το οικονομικό μέσα στο κοινωνικό3.
Στο 18ο και στο 19ο αιώνα, καθώς η σκέψη του Διαφωτισμού και τα παράγωγά της έφεραν την ιδέα της μεταβλητότητας των θεσμών στο προσκήνιο της κοινωνικής σκέψης, το άτομο επίσης έγινε αντιληπτό ως δεκτικό αλλαγής. Για τους σοσιαλιστές στοχαστές εκείνης της περιόδου, ο όρος «συνάθροιση» ήταν τελείως ακατάλληλος για να ορίσει την κοινωνία. Θεώρησαν σωστά ότι η ατομική ελευθερία είναι συνυφασμένη με την κοινωνική ελευθερία και όρισαν, πολύ χαρακτηριστικά, την ελευθερία (ως τέτοια) ως μία εξελικτική, όσο και ενοποιητική, έννοια.
Με λίγα λόγια, τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο απέκτησαν ιστορική αξία (were historicized) με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου: ως μια αέναα αναπτυσσόμενη, αυτοενεργοποιούμενη και δημιουργική διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο υπάρχουν το ένα μέσω του άλλου. Υπήρχε η ελπίδα ότι αυτή η απόδοση ιστορικής αξίας θα συνοδευόταν από διαρκώς διευρυνόμενα νέα δικαιώματα και διαρκώς διευρυνόμενες νέες υποχρεώσεις. Στην πραγματικότητα, το μότο της Πρώτης Διεθνούς ήταν η απαίτηση: «όχι δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, όχι υποχρεώσεις χωρίς δικαιώματα» – μια απαίτηση που αργότερα εμφανίστηκε στις προμετωπίδες αναρχοσυνδικαλιστικών περιοδικών στην Ισπανία και αλλού κατά τον αιώνα μάς.
Συνεπώς, για τους κλασικούς σοσιαλιστές στοχαστές, το να αντιλαμβάνεται κάποιος/ κάποια το άτομο χωρίς την κοινωνία είχε τόσο νόημα όσο και το να αντιλαμβάνεται την κοινωνία χωρίς τα άτομα. Για τους συγγραφείς αυτούς στόχος ήταν η δημιουργία ορθολογικών θεσμών που θα ευνοούν το μεγαλύτερο βαθμό ελεύθερης έκφρασης σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Η «τυραννία» της πλειοψηφίας έναντι της ομοφωνίας
Πρώτα απ’ όλα, ο ατομικισμός, όπως έγινε αντιληπτός από τον κλασικό φιλελευθερισμό, στηρίχτηκε σε μια φαντασίωση. Η προϋποτιθέμενη έννοια της κοινωνικής «νομιμότητας» που διατηρείται από τον ανταγωνισμό της αγοράς απείχε πολύ από το μύθο του ολοκληρωτικά κυρίαρχου, «αυτόνομου» ατόμου. Με ακόμη λιγότερες προϋποτιθέμενες έννοιες να τη στηρίξουν, η αξιολύπητα φτωχή, σε θεωρητικό επίπεδο, δουλειά του Max Stirner αποδεχόταν έναν παρόμοιο διαχωρισμό: τον ιδεολογικό διαχωρισμό μεταξύ του εγώ και της κοινωνίας.
Το κεντρικό θέμα που αποκαλύπτει αυτόν το διαχωρισμό – στην πραγματικότητα, αυτή την αντίφαση – είναι το ζήτημα της δημοκρατίας. Λέγοντας δημοκρατία δεν εννοώ φυσικά μια κάποια μορφή «αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης», αλλά αντίθετα την πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία. Όπως τη χρησιμοποιώ, η δημοκρατία, αναφερόμενη στις ρίζες της στην κλασική Αθήνα, είναι η ιδέα της άμεσης διαχείρισης της πόλεως από λαϊκές συνελεύσεις των πολιτών της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι παραβλέπω το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία κηλιδώθηκε από την πατριαρχία, τη δουλεία, την ταξική κυριαρχία και από τον περιορισμό της αναγνώρισης της ιδιότητας του πολίτη μόνο σε άνδρες γνήσιας αθηναϊκής καταγωγής. Αναφέρομαι σε μια αναδυόμενη παράδοση θεσμικών δομών, όχι σ’ ένα κοινωνικό «μοντέλο»4. Ύστερα από αυτό, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη δημοκρατία γενικά ως την άμεση διεύθυνση της κοινωνίας σε συνελεύσεις πρόσωπο με πρόσωπο – στις οποίες η πολιτική διαμορφώνεται από τους/τις κάτοικους – πολίτες και η διαχείριση εκτελείται από εξουσιοδοτημένα συμβούλια εντολοδόχων.
Συχνά οι ελευθεριακοί θεωρούν τη δημοκρατία, ακόμα και με αυτή την έννοια, ως μια μορφή «εξουσίας» – από τη στιγμή που στη λήψη των αποφάσεων επικρατεί μια άποψη της πλειοψηφίας και κατά συνέπεια η τελευταία «εξουσιάζει» τη μειοψηφία. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι ως τέτοια η δημοκρατία είναι ασύμβατη μ’ ένα πραγματικά ελευθεριακό ιδανικό. Ακόμα κι ένας τόσο μορφωμένος_ιστορικός του αναρχισμού όπως ο Peter Marshall παρατηρεί ότι για τους αναρχικούς «η πλειοψηφία δεν έχει κανένα δικαίωμα παραπάνω να επιβάλλεται στη μειοψηφία από όσο έχει η μειοψηφία να επιβάλλεται στην πλειοψηφία»5. Διάφοροι ελευθεριακοί έχουν επαναλάβει κατά καιρούς την ίδια ιδέα.
Αυτό που κάνει εντύπωση σε διατυπώσεις όπως αυτή του Marshall είναι η χρήση μιας γλώσσας με μεγάλο βαθμό προκατάληψης. Φαίνεται ότι οι πλειοψηφίες ούτε «αποφασίζουν» ούτε «συζητούν». Αντίθετα, «εξουσιάζουν», «επιβάλλουν», «διατάζουν», «πιέζουν» κ.τ.λ. Θα μπορούσε να θέσει κάποιος/α το λογικό ερώτημα εάν μια ελεύθερη κοινωνία, που όχι μόνο θα επέτρεπε, αλλά και θα ενθάρρυνε το μεγαλύτερο βαθμό διαφωνίας, που τα βήματα των συνελεύσεών της και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας της θα ήταν ανοιχτά στην πληρέστερη έκφραση όλων των αντιλήψεων και που οι θεσμοί της θα ήταν πραγματικά φόρουμ συζήτησης, θα «επιβαλλόταν» σε οποιονδήποτε/οποιαδήποτε, όταν θα έπρεπε να πάρει μια απόφαση που θα αφορούσε το κοινωνικό καλό.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν η κοινωνία να πάρει δυναμικές συλλογικές αποφάσεις για τα δημόσια θέματα, πέρα απλώς από τη σύναψη συμβολαίων μεταξύ ατόμων; Η μόνη συλλογική πρακτική που προβάλλεται συνήθως ως εναλλακτική της λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία είναι η πρακτική της ομοφωνίας. Στην πραγματικότητα, η ομοφωνία έχει καλυφθεί με μυστήριο από δεδηλωμένους «αναρχικούς οπαδούς του πρωτόγονου» (anarcho-primitivists), που θεωρούν ότι η Εποχή των Παγετώνων και οι σύγχρονοι «πρωτόγονοι» ή «αρχέγονοι» λαοί αποτελούν το μεγαλύτερο ανθρώπινο, κοινωνικό και ψυχικό επίτευγμα. Δεν αρνούμαι ότι η ομοφωνία μπορεί να είναι κατάλληλος τρόπος λήψης αποφάσεων σε μικρές ομάδες των οποίων τα μέλη είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αλλά, εξετάζοντας την ομοφωνία με πρακτικούς όρους, η πείρα μού έχει δείξει ότι, όταν μεγαλύτερες ομάδες προσπαθούν να πάρουν αποφάσεις με ομοφωνία, υποχρεώνονται να υιοθετήσουν το χαμηλότερο κοινό διανοητικό παρονομαστή στις αποφάσεις τους: υιοθετείται η λιγότερο αμφιλεγόμενη ή ακόμη και η πιο μέτρια απόφαση που μια πολυάριθμη συνέλευση ανθρώπων μπορεί να επιτύχει, ακριβώς επειδή όλοι πρέπει να είναι σύμφωνοι με αυτήν, διαφορετικά, όσοι διαφωνούν θα πρέπει να αποχωρήσουν από την ψηφοφορία για το συγκεκριμένο ζήτημα. Και το πιο ανησυχητικό είναι το ότι, όπως έχω διαπιστώσει, [η ομοφωνία] επιτρέπει την ανάπτυξη επιβλαβών εξουσιαστικών τάσεων καθώς και απεχθών χειραγωγήσεων, ακόμη κι όταν χρησιμοποιείται στο όνομα της αυτονομίας ή της ελευθερίας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση: το μεγαλύτερο βασισμένο στην ομοφωνία κίνημα (στο οποίο συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι) στο πρόσφατο παρελθόν στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε η Συμμαχία Clamshell (Clamshell Alliance) , που σχηματίστηκε για να αντιτεθεί στην κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα του Seabrook στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην πολιτεία New Hampshire. Στην πρόσφατη μελέτη της για το κίνημα, η Barbara Epstein αποκάλεσε το Clamshell «την πρώτη προσπάθεια στην αμερικανική ιστορία να βασιστεί ένα μαζικό κίνημα στη μη βίαιη άμεση δράση», πέρα από το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στη δεκαετία του 1960. Ως αποτέλεσμα της προφανούς οργανωτικής επιτυχίας του, πολλές άλλες περιφερειακές συμμαχίες εναντίον των πυρηνικών αντιδραστήρων σχηματίστηκαν κατά μήκος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μπορώ προσωπικά να επιβεβαιώσω το γεγονός ότι στην πραγματικότητα, στα πλαίσια της Συμμαχίας Clamshell, η ομοφωνία προωθούνταν από συχνά κυνικούς κουέκερς και από μέλη μιας αμφίβολης «αναρχικής» κοινότητας που βρισκόταν στο Μοntague της Μασαχουσέτης. Αυτή η μικρή, με στενούς δεσμούς φράξια, ενωμένη γύρω από τις κρυφές επιδιώξεις της, μπορούσε να χειραγωγεί πολλά μέλη της Συμμαχίας χαλιναγωγώντας την καλή τους θέληση και τον ιδεαλισμό τους σ’ αυτές τις οπορτουνιστικές επιδιώξεις. Οι de facto ηγέτες της Συμμαχίας καταπατούσαν τα δικαιώματα και τα ιδανικά των αναρίθμητων ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτή και υποβάθμιζαν το ηθικό και τη θέλησή τους.
Προκειμένου αυτή η κλίκα να επιτυγχάνει καθολική ομοφωνία σε μια απόφαση, οι διαφωνούντες αναγκάζονταν συχνά με πλάγιους τρόπους και με ψυχολογική πίεση να αρνηθούν να ψηφίσουν σ’ ένα προβληματικό ζήτημα, αφού η διαφωνία τους θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με βέτο ενός ανθρώπου. Αυτή η πρακτική, που στις αμερικανικές διαδικασίες ομοφωνίας καλείται «παράμερη στάση» (standing aside), πολύ συχνά περιλάμβανε τον εκφοβισμό των διαφωνούντων, μέχρι που αυτοί να αποσύρονται τελείως από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αντί να εκφράζουν με τίμιο και συνεχή τρόπο τη διαφωνία τους ψηφίζοντας, έστω και ως μειοψηφία, σύμφωνα με τις απόψεις τους. Έχοντας αποσυρθεί, παύουν να αποτελούν πολιτικά όντα – έτσι ώστε να γίνει εφικτή η λήψη μιας «απόφασης». Περισσότερες από μία «αποφάσεις» στη Συμμαχία Clamshell πάρθηκαν ύστερα από άσκηση πίεσης στους διαφωνούντες να σιωπήσουν. Μέσω μιας σειράς από τέτοιους εκφοβισμούς, η «ομοφωνία» επιτυγχανόταν τελικά μόνο αφού τα διαφωνούντα μέλη εκμηδένιζαν το ρόλο τους ως συμμετέχοντες στη διαδικασία.
Σε πιο θεωρητικό επίπεδο, η ομοφωνία φίμωνε την πιο ζωτική πλευρά του διαλόγου, τη διαφωνία. Η συνεχόμενη διαφωνία, ο παθιασμένος διάλογος, που εξακολουθεί να επιμένει ακόμη και αφού η μειοψηφία συμβιβαστεί προσωρινά με μια απόφαση της πλειοψηφίας, είχε αντικατασταθεί στη Συμμαχία Clamshell από βαρετούς μονολόγους και από τον, μη δεκτικό αντίκρουσης, απονεκρωτικό τόνο της ομοφωνίας. Στην πλειοψηφική διαδικασία λήψης αποφάσεων, η νικημένη μειοψηφία μπορεί να αποφασίσει να ανατρέψει μια απόφαση στην οποία ηττήθηκε – είναι ελεύθερη να διατυπώνει με φανερό και επίμονο τρόπο ορθολογικές και δυνάμει πειστικές διαφωνίες. Η ομοφωνία απ’ την πλευρά της δεν τιμά καμιά μειοψηφία, αλλά τις φιμώνει για χάρη του μεταφυσικού «ενός» της «ομοφωνίας» της ομάδας.
Ο δημιουργικός ρόλος της διαφωνίας, πολύτιμος ως ένα διαρκές δημοκρατικό φαινόμενο, τείνει να χαθεί σε μια γκρίζα ομοιομορφία, που απαιτείται από την ομοφωνία. Οποιοδήποτε ελευθεριακό σώμα ιδεών που στοχεύει στην κατάλυση της ιεραρχίας, των τάξεων, της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, επιτρέποντας ακόμη και στη «μειοψηφία του ενός» του Marshall να σταματήσει τη λήψη μιας απόφασης από την πλειοψηφία της κοινότητας, στην πραγματικότητα περιφερειακών και εθνικών συνομοσπονδιών, θα μετατρεπόταν ουσιαστικά σε μια «γενική βούληση» του Rousseau μέσα σ’ έναν εφιαλτικό κόσμο διανοητικού και φυσικού κομφορμισμού. Σε πιο άγριες εποχές, θα μπορούσε εύκολα «να αναγκάσει τους ανθρώπους να είναι ελεύθεροι», όπως το έθεσε ο Rousseau και όπως οι γιακωβίνοι έκαναν έμπρακτα στα 1793-94.
Οι de facto ηγέτες της Συμμαχίας μπορούσαν να συμπεριφέρονται κατά τέτοιο τρόπο ακριβώς επειδή η Συμμαχία δεν ήταν επαρκώς οργανωμένη και δημοκρατικά δομημένη, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τη χειραγώγηση από μια μικρή, καλά οργανωμένη ομάδα. Οι de facto ηγέτες δεν υπόκεινταν σε οποιεσδήποτε δομές ελέγχου της υπευθυνότητας των πράξεών τους. Μόνο ένα μέρος της ευκολίας με την οποία μπορούσαν να χρησιμοποιούν πονηρά τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία για τους δικούς τους σκοπούς έχει αναφερθεί σε μελέτες6.
Στο τέλος οι πρακτικές της ομοφωνίας, με τη «δημοκρατία της αρετής» του Rousseau, έκαναν αυτή τη μεγάλη και συναρπαστική οργάνωση να ναυαγήσει. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι μια επιπλέον αιτία καταστροφής της υπήρξε η οργανωτική ελαστικότητα, που επέτρεπε στον οποιονδήποτε περαστικό να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων και να αποσυνθέτει μ’ αυτόν τον τρόπο την οργάνωση σε βαθμό που να την καθιστά ασπόνδυλη. Τόσο εγώ όσο και πολλοί νεαροί αναρχικοί από το Vermont, που είχαν συμμετάσχει στη Συμμαχία για κάμποσα χρόνια, είχαμε πολλούς λόγους να φθάσουμε στο σημείο να θεωρούμε την ομοφωνία ανάθεμα.
Εάν η ομοφωνία μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τον καταναγκασμό των διαφωνούντων, πράγμα που είναι εφικτό σε μικρές ομάδες, ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση γι’ αυτήν ως διαδικασία λήψης αποφάσεων; Το να υποβιβάζεις όμως ένα ελευθεριακό ιδανικό στο άνευ όρων δικαίωμα μιας μειοψηφίας (ας αφήσουμε κατά μέρος τη «μειοψηφία του ενός») να ακυρώσει μια απόφαση που έχει παρθεί από μια «συνάθροιση ατόμων» σημαίνει ότι πνίγεις τη διαλεκτική των ιδεών που ευδοκιμεί στην αντίθεση, στην αντιπαράθεση, και, ναι, σε αποφάσεις στις οποίες όχι μόνο δεν χρειάζεται να συμφωνούν όλοι, αλλά στις οποίες δε θα πρέπει να συμφωνούν όλοι. Διαφορετικά, η κοινωνία μετατρέπεται σ’ ένα ιδεολογικό νεκροταφείο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να στερείται από τους διαφωνούντες κάθε δυνατή ευκαιρία να αντιστρέψουν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας με τη συνεχή συζήτηση και υποστήριξη των θέσεών τους.
δημοκρατία: η πολιτική διάσταση του αναρχισμού
Αναφέρθηκα εκτενώς στην ομοφωνία, επειδή αποτελεί τη συνήθη ατομικιστική πρόταση που προβάλλεται ως εναλλακτική της δημοκρατίας. Συχνά μάλιστα αντιπαρατίθεται ως «άρνηση της εξουσίας» – ή ως άνευ στόχου μορφή προσωπικής αυτονομίας – στην «εξουσία» της πλειοψηφίας. Κατά την άποψή μου, επειδή οι ελευθεριακές ιδέες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία καταφάσκουν με αυξανόμενο ρυθμό την προσωπική αυτονομία, το χάσμα ανάμεσα στον ατομικισμό και στον αντικρατικό κολλεκτιβισμό καθίσταται αγεφύρωτο. Ένας προσωπικός αναρχισμός έχει ριζώσει βαθιά ανάμεσα στους νέους σήμερα. Επιπλέον, χρησιμοποιούν διαρκώς περισσότερο τη λέξη «αναρχία», για να εκφράσουν όχι μόνο μια ατομικιστική στάση, αλλά κι ένα ανορθολογικό, μυστικιστικό, αντιτεχνολογικό και αντιπολιτιστικό σώμα ιδεών, πράγμα που δεν επιτρέπει στους αναρχικούς που εδράζουν τις ιδέες τους στο σοσιαλισμό να αυτοχαρακτηρίζονται με τη λέξη «αναρχικός» χωρίς ένα ποιοτικό επίθετο να τη συνοδεύει. Ένας από τους πιο άξιους και αφοσιωμένους αμερικανούς συντρόφους, ο Haward Erlich, χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνικός αναρχισμός» (social anarchism) ως τίτλο του περιοδικού του, προφανώς για να διαχωρίσει τις ιδέες του από έναν αναρχισμό που εδράζεται ιδεολογικά στο φιλελευθερισμό και πιθανόν και σε χειρότερα πράγματα.
Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι χρειάζονται πολύ περισσότερα από ένα ποιοτικό επίθετο, εάν πρόκειται να επεξεργαστούμε με πιο ευρύ τρόπο την αντίληψή μας για την ελευθερία. Θα ήταν πράγματι δυστύχημα, εάν οι αναρχικοί ήταν σήμερα αναγκασμένοι να εξηγήσουν διεξοδικά ότι πιστεύουν στην κοινωνία και όχι σε μια απλή συνάθροιση ατόμων! Πριν από έναν αιώνα, αυτή η πίστη αποτελούσε προϋπόθεση. Σήμερα, ο κλασικός αναρχισμός έχει απογυμνωθεί τόσο πολύ από την κολλεκτιβιστική ουσία του, που τείνει να γίνει απλώς να στάδιο στην προσωπική ζωή των εφήβων και φαντασιοπληξία για τους μεσήλικους μέντορες τους, ένας δρόμος για την «αυτοπραγμάτωση» και το ψεύτικα «ριζοσπαστικό» -ισοδύναμο της ομαδικής ψυχοθεραπείας.
Σήμερα, πρέπει να υπάρχει μια θέση στο πολιτικό φάσμα, όπου ένα σώμα αντιεξουσιαστικής σκέψης, που προωθεί τον οδυνηρό αγώνα της ανθρωπότητας να φθάσει στην πραγματοποίηση της αυθεντικής κοινωνικής ζωής της – την περίφημη Κομμούνα των κομμούνων» (Commune of communes) -, να μπορεί να διατυπώνεται -σαφώς τόσο σε θεσμικό όσο και ιδεολογικό επίπεδο. Πρέπει να υπάρχει ένα μέσο με το οποίο να μπορούν οι με κοινωνικό προβληματισμό αντιεξουσιαστές να αναπτύξουν ένα πρόγραμμα και μια πρακτική για να αποπειραθούν να αλλάξουν τον κόσμο, όχι απλώς τις ψυχές τους. Πρέπει να υπάρχει μια αρένα για μάχη που να μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους, να τους βοηθήσει να αυτο-εκπαιδευτούν και να αναπτύξουν μια αντιεξουσιαστική πολιτική – για να χρησιμοποιήσω τη λέξη στην
κλασική της σημασία – που να μπορεί πράγματι να αντιτάξει ένα νέο δημόσιο χώρο ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό.
Με λίγα λόγια, πρέπει να αποκαταστήσουμε όχι μόνο τη σοσιαλιστική, αλλά και την πολιτική διάσταση του αναρχισμού: τη δημοκρατία. Χωρίς τη δημοκρατική του διάσταση και χωρίς τον κοινοτικό δημόσιο χώρο, ο αναρχισμός μπορεί πράγματι να σημαίνει μια «συνάθροιση ατόμων, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο». Ακόμη κι ο αναρχοκομμουνισμός, αν και αποτελεί τον κατά πολύ προτιμότερο επιθετικό προσδιορισμό του ελευθεριακού ιδεώδους, παρ’ όλ’ αυτά διατηρεί ένα δομικό κενό που δε μας λέει τίποτα σχετικά με τους θεσμούς που είναι απαραίτητοι προκειμένου να διευκολυνθεί η κομμουνιστική διανομή των αγαθών. Διακηρύσσει έναν ευρύ στόχο, ένα desideratum – το οποίο έγινε δυστυχώς τρομερά θολό με τη συσχέτιση του «κομμουνισμού» με τον μπολσεβικισμό και το κράτος -, αλλά ο δημόσιος χώρος του και οι θεσμικές του δομές παραμένουν ασαφείς στην καλύτερη περίπτωση και δεκτικές ενός στίγματος ολοκληρωτισμού στη χειρότερη.
Θα ήθελα να προτείνω ότι η δημοκρατική και δυνάμει πρακτική διάσταση του ελευθεριακού σκοπού θα μπορούσε να βρει έκφραση στον όρο «Κομμουναλισμός» (Communalism), ο οποίος, σε αντίθεση με πολιτικούς όρους που κάποτε υποστήριζαν σαφώς μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, δεν έχει κηλιδωθεί ιστορικά. Ακόμα και ορισμοί του Κομμουναλισμού σε συμβατικά λεξικά συλλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό το όραμα για μια «Κομμούνα των κομμούνων», που έχει χαθεί από τις σύγχρονες άγγλο-αμερικανικές τάσεις, που εξυμνούν την αναρχία ως «χάος», ως μυστικιστική «ενότητα» με τη «φύση», ως αυτο-ολοκλήρωση, ως «έκσταση», μα πάνω από όλα ως προσωπική7.
Ο κομμουναλισμός ορίζεται ως «η θεωρία ή το σύστημα διακυβέρνησης [sic] στο οποίο ουσιαστικά αυτόνομες [sic] τοπικές κοινότητες σχηματίζουν μια χαλαρή ομοσπονδία»8. Κανένα λεξικό της αγγλικής γλώσσας δεν έχει βέβαια ιδιαίτερα επεξεργασμένες πολιτικές απόψεις. Εδώ, η χρήση των όρων «διακυβέρνηση» και «αυτόνομες» δε μας δεσμεύουν με αποδοχή του κράτους και του τοπικισμού, ούτε βέβαια του ατομικισμού. Επιπλέον, ο όρος ομοσπονδία (Federation) είναι συχνά συνώνυμος με τον όρο «συνομοσπονδία» (con-federation), που τον θεωρώ ως πιο συμβατό με την ελευθεριακή παράδοση. Αυτό που αξίζει να παρατηρηθεί σχετικά μ’ αυτόν τον (έως τώρα) ακηλίδωτο όρο είναι η εκπληκτική εγγύτητά του με τον ελευθεριακό κοινοτισμό (Libertarian Municipalism), την πολιτική διάσταση της κοινωνικής οικολογίας, που έχω αναπτύξει σε άλλα γραπτά μου.
Ο κομμουναλισμός αποτελεί για τους ελευθεριακούς ένα διαθέσιμο όρο τον οποίο μπορούν να εμπλουτίσουν τόσο εμπειρικά όσο και θεωρητικά. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αυτός μπορεί να εκφράσει όχι μόνο σε τι είμαστε ενάντιοι, αλλά και τι υποστηρίζουμε, δηλαδή τη δημοκρατική διάσταση της ελευθεριακής σκέψης και μιας ελευθεριακής κοινωνίας Λυτός ο όρος παρέχει τις δυνατότητες για μια πρακτική που μπορεί να γκρεμίσει τους τοίχους της απομόνωσης που φυλακίζουν με αυξανόμενο ρυθμό τον αναρχισμό στον πολιτισμικό εξωτισμό και την ψυχολογική ενδοσκόπηση. Βρίσκεται (ο κομμουναλισμός) σε σαφή αντίθεση με τον αποπνικτικό ατομικισμό, που συνυπάρχει άνετα με τον αστικό εγωκεντρισμό και μ’ έναν ηθικό σχετικισμό που καθιστά οποιαδήποτε κοινωνική πράξη άσχετη, στην πραγματικότητα, χωρίς κανένα νόημα σε θεσμικό επίπεδο.
Είναι σημαντικό να τονίσω ότι ο Ελευθεριακός Κοινοτισμός (Libertarian Municipalism) ή ο Κομμουναλισμός – όπως τον αποκάλεσα εδώ – είναι μια αναπτυσσόμενη οπτική, μια πολιτική που στοχεύει να κατορθώσει τελικά την «Κομμούνα των κομμούνων». Ως τέτοιος, προσπαθεί να προσφέρει μια αμεσοδημοκρατική, ομοσπονδιακή επιλογή ως εναλλακτική στο κράτος και σε μια συγκεντρωτική, γραφειοκρατική κοινωνία. Το να αμφισβητεί κανείς/καμιά, όπως έχουν κάνει πολλοί φιλελεύθεροι και οικοσοσιαλιστές, τον ελευθεριακό κοινοτισμό στη βάση τού ότι το μέγεθος των υπαρχουσών αστικών οντοτήτων εγείρει ένα αξεπέραστο λογιστικό πρόβλημα σε σχέση με το κατά πόσο μπορεί να είναι επιτυχημένος ως πρακτική τον μετατρέπει σε μια σκακιστική «στρατηγική» και τον παγιδεύει μέσα στις δεδομένες συνθήκες της κοινωνίας, υπολογίζοντας «οφειλές» και «πιστώσεις» για να αποφασίσει για τις δυνατότητές του για «επιτυχία», «αποτελεσματικότητα», «υψηλά επίπεδα συμμετοχής» κ.τ.λ. Ο ελευθεριακός κοινοτισμός δεν είναι μια μορφή λογιστικού υπολογισμού των κοινωνικών συνθηκών όπως αυτές είναι, αλλά αντίθετα μια μετασχηματιστική διαδικασία που έχει ως στέρεο σημείο εκκίνησης αυτό που μπορεί να αλλάξει στις παρούσες συνθήκες για να κατορθώσει αυτό που πρέπει να είναι σε μια ορθολογική κοινωνία.
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι πάνω από όλα μια πολιτική, για να χρησιμοποιήσω τη λέξη με την αυθεντική ελληνική σημασία της, που εμπλέκεται στη διαδικασία αναδημιουργίας αυτού που τώρα αποκαλείται «σώμα ψηφοφόρων» ή «φορολογούμενοι» σ’ ενεργούς πολίτες και της αναδημιουργίας αυτών που τώρα είναι αστικά συνονθυλεύματα σε γνήσιες κοινότητες που να συνδέονται μεταξύ τους μέσω συνομοσπονδιών, οι οποίες θα αντιπαρατεθούν στο κράτος και θα αμφισβητήσουν τελικά την ύπαρξή του. Το να βλέπει κανείς/καμιά τον ελευθεριακό κοινοτισμό με άλλο τρόπο ισοδυναμεί με το να μετατρέπει αυτή την πολύπλευρη, εξελικτική ανάπτυξη σε μια καρικατούρα. Ούτε φυσικά είναι προορισμένος ο ελευθεριακός κοινοτισμός να αντικαταστήσει την αλληλοσυσχέτιση ως τέτοια – για τις οικογενειακές και οικονομικές απόψεις της ζωής -, χωρίς την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αδύνατη σε οποιαδήποτε κοινωνία9.
Είναι αντίθετα μια οπτική και μια εξελισσόμενη πρακτική για την αποκατάσταση και τη διεύρυνση σε μια άγνωστη μέχρι σήμερα κλίμακα του παρακμάζοντος στην εποχή μας δημόσιου χώρου, στον οποίο εισέβαλε το κράτος και σε πολλές περιπτώσεις ουσιαστικά τον εξαφάνισε10. Εάν δεχτούμε το μεγάλο μέγεθος των δημοτικών και κοινοτικών οντοτήτων και την παρακμή του δημόσιου χώρου ως μη επιδεχόμενα αλλαγής δεδομένα, δεν έχουμε άλλη ελπίδα από το να δουλέψουμε με το δεδομένο σε κάθε χώρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι αναρχικοί/ες θα μπορούσαν άνετα να ενωθούν με τους σοσιαλδημοκράτες (όπως αρκετοί έχουν ήδη κάνει για ωφελιμιστικούς σκοπούς) και να δράσουν στο πλαίσιο του κρατικού μηχανισμού, της αγοράς και των εμπορευματικών σχέσεων απλώς για να τα τροποποιήσουν. Πράγματι, με βάση αυτή τη «λογική του κοινού νου», θα μπορούσαμε να βρούμε πολύ πιο δυνατά επιχειρήματα για τη διατήρηση του κράτους, της αγοράς, της χρήσης του χρήματος και των πολυεθνικών από ό, τι για την απλή αποκέντρωση των αστικών συνονθυλευμάτων. Στην πραγματικότητα, πολλά αστικά συνονθυλεύματα υποχωρούν κάτω από το βάρος του μεγέθους τους και αναδομούνται μπροστά στα μάτια μας σε πόλεις-δορυφόρους, έστω και αν οι πληθυσμοί τους και οι φυσικές δικαιοδοσίες τους εξακολουθούν να ομαδοποιούνται κάτω από το όνομα μιας και μόνο μητρόπολης.
Κατά περίεργο τρόπο, αρκετοί αναρχικοί/ες του «τρόπου ζωής» (life-style anarchists), οι οποίοι, όπως οι οραματιστές της Νέας Εποχής, έχουν μια αξιοθαύμαστη ικανότητα να φαντάζονται τα πάντα να αλλάζουν, τείνουν να εγείρουν ισχυρές ενστάσεις, όταν ζητείται από αυτούς/ές να αλλάξουν στην πραγματικότητα όλα τα χαρακτηριστικά της υπάρχουσας κοινωνίας – εκτός από το να καλλιεργούν περισσότερη «αυτοέκφραση», από το να έχουν περισσότερες μυστικιστικές φαντασιώσεις και από το να μετατρέπουν τον αναρχισμό σε μια μορφή τέχνης, αποσυρόμενοι/ες σε μια κατάσταση κοινωνικής βουβαμάρας. Όταν κριτικές του ελευθεριακού κοινοτισμού οικτίρουν τον απαγορευτικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων που θα παρακολουθούσαν κοινοτικές ή δημοτικές συνελεύσεις ή θα λειτουργούσαν ως ενεργοί/ές συμμετέχοντες/ουσες σ’ αυτές – και αμφισβητούν το κατά πόσο τέτοιες συνελεύσεις μπορούν να είναι «πρακτικές» σε μεγάλες πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, η Πόλη του Μεξικού και το Τόκιο, μπορώ να απαντήσω ότι μια κομμουναλιστική προσέγγιση θέτει το ζήτημα εάν πράγματι μπορούμε να αλλάξουμε την υπάρχουσα κοινωνία και να κατορθώσουμε την «Κομμούνα των κομμούνων».
Εάν μια τέτοια κομμουναλιστική προσέγγιση φαίνεται τρομερά επώδυνη, δεν μπορώ παρά να υποπτευθώ ότι για τους/τις αναρχικούς/ές του «τρόπου ζωής» η μάχη είναι ήδη χαμένη. Από την πλευρά μου, εάν η αναρχία έφτανε στο σημείο να μη σημαίνει τίποτα περισσότερο από μια αισθητική «αυτοκαλλιέργειας», μια ερεθιστική ταραχώδη διαδήλωση, από κάποια γκράφιτι ή από ηρωικές προσωπικές ενέργειες που ωθούνται από ένα αυτοϊκανοποιούμενο «φαντασιακό», ελάχιστα κοινά σημεία θα είχα μ’ αυτήν. Η ατομικιστική εκκεντρικότητα έγινε πολύ της μόδας, όταν η αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 μετατράπηκε στην κουλτούρα της Νέας Εποχής στη δεκαετία του ’70 – και έγινε μοντέλο για τους αστούς σχεδιαστές μόδας και τις μπουτίκ τους.
Ο αναρχισμός, σήμερα, οπισθοχωρεί. Εάν δεν κατορθώσουμε να επεξεργαστούμε τη δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού, θα χάσουμε την ευκαιρία όχι μόνο να σχηματίσουμε ένα βιώσιμο κίνημα, αλλά και να προετοιμάσουμε τους ανθρώπους για μια επαναστατική κοινωνική πράξη στο μέλλον. Αλίμονο, γινόμαστε μάρτυρες της τρομακτικής αφυδάτωσης μιας σπουδαίας παράδοσης με τους νεο-καταστασιακούς, τους μηδενιστές, τους πρωτογονιστές, τους ανορθολογιστές, τους εχθρούς του πολιτισμού και τους ομολογούμενους «χαοτικούς», που απομονώνονται στο εγώ τους, υποβιβάζοντας οτιδήποτε έχει να κάνει με δημόσια πολιτική δραστηριότητα σε νεανικές φαιδρότητες.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αρνείται τη σπουδαιότητα μιας ελευθεριακής κουλτούρας, αισθητικής, παιγνιώδους και σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένης από τη φαντασία. Οι αναρχικοί του προηγούμενου αιώνα και μέρους του δικού μας ήταν δικαιολογημένα περήφανοι για το γεγονός ότι πολλοί εμπνευσμένοι καλλιτέχνες, ειδικά ζωγράφοι και λογοτέχνες, στρατεύθηκαν στις αναρχικές ιδέες της πραγματικότητας και της ηθικότητας. Αλλά, η συμπεριφορά που ρέπει προς τη μυστικοποίηση της εγκληματικότητας, της αντι-κοινωνικότητας, της διανοητικής ασυνέπειας, του αντιδιανοουμενισμού και της αταξίας ως αυτοσκοπών είναι απλώς λούμπεν. Τρέφεται από τα κατακάθια του ίδιου του καπιταλισμού.
Ανεξάρτητα από το πόσο μια τέτοια συμπεριφορά επικαλείται τα «δικαιώματα» του εγώ, καθώς καταλύει το πολιτικό μετατρέποντάς το σε προσωπικό ή καθώς διογκώνει το προσωπικό θεωρώντας το μια μεταφυσική κατηγορία, αποτελεί μια a priori αρχή με την έννοια ότι δεν έχει ούτε τις δυνατότητες να στηριχθεί σε κάτι άλλο εκτός από το πνεύμα. Όπως ο Bakunin και ο Kropotkin τόνισαν επανειλημμένα, η ατομικότητα δεν υπήρξε ποτέ χωριστά από την κοινωνία και η εξέλιξη του ατόμου συμβαδίζει με την εξέλιξη της κοινωνίας. Το να μιλάει κανείς για «Το Άτομο» ως διαχωρισμένο από τις κοινωνικές του ρίζες και τις κοινωνικές του περιπλοκές είναι τόσο κενό νοήματος όσο το να μιλάει κανείς για μια κοινωνία χωρίς ανθρώπους και θεσμούς. |
Απλώς και μόνο για να υπάρχουν, οι θεσμοί πρέπει να έχουν μορφή, όπως τόνισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια στο δοκίμιο μου «Οι Μορφές της Ελευθερίας» (The Forms of Freedom), ώστε η ίδια η ελευθερία – τόσο η ατομική όσο και η κοινωνική – να μη χάσει τη δυνατότητα να ορισθεί. Οι θεσμοί πρέπει να καθίστανται λειτουργικοί, όχι αφηρημένοι σε καντιανές κατηγορίες, που πλέουν σ’ έναν αραιωμένο ακαδημαϊκό αέρα. Πρέπει να έχουν την απτότητα της δομής, ανεξάρτητα από το πόσο δυσάρεστος μπορεί να είναι ο όρος δομή για τους ατομικιστές ελευθεριακούς: συγκεκριμένα, πρέπει (οι θεσμοί) να παρέχουν τα μέσα, τις πολιτικές και την έμπρακτη πείρα ώστε να είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων. Εκτός εάν υπάρχει τέτοια ψυχολογική ομογένεια και τα συμφέροντα της κοινωνίας είναι ενοποιημένα όσον αφορά στο χαρακτήρα τους, ώστε η διαφωνία να είναι κενή νοήματος, τότε πρέπει να υπάρχει χώρος για αντικρουόμενες προτάσεις, συζήτηση, ορθολογική επιχειρηματολογία και πλειοψηφικές αποφάσεις — με λίγα λόγια, δημοκρατία.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, μια τέτοια δημοκρατία, εάν είναι ελευθεριακή, θα είναι κομμουναλιστική και θεσμισμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο, άμεση και από τη βάση, μια δημοκρατία που προωθεί τις ιδέες μας πέρα από την αρνητική στη θετική ελευθερία. Μια κομμουναλιστική δημοκρατία θα μας υποχρέωνε να δημιουργήσουμε ένα δημόσιο χώρο – και μια πολιτική, με την αθηναϊκή σημασία του όρου – που θα αναπτύσσεται σε ένταση και τελικά σε αποφασιστική αντιπαράθεση με το κράτος. Συνομοσπονδιακή, αντιιεραρχική και κολεκτιβιστική, βασισμένη στην κοινοτική διαχείριση των μέσων επιβίωσης, παρά στον έλεγχο τους από κατεστημένα συμφέροντα (όπως συμβαίνει με τον εργατικό έλεγχο, τον ιδιωτικό έλεγχο και, πιο επικίνδυνα, με τον κρατικό έλεγχο), μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ως η εξελικτική πραγματοποίηση του ελευθεριακού ιδεώδους ως καθημερινής πράξης 11.
Το γεγονός ότι μια κομμουναλιστική πολιτική συνεπάγεται συμμετοχή σε κοινοτικές και δημοτικές εκλογές – βασισμένη βέβαια σ’ ένα ανυποχώρητο πρόγραμμα, που απαιτεί σχηματισμό λαϊκών συνελεύσεων και συνομοσπονδιοποίησή τους – δεν σημαίνει ότι η είσοδος στα υπάρχοντα κοινοτικά ή δημοτικά συμβούλια συνεπάγεται συμμετοχή σε κρατικά όργανα, όπως η δημιουργία ενός αναρχικού συνδικάτου σ’ ένα ιδιωτικό εργοστάσιο δεν συνεπάγεται συμμετοχή σε καπιταλιστικές μορφές παραγωγής. Για να το διαπιστώσει κανείς αυτό, χρειάζεται μόνο να ανατρέξει στη Γαλλική Επανάσταση στα 1789-94 για να δει πως φαινομενικά κρατικοί θεσμοί, σαν τα δημοτικά «διαμερίσματα» (districts), που θεμελιώθηκαν υπό καθεστώς μοναρχίας το 1789 για να διενεργήσουν εκλογές για τις Γενικές Τάξεις, μετατράπηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα σε ευρέως επαναστατικά σώματα ή «τομείς» (sections) που έκαναν σχεδόν πραγματικότητα την «Κομμούνα των κομμούνων». Το κίνημά τους για μια δημοκρατία με βάση τους τομείς (sections) ηττήθηκε κατά τη διάρκεια της σύρραξης στις 2 Ιουνίου 1793 – όχι από τη μοναρχία, αλλά από την προδοσία των γιακωβίνων.
Ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να μας παραχωρήσει με γενναιοδωρία τους λαϊκούς, δημοκρατικούς θεσμούς που χρειαζόμαστε. Ο έλεγχος που ασκεί στην κοινωνία σήμερα βρίσκεται παντού, όχι μόνο σ’ αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει από το δημόσιο χώρο, αλλά και στα μυαλά πολλών ατομικιστών, αυτοαποκαλούμενων ριζοσπαστών του τρόπου ζωής (self-styled radicals). Ένας επαναστατικός λαός είτε πρέπει να διεκδικήσει τον έλεγχο δεσμών στους οποίους βασίζεται η δημόσια ζωή του – ο Bakounin σωστά θεώρησε ως τέτοιους τα κοινοτικά και τα δημοτικά συμβούλια — ή διαφορετικά δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποσυρθεί ο/η καθένας/καθεμία στην ιδιωτική του/της ζωή, όπως ήδη συμβαίνει με επιδημικό τρόπο σήμερα12. Θα ήταν πράγματι ειρωνεία, εάν ο ατομικιστικός αναρχισμός και οι ποικίλες παραλλαγές του, από τον ακαδημαϊκό και το μεταφυσικά ηθικό ως τον χαοτικό και τον λούμπεν, αρνούμενος τη δημοκρατία ακόμα και για χάρη της «μειοψηφίας του ενός» επρόκειτο να κάνει ψηλότερους τους τοίχους του δόγματος που αναπτύσσονται σταθερά γύρω από το ελευθεριακό ιδεώδες κι εάν, συνειδητά ή όχι, ο αναρχισμός επρόκειτο να μετατραπεί σε άλλη μια ναρκισσιστική λατρεία, που ταιριάζει άνετα σε μια αλλοτριωμένη, εμπορευματοποιημένη, ενδοσκοπική και εγωκεντρική κοινωνία.
Σημειώσεις
*Ο Murray Bookchin ήταν καθηγητής της Κοινωνικής Οικολογίας στο Βερμόντ (ΗΠΑ). Έγραψε και δίδασκε θέματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων από το 1952. Είναι συγγραφέας 14 βιβλίων κυρίως πάνω σε θέματα κοινωνικής οικολογίας, οίκο-φιλοσοφίας και οικο-αναρχισμού.
Γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1921 απεβίωσε 30 Ιουλίου 2006 στο σπίτι του, στην πόλη Burlington της αμερικάνικης πολιτείας Vermont.
Στο παρακάτω κείμενο παρουσιάζεται με συντομία η ζωή και το έργο του Μάρεϊ Μπούκτσιν, όπως επίσης και οι σημαντικότερες προσπάθειες για τη διάδοση της θεωρίας του (κοινωνική οικολογία), δηλαδή του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Οικολογία και του προγράμματος για τον Κομμουναλισμό.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Μπούκτσιν γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1921 από γονείς Ρώσους-εβραίους μετανάστες. Η γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, φρόντισε από πολύ νωρίς να εμποτίσει τον μικρό Μάρεϊ με τις ελευθεριακές ιδέες, αφού η ίδια συμμετείχε παλιότερα σε ένα κίνημα που εκδηλώθηκε στην τσαρική Ρωσία. Ο Μπούκτσιν κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929-32, και ενώ ήταν μόλις 9 ετών, οργανώθηκε στην κομμουνιστική νεολαία, αλλά το 1939 μετά το σύμφωνο Μολότωφ- Ρίμπεντροπ (1939) μεταξύ Σοβιετικών και Ναζί διεγράφη λόγω αναρχοτροτσκιστικών αποκλίσεων. Εντωμεταξύ, είχε δηλώσει εθελοντής για το μέτωπο του ισπανικού εμφυλίου, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αργότερα, πέρασε στον τροτσκισμό από τον οποίο γρήγορα απογοητεύτηκε. Υπήρξε εργάτης σε χυτήριο του Νιου Τζέρσεϋ, ενώ ως εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας της Τζένεραλ Μότορς, υιοθέτησε την αντιεξουσιαστική σκέψη. Δημοσίευσε δεκάδες βιβλία, δίδαξε στα «ελεύθερα πανεπιστήμια» της Νέας Υόρκης, στο Στάτεν Άιλαντ (City College University System) και έγινε τακτικός καθηγητής στο Νιου Τζέρσεϋ (Ramapo College). Επίσης, υπήρξε συνιδρυτής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικολογίας (Institute for Social Ecology) στο Βερμόντ το οποίο διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μπούκτσιν, έπασχε χρόνια από σκλήρυνση κατά πλάκας, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα κίνησης που συνεχώς επιδεινώνονταν. Τα τελευταία χρόνια μετακινούνταν με αναπηρικό καρότσι και ακολουθούσε βαριά φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, η ασθένειά του δεν τον εμπόδιζε να δουλεύει ακατάπαυστα μέχρι το τέλος της ζωής του για την ολοκλήρωση του τετράτομου έργου του Η Τρίτη Επανάσταση (The Third Revolution). Τους τελευταίους εφτά μήνες της ζωής του είχε προβλήματα με την καρδιά του.
Η φιλοσοφία και η πολιτική σκέψη του Μπούκτσιν
Είναι δύσκολο να εξετάσει κανείς την πολιτική φιλοσοφία του Μπούκτσιν αξεδιάλυτα από τις γενικότερες φιλοσοφικές παραδοχές που κάνει. Γι’ αυτό πρέπει, πριν αναφερθούμε στο πολιτικό σκέλος της θεωρίας του, να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο φιλοσοφικό πλαίσιο που αποδέχεται. Στο φιλοσοφικό πεδίο ο Μπούκτσιν εισηγήθηκε τον «διαλεκτικό νατουραλισμό». Η Janet Biehl, προσπαθώντας να περιγράψει τον διαλεκτικό νατουραλισμό έδωσε τον παρακάτω ορισμό:
«Ο διαλεκτικός νατουραλισμός είναι μια προσπάθεια να αντιληφθούμε τη φύση ως ένα αναπτυξιακό φαινόμενο, τόσο στο βασίλειο του οργανικού όσο και του κοινωνικού πεδίου. Όλα τα οργανικά φαινόμενα αλλάζουν, και ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι υφίστανται ανάπτυξη και διαφοροποίηση. Σχηματίζονται και ανασχηματίζονται, ενώ δραστικά διατηρούν την ταυτότητά τους μέχρις ότου να εκπληρώσουν τις δυνατότητές τους, εκτός και αν συμβεί κάποιο ατύχημα. Αλλά όσο βλέπουμε τον κόσμο μέσα από μια σύντομη επισκόπηση της εξέλιξής του, βρίσκεται επίσης σε ανάπτυξη, ο διαλεκτικός νατουραλισμός προσεγγίζει τον κόσμο ως μια ολότητα, μέσα από μια αναπτυξιακή προσέγγιση.»
Τη βάση αυτής της θεωρίας αποτελεί η διαλεκτική αντίληψη για την πραγματικότητα. Ο Μπούκτσιν στηριζόμενος στην αναπτυξιακή φύση της πραγματικότητας δίνει μεγάλη βαρύτητα στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Έτσι, διαχωρίζει την πρώτη φύση από τη δεύτερη φύση με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η πρώτη φύση είναι η βιολογική φύση, οι μορφές ζωής στο σύνολό τους και η ανόργανη φύση. Στο πλαίσιο της διαλεκτικής του αντίληψης όμως βλέπει την πρώτη φύση όχι απλά ως το σύνολο των μορφών ζωής και των ανόργανων μερών, αλλά ως τη σωρευτική ανάπτυξη των παραπάνω. Η δεύτερη φύση δεν είναι τίποτε άλλο, από την πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική φύση (χοντρικά η κοινωνία) που έχει απορροφήσει την πρώτη φύση. Η δεύτερη φύση όμως δεν αποτελεί την εξέλιξη της πρώτης φύσης, αφού η εξουσιαστική δομή της κοινωνίας δεν ικανοποιεί τον Μπούκτσιν ως ένα απόλυτο στάδιο εξέλιξης. Για τον λόγο αυτό μας παροτρύνει να υπερβούμε τη δεύτερη φύση και να οργανώσουμε ένα σύστημα κοινωνικής και οργανικής συμφιλίωσης, το οποίο θα είναι η τρίτη φύση που ονομάζει «ελεύθερη φύση». Η ελεύθερη φύση αποτελεί ουσιαστικά την ενοποίηση- με οικολογικό τρόπο- της πρώτης και της δεύτερης φύσης.
Ο Μπούκτσιν ονόμασε τη θεωρία του στο σύνολό της «κοινωνική οικολογία». Η επιλογή του όρου αυτού έγινε στη λογική του ότι στην οικολογική σκέψη το σημαντικότερο στοιχείο πρέπει να είναι το κοινωνικό. Σε πολλά κείμενά του υποστήριξε τη θέση ότι «Η τάση του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στη φύση, είναι επακόλουθο της τάσης του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο». Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Μπούκτσιν πίστευε ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο προηγήθηκε της εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο. Η θέση αυτή είναι θεμελιώδης για την πολιτική που προασπιζόταν ο Μπούκτσιν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, καθώς αναδεικνύει την ευθύνη της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας για τα οικολογικά προβλήματα. Η αστική κοινωνία κατάφερε να στρέψει πρώτα τον άνθρωπο εναντίον του συνανθρώπου του και έπειτα εναντίον της φύσης. Στην ουσία πρόκειται για τη μεταφορά του ανταγωνισμού σε ένα άλλο επίπεδο. Αν αντιληφθούμε λοιπόν αυτή τη σχέση κοινωνίας- φύσης, τότε θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Αν θέλει ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει την οικολογική κρίση πρέπει πρώτα να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα.
Αφού λοιπόν κατά τον Μπούκτσιν τα οικολογικά προβλήματα είναι κοινωνικά προβλήματα, πρέπει να φροντίσουμε για την επίλυσή τους μέσω της πολιτικής αλλαγής. Ο Μπούκτσιν, σε πολιτικό επίπεδο, υποστηρίζει τον ελευθεριακό κοινοτισμό (libertarian municipalism). Παραθέτουμε ορισμό του ελευθεριακού κοινοτισμού έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο Μπούκτσιν: «Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι μια ολιστική προσέγγιση σε μια οικολογικά προσανατολισμένη οικονομία. Οι πολιτικές και οι συγκεκριμένες αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη γεωργία και τη βιομηχανική παραγωγή θα πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες σε άμεσες, πρόσωπο με πρόσωπο συνελεύσεις- με την ιδιότητά τους ως πολιτών, όχι ως εργατών, αγροτών ή επαγγελματιών, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα εναλλάσσονταν και οι ίδιοι στις παραγωγικές δραστηριότητές τους. (…) Αντί να εθνικοποιηθεί και να κολλεκτιβοποιηθεί η γη, τα εργοστάσια, τα εργαστήρια και τα κέντρα διανομής, μια οικολογική κοινότητα θα κοινοτικοποιήσει την οικονομία της και θα ενωθεί με άλλες κοινότητες ενσωματώνοντας τους πόρους της σε ένα περιφερειακό συνομοσπονδιακό σύστημα. Η γη, τα εργοστάσια και τα εργαστήρια θα ελέγχονται από λαϊκές συνελεύσεις ελεύθερων κοινοτήτων, όχι από το κράτος- έθνος ή από τους εργάτες- παραγωγούς, που ενδέχεται κάλλιστα να αναπτύξουν ένα ιδιοκτησιακό συμφέρον μέσα σ’ αυτά.»
Με λίγα λόγια, ο Μπούκτσιν υποστήριζε μια αμεσοδημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, η οποία όμως θα αποτελείται από μικρές κοινότητες. Ο ίδιος αντλούσε τις πολιτικές θεωρητικές του παραδοχές από την αντιεξουσιαστική- αναρχική παράδοση. Το 1999 όμως, στην ηλικία των 79 ετών αποφάσισε να μη χρησιμοποιεί πλέον τον όρο «αναρχισμός» για τη θεωρία του, και υιοθέτησε τον «κομμουναλισμό» (communalism), δίχως όμως να φαίνεται μια τόσο σαφής ιδεολογική στροφή στη θεωρία του.
Το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας
Το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Οικολογία (Institute for Social Ecology) ιδρύθηκε το 1974. Σκοπός του Ινστιτούτου είναι η διάδοση των αρχών της κοινωνικής οικολογίας έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τον Μπούκτσιν. Οι ιδρυτές του Ινστιτούτου ήταν ο ίδιος και ο ανθρωπολόγος Νταν Τσόντορκοφ (Daniel Chondorkoff).
Τα προηγούμενα χρόνια το Ινστιτούτο προσέφερε τη δυνατότητα για απόκτηση προπτυχιακού και μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην κοινωνική οικολογία. Αυτό γινόταν μέσω της συνεργασίας του με το κολέγιο του Μπέρλιγκτον. Επίσης το Ινστιτούτο προσέφερε δυνατότητα για παρακολούθηση μαθημάτων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (summer programs). Συγκεκριμένα περιλαμβάνονταν προγράμματα για οικολογικές κατασκευές και καλλιέργειες, θεωρία τεχνών και φυσικά ένα πρόγραμμα εισαγωγής στην φιλοσοφία του Bookchin. Στο παρελθόν έχουν διδάξει στο Ινστιτούτο ο Παύλος Σταυρόπουλος, η Janet Biehl, ο Brian Tokar, ο Matt Hern, η Cindy Milstein, η Chaia Heller, ο Peter Staudenmaier και πολλοί άλλοι.
Η φιλοσοφία του Ινστιτούτου στηρίζονταν στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. Κάθε βδομάδα γίνονταν γενική συνέλευση στην οποία συμμετείχαν με ίση ψήφο οι φοιτητές και οι φοιτήτριες των προγραμμάτων, οι καθηγητές/τριες, ο κηπουρός, οι μάγειρες και οι γραμματείς του Ινστιτούτου. Επίσης, οι φοιτητές/τριες ήταν υποχρεωμένοι να αφιερώνουν εβδομαδιαίως συγκεκριμένο αριθμό ωρών εργασίας σε καθαριότητες, καλλιέργειες και κατασκευές στο χώρο του Ινστιτούτου (αυτό ίσχυε και για τους/τις φοιτητές/τριες που συμμετείχαν στα θεωρητικά προγράμματα).
Επίσης, στα μαθήματα κυριαρχούσαν οι αρχές της ελευθεριακής εκπαίδευσης. Εξετάσεις δεν υπήρχαν, η προσέλευση δεν ήταν υποχρεωτική ούτε και παράδοση εργασιών. Η αίθουσα των μαθημάτων δεν είχαν θρανία, παρά μόνο καρέκλες, και στο πάτωμα ένα χοντρό χαλί για να μπορούν να βολεύονται οι ακροατές κατά το δοκούν. Όταν ο καιρός το επέτρεπε το μάθημα γινόταν έξω στο γρασίδι, κάτω από τη σκιά των δέντρων. Τα τελευταία χρόνια δε, το Ινστιτούτο στεγάζονταν σε μία καταπράσινη πλαγιά που περιτριγυρίζονταν από λίμνες στις οποίες μπορούσε κανείς να κολυμπήσει και με λίγη τύχη να συναντήσει κάποιο ελάφι. Οι περισσότεροι/ες εκ των φοιτητών/τριων φιλοξενούνταν σε καλύβες, μέσα στο δάσος, τις οποίες είχαν κατασκευάσει παλιοί/ές φοιτητές/τριες του Ινστιτούτου.
Από πέρυσι, αν και τυπικά η λειτουργία του δεν έχει τερματιστεί, το Ινστιτούτο υπολειτουργεί. Για την ακρίβεια η φάρμα που στεγαζόταν το Ινστιτούτο πουλήθηκε και η βιβλιοθήκη του (6.000 τόμοι) μεταφέρθηκε στο κολέγιο του Μπέρλιγκτον. Παρ’ όλα αυτά το Ινστιτούτο ανακοίνωσε ότι θα συνεχίζει να συνεργάζεται με το παραπάνω κολέγιο, όπως και με αυτό του Πρίσκοτ (Prescott) δίνοντας τη δυνατότητα για σπουδές. Το καλοκαίρι του 2006 το Ινστιτούτο έστειλε ανακοίνωση στους φίλους του η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής:
«Αυτό είναι το τέλος μιας εποχής για μας, και μια νέα αρχή για το Ινστιτούτο. Μετά από 31 χρόνια κατά τα οποία υλοποιούνταν προγράμματα στο χώρο του Ινστιτούτου, τόσο για πτυχιούχους, όσο και για μεταπτυχιακούς φοιτητές, τα ενεργά του μέλη έχουμε επαναεπιβεβαιώσει τις βασικές αρχές της κοινωνικής οικολογίας και έχουμε αρχίσει να διαμορφώνουμε τα σχέδιά μας για το μέλλον. Θα συνεχίσουμε την εκπαιδευτική μας αποστολή με στόχο την οικολογική κοινωνία. Επίσης θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε συναρπαστικούς νέους τρόπους για να φέρουμε την κοινωνική οικολογία στις τρέχουσες δημόσιες διαμάχες. Το Ινστιτούτο παραμένει πιστό στην κεντρική σημασία ενός αντιεξουσιαστικού, οικολογικού και ουτοπικού οράματος για τον καιρό μας. Επιζητούμε να υλοποιήσουμε την άμεση δημοκρατία στις κοινότητές μας και να θεμελιώσουμε την πρακτική μας εργασία σε ένα συνεκτικό σώμα από πολιτικές, οικολογικές και ηθικές αρχές.»
Το Πρόγραμμα για τον Κομμουναλισμό
Το 1998 ιδρύθηκε η ομάδα Demokratisk Alternativ (Εναλλακτική Δημοκρατία) από ελευθεριακούς σοσιαλιστές και κοινωνικούς οικολόγους της Βόρειας Ευρώπης. Σε διακήρυξη που εξέδωσε η ομάδα το 1998 και το 2000 υποστήριξε ότι ασπάζεται το πρόταγμα του κομμουναλισμού, ειδικά έτσι όπως διαμορφώθηκε από τον Μπούκτσιν. Η διακήρυξη αυτή κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση, στα νορβηγικά και τα αγγλικά.
Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό με το όνομα Κομμουναλισμός (Communalism).[20] Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού υπήρξε και ο ίδιος ο Μπούκτσιν. Στο περιοδικό αυτό μπορεί να βρει κανείς άρθρα για τον κομμουναλισμό στα αγγλικά και μεταφράσεις στα νορβηγικά, σουηδικά, ισπανικά, τουρκικά και λίαν συντόμως στα ελληνικά.
Το καλοκαίρι του 2006 το σκανδιναβικό Κέντρο για την Κοινωνική Οικολογία (Center for Social Ecology) οργάνωσε συνάντηση κομμουναλιστών σε φάρμα στο Τέλεμαρκ (Telemark) της Νορβηγίας που είχε διάρκεια 9 ημερών (28 Ιουλίου με 6 Αυγούστου). Οι συμμετέχοντες προέρχονταν από τη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Φιλανδία, την Αγγλία, τη Χιλή και την Τουρκία.
Η συνάντηση είχε τον τίτλο Κοινωνική Οικολογία και Κομμουναλισμός και υπήρχαν τρεις άξονες για συζήτηση: κοινοτιστικές πολιτικές, οικολογικός σχεδιασμός και θεωρία της κοινωνικής οικολογίας. Η είδηση του θανάτου του Μπούκτσιν (που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνάντησης) έδωσε την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να μιλήσουν περισσότερο για τον ίδιο και το έργο του. Οι διοργανωτές ανακοίνωσαν ότι η συνάντηση αυτή θα επαναληφθεί και τον επόμενο χρόνο (το καλοκαίρι του 2007).
Η σημασία του έργου του
Αν και θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την αποτίμηση του έργου του Μπούκτσιν θα μπούμε στον πειρασμό να κάνουμε μερικά σύντομα σχόλια. Ο Μπούκτσιν ανανέωσε την αναμφίβολα φτωχή σκέψη της αντιεξουσιαστικής θεωρίας. Κατάφερε να μπολιάσει την πολιτική που πρέσβευε με την οικολογική σκέψη με ποιο αποτελεσματικό τρόπο από αυτόν των μαρξιστών, προσφέροντας ζωή στον αναρχισμό που αργοπέθαινε λόγω της έλλειψης προοπτικών εξέλιξης. Αν και δεν έφερε κάποια κοινωνική αλλαγή, έστησε τα θεμέλια για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης του ελευθεριακού προτάγματος, δίνοντας ελπίδες για πραγματικές αλλαγές. Έτσι, ο αναρχισμός που δεν έτυχε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα επαρκούς θεωρητικής επεξεργασίας, μετά τον Μπούκτσιν, έγινε όχι μόνο γοητευτικός σε ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και επίκαιρος. Αν οι αντιεξουσιαστές/ αναρχικοί φρόντιζαν να χρησιμοποιούν περισσότερο τα γραπτά του Μπούκτσιν από αυτά των κλασικών αναρχικών, σαν του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, ή από νεόκοπους, σαν του Ζέρζαν (John Zerzan), τότε πιθανότατα θα έκαναν ευρύτερα γνωστή και αποδεκτή τη θεωρία τους. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα θεώρησαν ότι είναι πιο χρήσιμο να προβάλλουν δημοφιλείς προσωπικότητες (Τσόμσκι) αντί για δημοφιλείς θεωρίες (κοινωνική οικολογία).
Είναι αναμφίβολο ότι η κοινωνική οικολογία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μιας πολιτικής-οικολογικής ηθικής. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει έρθουν κοντύτερα ακόμα και εκείνες οι τάσεις για τις οποίες ο Μπούκτσιν υποστήριζε ότι τις χωρίζει ένα αγεφύρωτο χάσμα.
**Πρώτη δημοσίευση στην Ελλάδα, περιοδικό ¨Δημοκρατία και Φύση¨ τεύχος 1, Μάρτιος 1996.
1. L. Susan Brown, The Politics of Individualism, Montreal, Black Rose Books, 1993, σελ. 12. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια των ελευθεριακών απόψεων της Brown. Θεωρεί τον εαυτό της αναρχοκομμουνίστρια, πράγμα που κάνω κι εγώ. Δεν κάνει όμως καμία προσπάθεια να εναρμονίσει τις ατομικιστικές της απόψεις με οποιαδήποτε μορφή κομμουνισμού. Τόσο ο Μπακούνιν όσο κι ο Κροπότκιν θα είχαν σοβαρές αντιρρήσεις για τη διατύπωσή της σχετικά με το τι συνιστά μια «ομάδα», ενώ η Μάργκαρετ Θάτσερ, καθαρά για δικούς της λόγους, θα μπορούσε να είναι ικανοποιημένη με αυτήν, μιας και είναι παραπλήσια με διαβόητη δήλωση της βρετανίδας πρωθυπουργού, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα. Φυσικά, ούτε η Brown είναι θατσερική, ούτε η Θάτσερ αναρχική. Ανεξάρτητα όμως από το πόσο διαφορετικές μπορεί να είναι με άλλα θέματα, έχουν και οι δύο θεωρητικές καταβολές από τον κλασικό φιλελευθερισμό, που κάνουν δυνατή την κοινή τους κατάφαση περί της «αυτονομίας» του ατόμου. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι τόσο οι ιδέες του Μπακούνιν και του Κροπότκιν όσο και οι δικές μου δεν αναλύονται σε βάθος στο βιβλίο της (σελ. 156-162) και ότι οι αναφορές της σ’ αυτές χαρακτηρίζονται από σοβαρές ανακρίβειες.
2 Οι φιλελεύθεροι δεν ήταν πάντα σύμφωνοι μεταξύ τους ούτε έμειναν σταθεροί σε σαφώς συνεπή δόγματα. Ο Mill, ένας ελεύθερος στοχαστής, ανθρωπιστής και ωφελιμιστής, εκδήλωσε στην πραγματικότητα ένα μέτρο συμπάθειας για το σοσιαλισμό. Δεν ξεχωρίζω εδώ κανένα συγκεκριμένο φιλελεύθερο θεωρητικό, είτε αυτός είναι ο Mill είτε ο Άνταμ Σμίθ είτε ο Friedrich Hayek. Ο/Η καθένας/καθεμία είχε την ατομική του/της εκκεντρικότητα ή τον προσωπικό του/της τρόπο σκέψης. Αναφέρομαι στο σύνολο του παραδοσιακού φιλελευθερισμού, του οποίου τα γενικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν μια πίστη στους «νόμους» της αγοράς και του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Ο Μαρξ με κανέναν τρόπο δεν έμεινε ανεπηρέαστος από αυτή την επίδραση: κι αυτός προσπάθησε αδυσώπητα να ανακαλύψει κοινωνικούς «νόμους», όπως ο Charles Fourier.
3 Bλ. Kropotikin, «Anarchism», το περίφημο άρθρο στην Encyclopaedia Britannica, που έγινε μια από τις πιο πολυδιαβασμένες του δουλειές. Εκδόμενο στο R.N. Baldwin, Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings, by Peter Kropotkin, New York, Vanguard Press, 1927 – Επανέκδοση Dover, 1970.
4 Ποτέ δε θεώρησα την κλασική αθηναϊκή δημοκρατία ως «μονέλο» ή ως «ιδανικό» που θα έπρεπε να διατηρηθεί σε μια ορθολογική κοινωνία. Έχω εκτενώς αναφερθεί στην Αθήνα με θαυμασμό, για ένα λόγο: η πόλις στα χρόνια του Περικλή μας παρείχε μια εντυπωσιακή απόδειξη ότι συγκεκριμένοι θεσμοί όπως διαμόρφωση πολιτικής από μια συνέλευση, κυκλικότητα και περιορισμός των δημόσιων αξιωμάτων και άμυνα από μη επαγγελματικοποιημένο σώμα πολιτών μπορούν να υπάρξουν. Ο κόσμος της Μεσογείου στον 5ο αιώνα π.Χ. βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη μοναρχική εξουσία και σε καταπιεστικά έθιμα. Το ότι όλες οι κοινωνίες της Μεσογείου χαρακτηρίζονταν από πατριαρχία, δουλεία και το κράτος (συνήθως σε ολοκληρωτική μορφή) κάνει την αθηναϊκή εμπειρία περισσότερο αξιοθαύμαστη γι’ αυτό που μοναδικά εισήγαγε στην κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένου και ενός άγνωστου μέχρι τότε βαθμού ελεύθερης έκφρασης. Θα ήταν αφελές να υποθέσει κανείς/μια ότι η Αθήνα μπορούσε να υπερβεί τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονής της αρχαίας εποχής, τα οποία εμείς τώρα, ύστερα από 2.400 χρόνια, έχουμε το προνόμιο να κρίνουμε ως άσχημα και απάνθρωπα. Δυστυχώς, σήμερα, αρκετοί/ες είναι πρόθυμοι/ες να κρίνουν το παρελθόν σύμφωνα με το παρόν.
5 Peter Marshall, Demanding the Impossible: A History of Anarchism, London, Harper Collins, 1992, σελ.22.
6 Barbara Epstein, Political Protest and Cultural Revolution: New Violent Direct Action in the 1970’s and 1980’s, Berkeley, University of California Press, 1991, ειδικά τις σελ. 59, 78, 89, 94-95, 167-168, 177. Αν και διαφωνώ με μερικά από τα στοιχεία και τα συμπεράσματα στο βιβλίο της – με βάση τόσο την προσωπική μου εμπειρία όσο και τη γενικότερη γνώση σχετικά με τη Clamshell Alliance – , η Epsteine παρουσιάζει παραστατικά την αποτυχία της ομοφωνίας σ’ αυτό το κίνημα.
7 Η συσχέτιση του «χάους», του «νομαδισμού» και της «πολιτιστικής τρομοκρατίας» με την «οντολογική αναρχία» (σαν να μην είχε μετατρέψει η αστική τάξη τέτοιες φαιδρότητες σε μια «βιομηχανία έκστασης» στις Η.Π.Α.) αναλύεται εξολοκ΄ληρου στο βιβλίο του Hakim Bay (επίσης γνωστού ως Peter Lamborn Wilson) T.A.Z.: The Temporary Autonomous Zone, New York, Automedia, 1985. Η γιάπικη έκδοση Whole Earth Review υμνεί αυτό το φυλλάδιο ως το πιο πολυδιαβασμένο και με τη μεγαλύτερη επιρροή «μανιφέστο» της αμερικανικής νεολαίας της αντικουλτούρας, επισημαίνοντας επιδοκιμαστικά ότι έιναι ευτυχώς απαλλαγμένο από συμβατικές αναρχικές επιθέσεις ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτού του είδους τα απομεινάρια από τη δεκαετία του 1960 αντηχούνται με τη μία ή την άλλη μορφή από τα περισσότερα αναρχικά έντυπα που κάνουν τον προαγωγό στους νέους, οι οποίοι δεν έχουν ακόμα κάνει «τα γλέντια τους, πριν έρθει η ώρα να μεγαλώσουν» (ένα σχόλιο που άκουσα , χρόνια μετά, από ακτιβιστές μαθητές στο Παρίσι το 1968)και γίνουν μεσίτες και λογιστές.
Για μια «εκστατική εμπειρία», όπως μαθαίω, οι επισκέπτες στη Lower East Side στη Να Υόρκη μπορούν να δειπνήσουν στο Αναρχικό Café. Εκεί προσφέρεται καλό δείπνο από ένα ακριβό μενού, μια αναπαραγωγή της τοιχογραφίας The Fourth Estate στον τοίχο, ίσως για να βοηθά στη χώνεψη, και ένας μετρ για να ικανοποιεί τους γιάπις πελάτες. Δεν γνωρίζω εάν πωλούνται τα γραπτά του Guy Debord, του Raoul Vaneigem, του Fredy Pearlam και του Hakim Bay ή εάν διατίθενται αντίτυπα των περιοδικώ Anarch: A Journal of Desire Armed, The Fifth Estate και Demolition Derby, αλλά ευτυχώς υπάρχουν αρκετά εξωτικά βιβλιοπωλεία εκεί κοντά όπου μπορεί να τα αγοράσει κανείς/καμιά.
8 The American Heritage Dictionary of the English Language, Boston, Houghton Mifflin Co., 1978.
9 Η ιστορία δεν προσφέρει κανένα «πρότυπο» για τον ελευθεριακό κοινοτισμό, είτε αυτό είναι η Αθήνα του Περικλή ή κάποια φυλή, κάποιο χωριό ή πόλη ή ένα κοινόβιο των χιπις ή ένα βουδιστικό μοναστήρι. Ούτε αποτελεί πρότυπο η «ομάδα συγγένειας» (affinity group) – οι ισπανοί αναρχικοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο ως ισοδύναμο της «ομάδας δράσης» (action group), για να αναφερθούν σε μια οργανωτική δομή της FAI και όχι στη θεσμική βάση μιας ελευθεριακής κοινωνίας.
10 Μια λεπτομερή συζήτηση των διαφορών ανάμεσα στον κοινωνικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους σχετιζόμαστε για την επίτευξη προσωπικών και οικονομικών σκοπών, το δημόσιο ή πολιτικό χώρο και το κράτος σ’ όλες του τις μορφές και τις εξελίξεις μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο μου Urbanization Without Cities, 1987, Montreal, Black Rose Books, 1192.
11 Θα πρέπει να τονίσω ότι δεν αντιπαραθέτω την κομμουναλιστική δημοκρατία με επιχειρήσεις όπως κοοπερατίβες, λαϊκές κλινικές, κομμούνες κ.τ.λ. Δε θα πρέπει όμως να υπάρχει καμία ψευδαίσθηση ότι τέτοιες επιχειρήσεις αποτελούν κάτι περισσότερο από ασκήσεις στο λαϊκό έλεγχο και τρόπους να προσεγγίσουν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλο μέσα σε μια υψηλού βαθμού εξατομικευμένη κοινωνία. Καμιά κοοπερατίβα τροφίμων δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις γιγαντιαίες αγορές τροφίμων στο πλαίσιο του καπιταλισμού και καμιά κλινική δεν μπορεί να αντικαταστήσει εργοστάσια ή βιομηχανίες. Θα πρέπει να παρατηρήσω ότι οι ισπανοί αναρχικοί, σχεδόν από την αρχή τους, αντιλήφθηκαν σε όλο τους το μέγεθος τα όρια του κοοπερατιβιστικού κινήματος στα 1880, όταν τέτοια κινήματα ήταν στην πραγματικότητα πιο εφικτά από όσο σήμερα και διαχωρίστηκαν προγραμματικά από τον κοοπερατιβισμό.
12 Για τον Bakunin, «οι άνθρωποι έχουν έναν υγιή, πρακτικό κοινό νου, όταν πρόκειται για υποθέσεις της κοινότητάς τους. Είναι πολύ καλά ενημερωμένοι και ξέρουν πώς να εκλέξουν ανάμεσά τους τους/τις πιο άξιους/ες για τα δημόσια αξιώματα. Γι’ αυτό το λόγο οι κοινοτικές εκλογές αντανακλούν πάντα κατά τον καλύτερο τρόπο την πραγματική θέση και θέληση του λαού». Bakunin on Anarchy, Sam Dolgoff, New York, Alfred A. Knopf, 1972, σελ. 233. Επανέκδοση, Black Rose Books Montreal. Έχω παραλείψει τις απεχθείς παρεμβολές που πρόσθεσε ο Dolgoff για να «τροποποιήσει» το νόημα των λόγων του Bakunin. Θα ήταν ίσως καλό να παρατηρήσουμε ότι ο αναρχισμός ήταν περισσότερο πλαστικός κι ευέλικτος τον προηγούμενο αιώνα απ’ όσο είναι σήμερα.
πηγη:http://eleftheriakos.gr/node/350