Μια εκατό χιλιάδες εκκενώσεις. Συνεχίζουν να επιτίθενται, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, δίχως να αισθάνονται καν την ανάγκη να δικαιολογηθούν πια. Θα μπορούσαν να φυτέψουν χίλια δυο κατά την εισβολή τους στις καταλήψεις, όμως θεωρούν πως η κοινωνία έχει εκφασιστεί τόσο, που δεν χρειάζεται. Και πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αδιαφορεί πλήρως, κι ένα άλλο, μικρότερο, χειροκροτεί την αστυνομοκρατία, αφού «τηρείται το γράμμα του νόμου».
Αυτή τη στιγμή, είτε θα περιοριστούμε στο να κράζουμε Κράτος και «μικροαστούς», ή θα αναζητήσουμε τα δικά μας λάθη, αυτά τα οποία δεν άνοιξαν τις καταλήψεις και το χώρο γενικότερα σε μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας.
Πολλές φορές παρατηρήθηκαν ανταγωνισμοί μεταξύ συλλογικοτήτων, μικρότητες που δεν ταιριάζουν σε καμία περίπτωση σε ομάδες ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως ελευθεριακές. Με την ευθύνη όλων, ο χώρος κινήθηκε μέχρι σήμερα κατακερματισμένος σε πολλά μικρά κομματάκια, τα οποία είτε δεν κατάφερναν να συνυπάρξουν, είτε ακόμη και εχθρεύονταν το ένα το άλλο. Το φαινόμενο αυτό είναι απόρροια κυρίως του σχηματισμού κάποιων πυρήνων που ιδιοποιουνταν κατειλημμένους χώρους, θεωρώντας τους στην πράξη όχι ελεύθερους χώρους, αλλά τσιφλίκι μιας κλειστής παρέας. Αδιαφορία για την απεύθυνση στη γειτονιά ή την πόλη, αδυναμία λειτουργίας ως συλλογικό υποκείμενο με αντανακλαστικά, απουσία τακτικής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλες συλλογικότητες και καταλήψεις, ο αναρχικός χώρος βαδίζει, βάζοντας συνεχώς τρικλοποδιές στον εαυτό του.
Αντί να δημιουργήσουμε τα ανοιχτά αυτά πλαίσια που θα αναδείξουν την εκρηκτική φαντασία και τις εξαιρετικές πνευματικές/μαχητικές ικανότητες που υπάρχουν στο χώρο, κάνουμε ότι μπορούμε ώστε να τις θάψουμε μέσα στη γενικευμένη μετριότητα. Ακολουθούμε τα χτυπήματα του Κράτους, περιορίζοντας τη δράση μας σε αναποτελεσματικές “απαντήσεις”, παίζουμε με τους όρους που θέτει η εξουσία και η Αριστερά, ακολουθώντας την παράδοση της βέβαιης ήττας.
Σύντροφοι/ισσες, η λυσσασμένη καταστολή θα πρέπει ν’ αποτελέσει το σημείο μηδέν του χώρου. Να συνειδητοποιήσουμε ως αναρχικοί/ές και ως καταπιεσμένοι αυτού του τόπου, πως δεν έχουμε τίποτε πια να χάσουμε, πως πρέπει να προσαρμόσουμε τη σκέψη και την πρακτική μας στο στόχο μας, όχι ώστε να προσφέρουμε θέαμα ή κι άλλους συντρόφους/ισσες στα κελιά, αλλά ωστε να επιτεθούμε αποτελεσματικά στο Κράτος και τους μηχανισμούς του, την άρχουσα τάξη και τα δουλικά της. Αποφασισμένοι να τα δώσουμε ΟΛΑ, αποφασιμένοι να κερδίσουμε ή να χασουμε, και όχι καταδικασμένοι στην καρμανιόλα των εξουσιαστών.
Σύντροφοι/ισσες στην Πάτρα και στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, στη Χιλή και την Κολομβία, στην Τουρκία και την Ισπανία, ήρθε επιτέλους η ώρα για μια μάχη που πράγματι θα είναι ΜΑΧΗ, και όχι φούμαρα γραμμένα στο χαρτί και σε τοίχο. Μάχη που θα διαχύσει τα προτάγματα μας στους δρόμους.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΡΕ!