Ηχθεσινή δίκη του συντροφου Τάσου Θεοφίλου αναλώθηκε σε ενστάσεις της υπεράσπισης, οι οποιες απορρίφθηκαν επιδεικτικά από την έδρα. Η δίκη θα συνεχιστεί την Τετάρτη 20 Νοεμβρίου
απο:https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1501463
Η εισαγγελέας Οικονόμου αναφέρθηκε και πάλι στο 18μηνο, το οποίο λήγει στις αρχές Φλεβάρη, και υποστήριξε ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις από τη δικονομική διάταξη, λόγω κινδύνου παραγραφής. Η άποψη της εισαγγελέα για εξαιρέσεις προκάλεσε αίσθηση, γιατί εξαιρέσεις από την υποχρέωση του δικαστηρίου να αναβάλει τη δίκη σε περίπτωση αποχής των συνηγόρων δεν προβλέπονται. Η αναβολή είναι υποχρεωτική.
Οι συνήγοροι δευτερολόγησαν, απαντώντας στην πρόταση της εισαγγελέα. Ο Κ. Παπαδάκης θύμισε ότι δεν προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 349 του ΚΠΔ εξαίρεση στις περιπτώσεις λήξης του 18μηνου, ενώ με την επιμονή της στο 18μηνο η εισαγγελέας θεωρεί a priori ένοχο τον Θεοφίλου. Η Α. Παπαρρούσου δήλωσε ότι η πρόταση της εισαγγελέα αποπνέει ένα κυνισμό. Δεν σας ενδιαφέρει η αναζήτηση της αλήθειας, μιλάτε μόνο για το 18μηνο, αλλά δεν μιλάτε για όλα τ’ άλλα που έχουν παρεισφρύσει, τόνισε.
Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ανάκλησης της απόφασης, λέγοντας απλά ότι δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης. Ετσι, τσαλαπάτησε για δεύτερη φορά ένα σαφή δικονομικό κανόνα, επιβεβαιώνοντας το πρώτο σχόλιό μας για ξέχειλη προκατάληψη με την οποία άρχισε αυτή η δίκη. Αυτό το πρώτο δείγμα γραφής δείχνει ότι ο Τ. Θεοφίλου δικάζεται ως πολιτικός αντίπαλος του συστήματος και όχι ως κοινός κατηγορούμενος.
Ακολούθησε η δεύτερη ένσταση από τον Κ.Παπαδάκη για αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, επειδή τα αδικήματα είναι πολιτικά και πρέπει να δικαστούν από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα. Ο συνήγορος τόνισε ότι νομοθετικός ορισμός για το πολιτικό έγκλημα δεν έχει διατυπωθεί, ενώ στην Ελλάδα, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, εφαρμόζεται η αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα, την οποία απορρίπτει η πλειοψηφία των θεωρητικών. Το θέμα του ορισμού του πολιτικού εγκλήματος έγινε επίκαιρο με αφορμή τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν στις δίκες της 17Ν και του ΕΛΑ, στις οποίες εφαρμόστηκε η αντικειμενική θεωρία και έκτοτε παγιώθηκε στη νομολογία η εφαρμογή αυτής της θεωρίας, που δε θεωρεί αρκετό το κίνητρο του δράστη προκειμένου να χαρακτηριστεί η αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη ως πολιτικό έγκλημα.
Ο Σ. Φυτράκης σχολίασε αρνητικά την κρατούσα θεωρία, δηλαδή τη στενή αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία πολιτικό έγκλημα είναι μόνο η 21η Απρίλη του 1967, έγκλημα που χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο, γιατί διαφορετικά θα συλλαμβανόταν και ο μισός Αρειος Πάγος. Μ’ αυτά που είπε ο Α. Παπανδρέου το 1978, όταν ψηφιζόταν ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος, έκανε την καλύτερη υπεράσπιση του πολιτικού εγκλήματος, άλλο αν τα ξέχασε όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, τόνισε ο συνήγορος. Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο εντολέας μου, κατέληξε ο Σ. Φυτράκης, είναι πολιτικά και πρέπει να εκδικαστούν από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Η Α. Παπαρρούσου έκανε μια ιστορική αναδρομή στην αντιμετώπιση του πολιτικού αδικήματος. Το 1947 είχαμε το νόμο 509 που ήταν νόμος δίωξης των κομμουνιστών. Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από τον 509 κατέδειξε την ευθεία αναλογία ανάμεσα σ’ εκείνο το νόμο 509 και το περιβόητο 187Α (περί τρομοκρατίας). Είναι σωστή η ένσταση και τη στηρίζω, μολονότι δεν βλέπω να έχει καμία τύχη, κατέληξε η συνήγορος.
Η εισαγγελέας τοποθετήθηκε με βάση την παγιωμένη «τετράγωνη» λογική: ναι μεν έχουμε την κατηγορία της ανθρωποκτονίας που εκδικάζεται από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, αλλά έχουμε και το 187Α και γι’ αυτό το δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση!
Οι συνήγοροι δευτερολόγησαν, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της εισαγγελέα. Ο Σ. Φυτράκης διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά «Τα ορκωτά δικαστήρια», που εν έτει 1929 υμνούσε τον πολιτικό αδικηματία και τα ευγενή του κίνητρα.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε για διάσκεψη και όταν επανήλθε ο πρόεδρος ανακοίνωσε την απόρριψη της ένστασης.
Η επόμενη ένσταση υποβλήθηκε από την Α. Παπαρρρούσου (τη στήριξαν και οι άλλοι συνήγοροι) και αφορούσε την ακυρότητα του βουλεύματος. Οπως ανέλυσε η συνήγορος, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του συντάγματος «κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 139 του ΚΠΔ, «οι αποφάσεις και τα βουλεύματα καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούν ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται. Μόνο η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία. Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις». Το συγκεκριμένο βούλευμα είναι εντελώς αόριστο, ενώ το μόνο στοιχείο που έχει εισαχθεί στο βούλευμα είναι το περιβόητο DNA, από υλικό που πάρθηκε υποτίθεται από ένα καπέλο που βρέθηκε στην τράπεζα που έγινε η ληστεία. Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν η Α. Παπαρρούσου και οι άλλοι συνήγοροι ήταν ιδιαίτερα αναλυτική και εμπεριστατωμένη, είναι όμως δύσκολο να μεταφερθεί σ’ ένα ρεπορτάζ.
Η εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της ένστασης, με το επιχείρημα ότι το βούλευμα είναι αμετάκλητο και το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν οι συνήγοροι ήταν να προσφύγουν στον Αρειο Πάγο. Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση των συνηγόρων υπεράσπισης, οι οποίοι εκτός των άλλων υπενθύμισαν ότι υπάρχει και το άρθρο 321 του ΚΠΔ για το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης.
Μολονότι η πολιτική αγωγή παρίσταται μόνο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, για την ένσταση αυτή πήρε το λόγο (στις δυο προηγούμενες ενστάσεις συντάχθηκε προκαταβολικά με τις αποφάσεις του δικαστηρίου!) και διέπραξε το ατόπημα να τοποθετηθεί και για τα αδικήματα του 187Α και να κάνει υποδείξεις στους συνηγόρους υπεράσπισης. Κατά την άποψή της, το βούλευμα είναι πολύ συγκεκριμένο και όποια λάθη έχουν τυχόν παρεισφύσει θα διορθωθούν από το δικαστήριο! Οι συνήγοροι υπεράσπισης θύμισαν στους συνηγόρους πολιτικής αγωγή, αλλά και στον πρόεδρο του δικαστηρίου Μ. Χατζηαθανασίου, ότι η πολιτική αγωγή δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει για την κατηγορία του 187Α. Ηταν υποχρέωση του προέδρου, όταν οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής άρχισαν να επεκτείνονται στα ζητήματα του 187Α, να τους αφαιρέσει το λόγο.
Το δικαστήριο απέρριψε και αυτή την ένσταση.
Η Α. Παπαρρούσου υπέβαλε στη συνέχεια ένσταση αναβολής, σύμφωνα με το άρθρο 59 του ΚΠΔ, την οποία στήριξαν και οι Σ. Φυτράκης και Κ. Παπαδάκης. Η επιχειρηματολογία ήταν και πάλι πλούσια και νομικά εμπεριστατωμένη, στηριζόμενη στο πραγματικό γεγονός ότι στη δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού εκδικάζεται η υπόθεση του βουλεύματος 209, με έγγραφα του οποίου παραπέμπεται ο Τ. Θεοφίλου. Γι’ αυτό και η δίκη του πρέπει να αναβληθεί μέχρι να τελειώσει η εν εξελίξει δίκη. Ο Κ. Παπαδάκης, αφού πρώτα στήριξε αναλυτικά την ένσταση αναβολής, έθεσε επικουρικά και ζήτημα διαχωρισμού των δύο υποθέσεων και συνέχισης της δίκης μόνο για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, στην περίπτωση που το δικαστήριο απορρίψει την ένσταση για αναβολή.
Η εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθεί τόσο το κύριο αίτημα της αναβολής όσο και το επικουρικό.
Το δικαστήριο επιφυλάχτηκε ν’ αποφασίσει και διέκοψε για την Τετάρτη 20 Νοέμβρη, στις 9:30 το πρωί, στην αίθουσα Δ70Ε, στον 1ο όροφο του Εφετείου.