Κείμενο της εκδήλωσης που διοργάνωσε η ΕΣΕ Ιωαννίνων στον Α.ΚΟΙ.Χ.Ι. στις 24/11 με θέμα: Η γενική απεργία ως μέσο πάλης στη σημερινή συγκυρία: μια αποτίμηση των κινητοποιήσεων του προηγούμενου διαστήματος.
φωτογραφια απο την αφισα καλεσμα
Κατα την διαρκεια του Οκτωβρίου και με αφορμή την κύρηξη γενικής απεργίας στις 6 Νοέμβρη, αισθανθήκαμε την ανάγκη να μιλήσουμε για το ξέφτισμα των απεργιών το τελευταίο διάστημα, να μελετήσουμε τις επιπτώσεις τους, θετικές ή αρνητικές, στο κίνημα, να διερευνήσουμε το βαθμό επιρροής τους στους αγώνες της εποχής μας. Είναι γεγονός πως η δική μας συνέλευση, θα ήταν δύσκολο να μην επηρεαστεί απο την ύφεση που ακολούθησε των κύκλο κινητοποιήσεων των προηγούμενων χρόνων. Η ΕΣΕ βρέθηκε στους δρόμους, τις απεργιακές πορείες, τους αποκλεισμούς και τις συνελεύσεις, με την ουσιαστική βοήθεια δεκάδων συντρόφων και συντροφισσών, αλλά και απλών εργαζόμενων που δεν καταγράφονται ως παρουσίες στον ευρύτερο ριζοσπαστικό χώρο της πόλης, οι οποίοι στήριξαν πρωτοβουλίες ή καλέσματα, αμύνθηκαν στις δυνάμεις καταστολής, ξεπάγιασαν απ’ το κρύο στις περιφρουρήσεις της ΒΙΠΕ. Το κεντρικό σημείο της ανάλυσής μας απο το 2009 οπου δημιουργηθήκαμε, ήταν και παρέμεινε καθ΄όλη αυτή την περίοδο η κομβικότητα της εργασίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ανάγκη ξεπεράσματος του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού με δημιουργία και ομοσπονδιοποίηση σωματείων βάσης και η καλλιέργεια εκείνων των συνθηκών που θα επέτρεπαν την πραγματοποίηση μιας γενικής απεργίας διαρκείας, που θα παρέλυε την παραγωγή και θα αποτελούσε ενδεχομένως, ειδικά εν μέσω της συστημικής κρίσης, την πιο αποτελεσματική επιλογή για την ανάσχεση της λυσσαλέας επίθεσης κρατους και αφεντικών. Προσπαθήσαμε κι εμείς-όπως άλλωστε κι άλλοι- να βρεθούμε σε κάθε απεργία που καλούνταν απο την ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, να εμπλέξουμε όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαμε στις διαδικασίες και και πορείες που διοργανώνονταν, να δράσουμε προπαγανδιστικά αλλα και ουσιαστικά για την ανάδειξη εν τέλει του κεντρικού διακυβεύματος της ανατροπής των μέτρων. Βρισκόμενοι λοιπόν στο σήμερα, αναρωτηθήκαμε για τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω, αλλά κυρίως για τον λόγο με τον οποίον θα καλούσαμε ξανά τον κόσμο σε συμμέτοχη στην τελευταία απεργία. Τώρα που οι χιλιάδες έχουν ξαναγυρίσει στον καναπέ, που οι αγανακτισμένοι δεν ανταποκρίνονται στα διαδικτυακά καλέσματα για να πλυμμηρίσουν τις πλατείες και να “ξυπνήσουν”, τώρα που ακόμη και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα έχουν χάσει την θεσμική λάμψη τους. Πως καλούμε λοιπόν ξανά κι εμείς σε μια τέτοια απεργία, που δεν έχει καμία ελπίδα ούτε να είναι μαζική, ούτε να έχει δυναμισμό πόσο μάλλον μια πιθανότητα να ανατρέψει έστω ένα μέτρο;
Τόσο πρίν, όσο και κατα την διάρκεια της κρίσης, η μεθοδολογία με την οποία καλούνταν οι γενικές απεργίες,είχε κυρίως δυο χαρακτηριστικά, εντοπισμένα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ: την εκτόνωση και τον εργοδοτικό χαρακτήρα της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Οι γενικές απεργίες καλούνταν “από τα πάνω” και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των απεργών, δεν έβαζαν ζητήματα διάρκειας και οργανωτικού βάθους, χειραγωγούσαν τους εργατικούς αγώνες και εκτόνωναν τη “διάθεση του κόσμου”. Απο την άλλη όχθη, οι πολιτικοποιημένοι συνδικαλιστές του ευρύτερου ριζοσπαστικού χώρου, προέτασσαν τους ακηδεμόνευτους αγώνες και το σύνθημα της γενικής απεργίας διαρκείας. Η επιλογή αυτού του συνθήματος μοιάζει να ήταν το μοναδικό που μπόρεσε στοιχειωδώς να επεξεργαστεί το κίνημα εν μέσω ραγδαίων εξελίξεων, χωρίς όμως να προσδιοριστεί η αφηρημένη του εννοιολόγηση. Κι αυτό γιατί εστιάζει μόνο στα “γενικά” χαρακτηριστικά της γενικής απεργίας και όχι στο συγκεκριμένο ρόλο της σε κάθε κύκλο κινητοποιήσεων, γιατί υποθέτει μια τελείως γραμμική σχέση μεταξύ της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και “των-από-κάτω” και γιατί συνηθίζει να παραβλέπει (ή να προσπερνά έντεχνα) τις αδυναμίες του κινήματος να θέσει με αυτόνομους πολιτικούς όρους το ζήτημα της γενικής απεργίας. Ύπάρχουν διάφοροι παράγοντες που καθορίζουν απλά και μόνο την διεξαγωγή μια γενικής απεργίας. Παραδείγματος χάριν, η διάθεση του κόσμου και η επιρροή που ασκεί πάνω της ο προπαγανδιστικός μηχανισμος(ΜΜΕ) αλλά και η στρατηγική των ρεφορμιστικών συνδικάτων. Η χειραγωγική εμβέλεια της ΓΣΣΕ/ΑΔΕΔΥ, ή πιο απλά, το κατα πόσο εκπροσωπεί πραγματικές εργατικές κοινότητες για να τις χειραγωγήσει. Η “δουλειά βάσης” πρίν την απεργία ή την κύρηξή της, η οργάνωση ουσιαστικών όρων για την συμμετοχή των εργαζομένων. Η αδυναμία του κινήματος να θέσει στρατηγική βάθους στους εργασιακούς χώρους, πόσω μάλλον να μιλήσει για απεργία διαρκείας με υλικούς όρους. Η αντικειμενική διαπίστωση οτι μια απεργία που καλείται εν μέσω κινηματικών διεργασίων είναι πολύ διαφορετική, αλλά όχι απαραιτήτως πιο ριζοσπαστική, απο τις απεργίες που καλούνται εν απουσία κινήματος. Προφανώς δεν έχουμε καμια “ολοκληρωμένη θεωρία” πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Το μόνο που θέλουμε είναι να τα μοιραστούμε σε μια συζήτηση περισσότερο αυτοκριτικής κι όχι έξω απο τον χορό.
Υπάρχει αναμφισβήτητα μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα απογοήτευσης η οποία ήταν ιδιαιτέρως αισθητή στις κινητοποιήσεις του τελευταίου χρόνου. Η φράση “δεν γίνεται τίποτα” κυριαρχεί ακόμη και στις τάξεις των σταθερά εδώ και χρόνια αγωνιζόμενων. Φυσικά είναι γνωστό ότι η απογοήτευση αυτή δεν εμφανίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότερες γενικές απεργίες καλούνταν εν όψει των νέων – κάθε φορά – μέτρων και κατά κανόνα κορυφώνονταν κατά τη μέρα της ψήφισης. Η πλειοψηφία των διαδηλωτών κατέβαινε στο δρόμο με την προσδοκία να ακυρώσει τα μέτρα, ή έστω με την ελπίδα ότι τα μέτρα μπορούν να ακυρωθούν. Όμως παρά τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, τη σφοδρότητα των συγκρούσεων και το συχνά εξεγερσιακό κλίμα τα μέτρα συνέχιζαν να ψηφίζονται κι ο κόσμος επέστρεφε σπίτι του ποντάροντας στην επόμενη μάχη. Αυτή η αντιφατική πεποίθηση, αυτά τα “κομβικά ραντεβου” που όλοι περίμεναν και ποτέ δεν ερχόταν, αποτελεί την κορύφωση και το όριο των γενικών απεργιών του τελευταίου διαστήματος.
Η μαζική και μαχητική διαδήλωση που θα ακύρωνε τα κυβερνητικά μέτρα, αναπτύχθηκε σαν απόρροια του ίδιου του χαρακτήρα της γενικής απεργίας από το ’10 και μετά. Κι αυτό διότι απο τότε και μετά, αλλάζει η ταξική σύνθεση όσων κατεβαίνουν στην απεργία, για να είμαστε πιο ακριβείς, όσων εναντιώνονται στα νέα μέτρα. Η ταξική σύνθεση που προκύπτει από την τεράστια άνοδο της ανεργίας, την κατάρρευση της μεσαίας τάξης και τη γενίκευση των επισφαλών συνθηκών εργασίας βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ίδια τη σύνθεση του “απεργιακού σώματος”. Χοντρικά από τη μία πλευρά είχαμε τη κεντρική παρουσία του υποκειμένου που κινείται μεταξύ πανεπιστημίου, επισφάλειας και ανεργίας, και από την άλλη τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα που βλέπουν όλες τους τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα να μπαίνουν ευθέως στο στόχαστρο. Η “τυπική” συμμετοχή των εργαζόμενων στην απεργία παρέμεινε μικρή, παρά την μαζικότητα των διαδηλώσεων, καθώς στα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα η λέξη “απεργία” είναι σχεδόν απαγορευμένη. Το διακύβευμα κάθε γενικής απεργίας, το ραντεβού δρόμου, ήταν πλέον η μέρα και ώρα ψήφισης των μέτρων. Ας θυμηθούμε ότι η κοινωνική έκρηξη της Κυριακής 12 Φλεβάρη ήρθε έπειτα από δύο πρωινά χλιαρών και άμαζων απεργιακών διαδηλώσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι γενικές απεργίες έμοιαζαν λιγότερο με το παραδοσιακό παράδειγμα του “απεργιακού μπλοκαρίσματος της παραγωγής” και περισσότερο με εκρήξεις οργής των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Θεωρούμε ότι η κατάσταση αυτή αποτέλεσε ένα ξεπέρασμα του αποσπασματικού ή συμβολικού χαρακτήρα των γενικών απεργιών των προηγούμενων χρόνων. Το εκάστοτε “ραντεβού” με την κυβέρνηση έδινε μια αίσθηση πολιτικού διακυβεύματος στους διαδηλωτές. Ήταν αυτό που έκανε τις διαδηλώσεις αποφασιστικές και μαχητικές, αυτό που έκανε τον κόσμο να συγκρούεται επί ώρες με τις κατασταλτικές δυνάμες, να μην εγκαταλείπει το δρόμο, να χτίζει σχέσεις αλληλεγγύης και μοιράσματος, να υποχωρεί, να ανασυντάσσεται, να επιτίθεται. Πολύς κόσμος κατέβηκε για πρώτη φορά στο δρόμο και πίστεψε στη συλλογική δύναμη που αναδυόταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή – ότι μπορεί δηλαδή να μπλοκάρει τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις.
Ο πολιτικός αυτός χαρακτήρας της γενικής απεργίας, διάχυτος όσον αφορά την κοινωνική της σύνθεση και συγκεκριμένος όσον αφορά το διακύβευμα στο δρόμο, ενισχύθηκε και κορυφώθηκε από τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτησαν οι κινηματικές διαδικασίες βάσης – αρχικά η συνέλευση της πλατείας Συντάγματος και έπειτα οι λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες των γειτονιών και των επαρχιακών πόλεων. Οι συνελέυσεις αυτές αποτέλεσαν πολύ σημαντικό στοιχείο της έκβασης κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, αποτέλεσαν έναν προνομιακό δημόσιο χώρο και χρόνο όπου ζυμώθηκαν πολιτικά ζητήματα, χτίστηκαν σχέσεις αλληλεγγύης και εμπιστοστύνης και προετοιμάστηκε υλικά η παρουσία του κόσμου στο δρόμο και δεύτερον, οι προσυγκεντρώσεις/πορείες που πραγματοποιούνταν στις γειτονιές μετέφεραν το απεργιακό κλίμα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγκρουσιακότητα και μαζικοποίηση των κεντρικών ραντεβού, όπως για παράδειγμα το διήμερο 28-29 Ιούνη (όπου επιχείρησαν μπλοκάρισμα του Κοινοβουλίου) και τη 12η Φλεβάρη (όπου τα μπλοκ των συνελεύσεων υπήρξαν βασικό σημείο αναφοράς στους φλεγόμενους δρόμους του κέντρου). Παρ’όλα αυτά, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε οτι οι συνελεύσεις αυτές, μαζικοποιήθηκαν σε αυτόν το βαθμό ακριβώς γιατι δεν υπήρχε την δεδομένη στιγμή άλλο κοινωνικό πεδίο έκφρασης, ούτε συνδικάτο που να χαίρει εμπιστοσύνης, ούτε κόμμα να πείσει και να τραβήξει απο το μανίκι τις μάζες.
Ποιο ήταν, λοιπόν, το νόημα των κομβικών ραντεβού; Το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου προσδωκούσε, ρητά ή άρρητα, ότι με τη μαζική και μαχητική του παρουσία στο δρόμο θα ανατρέψει τα μέτρα, ή και την κυβέρνηση την ίδια. Κάθε φορά που τα μέτρα ψηφίζονταν, ο χρόνος της κοινωνικής δυσαρέσκειας μετρούσε αντίστροφα. Η απογοήτευση που συσσωρευόταν μετά από κάθε χαμένο ραντεβού οδηγούσε στο αδιέξοδο και έδειχνε τα όρια αυτών των κεντρικών ραντεβού. Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που κατέβηκε στο δρόμο, υποβοηθούμενο φυσικά απ’ την αριστερή φιλολογία, αντιμετώπισε το ζήτημα των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης στην καθημερινότητά του σαν ζήτημα κεντρικής πολιτικής απόφασης. Με λίγα λόγια, ότι το μπλοκάρισμα των μέτρων θα φέρει τέλος στην κρίση. Ότι αν η κυβέρνηση πιεστεί και δεν ψηφίσει τα μέτρα (ή αν πέσει και βρεθεί μια κυβέρνηση που δεν θέλει να τα ψηφίσει..), η κρίση θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Έτσι, παρόλο που οι υλικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης γίνονταν όλο και σκληρότερες σε καθημερινό επίπεδο, η αντιμετώπισή τους παρέμενε αφηρημένη. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι περισσότερο απο προφανή. Αν εμφανιζόταν μια πολιτική δύναμη που να μπορούσε
να εφαρμόσει το παραπάνω πρόγραμμα με όποιον τρόπο, αν μπορούσε δηλαδη να δώσει σάρκα και οστά σε αυτές τις ελπίδες, θα έχαιρε ευρείας αποδοχής. Κι αυτό συνέβη στις εκλογές του 12΄. Για δυο ολόκληρους μήνες, το “απεργιακό τσουνάμι” δεν βρήκε όχθη να ξεβράσει την εκρηκτικότητα του. Αφομοιώθηκε πλήρως απο τις προεκλογικές συγκεντρώσεις και υποσχέσεις. Με άλλα λόγια το εργατικό κίνημα του προηγούμενου κύκλου αγώνων, έθεσε τα όρια των ταξικών του διεκδικήσεων, στριμόχνωντας τες στις κάλπες. Σύσσωμες οι “αντιμνημονιακές” δυνάμεις, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, συμφωνούσαν σε ένα πράγμα. Στο να εκφραστούν οι αγώνες στις εκλογές, παραγνωρίζοντας σκοπίμως την ουσία και την γενουσιοργό αιτία τους. Το οτι κρίση είναι ζήτημα συνεχούς συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των από πάνω και των από κάτω – είναι ζήτημα ταξικού πολέμου. Οι μάχες αυτού του πολέμου δίνονται καθημερινά στα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής, στους εργασιακούς χώρους και τις γειτονιές σε κάθε πεδίο της ζωής.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που επηρέασε σίγουρα την έκβαση των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος, είναι η διάσταση, το ενδοταξικό χάσμα που δημιούργησε η κρίση και οι κυβερνητικές επιλογές διαχείρισής της, στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Με απλά λόγια, οι συγκεκριμένες αντιθέσεις σε αυτή την περίοδο, εντός των καταπιεσμένων.Πρόκειται για ένα κομβικό ζήτημα και μια σημαντική πηγή αντιφάσεων των σημερινών αγώνων. Προηγούμενες γενιές εργαζομένων συνηθισμένοι σε τελειως διαφοτερικές συνθηκες εργασίας αλλά και αγώνων, αδυνατούσαν να συναντηθούν με τους νεότερους να κατανοήσουν την ορμητικότητά και την οργή τους. Λέγοντας “παλιά” και “νέα” υποκείμενα αναφερόμαστε στις φιγούρες εργαζομένων που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, αλλά η καθεμιά αντιστοιχούσε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, σε μια διαφορετική εργασιακή ρύθμιση, αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα επιβίωσης και είναι συνηθισμένη σε διαφορετικές μορφές αγώνα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις κινητοποιήσεις στους δήμους. Απ’ τη μια πλευρά έχουμε τους μόνιμους εργαζόμενους των δήμων, οι οποίοι από το καθεστώς σταθερής εργασίας που βρίσκονται τώρα, με πετσοκομμένους μισθούς, μετέωροι μεταξύ διαθεσιμότητας και απόλυσης και κινητοποιούνται, κατά κύριο λόγο, μέσω των παραδοσιακών σωματείων τους. Απ’ την άλλη πλευρά έχουμε τους εργαζόμενους στην κοινωφελή εργασία, την ενοικιαζόμενη εργατική δύναμη που κινείται μεταξύ ανεργίας και επισφάλειας και η οποία αγωνίζεται, μέσω διαδικασιών βάσης, ενάντια στην καθυστέρηση ή μη-καταβολή του μισθού και τις εντατικοποιημένες εργασιακές συνθήκες. Παρόλο που και τα δύο υποκείμενα βρίσκονται σε κινητοποιήσεις συνυπάρχοντας στους ίδιους χώρους εργασίας, οι δυσκολίες να συναντηθούν μεταξύ τους είναι μεγάλες.
Αν θα μπορούσαμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα για τους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, τόσο ως κριτική αποτίμηση όσο και για την γενική απεργία αυτή καθ΄αυτή, είναι οτι ακόμη και σε περίοδο κρίσης του κεφαλαίου, καμιά κοινωνική διεργασία δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Ούτε οι έφοδοι στον ουρανό γίνονται επειδή ο κόσμος πεινάει, ούτε το κράτος μπορεί να επιβάλλει σιγή νεκροταφείου όση καταστολή κια ασκήσει. Αντιστοίχως, η συνδικαλιστική δραστηριότητα δεν μπορεί να παραμένει στατική. Εξελίσσεται, αναδιοργανώνεται, επεξεργάζεται τα λάθη του προηγούμενου διαστήματος. Το σίγουρο είναι πως όσοι ασχολούμαστε με τον επαναστατικό συνδικαλισμό και τους αγώνες βάσης στους χώρους εργασίας, έχουμε ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα προς τους γραφειοκράτες και όσους τους ακολουθούν: το μοντέλο τους απέτυχε. Κι εναπόκειται στον καθένα και καθεμιά απο μας να επικεντρώσουμε στα καθημερινά υλικά προβλήματα που απασχολούν εμάς και τους συναδέλφους μας για να το αποδείξουμε. Οι δυνατότητες των σημερινών αγώνων προκύπτουν από τα πεδία σύγκρουσης όπου ξεσπούν και ξεδιπλώνονται οι ίδιοι οι αγώνες. Δηλαδή από τις πραγματικές ανάγκες των ίδιων των αγωνιζόμενων και τις κινηματικές προτεραιότητες που προκύπτουν από αυτές. Πρώτον, τον αγώνα ενάντια στις απολύσεις και το ζήτημα του μισθού. Δεύτερον, την αντίσταση στις νέες μορφές διαχείρισης, πειθάρχησης και κατακερματισμού της εργατικής δύναμης, εκεί που ανεργία συναντά την επισφάλεια. Τρίτον, τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα και αλληλεγγύης στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, είτε με τη μορφή της αλληλοβοήθειας κυρίως και πρώτα με τη μορφή της διεκδίκησης,. Οι δυνατότητες που αναδύονται σ’ αυτά τα πεδία, εκεί που οι αγώνες γίνονται συγκεκριμένοι και εδράζονται στις καθημερινές ανάγκες, αναδεικνύουν τα όρια της γενικής απεργίας και θέτουν σε νέες βάσεις το ερώτημα της σύνδεσης, της οργάνωσης και διεκδικητικής αναβάθμισης των κοινωνικών αντιστάσεων.