Μπροσούρα της ΕΣΕ Θεσ/νικης για την αυτοδιαχείριση.

κατάλογοςΟρισμός
Ο όρος αυτοδιαχείριση εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του ’60 ως μια κατά λέξη μετάφραση του σερβοκροατικού όρου samo-upravlje, που περιέγραφε τη διαδικασία κατά την οποία οι εργάτες/τριες συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων στις γιουγκοσλαβικές επιχειρήσεις. Οι αρμοδιότητές τους περιορίζονται εκ των πραγμάτων σε έναν ρόλο αμιγώς συμβουλευτικό, υποτασσόμενες στον κρατικό μηχανισμό. Επέστρεψε σαν όρος ξανά στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων κατά τη διάρκεια του Μάη του ’68 και πυροδότησε αρκετές θεωρητικές συζητήσεις αλλά στην πράξη περιορίστηκε σε κόλες χαρτί διαφόρων αριστερών πολιτικών ομάδων και κομμάτων για να ξαναέρθει στο προσκήνιο με το εργοστάσιο Lip.
Σε γενικές γραμμές η έννοια της αυτοδιαχείρισης χρησιμοποιείται με ασάφεια και χροιά περισσότερο ιδεολογική παρά πρακτική. Διατυπώνει μια αφηρημένη δημοκρατική και αλληλέγγυα διάρθρωση των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών σχέσεων σε μία μη καπιταλιστική κοινωνία ή σε πιο εν τω βάθει αναλύσεις μια βαθμιαία κατάργηση των σημερινών σχέσεων παραγωγής. Σε θεωρητικό επίπεδο πάντα εμπνέεται από την ελευθερία την ισότητα και την αλληλεγγύη και αντιτίθεται στην κρατική εξουσία. Είναι προϊόν ιδεολογικό-πολιτικών αγώνων και το περιεχόμενό της αλλάζει ανάλογα με τις προθέσεις αυτών που την χρησιμοποιούν. Με λίγα λόγια μπορεί να συνοψιστεί ως την διαχείριση των κανόνων παραγωγής, την οργάνωση της εργασίας και την διάθεση του πλεονάσματος σε σχέση με την ευρύτερη οικονομία και θέτει ως ορίζοντα, χωρίς συγκεκριμένο τρόπο, την κατάργηση της εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο.
Οι αναρχικοί προτείνουν την αυτοδιεύθυνση (συνώνυμη της αυτοδιαχείρισης) ως τρόπο συλλογικής οργάνωσης. Η αυτοδιαχείριση ή όπως γινόταν κατανοητή πριν την εμφάνιση της ως μοντέλο διαχείρισης μιας άλλης οικονομίας, στοχεύει ακριβώς στο να αναλάβει η εργατική τάξη και η κοινωνία συνολικά τη διαχείριση του συλλογικού της μέλλοντος, μέσω ενός τυπικού καταμερισμού, διαφόρων πεδίων της ζωής, της εργασίας, της εκπαίδευσης κ.λ.π. Όταν λέμε “καταμερισμού” εννοούμε την δυνατότητα που πρέπει να δοθεί στον καθένα να συμμετέχει άμεσα στη λήψη των αποφάσεων που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του δηλαδή τη δυνατότητα να καθορίζει πώς θα ζει, πώς θα δημιουργεί, πώς και τι θα παράγεται.
Υπάρχει επίσης η τάση να παρουσιαστεί μια ιστορική συνέχεια γύρω από την αυτοδιαχείριση, παρότι πρόσφατη, τσουβαλιάζοντας εγχειρήματα και επαναστάσεις επειδή συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά όπως αντικρατισμό, αντιιεραρχία και άμεση δημοκρατία. Όσο περισσότερα νοήματα συμπιέζονται μέσα σε μια λέξη τόσο φτωχότερα γίνονται τα ιστορικά παραδείγματα και άλλο τόσο τα περιεχόμενα αλλάζουν συλλήβδην. Παραδείγματα όπως καταλήψεις που απαντούν σε κοινωνικές ανάγκες, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες κατοίκων, αυτόνομοι εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες βάζοντάς τα κάτω από μια λέξη-ομπρέλα χάνουν την ιστορική συνθήκη που τα δημιούργησε, την πρωτοβουλία των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν για να τα δομήσουν καθώς και το περιεχόμενο που απέκτησαν μέσα στην διαδικασία εξέλιξής τους.
Έχει παρατηρηθεί ακόμα και το βάπτισμα σε αυτοδιαχειριζόμενα παραδείγματα των ρώσικων κατειλημμένων εργοστασίων την περίοδο του ’17 καθώς και των ισπανικών κολεκτίβων στον εμφύλιο του ’36 επειδή οι λέξεις που εμφανίζονται είναι ίδιες.
Στη Ρωσία του ’17 οι εργάτες θέσπιζαν διατάγματα τα οποία συμπεριλάμβαναν ότι: “Οι επιτροπές ελέγχου δεν πρέπει να αρκούνται στην επίβλεψη αλλά πρέπει να αποτελούν τα κύτταρα του μέλλοντος που ήδη από σήμερα προετοιμάζουν τη μεταβίβαση της παραγωγής στα χέρια των εργατών”. Παράλληλα τα συνθήματα για την κατάληψη της γης και των εργοστασίων, για τη δήμευση της περιουσία της αστικής τάξης και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας δηλώνουν ξεκάθαρα τις επαναστατικές διεργασίες εκείνων των χρόνων, την αδυναμία του κράτους και την ενεργητικότητα των καταπιεσμένων.
Όσο για την Ισπανία του ’36 που αριθμούσε 1865 κολεκτίβες στη βιομηχανία, την αγροτική παραγωγή και τον χώρο των υπηρεσιών απασχολώντας μεταξύ 1,2 και 1,4 εκατομμύρια εργαζόμενοι μαζί με τις οικογένειές τους μάλλον απέχει λίγο από τα σημερινά “αυτοδιαχειριζόμενα” εργοστάσια τόσο σε αποδοχή, ακόμα και στην Αργεντινή, όσο και στην οργάνωση της παραγωγής. Πόσο μάλλον σε μια ιστορική συγκυρία όπου η κομμουνιστική οικοδόμηση γίνεται ταυτόχρονα με την πολεμική αντιπαράθεση με τις φασιστικές δυνάμεις.
Αργεντινή
Τα παραδείγματα της Αργεντινής είναι αυτά που αποτελούν σήμερα, περισσότερο για τους Ευρωπαίους παρά για τους Αργεντινούς,τον ιδεολογικό φάρο των υποστηρικτών της “αυτοδιαχείρισης”. Συγχρόνως αποτελεί και την καλύτερη περίπτωση για την εξέταση του κινήματος, των συνθηκών και των αναγκών που το δημιούργησαν, της αποδοχής του καθώς και των αδυναμιών του.
Η Αργεντινή στις αρχές του 2000 αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία της τάξης του 21%, περίπου εικοσιένα εκατομμύριο πολίτες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και σχεδόν δέκα εκατομμύρια από αυτούς μέσα σε πλήρη εξαθλίωση. Το 70% των νοικοκυριών με συνολικό εισόδημα μικρότερο των 250 ευρώ και ο πραγματικός μισθός είναι 54% μικρότερος από το 1975. Οι αριθμοί αυτοί είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας φτωχοποίησης και παράδοσης των βασικών οικονομικών πυλώνων στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, μια διαδικασία που ξεκίνησε από τη δικτατορία του 1976.
Κατά την οικονομική κρίση του Δεκέμβρη 2001 τα αφεντικά παρατούν μαζικά τις επιχειρήσεις τους και τις αφήνουν στη μοίρα τους αφού είναι πια ζημιογόνες. Ως άμεση και αυθόρμητη απάντηση οι εργάτες και εργάτριες τις ανακτούν για να τις θέσουν και πάλι σε λειτουργία. Η ανάγκη οργάνωσης προέκυψε τις περισσότερες περιπτώσεις τη στιγμή του κλεισίματος των επιχειρήσεων και της φυγής των αφεντικών, μετά από απολύσεις και αναστολή λειτουργίας και συνήθως χωρίς να έχουν προηγηθεί διεκδικητικοί αγώνες. Με λίγα λόγια οι εργαζόμενοι βρίσκονται προ τετελεσμένων γεγονότων.
Αυτό ήταν κιόλας το γενικό πλαίσιο στο οποίο συντελέστηκε η ανάκτηση των εργοστασίων, η υπεράσπιση δηλαδή των θέσεων εργασίας ούτως ώστε να μην βρεθούν ολόκληρες οικογένειες στον δρόμο και με την βεβαιότητα ότι η ανεργία θα τους κυνηγάει πολύ καιρό. Με αυτή τη κατεύθυνση πολλά ρεύματα της αριστεράς επιχείρησαν να εξετάσουν το ζήτημα κυρίως σε αντιπαράθεση με όσους υπερασπίζονται τους συνεταιρισμούς και όσων είναι υπέρ του εργατικού ελέγχου. Παράδειγμα σύμφωνα με τη πρόταση εργατριών της κλωστοϋφαντουργίας Brukman το εργοστάσιο πρέπει να απαλλοτριωθεί χωρίς αποζημίωση, το κράτος να παράσχει ένα αρχικό κεφάλαιο ως επιχορήγηση, να αναλάβει την καταβολή των μισθών χωρίς όμως να έχει λόγο στην παραγωγή. Με λίγα λόγια το κράτος να πληρώνει και οι εργάτες να είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση, τον σχεδιασμό και την πώληση. Απαλλοτρίωση βέβαια με την προϋπόθεση το εργοστάσιο να υιοθετήσει μορφή συνεταιρισμού ως νομικό πρόσωπο όπως έχει γίνει στις περισσότερες περιπτώσεις των ανακτημένων επιχειρήσεων (ΑΝ.ΕΠ).
Η έννοια της αυτοδιαχείρισης, όπως αναφέρθηκε προσλαμβάνει διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με το ποιες ομάδες ή κόμματα την προτάσσουν. Ωστόσο διακρίνονται δύο κεντρικές τάσεις. Η πρώτη ενθαρρύνει τη δημιουργία συνεταιρισμών και την αξιοποίηση των κερδών για την ενίσχυση της παραγωγικής δραστηριότητας (βλέπε ενίσχυση της εθνικής οικονομίας) ενώ η δεύτερη υποστηρίζει την κρατικοποίηση υπό εργατικό έλεγχο με σκοπό τα κέρδη να επιστρέφουν στο κοινωνικό σύνολο. Πέρα και ανεξάρτητα όμως από αυτές τις αντιλήψεις οι εργαζόμενοι κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας, εξάλειψαν τις ιεραρχίες στους πιο πολλούς συνεταιρισμούς και επέβαλαν κανονισμούς για τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά η εμπλοκή των κομμάτων στο κίνημα των ΑΝ.ΕΠ. έχει αποδώσει τους καρπούς της προσφέροντας πολλούς υποψήφιους στα ψηφοδέλτια κατά τις εκλογικές περιόδους.
Στο σημείο που πρέπει να επικεντρωθούμε είναι αυτό των σχέσεων παραγωγικών και κοινωνικών που δημιουργούνται μέσα από αυτή την πρακτική καθώς και τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κρατική εξουσία και το κεφάλαιο αυτό το κίνημα αφού θεωρητικά τουλάχιστον είναι αντιπαραθετικό με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και το κράτος.
Για παράδειγμα, η chilavert τελούσε υπο κατάληψη για οκτω μήνες. Η υποβάθμιση της εταιρίας από την εργοδοσία είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, με επιδείνωση των συνθηκών, σταμάτημα των επενδύσεων, καθυστερήσεις στους μισθούς και απολύσεις. Από τους 30 εργαζόμενους που απασχολούσε η Gaglinone (η αρχική εταιρία) πριν από χρόνια, τελικά απέμειναν.

sabocat-red-grey

[[[σταλθηκε με μαιηλ στο μπλογκ]]]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *