Του Κώστα Χαριτάκη
Η κυριότερη και στρατηγικής σημασίας επιδίωξη της θεαματικής επιχείρησης “εξάρθρωσης” της Χρυσής Αυγής είναι η αποκατάσταση και επανανομιμοποίηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας.
Η συμπλήρωση ή/και υποκατάσταση της θεσμισμένης κρατικής βίας από την ανεξέλεγκτη βία των ναζιστικών συμμοριών, όσο κι αν βόλευε την αστική κυριαρχία καθώς διέχεε το κλίμα φόβου και καταστολής στην κοινωνία, από ένα σημείο και μετά δημιουργούσε ισχυρό κίνδυνο απονομιμοποίησης της κρατικής ισχύος και υπερκέρασής της από τη γενικευμένη βία και αντι-βία των δρόμων.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα έπαιξε καταλυτικό ρόλο, καθώς φάνηκε ότι δεν θα ήταν πια δυνατό να συγκαλύπτεται η ώσμωση των κυβερνητικών και κρατικών μηχανισμών με τους ναζιστικούς μηχανισμούς και οι εγκληματικές ευθύνες του, ήδη απαξιωμένου, αστικού πολιτικού συστήματος. Εν όψει, λοιπόν, μιας πλήρους κατάρρευσης, αναλήφθηκε το ρίσκο μιας αναβάπτισης και ξεπλύματος του κράτους και του πολιτικού συστήματος στην κολυμπήθρα του “αντιφασισμού”.
Το κράτος, επανεμπεδώντας τη βασική συνθήκη ισχύος του, το μονοπώλιο της βίας, ανοίγει ταυτόχρονα το δρόμο προς την άσκηση αυτής της καθιαγιασμένης από τον “αντιφασισμό” βίας προς ό,τι θεωρεί πραγματικό εχθρό και απειλή, εντείνοντας και διευρύνοντας τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει (μαζί τότε με τη Χρυσή Αυγή) με την καταστολή των καταλήψεων και των απεργιών, προς νέα πεδία ελευθεριών και δικαιωμάτων που μέχρι τώρα θεωρούνταν “εγγυημένα”. Όσο περισσότερο θα επικαλείται τη “δημοκρατία” και τα εύσημα της “εξάρθρωσης” της Χρυσής Αυγής, τόσο περισσότερο θα υιοθετεί και θα υλοποιεί στην πράξη την ατζέντα και το “πρόγραμμά” της, όχι μόνο ως προς τους μετανάστες αλλά απέναντι σε κάθε “άκρο” που θα τολμά να δρα πέρα από την ομαλότητα του θεσμισμένου και ελεγχόμενου κοινοβουλευτικού θεάματος.
Αναδιαμορφώνονται έτσι, με την πρωτοβουλία του κράτους και της αστικής κυριαρχίας, το ίδιο το πεδίο και οι όροι της πολιτικής δράσης και αντιπαράθεσης, τα όρια της νομιμότητας και της ανοχής, στην κατεύθυνση μιας ακόμη πιο ασφυκτικής αυταρχικής διακυβέρνησης, ελέγχου και καταστολής, εν όψει πιθανών ανεξέλεγκτων κοινωνικών αντιδράσεων που κυοφορεί η κλιμάκωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης.
Από την άλλη πλευρά, η κρατική απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής καθόλου δεν σημαίνει και κοινωνική απονομιμοποίηση των φασιστικών ιδεών και πρακτικών. Όλα τα δηλητηριώδη αέρια που ανάβλυσαν μέσα από την καταναλωτική χαύνωση, την πελατειακή ανάθεση και την παρακμιακή ιδιώτευση μέρους της ελληνικής κοινωνίας εδώ και πάρα πολλά χρόνια, θα συνεχίζουν να δηλητηριάζουν την κοινωνική και πολιτική ζωή ανεξάρτητα από το ποια ακριβώς (αντιπροσωπευτική) έκφραση θα πάρουν. Ο φασισμός της καθημερινής ζωής και του καθημερινού ανθρώπου θα συνεχίσει, άλλωστε, να υποδαυλίζεται από τους εμπόρους της πληροφορίας, της πολιτικής και της οικονομίας, γιατί είναι αυτός ακριβώς ο ιδανικός σύμμαχός τους για την κοινωνική λεηλασία και υποταγή που προωθούν.
Όλα αυτά έχουν καίρια σημασία όχι απλώς για να αποτιμήσουμε τη σημερινή στιγμή του εξουσιαστικού θεάματος, αλλά για την άμεση προετοιμασία μας γι’ αυτό που θα επακολουθήσει. Το ότι η αντιφασιστική μάχη δεν έχει τελειώσει είναι προφανές. Το πώς όμως θα συνεχιστεί είναι ανάγκη να εκτιμηθεί εκ νέου, με βάση τα νέα δεδομένα. Το κράτος πήρε την πρωτοβουλία ακριβώς τη στιγμή που φαινόταν να περνάει η αντιφασιστική πάλη σε ένα νέο επίπεδο, τόσο από άποψη μαζικότητας όσο και άποψη αποφασιστικότητας. Τώρα δεν πρέπει να χαθεί χρόνος σε ανακουφιστικές προσκολλήσεις στη “δημοκρατική αυταπάτη”, αλλά να εμποδίσουμε την αναστήλωση του πολιτικού συστήματος μέσω του λεγόμενου “συνταγματικού τόξου”, της υποστήριξης δηλαδή σε μια απεριόριστη “συντεταγμένη” κρατική βία στο όνομα της “δημοκρατίας”.
Όσοι έσπευσαν, για παράδειγμα, να πιάσουν μια θέση στο “συνταγματικό τόξο” καταγγέλλοντας την αντιφασιστική πορεία στα γραφεία της Χρυσής Αυγής ως “προβοκάτσια” και υποδαύλιση της λογικής των “δύο άκρων” στο όνομα της διατήρησης της ομαλότητας, πολύ σύντομα διαπίστωσαν ότι παρέδωσαν τα “κλειδιά” στην κυβέρνηση, το κράτος και την αστική δικαιοσύνη, για να ορίσουν αυτοί ποιοι και με ποιους όρους θα συμπεριληφθούν σε αυτό. Όσοι, επίσης, εξάντλησαν τον αντιφασισμό τους στο να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, διαπίστωσαν (όχι και τόσο γρήγορα) ότι τους προσπέρασε το ίδιο το αστικό κράτος.
Αντίθετα, για το “μαχόμενο κοινωνικό τόξο” το συμπέρασμα είναι ότι μόνο κλιμακώνοντας και κοινωνικοποιώντας τη μάχη απέναντι στο φασισμό, και μάλιστα όχι μόνο ενάντια σε αυτόν αλλά και σε ό,τι τον γεννά και τον συντηρεί, μπορεί να υπάρξει πραγματική απειλή για τους “πάνω”. Τα όσα έγιναν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με τη διασπορά των αντιφασιστικών πρωτοβουλιών και δράσεων σχεδόν σε κάθε γειτονιά σε όλη την Ελλάδα, αλλά και με τη σύνδεση του αντιφασιστικού αγώνα με τον κοινωνικό πόλεμο του κεφαλαίου, και με τη διάχυση της αναγκαιότητας μορφών κοινωνικής αυτοάμυνας και λαϊκής αντιβίας, είναι ένα καλό παράδειγμα για το δρόμο που έχουμε να διανύσουμε.
Η απουσία, εξάλλου, του “οργανωμένου” εργατικού κινήματος από τον αποφασιστικό αντιφασιστικό αγώνα πρέπει να ρίξει και τις τελευταίες αυταπάτες περί στήριξης στα θεσμικά συνδικάτα για να “ενωθεί όλη η τάξη”. Η διείσδυση των φασιστικών ιδεών και πρακτικών, ιδιαίτερα στα πιο υποβαθμισμένα κοινωνικά τμήματα της εργατικής τάξης, και η γενικευμένη απαξίωση του κυρίαρχου συνδικαλισμού, δείχνουν ξεκάθαρα ότι για να υπάρξει οργάνωση της εργασίας σήμερα, σε αντιεργοδοτική και αντικαπιταλιστική βάση, είναι αναγκαία η δημιουργία ανεξάρτητων αμεσοδημοκρατικών μορφών εργατικής αυτοοργάνωσης και αγώνα, πέρα και ενάντια στον εκμαυλισμένο θεσμικό συνδικαλισμό.
Όλα αυτά, όμως, χρειάζονται το δικό τους “έδαφος” για να επωαστούν, να ριζώσουν και να πολλαπλασιαστούν: τις αυτοοργανωμένες αντιδομές αλληλεγγύης, συνεργασίας, αυτοδιαχείρισης και κοινής δημιουργίας. Εκεί όπου το ατομικό δράμα της φτώχειας, της ανεργίας, της αδυναμίας μπορεί να μετατρέπεται σε συλλογική βούληση αλληλοστήριξης και αλλαγής της ζωής για “να μην ζήσουμε σαν δούλοι”. Εκεί όπου η αγωνία αυτοπροστασίας από τη φασιστική και κρατική βία μετατρέπεται σε συλλογική υπεράσπιση των “κοινών” μας. Εκεί όπου η απελπισία και η οργή μπορεί να μετατρέπεται σε συνύφανση ελεύθερων, ισότιμων, μη ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων. Εκεί όπου κάθε πτυχή φασισμού δεν θα βρίσκει τόπο να σταθεί...