Καρτ ποστάλ από έναν οριζόντιο κόσμο

της Μαρίνας Σιτρίν

988877_1439086119637495_977681959_n“Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε είναι ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε καμία εναλλακτική. Και αυτή είναι η πρόκληση: να επινοούμε, να δημιουργούμε και να σκεφτόμαστε σαν να ζούσαμε αμέσως μετά την κατάρρευση, εάν υπάρχει μια κατάρρευση του καπιταλισμού, και πώς θα οργανωθούμε.” Άννα, Observatorio Metropolitano και 15Μ, Μαδρίτη.

Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω ταξιδέψει ανά τον κόσμο και έχω συζητήσει με ανθρώπους όπως η Άννα, που δημιουργούν νέα κοινωνικά κινήματα τα οποία προκαλούν τις αντιλήψεις μας για τη συλλογική δράση. Έζησα στην Αργεντινή μετά την οικονομική κρίση του 2001 και κατέγραψα μια προφορική ιστορία της εξέγερσης που ακολούθησε. Πέρασα χρόνο με τις αυτοοργανωμένες ομάδες χρηστών του νερού στην Κοτσαμπάμπα (Βολιβία) και με το Occupy στις ΗΠΑ. Και εργάστηκα με συνελεύσεις γειτονιάς στην Ελλάδα και την Ισπανία, καθώς και με ομάδες υπεράσπισης κατοικιών στις ΗΠΑ και τη Γερμανία.

Κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν είναι παραδοσιακό κοινωνικό κίνημα που διατυπώνει τα αιτήματά του και στη συνέχεια προβάλλει τις απαιτήσεις του στα θεσμικά όργανα που υποτίθεται ότι θα τα υλοποιήσουν, μια προσέγγιση που συχνά καταπραΰνει το κίνημα και οδηγεί μόνο σε προσωρινά κέρδη. Αντίθετα, αυτά είναι πολύ βαθύτερες προσπάθειες ανάκτησης των σχέσεων μεταξύ μας, και επανανακάλυψης τρόπων ύπαρξης ριζωμένων στην οριζόντια αλληλεγγύη, το μοίρασμα, τη δημοκρατία και την αγάπη.

“Είμαι θερμός υποστηρικτής της δύναμης της άμεσης δράσης και βασικά της δημιουργίας συνθηκών που θα αναγκάσουν το κράτος να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και κατά συνέπεια να κάνει αλλαγές, παρά ενός πλαισίου αιτημάτων που είναι ίσως μια ελαφρώς λιγότερο παθητική μορφή επαιτείας ή παράκλησης, το οποίο πιστεύω ότι συχνά επανανομιμοποιεί την εξουσία του κράτους.” Ματ, Occupy Wall Street, Νέα Υόρκη.

Η παρατήρηση του Ματ συνοψίζει ό,τι -για πολλούς επικριτές- αποτελεί αδυναμία αυτών των νέων κινημάτων, το οποίο όμως τα ίδια το βλέπουν ως δύναμη: δεν προσπαθούν να παρασύρουν την κοινή γνώμη ή να επηρεάσουν την κυβερνητική πολιτική, και δεν είναι οργανωμένα γύρω από ένα τυπικό πρόγραμμα. Αντί να ζητούν ένα μέλλον που ξέρουν ότι ποτέ δεν θα δοθεί σε αυτούς από άλλους, στόχος τους είναι να δημιουργήσουν μαζί το δικό τους μέλλον.

Αυτό συμβαίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι οι άμεσες δράσεις για να έχουν οι άνθρωποι κατοικία, τροφή και εκπαίδευση˙ πάρκα ανοικτά και εισιτήρια λεωφορείων χαμηλά˙ υγειονομική περίθαλψη προσιτή˙ και ζωή χωρίς διαρκές χρέος. Ο δεύτερος είναι η δημιουργία πραγματικής δημοκρατίας όπου οι άνθρωποι μπορούν να συμμετέχουν ενεργά και να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους. Αλλά αντί να ζητούν από άλλα θεσμικά όργανα να είναι πιο δημοκρατικά, η προσέγγισή τους είναι να διακηρύξουν την αντιδημοκρατικότητα αυτών των οργάνων και να προβάλλουν με τη δουλειά τους εναλλακτικές. Εξ ου και τα συνθήματα αυτών των κινημάτων όπως “Δεν μας αντιπροσωπεύετε” και “Πραγματική Δημοκρατία” στην Ισπανία, “Ο λαός πρέπει να κυβερνά” στην Πορτογαλία, και “Δεν μπορείτε καν να μας φανταστείτε” στη Ρωσία.

Σχέσεις εξυφαίνονται με ισχυρά ιδρύματα, όπως κυβερνήσεις, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά όχι από την παραδοσιακή θέση των κινημάτων διαμαρτυρίας, αυτήν της υποβολής αιτημάτων. Αντ’ αυτού, αυτοοργανωμένες ομάδες κάνουν τα πράγματα να συμβούν -όπως αποτρέποντας μια έξωση από το σπίτι- κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις με τις εμπλεκόμενες τράπεζες αργότερα. Αυτό είναι διαφορετικό από την οργάνωση μιας διαμαρτυρίας μπροστά από μια τράπεζα ζητώντας να μην εκδιώξει μια οικογένεια ή κατά των πρακτικών δανεισμού που εφαρμόζει. Μπορεί να φαίνεται σημασιολογικό, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα κεντρικό ζήτημα ισχύος και για το πού αυτή εντοπίζεται – σε αυτήν την περίπτωση ως κάτι που ανήκει και ενεργοποιείται από τα κάτω, όχι κάτι που πρέπει να ζητηθεί από πάνω.

“Θυμάμαι που κοίταζα τον Οκτώβριο μια σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης στους New York Times όπου το Κογκρέσο των ΗΠΑ έχαιρε της εκτίμησης του 9% και το Occupy άνω του 60%. Νομίζω ότι έχει υπάρξει στις ΗΠΑ και σε παγκόσμιο επίπεδο μια απονομιμοποίηση των υφιστάμενων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών, και έτσι οι άνθρωποι ψάχνουν για κάποιου είδους εναλλακτική προς αυτούς. Και αυτή τη βλέπουμε ο ένας στον άλλον – είναι πραγματικά τόσο απλό. Απλώς βλέποντας ο ένας τον άλλον, να είναι σε θέση να μιλήσει και να ακουστεί, και με οριζόντιο τρόπο.” Μάρσια, Occupy Wall Street, Νέα Υόρκη.

Οριζοντιότητα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει αυτές τις νέες κοινωνικές σχέσεις. Όπως υποδηλώνει ο όρος, οι σχέσεις αυτές παρέχουν ένα οριζόντιο επίπεδο αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας. Η οριζοντιότητα συνεπάγεται απαραίτητα τη χρήση της άμεσης δημοκρατίας και την επιδίωξη συναίνεσης μέσω γενικών συνελεύσεων και άλλων παρόμοιων μοντέλων στα οποία ο καθένας μπορεί να ακουστεί και νέες σχέσεις μπορούν να δημιουργηθούν. Αυτά τα πειράματα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εργαλεία που βοηθούν στη διευκόλυνση των νέων σχέσεων που στηρίζονται στην εμπιστοσύνη, το μοίρασμα και το δικαίωμα της ανοιχτής επικοινωνίας σε όλη την κοινωνία.

“Θέλουμε να εφαρμόσουμε την αρχή της οριζοντιότητας και την άμεση δημοκρατία σε όλους τους τομείς της ζωής, και ένας πολύ σημαντικός τομέας είναι η κατανάλωση. Αυτή τη στιγμή η αγορά είναι οργανωμένη με έναν ιεραρχικό τρόπο, και έτσι σχετιζόμαστε μεταξύ μας ως καταναλωτές. Αλλά εδώ θέλουμε να προωθήσουμε ένα διαφορετικό είδος κατανάλωσης. Έτσι, είμαστε σε επαφή με ανθρώπους που παράγουν τρόφιμα και άλλα είδη, έχουμε μια άμεση σχέση μαζί τους, και θέλουμε να γνωρίζουμε τι είδους πράγματα παράγουν, πώς τα παράγουν, και να έχουμε, όσο περισσότερο γίνεται, έλεγχο πάνω στο τι καταναλώνουμε. … Δεν υπάρχει ενδιάμεσος, δεν υπάρχει μεσάζων, και αυτό λειτουργεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μας βοηθά επίσης να δημιουργήσουμε νέους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, ώστε να βοηθήσουν στην κάλυψη των αναγκών μας. Έτσι, ξεκινάμε με τις ανάγκες μας, και από εκεί θα αποφασίσουμε τι θέλουμε.” Τεό, Μικρόπολις, Θεσσαλονίκη.

Αυτό που περιγράφει ο Τεό είναι “προ-εικονιστική” πολιτική και πρακτική – δημιουργία του μέλλοντος στο παρόν, εδραιώνοντας την ισότητα και τη δημοκρατία σε προσωπικό και θεσμικό επίπεδο, έτσι ώστε να μπορούν να ενισχύουν το ένα το άλλο. Τα νέα κοινωνικά κινήματα μπορεί να απορρίπτουν τα συμβατικά μοντέλα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του καπιταλισμού, αλλά είναι εξίσου επικεντρωμένα στη δημιουργία εργασιακών σχέσεων φροντίδας και υποστήριξης που υλοποιούν τις εναλλακτικές που επιδιώκουν.

Είδα αυτή τη διαδικασία στην εργασία σε κοινότητες που συστάθηκαν σε πλατείες και κατασκηνώσεις, όπου υπηρεσίες σίτισης, υγειονομικής περίθαλψης, νομικής υποστήριξης, βιβλιοθηκών, υποστήριξης παιδιού, διαμεσολάβησης, και πολλές άλλες παρασχέθηκαν. Η άμεση συμμετοχή, η συζήτηση με τους γείτονες, ο σχηματισμός συνελεύσεων, η απόφαση για το τι να γίνει και στη συνέχεια η συλλογική δράση – αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά όλων των κινημάτων με τα οποία δούλεψα, χωρίς ιεραρχία ή εκλογή επίσημων εκπροσώπων. Και αυτές οι αρχές είχαν μια βαθιά επίδραση στους ανθρώπους που τις άσκησαν.

“Μετά από όσα συνέβησαν, η Ισπανία συλλογικά αισθάνεται διαφορετικά. Αν, για παράδειγμα, σκεφτώ τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένος, και τώρα είναι ένα άτομο που ακούει, με τον οποίο μπορείτε να συζητήσετε ανά πάσα στιγμή, και είναι καλά ενημερωμένος. Αυτά τα είδη ανθρώπων είναι που τώρα κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί, που τώρα λαμβάνουν μέρος σε αγώνες και συμμετέχουν σε πράγματα στα οποία δεν είχαν συμμετάσχει ποτέ πριν.” Μπιγκόνια, 15-M, Μαδρίτη.

Σε όλο τον κόσμο, άνθρωποι οργανώνονται με οριζόντιους τρόπους που προαναγγέλλουν τον κόσμο που επιθυμούν, και στη διαδικασία αυτή δημιουργούν τους εαυτούς τους εκ νέου. Όλοι όσοι μίλησα μαζί τους έκαναν λόγο για αλλαγή, για ανάπτυξη ενός νέου είδους αυτοπεποίθησης και αξιοπρέπειας. Η ντροπή που μπορεί να ένιωσαν αφότου έχασαν τη δουλειά τους ή το σπίτι τους μεταφράστηκε σε οργή, αλλά σε συνδυασμό με τη γνώση και την εμπειρία ότι δεν ευθύνονταν. Στην πραγματικότητα, ήταν στην πλειοψηφία, και θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για την κρίση, ακόμη και αν δεν ευθύνονταν αυτοί γι’ αυτήν – θα μπορούσαν να οργανωθούν ο ένας με τον άλλον και να δημιουργήσουν εναλλακτικές: να μη ζητάνε γι’ αυτούς, αλλά να τους κάνουν να ζωντανέψουν άμεσα. Και αυτό είναι δύναμη.

Όπως μου είπε ο Έρνεστ από την Πλατφόρμα των ανθρώπων που πλήττονται από τις υποθήκες (Plataforma de Afectados por la Hipoteca), ένα δίκτυο ενάντια στις κατασχέσεις και τις εξώσεις στη Βαρκελώνη:

“Το κίνημα 15-Μ είναι κάτι που θα σε σημαδέψει για πάντα. Έχει επηρεάσει εκατομμύρια άτομα, ένα προς ένα, άνθρωποι που δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιοι. Οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι μπορούν να επιτύχουν πράγματα, ότι αν ενώσουν τις δυνάμεις τους με άλλους ανθρώπους σαν κι αυτούς θα αλλάξουν τα πράγματα, και αυτό είναι πολύ, πολύ ισχυρό. Φυσικά, δεν γνωρίζουμε απολύτως τους τρόπους για να το κάνουμε, και δεν πειράζει αν κανείς δεν ξέρει, ούτε έχει κανείς τη μαγική φόρμουλα. Το πιο σημαντικό είναι ότι είμαστε εκεί, ψάχνοντας να βρούμε τη στιγμή κατά την οποία μπορούμε να ανοίξουμε δίοδο. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα ισχυρότερα σημεία του κινήματος 15-Μ. Είχα ανατριχιάσει κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η Πλάθα Καταλούνια ήταν γεμάτη από ανθρώπους που τηρούσαν το χρονοδιάγραμμα, μιλώντας με μεγάφωνα, επικοινωνώντας μαζί. Υπήρχαν στιγμές που έκλαιγες, γεμάτες συναίσθημα. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα να δω κάτι τέτοιο στη ζωή μου, ούτε καν στα όνειρά μου, αλλά ήταν εκεί.”

 

Δημοσιεύτηκε στο openDemocracy

Πηγή – Μετάφραση: εργατική εφημερίδα Δράση

 

Στα ελληνικά έχει εκδοθεί το επιμελημένο από την Μαρίνα Σιτρίν βιβλίο Οριζοντιότητα – Φωνές Λαϊκής Εξουσίας στην Αργεντινή

Η ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΑΛΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ: ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κείμενο της εκδήλωσης που διοργάνωσε η ΕΣΕ Ιωαννίνων στον Α.ΚΟΙ.Χ.Ι. στις 24/11 με θέμα: Η γενική απεργία ως μέσο πάλης στη σημερινή συγκυρία: μια αποτίμηση των κινητοποιήσεων του προηγούμενου διαστήματος.

 

 

Image31φωτογραφια απο την αφισα καλεσμα

Κατα την διαρκεια του Οκτωβρίου και με αφορμή την κύρηξη γενικής απεργίας στις 6 Νοέμβρη, αισθανθήκαμε την ανάγκη να μιλήσουμε για το ξέφτισμα των απεργιών το τελευταίο διάστημα, να μελετήσουμε τις επιπτώσεις τους, θετικές ή αρνητικές, στο κίνημα, να διερευνήσουμε το βαθμό επιρροής τους στους αγώνες της εποχής μας. Είναι γεγονός πως η δική μας συνέλευση, θα ήταν δύσκολο να μην επηρεαστεί απο την ύφεση που ακολούθησε των κύκλο κινητοποιήσεων των προηγούμενων χρόνων. Η ΕΣΕ βρέθηκε στους δρόμους, τις απεργιακές πορείες, τους αποκλεισμούς και τις συνελεύσεις, με την ουσιαστική βοήθεια δεκάδων συντρόφων και συντροφισσών, αλλά και απλών εργαζόμενων που δεν καταγράφονται ως παρουσίες στον ευρύτερο ριζοσπαστικό χώρο της πόλης, οι οποίοι στήριξαν πρωτοβουλίες ή καλέσματα, αμύνθηκαν στις δυνάμεις καταστολής, ξεπάγιασαν απ’ το κρύο στις περιφρουρήσεις της ΒΙΠΕ. Το κεντρικό σημείο της ανάλυσής μας απο το 2009 οπου δημιουργηθήκαμε, ήταν και παρέμεινε καθ΄όλη αυτή την περίοδο η κομβικότητα της εργασίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ανάγκη ξεπεράσματος του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού με δημιουργία και ομοσπονδιοποίηση σωματείων βάσης και η καλλιέργεια εκείνων των συνθηκών που θα επέτρεπαν την πραγματοποίηση μιας γενικής απεργίας διαρκείας, που θα παρέλυε την παραγωγή και θα αποτελούσε ενδεχομένως, ειδικά εν μέσω της συστημικής κρίσης, την πιο αποτελεσματική επιλογή για την ανάσχεση της λυσσαλέας επίθεσης κρατους και αφεντικών. Προσπαθήσαμε κι εμείς-όπως άλλωστε κι άλλοι- να βρεθούμε σε κάθε απεργία που καλούνταν απο την ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, να εμπλέξουμε όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαμε στις διαδικασίες και και πορείες που διοργανώνονταν, να δράσουμε προπαγανδιστικά αλλα και ουσιαστικά για την ανάδειξη εν τέλει του κεντρικού διακυβεύματος της ανατροπής των μέτρων. Βρισκόμενοι λοιπόν στο σήμερα, αναρωτηθήκαμε για τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω, αλλά κυρίως για τον λόγο με τον οποίον θα καλούσαμε ξανά τον κόσμο σε συμμέτοχη στην τελευταία απεργία. Τώρα που οι χιλιάδες έχουν ξαναγυρίσει στον καναπέ, που οι αγανακτισμένοι δεν ανταποκρίνονται στα διαδικτυακά καλέσματα για να πλυμμηρίσουν τις πλατείες και να “ξυπνήσουν”, τώρα που ακόμη και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα έχουν χάσει την θεσμική λάμψη τους. Πως καλούμε λοιπόν ξανά κι εμείς σε μια τέτοια απεργία, που δεν έχει καμία ελπίδα ούτε να είναι μαζική, ούτε να έχει δυναμισμό πόσο μάλλον μια πιθανότητα να ανατρέψει έστω ένα μέτρο;

Τόσο πρίν, όσο και κατα την διάρκεια της κρίσης, η μεθοδολογία με την οποία καλούνταν οι γενικές απεργίες,είχε κυρίως δυο χαρακτηριστικά, εντοπισμένα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ: την εκτόνωση και τον εργοδοτικό χαρακτήρα της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Οι γενικές απεργίες καλούνταν “από τα πάνω” και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των απεργών, δεν έβαζαν ζητήματα διάρκειας και οργανωτικού βάθους, χειραγωγούσαν τους εργατικούς αγώνες και εκτόνωναν τη “διάθεση του κόσμου”. Απο την άλλη όχθη, οι πολιτικοποιημένοι συνδικαλιστές του ευρύτερου ριζοσπαστικού χώρου, προέτασσαν τους ακηδεμόνευτους αγώνες και το σύνθημα της γενικής απεργίας διαρκείας. Η επιλογή αυτού του συνθήματος μοιάζει να ήταν το μοναδικό που μπόρεσε στοιχειωδώς να επεξεργαστεί το κίνημα εν μέσω ραγδαίων εξελίξεων, χωρίς όμως να προσδιοριστεί η αφηρημένη του εννοιολόγηση. Κι αυτό γιατί εστιάζει μόνο στα “γενικά” χαρακτηριστικά της γενικής απεργίας και όχι στο συγκεκριμένο ρόλο της σε κάθε κύκλο κινητοποιήσεων, γιατί υποθέτει μια τελείως γραμμική σχέση μεταξύ της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και “των-από-κάτω” και γιατί συνηθίζει να παραβλέπει (ή να προσπερνά έντεχνα) τις αδυναμίες του κινήματος να θέσει με αυτόνομους πολιτικούς όρους το ζήτημα της γενικής απεργίας. Ύπάρχουν διάφοροι παράγοντες που καθορίζουν απλά και μόνο την διεξαγωγή μια γενικής απεργίας. Παραδείγματος χάριν, η διάθεση του κόσμου και η επιρροή που ασκεί πάνω της ο προπαγανδιστικός μηχανισμος(ΜΜΕ) αλλά και η στρατηγική των ρεφορμιστικών συνδικάτων. Η χειραγωγική εμβέλεια της ΓΣΣΕ/ΑΔΕΔΥ, ή πιο απλά, το κατα πόσο εκπροσωπεί πραγματικές εργατικές κοινότητες για να τις χειραγωγήσει. Η “δουλειά βάσης” πρίν την απεργία ή την κύρηξή της, η οργάνωση ουσιαστικών όρων για την συμμετοχή των εργαζομένων. Η αδυναμία του κινήματος να θέσει στρατηγική βάθους στους εργασιακούς χώρους, πόσω μάλλον να μιλήσει για απεργία διαρκείας με υλικούς όρους. Η αντικειμενική διαπίστωση οτι μια απεργία που καλείται εν μέσω κινηματικών διεργασίων είναι πολύ διαφορετική, αλλά όχι απαραιτήτως πιο ριζοσπαστική, απο τις απεργίες που καλούνται εν απουσία κινήματος. Προφανώς δεν έχουμε καμια “ολοκληρωμένη θεωρία” πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Το μόνο που θέλουμε είναι να τα μοιραστούμε σε μια συζήτηση περισσότερο αυτοκριτικής κι όχι έξω απο τον χορό.

Υπάρχει αναμφισβήτητα μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα απογοήτευσης η οποία ήταν ιδιαιτέρως αισθητή στις κινητοποιήσεις του τελευταίου χρόνου. Η φράση “δεν γίνεται τίποτα” κυριαρχεί ακόμη και στις τάξεις των σταθερά εδώ και χρόνια αγωνιζόμενων. Φυσικά είναι γνωστό ότι η απογοήτευση αυτή δεν εμφανίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότερες γενικές απεργίες καλούνταν εν όψει των νέων – κάθε φορά – μέτρων και κατά κανόνα κορυφώνονταν κατά τη μέρα της ψήφισης. Η πλειοψηφία των διαδηλωτών κατέβαινε στο δρόμο με την προσδοκία να ακυρώσει τα μέτρα, ή έστω με την ελπίδα ότι τα μέτρα μπορούν να ακυρωθούν. Όμως παρά τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, τη σφοδρότητα των συγκρούσεων και το συχνά εξεγερσιακό κλίμα τα μέτρα συνέχιζαν να ψηφίζονται κι ο κόσμος επέστρεφε σπίτι του ποντάροντας στην επόμενη μάχη. Αυτή η αντιφατική πεποίθηση, αυτά τα “κομβικά ραντεβου” που όλοι περίμεναν και ποτέ δεν ερχόταν, αποτελεί την κορύφωση και το όριο των γενικών απεργιών του τελευταίου διαστήματος.

Η μαζική και μαχητική διαδήλωση που θα ακύρωνε τα κυβερνητικά μέτρα, αναπτύχθηκε σαν απόρροια του ίδιου του χαρακτήρα της γενικής απεργίας από το ’10 και μετά. Κι αυτό διότι απο τότε και μετά, αλλάζει η ταξική σύνθεση όσων κατεβαίνουν στην απεργία, για να είμαστε πιο ακριβείς, όσων εναντιώνονται στα νέα μέτρα. Η ταξική σύνθεση που προκύπτει από την τεράστια άνοδο της ανεργίας, την κατάρρευση της μεσαίας τάξης και τη γενίκευση των επισφαλών συνθηκών εργασίας βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ίδια τη σύνθεση του “απεργιακού σώματος”. Χοντρικά από τη μία πλευρά είχαμε τη κεντρική παρουσία του υποκειμένου που κινείται μεταξύ πανεπιστημίου, επισφάλειας και ανεργίας, και από την άλλη τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα που βλέπουν όλες τους τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα να μπαίνουν ευθέως στο στόχαστρο. Η “τυπική” συμμετοχή των εργαζόμενων στην απεργία παρέμεινε μικρή, παρά την μαζικότητα των διαδηλώσεων, καθώς στα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα η λέξη “απεργία” είναι σχεδόν απαγορευμένη. Το διακύβευμα κάθε γενικής απεργίας, το ραντεβού δρόμου, ήταν πλέον η μέρα και ώρα ψήφισης των μέτρων. Ας θυμηθούμε ότι η κοινωνική έκρηξη της Κυριακής 12 Φλεβάρη ήρθε έπειτα από δύο πρωινά χλιαρών και άμαζων απεργιακών διαδηλώσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι γενικές απεργίες έμοιαζαν λιγότερο με το παραδοσιακό παράδειγμα του “απεργιακού μπλοκαρίσματος της παραγωγής” και περισσότερο με εκρήξεις οργής των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Θεωρούμε ότι η κατάσταση αυτή αποτέλεσε ένα ξεπέρασμα του αποσπασματικού ή συμβολικού χαρακτήρα των γενικών απεργιών των προηγούμενων χρόνων. Το εκάστοτε “ραντεβού” με την κυβέρνηση έδινε μια αίσθηση πολιτικού διακυβεύματος στους διαδηλωτές. Ήταν αυτό που έκανε τις διαδηλώσεις αποφασιστικές και μαχητικές, αυτό που έκανε τον κόσμο να συγκρούεται επί ώρες με τις κατασταλτικές δυνάμες, να μην εγκαταλείπει το δρόμο, να χτίζει σχέσεις αλληλεγγύης και μοιράσματος, να υποχωρεί, να ανασυντάσσεται, να επιτίθεται. Πολύς κόσμος κατέβηκε για πρώτη φορά στο δρόμο και πίστεψε στη συλλογική δύναμη που αναδυόταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή – ότι μπορεί δηλαδή να μπλοκάρει τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις.

Ο πολιτικός αυτός χαρακτήρας της γενικής απεργίας, διάχυτος όσον αφορά την κοινωνική της σύνθεση και συγκεκριμένος όσον αφορά το διακύβευμα στο δρόμο, ενισχύθηκε και κορυφώθηκε από τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτησαν οι κινηματικές διαδικασίες βάσης – αρχικά η συνέλευση της πλατείας Συντάγματος και έπειτα οι λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες των γειτονιών και των επαρχιακών πόλεων. Οι συνελέυσεις αυτές αποτέλεσαν πολύ σημαντικό στοιχείο της έκβασης κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, αποτέλεσαν έναν προνομιακό δημόσιο χώρο και χρόνο όπου ζυμώθηκαν πολιτικά ζητήματα, χτίστηκαν σχέσεις αλληλεγγύης και εμπιστοστύνης και προετοιμάστηκε υλικά η παρουσία του κόσμου στο δρόμο και δεύτερον, οι προσυγκεντρώσεις/πορείες που πραγματοποιούνταν στις γειτονιές μετέφεραν το απεργιακό κλίμα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγκρουσιακότητα και μαζικοποίηση των κεντρικών ραντεβού, όπως για παράδειγμα το διήμερο 28-29 Ιούνη (όπου επιχείρησαν μπλοκάρισμα του Κοινοβουλίου) και τη 12η Φλεβάρη (όπου τα μπλοκ των συνελεύσεων υπήρξαν βασικό σημείο αναφοράς στους φλεγόμενους δρόμους του κέντρου). Παρ’όλα αυτά, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε οτι οι συνελεύσεις αυτές, μαζικοποιήθηκαν σε αυτόν το βαθμό ακριβώς γιατι δεν υπήρχε την δεδομένη στιγμή άλλο κοινωνικό πεδίο έκφρασης, ούτε συνδικάτο που να χαίρει εμπιστοσύνης, ούτε κόμμα να πείσει και να τραβήξει απο το μανίκι τις μάζες.

Ποιο ήταν, λοιπόν, το νόημα των κομβικών ραντεβού; Το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου προσδωκούσε, ρητά ή άρρητα, ότι με τη μαζική και μαχητική του παρουσία στο δρόμο θα ανατρέψει τα μέτρα, ή και την κυβέρνηση την ίδια. Κάθε φορά που τα μέτρα ψηφίζονταν, ο χρόνος της κοινωνικής δυσαρέσκειας μετρούσε αντίστροφα. Η απογοήτευση που συσσωρευόταν μετά από κάθε χαμένο ραντεβού οδηγούσε στο αδιέξοδο και έδειχνε τα όρια αυτών των κεντρικών ραντεβού. Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που κατέβηκε στο δρόμο, υποβοηθούμενο φυσικά απ’ την αριστερή φιλολογία, αντιμετώπισε το ζήτημα των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης στην καθημερινότητά του σαν ζήτημα κεντρικής πολιτικής απόφασης. Με λίγα λόγια, ότι το μπλοκάρισμα των μέτρων θα φέρει τέλος στην κρίση. Ότι αν η κυβέρνηση πιεστεί και δεν ψηφίσει τα μέτρα (ή αν πέσει και βρεθεί μια κυβέρνηση που δεν θέλει να τα ψηφίσει..), η κρίση θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Έτσι, παρόλο που οι υλικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης γίνονταν όλο και σκληρότερες σε καθημερινό επίπεδο, η αντιμετώπισή τους παρέμενε αφηρημένη. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι περισσότερο απο προφανή. Αν εμφανιζόταν μια πολιτική δύναμη που να μπορούσε

να εφαρμόσει το παραπάνω πρόγραμμα με όποιον τρόπο, αν μπορούσε δηλαδη να δώσει σάρκα και οστά σε αυτές τις ελπίδες, θα έχαιρε ευρείας αποδοχής. Κι αυτό συνέβη στις εκλογές του 12΄. Για δυο ολόκληρους μήνες, το “απεργιακό τσουνάμι” δεν βρήκε όχθη να ξεβράσει την εκρηκτικότητα του. Αφομοιώθηκε πλήρως απο τις προεκλογικές συγκεντρώσεις και υποσχέσεις. Με άλλα λόγια το εργατικό κίνημα του προηγούμενου κύκλου αγώνων, έθεσε τα όρια των ταξικών του διεκδικήσεων, στριμόχνωντας τες στις κάλπες. Σύσσωμες οι “αντιμνημονιακές” δυνάμεις, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, συμφωνούσαν σε ένα πράγμα. Στο να εκφραστούν οι αγώνες στις εκλογές, παραγνωρίζοντας σκοπίμως την ουσία και την γενουσιοργό αιτία τους. Το οτι κρίση είναι ζήτημα συνεχούς συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των από πάνω και των από κάτω – είναι ζήτημα ταξικού πολέμου. Οι μάχες αυτού του πολέμου δίνονται καθημερινά στα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής, στους εργασιακούς χώρους και τις γειτονιές σε κάθε πεδίο της ζωής.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που επηρέασε σίγουρα την έκβαση των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος, είναι η διάσταση, το ενδοταξικό χάσμα που δημιούργησε η κρίση και οι κυβερνητικές επιλογές διαχείρισής της, στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Με απλά λόγια, οι συγκεκριμένες αντιθέσεις σε αυτή την περίοδο, εντός των καταπιεσμένων.Πρόκειται για ένα κομβικό ζήτημα και μια σημαντική πηγή αντιφάσεων των σημερινών αγώνων. Προηγούμενες γενιές εργαζομένων συνηθισμένοι σε τελειως διαφοτερικές συνθηκες εργασίας αλλά και αγώνων, αδυνατούσαν να συναντηθούν με τους νεότερους να κατανοήσουν την ορμητικότητά και την οργή τους. Λέγοντας “παλιά” και “νέα” υποκείμενα αναφερόμαστε στις φιγούρες εργαζομένων που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, αλλά η καθεμιά αντιστοιχούσε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, σε μια διαφορετική εργασιακή ρύθμιση, αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα επιβίωσης και είναι συνηθισμένη σε διαφορετικές μορφές αγώνα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις κινητοποιήσεις στους δήμους. Απ’ τη μια πλευρά έχουμε τους μόνιμους εργαζόμενους των δήμων, οι οποίοι από το καθεστώς σταθερής εργασίας που βρίσκονται τώρα, με πετσοκομμένους μισθούς, μετέωροι μεταξύ διαθεσιμότητας και απόλυσης και κινητοποιούνται, κατά κύριο λόγο, μέσω των παραδοσιακών σωματείων τους. Απ’ την άλλη πλευρά έχουμε τους εργαζόμενους στην κοινωφελή εργασία, την ενοικιαζόμενη εργατική δύναμη που κινείται μεταξύ ανεργίας και επισφάλειας και η οποία αγωνίζεται, μέσω διαδικασιών βάσης, ενάντια στην καθυστέρηση ή μη-καταβολή του μισθού και τις εντατικοποιημένες εργασιακές συνθήκες. Παρόλο που και τα δύο υποκείμενα βρίσκονται σε κινητοποιήσεις συνυπάρχοντας στους ίδιους χώρους εργασίας, οι δυσκολίες να συναντηθούν μεταξύ τους είναι μεγάλες.

Αν θα μπορούσαμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα για τους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, τόσο ως κριτική αποτίμηση όσο και για την γενική απεργία αυτή καθ΄αυτή, είναι οτι ακόμη και σε περίοδο κρίσης του κεφαλαίου, καμιά κοινωνική διεργασία δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Ούτε οι έφοδοι στον ουρανό γίνονται επειδή ο κόσμος πεινάει, ούτε το κράτος μπορεί να επιβάλλει σιγή νεκροταφείου όση καταστολή κια ασκήσει. Αντιστοίχως, η συνδικαλιστική δραστηριότητα δεν μπορεί να παραμένει στατική. Εξελίσσεται, αναδιοργανώνεται, επεξεργάζεται τα λάθη του προηγούμενου διαστήματος. Το σίγουρο είναι πως όσοι ασχολούμαστε με τον επαναστατικό συνδικαλισμό και τους αγώνες βάσης στους χώρους εργασίας, έχουμε ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα προς τους γραφειοκράτες και όσους τους ακολουθούν: το μοντέλο τους απέτυχε. Κι εναπόκειται στον καθένα και καθεμιά απο μας να επικεντρώσουμε στα καθημερινά υλικά προβλήματα που απασχολούν εμάς και τους συναδέλφους μας για να το αποδείξουμε. Οι δυνατότητες των σημερινών αγώνων προκύπτουν από τα πεδία σύγκρουσης όπου ξεσπούν και ξεδιπλώνονται οι ίδιοι οι αγώνες. Δηλαδή από τις πραγματικές ανάγκες των ίδιων των αγωνιζόμενων και τις κινηματικές προτεραιότητες που προκύπτουν από αυτές. Πρώτον, τον αγώνα ενάντια στις απολύσεις και το ζήτημα του μισθού. Δεύτερον, την αντίσταση στις νέες μορφές διαχείρισης, πειθάρχησης και κατακερματισμού της εργατικής δύναμης, εκεί που ανεργία συναντά την επισφάλεια. Τρίτον, τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα και αλληλεγγύης στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, είτε με τη μορφή της αλληλοβοήθειας κυρίως και πρώτα με τη μορφή της διεκδίκησης,. Οι δυνατότητες που αναδύονται σ’ αυτά τα πεδία, εκεί που οι αγώνες γίνονται συγκεκριμένοι και εδράζονται στις καθημερινές ανάγκες, αναδεικνύουν τα όρια της γενικής απεργίας και θέτουν σε νέες βάσεις το ερώτημα της σύνδεσης, της οργάνωσης και διεκδικητικής αναβάθμισης των κοινωνικών αντιστάσεων.

 

Μαγαζιά – Λευκά Κελιά; Όχι, ευχαριστώ!