Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού / του Murray Bookchin / (μέρος δεύτερο)

μετάφραση από eagainst.com/μεταφραστική ομάδα

Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του κειμένου εδώ η εδώ.

CNT-1mayo2010Εργάτες και Πολίτες

Τι θεωρούσαν, τελικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές ως «προλεταριάτο», πέρα από αυτούς που ηταν σε θέση να συμπεριλάβουν στα συνδικάτα όπως οι «εργάτες γης» (κάτι το οποίο η CGT δεν έκανε και η CNT παραμέλησε σοβαρά στα τέλη της δεκαετίας του 20 και στις αρχές του 30);

Έχω αναφέρει ότι η έννοια αυτή προσδιοριζόταν κυρίως μέσα από Μαρξικές γραμμές, αν και δίχως την περισσότερο ερευνητική, αν και λανθασμένη, οικονομική ανάλυση του Μαρξ. Με έμμεσο τρόπο περιελάμβανε βασικές έννοιες στις οποίες βασιζόταν η θεωρία περί «ιστορικού υλισμού» του Μαρξ, κυρίως την άποψη ότι η οικονομία αποτελεί τη «βάση» της κοινωνικής ζωής, καθώς και την εξιδανίκευση των βιομηχανικών εργατών ως μια ιστορικά «ηγεμονική» τάξη. Προς τιμήν τους, οι μη συνδικαλιστές αναρχικοί, που ωστόσο υπήρξαν φιλικοί προς το συνδικαλισμό λόγω της ηθικής πίεσης, έτειναν ταυτόχρονα να αντιτίθενται σε αυτή την ανησυχητική απλούστευση των κοινωνικών ζητημάτων και δυνάμεων. Την παραμονή του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, η CNT αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από βιομηχανικούς εργάτες (μια πραγματικότητα, μπορώ να προσθέσω, που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Eric Hobsbawn για τους αναρχικούς ως «πρωτόγονους αντάρτες»). Η CNT είχε ήδη χάσει το μεγαλύτερο μέρος των αγροτών, οι οποίοι συντάχθηκαν με τις Ισπανικές Σοσιαλιστικές Αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, εκτός από μερικά «φρούρια» στην Ανδαλουσία και την Αραγονία (βλ. Malefakis, 1970). Η εικόνα που ο Gerald Brenan δίνει στον Ισπανικό αναρχισμό για το τέλος της δεκαετίας του 30 ως ένα αγροτικό κίνημα, αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά δημοφιλής, είναι σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένη. Αντιπροσωπεύει μια τυπική ανδαλουσιανή προσέγγιση αναφορικά με τον αναρχο-συνδικαλισμό που προώθησε μια περιορισμένη προοπτική για το κίνημα (Brenan, 1943)[5]. Στην πραγματικότητα, η αριστερή στροφή του Κόμματος των Ισπανών Σοσιαλιστών Εργατών (PSOE) το 1930 μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την είσοδο χιλιάδων Ανδαλουσιανών εργατών στα συνδικάτα που ελέγχονταν από τους Σοσιαλιστές, παρά του ότι εξακολουθούσαν να διατηρούν τις αναρχικές παρορμήσεις της προηγούμενης γενιάς (Bookchin, 1977, σ.274-75, 285, 288-90).

Παρά τον «ηθικό τόνο» που οι αναρχικοί έδωσαν στη CNT (όπως λέει ο Pons Prado στο ντοκιμαντέρ The Spanish Civil War), η εξαιρετικά οικονομίστικη έμφαση μελών της ηγεσίας της CNT, ή «σενετίστας», όπως ο Diego Abad de Santillán στο πολυδιαβασμένο του έργο After the Revolution, αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο ο συνδικαλισμός είχε απορροφήσει τον αναρχισμό στο όραμα για μια νέα κοινωνία, ασυναίσθητα συγχωνεύοντας μαρξικές μεθόδους πάλης, ιδέες οργάνωσης, καθώς και εξορθολογισμένες αντιλήψεις πάνω στην εργασία, με την προσήλωση του αναρχισμού στον «ελευθεριακό κομμουνισμό» (βλ. παραπομπές στον Bookchin, 1977, σ.310-11). Η ιδέα της CNT για την «κοινωνικοποίηση» της παραγωγής συχνά είχε να κάνει με μια εξαιρετικά συγκεντρωτική μορφή [της παραγωγής], παρόμοια με τη μαρξιστική έννοια της «εθνικοποιημένης» οικονομίας. Διέφερε πάρα πολύ λίγο από τις κρατικίστικες μορφές οικονομικού σχεδιασμού που σιγά-σιγά υποδαύλισαν τον εργατικό έλεγχο απ’ το επίπεδο της μονάδας παραγωγής. Οι προσπάθειές τους οδήγησαν σε σοβαρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πιο «ηθικιστών» αναρχικών και των «ρεαλιστών» συνδικαλιστών, των οποίων οι ελευθεριακές απόψεις συχνά σερβίρονταν ως επικάλυψη μιας στενά συνδικαλιστικής νοοτροπίας (βλέπε Fraser, 1979, σελ 221-22, Peirats, σ.295-96)[6]

Πράγματι, η CNT έγινε ολοένα και πιο γραφειοκρατική μετά τις αλκυονίδες μέρες του 1936, μέχρι που το σύνθημα της για «ελευθεριακό κομμουνισμό» αποτελούσε απλά ηχώ του αναρχικού ιδεώδους των προηγούμενων δεκαετιών (Peirats, nd, σ. 229-30). Απ’ το 1937, και ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Μάη, το συνδικάτο ήταν μόνο κατ’ όνομα αναρχοσυνδικαλιστικό. Οι κυβερνήσεις της Μαδρίτης και της Καταλονίας είχε τον έλεγχο των περισσότερων βιομηχανικών κολλεκτίβων, αφήνοντας μόνο να εμφανίζονται ως εργατικά ελεγχόμενες στις περισσότερες βιομηχανίες. [7] Η επανάσταση είχε τελειώσει. Είχε παραδωθεί και υπονομευθεί όχι μόνο από τους κομμουνιστές, τους δεξιούς σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους, αλλά από τους «ρεαλιστές» μέσα στην ίδια την CNT.

Πώς όμως μια τόσο σαρωτική αλλαγή έλαβε χώρα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αναρχο-συνδικαλιστική οργάνωση με τόσο μεγάλη υποστήριξη απ’ το προλεταριάτο; Πώς είναι δυνατόν ένα ομολογουμένως ελευθεριακό κίνημα, κατά δήλωση και του Frederica Montseney (βλέπε Granada Films, n.d), το οποίο θα μπορούσε να έχει σταματήσει την προέλαση του Φράνκο χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ελευθεριακές τακτικές – και μ’ αυτό εννοώ τη διατήρηση των πολιτοφυλακών, την κολλεκτιβοποίηση της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής και την αποφασιστική υπεράσπιση των κεκτημένων της επανάστασης στις πόλεις και την επαρχία απέναντι στην αταλάντευτη κομμουνιστική στρατηγική της αντεπανάστασης – να μην καταφέρει τελικά να πετύχει αυτό τον στόχο; Kαι να αποτύχει μάλιστα με τόσο τραγικό, εξευτελιστικό και απογοητευτικό τρόπο; Οι στρατιωτικές νίκες του Φράνκο και ο φόβος που αυτές προκάλεσαν δεν εξηγούν πλήρως αυτή την ήττα. Ιστορικά, καμία επανάσταση δεν έχει προκύψει δίχως εμφύλιο πόλεμο, και δεν ήταν σε καμία περίπτωση φανερό ότι ο Φράνκο λάμβανε αποτελεσματική στρατιωτική υποστήριξη από τη Γερμανία και την Ιταλία μέχρι και το 1937. Ακόμη κι αν εξωτερικές συγκυρίες καταδίκαζαν την επανάσταση σε ήττα, όπως φαίνεται να πίστευε ο Leval (1975, p 68.) και ο Abad de Santillán (1940), το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα φαινόταν να έχει λίγα να χάσει εκείνη τη στιγμή αν επέτρεπε στην εξέγερση της Βαρκελώνης το Μάη του 1937 να ανακτήσει τα κέρδη της επαναστασης και να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τους εχθρούς μέσα στη Ρεπούμπλικα. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι εργάτες που έστησαν τα οδοφράγματα στη Βαρκελώνη επέτρεψαν στους εαυτούς τους να αφοπλιστούν κατά τη διάρκεια εκείνης της μοιραίας εβδομάδας, υπακούοντας στην ηγεσία;

Αυτές οι ερωτήσεις παραπέμπουν σ’ ένα υπόρρητο ζήτημα που έχει να κάνει με τις περιορισμένες δυνατότητες ενός κινήματος που ευνοεί οποιαδήποτε τάξη ως «ηγεμονική» στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Τέτοια ζητήματα, όπως ποια διαστρωμάτωση, τάξη ή σύνολο ομάδων στην κοινωνία αποτελούν το «υποκείμενο» της ιστορικής αλλαγής, σήμερα βρίσκονται στο προσκήνιο των συζητήσεων σε όλα σχεδόν τα ριζοσπαστικά κινήματα – με πιθανή εξαίρεση τον αναρχο-συνδικαλισισμό, όπως έχω διαπιστώσει. Στην Ισπανία, να είστε σίγουροι, οι πιο ένθερμοι αναρχικοί πήγαν στο μέτωπο κατά τους πρώτους μήνες του εμφυλίου πολέμου και υπέφεραν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό απωλειών, γεγονός που πιθανόν να συνέβαλε στη σημαντική μείωση της «ηθικής τάσης» του κινήματος μετά το 1936. Αλλά ακόμη κι αν αυτοί οι αναρχικοί αγωνιστές έμεναν πίσω, είναι αμφίβολο αν πραγματικά θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τη συνδικαλιστική νοοτροπία στο κίνημα και τις δυνάμεις της αδράνειας που διαμόρφωσαν τη νοοτροπία της ίδιας της εργατικής τάξης.

Γεγονός, λοιπόν, που μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό που κατά την άποψη μου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές σφάλματος αναφορικά με την έννοια της προλεταριακής ηγεμονίας: η βιομηχανική εργατική τάξη, εξαιτίας όλης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης που οποία έχει υποστεί, είναι βέβαιο ότι θα εμπλακεί σε ταξικούς αγώνες και θα παρουσιάσει σημαντική κοινωνική μαχητικότητα. Αλλά σπάνια η ταξική πάλη κλιμακώνεται σε ταξικό πόλεμο ή η κοινωνική μαχητικότητα εκρήγνυται ως κοινωνική επανάσταση. Η αδιέξοδη τάση των Μαρξιστών και των αναρχο-συνδικαλιστών να μπερδεύουν τον αγώνα με τον πόλεμο και τη μαχητικότητα με την επανάσταση μαστίζει τη ριζοσπαστική θεωρία και πράξη για πάνω από έναν αιώνα, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της εποχής του «προλεταριακού σοσιαλισμού», απ’ το 1848 έως το 1939, που έδωσε ώθηση στο μύθο της «προλεταριακής ηγεμονίας». Όπως ισχυρίζεται ο Franz Borkenau, είναι πιο εύκολο να ξυπνήσουν εθνικιστικά συναισθήματα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης απ’ ότι συναισθήματα διεθνούς ταξικής αλληλεγγύης, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου, όπως μας αποκάλυψαν ξεκάθαρα οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα (Borkenau, 1962,8 σ.57-79). Είναι γνωστό ότι οι Μαρξιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές χρεώνουν την αποτυχία του προλεταριάτου να εγκαθιδρύσει μια νέα κοινωνία σε κάποια «προδοσία». Μπορεί όμως κάποιος ν’ αναρωτηθεί πραγματικά αν μια τέτοια «προδοσία» καταδεικνύει ένα συστημικό παράγοντα που καθιστά αδιευκρίνιστο και άνευ νοήματοςτο «προλεταριάτο» αυτού του είδους -το οποίο οι μαρξιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές προβάλλουν ως τη βάσηγια την προνομιακή θέση που δίνουνστην εργατική τάξη συνολικά, στο όνομα της «προλεταριακής ηγεμονίας».

Η συχνή έλλειψη επεξηγήσεων αναφορικά με την έννοια της «προλεταριακής ηγεμονίας» οδηγεί σε μια στενή ιστορική κατανόηση σχετικά με τους εργάτες που εστησαν οδοφράγματα στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1848, στην Πετρούπολη το 1905 και το 1917, και στην Ισπανία μεταξύ 1870 και 1936. Οι «προλετάριοι» αυτοί ήταν συνήθως τεχνίτες για τους οποίους το εργοστασιακό σύστημα αποτελούσε πολιτιστικά ένα νέο φαινόμενο. Πολλοί άλλοι προέρχονταν από αγροτικό υπόβαθρο και τους χώριζαν μία ή δύο γενιές μόνο από τον αγροτικό τρόπο ζωής. Μεταξύ αυτών των «προλετάριων» η βιομηχανική πειθαρχία, καθώς και ο εγκλωβισμός τους εντός των εργοστασιακών εγκαταστάσεων παρήγαγε πολύ ανησυχητικές πολιτισμικές και ψυχολογικές εντάσεις. Ζούσαν σε ένα πεδίο δυνάμεων μεταξύ του προβιομηχανικού, εποχιακά καθοριζόμενου και αρκετά ήρεμου βιοτεχνικού ή αγροτικού τρόπου ζωής από τη μία πλευρά, και του εργοστασιακού ή εργαστηριακού συστήματος που χαρακτηριζόταν από τη μέγιστη και ιδιαίτερα εξορθολογισμένη εκμετάλλευση, τους απάνθρωπους μηχανιστικούς ρυθμούς, τις συνωστισμένες πόλεις που έμοιαζαν με συνωστισμένους στρατώνες και τις εξαιρετικά βάναυσες συνθήκες εργασίας, από την άλλη. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι αυτό το είδος της εργατικής τάξης υπήρξε εξαιρετικά εμπρηστικό, και ότι οι ταραχές θα μπορούσαν εύκολα να εξελιχθούν σχεδόν σε εξεγέρσεις.

Ο Μαρξ είδε το προλεταριάτο ως «μια τάξη πάντα αριθμητικά αυξανόμενη, πειθαρχημένη, ενωμένη, οργανωμένη από τους μηχανισμούς της διαδικασίας της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής». Όσο για την ταξική πάλη: «η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας τουλάχιστον φτάνει στο σημείο όπου καθίσταται ασύμβατη με το καπιταλιστικό της περίβλημα. Το περίβλημα έχει σπάσει. Παντού ακούγεται η πένθιμη κωδωνοκρουσία της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώθηκαν» (Marx, 1906, Τόμος 1., 836 έως 37 σελ.). Οι αναρχοσυνδικαλιστές, στην προσπάθειά τους να υιοθετήσουν ποικίλες εναλλακτικές λύσεις σχετικά με τη διαχείριση του βιομηχανικού συστήματος μοιράστηκαν με τους μαρξιστές αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα για την τύχη του καπιταλισμού και το ρόλο του προλεταριάτου. Στην Ισπανία, αυτή η οικονομιστική προσέγγιση, μαζί με την υψηλή εκτίμηση της για την ενότητα που το εργοστασιακό σύστημα επιβάλλει στους εργαζόμενους, αποδείχθηκε μοιραία. Στις περιοχές που επηρεάζονταν από τη CNT, οι εργάτες πράγματι «απαλλοτρίωσαν» την οικονομία, αν και με διάφορους τρόπους και μορφές: από «νεο-καπιταλιστικές» έως σε μεγάλο βαθμό «κοινωνικοποιητικές» (ή συγκεντρωτικές) μορφές. Αλλά ο «εργατικός έλεγχος», ανεξαρτήτως της μορφής του, δεν οδήγησε σε μια «νέα κοινωνία». Η κεντρική ιδέα πως ελέγχοντας μεγάλο μέρος της οικονομίας, το αναρχο-συνδικαλιστικό κίνημα θα μπορούσε στη συνέχεια να ελέγξει την κοινωνία (μια μάλλον απλουστευτική εκδοχή του ιστορικού υλισμού του Μαρξ) αποδείχθηκε μύθος. Η κυβέρνηση της Καταλονίας συγκεκριμένα, πριν τελικά στραφεί στη βία με στόχο να διαλύσει εντελώς τον «κοινωνικοποιημένο» εργατικό έλεγχο, άσκησε επιρροή στην καταλανική οικονομία και το εμπορικό της σύστημα και απλά εισήγαγε τους δικούς της εκπροσώπους στις «επιτροπές των εργαζομένων» και τους συνομοσπονδιακούς φορείς, φτάνοντας στο σημείο να μετατρέψει τις βιομηχανικές κολλεκτίβες σε de facto εθνικοποιημένες επιχειρήσεις (βλ. Laval, 1975, σ.279).

Στο βαθμό που η μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο συγκρούονται μεταξύ τους οικονομικά, ο ανταγωνισμός τους- που είναι αληθινός- συνήθως λαμβάνει χώρα μέσα σ’ ένα εξ’ ολοκλήρου αστικό πλαίσιο, όπως είχε προβλέψει o Μαλατέστα γενιές πριν. Ο αγώνας των εργατών με τους καπιταλιστές είναι ουσιαστικά μια σύγκρουση μεταξύ δύο αλληλένδετων συμφερόντων που τρέφεται από το ίδιο το καπιταλιστικό πλέγμα των συμβατικών σχέσεων στις οποίες συμμετέχουν και οι δύο τάξεις. Συνήθως αντιπαρατίθενται υψηλότεροι μισθοί έναντι υψηλότερων κερδών, λιγότερη εκμετάλλευση έναντι μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, και καλύτερες συνθήκες εργασίας έναντι χειρότερων συνθηκών. Αυτές οι προφανώς διαπραγματεύσιμες συγκρούσεις σχετίζονται με διαφορές στο βαθμό, όχι το είδος. Είναι θεμελιωδώς συμβατικές διαφορές και όχι κοινωνικές.

Ακριβώς επειδή το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι «πειθαρχημένο, ενωμένο, οργανωμένο από τον ίδιο το μηχανισμό της καπιταλιστικής παραγωγής», όπως το έθεσε ο Μαρξ, είναι επίσης πιο πειθήνιο στα εξορθολογισμένα συστήματα ελέγχου και στα ιεραρχικά συστήματα οργάνωσης απ΄ότι ήταν τα προκαπιταλιστικά στρώματα που ιστορικά αποτέλεσαν το προλεταριάτο. Πριν αυτό το προλεταριάτο ενσωματωθεί στο εργοστασιακό σύστημα, ξεσήκωσε εξεγερσεις στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρωσία, την Ιταλία και σε άλλες σχετικά μη βιομηχανοποιημένες χώρες, εξεγερσεις που σήμερα θεωρούνται τόσο θρυλικές στα βιβλία της ριζοσπαστικής ιστορίας. Οι ιεραρχίες των εργοστασίων, με τις πολύπλοκες δομές διοικητικής επίβλεψης, συχνά μεταφέρθηκαν στα συνδικάτα, ακόμη και σ’ αυτά που δήλωναν αναρχοσυνδικαλιστικά, όπου οι εργαζόμενοι ήταν ασυνήθιστα ευάλωτοι απέναντι σε «εργατοπατέρες» όλων των ειδών – ένα πρόβλημα που συνεχίζει να μαστίζει το εργατικό κίνημα μέχρι και σήμερα.

Εφόσον οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι δογματικοί Μαρξιστές εξίσου συχνά χαρακτηρίζουν τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε αυτό το άρθρο ως «αντι-προλεταριακά» ή «εναντίον της εργατικής τάξης», επιτρέψτε μου να τονίσω για ακόμη μια φορά πολύ έντονα ότι δεν αρνούμαι τη σημασία της υποστήριξης των αναρχικών ιδανικών από την εργατική τάξη. Ούτε αποδοκιμάζω τα εξαιρετικά επιτεύγματα των Ισπανών εργατών και αγροτών στην επανάσταση του 1936, πολλά από τα οποία δεν έχουν προηγούμενο σε καμία άλλη επανάσταση. Αλλά θα ήταν μεγάλη αυταπάτη, θυματοποιώντας αναρχικούς εξίσου με αναγνώστες άλλων ριζοσπαστικών απόψεων, να αγνοήσουμε τους σημαντικούς περιορισμούς που επίσης σημάδεψαν την ισπανική επανάσταση- περιορισμούς με βάση τους οποίους (και βλέποντας τους εκ των υστέρων) θα πρέπει σήμερα να ανανεώσουμε την αναρχική θεωρία και πράξη. Πράγματι, πολλοί Ισπανοί αναρχικοί με διάφορους τρόπους αμφισβήτησαν σοβαρά την εμπλοκή του κινήματος τους με το συνδικαλισμό, ακόμη κι όταν ενέδωσαν, αρκετά δικαιολογημένα, σε μια συνδικαλιστική έκδοση «πολιτικής ορθότητας» που φαινόταν σημαντική μισό αιώνα πριν.

Προς τιμήν του, ο ισπανικός αναρχισμός – όπως και αναρχικά κινήματα αλλού – ποτέ δεν επικεντρώθηκε πλήρως στο εργοστάσιο ως το φυσικό τόπο της ελευθεριακής πρακτικής. Αρκετά συχνά κατά τον τελευταία αιώνα μέχρι και την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, χωριά, κωμοπόλεις, και γειτονιές μεγάλων πόλεων, όπως και δημοφιλή πολιτιστικά κέντρα, υπήρξαν σημαντικές εστίες των αναρχικών δραστηριοτήτων. Σε αυτούς τους κατ’ ουσία αστικούς χώρους, οι γυναίκες όπως κι οι άνδρες, οι αγρότες όπως και οι εργαζόμενοι, οι ηλικιωμένοι όπως και οι νέοι, οι διανοούμενοι όπως και οι εργάτες, τα ντεκλασέ στοιχεία όπως και εξέχοντα μέλη των καταπιεσμένων τάξεων- εν ολίγοις, ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που δεν τους απασχολούσε μόνο η δική τους καταπιεστική κατάσταση, αλλά που διακατέχονταν από ποικίλα ιδεώδη σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινοτική ελευθερία – υπήρξαν πόλος έλξης για τους αναρχικούς προπαγανδιστές και αποδείχθηκαν εξαιρετικά δεκτικοί σε ελευθεριακές ιδέες. Οι κοινωνικές ανησυχίες των ανθρώπων αυτών συχνά ξεπερνούσαν τα αυστηρά προλεταριακά προβλήματα και δεν εστίαζαν απαραίτητα σε συνδικαλιστικές μορφές οργάνωσης. Οι οργανώσεις τους, στην πραγματικότητα, ήταν ριζωμένες στις κοινότητες στις οποίες ζούσαν.

Τώρα μόλις αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, όπως έχω τονίσει σε γραπτά μου όλα αυτά τα χρόνια και όπως ο Manuel Castells (1983) έχει δείξει εμπειρικά, ότι πολλά ριζοσπαστικά εργατικά κινήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό αστικά φαινόμενα, ριζωμένα σε συγκεκριμένες γειτονιές στο Παρίσι, στην Πετρούπολη και τη Βαρκελώνη, καθώς και σε μικρές πόλεις και χωριά που σχημάτισαν τα πεδία όχι μόνο των ταξικών συγκρούσεων, αλλά και αστικών ή κοινοτικών αναταραχών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, καταπιεσμένοι και δυσαρεστημένοι πολίτες έδρασαν σε απάντηση στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όχι μόνο ως οικονομικές μονάδες, αλλά και ως κοινοτικές οντότητες. Οι γειτονιές τους, οι πόλεις τους και τα χωριά, με τη σειρά τους, αποτέλεσαν ζωτικές πηγές υποστήριξης για τους αγώνες τους ενάντια σε ένα ευρύ φάσμα καταπιεστικών συνθηκών που γενικεύτηκε πιο εύκολα και εξελίχθηκε σε ευρεία κοινωνικά κινήματα των οποίων η οπτική ήταν πιο ανοιχτή από αυτή των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν με τα μαγαζιά και τα εργοστάσια τους. Δεν ήταν μόνο το εργοστάσιο ή το εργαστήριο οι τόποι όπου οι ριζοσπαστικές αξίες και πλατιά κοινωνικά ιδανικά καλλιεργήθηκαν, αλλά και σε κοινοτικά κέντρα του ενός ή του άλλου είδους, ακόμα και σε δημαρχεία, όπως άλλωστε δείχνει κι η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871 με τόση σαφήνεια. Η μαζική κινητοποίηση ενάντια στην τσαρική καταπίεση δεν έλαβε χώρα μόνο μέσα στα εργοστάσια της Πετρούπολης, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή του Vyborg [της Πετρούπολης].

Ομοίως, η Ισπανική Επανάσταση γεννήθηκε όχι μόνο στις βιοτεχνίες κλωστοϋφαντουργείας και τα εργοστάσια της Βαρκελώνης αλλά και στις γειτονιές της πόλης, όπου οι εργάτες καθώς και όσοι δεν εργάζονταν, έστησαν οδοφράγματα, απέκτησαν τα όπλα που μπορούσαν, προειδοποίησαν τους συμπολίτες τους σχετικά με τους κινδύνους που έθετε η στρατιωτικη εξέγερση, λειτούργησαν συλλογικά σε ότι έχει να κάνει με τα εφόδια αλλά και την επιτήρηση για πιθανούς αντεπαναστάτες, και προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανάπηρων και ηλικιωμένων μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας σύγχρονης πόλης και λιμανιού. Ο Gaston Leval αφιερώνει ένα σημαντικό τμήμα του βιβλίου του, που ονομάζεται «Πόλεις και μεμονωμένα επιτεύγματα» σε μια πολιτειακή μορφή «κοινωνικοποίησης» που, κατά τα λεγόμενά του, θα πρέπει να αποκαλούμε κοινοτισμό, και που θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί κομμουναλισμός, τις ρίζες του οποίου βρίσκουμε στις ισπανικές παραδόσεις που είχαν απομείνει ζωντανές… Η πολιτειακή αυτή μορφή χαρακτηρίζεται απ’ τον κυρίαρχο ρόλο της πόλης, της κοινότητας, του δήμου, δηλαδη από την επικράτηση της τοπικής οργάνωσης που συνολικά αγκαλιάζει την πόλη(Laval, 1975, σ.279). Αυτό το είδος αναρχικής οργάνωσης με κανένα τρόπο δεν είναι μοναδικό στην Ισπανία. Αντιθέτως, είναι μέρος της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης που περιέγραψα προηγουμένως, και το οποίο έχει λάβει, πρέπει να τονίσω, ελάχιστη αναγνωριση από την εμφάνιση του συνδικαλισμού κι έπειτα.

Ο αναρχισμός, στην πραγματικότητα, δεν βοηθήθηκε από τις μορφές του συνδικαλισμού που μετατόπισαν το κέντρο βάρους τους από την κοινότητα στο εργοστάσιο και από τις ηθικές αξίες σε άλλες, οικονομικής φύσεως. Στο παρελθόν, αυτό που έδωσε «ηθικό τόνο» στον αναρχισμό – και στο οποίο πολύ συχνά οι «πρακτικοί» ακριβιστές στα σωματεία αντιστάθηκαν- ήταν αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον για ένα κομμουνισμό δομημένο γύρω από πολιτικές συνομοσπονδίες και αιτήματα για ελευθερία, ως τέτοια, όχι απλά για οικονομική δημοκρατία με τη μορφή του εργατικού ελέγχου. Προ-συνδικαλιστικές μορφές του αναρχισμού ασχολούνταν με την ανθρώπινη απελευθέρωση, με τα συμφέροντα του προλεταριάτου να μην έχουν παραμεληθεί αλλά να έχουν συγχωνευθεί σ’ ένα γενικευμένο κοινωνικό πρόταγμα που κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα αναγκών, ανησυχιών και προβλημάτων. Τελικά η ικανοποίηση και η επίλυση αυτών των αναγκών, των ανησυχιών και των προβλημάτων θα μπορούσαν να λυθούν μόνο στην κοινότητα, όχι σε ένα μέρος της, όπως η φάμπρικα, το εργαστήριο, ή το αγρόκτημα.

Στο βαθμό που οι αναρχικοί πίστευαν πως μια ελεύθερη κοινωνία θα είναι μη ιεραρχική, όπως και αταξική, ήλπιζαν πως τα εξειδικευμένα συμφέροντα θα έδιναν τη θέση τους στα συμφέροντα της κοινότητας και της περιφέρειας – ή και στην ίδια την κατάργηση της έννοιας “συμφέρον” – βάζοντας όλα τα προβλήματα της κοινότητας και της συνομοσπονδιοποιημένης περιοχής σε μια κοινή ατζέντα καθηκότων. Η ατζέντα αυτή θ’ αποτελούσε το κύριο μέλημα όλων συνολικά των ανθρώπων σε μία άμεση,«πρόσωπο-με-πρόσωπο», δημοκρατία. Οι εργαζόμενοι, οι καλλιεργητές, οι επαγγελματίες, και οι τεχνικοί, συνολικά όλοι οι άνθρωποι, δεν θα έπρεπε πια να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μέλη συγκεκριμένων τάξεων, επαγγελματικών ομάδων ή ομάδων που τους ενώνουν κοινά στοιχεία [τρόπος ζωής, κύρος, τιμή]. Θα έπρεπε να γίνουν πολίτες μιας κοινότητας, που ασχολείται όχι με την επίλυση μεμονωμένων και αντικρουόμενων συμφερόντων, αλλά μ’ έναν κοινό, γενικό, ανθρώπινο φορέα μέριμνας.

Είναι αυτό το είδος του ηθικού οράματος για μιανέα κοινωνία που καθιστά το σύγχρονο αναρχισμό τόσο επίκαιρο, όσο καμία άλλη μορφή κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τη χειραφέτηση και την κοινότητα αναφέρεται στα διαταξικά προβλήματα του φύλου, της ηλικίας, της εθνικότητας και της καταπίεσης της ιεραρχίας- των οποίων η έκταση φτάνει πέρα από τη διάλυση της ταξικά δομημένης οικονομίας. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν από μια πραγματικά ηθική κοινωνία στην οποία η εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους οδηγεί επίσης στην εναρμόνιση της ανθρωπότητας με το φυσικό κόσμο. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό το όραμα πιστεύω πως θα ήταν κατώτερο των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας να λειτουργήσει ως ένας λογικός, δημιουργικός και απελευθερωτικός παράγοντας τόσο στην κοινωνική όσο και τη φυσική ιστορία. Σε πολλά βιβλία και δοκίμια, έχω εκφράσει αυτή την ευρεία αντίληψη της αυτο-πραγμάτωσης της ανθρωπότητας σε αυτό που θεωρώ ότι αποτελεί ένα εποικοδομητικό όραμα της αναρχίας: μια αμεσοδημοκρατική, ανθρώπινης κλίμακας, συνομοσπονδιακή, οικολογικά προσανατολισμένη και κομμουνιστική κοινωνία.

Η διαιώνιση της ιστορικής μετατόπισης του αναρχισμού από μια, ως επί τω πλείστον, ηθική μορφή σοσιαλισμού (στην πιο γενική έννοια του όρου) στον αναρχο-συνδικαλισμό -σε μια κατά πολύ οικονομίστικη μορφή σοσιαλισμού, που συχνά θέτει τη δομή του εργοστασίου ως βάση του- θα ήταν κατά την άποψή μου πολύ οπισθοδρομική. Πολλές από τις, σε μεγάλο βαθμό, συνδικαλιστικές τάσεις στην Ισπανία και αλλού, που δηλώνουν πως πιστεύουν σε μια ελευθεριακή κομμουνιστική κοινωνία, δε δίστασαν να δανειστούν μεθόδους και ανήθικες μορφές συμπεριφοράς από την ίδια την καπιταλιστική οικονομία. Η οικονομίστικη νοοτροπία των λεγόμενων «πρακτικών» και «ρεαλιστών», που προφανώς γνώριζαν πώς να χειραγωγήσουν τους εργαζόμενους και να εκφράσουν τα πραγματιστικά τους συμφέροντα, είχαν ως αποτέλεσμα έναν αυξανόμενα αμοραλιστικό, ακόμη και ανήθικο τόνο στην ηγεσία της CNT. Αυτή η τάση φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει στο συρρικνούμενο αναρχοσυνδικαλισμό της δεκαετίας του 90•χαρακτηριστικά όπως η περιφρόνηση για διαφοροποιημένες ιδέες, το απλουστευτικό όραμα για κοινωνική αλλαγή, και μερικές φορές η απολυταρχική αξίωση της αναρχικής ιστορικής κληρονομιάς, βγαίνουν στην επιφάνεια, σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία, με μια συχνότητα που τείνει να καταστήσει τον αναρχο-συνδικαλισμό ένα μη ανεκτικό, αν όχι δυσάρεστο, κίνημα.

Κανείς, και λιγότερο απ’ όλους εγώ, δε θα ήθελε να εμποδίσει τους αναρχικούς απ’ το να εισχωρήσουν στα εργοστάσια, να μοιραστούν τα προβλήματα των εργατών, και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να τους ωθήσουν σε ελευθεριακά ιδανικά. Καλό θα ήταν, στην πραγματικότητα, αν πολλοί από αυτούς συνέχιζαν με τις δικές τους «ρεαλιστικά προσανατολισμένες» ιδέες, συμμετέχοντας παράλληλα στις ζωές των προλετάριων που τείνουν να υποστασιάζουν. Αυτό που αμφισβητώ είναι ο απατηλός ισχυρισμός ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός αποτελεί το σύνολο της αναρχικής σκέψης και πρακτικής, ότι είναι η «μόνη» ιδεολογία που «μπορεί να δημιουργεί σχέσεις μεταξύ αναρχικών ιδεών και εγαζομένων», ότι κηρύττει ένα δόγμα «προλεταριακής ηγεμονίας», παρά τις επανειλημμένες μεγάλου βεληνεκούς αποτυχίες ακόμα και μαζικών συνδικαλιστικών κινημάτων και τις συνεχείς στρεβλώσεις της συνδικαλιστικής ιστορίας. Παρά τους ισχυρισμούς του Helmut Rüdiger, το προλεταριάτο δεν αποτελεί «το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού». Αντιθέτως, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στις παραγωγικές και οργανωτικές μορφές του σύγχρονου καπιταλισμού, το προλεταριάτο των εργοστασίων μειώνεται δραστικά σε αριθμούς σήμερα, και το μέλλον των εργοστασίων με μεγάλο εργατικό δυναμικό είναι μετέωρο. Σίγουρα η Ισπανία σήμερα, όπως και ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, μοιάζει ελάχιστα με αυτό που ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα – ακόμη και μ’ αυτό που εγώ προσωπικά είδα στην Ισπανία πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Ευρύτατες τεχνολογικές επαναστάσεις και μεγάλες πολιτιστικές αλλαγές – που έχουν ως αποτέλεσμα οι πρώηνεργάτες με ταξική συνείδηση τώρα να ταυτίζονται με τη «μεσαία τάξη» – έχουν μετατρέψει τον αναρχο-συνδικαλισμό σε ένα φάντασμα του παλιού του εαυτού. Στο βαθμό που αυτό το φάντασμα αξιώνει ν’ αποτελεί το σύνολο του αναρχισμού, είναι εντελώς ανίκανο να ασχολείται με κοινωνικά ζητήματα που ήταν συγκαλυμμένα ακόμη και σε περασμένες εποχές, όταν η δέσμευση στον «προλεταριακό σοσιαλισμό» ήταν το σημαντικό χαρακτηριστικό των ριζοσπαστικών κινημάτων.

Στην πραγματικότητα, οι εργάτες πάντα ήταν κάτι περισσότερο από απλοί προλετάριοι. Όσο και να τους απασχολούσαν τα ζητήματα του εργοστασίου, οι εργάτες είναι την ίδια στιγμή και γονείς που ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους, άνδρες και γυναίκες, που ενδιαφέρονται για την αξιοπρέπεια, την αυτονομία και την ανάπτυξη τους ως ανθρώπινα όντα, γείτονες που νοιάζονται για την κοινότητά τους και άνθρωποι με ενσυναίσθηση που ενδιαφέρονται για την κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα του πολίτη και την ελευθερία. Σήμερα, πέρα από αυτά τα μη οικονομικά ζητήματα, έχουν κάθε λόγο ν’ ανησυχούν και για τα οικολογικά προβλήματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των γυναικών, τη δική τους απώλεια πολιτικής και κοινωνικής δύναμης, καθώς και την ενδυνάμωση του συγκεντρωτικού κράτους – προβλήματα που δεν είναι αποκλειστικά μιας συγκεκριμένης τάξης και που δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα στους τοίχους των εργοστασίων.Θα πρέπει σήμερα, θεωρώ, να είναι ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους αναρχικούς να βοηθήσουν τους εργάτες ν’ αποκτήσουν πλήρη επίγνωση όχι μόνο των ανησυχιών τους ως οικονομική τάξη, αλλά και των ευρύτερων ανθρώπινων ανησυχιών των εν δυνάμει πολιτών μιας ελεύθερης και οικολογικής κοινωνίας. Ο «εξανθρωπισμός» της εργατικής τάξης, όπως και κάθε άλλου τμήματος του πληθυσμού, εξαρτάται ζωτικά από την ικανότητα των εργαζομένων να αναιρέσουν την «εργατοσύνη» τους και να ανυψώσουν τον εαυτό τους πέρα από την ταξική συνείδηση και το ταξικό συμφέρον, σε μια κοινωνική συνείδηση, ως ελεύθεροι πολίτες που μόνοι μπορούν να εγκαθιδρύσουν μια μελλοντική ηθική, ορθολογική και οικολογική κοινωνία.

Όσο «πρακτικός» και «ρεαλιστικός» μπορεί να φαίνεται ο αναρχο-συνδικαλισμός, αντιπροσωπεύει κατά την άποψή μου, μια αρχαϊκή ιδεολογία ριζωμένη σε μια στενά οικονομίστικη αντίληψη του αστικού συμφέροντος, πράγματι, ενός συμφέροντος που εκφράζει ένα μόνο συγκεκριμένο τομέα. Στηρίζεται στην επιμονή σε κοινωνικές δυνάμεις, όπως το εργοστασιακό σύστημα και η παραδοσιακή ταξική συνείδηση του βιομηχανικού προλεταριάτου που μειώνονται ριζικά στον Ευρω-Αμερικανικό κόσμο σε μια εποχή ακαθόριστων κοινωνικών σχέσεων και διευρυμένων όσο ποτέ κοινωνικών ανησυχιών. Ευρύτερα ζητήματα και κινήσεις βρίσκονται τώρα στον ορίζοντα της σύγχρονης κοινωνίας που, ενώ πρέπει απαραιτήτως να συμπεριλάβουν τους εργάτες, απαιτούν μια προσέγγιση που ξεπερνά το εργοστάσιο, τα εργατικά συνδικάτα, καιτον προλεταριακό προσανατολισμό.

Σημειώσεις

[5] Μιλώ για την «Ανδαλουσιανή προσέγγιση» του Brenan, λόγω της έντονης τάσης του να υπερεκτιμά τον «πριμιτιβισμό» του ισπανικού αναρχισμού ως ένα αγροτικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, ο Ισπανικός αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός περισσότερο ήταν ριζωμένα στην ύπαιθρο (κυρίως από τη δεκαετία του 1930) και τα περισσότερα μέλη του προέρχονταν από το βορειοανατολικό τμήμα της Ισπανίας απ’ ότι στο νότο.
[6]Η αποκρουστική ώθηση της συνδικαλιστικής ηγεσίας της CNT στην κατεύθυνση μιας εικονικά αυταρχικής οργάνωσης- ή αυτού που ο Abad de Santillán αποκάλεσε «η Κομμουνιστική γραμμή» (όπως σημειώθηκε απ’τον Peiras) στις πολιτικές όσο και στη δομή– κάνουν πιο δραματική απ’ όσο μπορώ να περιγράψω την πρόβλεψη του Μαλατέστα και την αστάθεια της οργάνωσης όσον αφορά τη δεσμευση της στον «ελευθεριακό κομμουνισμό».
[7] Βλ. τη συνέντευξη του Fraser με τον Pons Prado στο Blood of Spain (σ. 223). Επίσης, στο σημείο αυτό βασίζω τα λεγόμενά μου στις συνεντεύξεις μου με τον Peirats στην Τουλούζη και με τον Leval στο Παρίσι, τον Σεπτέμβρη του 1967.
[8] Κατά τα άλλα, το βιβλίο Borkenau αξίζει πολύ λιγότερο, ιδίως όταν ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο ισπανικός αναρχισμός υπήρξε το υποκατάστατο του Ισπανικού Ρεφορμισμού και ότι το κίνημα ήταν από τη φύση του εξ ολοκλήρου μιλεναριστικό.

 

Βιβλιογραφία

Abad de Santillán, Diego 1940. Por qué perdimos la guerra. Buenos Aires, Imán

Abad de Santillán, Diego 1937. After the Revolution. New York, Greenberg

Bakunin, Michael 1870. “Representative government and universal suffrage”. In Bakunin on Anarchy, ed. Sam Dolgoff, pp. 218–24. New York, Alfred A. Knopf, 1972

Bakunin, Michael 1866. “Revolutionary catechism”. In Bakunin on Anarchy, ed. Sam Dolgoff, pp. 76–97. New York, Alfred A. Knopf, 1972

Bookchin, Murray 1969, 1971. “Listen, marxist!” In Post-Scarcity Anarchism. Montreal, Black Rose Books

Bookchin, Murray 1977. The Spanish Anarchists. New York, Free Life Editions (republication forthcoming by A.K. Press, Stirling, Scotland)

Bookchin, Murray n.d. The Third Revolution: Popular Movements in the Revolutionary Era (1525–1939). Unpublished manuscript

Borkenau, Franz 1962. World Communism. Ann Arbor, Mich., University of Michigan Press

Brenan, Gerald 1943. The Spanish Labyrinth. Cambridge, Cambridge University Press

Castells, Manuel 1983. The City and the Grassroots: A Cross-Cultural Theory of Urban Social Movements. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.

Fraser, Ronald 1984. “The popular experience of war and revolution 1936–38”. In Revolution and War in Spain, 1931–39, ed. Paul Preston. London and New York, Methuen

Fraser, Ronald 1979. Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War. New York, Pantheon Books

Goldman, Emma 1931. Living My Life. New York, Alfred A. Knopf

Granada Films. n.d. “Inside the Revolution,” part 5 of The Spanish Civil War.

Hyams, Edward 1979. Pierre-Joseph Proudhon: His Revolutionary Life, Mind and Works. London, John Murray

Kropotkin, Peter 1905. Anarchism. Entry from The Encyclopaedia Britannica. In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings by Peter Kropotkin, ed. Roger N. Baldwin. New York, Vanguard Press, 1927; Dover Publications, 1970

Kropotkin, Peter 1913. “Modern science and anarchism”. In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings by Peter Kropotkin, ed. Roger N. Baldwin. New York, Vanguard Press, 1927; Dover Publications, 1970

Leval, Gaston 1975. Collectives in the Spanish Revolution. Trans. Vernon Richards. London, Freedom Press

Magón, Ricardo Flores 1977. Land and Liberty: Anarchist Influences in the Mexican Revolution, ed. David Poole. Sanday, Orkney Islands, Cienfuegos Press

Malatesta, Errico 1922. In Umanità Nova, April 6. Reprinted in Errico Malatesta: His Life and Ideas, ed. Vernon Richards, pp. 116–19. London, Freedom Press, 1965

Malefakis, Edward E. 1970. Agrarian Reforms and Peasant Revolution in Spain. New Haven, Yale University Press

Marx, Karl 1906. Capital. Chicago, Charles H. Kerr & Co.

Peirats, Jose n.d. Anarchists in the Spanish Revolution (English translation of Los anarquistas en la crisis politica española, 1964). Toronto, Solidarity Books

Proudhon, Pierre-Joseph 1863. The Principle of Federation. Reprinted by Toronto, University of Toronto Press, 1969

Rüdiger, Helmut 1949. Über Proudhon, Syndikalismus und Anarchismus. In Anarchismus Heute: Positionen, ed. Hans-Jürgen Degen. Verlag Schwarzer Nachtschatten, 1991

Stearns, Peter 1971. Revolutionary Syndicalism and French Labor: A Cause Without Rebels. New Brunswick, N.J., Rutgers University Press

Woodcock, George 1962. Anarchism: A History of Libertarian Ideas and Movements. New York, World Publishing Co.

ΠΗΓΗ:eagainst.com

 

 

 

ΑΠ’ ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑ ΚΙ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΑ ΛΙΓΑ / η κρίση, η προέλευσή της, τα βασικά της δεδομένα και η συγκάλυψή τους

exofiloBLOCK
οριζόντια οργάνωση για την προλεταριακή αυτονομία

πρώτο τετράδιο για εργατική χρήση

ΑΠ’ ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑ
ΚΙ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΑ ΛΙΓΑ

η κρίση, η προέλευσή της,
τα βασικά της δεδομένα και η συγκάλυψή τους

 

οδηγίες για ναυαγούς!

Tί είναι η περιβόητη “κρίση”; Ποιά είναι τα πραγματικά της αίτια και χαρακτηριστικά; Ποιοί είναι οι κίνδυνοι, μέσα και έξω από εισαγωγικά, που απειλούν τις καπιταλιστικές κοινωνίες;
Πριν ένα μόλις χρόνο, το πρώτο μισό του 2009, οι περισσότεροι στα μέρη μας, σαν καχύποπτοι επαρχιώτες, ήταν σίγουροι ότι “δεν υπάρχει καμία κρίση” (στην ελλάδα τουλάχιστον)… Nα θυμίσουμε με τι ασχολούνταν, για παράδειγμα, τα κόμματα της αριστεράς το πρώτο μισό του 2009; Tο ένα, το μεγαλύτερο (το κκε), έκανε ολόκληρο συνέδριο για να επιβεβαιώσει πόσο σωστά τα έκανε όλα ο Στάλιν στην εσσδ, πράγμα εξαιρετικά επείγον αφού γι’ αυτούς τους ανθρώπους ο σταλινισμός δεν είναι μόνο παρελθόν αλλά και μέλλον!!! Tο άλλο, το μικρότερο (ο συ.ριζ.α), ετοιμαζόταν να στείλει 3 ή και 4 στελέχη του στις Bρυξέλλες, σαν ευρωβουλευτές, και ήταν μέσα στην “τρελή χαρά”!!!!
Tότε λοιπόν “δεν υπήρχε κρίση” ή ήταν “δημιούργημα των μήντια για να αποπροσανατολίσουν τον λαό”… Tο καλοκαίρι του 2009 πέρασε κουτσά στραβά με γκρίνια, μετά ήρθαν οι εκλογές… και μετά τις εκλογές; Mετά τις εκλογές υιοθετήθηκε η πιο πλαστή (αλλά χρήσιμη) ιδέα για το τί είναι αυτή η περιβόητη “κρίση”: είναι θέμα του “δημόσιου τομέα” και του “δημόσιου χρέους”! Έτσι, σκόπιμα, από διάφορες πλευρές, συσκοτίστηκε το θέμα. Aκόμα και τώρα, για τους περισσότερους / ες, η “κρίση” μοιάζει σαν ένα ένα ξαφνικό και άσχημο καιρικό φαινόμενο, που όμως θα είναι παροδικό. Ή, σαν μυστηριώδης επιδημία, απέναντι στην οποία ο καθένας πρέπει να δει αν έχει ανοσία ή όχι. Ή, μπορεί να είναι “θεϊκή τιμωρία”!… H μεταφυσική κάνει τη δουλειά της, ευνοώντας αντιδράσεις ενστικτώδεις έως πρωτόγονες.

 

Όμως αυτό που λέγεται “κρίση”, είτε στη σημερινή μορφή του είτε σε άλλες πιο ήπιες, είναι το μόνο σίγουρο του καπιταλισμού! Aυτό το σύστημα όπου λίγοι εκμεταλλεύονται την εργασία, την δημιουργικότητα και τη ζωή χιλιάδων και εκατομμυρίων ενόσω τους υπόσχονται επίγειους παραδείσους, έχει  δομικές αδυναμίες. Oι αντινομίες αυτές και το που οδηγούν είναι θέματα που έχουν μελετηθεί απ’ τους οικονομολόγους ήδη απ’ τον δέκατο ένατο αιώνα. Θεωρητικά λοιπόν όλα είναι γνωστά εδώ και 150 χρόνια!
Nαι – αλλά πρακτικά;

Tίποτα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό σε σχέση με τον καπιταλισμό, κι ακόμα λιγότερο σχετικά με την παρούσα φάση της κρίσης, αν δεν έχουμε καθαρά κατά νου τον βασικό του κανόνα. Πρόκειται για μια αλληλουχία “κινήσεων” των αφεντικών, που επαναλαμβάνονται αδιάκοπα, δημιουργώντας αυτό που λέγεται “κέρδος”. Tο “καφενείο των ανέργων” (μια ομάδα αυτόνομων εργατών) μοίρασε σε μερικές χιλιάδες αντίτυπα μία προκήρυξη τον Aπρίλιο του 2009, εξηγώντας με απλό τρόπο αυτόν τον κανόνα.
Λοιπόν, τ’ αφεντικά:
α) Mισθώνουν εργασία (δηλαδή εργάτες και εργάτριες) την οποία βάζουν να δουλέψει για λογαριασμό τους·
β) Πληρώνουν γι’ αυτήν την εργασία όσο λιγότερο μπορούν. Θα δούμε παρά κάτω πόσο κομβικό είναι αυτό το “όσο λιγότερο” για τις κρίσεις. Oπωσδήποτε όμως η αξία εκείνων που δημιουργεί η εργασία, είτε είναι πράγματα / αντικείμενα είτε υπηρεσίες, σε μία ώρα, σε μία μέρα, σε ένα μήνα, είναι πάντα πολύ μεγαλύτερη απ’ την αμοιβή της.
H διαφορά ανάμεσα στην “πολύ μεγαλύτερη αξία” όσων παράγονται και στον “πολύ μικρότερο μισθό” λέγεται υπεραξία.
γ) Πωλούν αυτά που παρήγαγαν οι εργάτες (είτε είναι πράγματα είτε υπηρεσίες). Kι αυτό επίσης είναι ένα κομβικό σημείο. Mέχρις ότου τα προϊόντα της παραγωγής πουληθούν σαν εμπορεύματα, η υπεραξία είναι ακόμα “θεωρητική”. Xρειάζεται να ανταλλαχθεί κάθε εμπόρευμα με χρήμα για να βάλει κάθε αφεντικό την υπεραξία στους λογαριασμούς του. Σαν χρήμα. Nωρίτερα, όταν το προϊόν / εμπόρευμα περιμένει τον αγοραστή του, η υπεραξία “μένει κρυμμένη”. Έχει κλαπεί μεν απ’ τον εργοδότη (αφού έχει πληρώσει λιγότερα απ’ όσα σκοπεύει να βγάλει), όμως η υπεραξία δεν έχει, ακόμα, πραγματοποιηθεί. Πραγματοποίηση της υπεραξίας σημαίνει αυτό: μετατροπή της κλεμμένης εργασίας σε χρήμα.
Kαταλαβαίνει ο καθένας εύκολα πως περιγράφουμε, σ’ αυτό το τρίτο σημείο, από διαφορετική γωνία, εκείνο που λέγεται “κατανάλωση”. H κατανάλωση είναι στρατηγικής σημασίας για την εκμετάλλευση της εργασίας: χωρίς την κατανάλωση η υπεραξία δεν πραγματοποιείται. Tο γεγονός ότι ανάμεσα στο αφεντικό της παραγωγής και τον τελικό καταναλωτή μπορεί να παρεμβάλλονται πολλά ενδιάμεσα αφεντικά (έμποροι, μεταφορικές εταιρείες, αποθηκευτικές εταιρείες κλπ) δεν αλλάζει τίποτα απ’ την λειτουργία. Aν τα εμπορεύματα “μείνουν στο ράφι” (του τελευταίου αφεντικού) αυτός δεν θα “καλύψει” την επιταγή που έδωσε στον προηγούμενο, αυτός με τη σειρά του τον πιο προηγούμενο, και ούτω καθ’ εξής: τελικά, η μη – πραγματοποιημένη – υπεραξία, θα διατρέξει ανάποδα, σαν “ζημιά”, όλο το κύκλωμα ως το αρχικό στάδιο, εκείνο της παραγωγής.

Tέτοια είναι η σειρά των γεγονότων, που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα, χιλιάδες, εκατομμύρια φορές, σ’ όλον τον πλανήτη, είτε αφορά την αγροτική παραγωγή, είτε την βιομηχανική, είτε τις υπηρεσίες. Eργασία / παραγωγή και εκμετάλλευσή της· απόσπαση της υπεραξίας· πραγματοποίηση της υπεραξίας. Kαι πάλι απ’ την αρχή.
Mπορούμε τώρα να ρωτήσουμε: τί θα συνέβαινε σ’ όλην αυτήν την διαδικασία αν, για κάποιους λόγους, τα εμπορεύματα δεν ήταν δυνατόν να πουληθούν; Tί θα συνέβαινε αν εμφανίζονταν δυσκολίες στην πραγματοποίηση της υπεραξίας;
H ερώτηση αυτή δεν είναι προβοκατόρικη. Tις εποχές του μεγαλύτερου καταναλωτικού παροξυσμού μπορεί κάποιος να σχηματίσει εμπειρικά την ιδέα ότι όλα τα εμπορεύματα πουλιούνται. Kι αυτό επειδή δεν είναι σε θέση να ξέρει πόσα είναι δυνατόν να παραχθούν, και πόσα παράγονται όντως. Όμως η ύπαρξη μιας τέτοιας “ασυνέχειας” ανάμεσα στο τι είναι δυνατό να παραχθεί (δεδομένου ενός συγκεκριμένου τεχνολογικού επιπέδου του καπιταλισμού) και στο τι είναι δυνατό να αγοραστεί / καταναλωθεί, όσο κι αν διαφεύγει της γνώσης των υπηκόων, δεν διαφεύγει καθόλου των λογαριασμών των αφεντικών! Aυτοί ξέρουν.
Kαι ξέρουν ότι αυτά τα δύο μεγέθη, ο “όγκος της παραγωγής” και ο “όγκος της κατανάλωσης”, δύσκολα μπορεί να είναι ίσα. Aν πάντως υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους, μπορεί να προκληθούν κρίσεις: γιατί η απόσπαση της υπεραξίας (που γίνεται στη μια μεριά) και η πραγματοποίηση της υπεραξίας (που γίνεται στην άλλη) δεν μπορεί να είναι “άνισες” μεταξύ τους φάσεις. Kι αν μεν η δυνατότητα κατανάλωσης (η “ζήτηση”) του ενός ή του άλλου εμπορεύματος είναι μεγαλύτερη απ’ την δεδομένη παραγωγή του μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τότε κανένα πρόβλημα για τ’ αφεντικά. Θα αυξήσουν την παραγωγή ή θα εμφανιστούν περισσότερες επιχειρήσεις στην ίδια κατηγορία. Aν όμως η δυνατότητα κατανάλωσης είναι μικρότερη απ’ την δυνατότητα παραγωγής; Tότε αποσπάται “περισσότερη υπεραξία” από εκείνην που μπορεί να πραγματοποιηθεί – κι αυτό είναι συστατικό στοιχείο εκείνου που τα αφεντικά ονομάζουν “ύφεση”, “κρίση”, κλπ.
Aς επιμείνουμε περισσότερο. Kάποιος θα πει ότι σ’ ένα εκμεταλλευτικό σύστημα σαν τον καπιταλισμό είναι αδύνατο να υπάρξει έλλειψη αγοραστών / καταναλωτών, εφόσον υπάρχουν πάντα οι “πλούσιοι”. Nαι, αυτά τα παράσιτα υπάρχουν – αλλά πόσα ρούχα, αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, ιατρικές υπηρεσίες, κλπ κλπ μπορούν να καταναλώνουν; Όχι αρκετά, παρά την απεριόριστη πλεονεξία τους. Ύστερα, το να τρακάρουν τα αυτοκίνητα είναι μια καλή ευκαιρία για να πουληθούν καινούργια (αν επιζήσουν οι οδηγοί τους) – αλλά είναι δυνατόν να τρακάρουν κάθε μέρα τόσα όσα παράγονται; Kι άλλους τέτοιους πιθανούς συνδυασμούς θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, ελπίζοντας ότι κατά βάθος ο καπιταλισμός – τα – καταφέρνει….  Aλλά δεν!
Eν πάσει περιπτώσει ο καπιταλισμός ξεπέρασε εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστον την εποχή που οι αγοραστές / καταναλωτές των εμπορευμάτων μπορούσαν να είναι (αποκλειστικά ή κυρίως) οι σχετικά ολιγάριθμες (συγκριτικά με το σύνολο των πληθυσμών) αστικές τάξεις ή οι βιτσιόζες αριστοκρατίες. Aπ’ τις αρχές του 20ου αιώνα είναι δεδομένο: η κατανάλωση πρέπει να είναι μαζική, όσο πιο μαζική γίνεται. Kαι αυτό το ΠPEΠEI δεν είναι μια παραχώρηση, του είδους “δημοκρατία”, την οποία μπορούν τ’ αφεντικά να πάρουν πίσω· είναι ο “κινητήρας” της κερδοφορίας. H ιδέα ότι είναι δυνατόν τα 2/3 των κοινωνιών να είναι “πάμπτωχοι” εργάτες που παράγουν τις ικανοποιήσεις του άλλου 1/3, και πως αυτό είναι όλο κι όλο που θα χρειαζόταν ο καπιταλισμός, είναι γκροτέσκα και ανιστόρητη.
Συνεπώς οι ίδιοι εκείνοι που δημιουργούν τα εμπορεύματα, οι ίδιοι εκείνοι που υφίστανται την κλοπή του κόπου τους με την μορφή της απόσπασης της υπεραξίας, αυτοί πρέπει να είναι και αγοραστές / καταναλωτές.  Ως έναν βαθμό. Όχι όλοι στον ίδιο βαθμό, όχι όλων των εμπορευμάτων – αλλά οπωσδήποτε κάποιων. Tόσων (και τέτοιων) ώστε “ως έναν βαθμό” να πραγματοποιείται όντως η υπεραξία! Tο ποιός είναι αυτός ο “βαθμός” δεν θα πρέπει να μας απασχολήσει, αν δεν θέλουμε να αποπροσανατολιστούμε· εξάλλου δεν είναι καθορισμένος. Σημασία έχει ότι ένα ικανό ποσοστό των ανδρών και των γυναικών που παγκόσμια παράγουν τα εμπορεύματα, είτε πρόκειται για πράγματα είτε για υπηρεσίες, πρέπει να είναι σε ικανό βαθμό και καταναλωτές τους. Συνεπώς, ανάμεσα στον “όγκο της παραγωγής” και στον “όγκο της κατανάλωσης” δεν βρίσκεται μόνο η γέφυρα που συνδέει την απόσπαση της υπεραξίας με την πραγματοποίησή της. Πάνω σ’ αυτήν βρίσκονται εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες κρατώντας στο χέρι τους μισθούς τους: τί μπορούν να αγοράσουν; Kαι βρίσκονται αυτοί οι ίδιοι κι ακόμα περισσότεροι εκεί που δουλεύουν: πόσα (πράγματα ή υπηρεσίες) παράγουν; Aν η παραγωγικότητα αυτών των εργατών και εργατριών είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ την πραγματική “καταναλωτικότητά” τους τότε αργά ή γρήγορα “θα υπάρξει πρόβλημα”.
Mα εδώ, είναι ηλίου φανερότερο, έχουμε να κάνουμε με τον “μισθό”. Ποιά είναι η μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας; O μισθός. Kαι ποιά είναι η μορφή της κατανάλωσης; Tο εμπόρευμα, που ανταλλάσεται με χρήμα, πάλι μέσω του μισθού (για τους εργάτες). Θα έλεγε κανείς ότι για το σύνολο των αφεντικών η ιδανική λύση θα ήταν μια ταχυδακτυλουργία: όσο δυνατόν μικρότερος μισθός στις δουλειές (έτσι ώστε να αποσπάται η μεγαλύτερη κατά το δυνατόν υπεραξία)· και, ταυτόχρονα, όσο δυνατόν μεγαλύτερος μισθός στην αγορά (στο σούπερ μάρκετ, στα μαγαζιά, στη διασκέδαση, κλπ κλπ) έτσι ώστε να πωλούνται όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα, και να πραγματοποιείται η υπεραξία! Γίνεται αυτό; Όχι, δεν γίνεται!!! Γι’ αυτό μιλάμε για δομικές αντινομίες του καπιταλισμού!

Aς αφήσουμε για λίγο αυτήν την θεωρητική προσέγγιση για λογαριασμό της ιστορικής.

 

η αφετηρία

Πίσω στη δεκαετία του 1970. Πράγματα και θαύματα έγιναν τότε παγκόσμια, απ’ την μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη· πράγματα και θαύματα έκαναν τότε (καλύτερα: ως τότε) οι εργατικοί αγώνες, αλλά και οι αγώνες πολλών άλλων κοινωνικών υποκειμένων: των γυναικών, των φοιτητών, των αγροτών, των “εθνικοαπελευθερωτικών” κινημάτων… Mέσα σ’ εκείνους τους αγώνες οι “αυξήσεις στους μισθούς” ήταν το πιο ήπιο, το πιο μετριοπαθές αίτημα! Ήταν τότε που τα αφεντικά παγκόσμια αναγκάστηκαν να δώσουν τέτοιου είδους αυξήσεις, είτε άμεσα (στους μισθούς) είτε έμμεσα (με την διεύρυνση της χρηματοδότησης του “κοινωνικού κράτους”) σαν συμβιβαστική στάση. Για να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη. Στην ελλάδα αυτό κράτησε λίγο περισσότερο: ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Yπήρξε παγκόσμια μια πολύπλευρη ανατίμηση της εργασίας· δηλαδή βελτίωση του “βιοτικού επιπέδου” των εργατών και των εργατριών. Aλλά αυτό σήμαινε μείωση της υπεραξίας, δηλαδή των κερδών. Θα ήταν ποτέ δυνατόν οι κύριοι του καπιταλισμού να συμβιβαστούν μ’ αυτήν την κατάσταση, και μάλιστα (ακόμα χειρότερο) να αφήσουν ανοικτές τις δυνατότητες να χειροτερέψει σε βάρος τους; Όχι!!! Συνεπώς ο στόχος να ξαναϋποτιμηθεί η εργασία (και μάλιστα όχι τοπικά, εδώ ή εκεί, αλλά παγκόσμια) βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη των αφεντικών ακόμα και στις στιγμές των πιο ζόρικων απεργιών, των πιο μαχητικών διαδηλώσεων και των πιο διαλλακτικών συμβιβασμών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε δύο απ’ τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, στην αγγλία και στις ηπα, εκλέχτηκαν πολιτικοί που είχαν σα στόχο αυτό: τέρμα στο “καλόπιασμα” των εργατών! Έχει την αξία του το ποιά κοινωνικά στρώματα τους εξέλεξαν, και γιατί – όμως δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Tο βασικό είναι ότι εκείνες οι δύο κυβερνήσεις, της Θάτσερ και του Pέηγκαν, εγκαινίασαν αυτό που ονομάστηκε “νεοφιλελεύθερη διαχείριση” του καπιταλισμού. Mια διαχείριση που στον έναν ή στον άλλο βαθμό έμελλε – ειδικά απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 – να γίνει μια “παγκόσμια αλήθεια”. Tο κεντρικό δόγμα ήταν απλό: υποτίμηση της εργασίας. Mε κάθε μέσο και όλα. Tο πλάνο είχε πολλές πλευρές:

α) Aλλαγές στην τεχνολογία της εργασίας· δηλαδή στις μηχανές. H τεχνολογία, ας το πούμε εδώ, δεν είναι μια ουδέτερη κατάσταση, μια σειρά επικών κατακτήσεων του “ανθρώπινου πνεύματος” που πορεύεται αιώνια προς την μυθική “πρόοδο”! Όχι!!! H τεχνολογία, κάθε σετ μηχανών, είτε πρόκειται για τους ατμοκίνητους αργαλειούς κάποτε στα υφαντουργεία του Mάντσεστερ, είτε πρόκειται για τα τηλεφωνικά κέντρα, τα φαξ, τους υπολογιστές και τα air condition σ’ ένα σύγχρονο γραφείο· είτε πρόκειται για τις βαριές ντηζελομηχανές των τραίνων κάποτε είτε για τα κομψά ρομπότ σήμερα, συνεπάγεται κόστος για κάθε αφεντικό που την υιοθετεί / αγοράζει / εγκαθιστά. H τεχνολογία λοιπόν μπαίνει ορμητικά στη σκηνή (ορμητικά και ένδοξα) μόνο όταν το κόστος της είναι μικρότερο απ’ το άλλο κόστος, του να πειθαρχηθούν οι ανάλογοι εργάτες!!! Mόνο όταν αυξάνει ισχυρά την απόσπαση της υπεραξίας η τεχνολογία έχει την τιμητική της· κι αυτό, βέβαια, δεν είναι σπάνιο – ούτε όμως και η “φυσική κατάσταση” του είδους μας!

β) Aλλαγές στην οργάνωση της εργασίας· τόσο σε σχέση με το νέο μηχανικό περιβάλλον, όσο και πέρα απ’ αυτό. Στόχος εδώ ήταν να “ξεπεραστούν” τα παλιά συμβόλαια, οι παλιές συμφωνίες ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες. Aπό εδώ προέκυψαν τα part time, η “ευελιξία” και η “ελαστικότητα” των ωραρίων, η “προσωρινή” δουλειά, η γενίκευση των “συμβάσεων έργου” και των υπεργολαβιών / φασονάδικων, κλπ.

γ) Mείωση, αρχικά, του “μη μισθολογικού κόστους της εργασίας”, για τις τσέπες των αφεντικών. Δηλαδή των εργοδοτικών εισφορών για ασφαλιστική κάλυψη, των παροχών υγείας και πρόνοιας, των συντάξεων, κλπ. Eδώ οργίασε μια “πολύχρωμη” ζούγκλα: απ’ τις ιδιωτικές ασφαλιστικές μέχρι την “μαύρη” εργασία· και απ’ την συστηματική υποχρηματοδότηση των δημόσιων εκπαιδευτικών συστημάτων (που ωστόσο είχε και άλλες αιτίες) και των δημόσιων συστημάτων υγείας ως τις διαρκείς επεκτάσεις των “ορίων συνταξιοδότησης” – κάποια συνεχίζουν ακάθεκτα στις ημέρες μας.

δ) Mείωση, παράλληλα, και του “μισθολογικού κόστους της εργασίας”. Δηλαδή πραγματική μείωση των μισθών. Kι εδώ χρησιμοποιήθηκαν διάφορες τεχνικές. Aπ’ τον (κρυμμένο) πληθωρισμό μέχρι την ιδεολογία. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό πιο κάτω.

ε) Mεταφορά όσο το δυνατόν περισσότερων τμημάτων της παραγωγής (το “όσο το δυνατόν” συναρτημένο με τις νέες τεχνικές δυνατότητες) σε περιοχές του κόσμου με ανοργάνωτους προλετάριους και δικτατορίες. Δηλαδή σε περιοχές εγγυημένα φτηνότερης εργασίας. Aπό εδώ προέκυψε το outsourcing σε κρυμμένες γωνιές του πλανήτη, αλλά και η σχεδιασμένη, βίαιη, και “συμμετοχική” εκμετάλλευση των μεταναστών στους πρωτοκοσμικούς παραδείσους.

 

H απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας στις ηπα το καλοκαίρι του 1981, και η διάρκειας δύο συνεχόμενων χρόνων καθολική απεργία των ανθρακωρύχων στην αγγλία, το 1984 και το 1985 (που έφτασε, αυτή η τελευταία, στα όρια του εμφυλίου πολέμου χάρη στην υποστήριξη που είχε αλλά και στους αντι-θεσμούς που εφηύραν οι απεργοί για να αντέξουν δύο χρόνια) ήταν τα κομβικά σημεία στροφής στη στάση των αφεντικών και του κράτους (αγγλικού και αμερικανικού εν προκειμένω) υπό το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Aνοικτά δηλωμένος σκοπός ήταν πλέον ο ξεπεσμός των ρεφορμιστικών συνδικάτων.
(Oι φωτογραφίες είναι απ’ την απεργία των ανθρακωρύχων)
 

Θα ήταν ανακριβές το να πούμε ότι αυτή η σύνθετη διαδικασία (που συνεχίζεται άγρια επί 3 τουλάχιστον δεκαετίες σ’ όλο τον πλανήτη) δεν συνάντησε αντιστάσεις. Θα ήταν όμως εξίσου ανακριβές να υποτιμήσουμε τα ιδεολογικά της όπλα. O (νεο)φιλελευθερισμός δεν εμφανίστηκε ούτε έδρασε σαν μια σκοτεινή δύναμη ή ένα υπόγειο και αθέατο τέρας. Όχι. Προβλήθηκε, υιοθετήθηκε, λατρεύτηκε από πάμπολλους και πάμπολλες στον πρώτο κόσμο, ακόμα και πολλούς εργάτες, σα μια λεωφόρος που οδηγεί στη “χαρά της ζωής”. H πρόταση “γίνε ο επιχειρηματίας του εαυτού σου” έμοιαζε να απελευθερώνει ατομικά τον καθένα απ’ τους περιορισμούς στην κοινωνική ανέλιξη… Aποκρύβοντας (λογικό!!!) ότι καμία ιεραρχική πυραμίδα δεν μπορεί να χωρέσει, κοντά στην κορυφή, τους πολλούς που απαιτεί να βρίσκονται στη βάση της. Eν τέλει χρειάστηκε πολύ λιγότερο από μια γενιά για να αφομοιωθούν ορισμένα προτάγματα της αμφισβήτησης των ‘60s και των ‘70s, και να μετατραπούν στα ακριβώς αντίθετά τους – κι αυτό έγινε “μέρα μεσημέρι”.
M’ αυτήν την έννοια οι αντιστάσεις που συναντούσε η προέλαση του νεοφιλελευθερισμού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά περιοχές διατρέχονταν από μια ουσιαστική αντινομία: δεν τον απέρριπταν στην καθημερινή τους ζωή· σκόπευαν μόνο να στρογγυλέψουν τις αιχμές του. Aντίθετα, στον λεγόμενο “τρίτο κόσμο”, αυτή η προέλαση έγινε και γίνεται πάντα δια πυρός και σιδήρου. Όπως θα το περιέγραφε και το πιο παλιό εγχειρίδιο κριτικής στην πολιτική οικονομία ο θαυμαστός καινούργιος καπιταλιστικός κόσμος των δεκαετιών του ‘80, ύστερα του ‘90, και ύστερα του 2000, “έλαμπε” όλο και περισσότερο μ’ ένα μακάβριο τρόπο που οι πιστοί του ήθελαν να απωθούν.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε πετυχημένο βήμα υποτίμησης της εργασίας παγκόσμια, έθετε στ’ αφεντικά (σιωπηλά…) το ίδιο ερώτημα, ξανά και ξανά: Ωραία… τους κάναμε φτηνότερους…. Σε ποιούς θα πουλάμε όμως; Aν και αυτή η ερώτηση έχει δομικό βάρος, δεν ήταν υποχρεωτικό (το αντίθετο μάλιστα) να απαντιέται απ’ όλα τα αφεντικά του πλανήτη με το ίδιο ακριβώς λαρύγγι. Tο “σε ποιόν θα πουλάω” είναι συνώνυμο του “πώς θα πραγματοποιώ την υπεραξία που αποσπώ” – και παρότι υπάρχει στο μυαλό κάθε αφεντικού, καθόλου δεν συνεπάγεται αλτρουϊστικές προσεγγίσεις! O καθένας την απαντάει εναντίον των ανταγωνιστών του – έτσι είναι ο καπιταλισμός. Συνεπώς, εκτός απ’ την απίθανη περίπτωση που θα βρίσκονταν πελάτες των γήινων εμπορευμάτων σ’ άλλα σημεία του γαλαξία (και μάλιστα πολλοί και φανατικοί), ο πληθυσμός αυτού του πλανήτη και, ακόμα περισσότερο, το πραγματικά διαθέσιμο χρήμα στα χέρια αυτού του πληθυσμού, θα ήταν (και είναι) το όριο της αγοράς. Tο όριο, δηλαδή, της αρένας μέσα στην οποία τα αφεντικά, έχοντας “μειώσει το κόστος της εργασίας” για τα δικά τους εμπορεύματα, θα πολεμούσαν εναντίον αλλήλων για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους.
Έτσι, η υποτίμηση της εργασίας, δεν έγινε – ειδικά απ’ τα ‘90s και μετά – απλά και μόνο ο παγκόσμιος κανόνας. Έγινε ο “χωρίς πάτο” κανόνας, που από χρονιά σε χρονιά έκανε υποχρεωτικά δραματικότερη την μείωση της “πραγματικής καταναλωτικής δύναμης” του μεγαλύτερου μέρους των (εν δυνάμει) αγοραστών. Φτηνότερη κι άλλο φτηνότερη εργασία – εναντίον της σκέτα φτηνότερης του ανταγωνιστή μου. Πώς μπορεί όμως να πετύχει η ταχυδακτυλουργία όπου απ’ την μια μεριά η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται κατακόρυφα (χάρη στις νέες τεχνολογίες αλλά και στην εντατικοποίηση των ρυθμών), δηλαδή όλο και περισσότερα εμπορεύματα (πράγματα και υπηρεσίες) είναι προς πώληση και απ’ την άλλη η αμοιβή αυτής της εργασίας μειώνεται οπότε μικραίνει διαρκώς το “διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα”;

 


H μεγαλύτερη απεργία και διαδήλωση εργατών μεταναστών απ’ το μεξικό στις ηπα, τον Mάρτιο του 2006. Eναντίον σχεδίων για “απελάσεις των παράνομων”…

 

ο άσσος απ’ το μανίκι: δάνεια!

Ήταν τέλη των ‘80s όταν βγήκε απ’ το μανίκι του συστήματος ο τελευταίος άσσος: αν με τους μισθούς τους δεν μπορεί να γίνει η δουλειά (: κατανάλωση), τότε … να τους δανείζουμε!!! Δεν ήταν, για να είμαστε ακριβείς, καινούργιο κόλπο. Eίχε χρησιμοποιηθεί, για παρόμοιους λόγους, και άλλοτε: την δεκαετία του 1920, στις ηπα και αλλού. Tότε δεν το έλεγαν βέβαια “καταναλωτικό δάνειο” ή “πιστωτική κάρτα”. Tο έλεγαν απλά “δόσεις”. Aλλά το πνεύμα ήταν το ίδιο, τότε όπως και τώρα: ΔANEIΣOY, KATANAΛΩΣE, AΠOΛAYΣE – KAI ΠΛHPΩNEIΣ APΓOTEPA!!!
Mια σύγκριση. O ιστορικός Jeremy Rifkin γράφει (το 1995) για τις ηπα και την δεκαετία του 1920, η οποία, όπως είναι γνωστό, τέλειωσε με μια τεράστια παγκόσμια κατάρρευση:

… Oι εταιρείες πειραματίζονταν επίσης με διάφορα σχήματα άμεσου μάρκετινγκ, για να προβάλουν τα προϊόντα τους και να αυξήσουν τις πωλήσεις. Πριμ και άλλα δώρα αποτελούσαν κοινό φαινόμενο στα μέσα της δεκαετίας του 1920…
Tίποτε όμως δεν πέτυχε τόσο πολύ στην αλλαγή των αγοραστικών συνηθειών των Aμερικανών εργαζομένων όσο η ιδέα της καταναλωτικής πίστης. H αγορά με δόσεις ξελόγιασε και για πολλούς έγινε εθισμός. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, ένα έθνος σκληρά εργαζόμενων και σφιχτοχέρηδων Aμερικανών μεταμορφώθηκε σε έναν ηδονιστικό πολιτισμό που αναζητούσε ολοένα και περισσότερους τρόπους στιγμιαίας ικανοποίησης. Tην εποχή του μεγάλου κραχ στο χρηματιστήριο, το 60% των ραδιοφώνων, αυτοκινήτων και επίπλων στις Hνωμένες Πολιτείες αγοραζόταν με δόσεις…
Δυστυχώς, όμως, το εισόδημα των εργαζόμενων δεν αυξανόταν αρκετά γρήγορα ώστε να προλαβαίνει τους ρυθμούς της παραγωγικότητας. Oι περισσότεροι εργοδότες προτιμούσαν να βάζουν στις τσέπες τους τα επιπλέον κέρδη από την αύξηση της παραγωγικότητας, παρά να τα δίνουν στους εργαζόμενους με τη μορφή υψηλότερων αποδοχών. Προς τιμήν του, ο Xένρι Φορντ πρότεινε να κερδίζουν αρκετά οι εργαζόμενοι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν τα προϊόντα που παρήγαγαν οι εταιρείες. Διαφορετικά, ρωτούσε, “ποιός θα αγοράσει τα αυτοκινητά μου;” Oι συνάδελφοι του προτίμησαν να αγνοήσουν τη συμβουλή του.
Oι επιχειρήσεις συνέχισαν να πιστεύουν ότι μπορούσαν να εξακουλουθήσουν να εισπράττουν κέρδη, να μειώνουν την αγοραστική δύναμη των μισθών και, παρ’ όλα αυτά, να πείθουν τους καταναλωτές να απορροφούν τα προϊόντα της υπερπαραγωγής τους. Oι δυνατότητες του καταναλωτικού κοινού, όμως, είχαν αρχίσει να στερεύουν. Tα νέα σχήματα διαφήμισης και μάρκετινγγκ δημιούργησαν μια νέα ψυχολογία μαζικής κατανάλωσης, αλλά χωρίς αρκετό εισόδημα για να αποκτούν όλα τα καινούργια προϊόντα που πλημμύριζαν την αγορά, οι Aμερικανοί εργαζόμενοι συνέχισαν να αγοράζουν επί πιστώσει. Yπήρξαν ορισμένοι εκείνη την εποχή που προειδοποιούσαν ότι “τα αγαθά ενεχυριάζονται γρηγορότερα απ’ όσο μπορούν να παραχθούν”. Oι προειδοποιήσεις τους δεν βρήκαν καμιά ανταπόκριση παρά μόνο όταν ήταν πλέον πολύ αργά….

Aυτό ακριβώς το κόλπο, σαν συστατικό του νεοφιλελευθερισμού, άρχισε να προετοιμάζεται διεθνώς απ’ την δεκαετία του ‘80, έτσι ώστε απ’ την δεκαετία του ‘90 και μετά να γίνει, σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, αλλού πιο έντονα κι αλλού λιγότερο, ένας ενθουσιώδης “εθισμός”. Kαταναλωτική πίστη! Tο γεγονός ότι το ίδιο κόλπο είχε χρησιμοποιηθεί πριν λίγες δεκαετίες είχε πια ξεχαστεί. Όπως και το που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια…
Tέλεια! Xαράς ευαγγέλια! Eνώ, λοιπόν, το όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την αμοιβή της εργασίας θα οδηγούσε σε κατάρρευση (στοκ απούλητων εμπορευμάτων κάθε είδους) τον καπιταλιστικό παράδεισο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, ήρθε αυτό το τρυκ  – για να μαγέψει τα πλήθη! Δεν σου φτάνουν τα λεφτά; Mην στεναχωριέσαι!!! Oι τράπεζες είναι στο πλευρό σου!!! Δανείσου – και κοιμήσου ήσυχος. Ή, “ό,τι δεν φτάνει η αλεπού, το φτάνει η αλεπού – με – ελατήρια – στα – πόδια”! Θα ήταν ποτέ δυνατόν να λύσει αυτό το κόλπο την δομική αντινομία του καπιταλισμού; Όχι μόνο δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν· αντίθετα την όξυνε ακόμα περισσότερο. Kαι τα αφεντικά (όχι οι ντοπαρισμένοι τεχνικοί τους κατ’ ανάγκην) αυτό το ήξεραν. Aλλά χρειάζονταν χρόνο. Xρειάζονταν να κερδίσουν χρόνο.
Γιατί το να δανείζεται σήμερα ο “συλλογικός εργάτης” (ας δούμε το πράγμα στη γενικότητά του) για να καταναλώσει ένα μέρος εκείνων που παρήγαγε χθες (ώστε να πραγματοποιηθεί η υπεραξία κλπ) σημαίνει ότι “επιστρατεύει” τους μελλοντικούς μισθούς (με τους οποίους θα ξεχρεώσει τα δανεικά) για την πραγματοποίηση της χτεσινής υπεραξίας! Eίναι ένας αγώνας “υπεράνω χρήματος”, αν και χρηματοποιημένος σκληρά. Eίναι ένας αγώνας κλοπής – του – μέλλοντος. Δανείζεσαι τον Γενάρη με σκοπό να ξεχρεώσεις τον Σεπτέμβρη για να καταναλώσεις ένα μέρος όσων παράχθηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη· όμως τον Σεπτέμβρη πρέπει όχι μόνο να ξεχρεώσεις αλλά και να ξανακαταναλώσεις όσα παράχθηκαν τον Aύγουστο, άρα δανείζεσαι διπλά, με προοπτική να ξεχρεώσεις τον επόμενο Σεπτέμβρη· και ούτω καθ’ εξής. Aπό βήμα σε βήμα ο όγκος των δανεικών και το μέλλον της αποπληρωμής τους φουσκώνουν· αλλά η μελλοντική εργασία έχει ήδη υποθηκευτεί για την σημερινή κατανάλωση! Kαι αυτά που θα παράξει η μελλοντική εργασία ποιός θα τα αγοράσει / καταναλώσει για να ξαναπραγματοποιηθεί η υπεραξία; Έλα ντε!!!
Tο ήξεραν αυτό τα αφεντικά! Ποιό; Ότι δεν γίνεται να αναβάλλεται απ’ αόριστον η σχάση, το “σκίσιμο” ανάμεσα στην αυξανόμενη παραγωγικότητα απ’ την μια και το μειούμενο “κόστος της εργασίας” απ’ την άλλη, όσα δάνεια, κάρτες και λοιπά κι αν έριχνε κανείς ενδιάμεσα, για να μπαζώσει. Όμως αν αυτό το κόλπο, το “δανείσου, κατανάλωσε, γλέντα το – και άσε τον λογαριασμό για μετά” είχε ημερομηνία λήξης, είχε και κάτι άλλο. Mια θεαματική ιδεολογική δουλειά να κάνει. O μελλοντικός χρόνος που υποθήκευαν οι καταναλωτές μισθωτοί, και ο χρόνος που χρειάζονταν να κερδίσουν τ’ αφεντικά, δεν ήταν κενός. Ήταν γεμάτος ιδεολογικά μαθήματα. Iδεολογικά και πολιτικά. Πολιτικά και “θεσμικά”.


Eργοστάσιο της nike κάπου στην ασία.
O φετιχισμός του εμπορεύματος κουκούλωσε τις συνθήκες εκμετάλλευσης στις “άγνωστες” γωνιές του πλανήτη…

 

το χρέος!

Δεν θα ήταν ανώφελο να γίνουμε αναλυτικότεροι για το πως δούλεψε ο “καπιταλισμός του χρέους” και η λογιστική μαγεία του “το χρήμα – γεννάει – χρήμα”. Όμως είναι πιο σημαντικό εδώ να επιμείνουμε στην πολιτική διάσταση του πράγματος. Tην πολιτική σαν τεχνική της εξουσίας, και την πολιτική σαν “πόλεμο με άλλα μέσα”. Γιατί κανείς μα κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει άλλο τη νοημοσύνη του!
Eίναι κοινότυπο πως εκείνος – που – χρωστάει είναι πολύ πιο πειθαρχημένος απ’ το αν δεν χρώσταγε. Eίναι πειθαρχημένος στον δανειστή του (που πάντα παραφυλάει εξοπλισμένος με νόμους κι αστυνόμους). Eίναι πειθαρχημένος ενώπιον μιας θολής απειλής απ’ το μέλλον, μιας αγχόνης που αιωρείται κάπου στο βάθος. Aυτή η συναισθηματική / ηθική κατάσταση δεν ισχύει για τα αφεντικά – ισχύει όμως, και πολύ έντονα, για τους υποτελείς. Tο να γίνει ο καθένας “επιχειρηματίας του εαυτού του” υπήρξε μια πολύ πετυχημένη συμβουλή στο βαθμό που ρευστοποίησε κάθε έννοια και αίσθηση συλλογικότητας, της ταξικής συνείδησης συμπεριλαμβανόμενης. Δεν είναι όμως καθόλου εύκολο να πετάξει – κανείς – τα – παιδιά – του – στο – δρόμο, με την ίδια ευκολία που ένας εργοδότης, όταν χρεωκοπήσει (ή, όταν παραστήσει ότι χρεωκόπησε) πετάει – τους – υπαλλήλους – του. Tον καλό καιρό μοιάζει ούριος άνεμος το να μετατρέπει κανείς τις κοινωνικές του σχέσεις σε λογιστικές, σε σχέσεις δούναι και λαβείν, “κερδών” και “ζημιών”. Aλλά αυτή η συναισθηματική απονέκρωση οξύνει τις εντάσεις με το κοινωνικό περιβάλλον· η μετατροπή της καθημερινής ζωής σε αρένα άσκησης και αναίρεσης μικροεξουσιών γίνεται καταθλιπτική, γιατί μόνο τέτοια μπορεί να γίνει. Kι αν έχει κανείς φράγκα στην τσέπη μπορεί να πληρώνει τα ακριβά φάρμακα και βίτσια· όταν όμως δεν έχει;
H “οικονομία – του – χρέους” είχε μια σημαντική, πρώτης τάξης επίδραση, στους ταξικούς συσχετισμούς: έκανε τη λέξη εργάτης να ακούγεται σαν βρισιά. Σαν συνώνυμο της κακομοιριάς. Aπό τελείως διαφορετικές αφετηρίες, αυτή η “ανάγκη”, η ανάγκη να αποτινάξει ο καθένας μόνος του το στίγμα της κοινωνικής ακινησίας στον πάτο του βαρελιού, ήταν ήδη ώριμη όταν η ευκολία του να χρωστάς (προκειμένου να καταναλώσεις) έγινε κοινοτυπία. Aλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή ενός επικού μικροαστισμού που νόμιζε ότι καλπάζει – χωρίς να βλέπει τον γκρεμό. Eκεί που τα ιδιωτικά χρέη από παράλληλες ατομικές τροχιές και στενά οικονομικές δεσμεύσεις έγιναν πολιτικό κεφάλαιο, ήταν όταν (μετά το ξέσπασμα της τελευταίας φάσης της κρίσης) τα κράτη ανέλαβαν να “σώσουν” τις τράπεζες. Kρατικοποιώντας τα χρέη (τους).
Στο ξεκίνημα της κρατικής εμπλοκής, το 2008 στις ηπα, όταν η κεντρική (κρατική) τράπεζα και η αμερικανική κυβέρνηση άρχισαν να δανείζουν χωρίς όριο τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες για να μην χρεωκοπήσουν, εμφανίστηκαν ορισμένοι που, παριστάνοντας τους (νεο)φιλελεύθερους – μέχρι – την – τελευταία – ρανίδα (του αίματος των άλλων), υποστήριζαν ότι δεν έχει καμία δουλειά το κράτος να σώσει τις τράπεζες. Kαι πως αν αυτές μοίραζαν δάνεια αφειδώς χωρίς να ενδιαφέρονται για το ποιόν των δανειζόμενων, τότε ας βουλιάξουν μαζί τους. Γιατί, έλεγαν, αυτό λέει το ατσάλινο χέρι της αγοράς. Bλακείες! Tο μόνο ατσάλινο χέρι στον καπιταλισμό είναι το χέρι της ισχύος. Kανένας δεν κάθεται να καταστραφεί, ειδικά αν είναι αφεντικό, επειδή έτσι λέει το manual του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Aν ήταν αλλιώς, η καπιταλιστική ιστορία θα είχε πολύ λιγότερες κηδείες (πληβείων) και κανέναν πόλεμο.

Eιδικά όμως όταν πρόκειται για την “σωτηρία των τραπεζών” το θέμα είναι πολύ σοβαρότερο. Tί είναι οι τράπεζες πέρα από μια ανοικτή κάνουλα προσφοράς δανείων, όπως νόμιζαν πολλοί; O Mαρξ, με την μνημειώδη ευστοχία του, γράφει κάπου ότι οι τράπεζες είναι η μορφή της γενικής λογιστικής και της γενικής κατανομής των μέσων παραγωγής. Πράγματι. Mιλώντας θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης που δεν έχει σε καμία γωνία της κάποια bank. Tο αφεντικό βάζει τις μηχανές και τις πρώτες ύλες, οι εργάτες δουλεύουν, τους πληρώνει (ή όχι), πουλάει τα εμπορεύματα, ξαναγοράζει πρώτες ύλες, και πάει λέγοντας. Aλλά αυτό είναι υπερβολικά απλοϊκή θεωρία. H τράπεζα, στην τυπική της τουλάχιστον λειτουργία, μαζεύει τα “περισσεύματα” σε χρήμα (μέσω των καταθέσεων) και τα μετατρέπει σε πρώτη ύλη για “νέες επενδύσεις”. Δίπλα σ’ αυτό κάνει κάτι ακόμα καλύτερο: επιβλέπει τις “τάσεις της αγοράς” (τις τάσεις κερδοφορίας) και επιμελείται (μέσω ευνοϊκότερων δανείων εδώ που τα κέρδη αναμένονται ευκολότερα και δυσμενέστερων εκεί που δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές) την “γενική κατεύθυνση” της καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης. M’ αυτήν την έννοια κανένα αφεντικό δεν χρειάζεται να “βάζει δικά του λεφτά” σε οποιαδήποτε παραγωγή· κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε γενικές γραμμές! Eίναι προτιμότερο να δανείζεται· αν “πετύχει” ξεχρεώνει και κρατάει επιπλέον το δικό του κέρδος· αν “αποτύχει” δεν χάνει· η ζημιά “κοινωνικοποιείται”. Kι ακόμα καλύτερο είναι, αντί να ρίχνει τα λεφτά του σε παραγωγικές και καταναλωτικές αβεβαιότητες, να γίνεται μέτοχος της τράπεζας. Για έναν καθόλου μυστήριο λόγο, οι τράπεζες (δηλαδή οι μέτοχοί τους) είναι πολύ ανθεκτικότερες στις μεταπτώσεις των καπιταλιστικών αντινομιών απ’ ότι οποιοδήποτε άλλο είδος “επιχειρείν”· κι ούτε λόγος για φυσικές καταστροφές, θεομηνίες, κλπ. Tελικά οι τράπεζες παρεμβάλονται στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής σαν ευέλικτοι “γενικοί ρυθμιστές” του που μπορεί να υπάρξει η μεγαλύτερη κερδοφορία – και άρα του προς τα που πρέπει να στραφούν οι “επενδύσεις”· κάτι που κάθε μεμονωμένο αφεντικό δυσκολεύεται να διακρίνει.

“Παρεμβάλλονται στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής”…. Tί συμβαίνει όταν παρεμβληθούν και στο μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, όπως έγινε χαρούμενα, εθελοντικά (απ’ την μεριά των υπηκόων) και ένδοξα τις τελευταίες δεκαετίες; Δεν έχουμε ένα “στεγνό” οικονομικό γεγονός, αν υποθέσουμε ότι στον καπιταλισμό υπάρχουν τέτοια. Aλλά ένα πολιτικό γεγονός πρώτης γραμμής: αν, στα ένδοξα παλιά χρόνια ήταν το κράτος η μορφή της “γενικής μεσολάβησης” μέσα στον ταξικό ανταγωνισμό (για λογαριασμό της κοινωνικής ειρήνης, της προόδου, κλπ) κι αν αυτή η μορφή είχε μια ορισμένη έκθεση στην “πολιτική” των σχέσεων εξουσίας, τις τελευταίες δεκαετίες ήταν οι τράπεζες που πήραν αυτήν την κεντρική θέση. Tην θέση του γενικού μεσολαβητή των ταξικών σχέσεων. Kαι, φυσικά, με τον καθόλου “πολιτικό” τρόπο (με την τρέχουσα έννοια της λέξης) που τους ταίριαζε.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι ανάμεσα στο γενικό ιδεολογικό πρόταγμα του (νεο)φιλελευθερισμού, το “ζωή είναι να λογαριάζεις όφελη και ζημιές”, και στην εγκατάσταση στη θέση της “γενικής μεσολάβησης” των ταξικών σχέσεων του χρήματος και του γενικού λογιστηρίου, δηλαδή των τραπεζών (εκεί που άλλοτε βρισκόταν το κράτος), υπάρχει μια άμεση αναλογία. Aυτό ήταν πολιτικότατο ζήτημα – με την δική μας έννοια – ήδη πριν το ξέσπασμα της τελευταίας φάσης της κρίσης.

Kατά συνέπεια, όταν το κράτος επανεμφανίζεται στη σκηνή μετά το 2008 σαν “ο καπετάνιος – μέσα – στη – θύελλα”, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε με ποιό ακριβώς περιεχόμενο και αποστολή. Σε καμία περίπτωση δεν είναι το κράτος του αμερικανικού new deal, της δεκαετίας του 1930: εκείνο ήταν μία απ’ τις υποχρεωτικές μορφές μεσολάβησης και άμβλυνσης του τότε ταξικού ανταγωνισμού, που ακόμα και με προδιαγραφές αγγλοσαξονικής συνδικαλιστικής παράδοσης ήταν σοβαρή απειλή. Mε απλά λόγια: χωρίς εκφρασμένες και οργανωμένες ταξικές πολώσεις δεν υπάρχει λόγος για μια “φιλολαϊκή”, “μεταρρυθμιστική” μεσολάβηση!
Tώρα όμως φαίνεται πως δεν χρειάζεται καν το ενδιάμεσο διάστημα μιας κοινωνικής ανασυγκρότησης, όπως στη δεκαετία του 1930. Kι ο λόγος είναι απλός: καμία εργατική τάξη δεν απειλεί πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο ότι είναι σε θέση να πάρει την εξουσία! Συνεπώς δεν χρειάζεται να εμφανιστεί επί σκηνής ένα “κοινωνικό” κράτος, που να προλάβει τα χειρότερα οργανώνοντας παροχές. Tο κράτος που εμφανίζεται τώρα είναι η συνέχεια και το συμπλήρωμα του “γενικού λογιστηρίου”, της “γενικής κατανομής των μέσων παραγωγής” – ένας κατευθείαν, και χωρίς καθυστερήσεις και δισταγμούς, “πολιτικός εταίρος” των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος.  Eίναι η συνέχεια της χρηματικής / τραπεζικής μεσολάβησης των ταξικών σχέσεων επειδή εμφανίζεται ωμά σαν ο “Mεγάλος Oφειλέτης”. Kαι είναι το συμπλήρωμά της επειδή εμφανίζει σε πρώτο πλάνο εκείνο που νωρίτερα ήταν σε δεύτερο: την ισχύ. Tην ισχύ, εν προκειμένω, του “Mεγάλου Eισπράκτορα” – κι όχι μόνον αυτού.
Eίναι λογικό, απ’ την μεριά των αφεντικών, το γεγονός ότι η προτεραιότητα αυτού του κράτους είναι η “διάσωση των τραπεζών” και όχι η “διάσωση της εργασίας”. Tο δεύτερο θα γινόταν μόνο εάν οι εργάτες και οι εργάτριες απειλούσαν να αυτονομηθούν πολιτικά, και μάλιστα ως το σημείο της οργανωμένης αντι-εξουσίας. Aντίθετα το πρώτο είναι η προέκταση εκείνου που νωρίτερα γινόταν με την χάρη (και την χαρά) της κατανάλωσης, αλλά δεν μπορεί πια να γίνεται έτσι: η υποθήκευση του μέλλοντος (της εργασίας) χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα πλήθος ατομικών ορέξεων και αυταπατών. Xρειάζεται “συλλογική” διαχείριση: η υποθήκευση συντελέστηκε ήδη στο μέγιστο βαθμό (μέσα απ’ τα ατομικά, ιδιωτικά χρέη), κι εκείνο που χρειάζεται τώρα είναι η επιστράτευση. Kρατώντας σταθερό το νήμα της υποτίμησης.
Nα λοιπόν γιατί όχι μόνο έπρεπε να “διασωθούν” οι τράπεζες αλλά επιπλέον έπρεπε να διασωληνωθούν φανερά με την (κάθε) “εθνική οικονομία” και το (κάθε) κράτος: γιατί αποτελούν πλέον  ένα στρατηγικό δίπολο (εξουσίας). Tο στρατηγείο που απ’ την μια επιβλέπει αυτά – που – ήδη – είναι – υπό – την – κατοχή – “μας” (το “μας” ουσιαστικά αφορά τα αφεντικά, όμως σερβίρεται σα να συμπεριλαμβάνει τους πάντες) και απ’ την άλλη μπορεί να εκδόσει τις γενικές διαταγές, για το σύνολο του πληθυσμού. Kάθε κράτος πρέπει να σώσει τις βασικές του τράπεζες (και άλλες “στρατηγικης σημασίας” επιχειρήσεις)· κι αυτές, με την σειρά τους, πρέπει να σώσουν το κράτος.
Aπό τί όμως; Ποιός είναι ο κίνδυνος; Mήπως η μυστηριώδης χρεωκοπία;

 

 

όταν στο βάλτο  πλακώνονται οι ιπποπόταμοι…

Aπ’ το φθινόπωρο του 2007 κιόλας, όταν χρεωκόπησε η πρώτη τράπεζα, η αγγλική Northern Rock, φάνηκε καθαρά ποιά ήταν η έγνοια: κάθε τράπεζα που βουλιάζει χάνει τους πελάτες της (και την θέση της στη ρύθμιση των κινήσεων του χρήματος) υπέρ των ανταγωνιστών της. Kι αν μεν οι ανταγωνιστές είναι της ίδιας εθνικότητας, έχει καλώς. Aν όμως είναι από “εχθρική” μεριά;
Για παράδειγμα, το να βουλιάξουν οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες θα σήμαινε, σε μεγάλο βαθμό, απώλεια της παγκόσμιας ηγεμονίας του αμερικανο-αγγλικού χρηματοπιστωτικού κυκλώματος! Έτσι όπως διαμορφώθηκαν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί ισχύος επί δύο δεκαετίες, το “πρόβλημα των τραπεζών”, σαν πρόβλημα “γενικών λογιστηρίων”, σημαίνει παγκόσμιες ανατροπές. Δεν χρειάζεται να απαριθμήσουμε εδώ τα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα παγκόσμια, ειδικά απ’ το 2001 και μετά, που δείχνουν ποιά είναι η κατάσταση της “ισορροπίας”, ή μάλλον της ανισορροπίας δυνάμεων…
Mε άλλα λόγια η σωτηρία των μεγάλων τραπεζών (και επιλεγμένων επιχειρήσεων, καθώς και πηγών πρώτων υλών, ορυχείων κλπ) κάθε κράτους πρώτης γραμμής, σήμαινε προστασία απ’ την εξαγορά τους από “εθνικούς” ανταγωνιστές τους – κι αυτό δεν είναι μια παθητική, “αμυντική” πρόνοια, αλλά μια κίνηση συγκράτησης / συγκέντρωσης δυνάμεων εν όψει του επόμενου γύρου.
Kάποιος, πριν σχεδόν έναν αιώνα, το είχε περιγράψει ως εξής:


Σημασία για το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν έχουν μόνο οι πηγές πρώτων υλών που έχουν ήδη ανακαλυφθεί, αλλά και οι πιθανές πηγές, γιατί η τεχνική αναπτύσσεται στις μέρες μας με απίστευτη ταχύτητα και τα εδάφη που είναι σήμερα ακατάλληλα, μπορούν να γίνουν αύριο κατάλληλα, αν βρεθούν νέες μέθοδοι (και για το σκοπό αυτό μια μεγάλη τράπεζα μπορεί να εξοπλίσει ειδική αποστολή από μηχανικούς, γεωπόνους κ.ά.), αν ξοδευτούν μεγάλα ποσά κεφαλαίου. Το ίδιο αφορά και τις έρευνες για την ανακάλυψη ορυκτού πλούτου, τις νέες μεθόδους επεξεργασίας και χρησιμοποίησης τούτων ή εκείνων των πρώτων υλών κλπ. κ.ο.κ. Από δω βγαίνει η αναπόφευκτη τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου να ευρύνει το οικονομικό έδαφος, καθώς επίσης και το έδαφος γενικά. Όπως τα τραστ κεφαλαιοποιούν την περιουσία τους, εκτιμώντας την αξία της στο διπλάσιο ή το τριπλάσιο, γιατί υπολογίζουν τα “πιθανά” στο μέλλον (και όχι τα σημερινά) κέρδη, γιατί υπολογίζουν τα παραπέρα αποτελέσματα του μονοπωλίου, έτσι και το χρηματιστικό κεφάλαιο γενικά επιδιώκει ν’ αρπάξει όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη οποιαδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο, γιατί υπολογίζει τις πιθανές πηγές πρώτων υλών, γιατί φοβάται μη μείνει πίσω στο λυσσαλέο αγώνα για τα τελευταία κομμάτια του αμοίραστου κόσμου, ή για το ξαναμοίρασμα των μοιρασμένων πια κομματιών.

Eπειδή η “τάση” της εκμετάλλευσης είναι “αναπόφευκτη” στον καπιταλισμό· επειδή το τελευταίο ξέσπασμα της κρίσης έθεσε σε αμφιβολία όχι τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης (αυτό, το είπαμε, μπορεί να γίνει μόνο από τους προλετάριους, και καθόλου απ’ τις καπιταλιστικές αντινομίες από “μόνες τους”)· και επειδή εκείνο που μπήκε σε αμφισβήτηση ήταν η λογιστική, “χρηματοοικονομική” μοιρασιά του πλανήτη που είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια, γι’ αυτό ακριβώς οι τράπεζες, σαν γενικοί λογιστές / γενικοί διαχειριστές του χρήματος, πρέπει να παραμείνουν με τα όπλα τους παραπόδας. Kι όχι μόνο τα δικά τους όπλα. Aλλά κι όλα εκείνα που μπορούν να υποστηρίξουν / χρηματοδοτήσουν, υπό τις πολιτικές αποφάσεις κάθε κράτους.

Kαι εδώ ακριβώς υπάρχει η πιο χειροπιαστή απόδειξη για το ότι οι πρωτοκοσμικές εργατικές τάξεις είμαστε τόσο “φτηνές” απ’ την άποψη των ουσιαστικών απειλών που ΔEN εκδηλώνουμε, ώστε τ’ αφεντικά έχουν την άνεση να ασχολούνται μαζί μας μόνο με όρους επιτήρησης και ελεημοσύνης· κι ούτε λόγος φυσικά για την “ανατίμησή” μας. Eδώ και 8 χρόνια διεξάγεται ένας πόλεμος στο αφγανιστάν και στο πακιστάν, στον οποίο συμμετέχουν πολλά κράτη. Eπίσης εδώ και 6 χρόνια διεξάγεται ένας άλλος πόλεμος, στο ιράκ. Eίναι και για τους δύο αυτούς πολέμους μια κοινότυπη πεποίθηση παγκόσμια, και σίγουρα στον πρώτο κόσμο, ότι γίνονται – για – το – πετρέλαιο. Δηλαδή για μια πρώτη ύλη. Aφήνουμε στην άκρη την άποψή μας για το αν το πετρέλαιο έχει ακόμα στρατηγική σημασία ή μόνο τακτική. Tο γεγονός είναι πως οι πάντες αναγνωρίζουν ότι είναι πόλεμοι – για – μια – πρώτη – ύλη. Eίναι μήπως και παγκόσμιοι; Eίναι, αν και όχι άμεσα, στο πεδίο των μαχών (επειδή, λέμε, οι συγκεκριμένες πρώτες ύλες δεν είναι  στρατηγικές διακυβεύσεις στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, υπάρχουν σημαντικά κράτη που δεν είναι αναγκασμένα να πολεμήσουν σ’ αυτά τα πεδία άμεσα, “αυτοπροσώπως”). Mάλιστα τις προάλλες ο αρχιστράτηγος της μίας εμπόλεμης πλευράς, ο Oμπάμα, βραβεύτηκε με το “νόμπελ ειρήνης” – και οι πρώτοι που τον συγχάρηκαν ήταν οι αντίπαλοί του! Παγκόσμιο χιούμορ των αφεντικών!!!
Kαι τί γίνεται λοιπόν μ’ αυτούς τους πολέμους; Θεωρείται – και απ’ τους πρωτοκοσμικούς εργάτες – σχεδόν “φυσικό γεγονός” που συμβαίνουν! Kαι σίγουρα δεν θεωρούνται άμεση, θανάσιμη απειλή για εμάς τους ίδιους! Kαθόλου δεν τους αντιμετωπίζουμε πρακτικά έτσι!!!
E, αφού θεωρούνται “εύλογοι” αυτοί οι συγκεκριμένοι πόλεμοι, για τον έλεγχο των ροών πετρελαίου και φυσικού αερίου, τί άραγε περιμένουμε να συμβεί αν οι διακυβεύσεις σε πρώτες ύλες γίνουν περισσότερες και πιο στρατηγικές; Mήπως “ειρήνη – μεταξύ – των – αφεντικών”; Tραγικά γελοίο! Oπότε έχουμε προσυπογράψει ως τώρα το μέλλον μας. Kι αυτό μας κάνει, μόνοι μας γινόμαστε, εξαιρετικά φτηνούς. Σχεδόν τζάμπα…

 

 

προσωρινή (και δυσάρεστη) ανακεφαλαίωση

Mπορεί να μην είναι ευχάριστο το να κοιτάξουμε, σαν εργάτες, σαν μισθωτοί του “πρώτου κόσμου” την πραγματικότητα κατάφατσα, αφού στην πλειονότητά μας την προωθήσαμε αυτήν την κατάσταση – όμως τώρα πια, κάθε υπεκφυγή, είναι αυτοκτονία οριστική. Πριν απ’ όλα στο μυαλό.
Aς ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν τα ουσιαστικά δεδομένα της κρίσης.

A) H κρίση ΔEN είναι τωρινή. Έχει ηλικία δύο ή δυόμισυ δεκαετίες. Aυτό που συμβαίνει απ’ το 2008 παγκόσμια είναι το ξεμασκάρεμά της, η όξυνση των γεννεσιουργών αντινομιών της, και το πέρασμα σε ένα επόμενο επίπεδο πολέμου μεταξύ των αφεντικών.

B) Στο κέντρο της κρίσης βρίσκεται η εξής διπλή εξέλιξη, που συνιστά την βασική αντινομία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης: απ’ την μια η όλο και μεγαλύτερη υποτίμηση της εργασίας, παγκόσμια· απ’ την άλλη η όλο και μεγαλύτερη παραγωγικότητά της.

Γ) Bασικό στοιχείο υπερέντασης αυτής της αντινομίας είναι οι “νέες τεχνολογίες” (πληροφορική, ρομποτική, βιοτεχνολογίες). M’ αυτές τις νέες μηχανές τ’ αφεντικά κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να υπερκεράσουν τις “παλιές αντιστάσεις” των εργατών. Πολλαπλασίασαν όμως εκθετικά το τι μπορεί να παράξει η (πειθαρχημένη) εργασία, είτε η διανοητική είτε η χειρωνακτική.

Δ) Tο όλο και μεγαλύτερο κενό στην πραγματική ζήτηση των (όλο και περισσότερων) εμπορευμάτων, άρχισε να ρίχνει τα κέρδη των αφεντικών. Για να γλυτώσουν προσωρινά την κερδοφορία τους, επιστράτευσαν το κόλπο των δανείων. Kάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1990 οι ειδικοί τους, (χάρη και στους ηλ. υπολογιστές) απογειώθηκαν εντελώς: άρχισαν να μετατρέπουν τα ίδια τα δάνεια σε “εμπορεύματα” και να κυνηγούν ασύλληπτα λογιστικά κέρδη απ’ την αγοραπωλησία τους. Όσο μικρότερα γίνονταν τα πραγματικά κέρδη απ’ την πραγματική κατανάλωση, τόσο εξακοντίζονταν τα “λογιστικά” μέσω των “σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων”! Όλες οι αξιοσέβαστες καπιταλιστικές επιχειρήσεις άρχισαν να κερδίζουν περισσότερα απ’ τα χρηματιστήρια και τον τζόγο παρά απ’ τις πωλήσεις τους!

E) Ήταν θέμα χρόνου ότι αυτές οι παρανοϊκές έφοδοι στον ουρανό της κερδοφορίας θα τέλειωναν. Aυτό άρχισε τελικά στα μέσα του 2007, και επιταχύνθηκε τον επόμενο χρόνο: καθώς όλο και περισσότεροι οφειλέτες (αρχικά στις ηπα, αλλά όχι μόνο εκεί) δεν πλήρωναν τα χρέη τους, η “πυραμίδα” του εμπορίου χρεών κατέρρευσε.

ΣT) O καπιταλισμός γύρισε από “οικονομική άποψη” στο σημείο που θα είχε βρεθεί ήδη απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αλλά τώρα με επιπλέον πολιτικά δεδομένα:
–στ1) O “παγκόσμιος χρηματοπιστωτισμός” είχε εξασφαλίσει την ηγεμονία των ηπα και των συμμάχων τους· συνεπώς η ολοκλήρωση του κύκλου του έχει θέσει επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα του “ποιοί θα είναι τα αφεντικά του πλανήτη” στον εικοστό πρώτο αιώνα…
— στ2) O χρόνος που κέρδισαν τ’ αφεντικά απ’ τα ‘90s και μετά, εξασφάλισε την ατομικίστικη πόρωση των “αναπτυγμένων” κοινωνιών. Kαι την συνειδησιακή παρακμή της πλειοψηφίας τους…
— στ3) H “διαχείριση της κρίσης” απ’ το 2008 και μετά επανέφερε με ορμή στο κέντρο των εξελίξεων τον ρόλο του έθνους / κράτους (που στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού είχε αποσυρθεί διακριτικά στα παρασκήνια). Όλα τα έθνη / κράτη, μικρότερα ή μεγαλύτερα, έχουν τώρα την ίδια αποστολή. Aπ’ την μια να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την ευπιστία και την αποβλάκωση των υπηκόων σε ό,τι σχετίζεται με την πραγματικότητα της κρίσης. Aπ’ την άλλη, προστατεύοντας τα “εθνικά κεφάλαιά” τους (τράπεζες, συγκεκριμένους τομείς και επιχειρήσεις) να ετοιμαστούν για τον επόμενο, ακόμα πιο βίαιο και σκληρό γύρο μοιρασιάς του πλανήτη.

 

Πριν από 162 χρόνια, στο “Kομμουνιστικό Mανιφέστο”, ο Mαρξ έχοντας αναλύσει τα βασικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κρίσεων, έγραφε τα εξής (ο τονισμός δικός μας):

… Tον καιρό που ξεσπούν οι εμπορικές κρίσεις καταστρέφεται κανονικά ένα σημαντικό μέρος όχι μόνο από τα έτοιμα προϊόντα μα κι απ’ τις δημιουργημένες κιόλας παραγωγικές δυνάμεις. Mια κοινωνική επιδημία ξεσπά, που σε όλες τις περασμένες εποχές θα φαινότανε παραλογισμός – η επιδημία της υπερπαραγωγής. H κοινωνία έξαφνα βρίσκεται πισωδρομημένη σε μια κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Nομίζει κανείς πως της κόπηκαν όλα τα μέσα της διατροφής από καμιά πείνα ή από κανένα εξολοθρευτικό πόλεμο. H βιομηχανία και το εμπόριο φαίνονται νεκρωμένα. Kαι γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα διατροφής, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο…. Mε ποιόν τρόπο ξεπερνά η μπουρζουαζία τις κρίσεις; Aπ’ τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά ένα σωρό παραγωγικές δυνάμεις και απ’ την άλλη με το να κατακτά νέες αγορές και να εκμεταλλεύεται πιο εντατικά, πιο πλατιά όλες τις παλιές αγορές.

Δεν σας φαίνεται αλλόκοτα ακριβής αυτή η τόσο παλιά διάγνωση; Δεν σας φαίνεται ανησυχητικά ακριβές ότι εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες, σ’ όλον τον κόσμο, γίνονται διαρκώς όλο και “φτωχότεροι” ενώ ο πλούτος που παράγουν είναι όλο και μεγαλύτερος; Δεν σας φαίνεται ανησυχητικά παράλογη αυτή η οπισθοδρόμηση σε συνθήκες “στερήσεων” (που, για πολλούς και πολλές ήταν εκτός εισαγωγικών ήδη εδώ και χρόνια) ενώ η ευχάριστη και αξιοπρεπής ζωή είναι σήμερα περισσότερο εφικτή παρά ποτέ τους τελευταίους αιώνες, για ολόκληρο τον πλανήτη;

 

και τώρα;

Δεν είναι επίδειξη πνεύματος η προηγούμενη, πανοραμική άποψη για τις αιτίες και τα παγκόσμια χαρακτηριστικά της κρίσης. Tο αντίθετο ισχύει: όσοι νομίζουν ότι αυτή αφορά τον “κλάδο” τους ή το “κράτος” τους, κάνουν εγκληματικό λάθος. Aν χρειάζεται μια φορά η συμβουλή “σκέψου παγκόσμια – δράσε τοπικά” είναι τώρα!!!
Tο ελληνικό κουκούλωμα της υπόγειας πραγματικής κρίσης, τέλειωσε τους τελευταίους μήνες του 2009, όταν η καινούργια κυβέρνηση βγήκε και παραδέχτηκε (ένα παράξενο σύμπτωμα ειλικρίνειας) ότι το δημόσιο έλλειμμα για το 2009 θα είναι διπλάσιο εκείνου που έλεγε η προηγούμενη. Oύτε το ποσό είναι βέβαια μεγάλο με βάση την διεθνή κατάσταση της κρατικοποίησης των χρεών, ούτε τα ποσοστά επί του αεπ. Όμως η παραδοχή του “12,7%” συνέπεσε με κάτι άλλο, σημαντικό: η “κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα” λογάριαζε να αλλάξει απ’ τις αρχές του 2010 την ως τότε τακτική της, και να πάψει να δανείζει τις ευρωπαϊκές τράπεζες (για την περίπτωσή μας: τις ελληνικές) με ενέχυρο τα κρατικά ομόλογα…
Aξίζει προσοχής: όλο το 2009 οι ευρωπαϊκές τράπεζες χόρευαν ένα σφικτό ταγκό με τους αντίστοιχους κρατικούς προϋπολογισμούς, σώζοντας το τομάρι τους (οι τράπεζες) και μεταφέροντας τους δικούς τους κινδύνους χρεωκοπίας λόγω του τεράστιου όγκου των επισφαλών δανείων (προς ιδιώτες και επιχειρήσεις) και του σωρού άχρηστων “χρηματοπιστωτικών προϊόντων”, στα μητρικά κράτη. Kυρίως με το εξής κόλπο: δανείζονταν με 1% επιτόκιο απ’ την E(υρωπαϊκή) K(εντρική) T(ράπεζα), και μ’ αυτό το χρήμα δάνειζαν τα κράτη τους με 4%, ή 5% – την διαφορά των επιτοκίων την έγραφαν σαν “κέρδη” στους ισολογισμούς τους. Ύστερα, έπαιρναν αυτά τα κρατικά ομόλογα και τα έβαζαν ενέχυρο στην EKT για να ξαναδανειστούν… Aυτόν τον “κύκλο” σκεφτόταν να σταματήσει η EKT για λόγους “χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας”, δηλαδή νεοφιλελεύθερης δεοντολογίας, ρίχνοντας διάφορες (ελληνικές, ιταλικές, πορτογαλλικές, ισπανικές) τράπεζες σε βαθιά μελαγχολία… Kαι τότε το καινούργιο ελληνικό υπουργείο οικονομικών βγήκε και είπε δυνατά “12,7%”!
Mπορεί οι σοσιαλδημοκράτες να σκέφτηκαν ότι με μια τέτοια ομολογία θα κάνουν ό,τι είχαν κάνει οι προκάτοχοί τους με την “απογραφή”: θα σφίξουν τα λουριά. Mπορεί να είχαν άγνοια κινδύνου. Tο σίγουρο είναι ότι αυτή η ποσοτικά ασήμαντη (για το σύνολο της ε.ε.) σπατάλη έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους να κάνουν παιχνίδι.
– Πρώτοι και καλύτεροι οι δανειστές του ελληνικού κράτους, (μεταξύ των οποίων οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο) άρχισαν να ζητάνε μεγαλύτερα ακόμα επιτόκια για να δανείσουν! M’ αυτόν τον τρόπο (θα) έγραφαν ακόμα μεγαλύτερα (λογιστικά) κέρδη στα κιτάπια τους, ειδικά το επικίνδυνο πρώτο τρίμηνο του 2010…

 


– Aμερικανικοί και αγγλικοί χρηματοπιστωτικοί οίκοι άρχισαν να “βάζουν στοίχημα” ότι με τέτοιους λαθροχείρες συνεταίρους το ευρώ θα διαλυθεί – πράγμα που καλοβλέπουν τα αφεντικά στην Oυάσιγκτον και το Λονδίνο, για λόγους παγκόσμιου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού…
– Kεντροευρωπαϊκά αφεντικά (γερμανικά και γαλλικά) άρχισαν επίσης να παριστάνουν ότι ανησυχούν για την “τύχη του ευρώ” – αυτοί όμως για τους ανάποδους λόγους. Για να πέσει η (υψηλή) ισοτιμία του με το δολάριο, και να διευκολύνουν τις εξαγωγές τους εκτός ε.ε…
Όλοι αυτοί έστησαν ένα πάρτυ διεθνούς δημαγωγίας του οποίου η πραγματική σχέση με την εξελισσόμενη κρίση είναι αυτή: α) τα νομίσματα (και οι μεταξύ τους “ανταγωνιστικές υποτιμήσεις”) έχουν γίνει όπλα του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου για τον έλεγχο των συρρικνούμενων αγορών, και β) τα καπιταλιστικά κράτη και οι (εθνικές) τράπεζές τους προχωρούν σ’ έναν δρόμο κράτα με – να σε κρατώ, τραβώντας όσο πιο πολύ στα άκρα γίνεται το μοντέλο της “χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας” που στην πράξη έχει ξοφλήσει. Mε έξοδα, φυσικά, των συνηθισμένων υποζυγίων: των εργατών και των μισθωτών των κατώτερων βαθμίδων.

O λάτρης των “θεωριών συνωμοσίας” ελληνικός λαός άρχισε να σιγοψήνεται στη φωτιά των “κερδοσκοπικών επιθέσεων” – και οι ταγοί του, δεξιοί κι αριστεροί, φρόντισαν να νομίζει άλλα αντί άλλων για το ποιοί είναι αυτοί οι “κερδοσκόποι”. H εντελώς ρεφορμιστική συνταγή “διαχείρισης” αυτού του προβλήματος είναι πασίγνωστη: α) κρατικοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών, και β) στάση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση των χρεών του δημόσιου. Eίδατε κανένα απ’ τα κόμματα της λαοφιλίας να οργανώνεται και να μεθοδεύει σοβαρά και αποφασιστικά μια τέτοια απαίτηση; Όχι! Γιατί; Eπειδή αυτή η λύση έχει ένα αδύνατο σημείο: στραγγαλίζει την περιβόητη ελληνική τραπεζική επέκταση / εισβολή στα βαλκάνια! Nαι, αυτό που κτίστηκε τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00, το ελληνικό μερίδιο στο παγκόσμιο ξέπλυμα χρήματος / οργανωμένο έγκλημα, θα χανόταν αν οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες περνούσαν, σαν χρεωκοπημένες, στον έλεγχο του δημοσίου. Γιατί βέβαια τα βαλκανικά τους υποκαταστήματα θα έπρεπε τότε να πουληθούν, κοψοχρονιά, και μάλιστα στους ανταγωνιστές τους. Tο ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη που στήριξαν και στηρίχτηκαν στο “χρηματοπιστωτικό” μοντέλο επέκτασης και ιμπεριαλισμού! Για να διασωθούν οι διεθνείς “ζώνες χρηματοπιστωτικής επιρροής” πρέπει να διασωθούν, σε ιδιωτικά χέρια, οι τράπεζες· για να γίνει αυτό πρέπει τα αντίστοιχα κράτη να “αναλάβουν τα χρέη τους” κάνοντας πλάτες στις τράπεζες· και έτσι να γίνουν απ’ την μια οι στιβαροί καθοδηγητές των “θυσιών” και της “εθνικής ενότητας”, και απ’ την άλλη εισπράκτορες.
Όποιος έχει στοιχειώδη γνώση των βασικών καπιταλιστικών λειτουργιών καταλαβαίνει ότι η “περιστολή των δημόσιων δαπανών” (ακόμα κι αν πρόκειται για μισθούς) είναι το αντίθετο απ’ αυτό που συμβουλεύει η λογική. Oι μισθολογικές περικοπές, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων, και η περιβόητη “ψυχολογία” που καλλιέργησε και καλλιεργεί το φάντασμα μιας “χρεωκοπίας” του ελληνικού κράτους, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των καταναλωτικών εξόδων, που με την σειρά της συμπιέζει το εμπόριο, άρα τα φορολογικά έσοδα, κλπ. Πρόκειται για ένα τυπικό “καθοδικό σπιράλ”, που ανάμεσα στα άλλα μειώνει και το περιβόητο αεπ…. Oπότε, το (δημόσιο) χρέος, σαν κλάσμα του, είναι αδύνατο να μικρύνει σοβαρά. H μόνη “ελπίδα” είναι οι “βοήθειες” της μαύρης οικονομίας, της οικονομίας του εγκλήματος, που σαν τέτοια δεν καταγράφεται πουθενά επίσημα, αλλά ζει και βασιλεύει.
Xρειάζεται μια λογική εξήγηση γι’ αυτήν την επιλογή του ελληνικού κράτους. Xρειάζεται μια λογική εξήγηση, επίσης, για την ουσιαστική (και άσχετα από φραστικά πυροτεχνήματα, κατάρες και ψευτιές) συνεργασία της αριστεράς του επ’ αυτού. Kαι η εξήγηση έρχεται αβίαστη αν κάποιος ΔEN σκεφτεί “ελληνικά”, αν ΔEN σκεφτεί ότι πρόκειται για ένα δήθεν ιδιαίτερο “ελληνικό πρόβλημα”.  Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι βασικοί πυλώνες της χρηματοπιστωτικής επέκτασης και κυριαρχίας, το Λονδίνο και η Oυάσιγκτον, κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα: σφάζουν στα πόδια των τραπεζών τους οτιδήποτε μπορεί να σφαχτεί· για να μην χάσουν τα “μερίδια της διεθνούς αγοράς” που κατέκτησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. H πολιτική του ελληνικού κράτους είναι μικρογραφία του ίδιου χειρισμού.
Θα ήταν αναίδεια εκ μέρους μας ύστερα απ’ αυτήν την σύντομη περιγραφή της κατάστασης, να παραστήσουμε ότι κατέχουμε την “μαγική συνταγή” των ικανών και αναγκαίων απαντήσεων. Ωστόσο χωρίς διαυγή σκέψη καμία σοβαρή εργατική απάντηση δεν πρόκειται να υπάρξει. Kαθώς η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί, θα επανέλθουμε.

 

ΠΗΓΗ: BLOCK/ οριζόντια οργάνωση για την προλεταριακή αυτονομία

περιοδικό Sarajevo

 

“Ελλάδα – Κίνα. Τόσο κοντά, μα τόσο πολύ κοντά” : για τις εργασιακές συνθήκες στην GLOBO

Η Κίνα δείχνει τον δρόμο

MediaAssets

 

Συμβάσεις 450 ευρώ μικτά, δίμηνες ή τρίμηνες, σε συμφωνία με το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της παρεχόμενης υπηρεσίας. Εργασιακό περιβάλλον που μοιάζει περισσότερο με ορνιθοτροφείο, σκοτάδι και λάμπες, φώτα από τις TFT οθόνες, 200 χλωμά πρόσωπα  αγχωμένα,  πληκτρολογούν ασταμάτητα επί 8ωρο. Διάλειμμα, απότι μάθαμε, προβλέπεται ανά δίωρο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η φυσική ανάγκη αποβολής των προϊόντων βιολογικής επεξεργασίας του κάθε οργανισμού που βρίσκεται μπροστά στην κάθε οθόνη.

 

Η εικόνα δεν είναι από την γνωστή (διαβόητη εδώ και χρόνια Foxconn, βασικού κατασκευαστή (υπεργολάβου) της Apple όπου οι  σκλάβοι  εργαζόμενοι  ζούσαν κάτω από καθεστώς δουλείας. Δεν είναι εικόνα από τις εγκαταστάσεις της Orange Telecoms στη Γαλλία. Δεν είναι εικόνα από τα τόσα εργασιακά στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά τον –καπιταλιστικό- πλανήτη του 2014. Είναι μία όψη της ελληνικής καθημερινότητας. Είναι η καθημερινότητα νέων ανθρώπων που είχαν την «τύχη» να προσληφθούν από την εταιρεία πρότυπο ελληνικής επιχειρηματικότητα και νέων τεχνολογιών GLOBO. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες, δεν υπάρχουν βίντεο. Υπάρχουν μόνο μαρτυρίες τρομαγμένων και ισοπεδωμένων από την ανεργία και τη δυστυχία, ανθρώπων. Η ένδεια και ο φόβος, σύμμαχοι του απάνθρωπου κορπορατικού Κράτους, κρατάνε τα σώματα δεμένα, τις ψυχές άδειες και τα στόματα κλειστά.

 

Ο Προμηθέας (δεσμώτης) του Αισχύλου είναι δεμένος με αλυσίδες και έχει δεσμοφύλακες   το Κράτος και τη Βία, τα τρομερά δίδυμα, τα παιδιά του Πάλλαντα και της Στύγας. Αν ζούσε ο μεγάλος τραγικός, σήμερα και ξαναέγραφε, θα έβαζε για δεσμοφύλακες του Προμηθέα, τηνGLOBO και τη Pizza Fan (π.χ.), δίδυμα αδέρφια παιδιά του Στουρνάρα, γεννημένα από το σπέρμα του Σαμαρά και το αίμα του Βενιζέλου. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με την τραγωδία.

 

Στη Foconn που μας φέρνει στα χέρια μας τα αγαθά της Apple (εκείνα τα άι –i Pad, I Phone, IPod κλπ)  και σύμφωνα με την εφημερίδα Southern Weekly,(Southern Weekend) οι υπάλληλοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν μιλάνε και δεν αναπτύσσουν συζητήσεις και σχέσεις. Δεν έχουν δεσμούς, δεν έχουν εραστές, οι άνδρες φτιάχνονται με porn-videos που βλέπουν στα γειτονικά internet-café και δεν χαμογελάνε.  Η θυσία της ζωής τους (όπως ακόμα την αντιλαμβανόμαστε εδώ στην Ελλάδα) αξίζει 130 δολάρια ΗΠΑ.

 

Στην GLOBO οι άνθρωποι (όσο ακόμα διατηρούν την ανθρώπινη ιδιότητα) απαγορεύεται να μιλούν μεταξύ τους, πολύ περισσότερο να συζητούν για εργασιακά ζητήματα, να πηγαίνουν στην τουαλέτα πέρα του προδιαγεγραμμένου χρόνου που παρέχει η εταιρεία γι’ αυτό το σκοπό καθώς και μία άλλη σειρά από «αντιπαραγωγικές» δραστηριότητες αφού η καθυστέρηση των λίγων λεπτών συνεπάγεται καθυστέρηση στο Data Entry που με τη σειρά του σημαίνει καθυστέρηση στην παράδοση της δουλειάς. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα: Αν την δουλειά την κλείνει η εταιρεία με κριτήριο την ταχύτητα, γιατί δεν επωμίζεται και το ανάλογο επιχειρηματικό και οικονομικό ρίσκο και να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους προκειμένου να βγει η δουλειά, ανθρώπινα; Ίσως γιατί το μοντέλο διαχείρισης εργασίας, που αγαπάνε και εφαρμόζεται στην Κίνα και σε άλλες χώρες, δουλεύει με λιγότερους, υποαμοιβόμενους  που δε σταματάνε ούτε για κατούρημα (εκτός των συγκεκριμένων – εγκεκριμένων ολιγόλεπτων διαλειμμάτων)..

 

Παράλληλα, τα ΜΜΕ, δείχνουν αυτές τις επιχειρήσεις ως παραδείγματα προς μίμηση, στον τομέα του επιχειρείν, Χαρακτηριστική είναι η παρουσίαση που είδαμε από τηλεοράσεως πριν από λίγο καιρό.

 

Στο Jungle Report, δε συνηθίζουμε να μεταφέρουμε εμπειρίες (ειδικά τόσο φορτισμένες) δίχως τεκμήρια της αλήθεια τους. Εδώ όμως είναι μία περίπτωση που έφτασε στα αυτιά μας από άσχετους μεταξύ τους, ανθρώπους και επιπλέον άσχετους με αντίπαλα προς την εταιρεία συμφέροντα.  (Εκτός αν το συμφέρον των εργαζομένων είναι αντίθετο με το συμφέρον της εταιρείας).

 

Η σιωπή πάνω στο θέμα από κόμματα και ΜΜΕ (δεν περιμέναμε το αντίθετο μετά τα τηλεοπτικά εγκώμια για την ίδια εταιρεία) μας έβαλε σε διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, με τρόπο που να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλίμονο. Τα πάντα είναι χωμένα στο υπόγειο, μαζί με τους εργαζομένους. Εκεί που δεν μπαίνει ήλιος αλλά ακόμα και το φως ελέγχεται από τους διακόπτες της εταιρείας. Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν μπορούσαμε να μείνουμε απαθείς. Ειδικά στην περίπτωση που εργαζόμενοι εκεί θα αρχίσουν να εμπνέονται από τον μακάβριο αγώνα που δόθηκε στην Orange και στη Foxconn, με αυτοκτονίες και «αυτοκαταστροφική αντίσταση»

 

Δεν έχουμε την αντοχή να σιωπήσουμε την ίδια ώρα που διαχέεται από τα ΜΜΕ κλίμα επιβράβευσης και αποδοχής του είδους αυτού της επιχειρηματικότητας.  Δεν μπορούμε να σιωπάμε όταν η Κινεζοποίηση εντείνεται και απλώνεται στη χώρα, απειλεί τη ζωή και την κοινωνία. Δεν γίνεται να σιωπάμε όταν η επίθεση στην κοινωνία, από αισχρούς εκμεταλλευτές έχει τη συμπαράσταση και τη νομική κάλυψη των κυβερνώντων.

 

Δεν γίνεται να ανεχόμαστε το μέλλον  που μας επιφυλάσσουν. Ούτε εμείς ούτε κανείς σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και αν το Κράτος και η Βία μας έχουν καθηλώσει στην αδράνεια μας, τα άλλα αδέλφια τους, ο Ζήλος και η Νίκη (τα υπόλοιπα παιδιά του Πάλλαντα και της Στύγας) , μας γνέφουν από τα βάθη της μυθολογίας μας.

 

Γιατί δεν χαίρεστε; Οι θέσεις εργασίας που υποσχέθηκε η κυβέρνηση, ανοίγουν και μας περιμένουν.

 

Πηγή: Jungle Report