γράφει η Γεωργία Δούκουρη
Αναδημοσίευση από το Praxis Review
Ο βίαιος μετασχηματισμός του καπιταλισμού που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, αποτελεί μια στρατηγική πρόφαση για περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, που αποτυπώνεται –μεταξύ άλλων-, στην υπεροχή των ευέλικτων μορφών εργασίας και της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, έναντι της τυπικής εργασίας. Ταυτόχρονα, όμως, η εργαλειακότητα αυτής της συνθήκης είναι να ανατροφοδοτήσει, μέσω της αναπαραγωγής φόβου (π.χ. της ανεργίας) και της ανασφάλειας (π.χ. από την απορρύθμιση της συλλογικής διεκδίκησης), την επιβολή ενός και μόνου πολιτικο-ιδεολογικού μηχανισμού ως μονόδρομου.
Η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, δεν αποτελεί απότοκο της κρίσης, αλλά μια επωδό της ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος. Οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και η μετάβαση από τα φορντικά στα μέταφορντικά ή νεοφορντικά μοντέλα της ευέλικτης εργασίας, σηματοδότησαν και τη μετάβαση από τη μόνιμη και κατοχυρωμένη εργασία, στην ευέλικτη μορφή εργασίας, με αύξηση της υποαπασχόλησης και της ανεργίας, και ανακατανομή του καταμερισμού της εργασίας. Οι εργατικές πολιτικές ακολούθησαν τον δρόμο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας που ουσιαστικά επέβαλλαν τη μείωση του εργατικού κόστους, με την ταυτόχρονη, ωστόσο, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή βάθυναν την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας της αγοράς εργασίας(1), διαμόρφωσε πολιτικές ευελιξίας στο χρόνο και στη μορφή της εργασίας (ευέλικτες μορφές απασχόλησης, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, επινοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κ.ο.κ.) αλλά και στους μισθούς και στις διαπραγματεύσεις (μείωση κατώτατου μισθού, υπεροχή εξατομικευμένων συμβάσεων έναντι των συλλογικών).
Στην Ελλάδα, με αφορμή την κρίση, συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές στο εργατικό δίκαιο, αλλαγές που κινήθηκαν πιστά στο παραπάνω πνεύμα, με «επισφαλοποίηση» της εργασίας, και απορρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕ, οι προσλήψεις με καθεστώς μερικής απασχόλησης παρουσιάζουν αύξηση από το 2008 έως το 2012 της τάξης του 161,21%, οι προσλήψεις εκ περιτροπής εργασίας αυξήθηκαν κατά 151,6%, ενώ οι μετατροπές συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και εκ περιτροπής αυξήθηκαν κατά 214,96%. Το διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2013 μέχρι τον Μάρτιο του 2014, είναι το πρώτο διάστημα που οι προσλήψεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης υπερτερούν των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό έκτοτε παγιώνεται και συνεχώς αυξάνεται. Με λίγα λόγια, οι εργαζόμενοι αντικαθίστανται από απασχολούμενους, δηλαδή από φτηνό εργατικό δυναμικό που μπορεί και να μην υπάγεται θεσμικά στο εργατικό δίκαιο, ενώ και τα χαρακτηριστικά της τυπικής εργασίας είναι μειωμένοι μισθοί και δικαιώματα. Πρέπει να τονιστεί, ότι αυτή η συνθήκη είναι εξαναγκαστική για την εργατική τάξη, καθώς το 62,6% των «μερικώς απασχολουμένων» δηλώνει ότι εξαναγκάστηκε σε μερική απασχόληση καθώς δεν μπορεί να βρει εργασία πλήρους απασχόλησης(2).
Ταυτόχρονα, σημειώνεται στροφή του εργατικού δικαίου όχι μόνο προς την προστασία της ελαστικοποίησης της εργασίας, αλλά και στην εξατομίκευση των εργαζομένων(3). Ουσιαστικά επιβλήθηκε κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την υπερίσχυση όχι της επιχειρησιακής έναντι της κλαδικής σύμβασης, αλλά της ατομικής έναντι της συλλογικής(4). Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το 2008, υπήρχαν 161 κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Πλέον μόλις 18 ΣΣΕ βρίσκονται εν ενεργεία, με το 85% των μισθωτών να καλύπτεται είτε από επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, είτε από ατομικές συμβάσεις. Ταυτόχρονα, υπολογίζεται ότι την τελευταία πενταετία, έχουν υπογραφεί 1.540 επιχειρησιακές συμβάσεις που προβλέπουν μείωση των αποδοχών από 10% έως 50%(5). Η εργατική διαχείριση από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται, όπως δηλώνεται στη λίστα των μεταρρυθμίσεων που απέστειλε στους –πλέον- αποκαλούμενους «θεσμούς», καθώς η Ελλάδα μεταξύ άλλων δεσμεύεται να «επεκτείνει και αναπτύξει τα υπάρχοντα σχέδια που παρέχουν προσωρινή απασχόληση στους ανέργους, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και όταν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια. Παράλληλα να αναβαθμίσει τα προγράμματα επιμόρφωσης των μακροχρόνια ανέργων.», αλλά και να «προχωρήσει σε μια σταδιακή νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. …»
Ωστόσο, το σημαντικό είναι να εξετάσει κανείς τα παραπάνω ιδωμένα από τη σκοπιά της εργαλειακής τους χρήσης. Οι νεοφιλελεύθερες εργατικές πολιτικές ελαστικών μορφών απασχόλησης, έχουν ως προκάλυμμα την καταπολέμηση της ανεργίας. Εντούτοις, συνιστούν δούρειο ίππο που, μέσω της αποδυνάμωσης της εργατικής ενότητας και της συλλογικής διεκδίκησης, θέτουν τις προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Η υποχώρηση της τυπικής εργασίας σε βάρος νέων μορφών επισφαλούς και μερικής απασχόλησης, λειτουργεί διασπαστικά ως προς την ταξική ενότητα, και αποσταθεροποιεί τη συνοχή της εργατικής τάξης (πχ με αποκλεισμό των επισφαλών εργαζομένων από τα γραφειοκρατικά συνδικάτα), και μάλιστα ενάντια ενός καλά οργανωμένου και ενωμένου κεφαλαίου. Σε αυτή τη κατεύθυνση λειτουργεί και ο ενδοταξικός ανταγωνισμός, καθώς οι παλαιότεροι «ακριβοί» εργαζόμενοι αντικαθίστανται από ευέλικτους» και φτηνούς απασχολούμενους. Όχι μόνο έχουμε παραγωγή εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων, αλλά αυτοί εντοπίζονται και σε επίπεδο επιχείρησης, στο χώρο δουλειάς. Η αποδυνάμωση της ταξικής ενότητας, ο ανταγωνισμός αλλά και η κυριαρχία του φόβου που παράγει η εξατομίκευση μέσω της απορρύθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διαβρώνει τη συλλογικοποίηση(6). Τα παραπάνω δε επιδρούν και στην τυπική απασχόληση, συμπιέζοντας το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων.
Το πλέον σημαντικό είναι ότι, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εμπεδώθηκαν ως μια γενική μορφή σκέψης. Ακόμα και ο συνδικαλισμός «αποδέχτηκε» τον νεοφιλελεύθερο εργαλειακό λόγο και τρόπο διαχείρισης της εργατικής τάξης, τον οικειοποιήθηκε και τον αναπαραγάγει αποδεχόμενος τους όρους τους (π.χ. ορισμός για ανεργία, στατιστικές, προγράμματα κ.ο.κ.). Είναι καθήκον της εργατικής τάξης να επανανοηματοδοτήσει τις έννοιες με τους δικούς της όρους. Να επανασυνδέσει τους καθημερινούς εργατικούς αγώνες με όρους πολιτικής, με στόχο την ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων και των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος του εργατικού κινήματος και σε βάρος του κεφαλαίου. Να επαναπροσδιορίσει τους όρους με βάση τις ανάγκες της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης, αμφισβητώντας τον εργαλειακό λόγο του κεφαλαίου, και αυτό αποτελεί πολιτική πράξη.
(1) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εδώ και δεκαετίες διαρθρώνει πολιτικές ενάντια στις σταθερές σχέσεις εργασίας, και φυσικά τις αντίστοιχες κατευθύνσεις στο εργατικό δίκαιο. Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2007) εισαγάγει την έννοια «flexicurity» που συνίσταται στην ευελιξία σε ό,τι αφορά τους όρους πρόσληψης των εργαζομένων, ενάντια στις σταθερές μορφές εργασίας. Η εικόνα δε για την τωρινή Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης (ΕΣΑ) αποτυπώνεται στο σχέδιο «Ευρώπη 2020», το οποίο εμμένει στην έννοια του flexicurity.
(2) ΕΛΣΤΑΤ, 2014 Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Α΄ τρίμηνο κάθε έτους
(3) Στην Ελλάδα από το 2011 και εντεύθεν σημειώνεται μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές στο εργατικό δίκαιο και τη χαλάρωσή του όσον αφορά την ελαστικοποίηση της εργασίας και τη στροφή από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στις εξατομικευμένες. Επιπλέον η κλαδική ΣΣΕ πλέον δεν μπορεί με πρωτοβουλία του υπουργού να κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική σε έναν κλάδο, παρά μόνο στις εργοδοτικές ενώσεις που έχουν δεχτεί να την υπογράψουν. Θα πρέπει εδώ να προστεθεί και το ζήτημα της μείωσης της ισχύος της μετενέργειας που επιτείνει την ατομική διαπραγμάτευση έναντι της συλλογικής, όπως επίσης και το γεγονός ότι πλέον δεν μπορούν τα συνδικάτα να καταφύγουν μονομερώς στη διαιτησία.
(4) Για την κατάρρευση της συλλογικής διαπραγμάτευσης βλ.Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2014, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αύγουστος 2014, σ. 298-304.
(5) Οι οποίες σημειώνουμε ότι μπορούν να υπογράφονται πλέον από ενώσεις προσώπων που κατά βάση γίνεται με πρωτοβουλία του εργοδότη για να επιβάλλει συμφωνία με μειώσεις μισθών κ.ο.κ.
(6) Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλά πρωτοβάθμια σωματεία, μακριά από γραφειοκρατικές λογικές, στρέφονται στους επισφαλείς εργαζομένους, υποαπασχολούμενους και τους ανέργους, δηλαδή στο κομμάτι της εργατικής τάξης που σε πολλές περιπτώσεις, τόσο το εργατικό δίκαιο όσο και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποκλείουν.