αναδημοσίευση από σκυα.
Πριν μερικά χρόνια κάποιες απόπειρες απολύσεων σε ένα Κέντρο Υγείας (Κ.Υ.) λίγα χιλιόμετρα έξω από την Θεσσαλονίκη στέκονται αφορμή να ξεκινήσει ένας πολύχρονος αγώνας που καταφέρνει να θέσει στο κέντρο του το ζήτημα της υγείας μέσα από την δημιουργία μιας διαφορετικού τύπου σχέσης μεταξύ υγειονομικών και χρηστών υπηρεσιών υγείας. Ο αγώνας στο Ζαγκλιβέρι και στα γύρω χωριά, καταφέρνοντας να συνενώσει διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων του Κ.Υ. μαζί με κατοίκους της περιοχής ντόπιους και μετανάστες, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους αγώνες στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, λόγω της ριζοσπαστικότητας και των αυτόνομων χαρακτηριστικών που έλαβε. Προκειμένου να κυκλοφορήσει η συγκεκριμένη κινητοποίηση συστάθηκε στην Αθήνα μια πρωτοβουλία αλληλεγγύης με σκοπό να κάνει γνωστά τόσο τα περιεχόμενα, όσο και να συμβάλλει στην έμπρακτη στήριξή του. Η πρωτοβουλία αλληλεγγύης διοργάνωσε τον Ιανουάριο του 2007 δημόσια εκδήλωση με τους πρωταγωνιστές αυτού του αγώνα, την οποία εξέδωσε λίγο καιρό μετά σε μορφή μπροσούρας, προτού παύσει την δράση της. Παρόλα αυτά, τα γενικότερα συμπεράσματα από αυτήν την εμπειρία έμειναν σε εκκρεμότητα. Κάποιοι από τους συμμετέχοντες τότε στην πρωτοβουλία αυτή με την συλλογικότητα Νομάδες Αντιροής είχαμε αναλάβει να δημοσιεύσουμε ένα κείμενο συνολικής αποτίμησης πάνω τόσο στην σημασία του συγκεκριμένου αγώνα, όσο αναφορικά και με την εμπειρία εμπλοκής μας με την πρωτοβουλία αλληλεγγύης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη αφού το κείμενο που είχε γραφτεί με σκοπό να έρθει προς συζήτηση ουδέποτε συζητήθηκε: η συλλογικότητα των Νομάδων έπαψε να υφίσταται μετά τον Δεκέμβρη του 2008 δίνοντας την θέση της στην δημιουργία της συνέλευσης που πήρε το όνομα για την κυκλοφορία των αγώνων. Το παρακάτω (εσωτερικό) κείμενο που γράφτηκε στις αρχές του 2009, αν και σε αρχικό στάδιο, έθετε κάποιες κατευθύνσεις που καθόρισαν μια στάση απέναντι σε επόμενους αγώνες και κινήσεις ανάλογης μορφής, πάνω σε ζητήματα που επανέρχονται και που μοιάζουν σήμερα αυτονόητα ή δεδομένα. Ένας αγώνας που έστω κι αν δείχνει μακρινός χρονικά, παραμένει κοντινός πρακτικά.
(Επιμέλεια: F.G.A.)
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΣΤΟ ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙ
Μετά την συμμετοχή μας στην πρωτοβουλία αλληλεγγύης για τον αγώνα των κατοίκων και των υγειονομικών στο Ζαγκλιβέρι, θεωρήσαμε ότι έπρεπε να αποτιμήσουμε αυτή μας την εμπειρία, να βγάλουμε όποια πολιτικά συμπεράσματα ήταν δυνατόν και να τα καταγράψουμε για χρήση μελλοντική. Έχουμε σκοπό να το κάνουμε αυτό σε κάθε αγώνα που συμμετέχουμε με σκοπό να μένει σαν κριτική αποτίμηση που θα μας βοηθά να αντλήσουμε διδάγματα για μελλοντικές παρεμβάσεις και για να μπορούμε την πείρα μας να την μοιραζόμαστε και να την συζητάμε και με άλλους.
Α) Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΟ ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙ
Συζητώντας πάνω στα αίτια του αγώνα θελήσαμε καταρχήν να δούμε τα χαρακτηριστικά εκείνα που τον έκαναν ιδιαίτερο και που, συν τοις άλλοις, τράβηξαν και μας κοντά του.
Σε αυτά συγκαταλέγεται, καταρχήν, η κινητοποίηση για αρκετούς μήνες των κατοίκων από τα χωριά της περιοχής που μέσα από επιτροπές που έφτιαξαν, χωρίς την διαμεσολάβηση των συνήθων τοπικών παραγόντων, διεκδίκησαν μαχητικά τα αιτήματά τους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι επιτροπές δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που δεν είχαν καμία προηγούμενη ενασχόληση με τα κοινά, άνθρωποι δηλαδή χωρίς ιδιαίτερη πολιτική, ή και, κινηματική πείρα, γυναίκες αγροτικών περιοχών και ηλικιωμένοι, ως επί το πλείστον. Μια ομάδα ευάλωτη δηλαδή με την πρώτη ματιά και σχετικά “κλειστή” από ευρύτερα ερεθίσματα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που είναι ενδιαφέρον, όσο και προκλητικό σε επίπεδο ανάλυσης, ήταν η συνάντηση των εργαζόμενων στο κέντρο υγείας, με τους αποδέκτες των υπηρεσιών υγείας. Δηλαδή, από την μια εκείνων που υπόκεινται στην εργασιακή εκμετάλλευση και από την άλλη εκείνων που έχουν ανάγκη την εργασία των πρώτων για να επιβιώσουν. Είναι δηλαδή το δίπολο εργαζόμενου-πελάτη μόνο που τώρα οι τροχιές δεν είναι σύγκρουσης, αλλά αλληλεγγύης. Ο αγώνας στο Ζαγκλιβέρι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που απέτυχε η παρέμβαση της εξουσίας του κεφαλαίου που σκοπό έχει πάντα να πολώνει αυτή τη σχέση ώστε να εμφανίζει ξένους τους μεν στους δε, να τους διαχωρίζει και τέλος να τους αντιπαραθέτει, μέσα στην αγορά σαν πωλητές υπηρεσιών-καταναλωτές και αντίστοιχα στην πολιτική σφαίρα σαν δημοσίους υπαλλήλους-πολίτες. Ακριβώς επειδή στις σύγχρονες συνθήκες έκρηξης του τριτογενή τομέα, σε πολλούς αγώνες ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πόλωση αυτής της σχέσης γι’ αυτό είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τους λόγους που στην συγκεκριμένη περίπτωση είχαμε την αξιοποίησή της προς όφελος του ανταγωνισμού.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του αγώνα ήταν ότι έγινε γύρω από το ζήτημα της υγείας. Και αυτό όχι μόνο γιατί σπανίζουν σήμερα οι αγώνες με αιτήματα μη οικονομικά, αλλά και γιατί το ζήτημα της υγείας είναι εκ των πραγμάτων ένα “δύσκολο” ζήτημα. Ένα ζήτημα που εμπλέκει τεράστια συμφέροντα, που εμφανίζονται στους αποδέκτες της περίθαλψης, άλλοτε με τη μορφή της επιστημονικής αυθεντίας, άλλοτε με την μορφή του οικονομικού εκβιασμού, άλλοτε με την μορφή του μονοπωλίου του ελεγχόμενου από την κεντρική εξουσία. Είναι δύσκολο λοιπόν να αρθρώσεις λόγο ανταγωνιστικό ότι εξαρτάται απ’ αυτό η υγεία σου και των δικών σου ανθρώπων.
Αυτά θα χαρακτηρίζαμε σαν πολύ ιδιαίτερα στοιχεία του αγώνα γύρω απ’ το κέντρο υγείας, αλλά παράλληλα δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ξεκίνησε από μια συλλογικότητα που θέλησε να θέσει το ζήτημα της οργάνωσης στους χώρους δουλειάς αδιαμεσολάβητα και μακριά από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Έχουμε δηλαδή ουσιαστικά δύο αγώνες που διεξάγονται παράλληλα και αλληλοτροφοδοτούνται: ένας των εργαζομένων και ένας των κατοίκων, ο καθένας με τις δικές του οργανωτικές δομές που όμως συντονίζονται. Και αυτό το λέμε γιατί οι κινητοποιήσεις αφορούσαν πολλά ζητήματα και συνεχίζονται μάλιστα μέχρι σήμερα.
Εκτιμώντας λοιπόν την σημασία αυτού του αγώνα ερχόμαστε στο γιατί κρίνουμε ότι ξεκίνησε. Το ότι υπήρχαν τα προβλήματα που υπήρχαν στην περιοχή ασφαλώς ήταν η βάση που συσπείρωσε τους κατοίκους. Αυτό όμως που έχει σημασία από κινηματική σκοπιά είναι τα ιδιαίτερα στοιχεία που υπήρξαν και έκαναν δυνατό αυτό τον αγώνα σε αντίθεση με περιπτώσεις που και πάλι υπάρχουν χίλιες αιτίες, αλλά τίποτα συλλογικό δεν γίνεται. Οι αγώνες σαν κοινωνικά γεγονότα δεν υπάγονται ασφαλώς σε οποιαδήποτε απλοϊκή νομοτέλεια. Μπορούμε πάντοτε όμως να ψηλαφούμε παράγοντες καθοριστικούς, στάσεις υποκειμένων σημαντικές, επιλογές που πήγαν μπροστά τα πράγματα και κοινωνικοϊστορικές συνθήκες που λειτούργησαν προς όφελος του αγώνα.
Σε σχέση μ’ αυτό, λοιπόν, σίγουρα σημαντικό ρόλο έπαιξε η στάση των δύο συντρόφων που λειτούργησαν σαν αρχικός πυρήνας για την συσπείρωση, των εργαζομένων στο κέντρο υγείας αρχικά και στην συνέχεια με την όλη στάση τους κατάφεραν σε κρίσιμες καμπές του αγώνα να βοηθήσουν προς την ανάπτυξή του και την ποιοτική του βελτίωση. Έχει τεράστια σημασία να εντοπίσουμε ακριβώς τους τρόπους με τους οποίους έγινε αυτό, δεδομένου του, στην καλύτερη περίπτωση, ατυχούς τρόπου που συνηθίζουν τα πολιτικά υποκείμενα να παρεμβαίνουν στους κοινωνικούς αγώνες, προσπαθώντας στην καλύτερη περίπτωση να εξάγουν πολιτικές μεθόδους και στάσεις που μπορεί να έχουν κάποια αξία μόνο στα πλαίσια πολιτικών δράσεων –για να μην αναφερθούμε βέβαια στις περιπτώσεις που επιχειρείται το καπέλωμα των αγώνων προς όφελος πολιτικών επιδιώξεων.
Αντίθετα, στο Ζαγκλιβέρι οι σύντροφοι επέλεξαν καταρχήν τον δύσκολο δρόμο του να λειτουργήσουν συλλογικά, για ζητήματα που τους αφορούσαν και τους ίδιους, βλέποντας έτσι τους γύρω τους στην πράξη ως ίσους και όχι με τον αέρα εκείνου που “σαν ανώτερος άνθρωπος” έρχεται να ενδιαφερθεί για ζητήματα που τον ίδιο δεν τον επηρεάζουν, αλλά παρόλα αυτά κινητοποιείται “για το καλό των άλλων”. Πατώντας σε σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου, είχαν χτιστεί μέρα-την-μέρα, στιγμή την στιγμή, σχέσεις καθημερινής αλληλοεκτίμησης και σεβασμού. Παρεμβαίνοντας όχι σαν ειδήμονες ή “ιδεολογικά καθαροί” ή σαν οι “προχωρημένοι” της ιστορίας, ξεκαθαρίζοντας την θέση τους κάθε φορά, αλλά σεβόμενοι και την εκάστοτε θέση του κόσμου που συμμετείχε, αναγνωρίζοντας τελικά πως η κινηματικές διαδικασίες πλάθουν τα αγωνιζόμενα υποκείμενα και οι πειραματισμοί σ’ αυτό το επίπεδο ούτε καταστρέφουν τις διαδικασίες ούτε τις “λερώνουν”, αλλά αντίθετα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξή τους.
Εκεί θα πρέπει να εντοπίσουμε την ιδιαιτερότητα που έκανε δυνατό το ξεκίνημα των κινητοποιήσεων.
Αν η αρχή όμως είναι το ήμισυ του παντός θα πρέπει τώρα να μας απασχολήσει, τι ήταν το άλλο μισό που οδήγησε στην μεγέθυνση των συλλογικοτήτων, στην επέκταση του αγώνα και στην νικηφόρα έκβασή του, τουλάχιστον σε ότι αφορά στο πρώτο κεντρικό αίτημα που ήταν η μη απόλυση των γιατρών, δεδομένου ότι όπως προείπαμε οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τι στάθηκε εμπόδιο στην παραπέρα μεγέθυνση του αγώνα, αφού για να έχουμε μια χρήσιμη κινηματικά εικόνα θα πρέπει να σκεφτόμαστε και τα μεν και τα δε.
Εκείνο που τροφοδότησε ασφαλώς τις διαδικασίες ήταν από την μια οι άθλιες συνθήκες εργασίας που σε μας είναι γνωστές συνήθως από την επαφή μας με το σύστημα υγείας σαν ασθενείς και από την άλλη οι προβληματικές συνθήκες περίθαλψης που μας είναι για τους ίδιους λόγους δυστυχώς, επίσης γνωστές. Αυτές οι συνθήκες τροφοδότησαν τον αγώνα, αυτές καθόρισαν την σύσταση των αγωνιζόμενων υποκειμένων, αυτές έθεσαν και τα όρια του.
Εκτός από τους εργαζόμενους στο κέντρο υγείας, που κινητοποιήθηκαν μέσω της «Σύσκεψης εργαζομένων» και που αποτελούνταν από άνδρες και γυναίκες διαφόρων ειδικοτήτων και κοινωνικών προφίλ, στις επιτροπές κατοίκων η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες με παιδιά, οι συγγενείς τους και ηλικιωμένοι. Εκείνοι δηλαδή ακριβώς που έχουν περισσότερο ανάγκη τις υπηρεσίες υγείας. Αλλά και αυτό είναι το προκλητικό για κάθε γραμμική ανάγνωση, που είναι επίσης εξαιρετικά ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και σε μειονεκτική θέση σε ένα περιβάλλον όπως αυτό της επαρχίας, τουλάχιστον όσον αφορά τις γυναίκες.
Από την άλλη, απουσιάζουν από τον αγώνα οι νέοι παρ’ ότι λόγω θέσης θα είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια κινητοποίησης. Και εδώ φαίνεται πως υπάρχει και ένα όριο του αγώνα. Ότι δηλαδή μη καταφέρνοντας να ανοιχτεί στις μικρότερες ηλικίες, που είναι και οι πιο παραγωγικές και δραστήριες, δεν κατάφερε να πάει ακόμα παραπέρα και να γίνει αφορμή για ευρύτερες κινητοποιήσεις, αφού μην ξεχνάμε κάθε αγώνας διαμορφώνει σχέσεις και στάσεις που επηρεάζουν ευρύτερα το περιβάλλον που πραγματοποιείται και πάνε πολύ πιο μακριά από τους άμεσους στόχους που τίθενται. Γι’ αυτό και, παρεμπιπτόντως, η κινητοποίηση των γυναικών τις περιοχής, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις συνθήκες της επαρχίας, δεν θα πρέπει να βλέπουμε ότι έπαιξε απλά το ρόλο του μέσου για την κατάκτηση της νίκης, αλλά και της διαδικασίας σπασίματος των συντηρητικών σχέσεων που υπήρχαν και δημιουργίας νέων πιο προοδευτικών. Διαδικασία που όσο ο αγώνας συνεχιζόταν, βάθαινε και έτσι εξηγείται ο πολλαπλασιασμός των αιτημάτων με το καιρό και η ποικιλομορφία τους.
Ένα άλλο στοιχείο που θεωρούμε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα και θετικά και αρνητικά ήταν η έλλειψη πείρας των αγωνιζόμενων υποκειμένων. Αυτό, σίγουρα, στάθηκε αρκετές φορές εμπόδιο στην διάρκεια του αγώνα για προφανείς λόγους. Ήταν όμως και θετικό τελικά γιατί βοήθησε να διεξαχθεί ο αγώνας χωρίς τις στρεβλώσεις που εμφανίζονται συχνά σε κινητοποιήσεις που παρεμβαίνουν αγωνιστές με ισχυρές πολιτικές απόψεις.
Τέλος, ένα σημαντικό στοιχείο για την εξέλιξη των κινητοποιήσεων ήταν ότι ο αγώνας διεξήχθη σε ένα σύμπλεγμα επαρχιακών κοινοτήτων, αρκετά μακριά δηλαδή από την μητρόπολη. Αυτό τον περιόρισε κατά πολύ και ως προς το ότι βρισκόταν μακριά από συστάδες αγωνιστών που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν –αν και πάλι μπαίνει το ζήτημα ότι θα μπορούσαν και να τον βλάψουν–, αλλά κυρίως μακριά από τους μαζικούς κοινωνικούς χώρους των μεγάλων πόλεων, στους οποίους θα μπορούσαν να αναζητηθούν σύμμαχοι.
Αυτή η απόσταση από τις μεγάλες πόλεις και ο κίνδυνος της απομόνωσης του αγώνα ήταν που έκανε και απαραίτητη την ύπαρξη της πρωτοβουλίας αλληλεγγύης.
Β) Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Η πρωτοβουλία αλληλεγγύης ήταν το αποτέλεσμα της αυθόρμητης πρότασης από κάποιους συντρόφους, κατά την διάρκεια ενημέρωσης που πραγματοποιούσαν οι δύο σύντροφοι της «Σύσκεψης» σε ανοιχτή εκδήλωση. Δεν ήταν λοιπόν προσχεδιασμένη ενέργεια και δεν είχε γι’ αυτό τον λόγο κάποιο ιδιαίτερο σκεπτικό από πίσω, πέραν εκείνου που υποδήλωνε το όνομά της. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε όμως ότι για μερίδα αριστεριστών -κάποιοι απ’ τους οποίους συμμετείχαν στην πρωτοβουλία- είναι συνήθης πρακτική η δημιουργία επιτροπών αλληλεγγύης για διάφορα θέματα και επομένως η παραπάνω άποψη περί έλλειψης ιδιαίτερου σχεδίου γύρω απ’ το τι θα έκανε η πρωτοβουλία αφορά μάλλον τον υπόλοιπο κόσμο, μεταξύ των οποίων και τα μέλη της ομάδας μας που συμμετείχαν.
Το βέβαιο όμως είναι ότι δεν ήταν προσχεδιασμένη ενέργεια και γι’ αυτό ο κόσμος που την απάρτιζε ήταν εξαρχής ετερόκλητος τόσο πολιτικά όσο και από πλευράς κινήτρων ανάμιξής του στην πρωτοβουλία. Υπήρχαν, καταρχήν, οι φίλοι και παλιοί σύντροφοι των δύο συντρόφων της σύσκεψης, που κινητοποιήθηκαν αρχικά εξαιτίας της φιλικής σχέσης και του προσωπικού ενδιαφέροντος, υπήρχαν κάποιοι αριστεριστές και κάποιοι αναρχικοί που είδαν την πρωτοβουλία μέσα στα κλασικά, θα λέγαμε, πλαίσια αλληλεγγύης και τέλος τα μέλη των νομάδων που κινητοποιηθήκαμε με κίνητρο τον ιδιαίτερο ριζοσπαστισμό που εμφάνισε ο αγώνας.
Τα διαφορετικά κίνητρα που έφεραν τον κόσμο στην πρωτοβουλία οδήγησαν γρήγορα και σε διαφορετικές αντιλήψεις γύρω απ’ τους συγκεκριμένους στόχους που θα έπρεπε να έχει. Από την μια, εκείνοι που είχαν προσωπικές σχέσεις με τους συντρόφους, οι αριστεριστές και οι αναρχικοί έβλεπαν την πρωτοβουλία σαν ένα ακόμα μέσο για την επίτευξη των αιτημάτων που είχε θέσει ο αγώνας στο Ζαγκλιβέρι και έβλεπαν τον ίδιο τον αγώνα σαν συνέχεια των αγώνων που δίνονται γενικά στο χώρο της υγείας (δηλ. απεργίες, συγκεντρώσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας από συνδικαλιστές του κλάδου κτλ.). Από την άλλη, τα μέλη της ομάδας μας κυρίως και κάποιοι σύντροφοι ατομικά, χωρίς να έχουμε προσωπικές σχέσεις με τους συντρόφους απ’ την Θεσσαλονίκη στην πλειοψηφία μας και, έχοντας ήδη προβληματισμούς από τον τρόπο που έχουμε δει να λειτουργούν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στο παρελθόν, θεωρούσαμε ότι καλύτερες υπηρεσίες στους αγωνιζόμενους του Ζαγκλιβεριου, αλλά και συνολικά στον ανταγωνισμό θα προσφέρονταν με την διερεύνηση του αγώνα, με την ανάδειξη των νέων στοιχείων που έφερνε (δηλαδή του αδιαμεσολάβητου χαρακτήρα του, της συνάντησης διαφόρων κοινωνικών υποκειμένων, της ριζοσπαστικότητας κτλ.) και την όσο γινόταν πιο πλατιά προπαγάνδιση γύρω από αυτά, με λίγα λόγια την κυκλοφορία του. Ενώ δηλαδή οι πρώτοι θεωρούσαν ότι στόχος μας θα έπρεπε να είναι η διακίνηση ψηφισμάτων σε συνδικαλιστές, το μάζεμα υπογραφών, η χρήση των μήντια για να προκληθεί ντόρος γύρω απ’ το θέμα και έτσι να ασκηθεί πίεση στους διοικούντες για την ικανοποίηση των αιτημάτων, εμείς θεωρούσαμε ότι έπρεπε πρώτα να επεξεργαστούμε τα δεδομένα του αγώνα και στην συνέχεια να βρούμε τρόπους προώθησής του στους άμεσα ενδιαφερόμενους θεωρώντας ότι η καλύτερη εξέλιξη θα ήταν η δημιουργία με αφορμή τις κινητοποιήσεις στο Ζαγκλιβέρι και άλλων εστιών αντίστασης. Ενώ δηλαδή οι μεν έβλεπαν εργαλειακά την πρωτοβουλία, θεωρώντας ότι έπρεπε κυρίως να διεκπεραιώνει, οι δε θεωρούσαμε ότι η πρωτοβουλία θα έπρεπε να είναι μια πλήρης διαδικασία που να συναντιέται τακτικά, να επεξεργάζεται τα ζητήματα που άπτονται του αντικειμένου της και να βάλει στόχους δράσης για την διεύρυνση του αγώνα και στην Αθήνα.
Αυτή η διάσταση σημάδεψε όλη την πορεία της πρωτοβουλίας, οδήγησε σε αποχωρήσεις και τριβές και κορυφώθηκε κατά την προετοιμασία της μοναδικής δημόσιας εκδήλωσης που οργάνωσε η πρωτοβουλία. Για να μην απαριθμήσουμε περιττές λεπτομέρειες θα πούμε μόνο ότι ενώ η άποψη των πρώτων ήταν ότι χρειαζόμαστε μια εκδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, που να απευθύνεται σε αγωνιστές και συνδικαλιστές, με προσκεκλημένους γνωστούς συνδικαλιστές του χώρου της υγείας, που να έχει σαν αντικείμενο την παρουσίαση των προβλημάτων της και να επικεντρώνει στις διώξεις που ασκούνταν στην σύσκεψη, η δεύτερη άποψη ήθελε εξαρχής μια διαφορετική εκδήλωση που να προσπαθεί να βάλει το ζήτημα του αγώνα στους άμεσα ενδιαφερόμενους δηλαδή σε υγειονομικούς και ασθενείς κατά βάση, που να μην θυματοποιεί τους αγωνιστές, αλλά αντίθετα να δείχνει τα σημεία της δύναμής τους, και αυτό για να προβληματίσει γύρω απ’ το περιεχόμενο του αγώνα. Γι’ αυτό και προτάθηκε η εκδήλωση να γίνει στο αμφιθέατρο της κατειλημμένης ιατρικής, γι’ αυτό υπήρξε η επιμονή τον κύριο και μοναδικό λόγο στην εκδήλωση να τον έχουν οι αγωνιζόμενοι, δηλαδή μέλη των επιτροπών κατοίκων και μέλη της σύσκεψης, γι’ αυτό και δόθηκε τόση σημασία απ’ την πλευρά μας στη προπαγάνδισή της.
Η αντίθεση που δημιουργήθηκε οδήγησε ουσιαστικά και στην διάλυση της πρωτοβουλίας. Η παραπάνω περιοδολόγηση δεν γίνεται όμως για να δείξουμε πόσο καλοί ήμασταν εμείς μέσα στην πρωτοβουλία, αλλά για να φανούν οι λόγοι που καταλήξαμε σήμερα στα συγκεκριμένα συμπεράσματα, τα οποία είναι:
Πρώτον ότι τα λάθη μας ήταν αποτέλεσμα και του ότι ήμασταν -οι Νομάδες- μια νέα διαδικασία, που μπήκε χωρίς προετοιμασία στην πρωτοβουλία. Μέσα όμως από την εμπειρία μας αυτή μας προέκυψε το πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα της κυκλοφορίας των αγώνων. Αποφασίσαμε λοιπόν ότι θα πρέπει να το επεξεργαστούμε πιο συγκεκριμένα και πιο συστηματικά, τι εννοούμε με αυτό και πώς επιτυγχάνεται.
Δεύτερον, ότι τα ζητήματα διαφορετικών αντιλήψεων που υπήρχαν δεν ήταν απλά δευτερεύοντα ζητήματα πάνω στα οποία διαφωνούσαμε επιδεικνύοντας σχολαστικισμό, αλλά ουσιαστικά ζητήματα που καθόρισαν την επιτυχία του εγχειρήματος. Η επιτυχία της εκδήλωσης στην οποία συνεισφέραμε στον μεγαλύτερο βαθμό αυτό αποδεικνύει. Αν είχαμε υπάρξει διαλλακτικοί σήμερα δεν θα υπήρχε το ντοκουμέντο της εκδήλωσης που αποτελεί χρήσιμο εργαλείο αγώνα με τις καταγραφές που περιέχει, αλλά ένα απονευρωμένο κείμενο κριτικής στο υπουργείο υγείας.
Τρίτον, ότι η προσπάθειά μας να λειτουργήσουμε συναινετικά στα πλαίσια της πρωτοβουλίας με σκοπό να διατηρηθεί η πολυσυλλεκτικότητα της πέρα από ιδεολογικοπολιτικές καθαρότητες, που ούτως ή άλλως αντιπαθούμε, αποδείχθηκε μάλλον προβληματική. Αυτό όχι όμως γιατί ήταν κακή σαν πολυσυλλεκτικότητα, αλλά γιατί δεν ήταν τέτοια. Γιατί με λίγα λόγια ήταν η συνάντηση αγωνιστών του α/α χώρου και όχι μια τυχαία συνάντηση αλληλέγγυων με κριτήρια ταξικά ή κοινωνικά. Έτσι το παρελθόν του καθενός βάραινε στις πράξεις του περισσότερο απ’ την λογική του. Καταλήγουμε επομένως ότι σε άλλες περιπτώσεις θα είμαστε πολύ πιο προσεκτικοί σε σχέση με τις συμπράξεις που επιλέγουμε.
Τέταρτον, αποτιμώντας συνολικά την εμπλοκή μας στην πρωτοβουλία, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε θεωρούμε πως ήταν θετική. Και γιατί μας επέτρεψε να δούμε από πιο κοντά τον αγώνα και να γνωρίσουμε καλύτερα τα ίδια τα υποκείμενά του, προμηθεύοντάς μας εξαιρετικά σημαντικές εμπειρίες αγώνα, αλλά και γιατί αναγνωρίζουμε πως ήταν μια προσπάθεια που βοήθησε και τον ίδιο τον αγώνα, κυρίως ηθικά, αφού κατάφερε σε κρίσιμες στιγμές να στείλει το μήνυμα στους ίδιους τους αγωνιζόμενους ανθρώπους ότι δεν είναι μόνοι, να τους ενθαρρύνει. Και επομένως παρότι ήταν εξαιρετικά επίπονη, δεν ήταν μια χωρίς νόημα προσπάθεια.
Νομάδες Αντιροής