Αρχείο κατηγορίας προδημοσιευσεις & αναδημοσιευσεις

Σχετικά με την δικτυακή ψηφοφορία για την κατάργηση της Χρυσής Αυγής

https://athens.indymedia.org/local/webcast/uploads/antifa_new.jpg

Εδώ και σχεδόν δυο 24ωρα, έχει ξεκινήσει μια δικτυακή συγκέντρωση υπογραφών, με χρήση της πλατφόρμας Avaaz, η οποία έχει ως θέμα την κατάργηση της Χρυσής Αυγής, μέσα από θεσμικές διαδικασίες.
Από την αρχή αυτή η συγκεκριμένη συγκέντρωση υπογραφών δεν μου άρεσε.
Τα καμπανάκια μου χτυπήσαν αφ’ ενός διαβάζοντας τις πρώτες προτάσεις αυτής και αφ’ ετέρου, όταν ακόμα το αίμα του Παύλου, δεν είχε καν καθαριστεί από το πεζοδρόμιο όπου τον δολοφόνησε ο φασίστας της Χρυσής Αυγής.

Δε ξέρω, αν έχω μια καποια εμπειρία στο ξεσκαρτάρισμα ειδήσεων που κυκλοφορούν, μα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δε νομίζω καν, πως χρειάζεται κάτι τέτοιο.
Με μια πιο ψύχραιμη ματιά, αντιλαμβάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά. Αφ’ ενός πατάει σε μια κοινωνική κατάσταση, η οποία ετσι κι’ αλλιώς έχει επιφέρει φόρτιση.
Το ίδιο ακριβώς διάστημα με την έναρξη αυτής της δικτυακής ψηφοφορίας, κυκλοφόρησε και ένα (και καλά) γκάλοπ που έδειχνε πτώση της ΧΑ και συναισθήματα αντιπάθειας.
Την ιδια ώρα τα ΜΜΕ κι τα δικτυακά παπαγαλάκια τους, ωρύονται για τα “δυο άκρα” και εμμέσως πλην σαφώς, καταδεικνύουν την απονομιμοποίηση της ΧΑ (στην παρούσα).
Ελάχιστες ώρες μετά, απροσδόκητα, συνέβη στην Λαμία το γεγονός, με τον ξυλοδαρμό του 20χρονου Αλβανού από εκεί χρυσαυγίτη και την άρνηση των αστυνομικών να τον συλλάβουν.
Από την άλλη, πρέπει να είναι κάποιος εντελώς αφελής και με παρωπίδες, ώστε να πιστεύει πως δεν θα υπήρχε επιδίωξη από το κατεστημένο πολιτικό σύστημα, να εκμεταλλευτούν αυτό το γεγονός, για ίδιον όφελος ο καθένας.

Ας δούμε πρώτα, την σχετική δικτυακή συγκέντρωση υπογραφών. Προσέξτε πως αρχίζει, προσπαθώντας, σαφέστατα να δώσει πολιτικό όφελος από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της ΧΑ, σε ποιον άλλο;
Μα στον ακροδεξιό νυν ετσιθελικά πρωθυπουργό:

[IMG]

-Τώρα, τα συμπεράσματα που μπορεί να προκύπτουν είναι τα εξής:

1. Ιντερνετικό “ψάρεμα” υπογραφών;
Ναι αμέ. Γιατί όχι; Ίσως και να μη το γνωρίζουν οι περισσότεροι, μα στα κόμματα υπάρχουν λίστες.
Λίστες επικίνδυνων ανθρώπων. Και όταν λέμε επικίνδυνων, δεν μιλαμε για αντίθετης ιδεολογίας. Όχι, κάθε άλλο.
Για παράδειγμα, η ΧΑ, έχει λίστα με “επικίνδυνους ακροδεξιούς”. Κοινώς, ανθρώπους κοινής ιδεολογίας, μα όχι μαντρωμένους στο Κόμμα και στον Φυρερ. Και τέτοια έχουν όλα τα κόμματα.

Επί αυτού, σας μεταφέρω και μια συζήτηση κλειστής ομάδας τμήματος ΑΕΙ [thanks FB page: Ο Άκρατος]:

Τώρα αν πούμε ότι τέτοιο είναι το προφίλ όλων αυτών που προτιμούν την επισφαλή διαμαρτυρία ή αποκλειστικά τη διαμαρτυρία, θα κατηγορηθούμε για γενίκευση;
Too much θα λέγατε;

2. Σκοπιμότητες και πάλι σκοπιμότητες:
Ας μη κοροιδευόμαστε. Σαν συνολική κοινωνική οντότητα, αντανάκλαση της σύγχρονης εποχής, δεν έχουμε συναισθήματα, αλτρουισμού και συντροφικότητας.
Τα πάντα είναι εκμεταλλεύσιμα και προς πώληση.
Ο τρισάθλιος εκδότης του Πρώτου Ψέματος, έβγαλε πρωτοσέλιδη φωτογραφία του νεκρού παλικαριού, στην αγκαλιά της κοπέλας του.
Τα κόμματα, τα οποία έστελναν χρηματοδοτήσεις και εκλογικό υλικό στην ΧΑ, σπεύδουν να ωφεληθούν από το αίμα, για μια ακόμα φορά.
-Νομίζω, το συγκεκριμένο το καλύπτει πολύ καλά και περιεκτικά, ο Αρης Χατζηστεφάνου:

Απλά, αναρωτηθείτε… Και φιλτράρετε διπλά και τρίδιπλα σκεπτόμενοι, πριν τ’ οτιδήποτε.
Ας μη γινόμαστε άλλο πιόνια στα χέρια των εξουσιαστών και της προπαγάνδας τους.

Η ουσία είναι μια: Τον Φασισμό κατάλαβε τον (αν θες να ζεις ελεύθερος).
Η ίδια η κοινωνία αν πραγματικά απεχθάνεται τους φασίστες και τον φασισμό πρέπει ν’ αντιδράσει χωρίς να ποντάρει σε κυβερνητική βοήθεια, χωρίς να περιμένει ότι το πρόβλημα θα το λύσει ένας νόμος.
Για παράδειγμα, τι εμποδίζει τους αντιφασίστες ν’ αποκλείσουν τα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. παρεμποδίζοντας κάθε δραστηριότητά της; Ποιός μπορεί να σταματήσει την άμεση και έμπρακτη απαξίωση οποιουδήποτε υποστηρίζει με οποιοδήποτε τρόπο τους νεοναζί;
Γιατί τους ανεχόμαστε στους χώρους εργασίας, στις πολυκατοικίες που μένουμε, στα σχολεία και τα πανεπστήμια, στα καφενεία, στους δρόμους; Κι αν κάποιος εμποδίσει τους αντιφασίστες, αν κάποιος εμποδίσει όλους εμάς από το αυτονόητο, που είναι ένα έμπρακτο, πολύπλευρο και εντελώς αποφασιστικό ‘Όχι”, στο φασισμό, τότε, ας δούμε ποιός είναι αυτός που θα το κάνει και πώς, κι ας βγάλουμε στη συνέχεια τα συμπεράσματά μας για το αν υπάρχει πραγματικά “πολιτική βούληση από την πλευρά της Κυβέρνησης” για λύση στο πρόβλημα της νεοναζιστικής Χ.Α. ώστε να καταστρώσουμε κι εμείς τις πραγματικά αποτελεσματικές στρατηγικές στη μάχη εναντίον του φασισμού… [eagainst.com]

«Ποιους συμφέρει η ανθρωποφαγία; (Ο αντιφασιστικός και αντικαπιταλιστικός αγώνας δεν είναι μονοπώλιο κανενός)»*

*της Αυγής Μ. Πλατσή

μελιγαλας

O αντιφασιστικός και αντικαπιταλιστικός αγώνας, ο αγώνας δηλαδή για τη ζωή και την ελευθερία, δεν είναι μονοπώλιο κανενός. Η δράση και η θεωρία για το στόχο αυτόν δεν συμπυκνώνονται σε μια μοναδική και αλάνθαστη συνταγή. Ποικίλλουν. Παρά και πέρα από τις επί μέρους διαφορές, επειδή ο στόχος και το όραμα είναι κοινά, η αλληλεγγύη και η συμπόρευση ανάμεσα σε συλλογικότητες, συνελεύσεις βάσης σε χώρους δουλειάς και γειτονιάς ώς τώρα ήταν και είναι δεδομένες από αναρχικούς και αντιεξουσιαστές.

[Ακόμα και με τη βάση των αριστερών και των κομμουνιστών εντός και εκτός κοινοβουλίου υπήρξε και εξακολουθεί να υφίσταται διάθεση μετωπικής συνεργασίας, ανεξάρτητα από το μηδαμινό ως επί το πλείστον αποτέλεσμα ένεκα των ένθεν και ένθεν αγκυλώσεων.]

O αντιφασιστικός και αντικαπιταλιστικός αγώνας, ο αγώνας δηλαδή για τη ζωή και την ελευθερία, διεξάγεται με όρους πολέμου: του πολέμου που ο κατακτητής (το οικονομικό σύστημα και οι πολιτικοί & κατασταλτικοί βραχίονές του) έχει κηρύξει από αρχής εξουσίας και κεφαλαίου στην κοινωνία τών (εξ ανάγκης) εργαζομένων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφή αντίστασης και κάθε μέσο αγώνα, ατομικό ή οργανωμένο, εφόσον στρέφεται κατά του κατακτητή και των συμμάχων του, είναι θεμιτό – και το υπερασπιζόμαστε έμπρακτα και αλληλέγγυα, ακόμα κι αν δεν το ακολουθούμε.

Ωστόσο, ο αντιφασιστικός και αντικαπιταλιστικός αγώνας, ο αγώνας δηλαδή για τη ζωή και την ελευθερία:

– δεν επιχαίρει για τον ξυλοδαρμό κανενός από φασίστες όποιας κοπής, ναζιστικής ή χουντοβασιλικής (εκτός μονάχα αν πρόκειται για προσωπικό τους, εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών) — έστω και αν ο δαρμένος έχει επιλέξει την «πολιτική αντιμετώπιση και μόνο», την οποία πάντα θα καυτηριάζουμε· έστω κι αν πρόκειται για εκείνους που εμείς οι ίδιοι βαφτίσαμε (λόγω της τραμπούκικης συμπεριφοράς τους) ΚΝΑΤ το ’79, έστω κι αν είναι οι ίδιοι ή τα ξαδέρφια εκείνων που μας χτυπούσαν τον Οχτώβρη του ’11 στο Σύνταγμα· [να εξηγούμαι: ευρισκόμενοι, λόγω των χι ή ψι συνθηκών, απέναντι από ΚΝΑΤ, ή από ό,τι άλλο αντίστοιχο, εννοείται πως δεν θα καθίσουμε να μας ανοίξουν το κεφάλια και θα απαντήσουμε επί τόπου — άλλο κοινωνικός αγωνιστής και άλλο μαλάκας!]

– δεν ξεπέφτει στην αποθέωση του οπαδισμού, ελλείψει άλλου οργανωμένου σχεδίου αντιφασιστικής δράσης· στέκεται αρνητικός απέναντι σε συνθήματα του τύπου «ούτε φασισμός ούτε αναρχία, ΠΑΟΚ-θρησκεία-τρομοκρατία» (όπως και σε όχι τόσο παλιές πρακτικές νταβατζιλικιού οπαδών έναντι μεταναστών) και είναι υποψιασμένος όταν κάποιοι λειτουργούν και πράττουν ως «θύρες Χ» αντί να συγκροτηθούν και να δράσουν κοινωνικά·

– ο πόλεμος στον οποίο μετέχει είναι η αντιβία με γνώση, σχέδιο και οργάνωση του αμυνόμενου απέναντι στον κατακτητή· όχι το τυφλό μένος.

Όσο ο πόλεμος που μας έχουν κηρύξει το οικονομικό σύστημα και οι πολιτικοί & κατασταλτικοί βραχίονές του μαίνεται, αιτιολογείται (και εν μέρει δικαιολογείται) το να συμβαίνουν πολλά «παρατράγουδα» λόγω οργής ή/και άγνοιας· παραμένει, όμως, ντροπιαστικό στο όνομα του αγώνα, τον οποίο ακυρώνει, το να γινόμαστε ανθρωποφάγοι.


ΥΓ.: Νομίζω πως είναι σαφές από το κείμενο ότι σε περιπτώσεις Παλουκογιάννηδων ή Μαλάμηδων δεν τίθεται φυσικά ζήτημα αλληλεγγύης! Ξεκαθαρίζω, ωστόσο, ότι ΔΕΝ ΕΠΙΧΑΙΡΩ… δεν λέω «καλά τους κάνανε!». Γιατί δεν επιβραβεύω με τίποτα τους φασίστες. Και δεν προτίθεμαι να πλειοδοτήσω στον (συμπτωματικό ή προσχεδιασμένο) πόλεμο που έχει ξεσπάσει μεταξύ αναρχικών – κκέδων, μεταξύ αναρχικών – μηδενιστών κ.λπ. προς τέρψιν κράτους και φασιστών.

 

πηγή:http://omniatv.com/blog/3314-%C2%AB%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B5%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%BF-antifasistikos-kai-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%80%CF%8E%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%C2%BB

Επίθεση ρε! κείμενο γιά τις καταλήψεις από την αναρχική εφημερίδα Μαύρη Σημαία

1005146_188324537998575_186746212_n

Μια εκατό χιλιάδες εκκενώσεις. Συνεχίζουν να επιτίθενται, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, δίχως να αισθάνονται καν την ανάγκη να δικαιολογηθούν πια. Θα μπορούσαν να φυτέψουν χίλια δυο κατά την εισβολή τους στις καταλήψεις, όμως θεωρούν πως η κοινωνία έχει εκφασιστεί τόσο, που δεν χρειάζεται. Και πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αδιαφορεί πλήρως, κι ένα άλλο, μικρότερο, χειροκροτεί την αστυνομοκρατία, αφού «τηρείται το γράμμα του νόμου».

Αυτή τη στιγμή, είτε θα περιοριστούμε στο να κράζουμε Κράτος και «μικροαστούς», ή θα αναζητήσουμε τα δικά μας λάθη, αυτά τα οποία δεν άνοιξαν τις καταλήψεις και το χώρο γενικότερα σε μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας.

Πολλές φορές παρατηρήθηκαν ανταγωνισμοί μεταξύ συλλογικοτήτων, μικρότητες που δεν ταιριάζουν σε καμία περίπτωση σε ομάδες ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως ελευθεριακές. Με την ευθύνη όλων, ο χώρος κινήθηκε μέχρι σήμερα κατακερματισμένος σε πολλά μικρά κομματάκια, τα οποία είτε δεν κατάφερναν να συνυπάρξουν, είτε ακόμη και εχθρεύονταν το ένα το άλλο. Το φαινόμενο αυτό είναι απόρροια κυρίως του σχηματισμού κάποιων πυρήνων που ιδιοποιουνταν κατειλημμένους χώρους, θεωρώντας τους στην πράξη όχι ελεύθερους χώρους, αλλά τσιφλίκι μιας κλειστής παρέας. Αδιαφορία για την απεύθυνση στη γειτονιά ή την πόλη, αδυναμία λειτουργίας ως συλλογικό υποκείμενο με αντανακλαστικά, απουσία τακτικής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλες συλλογικότητες και καταλήψεις, ο αναρχικός χώρος βαδίζει, βάζοντας συνεχώς τρικλοποδιές στον εαυτό του.

Αντί να δημιουργήσουμε τα ανοιχτά αυτά πλαίσια που θα αναδείξουν την εκρηκτική φαντασία και τις εξαιρετικές πνευματικές/μαχητικές ικανότητες που υπάρχουν στο χώρο, κάνουμε ότι μπορούμε ώστε να τις θάψουμε μέσα στη γενικευμένη μετριότητα. Ακολουθούμε τα χτυπήματα του Κράτους, περιορίζοντας τη δράση μας σε αναποτελεσματικές “απαντήσεις”, παίζουμε με τους όρους που θέτει η εξουσία και η Αριστερά, ακολουθώντας την παράδοση της βέβαιης ήττας.

Σύντροφοι/ισσες, η λυσσασμένη καταστολή θα πρέπει ν’ αποτελέσει το σημείο μηδέν του χώρου. Να συνειδητοποιήσουμε ως αναρχικοί/ές και ως καταπιεσμένοι αυτού του τόπου, πως δεν έχουμε τίποτε πια να χάσουμε, πως πρέπει να προσαρμόσουμε τη σκέψη και την πρακτική μας στο στόχο μας, όχι ώστε να προσφέρουμε θέαμα ή κι άλλους συντρόφους/ισσες στα κελιά, αλλά ωστε να επιτεθούμε αποτελεσματικά στο Κράτος και τους μηχανισμούς του, την άρχουσα τάξη και τα δουλικά της. Αποφασισμένοι να τα δώσουμε ΟΛΑ, αποφασιμένοι να κερδίσουμε ή να χασουμε, και όχι καταδικασμένοι στην καρμανιόλα των εξουσιαστών.

Σύντροφοι/ισσες στην Πάτρα και στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, στη Χιλή και την Κολομβία, στην Τουρκία και την Ισπανία, ήρθε επιτέλους η ώρα για μια μάχη που πράγματι θα είναι ΜΑΧΗ, και όχι φούμαρα γραμμένα στο χαρτί και σε τοίχο. Μάχη που θα διαχύσει τα προτάγματα μας στους δρόμους.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΡΕ!

Ο αντιφασισμός στο εδώλιο*

*Γράφει ο Ιός

 

ΑΝΤΙΝΑΖΙ_ΣΑΒΒΑΣ_ΜΙΧΑΗΛ

Η αυριανή δίκη κατά του πρώην πρύτανη του Πολυτεχνείου Κωνσταντίνου Μουτζούρη και του γραμματέα του ΕΕΚ Σάββα Μιχαήλ έχει ήδη προκαλέσει παγκόσμια κατακραυγή. Δεν είναι λίγο πράγμα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία για μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης συνδέεται συνειρμικά με τη γέννηση της δημοκρατίας, να βρίσκονται κατηγορούμενοι δύο εξέχοντες πολίτες, διωκόμενοι έπειτα από έγκληση στελεχών της Χρυσής.

Αυτό που διακυβεύεται πραγματικά αύριο είναι το δικαίωμα των πολιτών, των θεσμικών τους οργάνων και των πολιτικών οργανώσεών τους να ασκούν το ύψιστο δικαίωμα της προστασίας της ίδιας της δημοκρατίας από την απειλή των ναζιστών.

Οι κατηγορούμενοι

Ο πρώτος κατηγορούμενος Κωνσταντίνος Μουτζούρης, ο οποίος έχει διοριστεί από την κυβέρνηση στη θέση του προέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων, κατηγορείται ότι ως πρύτανης του ΕΜΠ «κατά τους μήνες Ιανουάριο και Μάιο 2009 επέτρεψε τη χρήση οπτικών ινών που είχαν παραχωρηθεί στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άγνωστους χειριστές της διαδικτυακής διεύθυνσης ‘‘Αthens Indymedia’’, παρά το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται η παροχή δωρεάν υπηρεσιών για σκοπούς που δεν είναι εκπαιδευτικοί ή ερευνητικοί, οι οποίοι (άγνωστοι χειριστές) με αναρτήσεις τους στον ανωτέρω δικτυακό τόπο προκάλεσαν και διήγειραν δημόσια τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους και σε αμοιβαία διχόνοια». Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο κ. Μουτζούρης, ο οποίος υπήρξε υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία στις εκλογές του 2012, έχει ήδη δικαστεί για την ίδια ακριβώς υπόθεση τον Μάιο του 2011 και έχει κηρυχθεί παμψηφεί αθώος. Στη δίκη αυτή που διεξάχθηκε στο Στ΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ήταν συγκατηγορούμενοι οι πρώην αντιπρυτάνεις του ΕΜΠ Γιάννης Πολύζος και Μάκης Σπαθής, οι οποίοι επίσης αθωώθηκαν (απόφαση 35239/2011).

Το σκεπτικό της απόφασης επισημαίνει ότι δεν υπήρχε υπηρεσιακό καθήκον των πρυτανικών αρχών να ελέγχουν το περιεχόμενο της ιστοσελίδας, αλλά ούτε και οποιοσδήποτε σχετικός δόλος. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι «μια απόφαση της συγκλητικής αρχής περί διακοπής της λειτουργίας της συγκεκριμένης ιστοσελίδας θα εκλαμβανόταν ως λογοκρισία» και ξεκαθαρίζει ότι η απόφαση των πρυτανικών αρχών «μπορεί να τύχει αμφισβήτησης και κριτικής, ουδείς όμως μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν προ του διλήμματος από τη μια την προάσπιση της εύρυθμης λειτουργίας του ιδρύματος (εφόσον η διακοπή της ιστοσελίδας θα εκλαμβανόταν ως λογοκρισία και θα δημιουργούνταν διενέξεις και αντιδράσεις, αφού στην εν λόγω ιστοσελίδα δεν φιλοξενούνταν μόνο οι παραπάνω εμπρηστικές και αξιοποίνου περιεχομένου δηλώσεις, αλλά φιλοξενούνται απόψεις του αντιεξουσιαστικού χώρου με πολιτικό λόγο ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί κάποιος με αυτές ή όχι) και από την άλλη ότι στο όνομα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της διακίνησης των ιδεών δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση και να είναι ανεκτές αξιόποινες πράξεις».

Αν συνυπολογίσουμε τη χρονική στιγμή που υποβλήθηκε η έγκληση (8.5.2009) θα αντιληφθούμε ότι επρόκειτο για την ταραγμένη περίοδο μετά τη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία του 16χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ηταν μια πολιτική συγκυρία που πράγματι το Indymedia έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο, προσφέροντας άμεση και αλογόκριτη ενημέρωση για τις αυθόρμητες κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα. Φυσικά καταχωρίζονται στο Indymedia και ακραίες εκφράσεις ή υπερβολές ή και ανακριβείς πληροφορίες. Αλλά θα πρέπει να είναι κανείς απολύτως άσχετος με το διαδίκτυο, αν δεν γνωρίζει ότι η ανωνυμία των σχολίων ακόμα και στους πιο καθεστωτικούς και καθωσπρέπει ιστοτόπους συχνά εκτρέπεται σε παρόμοιες ή και χειρότερες ακρότητες. Η κατηγορία δεν μπορεί δηλαδή να στηριχτεί σε κάποιες αναρτήσεις του Indymedia που περιλήφθηκαν στη δικογραφία. Ας μελετήσει κανείς τα σχόλια που αναρτώνται, λ.χ., κάτω από άρθρα και ειδήσεις σε όλες τις δικτυακές εκδόσεις των μεγάλων εφημερίδων. Σε μεγάλο ποσοστό πρόκειται για χαρακτηριστικά παραδείγματα ρητορικής μίσους. Κανείς βέβαια δεν διανοήθηκε να ασκήσει δίωξη κατά της ιδιοκτησίας ή της διεύθυνσης της εφημερίδας που τα αναρτά και πολύ περισσότερο κανείς δεν υπέδειξε ως υπεύθυνο τον φορέα που φιλοξενεί τον server της εκδοτικής επιχείρησης.

Αυτό που ενοχλεί στο Indymedia είναι ακριβώς ότι μέσα από την αξιοποίηση της άμεσης πληροφόρησης που παρέχουν αυτόπτες μάρτυρες και την εξίσου άμεση διασταύρωση (ή διάψευση) της είδησης ο εναλλακτικός αυτός ιστότοπος έχει αναδειχθεί σε ένα έγκυρο Μέσο Ενημέρωσης. Η δαιμονοποίησή του έχει σαφές πολιτικό πρόσημο. Εχει δίκιο να περηφανεύεται ο τέως βουλευτής του ΛΑΟΣ Κυριάκος Βελόπουλος ότι ήταν εκείνος που πρώτος ανέδειξε το ζήτημα σε επίπεδο Βουλής, τον Ιανουάριο του 2009. Η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή υιοθέτησε τη στοχοποίηση του Indymedia, κάτω από το βάρος της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και για όσα επακολούθησαν.

Ενα διάστημα η υπόθεση Indymedia λησμονήθηκε, για να επανέλθει τους τελευταίους μήνες, σε συνδυασμό με την έμπρακτη κατάργηση κάθε μορφής πανεπιστημιακού ασύλου, ενός θεσμού ο οποίος δεν ταίριαζε στις αυταρχικές προδιαγραφές του κράτους έκτακτης ανάγκης που έχει επιβάλει η εφαρμογή των μνημονίων. Δεν είναι ασφαλώς άσχετη με την αυριανή δίκη η επιδεικτική και απρόκλητη εισβολή των ειδικών δυνάμεων στο ΕΜΠ πριν από δέκα μέρες (21.8.2013) και η προκλητική συμπεριφορά τους, ακόμη και απέναντι στον σημερινό πρύτανη. Μπορεί η εισβολή να κατέληξε σε φιάσκο, με την προσαγωγή τριών νόμιμων μεταναστών, δύο φοιτητών και του φύλακα, αλλά ήταν αρκετή για να επιδεικνύονται ως τεκμήρια της «γιάφκας» από τα κανάλια μια βαριοπούλα και πέντε κράνη μοτοσικλέτας.

Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο Σάββας Μιχαήλ, μαρξιστής διανοούμενος με παγκόσμια αναγνώριση εγκαλείται ως εκπρόσωπος του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος (ΕΕΚ) για την έκδοση μιας προκήρυξης που καλούσε στο αντιφασιστικό συλλαλητήριο στις 9.5.2009. Το κατηγορητήριο κρίνει ότι το κείμενο της προκήρυξης «κατευθυνόταν στην προτροπή της βουλήσεως ετέρων [sic] σε ορισμένη παράνομη συμπεριφορά με τη διέγερση του συναισθήματος και την αποστροφή μιας ομάδας πολιτών εναντίον μιας άλλης, προβαίνοντας σε απλουστευτικές γενικεύσεις…»
Η σκοτεινή πλευρά της δίωξης του Σάββα Μιχαήλ αναδείχτηκε από τα ακροδεξιά ιστολόγια που έσπευσαν να συντονίσουν ένα διαδικτυακό λιντσάρισμά του τον περασμένο Δεκέμβριο, με το σύνθημα «λιώστε το εβραϊκό σκουλήκι». Ο λανθάνων αντισημιτισμός, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, κάνει εδώ κραυγαλέα επανεμφάνιση.

Οσο για τις δυο «ομάδες πολιτών» που η προκήρυξη φέρει σε αντιπαράθεση, είναι οι φασίστες και οι αντιφασίστες! Και επειδή δεν είναι δυνατόν να απαγορευτεί διά νόμου ο αντιφασισμός, κάποιοι αφήνουν να εννοηθεί ότι ως «απλουστευτική γενίκευση» που υπερβαίνει «το όριο της θεμιτής διαδήλωσης» ήταν το σύνθημα που κατέληγε η προκήρυξη: «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά».

Αλλά βέβαια πρόκειται για ένα από τα βασικά συνθήματα του αντιφασιστικού κινήματος. Τα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν αυτό που δονούσε τις διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που ζητούσαν αποχουντοποίηση, τιμωρία των πρωταιτίων του πραξικοπήματος και στέριωμα της δημοκρατίας. Στην πρώτη επέτειο της 21ης Απριλίου μετά την πτώση της χούντας συγκεντρώθηκαν πολίτες με τα συνθήματα «Λαέ εμπρός, να σβήσει ο φασισμός» και «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά» («Τα Νέα», 21.4.1975). Ακόμα και στην αντιφασιστική διαδήλωση κατά της δικτατορίας του Φράνκο, όπου μετείχαν όλες οι νεολαίες των κομμάτων (ΕΔΗΝ, ΠΑΣΟΚ, ΚΝΕ, ΟΝΝΕΔ, Ρήγας Φεραίος, κ.λπ.) το ίδιο σύνθημα φωναζόταν («Τα Νέα», 4.10.1975), όπως και στη διαδήλωση για τη Χιλή του Πινοτσέτ («Ριζοσπάστης», 8.1.1975). Και από τότε, κάθε φορά που έκανε την εμφάνισή του κάποιο χουντικό κατάλοιπο, οι δημοκράτες σε όλη την Ελλάδα με το ίδιο σύνθημα διαδήλωναν εναντίον του, από τη Χαλκίδα μέχρι τις συνοικίες της Αθήνας και τη Θεσσαλονίκη («Τα Νέα», 20.11.1985, 26.3.1986, 26.5.1986 και 24.11.1988).

Ας μη κοροϊδευόμαστε, λοιπόν. Αυτό που κυρίως ενόχλησε στην προκήρυξη του ΕΕΚ ήταν η διατύπωση «όπως το Δεκέμβριο εξεγερθήκαμε όλοι μαζί, ντόπιοι και ξένοι εργαζόμενοι και νεολαία, έτσι και τώρα θα αντιμετωπίσουμε τους θρασύδειλους παρακρατικούς που έχουν αστυνομική προστασία».

Οι κατήγοροι

Ο λόγος που οι δύο αυτές παράταιρες κατηγορίες εξετάζονται στην ίδια δίκη είναι ότι αποτελούν ένα μικρό τμήμα μιας «πολυμήνυσης» που είχαν υποβάλει στις 8.5.2009 έξι πολίτες χωρίς να προσδιορίζουν άλλη κοινή ιδιότητα πέρα από αυτήν που προκύπτει έμμεσα από το κείμενο της μήνυσης, ότι είναι δηλαδή διοργανωτές συγκεντρώσεων «κατοίκων» στις 24.11.2008, στις 8.12.2008, στις 19.1.2009 και στις 9.5.2009. Η αρχική μήνυση στρεφόταν και εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΟΛΜΕ, της Νεολαίας Ενάντια στο Ρατσισμό στην Ευρώπη, την Επιτροπή κατά του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου της Ε.Ε., του Κυριακάτικου Σχολείου, της Κίνησης «Απελάστε τον Ρατσισμό» και τις Κοινότητες Μεταναστών από το Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Οι υπόλοιπες μηνύσεις οδηγήθηκαν εκεί που έπρεπε να πάνε όλες, στο αρχείο.

Αλλά ποιοι είναι αυτοί που συνέταξαν αυτή την «πολυμήνυση» με στόχο τα κόμματα της Αριστεράς, τα συνδικάτα και τις αντιρατσιστικές οργανώσεις; Μπορεί όταν υποβλήθηκε η έγκληση να μην ήταν και πολύ γνωστά τα ονόματά τους, αλλά σήμερα κάποιοι απ’ αυτούς είναι παραπάνω από γνωστοί:

α) Ο Ηλίας Παναγιώταρος είναι ήδη βουλευτής της Χρυσής Αυγής. Εχει αναμιχθεί σε πολλές δημόσιες προκλήσεις της οργάνωσής του (διάλυση συγκεντρώσεων για την ιθαγένεια, την παρουσίαση του ελληνομακεδονικού λεξικού, επίθεση στον Αλέκο Αλαβάνο, τον Πέτρο Ευθυμίου, κ.λπ.). Ηταν ένας από τους 4 Χρυσαυγίτες που μετείχαν στον συνδυασμό Καρατζαφέρη στις νομαρχιακές του 2002, ενώ διέπρεψε και ως αρχηγός της ψευδώνυμης «Γαλάζιας Στρατιάς», δηλαδή του χουλιγκανικού παραρτήματος της Χρυσής Αυγής και προανήγγειλε διοργάνωση πογκρόμ στην Αθήνα το 2010. Εμπορεύεται είδη στρατιωτικού, αστυνομικού και… ακροδεξιού ενδιαφέροντος: μπλουζάκια, σημαίες και κασκέτα με τα σύμβολα των νεοναζιστών, αλλά και ρόπαλα του μπέιζμπολ, διά πάσαν χρήσιν.

β) Η Θέμις Σκορδέλη ήταν υποψήφια με τη Χρυσή Αυγή στις εκλογές του 2012. Μετείχε σε ενέργειες της οργάνωσης ενώ έχει ασκηθεί εναντίον της δίωξη για συμμετοχή σε μαχαίρωμα τριών μεταναστών. Η δίκη της έχει αναβληθεί οκτώ φορές.

γ) Η Γεωργία Δημοπούλου ήταν κι αυτή υποψήφια με τη Χρυσή Αυγή στην Α΄ Αθήνας το 2012 και στην Κορινθία το 2009.

δ) Ο Ιωάννης Ανδριόπουλος έγινε γνωστός όταν δική του ένσταση προκάλεσε την ανατροπή του νόμου για την ιθαγένεια από το ΣτΕ. Σύμφωνα με επιστολή του στην «Καθημερινή» έχει υπογράψει «σύμβαση ιδιωτικού δικαίου από 17.6.2012 [σ.σ. την ημέρα δηλαδή των εκλογών] προσωπικά με βουλευτή επαρχίας του Κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή με πάγια περιοδική αμοιβή».

ε) Ο Αναστάσιος Χατζηπαράσχου φέρεται ως μέλος της Κ.Ε. του ΔΗΚΚΙ, δηλαδή μηνύει μεταξύ άλλων και τον φορέα στον οποίο ανήκει το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ! Βέβαια μετέχει σε όλες τις «μετωπικές» ενέργειες του χώρου της Ακροδεξιάς. Δηλώνει ότι εκφράζει και μια οργάνωση με τίτλο «Ελληνική Γροθιά», η οποία έχει καθαρά φυλετιστικές και ακροδεξιές θέσεις. Το περίεργο είναι ότι σ’ αυτές τις θέσεις αναφέρεται η προάσπιση της Ορθοδοξίας και η «μη αποδοχή των αλλοθρήσκων», ενώ ο ίδιος δηλώνει καθολικός.

Το αστείο είναι ότι στη μήνυση οι εγκαλούντες Χρυσαυγίτες εμφανίζονται ως «ακομμάτιστοι», ζητούν μάλιστα να διωχθεί η ΚΟΑ του ΚΚΕ, επειδή «μεταδίδει ψευδείς ειδήσεις […] ότι δεν είμαστε ακομμάτιστοι, αλλά μέλη και στελέχη αντιδραστικών και ρατσιστικών οργανώσεων».

Την ίδια «ακομμάτιστη» ταυτότητα εμφάνισε και η αυτοκαλούμενη «Επιτροπή Ελλήνων Πολιτών», η οποία μια μέρα πριν από την υποβολή της μήνυσης, δηλαδή στις 7.5.2009, γνωστοποίησε στον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος ότι αυτή αναλαμβάνει τη διοργάνωση της συγκέντρωσης κατά των μεταναστών στις 9.5.2009. Οι τρεις που υπογράφουν ως «νόμιμοι εκπρόσωποι» της Επιτροπής είναι βέβαια κι οι τρεις Χρυσαυγίτες: πρόκειται για τον Παναγιώταρο και τη Δημοπούλου που συναντήσαμε πιο πάνω, ενώ συνυπογράφει και η Αλεξάνδρα Μπάρου, υπεύθυνη της Χρυσής Αυγής για την Εύβοια και υποψήφια στις εκλογές. Ως έδρα της η Επιτροπή δηλώνει τη διεύθυνση Σωκράτους 48, τα τότε γραφεία δηλαδή της Χρυσής Αυγής.

Το αδίκημα

Τελικά τι έγινε στις 9.5.2009, την επομένη της μήνυσης; Σύμφωνα με όσα δήλωσαν κατά την προανάκριση οι πέντε από τους έξι μηνυτές «στις 9.5.2009 δεν έγιναν επεισόδια». Αρα, ποια «κοινή ειρήνη διαταράχθηκε», όπως αναφέρει το κατηγορητήριο; Το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου έγιναν στην πραγματικότητα 4 συγκεντρώσεις. Μία της χρυσαυγίτικης «Επιτροπής» στην Ομόνοια, και τρεις αντιφασιστικές συγκεντρώσεις (στην Κοτζιά, την Κάνιγγος και τη Σωκράτους). Και ενώ οι τρεις αντιφασιστικές συγκεντρώσεις δεν προκάλεσαν συγκρούσεις και θύματα, σύμφωνα με έγγραφο της Κρατικής Ασφάλειας προς την Εισαγγελία (1037/3/56, 13.8.2009), υπήρξαν πέντε τραυματίες αλλοδαποί μετανάστες, ο Αφγανός Μιραγιάν Τομούρ, οι Παλαιστίνιοι Μουσταφά Αμπουχάρ, Αλί Μπεσίμ και οι Ιρακινοί Μοχάμεντ Αμπού και Ουακούρ Μουρίσε, όλοι θύματα των ακροδεξιών που είχαν συγκεντρωθεί στην Ομόνοια. Αυτά τα γνώριζε εκ των προτέρων η ΕΛ.ΑΣ., όπως προκύπτει από την απόρρητη «Εκθεση ανάλυσης κινδύνων» που συντάχθηκε από την Κρατική Ασφάλεια στις 6.5.2009 και χαρακτήρισε τις συγκεντρώσεις «από άποψη απειλής και επικινδυνότητας υψηλού επιπέδου, λόγω της συμμετοχής μελών ακροδεξιών οργανώσεων στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των μεταναστών». Αν έπρεπε, λοιπόν, κάποιος να διωχθεί για τα γεγονότα της 9.5.2009 αυτός δεν είναι άλλος από τη Χρυσή Αυγή.

Με την «πολυμήνυση» κορυφώθηκε η επιχείρηση της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών αντιμεταναστευτικών ομάδων να αποκτήσουν ερείσματα στα σώματα ασφαλείας, μέχρι και το ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Είχαν δοκιμάσει ήδη συγκεντρώσεις στις 24.11.2008, στις 8.12.2008 και στις 19.1.2009, στέλνοντας ανακοινώσεις στη ΓΑΔΑ, στον τότε αναπληρωτή υπουργό Μαρκογιαννάκη, το Α/Τ Αγ. Παντελεήμονα, εκλιπαρώντας για συνεργασία. Η δεύτερη συγκέντρωση της «αντισυστημικής» οργάνωσης έγινε με την προστασία των ΜΑΤ και κατέληξε σε βιαιοπραγίες κατά μεταναστών, τις οποίες δεν απέτρεψε η ΕΛ.ΑΣ., παρά το γεγονός ότι είχε και τότε προβλέψει «επιθέσεις ατόμων του ακροδεξιού χώρου σε βάρος μεταναστών κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης και μετά τη λήξη της» (Εκθεση ανάλυσης κινδύνων, 17.1.2009). Τότε πραγματοποιήθηκε και η εκδίωξη των μεταναστών και το σφράγισμα της παιδικής χαράς. Στις 23.1.2009 επισκέφτηκε την περιοχή ο κ. Μαρκογιαννάκης και συζήτησε επισήμως με την «Επιτροπή». Ηταν το πράσινο φως για όσα ακολούθησαν.

ΠΗΓΗ: ΙΟΣ

Η ταξική φύση του ναζιστικού κόμματος*

* Άρθρο του Θανάση Παπαρήγα ,στο περιοδικό«Επιστημονική Σκέψη»,1985 

 

 

Πηγή:ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ «ΝΥΧΤΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ»

Στις 30 Ιούνη 1934, ένα σοβαρό γεγονός συγκλόνισε τη νεοπαγή ακόμη χιτλερική Γερμανία: ο Ernst Röhm, επιστή­θιος φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, συναγωνιστής του από την πρώτη στιγμή, ιδρυτής και αρχηγός των SA καθαιρέθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε μαζί με πολλούς συνεργάτες του. Στην πραγματικότητα, και αυτό δεν άργησε να γίνει γνωστό, ο Röhm και πολλοί άλλοι συνεργάτες του εκτελέστηκαν.

Πού οφειλόταν αυτό το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Τι έκρυβε μέσα του και πίσω του;

Ας δούμε πρώτα το ιστορικό των γεγονότων. Όπως ξέρουμε, η κυβέρνηση με καγκελάριο τον Α. Χίτλερ ορκίζεται στις 30 Γενάρη 1933. Το NSDAP είναι πια κυβέρνηση. Αρχίζει μια 12ετία χιτλερικής δικτατορίας που σήμερα ξέρουμε ότι τελείωσε μέσα στα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι το πρώτο πρόβλημα που αντιμετω­πίζει. Οι αντίπαλοι της τσακίζονται γρήγορα, το κοινοβουλευ­τικό καθεστώς διαλύεται ουσιαστικά χωρίς αντίσταση, τίθεν­ται εκτός νόμου όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης· και όμως η κυβέρνηση αυτή αντιμετωπίζει ένα σοβαρό και πιθανό­τατα απροσδόκητο πρόβλημα: τα SA.

Ας δούμε πρώτα τι είναι τα SA. Όπως δείχνει και το όνομα τους (Sturmabteilungen – Ομάδες Εφόδου) είναι μια οργάνω­ση παραστρατιωτικού χαρακτήρα. Ιδρύθηκαν στις 3 Αυγού­στου 1921 στο Μόναχο, την πόλη – λίκνο του Εθνικοσοσιαλισμού[1]. Στην αρχή παρουσιάστηκαν σαν αθλητικοί όμιλοι, γρή­γορα, όμως, εγκατέλειψαν τα προσχήματα και άρχισαν να εμφανίζονται ανοιχτά σαν οργανωμένες ένοπλες ομάδες, με φαιόχρωμη στολή, με βαθμούς κλπ.

Με την άνοδο του NSDAP στην εξουσία, αλλάζει, προς το ευρύτερο, φυσικά, και ο ρόλος των SA. Από απλός βοηθητικός σχηματισμός ενός κόμματος γίνονται βοηθητικός σχηματι­σμός του βασικού, στην αρχή, μοναδικού, σε συνέχεια, κόμμα­τος της κυβέρνησης. Παίρνουν και κρατικές αρμοδιότητες. Στις 22 Φλεβάρη 1933, με διάταγμα του υπουργού Εσωτερικών της Πρωσίας Hermann Göring τα SA μαζί με άλλες οργανώ­σεις παίρνουν αστυνομικά καθήκοντα. Οπλίσθηκαν, μάλιστα, και με ελαφρά όπλα πεζικού. Περιττό, φυσικά, να πούμε ότι όλα αυτά συνοδεύτηκαν από ένα εκτεταμένο λουτρό αίματος.

Τότε, πού βρισκόταν το πρόβλημα με τα SA; Απλούστατα, στο ότι άρχισαν να ζητούν — και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εφαρμόζουν — όσα είχε υποσχεθεί το NSDAP. Συγκεκριμέ­να το «Πρόγραμμα των 25 σημείων» του NSDAP πρόβλεπε, μεταξύ των άλλων: Καταστολή της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίαση τους στους μικροε­πιχειρηματίες σε χαμηλές τιμές και, τέλος, δημιουργία λαϊκού στρατού.

 

Η τάση αυτή των SA αντανακλούσε πραγματικές, αν και αλλοιωμένες, ταξικές αντιθέσεις, με κύριο εκφραστή της τον αρχηγό των SA Ernst Röhm.

Να και μερικές αποστροφές του τελευταίου την άνοιξη του 1934:

«Μερικοί δεν μας αγαπούν [τα SA, δηλ. — Θ.Π.] γιατί, σαν τοποθετημένοι από τον Αδόλφο Χίτλερ εγγυητές της αληθινής γερμανικής επανάστασης, δεν ανεχόμαστε να κυριαρχήσει και πάλι ένα πνεύμα γραφειοκρατισμού και ηγετοκρατίας, δειλίας και υποταγής, αλλά εννοούμε να παραμείνουμε επαναστάτες» (17/3/1934).

«Με ακατανόητη επιείκεια, το νέο καθεστώς στη Γερ­μανία κατά την κατάληψη της εξουσίας δεν απαλλάχτη­κε χωρίς δισταγμούς από τους φορείς του παλιού και του ακόμη παλιότερου συστήματος. Ακόμη σήμερα βρί­σκονται σε σημαίνουσες θέσεις άνθρωποι που η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση δεν τους προκαλεί καμιά αί­σθηση. Αλλά θα τους τσακίσουμε οπωσδήποτε και αμεί­λικτα αν τολμήσουν να μετατρέψουν σε πράξη αυτές τις αντιδραστικές αντιλήψεις» (18/4/1934).

Η στάση αυτή σχετίζεται με την απογοήτευση πολλών οπα­δών του NSDAP που βλέπουν, κάπως θολά και αξεκαθάριστα, ότι η «δική τους» κυβέρνηση ακολουθεί και αυτή την πολιτική των προηγουμένων, δηλ. την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, όμως. στην αναταραχή υπάρχει και μια άλλη διάσταση: διάφοροι παλαιοσυντηρητικοί. με φασιστική κατεύ­θυνση κύκλοι κινούνται για την αντικατάσταση της κυβέρνη­σης του NSDAP από μια κυβέρνηση παρόμοια αλλά παραδο­σιακής συντηρητικής ή ίσως μοναρχικής κατεύθυνσης. Οι κύ­κλοι αυτοί έχουν σαν επίκεντρο τον Αντικαγκελάριο Franz von Papen. ο οποίος κινείται επίσης δραστήρια αυτή την πε­ρίοδο. Στις 17 Ιούνη 1934, εκφωνεί στους φοιτητές του Πανε­πιστημίου του Marburg ένα λόγο όπου. με ελάχιστα σκεπασμέ­να λόγια, καυτηριάζει την αδιαλλαξία των χιτλερικών που δεν εννοούσαν να μοιρασθούν την εξουσία με τις άλλες δυνάμεις της δεξιάς. Αυτά οι ηγέτες του NSDAP τα ξέρουν και έχουν ανησυχήσει. Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονται εν μέρει οι επιθέσεις του Goebbels ενάντια στην «αντίδραση». Αργότερα, ο ίδιος θα αποκαλέσει αυτούς τους κύκλους «αντιδραστική πτέρυγα της συνωμοσίας».

Στην πραγματικότητα, πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένας άλλος πολύ πιο σοβαρός παράγων: η μεγάλη αστική τάξη. Αυτή η τελευταία είναι πανικόβλητη. Με τρόμο βλέπει τα SA να στρέφονται εναντίον της. Φοβάται αυτό το φαιοντυμένο τέρας, που σήκωσε τώρα το κεφάλι του ενάντια στον αφέντη του. Πρέπει να χαλιναγωγηθεί πριν είναι πολύ αργά.

Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες: Οι ξένες δυνάμεις. Η Γαλλία και η Αγγλία παρακολουθούν άγρυπνα την εξέλιξη. Δεν έχουν ακόμη καταλήξει στη θέση τους γι’ αυτό το νέο καθε­στώς. Η Γερμανία είναι ακόμη «φασκιωμένη» με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Δεν έχει στρατό και έτσι είναι υποχρεωμένη να αποφεύγει τις προκλητικές ενέργειες.

Από αυτό προέρχον­ται και οι συμφιλιωτικοί τόνοι των λόγων του Α. Χίτλερ στην περίοδο αυτή. Όμως, τα SA, παρασυρμένα από τον ίδιο τους τον εθνικιστικό πυρετό, οδηγούνται σε προβοκατορικές ενέρ­γειες. Αρχίζουν να επιτίθενται ενάντια σε ξένους διπλωμάτες στο δρόμο, να τους συλλαμβάνουν κλπ.

Στις 7 Ιούνη 1934, τα SA παίρνουν «άδεια» για όλο τον Ιούλη και ο Ernst Röhm αποσύρεται για την ίδια περίοδο στη λουτρόπολη της Άνω Βαυαρίας Bad Wiessee[2]. Εκεί θα εξοντωθούν όλοι στις 28 Ιούνη αρχίζοντας από τον Röhm. Η εκκαθάριση των SA θα είναι το σύνθημα για μια εκτεταμένη και αιματηρή εκκαθάριση λογαριασμών σε όλο το Ράιχ. Καταρχήν, στο Βερολίνο, όπου εκτελούνται οι συνεργά­τες του Αντικαγκελαρίου von Papen, που μένει ανενόχλητος.

Ανάμεσα στους νεκρούς είναι ό Edgar Jung, συγγραφέας του λόγου του von Papen της 17ης Ιούνη 1934, ό Gustav von Kahr, που ο Χίτλερ εκδικείται για την αποτυχία του πραξικο­πήματος του 1923; ο προκάτοχος του Χίτλερ στο αξίωμα του Καγκελαρίου στρατηγός Kurt von Schleicher και η γυναίκα του καθώς και ο συνεργάτης του στρατηγός Kurt von Bredow. Η Gestapo συλλαμβάνει και δολοφονεί στο Βερολίνο και τον Gregor Stasser ηγέτη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος; που είχε παραιτηθεί το Δεκέμβρη του 1932[3].

Ο συνολικός αριθμός των νεκρών υπολογίζεται σε 1.076. Εδώ πρέπει να δούμε ότι οι νεκροί είναι «μόνο» τόσοι, γιατί η επιθυμία της Reichswehr είναι σαφής: τα SA πρέπει να αποκε­φαλισθούν; αλλά κάθε υπερβολική φθορά πρέπει να αποφευ­χθεί. Η συνολική δύναμη των SA είναι 2:900.000 άτομα και ή στρατιωτική τους εκπαίδευση τα έκανε απαραίτητα για το μελλοντικό στρατό που ετοιμάζεται.

Η μονοπωλιακή αστική τάξη έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Στις 5 Ιούλη 1934, η Deutsche Bergwerkszeitung, όργανο των ιδιοκτητών ορυχείων, έκανε λόγο για μια κλίκα φιλόδοξων που ήθελαν να αρχίσουν νέα πάλη για την εξουσία και εξέφρασε τη χαρά της για «τη γρήγορη επέμβασης της 30ης Ιούνη που μας έσωσε από αυτό τον κίνδυνο».

Αντίθετα, ανέβηκε πολύ ο ρόλος των SS (Schutzstaffeln). Αυτή ή σχετικά ολιγάριθμη ομάδα, κυρίως αρμοδιότητας σω­ματοφυλακής, δεν θα πάψει να ανεβαίνει και να καταλαμβάνει όλο και καινούργιες εξουσίες. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στην ενίσχυση της θέσης του Heinrich Himmler. Ο διοικητής της ομάδας των SS που πήρε μέρος στη σφαγή του Μονάχου), ό SS Gruppenführer Sepp Dietrich,[4] ως τότε αρχηγός της προ­σωπικής σωματοφυλακής του Χίτλερ, πήρε βαθμό στρατηγού. Όλες αυτές οι αλλαγές επισημοποιήθηκαν με το διάταγμα της 20ης Ιούλη 1934, όπου αναφέρονται «οι μεγάλες προσφορές των SS, ιδιαίτερα σε σχέση με τα γεγονότα της 30ης Ιούνη».

Ένα μήνα μετά τη δολοφονία των ηγετών των SA, ή χιτλε­ρική δικτατορία ολοκληρώνεται: Στις 2 Αυγούστου 1934, πε­θαίνει ο Πρόεδρος Paul Von Hindenburg. Ένας νέος νόμος — που, παραδόξως, έχει ημερομηνία 1η Αυγούστου 1934- ορί­ζει ότι «τα καθήκοντα του προέδρου του Ράιχ στο εξής ενώνονται με τα καθήκοντα του καγκελάριου. Συνεπώς, οι εξου­σίες του προέδρου του Ράιχ περνούν στον Führer και καγκε­λάριο Αδόλφο Χίτλερ». Ο von Blomberg δεν χάνει καιρό. Την ίδια ημέρα αναγγέλλει ότι ό στρατός ορκίζεται πιστή στον Αδόλφο Χίτλερ προσωπικά[5] και, μάλιστα, όχι μόνο πίστη αλλά και άνευ όρων υπακοή, Η χιτλερική μονοκρατορία είναι πια γεγονός τετελεσμένο.

Η ΤΑΞΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ NSDAP

Η δραματική σύγκρουση της 30 Ιούνη 1934 ήταν, κατά τη γνώμη μας, μια γραφική παράσταση της σχετικής αυτονομίας της πολιτικής απέναντι στα οικονομικά συμφέροντα που υπη­ρετεί. Από την άλλη μεριά, σαν να ήθελε να υπογραμμίσει τη βαθιά αντιφατικότητα του φαινομένου, το ιστορικό αυτό γεγο­νός έδειξε ότι τα συμφέροντα αυτά χρειάζονται αυτή τη σχετική αυτονομία σαν στοιχείο της άσκησης της εξουσίας ειδικά και της πολιτικής τους γενικότερα, σαν «συμπυκνωμέ­νης», αλλά όχι απλής και άμεσης έκφρασης της οικονομίας.

Το «Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (National Sozialistische Deutsche Arbeiter Partei = NSDAP) ήταν πάντα και έμεινε ως το τέλος το κόμμα που εξυπηρέτησε κατά τον πιο τέλειο; ως τώρα, τρόπο τα συμφέροντα της μεγά­λης αστικής τάξης, των κορυφών του μονοπωλιακού κεφα­λαίου. Τέτοιο ήταν και πριν το 1933, και μετά, τέτοιο έμεινε και ως τις 9 Μάη 1945.

Αυτό φαίνεται καθαρά από το δείκτη εκείνο που ενδιέφερε πιο πολύ το μονοπωλιακό κεφάλαιο: την πορεία των κερδών, Κάι δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί ότι ή Κυβέρνηση του NSDAP εξασφάλισε συνθήκες εξαιρετικής σε έκταση και βά­θος συσσώρευσης κερδών, Η πορεία των τελευταίων υπήρξε πράγματι θεαματική, όπως δείχνει ό παρακάτω πινάκας:

Η ναζιστική 12ετία υπήρξε περίοδος ταχύτατης ανόδου των κερδών και των περιουσιών των μεγιστάνων, όπως μαρτυρούν όλα, χωρίς εξαίρεση, τα στοιχεία: Οι κρατικομονοπωλιακές μέθοδοι που τελειοποίησε ή εγκαινίασε το «1000χρονο Ράιχ») δεν ήταν τίποτε άλλο από μια παραχώρηση — συχνά-, με φανερά σκανδαλώδη τρόπο— όλης της γερμανικής οικονομίας σε μια χούφτα μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις «τσέπωσαν» τα κολοσσιαία κέρδη της στρατιωτικοποίησης και της δουλικής εκμετάλλευσης των ξένων, ιδιαιτέρα «Ανατο­λικών» εργατών, αλλά και της λεηλασίας όλης της Ευρώπης. Αυτή η μυθικών διαστάσεων συσσώρευση — που εμφάνισε και χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου — εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εντυπωσιακή ανάκαμψη της οδ Γερμανίας μετά το 1945.

Η συντριβή κάθε οργάνωσης των εργαζομένων έκανε τη δράση του NSDAP «θαυματουργή» και στον πολιτικό τομέα. Στη διάρκεια της εξουσίας του, οι εργαζόμενοι δεν διαμαρτυ­ρήθηκαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου. Η ένταση της εκμετάλλευσης, μόνος τρόπος δημιουργίας και ενίσχυσης του τεράστιου πολιτικοβιομηχανικού συγκροτήματος μιας ιμπεριαλι­στικής δύναμης χωρίς αποικίες, «πέρασε» ανεμπόδιστα, Αρκετά πριν από τον πόλεμο, η ελεύθερη εκλογή θέσης εργασίας είχε καταργηθεί. Σε ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις όπως ή «Οργάνωση Todt» (Organisation Τodt – ΟΤ), είχαν επιβληθεί όχι μόνο στρατιωτικοί κανονισμοί, άλλα και στρατιωτικές στολές.[6]Τα πολιτικά κέρδη του κεφαλαίου ήταν και μακροπρόθεσμα. Καταρχήν, ο πόλεμος δεν φαίνεται να προκάλεσε σχεδόν καμιά κίνηση διαμαρτυρίας ή και απλής δυσαρέσκειας. Ένα δείγμα μας δίνει έκθεση του «Γερμανικού Μετώπου Εργα­σίας» (Deutsche Arbeitsfront – DAF), οργάνωσης που ήταν αρμόδια για την οργάνωση του εργατικού δυναμικού και την κίνηση του, του τέλους του 1942: «Το 1917, χάθηκαν σε πολι­τικές απεργίες περίπου 2.000.000 εργατοημέρες. Το 1918, ή­ταν 5.000.000 εργατοημέρες. Στο πολεμικό έτος 1942, κερδίθηκαν αμέτρητα εκατομμύρια προσθέτων εργατοημερών, χω­ρίς να υπολογίσουμε την εργασιακή απόδοση εκατομμυρίων επι­στρατευμένων ξένων εργατών» (η έμφαση δική μας).

Και όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε ένα άλλο πολιτικό κέρδος πολύ μεγάλης, όπως αποδείχτηκε, σημασίας: την σχε­δόν ολοκληρωτική εξόντωση όλων των επαναστατικών στοι­χείων και την απώλεια σχεδόν κάθε επιρροής τους.

Ποτέ πριν από την εγκαθίδρυση του Γ’ Ράιχ οι μεγάλοι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οι άμεσοι άνθρωποι τους δεν συμμετείχαν τόσο άμεσα στη διεύθυνση της οικονομίας, και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία οι σχέσεις κράτους-μεγάλου κεφαλαίου ήταν πάντα πολύ στενές. Κάτι περισσότε­ρο: ο Χίτλερ δεν το είχε σε τίποτε να αλλάξει τους στρατηγούς του με τη μεγαλύτερη ευκολία για παραπτώματα πολλές φορές φανταστικά ή συνήθως χωρίς να φταίνε. Αντίθετα, στις κορυ­φές των οικονομικών-διαχειριστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας βλέπει κανείς πάντα αναδιανομή των ίδιων προσώπων: γενικών μετόχων, γενικών διευθυντών ή έμπιστων στελεχών των γιγάντων του χρηματιστηρίου[7]. Και κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Οι στρατηγοί του Χίτλερ ήταν —ή έγιναν— διάσημοι. Ποιος, όμως ξέρει τον Albert Pieg της SIEMENS ή τον Wilhelm Zangen της MANNESMAN; Αυτοί δεν άφησαν απομνημονεύματα. Η διακριτικότητα ήταν, άλλωστε, αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο.

Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι η πολιτική εξουσία του NSDAP βοήθησε πολύ όχι μόνο τους καπιταλιστές ενάντια στους εργαζόμενους, αλλά και τους πολύ μεγάλους καπιταλι­στές ενάντια σε όλους τους υπολοίπους. Η συγκεντροποίηση, που το κράτος ενθαρρύνει ή και επιβάλλει, παίρνει πρωτοφα­νείς διαστάσεις: Το μέσο κεφάλαιο των μετοχικών εταιριών περνά από 2.300.000 (1932) σε 5.500.000 μάρκα (1943). Ο νόμος της 7ης Μάρτη 1939 φτάνει ως την κατάργηση των επιχειρήσεων που δεν έφταναν ένα ορισμένο minimum τζίρου, υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν εργαζό­μενοι στη μεγάλη βιομηχανία. Στην περίοδο 1933-1939, ο αριθμός των επιχειρηματιών και των οικογενειών τους πέφτει από 11.247.000 σε 9.612.00 (-4,54%) και το ποσοστό τους στον πληθυσμό από 19,8% σε 16,2%.

* * *

Αλλά, τότε προβάλλει εξίσου αβίαστα και το ερώτημα: Αν το NSDAP έδειξε τέτοια συγκινητική φροντίδα για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς εξηγείται τότε η ύπαρξη μέσα στα SA. την πρώτη και σπουδαιότερη οργάνωση του ενός ισχυρού ρεύματος που προβάλλει αιτήματα ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα και τις βλέψεις των «Μαικηνών» του; Άλλωστε, αυτά τα αιτήματα δεν ήταν τυχαία: Είχαν αναπτυχθεί και διακηρυχθεί επανειλημμένα από την ίδια την ηγεσία του NSDAP και τον Α. Χίτλερ προσωπικά.

Κατά τη γνώμη μας. η απάντηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την αντιφατική φύση των κομμάτων, πολιτικών οργανισμών που εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα αλλά δεν ταυτίζονται μαζί τους και που τα εξυπηρετούν με το δικό τους. πολιτικό τρόπο.

Σαν πολιτικό κόμμα, το NSDAP ήταν από την αρχή φορέας μιας τέτοιας αντίφασης. Η πολιτική και η ιδεολογία του εξυπη­ρετούσαν από την αρχή τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως άλλωστε έδειξε, από το 1920 κιόλας, το ιταλι­κό παράδειγμα. Έτσι εξηγείται και η ανοχή των αρχών απέναν­τι στις βιαιοπραγίες του που αντιμετωπίζονται σαν νεανικές τρέλες και, καμιά φορά. τιμωρούνται «πατρικά». Για την από­πειρα πραξικοπήματος του 1923. ο Χίτλερ θα τιμωρηθεί ουσια­στικά με 6 μήνες φυλακή και αυτό ύστερα από μια δίκη σκανδαλώδους επιείκειας!

Στη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο, δημιουργήθηκαν μια σειρά αντεργατικών ενώσεων που αποτελούνταν από από­στρατους αξιωματικούς, τυχοδιώκτες και μπράβους. Τέτοιες οργανώσεις ήταν και τα «εθελοντικά σώματα» (Freikorps) που βοήθησαν στη συντριβή της Γερμανικής Επανάστασης. Η «α­ποστολή» τους ήταν να ασκούν τρομοκρατική δράση ενάντια σε εργάτες και αγρότες. Οι ενώσεις αυτές ήταν οι ένοχοι για όλες τις δολοφονίες αριστερών πολιτικών· από το 1919 ως το 1923. To NSDAP, που στην αρχή ήταν μια απ’ αυτές τις πολυάριθμες ενώσεις, κατέληξε να απορροφήσει όλες τις άλ­λες αντεργατικές συμμορίες.

Από το 1924 ως το 1929 τα μονοπώλια ενίσχυαν οικονομι­κά τις ναζιστικές συμμορίες τόσο όσο χρειάζονταν για να μην εξαφανιστούν. μετά όμως από το 1930 το NSDAP πλευρίζεται από το μεγάλο κεφάλαιο ευρύτερα, και όχι πια απλώς σαν μια πληρωμένη συμμορία για «χοντροδουλειές».

Ο Χίτλερ γίνεται δεκτός στα πιο αποκλειστικά άντρα των βιομηχάνων (παράδειγμα, η κλασική «συνεστίαση» στη λέσχη του Düsseldorf της 26ης Γενάρη 1932), τα μονοπώλια του εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να πηγαίνει από πόλη σε πόλη με αεροπλάνο στη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών — πράγμα πολύ δύσκολο ακόμη τότε— του δίνουν εκατομμύρια κλπ.

Όμως, το NSDAP είναι ακριβώς αυτό που λέει η ονομασία του, δηλ. ένα πολιτικό κόμμα, και όχι ένας απλός εκτελεστικός μηχανισμός του μεγάλου κεφαλαίου, όπως θα ήταν πχ, μια νομική ή λογιστική εταιρία. Έρχεται σε επαφή και σύνδεση με μάζες, από τη φύση τους διαφορετικές από τα συμφέροντα που το NSDAP εκφράζει, και, έτσι, διαφοροποιείται και αυτό. Το ίδιο το όνομα του κόμματος είναι χαρακτηριστικό. Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Η μαζική βάση του NSDAP είναι κυρίως μικροαστική και, κατά πιο δεύτερο λόγο, μεσοαστική.

Μια στατιστική της 1ης Γενάρη 1935 μας δίνει μία εικόνα:

— Το 7,3% όλου του «επαγγελματικά απασχολούμενου πληθυσμού» του Ράιχ ανήκει στο NSDAP. Απ’ αυτό βλέπουμε ότι το NSDAP ήταν ένα τεράστιο κόμμα.

—Στο NSDAP ανήκε το 20% των δημοσίων υπαλλήλων (Beamten), ενώ στους δασκάλους και καθηγητές το ποσοστό έφτανε το 30%.

— Στο NSDAP ανήκει το 15% των «αυτοαπασχολουμέ­νων».

— Στο NSDAP ανήκει το 12% των «μη δημοσίων» υπαλ­λήλων (Angestellten).

— Το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών που είναι μέλη του NSDAP είναι γύρω στο 5% του συνόλου των βιομηχανι­κών εργατών. Γενικά, λίγοι εργάτες έγιναν μέλη του NSDAP, παρά το όνομα του. Πριν το 1933, το NSDAP ούτε κατόρθωσε, αλλά ούτε έδειξε μεγάλη συνέπεια στην προσπάθεια να δη­μιουργήσει χωριστή οργάνωση εργατών[8]. Πολλοί επιφανείς ηγέτες του NSDAP δυσπιστούσαν απέναντι τους. Η «Εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση των Εργοστασίων» (Nazional – Sozialistische Betriebszellenorganisation – NSBO) είχε πάντα, ακόμη και μετά το 1933, ελάχιστα μέλη. Το 1935, διαγράφτηκε από τον κατάλογο των εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων. Ο ίδιος ο Χίτλερ «υπέδειξε» στο Συνέδριο του NSDAP του 1937 να μην παρελάσουν χωριστές ομάδες εργατών. Αυτό δείχνει καθαρά ότι δεν ήθελε τη χωριστή παρουσία των εργατών γιατί αυτό θύμιζε την ταξική πάλη ή, έστω, την ταξική «απόσταση». Σαν γνήσιο κόμμα της αστικής τάξης, το NSDAP δεν μπορού­σε να υποφέρει τη θέα των χωριστά οργανωμένων εργατών ούτε μέσα στα ίδια του τα πλαίσια.

— Το ποσοστό των αγροτών που ανήκε στο NSDAP ήταν ασήμαντο, πράγμα που εξηγείται από το ότι η συμμετοχή των αγροτών στα κόμματα ήταν πάντα στη Γερμανία πολύ μικρή[9].

Η έκθεση δεν αναφέρει στοιχεία για το βάρος των εκπρο­σώπων της μεγαλοαστικής τάξης μέσα στο NSDAP και αντί­στροφα. Ξέρουμε όμως ότι πάρα πολλοί απ’ αυτούς ήταν μέλη του. Αναμφίβολα, λόγω του πολύ μικρού τους αριθμού γενικά, ο σχετικός αριθμός τους στο NSDAP θα ήταν πολύ μικρός· το «ειδικό βάρος» του, όμως, ήταν τεράστιο.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το βασικό μαζικό στήριγμα του NSDAP ήταν — από άποψη οργανωμένης μαζικής βάσης, αλλά και εκλογικής βάσης — τα μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα αυτά της πόλης. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για να «ξαναγραφτεί», δηλ. να παραποιηθεί η ιστορία. Στη σειρά των άρθρων, μελε­τών κλπ, που γράφτηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την άνοδο στην εξουσία του NSDAP, προβλήθηκε συχνά το επιχείρημα: Αφού μέσα στο NSDAP βρίσκονταν κυρίως με­σαία στρώματα, το NSDAP ήταν το κόμμα των μεσαίων στρω­μάτων έτσι «βγαίνουν λάδι» τα μονοπώλια. Οι τοποθετήσεις αυτές «ξεχνούν» τη βασική ιστορική αποστολή του NSDAP: να συνδέσει τις μάζες με την πολιτική και την άσκηση της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου. Πράγμα που το NSDAP πέτυ­χε λαμπρά[10].

Για να το πετύχει, όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς που έγινε: ένας πολιτικός οργανισμός της αστικής τάξης, κατά συνέπεια ένας οργανισμός βαθιά αντιφατικός, που θα ήταν σε θέση να εκφράζει με ένα μαζικό τρόπο την πολιτική των μεγι­στάνων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του επέβαλε την αντιφατικότη­τα του.

Εδώ, όμως, πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά: Η αντι­φατικότητα του NSDAP δεν σημαίνει συνύπαρξη στο εσωτερι­κό του αντιπάλων ισοτίμων παραγόντων. Σημαίνει αντανάκλα­ση στο εσωτερικό των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, αλ­λά κάτω από την κυριαρχία ενός από τους πόλους, στη συγκε­κριμένη περίπτωση του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος προσδιο­ρίζει τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος. Η κυριαρχία αυτή εκφράζεται πολιτικοϊδεολογικά και «ψυχολο­γικά». Πράγμα που σημαίνει ότι η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης υπάρχει και μέσα στο κόμμα ή στα κόμματα της.

Η πορεία των πραγμάτων δείχνει ακριβώς αυτό: Ότι τα διάφορα στοιχεία του NSDAP, διαφορετικά και — ως ένα βαθμό — αντίθετα μεταξύ τους, βαδίζουν μαζί και μαθαίνουν βαθμιαία να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Το ένα δεν μπορεί να κάνει χωρίς το άλλο.

Η προσαρμογή, όμως, δεν γίνεται ισότιμα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι, ίσως, ούτε καν αμοιβαία. Στην πραγματι­κότητα, η μικροαστική μάζα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της πολιτικής της μεγαλοαστικής τάξης. Το ότι η τελευταία βαραίνει ασύγκριτα περισσότερο, το έδειξε στο μοιραίο εκείνο χειμώνα του 1932-33. To NSDAP, ύστερα από την πρώτη του εκλογική ήττα στις 6 Νοέμβρη 1932 και τις δημοτικές εκλογές της Θουριγγίας το Δεκέμβρη, βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς κρίσης και απειλείται — όπως λέει ο ίδιος Α. Χίτλερ — με «διάλυση». Κι όμως, λίγες μόνο μέρες μετά, στις 30 Γενάρη 1933, το ηττημένο κόμμα έγινε κυβέρνηση. Εκείνο που δεν μπορούσαν να κάνουν τα εκατομμύρια των οπαδών του το έκανε μία συνεννόηση μερικών ανθρώπων — αλλά τι ανθρώ­πων! — σε μία βίλλα της Κολωνίας. Αυτό πρέπει να έδειξε πολλά στα πιο διορατικά στοιχεία της ηγεσίας του NSDAP, που ανάμεσα τους περιλαμβανόταν και ο Α. Χίτλερ.

Άλλωστε, η πληρέστερη απόδειξη είναι η ίδια η τελική απόφαση του Α. Χίτλερ να συνταχθεί με την Reichswehr και την μεγαλοαστική τάξη ενάντια στα SA και στον Röhm, ο οποίος ήταν φίλος του από το 1920 και ήταν ο μόνος συνεργά­της του στον οποίο μιλούσε στον ενικό[11] Στο βαθμό που ταλαντεύεται, προσπαθεί να επιτύχει ένα συμβιβασμό μεταξύ τους. Ποτέ, όμως, δεν θα προσπαθήσει, και από πουθενά δεν βγαίνει ότι το σκέφτηκε καν, να θυσιάσει την Reichswehr στον Röhm.

Η ουσιαστική πρωτοκαθεδρία της μεγαλοαστικής τάξης φαίνεται και πριν από το 1933. Μετά το 1930, το NSDAP είναι ένα μαζικό κόμμα. Στα ταμεία του αρχίζουν και συρρέουν εκατομμύρια. Η κομματική κορυφή προσεγγίζει το μεγάλο κεφάλαιο. Δεν έλειψαν και εκείνοι που κατήγγειλαν από μέσα αυτά τα γεγονότα καθώς και περιπτώσεις σκανδαλώδους χρη­ματισμού, διαφθοράς κλπ. Κι όμως, οι μάζες των μικροαστών δεν είδαν καμιά ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά και τη βίαιη αντικαπιταλιστική φρασεολογία του Κόμματος[12].

Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη των ηγετών του NSDAP. Αυτοί που πέρασαν στην «αθανασία» είναι αυτοί που πέρασαν και στην αστική τάξη.

Ο Hermann Göring π.χ., έγινε ο κλασσικός εκπρόσωπος του ναζιστικού γραφειοκρατικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και έφτασε να έχει «στο όνομα του» ένα ολόκληρο κρατικό μονοπώλιο. Η ειδική του θέση στο σύστημα του γερμανικού ιμπεριαλισμού εξηγεί την παθολογική του τάση προς την άμεση ληστεία. Σ’ αυτόν ανήκει η «αθάνατη» φράση προς τους υπαλλήλους του Ράιχ στα κατεχόμενα εδάφη, στις 6/8/1942: «Εννοώ απλά και καθαρά ληστεία και όχι μισές δουλειές!».

Την ίδια έντονη τάση έλλειψης σαφούς διαχωρισμού ανάμεσα στο δικό του χρήμα και το ξένο είχε και ο άλλοτε τόσο βίαιος στις αντικαπιταλιστικές του διακηρύξεις Joseph Goebbels[13].

Στην πραγματικότητα, το κομμάτι αυτό της ηγεσίας του NSDAP εξελίσσεται –στο βαθμό, βέβαια, που δεν είχε ήδη εξελιχθεί- σε ομάδα αστών επαγγελματιών πολιτικών ειδικού είδους ή, έστω, ειδικής «τεχνικής». Υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και θεωρεί πολύ φυσικό να επωφελείται απ’ αυτό.

Εδώ αξίζει να σταθούμε και σε ένα άλλο σημείο: Όπως είδαμε, μετά τις 30 Ιούνη 1934, τα SS είχαν μια λαμπρή καριέρα. Και με τέτοια λαμπρή καριέρα, τι άλλο να έκαναν; Έγιναν επιχειρηματίες.

Τα SS εμπορεύονταν κάτι που τα μονοπώλια χρειάζονταν επιτακτικά στη διάρκεια, ιδιαίτερα, του πολέμου: εργατική δύναμη. Κοντά σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανεγέρθηκαν εργοστάσια παραγωγής πολεμικών ειδών και τα SS «νοίκιαζαν» το εργατικό δυναμικό, στέλνοντας εκεί κρατούμενους επί πληρωμή.

Ας αντέξουμε για λίγο το απωθητικό θέαμα αυτή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πραγματικά ακραίου δείγματος στρατιωτικογραφειοκρατικού κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την άψογη οργάνωση της στατιστικής και, προπάντων, της λογιστικής παρακολούθησης. Κατά κανόνα, η «ταρίφα» ήταν 6 μάρκα την ημέρα για έναν ειδικευμένο εργάτη και 4 για ένα βοηθητικό. Στο στρατόπεδο του Dachau τα κέρδη ήταν 2.000.000 μάρκα το μήνα. Τα συνολικά κέρδη μιας περιόδου 21 μηνών από την ενοικίαση όλων των αρρένων κρατουμένων του Buchenwald ήταν 84.877.929,31 μάρκα δηλ. 4.041.806,1 μάρκα το μήνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών υπηρεσιών των SS, το μέσο κέρδος από ένα κρατούμενο –με μέσο όρο ζωής 9 μηνών- ήταν 1631 μάρκα.

Πίσω απ’ αυτούς τους υπολογισμούς, πρέπει να δούμε το γεγονός ότι από τα 14.000.000 άτομα που μεταφέρθηκαν στην Γερμανία από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη από τότε που ο Gauleiter της Θουριγγίας Fritz Sauckel ανέλαβε τη θέση του «Γενικού Πληρεξουσίου Κινητοποίησης Εργατικού Δυναμικού» (21 Μάρτη 1942), τα 7.000.000 πέθαναν.

Η «σύμφυση» SS – μεγαλοαστικής τάξης γίνεται όλο και πιο στενή. Να τι γράφει, στις 12 Απρίλη 1941, ο O. Ambros, διευθυντής του υποκαταστήματος του τραστ I. G. Farben στο Ludwigshafen, σε επιστολή του προς τους διευθυντές του τραστ στη Φρανκφούρτη Ter Meer και Straus:

«Στις 7 Απρίλη έγινε στο Kattowitz η καταστατική ιδρυτική συνέλευση. Διάφορες αντιδράσεις των μικροχαρτογιακάδων ξεπεράστηκαν γρήγορα. Ο Dr. Eckel συμπεριφέρθηκε πολύ καλά και η καινούρια μας φιλία με τα SS δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα».

* * *

Με βάση όλα τα παραπάνω πρέπει κανείς να δει και ένα άλλο παράλληλο φαινόμενο: την ύπαρξη δυο ομάδων χαρακτηριστικών των κομμάτων τις οποίες, μη έχοντας άλλη πιο δόκιμη ονομασία, θα ονομάσουμε ομάδα ουσιωδών χαρακτηριστικών και ομάδα μη ουσιωδών χαρακτηριστικών.

Ουσιώδη είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθορίζουν την πραγματική ουσία του κόμματος, την πραγματική του, ας πούμε, «ψυχή». Καθορίζουν δηλ. τον πραγματικό του ρόλο και την πραγματική του στάση, πέρα από τις αναπόφευκτες αντιφάσεις της ζωής; Τις απότομες αλλαγές, τις διαφορές των προσώπων ή ακόμη και τις τακτικές προσαρμογές. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα, που πηγάζουν από την ίδια την τάξη, της οποίας το κόμμα εκφράζει τα συμφέροντα.

Στην περίπτωση του NSDAP και των οργανώσεων που δημιούργησε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ήταν:

α. Ο φασιστικός εθνικισμός ρατσιστικού τύπου. Η εθνικιστική μυθολογία χρησίμευε για τη νοητική δημιουργία της «λαϊκής κοινότητας», δηλ. μιας εθνικά και πολιτιστικά ομοιογενούς κοινωνίας όπου δεν υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις. Η μη ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, δεν σημαίνει καθόλου κατάργηση των τάξεων. Σημαίνει, αντίθετα, αποδοχή της διαφορετικής ταξικής τοποθέτησης. Στη ναζιστική «λαϊκή κοινότητα» όλοι έχουν «ίση» θέση, απλώς η θέση τους «διαφέρει». Στην ουσία πρόκειται για μια κοινωνία αυστηρά ιεραρχημένη και πειθαρχημένη στην υπηρεσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου[14].

Πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μας, είναι μια άποψη που εξέφρασε γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος ο Α. Χίτλερ:

«Πρέπει, λοιπόν, να προβλέψουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία θα μπει ολόκληρη η ζωή κάθε ατόμου. Αυτό σημαίνει σοσιαλισμός και όχι η οργάνωση δευτε­ρευόντων πραγμάτων, όπως το πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας ή των μέσων παραγωγής»[15]. .

β. Ο αντικομμουνισμός και ο αντιμπολσεβικισμός. Στις γραμ­μές του NSDAP κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος ένας φανατικός, μέχρι αρρωστημένου βαθμού, αντικομμουνισμός. Ο αντικομμουνισμός αυτός φτάνει ως το σημείο της ήρεμης αντιμετώπισης του κομμουνισμού — με την εξής έννοια: γιατί να λογοφέρει κανείς με ένα εχθρό apriori καταδικασμένο; Στη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης η αντικομμουνιστική μανία παίρνει μια ιδιόμορφη αλλά χαρακτηριστική έκφραση: συχνά, οι κομμουνιστές κατηγορούνται ότι δεν είναι αρκετά αδιάλλακτοι, ότι έχουν «ξεπουληθεί στο μεγάλο κεφάλαιο» κλπ.!

Ο μανιακός αντικομμουνισμός του NSDAP εκφράζει, φυ­σικά, τον πανικό της αστικής τάξης. Το ότι, όμως, γίνεται λόγος κυρίως για «μπολσεβικισμό» και όχι για «κομμουνι­σμό» δεν είναι τυχαίο. Αποτελεί προσπάθεια «ιδεολογικοποίησης» δυο ζωτικής σημασίας σχεδίων της αστικής τάξης:

– Κατάληψη της ΕΣΣΔ και αξιοποίηση της.

– Εξόντωση του σοσιαλισμού σαν κρατικής οντότητας και σταθεροποίηση του ιμπεριαλισμού κάτω από γερμανική ηγεσία.

γ. Η έμμονη ιδέα του κινδύνου της επανάστασης και της ανάγ­κης να προληφθεί ή να καταπνιγεί. Οι ηγέτες του NSDAP δεν δίσταζαν να κάνουν επαναστατικά κηρύγματα και να αποκα­λούν την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους «Εθνικοσοσιαλιστική Επανάσταση». Στην πραγματικότητα, όμως. ο αντιεπαναστατισμός κυριαρχούσε στις γραμμές τους μέχρι του σημείου της έμμονης ιδέας.

Καταρχήν, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του. το NSDAP στρέφεται ακράτητο ενάντια στους «εγκληματίες του Νοέμβρη», εννοώντας του Νοέμβρη του 1918. Το σχήμα ήταν το εξής: «Οι εγκληματίες» αυτοί ξεσηκώθηκαν, το Νοέμβρη του 1918, καταστρέφοντας το εσωτερικό μέτωπο και καταδι­κάζοντας το στρατό στην ήττα. Έτσι, απαλλάσσεται και από κάθε ευθύνη και ο στρατός και δημιουργείται και ο περίφημος «θρύλος του πισώπλατου χτυπήματος με το εγχειρίδιο» (Dolchstosslegende). Φυσικά, η άποψη αυτή δείχνει ότι οι οπαδοί της, από άγνοια ή συμφέρον, χειρίζονται πολύ «ελεύθερα» την ιστορική αλήθεια, αφού δεν βλέπουν ότι, το Νοέμβρη του 1918, η Γερμανία ήταν, ούτως ή άλλως, χαμένη και ότι η Επανάσταση του 1918 ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της κατάρρευσης.

Πάντως, οι ηγέτες του NSDAP ούτε μπορούσαν ούτε ήθε­λαν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να διακηρύττουν συνεχώς και σε όλους τους τόνους ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ξαναγίνει στη Γερμανία. Στα τέλη Ιούνη 1944. ενώ η στρατιωτική ήττα είναι πια φανερή σε κάθε αμερόληπτο παρατηρητή, ο ίδιος ο Α. Χίτλερ, μιλώντας σε ομάδα βιομηχάνων και στρατηγών, αισθάνεται την ανάγκη να τους διαβεβαιώσει ότι «στη σημερινή Γερμανία δεν μπορεί να γίνει καμία επανάσταση». Ενδιαφέρον έχει να παρατηρηθεί ότι ο αντι-επαναστατισμός φαίνεται να αποτελεί το υπόβαθρο και άλλων ιδεών των ηγετών του NSDAP. όπως. π.χ. του αντι­σημιτισμού!. Η αντίληψη της έννοιας του «εβραιομπολσεβικισμού» δεν μας φαίνεται τυχαία. Και, άλλωστε, ο Heinrich Himmler τονίζει: «Η περιοχή του κόσμου που δεν έχει κανένα εβραίο είναι άτρωτη απέναντι σε κάθε επανάσταση».

Ο αντι-επαναστατισμός του NSDAP ακολουθεί κατά πόδας τις διαθέσεις της μεγάλης αστικής τάξης, η οποία, όπως δεί­χνει καθαρά ο λόγος του Χίτλερ του Ιούνη 1944. φοβάται όχι τόσο την ήττα όσο την επανάσταση.

Φυσικά, εδώ παραλείπουμε την εκτενή αναφορά σε μια σειρά ουσιώδη χαρακτηριστικά του NSDAP που βρίσκονται κάπως έξω από το άμεσο ενδιαφέρον του θέματος μας.

— Ο πλήρης ανορθολογισμός, αντανάκλαση της προσπάθειας της αστικής τάξης να ξεφύγει από μια πραγματικότητα που της ξεφεύγει, του φόβου της απέναντι στο μαζικό κίνημα, καθώς και προσπάθεια «δικαιολόγησης» της ωμής βίας ενάντια στις μάζες.

— Η λατρεία του αρχηγού, αντανάκλαση των βλέψεων της μεγαλοαστικής κορυφής για μια «ισχυρή εξουσία».

— Το μίσος ενάντια στην εργατική τάξη σαν «προλεταριάτο», έκφραση του φόβου της μεγάλης αστικής τάξης απέναντι στο προλεταριάτο.

Στα κόμματα υπάρχουν και τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ανάγονται στη σφαίρα της «τεχνικής» της εξυπηρέτησης των «ουσιωδών».

Στο NSDAP τέτοια χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα η «σο­σιαλιστική» και «εργατική» του εμφάνιση, που έφθασε ως και την ονομασία του. Αυτή η πλευρά του NSDAP δεν αντανα­κλούσε τον πραγματικό του χαρακτήρα και απλώς υπηρετούσε τα «ουσιώδη» χαρακτηριστικά του.

Εδώ παρακαλούμε τον αναγνώστη να αποφύγει μία σοβαρή παρανόηση: η διάκριση ανάμεσα στα ουσιώδη και τα μη ουσιώ­δη χαρακτηριστικά που κάναμε παραπάνω, δεν σημαίνει καθό­λου διαίρεση ανάμεσα σε αναγκαία και μη αναγκαία χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί και οι δυο ομάδες είναι αναγκαίες σε ένα αστικό κόμμα. Χωρίς τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά, τα ου­σιώδη δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους ολοκλήρωση και εφαρμογή, άρα είναι άχρηστα.

Αυτό το βλέπουμε και στο NSDAP, που διατηρεί και τις δύο ομάδες χαρακτηριστικών και μετά τις 30 Ιούνη 1934. Ανάμεσα στα αναρίθμητα παραδείγματα, παίρνουμε μία δήλω­ση του ίδιου του Α. Χίτλερ στο Reichstag τον Ιούλη του 1940, (δηλ. μετά την έναρξη του πολέμου):

«Πρόθεση μου δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά η δημιουργία ενός νέου κράτους, σοσιαλιστικού, που θα απολάμβανε τον πιο υψηλό πολιτισμό»[16].

* * *

Κλείνοντας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η πολιτική του NSDAP αποτελεί ολοκλήρωση φαινομένων των οποίων αρχικά σημεία παρατήρησαν στην εποχή τους οι κλασικοί του επιστημονικού κομμουνισμού.

Μερικά «παραδείγματα» συναντάμε στη 18η Brumaire. Εν­διαφέρον έχει επίσης μια παρατήρηση που κάνει ο Λένιν το 1920 γι’ αυτούς που αποκαλεί «αντιδραστικούς επαναστάτες». Σαν παράδειγμα φέρνει τη στάση των μελών των «Μαύρων Εκατονταρχιών» το 1905, τα οποία, από τη μεριά κυνηγού­σαν τους μπολσεβίκους και, από την άλλη, ζητούσαν τη δήμευ­ση της γης των ευγενών[17]. Φυσικά, κάθε σύγκριση με τη Ρωσία μπορεί να γίνει μόνο mutatis mutandis (σημείωση Ε.Α.: η λατινική αυτή φράση σημαίνει “τηρουμένων των αναλογιών”). Στο παράδειγμα του Λένιν έχουμε ένα φαινόμενο που εκφράζει την επαναστατική κατάρρευση, έστω και βαθμιαία, μιας κοινωνίας που κυοφορεί την Επανάσταση, και που δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτή. Στη Γερμάνια έχουμε, αντίθετα, μια κοινωνία που δεν κυοφο­ρεί την Επανάσταση και έχει πια πάρει την αντιδραστική κατηφόρα. Σημειώνουμε πάντως ότι, στην ίδια εκείνη ευκαι­ρία, ο Λένιν αναφέρει το παράδειγμα «ενός καθυστερημένου αγρότη της Α. Πρωσίας» — η Α. Πρωσία υπήρξε, σε συνέχεια, ένα από τα προπύργια του NSDAP — ο οποίος δηλώνει σε μία εφημερίδα ότι «πρέπει να επιστρέψει ο Γουλιέλμος γιατί δεν υπάρχει τάξη στη χώρα αλλά αυτή τη φορά να ακολουθήσει τους μπολσεβίκους».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όπως είναι γνωστό, ο ταξικός χαρακτήρας ενός κόμματος καθορίζεται από τους εξής πέντε βασικούς παράγοντες: την πρακτική του, την κοινωνική του σύνθεση τόσο σε επίπεδο εκλογικής και οργανωμένης βάσης όσο και σε επίπεδο ηγε­σίας, τον τρόπο οργάνωσης του, το πρόγραμμα τού και την ιδεολογία του[18].

Όπως είδαμε, το NSDAP με την πολιτική του πρακτική εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της πιο αντιδραστικής μερίδας των μονοπωλίων καθώς και αυτά της μεγαλοαστικής τάξης συνολικά: τα κέρδη αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς, ενώ διαλύ­θηκαν όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης.

Η ηγεσία του, με την άνοδο στην εξουσία, εντάχθηκε στην μεγαλοαστική τάξη. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς όπως ο Göring και τα SS έγιναν, όπως σημειώσαμε, οι ίδιοι καπιταλι­στές επιχειρηματίες. Αντίθετα, το κομμάτι της ηγεσίας του που δεν είχε άμεση σχέση με τα μονοπώλια, και εξέφραζε —με παραμορφωμένο τρόπο— ορισμένες διαθέσεις των πληβειακών μαζών που ακολουθούσαν το NSDAP, εξοντώθηκε.

Η εκλογική του βάση, όπως έδειξαν οι εκλογές που έγιναν μέχρι το 1932, καθώς και οι πρώτες και τελευταίες εκλογές που έγιναν υπό το ναζιστικό καθεστώς (5 Μάη 1933), ήταν κύρια τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, ενώ η οργανω­μένη βάση του αποτελείτο βασικά από μεσαία στρώματα της πόλης.

Όπως σημειώσαμε, η δικτατορία των μονοπωλίων υπάρχει και μέσα στο NSDAP μια βασική πλευρά αυτής της δικτατο­ρίας ήταν ο τρόπος οργάνωσης του, ένας τρόπος γραφειοκρατι­κά συγκεντρωτικός, προσωποπαγής που βασίζονταν στην «αρ­χή του Führer».

Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογίας και του προ­γράμματος του, αυτά που εφάρμοσε και στην πολιτική του πρακτική, ήταν ο ανορθολογισμός, ο παθολογικός αντικομμουνισμός και άντι-επαναστατισμός, η λατρεία της δύναμης και του «ισχυρού άνδρα», το μίσος ενάντια στο προλεταριάτο, ο ρατσισμός, το μίσος ενάντια στις «κατώτερες φυλές» κ.ά.

Πηγές αυτών των αντιλήψεων ήταν οι ιδέες της ίδιας της αστικής τάξης στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, οι ιδέες που εκφράζουν την αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή των μονοπωλίων.

Παράλληλα, προκειμένου να ενσωματώσει και υποτάξει τις μικροαστικές μάζες, το πρόγραμμα και η ιδεολογία του ναζι­σμού περιείχε και μη ουσιώδη χαρακτηριστικά: εκφυλισμέ­νες, διαστρεβλωμένες μορφές ιδεών που προέρχονται από τις λαϊκές μάζες, όπως είναι δημαγωγικός αντικαπιταλισμός, μία αντιμονοπωλιακή φρασεολογία κ.ά. Οι ιδέες αυτές, που ουδέ­ποτε εφαρμόστηκαν στην πράξη, ήταν απαραίτητες —σαν τεχνική— για να λειτουργήσει το NSDAP σαν πολιτικό κόμ­μα της μονοπωλιακής αστικής τάξης, για να υποτάξει και ενσωματώσει τις μάζες στην ανοιχτή δικτατορία της πιο αντι­δραστικής μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Η πηγή λοιπόν του φασισμού είναι το ίδιο το μονοπωλιακό κεφάλαιο —και όχι κάποιες έμφυτες βιολογικές ή ψυχολογι­κές ορμές του ανθρώπου, όπως ισχυρίζονται διάφοροι αστοί και μικροαστοί ιδεολόγοι. Και η γνώση αυτή της πηγής και, το κυριότερο, ή πάλη εναντίον της μέχρι την οριστική συντριβή της αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να μην ξαναεμφανισθεί η τραγωδία του ναζισμού.

[1] To NSDAP είναι πράγματι στενά δεμένο με τη Βαυαρία. Εκεί ιδρύθη­κε, εκεί —και όχι στο Βερολίνο— βρισκόταν η έδρα του καθώς και η έδρα του δημοσιογραφικού του οργάνου. Τα «συνέδρια» του Κόμματος γίνονται στη Νυρεμβέργη. Γενικά, μετά το 1919, η Βαυαρία γίνεται το καταφύγιο όλων των αντεπαναστατικών οργα­νώσεων και κινημάτων. Χαρακτηριστικό: στις 5 Γενάρη 1924. το υπουργείο Οικονομικών της Βαυαρίας διέθεσε κονδύλι 3.000 χρυ­σών μάρκων, για την καταβολή βοηθήματος σε 20 ανωτέρους υπαλ­λήλους του NSDAP που, λόγω των γεγονότων του 1923, είχαν μείνει άνεργοι

[2] Το γεγονός ότι, από τις 29 Μάη, ο υπουργός Εξωτερικών Konstantin Freiherr Von Neuwrath καλεί στο γραφείο του τον Βρετανό πρε­σβευτή Sir Eric Phipps και του ανακοινώνει το γεγονός, και το ότι ο τελευταίος ενημερώνει το Λονδίνο, δείχνει τη διεθνή πλευρά του γεγονότος. Κατά τη γνώμη του Sir Eric Phipps η «άδεια» των SA σημαίνει πως η Γερμανία ελπίζει ότι έτσι θα εξασφαλίσει από τη Βρετανία και τη Γαλλία ευμενή στάση απέναντι στο αίτημα της να δημιουργήσει στρατό 300.000 ανδρών (Heinz Höhne, «Mordsache Röhm», Spiegel, 1o μέρος. σελ. 136).

[3] Οι Schleicher και Stasser αναμφίβολα τιμωρούνται για την προσπάθεια τους, το 1932, να διασπάσουν το NSDAP. Ο Gregor Stasser είχε χαρακτηρίσει σαν βασικό κίνδυνο για το Κόμμα «τους Himmler και πάρα- Himmler» (Himmler Und Anhimmler) και χαρα­κτήριζε τον Göring «εγωιστή που δεν έδινε δεκάρα για τη Γερμα­νία; αρκεί να κινούνται όλα γύρω από τον εαυτό του». Πλήρωσε ακριβά τα λόγια του. Ο αδελφός του Otto, που είχε φύγει από το NSDAP το 1931, προτίμησε, σοφότερα, να εγκαταλείψει τη χώρα.

[4] Αξίζει κανείς να ρίξει μια ματιά στην εξέλιξη του στρατηγού. Θα γίνει ο αρχηγός της προσωπικής φρουράς του Χίτλερ, ό οποίος και θα του δείξει ιδιαίτερη αδυναμία, θα στεναχωρηθεί, όμως, πολύ όταν ο στρατηγός των SS, το Φλεβάρη του 1945, δεν θα κλειστεί στη Βουδαπέστη να πεθάνει τελευταίος-, άλλα θα προτιμήσει τη φρόνιμη υποχώρηση. Ο Sepp Dietrich θα δικαστεί, μαζί με τον Michael Lippert, στο Μόναχο (Μάης 1957) για την υπόθεση Röhrn. Τελικά, καταδικάστηκε σε… 18 μήνες φυλακή! Ο Sepp Dietrich πέθανε, πριν λίγα χρόνια, από κάτι που κάνεις μας δεν θα γλιτώσει: από φυσικό θάνατο.

[5] Υπογραμμίζουμε: στον Χίτλερ προσωπικά και όχι στη Γερμάνια, το Σύνταγμα, τη Σημαία κλπ.

[6] Κ. Pätzold, Μ. Weissbecker, Hakenkreuz und Totenkopf: die Partei des Verbechens. VEB Deutscher Verlag der Wissenschaften, Berlin 1982. σελ. 266-267. Σκέφτεται κανείς τον Λένιν που βλέπει την εμφάνιση ενός «στρατιωτικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλι­σμού» ο οποίος μεταβάλλεται σε «κάτεργο για τον εργάτη». Και, πάλι, η θέση των γερμανών εργατών ήταν. αναμφίβολα, «προνομια­κή», αν συγκριθεί με των εργατών από την «Ανατολή» (ιδιαίτερα ΕΣΣΔ και Πολωνία) που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία μετά το 1941.

[7] Παρατήρηση στο Gilbert Badia, Histoire de l’ Allemagne Contemporaine. Editions Sociales, Paris 1964. τ. 2 σελ. 171.

[8] Σ’ αυτό, φυσικά, συντελούσε αποφασιστικά η έντονη τάση των εργατών που ανήκαν στο NSDAP να «σπάνε» τις απεργίες.

[9] Κ. Pätzold, Μ. Weissbecker, ο.π., σελ. 253.

[10] Παρατήρηση στο Gilbert Badia, ο.π., τ. 2, σελ. 72: «Ο εθνικοσιαλισμός κατόρθωσε να προσδέσει στην πολιτική της αστικής τάξης την πλειοψηφία του γερμανικού λαού».

[11] Στο φως της τραγωδίας της 30 Ιούνη 1934, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η επιστολή του Α. Χίτλερ προς τον Ernst Röhm στις 30/12/1933, δηλ. 6 ακριβώς μήνες πριν: «Σ’ ευχαριστώ, αγαπητέ μου Ernst Röhm, για τις απαράγραπτες υπηρεσίες που μου πρόσφερες, καθώς και στο εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα και στον γερμανικό λαό, και ευχαριστώ την τύχη γιατί έχω φίλους και συναγωνιστές όπως εσύ». (Επιστολή που δημοσιεύτηκε στη Völkischer Beobachter της 2ας Γενάρη 1934).

[12] Στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι πολύ πιο σοβαρή. Οι εθνικοσοσιαλιστές εργάτες σπάνε τις απεργίες, οι εθνικοσοσιαλιστές υπουργοί σε τοπικές κυβερνήσεις ευνοούν τους πλούσιους και πλήττουν τους φτωχούς, οι ηγέτες του NSDAP συζητούν με τους μεγιστάνες και οι μάζες των οπαδών του NSDAP εξακολουθούν να μην βλέπουν τίποτε. «Βλέπουν» όμως ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, π μαρξισμός κλπ. είναι «πράκτορες της Μόσχας» κλπ. Αυτό τείνει να αποδείξει ότι οι μάζες που ακολουθούσαν το NSDAP δέχονταν τα ριζοσπαστικά του κηρύγματα μόνο εφόσον συνδυάζονταν με άλλα που τα έκαναν ανεφάρμοστα. Δεν πρόκειται δηλ. απλώς για μια απλή και χονδροειδή απάτη, αλλά για την πολιτικοϊδεολογική έκφραση της μαχητικής αντίδρασης. Το ψυχολογικό και ιδεολογικό μέρος του φαινομένου είναι, κατά τη γνώμη μας, η έκφραση του γεγονότος ότι η κρίση δεν ήταν τόσο βαθιά ώστε να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό, αλλά αρκετή για να επιβάλλει την αλλαγή της μορφής κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό, με τη σειρά του, καθόρισε τα «ουσιώδη» και τα «μη ουσιώδη» χαρακτηριστικά της αναταραχής.

[13] Ας μην είμαστε άδικοι. Οι παραπάνω δεν ήταν οι μόνοι. Το Γ’ Ράιχ ήταν η χώρα όπου η ληστεία ήταν το εθνικό ιδανικό. Μετά την έναρξη του πολέμου, έγινε και εθνικό σπορ. Το τραγούδι του Μ. Μπρεχτ «Τι κερδίζει η γυναίκα του στρατιώτη» («Ο Σβέικ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο»), ερμηνεία Μ. Φαραντούρη, δείχνει μια μικρή αντανάκλαση της πραγματικότητας.

[14] Στην επιθετική στάση της «λαϊκής κοινότητας» προς τα έξω βλέπει κανείς τη μανιακή επιθυμία της μονοπωλιακής αστικής τάξης να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Στην ιδέα της «ανωτερότητας» αυτής της «κοινότητας», την προοπτική της εκμετάλλευσης των άλλων χωρών.

[15] Ο Χίτλερ είχε κι άλλες ερμηνείες του σοσιαλισμού εκτός από την παραπάνω, την οποία μας παραδίδει ο Hermann Rauschning στο Ο Χίτλερ μου είπε Π.χ., στο συνέδριο του NSDAP στη Νυρεμβέργη το Σεπτέμβρη του 1933, δήλωνε: «Αν η λέξη σοσιαλισμός έχει κάποια έννοια, σημαίνει ότι πρέπει να ζητήσουμε από τον καθένα, με σιδερένια δικαιοσύνη, να συμβάλλει στην ευημερία του συνόλου ανάλογα με τις ικανότητες του». Οι βασιλιάδες του χρηματιστηρίου μπορούν να κοιμούνται ήσυχα. Οικονομικές αλλαγές δεν προβλέ­πονται. Ο Dr. Rober Ley είχε τις δικές του ιδέες, παρόμοιες: Στους λόγους του εξηγούσε ότι «ο σοσιαλισμός πρέπει να γίνει κατανοητός με την καρδιά. Σημαίνει απλώς τη συντροφικότητα, το αίσθημα της κοινότητας, τη νομιμοφροσύνη, τη φυλετική κοινότητα». Οι εργάτες πρέπει «να βαδίζουν με το κεφάλι ψηλά, ακόμη και αν έχουν μαυρισμένο πρόσωπο ή ροζιασμένα χέρια». Και βεβαίωνε ότι «στο μέλλον δεν θα υπάρχουν πια αφεντικά, εργάτες και υπάλ­ληλοι, αλλά μόνο άνθρωποι της δουλειάς. Γερμανοί της δουλειάς» (Gilbert Badia, ο.π., τ.2, σελ. 44).

[16] Στον «πολιτισμό» των χιτλερικών δεν περιλαμβάνονταν η μόρφωση. Ο Χίτλερ δεν ήθελε «πνευματική εκπαίδευση. Θα μου χαλάσει τη νεολαία, θέλω μία αθλητική νεολαία. Αυτό είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό». (Η. Rauschning: Ο Χίτλερ μου είπε). Οι συνέπειες θα είναι σοβαρές. Ανάμεσα στο 1933 και στο 1939, ο αριθμός των φοιτητών των πανεπιστημιακών σχολών μειώθηκε σχεδόν στο 50%. Μετά το 1937, το Ράιχ θα αντιμετωπίσει έλλειψη νέων ειδικευμένων στελεχών. Ήταν αυτό ένα από τα αίτια των δυσχερειών της Χιτλερικής Γερμανίας στον τομέα του σχεδιασμού και της παραγωγής μη συμβατικών όπλων; (Βλ. Gilbert Badia. ο.π., τ.2, σελ. 21
κ.ε).

[17] Β. Ι. Λένιν, «Πολιτική Έκθεση της ΚΕ του ΚΚΡ (μπ) στην ΙΧ Πανρωσική Συνδιάσκεψη (22-25 Σεπτέμβρη 1920), δημοσιογραφική περίληψη Άπαντα, τ41, σελ. 282.

[18] Βλ. Ν. Κοτζιά, Ο «τρίτος δρόμος» του ΠΛΣΟΚ. εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1983, σελ. 112.

 

 

 

ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ -Οι κρυφοί «τεταρταυγουστιανοί»*

 


4-8-36metaxas*Γράφει ο Ιός

Ο Μεταξάς υπήρξε ο ήρωας του «Οχι», ο πρώτος εργάτης, ο πρώτος αγρότης, με λίγα λόγια ο πατέρας μας. Η προπαγανδιστική καρικατούρα της δικτατορίας του 1936 επανέρχεται ως άποψη καθωσπρέπει δημοσιογράφων και ιστορικών

Αν ήταν μόνο ο κ. Μιχαλολιάκος και η παρέα του που λατρεύουν τον Ιωάννη Μεταξά και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου κανείς δεν θα παραξενευόταν. Ομως εδώ και μια δεκαετία, από την περίοδο δηλαδή που άρχισε να αμφισβητείται η δημοκρατική τομή της Μεταπολίτευσης του 1974, ακούγονται όλο και συχνότερα από ιστορικούς αναλυτές και δημοσιογράφους καλά λόγια για τον Μεταξά. Κανείς δεν αμφισβητεί βέβαια τον δικτατορικό χαρακτήρα του καθεστώτος 1936-1941, αλλά παράλληλα αναδεικνύονται οι «θετικές του πλευρές», κυρίως σε εθνικό και κοινωνικό επίπεδο. Τα στοιχεία και τα ντοκουμέντα που παρουσιάζουμε σήμερα δεν επιβεβαιώνουν αυτή την εξωραϊσμένη εικόνα του δικτατορικού καθεστώτος. Ισως μάλιστα να ερμηνεύουν και τους λόγους που οδηγούν κάποιους όψιμους θαυμαστές του Μεταξά να ανακαλύπτουν αρετές και επιτεύγματα σ’ αυτή τη μαύρη σελίδα της ελληνικής Ιστορίας.

Το «Οχι», αλλά στα γαλλικά

4-8-36-eon

Εν αρχή βέβαια ην το περίφημο «Οχι». Από την περίοδο της Μεταπολίτευσης αμφισβητήθηκε η μέχρι τότε γενικά παραδεκτή άποψη ότι «το είπε ο Μεταξάς». Από την πλευρά μάλιστα των αναλυτών του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου αντιπροτάθηκε το σχήμα που μέχρι τότε πρόβαλλε μόνο η Αριστερά, ότι δηλαδή «το ‘‘Οχι’’ το είπε ο λαός», με τη γενναία στάση του στο μέτωπο. Τώρα τελευταία υπάρχει και ο συνδυασμός των δύο εκδοχών από πολιτικούς που δεν θέλουν να ταυτιστούν με τη δικτατορία, αλλά δεν θέλουν και να ξεκόψουν μαζί της: «Το ‘‘Οχι’’ το είπε και ο λαός και ο Μεταξάς» υποστηρίζουν άνθρωποι όπως ο Αδωνις Γεωργιάδης.

Η συζήτηση είναι βέβαια άχαρη. Αν θέλει κανείς να κυριολεκτήσει, κανείς δεν είπε το «Οχι», ούτε ο Μεταξάς ούτε ο λαός. Το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου 1940, το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι στον Μεταξά δεν μπορούσε να απαντηθεί ούτε με «ναι», ούτε με «όχι». Ηταν το τελεσίγραφο της κήρυξης πολέμου, το οποίο προετοιμαζόταν τις προηγούμενες ώρες με ιταλικές ανακοινώσεις για εχθροπραξίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Αυτός είναι ο λόγος που, σύμφωνα με όσα διηγήθηκαν στη συνέχεια οι δύο μόνοι παρόντες της συνάντησης, η φράση που εκστόμισε ο Μεταξάς στα γαλλικά, μόλις διάβασε το τελεσίγραφο, ήταν «Alors, c’est la guerre» («Επομένως έχουμε πόλεμο»).

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, επρόκειτο για ένα τελεσίγραφο κήρυξης πολέμου, το οποίο δεν μπορούσε να «απορριφθεί», εφόσον δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Οπως διηγείται ο Κώστας Κοτζιάς, ο Μεταξάς δήλωνε στους στενούς του συνεργάτες ότι οι Ιταλοί κήρυξαν πόλεμο. Δεν υπήρχε θέμα κάποιας –έστω και ατιμωτικής–διαπραγμάτευσης: «Κυρ Κώστα έχουμε πόλεμο… οι Ιταλοί μάς τον κήρυξαν» («Ελλάς, ο πόλεμος και η δόξα της», Αθήνα 1947, σ. 28).

Το πραγματικό κλίμα εκείνου του βραδιού αποτυπώνει ο υπουργός Ναυτιλίας του Μεταξά Αμβρόσιος Τζίφος, ο οποίος μετείχε στην πρώτη κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα εκείνης της ιστορικής νύχτας: «Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις» (ανέκδοτες «Αναμνήσεις», περιλαμβάνονται σε παράρτημα του «Ημερολόγιου Μεταξά»).

Πού βρέθηκε λοιπόν το «Οχι»; Μα ήταν μια εύστοχη δημοσιογραφική έμπνευση (εφημ. «Ελληνικό Μέλλον», 30.10.1940), η οποία μετατράπηκε γρήγορα σε βασικό προπαγανδιστικό σλόγκαν ενός καθεστώτος, το οποίο ήδη λειτουργούσε με ολοκληρωτικές μεθόδους χρησιμοποιώντας κάθε λογής ύμνους για τον «Εθνικό Κυβερνήτη».

Εκ των υστέρων, βέβαια, το «Οχι» έχει ενσωματωθεί στη μυθολογία των υπερασπιστών του Μεταξά. Ο Κοτζιάς, λ.χ., στο ίδιο βιβλίο, το αναφέρει ως γεγονός και το συνοδεύει με μια εξίσου επινοημένη κίνηση του Μεταξά: «Τότε ηκούσθη η φωνή της Ελλάδος! Ηκούσθη η επιταγή των χιλιετηρίδων από του στόματος του Ελληνος Πρωθυπουργού: ΟΧΙ! Κτυπώντος συγχρόνως τον γρόνθον του με ζωηρότητα και έμφασιν επί της τραπέζης» (σ. 27). Se non è vero, è ben trovato, που θα έλεγε κι ο Γκράτσι.

Κανένα «Οχι» δεν υπάρχει και στις καταγραφές εκείνων των ημερών στο Ημερολόγιο. Αντίθετα υπάρχουν διατυπώσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και ως το «Οχι του λαού»! Το πρωί της 28.10 ο Μεταξάς δείχνει έκπληκτος («Φανατισμός του λαού αφάνταστος») και την επομένη αρχίζει να ανησυχεί («Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη»).

Για να ενισχύσουν εκ των υστέρων την εικόνα του αποφασισμένου «εθνικού ηγέτη», οι απολογητές της 4ης Αυγούστου έχουν ξεχωρίσει μια μυστηριώδη καταγραφή από το Ημερολόγιο Μεταξά, ενάμιση χρόνο νωρίτερα: «Φοβερά απόφασίς μου εν περιπτώσει ιταλικής απειλής» (18.3.1939). Αλλά η ιταλική απειλή είχε εκδηλωθεί με όλες τις μορφές στο διάστημα αυτών των δεκαεννιά μηνών, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Ελλης». Ο Μεταξάς και η «φοβερά απόφασίς» του έμειναν απολύτως αδρανείς. Υπάρχει αντίθετα μια άλλη καταγραφή στο Τετράδιο των Σκέψεων του Μεταξά, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του (2.1.1941), στην οποία ομολογείται το απόλυτο αδιέξοδο και η απελπισία του δικτάτορα από την «προδοσία» των ομοϊδεατών του Χίτλερ και Μουσολίνι:

«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχότανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία –εκτός από την απαραίτητη και αλλιώς αναγκαία φιλική σχέση. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία. Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήτανε εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήση και την υποδουλώση. Για τον Χίτλερ το πράγμα δεν είναι και τόσο φανερό. Βέβαια δεν περίμενε κανείς να μεταχειριζότανε βία απάνω στην Ιταλία για να την σταματήση. Αλλά περίμενα, εγώ τουλάχιστον, ότι δεν θα είχε ευθύς εξ αρχής ξεπουλήσει την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήτανε άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα. Επομένως και αυτός πηγαίνει, σχετικά με την Ελλάδα, στην κατηγορία του Μουσολίνι. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή».

Το καταπληκτικό αυτό κείμενο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το πώς σκεπτόταν ο Μεταξάς μέχρι το τέλος της ζωής του και κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε η χώρα στον πόλεμο. Εξηγεί ακόμα την φαινομενική τυφλότητα των σύγχρονων εθνικοσοσιαλιστών μπροστά στα πασίγνωστα εγκλήματα του ναζισμού στην Ελλάδα.

Το ΙΚΑ και το «Οκτάωρο»

Υπάρχει όμως και η δεύτερη γραμμή άμυνας των νοσταλγών του Μεταξά. Είναι η λεγόμενη «κοινωνική πολιτική» του καθεστώτος που πιστώνεται στον «Εθνικό Κυβερνήτη». Πρόκειται για άλλον έναν προπαγανδιστικό μύθο της Τετάρτης Αυγούστου, ο οποίος αναπαράγεται με ευκολία από τα σημερινά μέσα ενημέρωσης. Ακούσαμε, λ.χ., τη Σοφία Παπαϊωάννου πριν από λίγα χρόνια να απαριθμεί τα στοιχεία του μύθου αυτού στην εκπομπή «Φάκελοι» του Αλέξη Παπαχελά: «Στον κοινωνικό τομέα ο Μεταξάς ίδρυσε το ΙΚΑ, έφερε τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, βοήθησε οικονομικά τους αγρότες, επέβαλε το Οκτάωρο και το εξαήμερο στην εργασία» (Mega, 27.10.2006).

Καταρχήν ο νόμος για τις κοινωνικές ασφαλίσεις είχε ψηφιστεί από το 1932 (ν. 5733, κυβέρνηση Βενιζέλου) και συμπληρώθηκε το 1934 (ν. 6298, κυβέρνηση Λαϊκού Κόμματος). Η θέσπισή του αποτελούσε ένα από τα πρώτα αιτήματα του εργατικού κινήματος. Ο νόμος για τις Συλλογικές Συμβάσεις είχε ψηφιστεί από το 1935! Και είναι πραγματικά ανέκδοτο να συγκαταλέγονται οι Συλλογικές Συμβάσεις στα θετικά ενός καθεστώτος που κατήργησε τον ελεύθερο συνδικαλισμό, ενώ ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει ήδη προτού κηρύξει τη δικτατορία το νόμο περί υποχρεωτικής διαιτησίας.

Οσο για το Οκτάωρο, υπήρχε από το 1920 ο ν. 2269 «περί κυρώσεως συμβάσεως της Διεθνούς Συνδιασκέψεως της Εργασίας περί περιορισμού των ωρών εργασίας εν ταις βιομηχανικαίς επιχειρήσεσιν εις οκτώ καθ’ ημέραν και 48 καθ’ εβδομάδα», μεσολάβησαν πολλοί νόμοι, τους οποίους συνόψισε το 1932 το διάταγμα «περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οκταώρου εργασίας διατάξεων». Το μόνο που έκανε ο Μεταξάς είναι ότι επέκτεινε την ισχύ του νόμου σε κάποιες ακόμα κατηγορίες βιομηχανιών!

Οταν ο βασιλιάς Γεώργιος τον διόρισε πρωθυπουργό, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, τον Απρίλιο του 1936, ο Μεταξάς ξεκαθάρισε στις προγραμματικές του δηλώσεις τον τρόπο που θα χειριστεί τα εργασιακά και κοινωνικά ζητήματα:

«Μετά μεγάλης συμπαθείας παρακολουθεί η Κυβέρνησις τα εκκρεμή ζητήματα του εργατικού κόσμου και μετά σταθερότητος θα επιδιώξη την επίλυσιν των δικαίων αιτημάτων αυτού, εξασφαλίζουσα παγιωτέρους κατά το δυνατόν όρους συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Εν των κυριωτέρων μέσων προς επιτυχίαν του σκοπού τούτου θεωρεί την ευρείαν εφαρμογήν των συλλογικών συμβάσεων εργασίας εν συνδυασμώ προς την οργανικωτέραν ρύθμισιν των εκ των συλλογικών συγκρούσεων εργασίας προκυπτόντων ζητημάτων. […] Θα επιδιώξη να θέση εις βαθμιαίαν και τμηματικήν εφαρμογήν τον θεσμόν των κοινωνικών ασφαλίσεων, λαμβάνουσα παραλλήλως τα προσήκοντα μέτρα διά την συνθετικήν ολοκλήρωσιν της σχετικής νομοθεσίας» (25.4.1936).

Στη σχετική συζήτηση που ακολούθησε (27.4.1936) πίεσαν προς την κατεύθυνση να εφαρμοστεί ο νόμος περί κοινωνικών ασφαλίσεων όχι μόνο ο Σοφούλης (των Φιλελευθέρων), αλλά και ο Ι.Θεοτόκης (του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος). Αλλά αποκαλυπτική ήταν η αντίδραση δυο έμπειρων κοινοβουλευτικών.

Προηγήθηκε ο Γεώργιος Καφαντάρης του Κόμματος Προοδευτικών: «Θα επεθύμουν να έχω μίαν πληροφορίαν επί της περικοπής των προγραμματικών δηλώσεων, της αναφερομένης εις τον θεσμόν των κοινωνικών Ασφαλίσεων, εις την οποίαν αναφέρεται ότι η Κυβέρνησις θα επιδιώξη την τμηματικήν και βαθμιαίαν εφαρμογήν του θεσμού τούτου. Τι ακριβώς εννοεί η Κυβέρνησις λέγουσα βαθμιαίαν και τμηματικήν εφαρμογήν; Θα γίνη εφαρμογή κατά περιφερείας ή κατ’ επαγγελματικάς τάξεις ή κατά κλάδους ασφαλίσεως; Αναμένω την απάντησιν. Εν πάση περιπτώσει, κεκηρυγμένος υπέρ αμέσου και ολοκληρωτικής εφαρμογής του θεσμού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν εγκρίνω τον προτεινόμενον υπό της Κυβερνήσεως τρόπον».

Ακολούθησε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου του Εργατικού και Αγροτικού Κόμματος: «Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, αφού έχει ήδη εψηφισμένον νόμον, αφού έχει αρχίσει τρόπον τινά έστω και επ’ ελάχιστον την συγκρότησιν της υπηρεσίας αυτής, αντί να θέση εις λειτουργίαν τον νόμον, έρχεται και μας λέγει ότι θα τεθή τμηματικώς και βαθμιαίως. Πού το ευρήκεν αυτό ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως να ομιλή περί τμηματικής και βαθμιαίας λειτουργίας των κοινωνικών Ασφαλίσεων; Δεν γνωρίζω εάν εις τας προγραμματικάς του δηλώσεις εις άλλας εκλογάς υπεσχέθη ποτέ ότι θα μεταβάλη τον νόμον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Πώς τώρα ομιλεί περί τμηματικής και βαθμιαίας λειτουργίας αυτών; Εις το παρελθόν, εν τω νόμω των Κοινωνικών Ασφαλίσεων έγινε μία κατάχρησις. Ιδρύθησαν διάφορα Ταμεία ασφαλίσεων, όχι βέβαια διά να στερεωθούν αι Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, αλλά διά να ικανοποιηθούν ατομικαί αξιώσεις εκατοντάδων φίλων της κρατούσης Κυβερνήσεως. Πρόκειται δε με την τμηματικήν και βαθμιαίαν λειτουργίαν των κοινωνικών Ασφαλίσεων να συνεχισθή αυτή η τακτική της αποσυνθέσεως των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, χάριν ατομικών αξιώσεων ωρισμένων τινών φίλων των κομμάτων. […] Ημείς, όμως, ελάχιστοι όντες, εναντιούμεθα απολύτως εις την τμηματικήν και βαθμιαίαν λειτουργίαν των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ηθελον να γνωρίζω ποία των πολιτικών μερίδων εδώ θα υπεστήριζε την τμηματικήν και βαθμιαίαν λειτουργίαν των κοινωνικών ασφαλίσεων ή ποία πλειοψηφία της βουλής είναι πρόθυμος να υποστηρίξη τοιαύτην λύσιν καθ΄υπόδειξιν της Κυβερνήσεως».

Γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση Μεταξά έλαβε τότε ψήφο εμπιστοσύνης από όλες τις πτέρυγες της βουλής εκτός από την Αριστερά. Οι φόβοι του Καφαντάρη και του Παπαναστασίου αποδείχτηκαν δικαιολογημένοι. Γιατί μπορεί ο Μεταξάς να ήταν αυτός που έκοψε την κορδέλα στα εγκαίνια του ΙΚΑ, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Αντώνη Λιάκου («Το Βήμα», 28.10.2007), αλλά η τύχη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη χώρα μας σφραγίστηκε από την πολιτική της δικτατορίας. Οσο για τους ίδιους τους δύο δημοκράτες πολιτικούς που αντέδρασαν σ’ αυτή την προδικτατορική εμφάνιση του Μεταξά στη Βουλή, είχαν από μέρους του την ανάλογη αντιμετώπιση. Ο πρώτος εξορίστηκε, ενώ ο δεύτερος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι τον θάνατό του (17.11.1936). Και βέβαια το πρώτο που έκανε ο Μεταξάς είναι να τοποθετήσει επικεφαλής στο ΙΚΑ έναν δικό του άνθρωπο, τον Σπύρο Κορώνη, στη θέση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, τον οποίο επίσης έστειλε στην εξορία.

Δείγμα των πραγματικών σχέσεων του Μεταξά με αυτά τα πάγια εργατικά αιτήματα είναι το γεγονός ότι για να επιβάλει τη δικτατορία στις 4.8.1936 επικαλέστηκε πρόσχημα την εξαγγελθείσα μεγάλη απεργία, η οποία είχε ως βασικά αιτήματα ακριβώς αυτά!

Η κοινωνική προσφορά της δικτατορίας Μεταξά δεν είναι δηλαδή τίποτα άλλο παρά δημιούργημα των προπαγανδιστικών μηχανισμών της ίδιας της δικτατορίας. Ο ίδιος ο δικτάτορας είχε πιστέψει τα δικά του ψέματα, όπως διαπιστώνουμε από αυτά που έγραφε στο Ημερολόγιό του: «Εργατικόν Συνέδριον. Αφοσίωσις συνέδρων. Αγροτικόν Συνέδριον Λαρίσης. Αφοσίωσις αγροτικού κόσμου» (Νοέμβριος 1937).

Υπάρχει βέβαια και η «πνευματική» ουρά στη φιλομεταξική μυθολογία. Στην ίδια εκπομπή του Mega ακούσαμε ότι «επί ημερών του Μεταξά αναβίωσε η αρχαία τραγωδία και ξεκίνησαν οι παραστάσεις στα αρχαία θέατρα. Ιδρυσε τη Λυρική Σκηνή και αναβίωσε το Εθνικό Θέατρο».

Μόνο που όλα αυτά ήταν για τους λίγους και τους εκλεκτούς. Αυτό που παρέλειψε να πει η εκπομπή είναι ότι για τους πολλούς εφαρμόστηκε ένα καθεστώς λογοκρισίας, φίμωσης και πνευματικής κατατρομοκράτησης. Οπως αποδεικνύεται και από ντοκουμέντα σε άλλες στήλες, το καθεστώς δεν ήταν σε θέση να ανεχτεί ούτε τα αρχαία κείμενα που μπορούσαν «να παρεξηγηθούν», όπως ο «Επιτάφιος» του Περικλή, ενώ απαγορεύτηκε στο Εθνικό Θέατρο να ανέβει η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μια από τις πρώτες ενέργειες της μεταξικής δικτατορίας ήταν να κάψει τα «ύποπτα» βιβλία που κατασχέθηκαν από σπίτια, εκδόσεις και βιβλιοπωλεία, αντιγράφοντας τις ενέργειες του χιτλερικού καθεστώτος. Εκδόθηκε κατάλογος με εκατοντάδες «κομμουνιστικά βιβλία» που απαγορεύονταν, στον οποίο περιλαμβάνονταν έργα του Τολστόι, του Καζαντζάκη, του Ρολάν, του Φρόιντ, του Σπινόζα και του Καντ!

Για τα πνευματικά εφόδια των λογοκριτών του καθεστώτος αρκεί να σημειωθεί ότι περιέλαβαν στην απαγόρευση και δυο κλασικά αντικομμουνιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά πονήματα, το «Εβραίοι και Κομμουνισμός» του Χέρμαν Φεστ και της Σίτσας Καραϊσκάκη και το «Τι εστί Μπολσεβικισμός» του Αριστείδη Ανδρόνικου, μόνο και μόνο προφανώς επειδή είχαν την τρισκατάρατη λέξη στον τίτλο. Και για την ειρωνεία της Ιστορίας: δύο από τα βιβλία που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαγορευμένων είναι το «8 ώρες δουλειά την ημέρα» (Στ. Παπαδόπουλου) και «Το οκτάωρο» (Ι. Γκεντ).

Μένει ένα ερώτημα. Για ποιο λόγο αναπτύσσεται αυτό τον καιρό από καθεστωτικούς δημοσιολόγους κάθε είδους όλη αυτή η παραπλανητική φιλολογία για τα «καλά» της 4ης Αυγούστου; Αν το ερώτημα ήταν δύσκολο να απαντηθεί πριν από λίγα χρόνια, σήμερα, την εποχή των Μνημονίων, είναι πολύ απλό. Η όψιμη νοσταλγία της 4ης Αυγούστου ισοδυναμεί με την υποστήριξη ενός πολύ γνώριμου και πολύ σύγχρονου ιδεολογήματος: ότι δηλαδή ένας ορισμένος πολιτικός αυταρχισμός μπορεί να συνοδεύεται από φιλολαϊκές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες εμποδίζει ο «πολύς» κοινοβουλευτισμός, ο συνδικαλισμός και εν τέλει η δημοκρατία.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Η… 5η Αυγούστου

4-8-36--

Για τον μύθο της κοινωνίας που είχε χτίσει η 4η Αυγούστου και για το κλίμα που κυριαρχούσε ακόμα και μεταξύ των στελεχών της τις παραμονές της επίθεσης των Γερμανών διαθέτουμε μια μαρτυρία εκ των έσω. Περιλαμβάνεται σε πληροφοριακό σημείωμα του «Αστυνομικού Διευθυντή Αλεξανδρουπόλεως» και αφορά τις απόψεις του Κωνσταντίνου Κοτζιά, υπουργού του Μεταξά και παρ’ ολίγον διαδόχου του. Το έγγραφο φυλάσσεται στο αρχείο Χρηστίδη, στο ΕΛΙΑ.

«Ο κ. Κοτζιάς περιοδεύσας ανά την Θράκην εύρε κατάστασιν πράγματι αξιοθρήνητον από απόψεως ηθικού και δεν είναι δυνατόν παρά να επηρεασθή απ’ αυτής. Τας ενεργείας και τας κινήσεις του χαρακτηρίζει νευρικότης.

Επωφελήθη της ευκαιρίας διά να χύση δηλητήριον εναντίον του εκλιπόντος μεγάλου κυβερνήτου και της οικογενείας του, των υπουργών του και της καταστάσεως της 4ης Αυγούστου, εις την οποίαν αποδίδει όλα τα σημερινά, δυσάρεστα βέβαια διά τον θρακικόν λαόν γεγονότα, και ετόνισεν όπου και αν ευρίσκετο, ότι αυτός θα ηγηθή κινήματος, διά να δημιουργήση την 5ην Αυγούστου, η οποία θα σβύση την φαύλον και αμαρτωλήν 4ην Αυγούστου.

Διεκήρυττε ότι ήτο πάντοτε αντίθετος προς τας μεθόδους και τας κατευθύνσεις και τας ιδέας του μεγάλου αρχηγού, ότι κατ’ επανάληψιν είχε παραιτηθή, αλλά δεν έκαμνε δεκτήν την παραίτησίν του διά να εκμεταλλεύηται την δημοτικότητά του, ότι διά να καλύπτη τας πράξεις του απέδιδεν εις αυτόν Γερμανοφιλίαν, ότι πολλάκις τον ύβρισε, χωρίς να τολμήση να τον αντικρύση, ότι ήτο δούλος των παθών και της κλίκας του.

Απεκάλει την σύζυγόν του Μέγαιραν και την κόρην του κ. Λ.Μ. [Λουκία –Λουλού- Μαντζούφα] Μεσσαλίναν. Ελεγεν ότι η νεολαία της Ελλάδος είχε παραδοθή εις χείρας κιναίδων, πορνών, διαφθορέων και ότι ήτο ατιμία η συμμετοχή κάθε νέου εις αυτήν.

Ακόμη έλεγεν ότι εκείνοι εκ των υπουργών του, που απετέλουν το στενόν περιβάλλον του, ήσαν και διεφθαρμένοι, αυτός δε μέσα εις την κατάστασιν αυτήν της λωποδυσίας, της ασωτείας και του βούρκου ήτο πραγματικός εθνομάρτυς, αποτελεί δε το μεγαλύτερον ευτύχημα διά την χώραν ο θάνατος του Ιωάννου Μεταξά» (12.3.1941).

…………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο επιτάφιος της δημοκρατίας

Η μεταξική δικτατορία συνδέεται με ευθεία φίμωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εφόσον το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ανεχόταν καμιάς μορφής δημοκρατία. Η προφανής αντίφαση του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» οδηγούσε τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού στην απόλυτη γελοιότητα, όπως αποδεικνύει το παρακάτω έγγραφο (αρχείο Χρηστίδη, ΕΛΙΑ):

«Ιωάννινα 26.2.1937

Αριθ. Πρωτ. 534

Προς τους κ.κ. Διευθυντάς των Σχολείων της ΙΒ΄ Εκπαιδευτ. Περιφερείας

Λαβόντες υπόψη ότι αντινομίαι παρουσιαζόμεναι κατά την παροχήν της διδασκομένης ύλης δι’ ην δεν είνε πρόσφορον έδαφος η παιδική ηλικία δυνατόν να δημιουργήσουν παρά τοις μαθηταίς θλιβεράς παρανοήσεις εις βάρος του επιδιωκομένου σκοπού παραγγέλλομεν υμίν

α) όπως κατά την διδασκαλίαν των φυσικών μαθημάτων μη προβαίνητε εις την ανάπτυξιν της Δαρβινείου θεωρίας ως και των μαθημάτων των σχετικών με την επί της γης εμφάνισιν του ανθρώπου […]

β) όπως κατά την διδασκαλίαν των αρχαίων Ελληνικών εν τη Στ΄ Γυμνασιακή τάξει παραλείπητε τον Επιτάφιον του Περικλέους, αντικαθιστώντες τούτον διά τινος πλατωνικού διαλόγου, διότι το εν τω Επιταφίω υπέροχον τη αληθεία εγκώμιον των δημοκρατικών ιδεωδών δυνατόν να εκληφθή κακώς υπό των μαθητών ως έμμεσος επίκρισις της σθεναράς κυβερνητικής πολιτικής και των εν γένει τάσεων της σημερινής πολιτείας.

Λέγομεν δε κακώς, διότι κατ’ ουσίαν τον πραγματικόν θρίαμβον των δημοκρατικών ιδεωδών και της καλώς εννοουμένης ελευθερίας απεργάζεται η εθνική κυβέρνησις πατάσσουσα τας δημαγωγικάς ροπάς και πάντα αποσυνθετικόν σπόρον.

Επειδή όμως η εφηβική ηλικία δεν είνε ικανή διά την υψηλήν αφαίρεσιν και την επίμοχθον αναζήτησιν της αληθείας ευκόλως δε ρέπει προς τον σχηματισμόν πεποιθήσεων στηριζομένων επί του συναισθηματικού μόνον κόσμου καλόν είνε όπως αι λαμπραί του Θουκυδίδου σελίδες αφεθούν διά τα έτη εκείνα κατά τα οποία η Ελληνική νεότης ωριμωτέρα πλέον θ’ ακούση από του στόματος των Πανεπιστημιακών διδασκάλων την ανάλυσιν του κάλλους των αρχαίων κειμένων.

Αλλως υπάρχει πιθανότης ότι θα επιφέρουν το αυτό αποτέλεσμα φθοροποιόν και διαλυτικόν, το οποίον επέφερον κατά την εποχήν του πελοπονησιακού πολέμου απαγγελλόμενοι προς τον άστατον δήμον των Αθηναίων υπό του στόματος του μεγάλου Περικλέους παρουσιάσασαι τόσον θαυμασίως εστολισμένας τας λαμπράς δημοκρατικάς κατακτήσεις εις τον στερούμενον ισχυρού νοητικού οργάνου αθηναϊκόν όχλον συντελέσασαι εις το ν’ αποκτήση ούτος αλόγιστον περί της δυνάμεώς του πεποίθησιν συντρίβων διά της αναρχικής του επάρσεως το θαυμάσιον έργον το οποίον εις καλυτέρους καιρούς αι αυταί δημοκρατικαί ιδέαι είχον δημιουργήσει.

Εντελλόμενοι όπως ακριβώς τηρήσητε τ’ ανωτέρω παραγγελλόμενα παρακαλούμεν υμάς κ.κ. συνάδελφοι, όπως μη αποδώσητε εις αντιδραστικόν πνεύμα τας αντιρρήσεις μας ταύτας, αλλά μόνον εις το καλώς εννοούμενον συμφέρον των μαθητών και εις το ευρύτερον και ανώτερον συμφέρον της Πατρίδος.

Ο Γενικός Επιθεωρητής της ΙΒ΄ Περιφερείας

Δ. Παπούλιας»

………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Διαβάστε

● Σπύρος Λιναρδάτος «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου» (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1965) «Η 4η Αυγούστου» (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1966).

Τα δύο κλασικά βιβλία για την ανατομία της μεταξικής δικτατορίας από τον γνωστό δημοσιογράφο και ιστορικό. Κεφάλαια για την υποτιθέμενη κοινωνική πολιτική του Μεταξά.

● Σπύρος Λιναρδάτος «Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου» (εκδ. «Διάλογος», Αθήνα 1975).

Η πορεία προς τον πόλεμο του 1940-41 και οι αντιφάσεις του μεταξικού καθεστώτος. Ειδικό κεφάλαιο για την απουσία πολεμικής προετοιμασίας, παρά τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της δικτατορίας.

● Μαρίνα Πετράκη «Ο μύθος του Μεταξά. Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα» (μτφρ. Μάρα Μοίρα, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2006).

Ο ρόλος της προπαγάνδας στο καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου.

● Αρχείο Χριστόφορου Χρηστίδη (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)

Τεκμήρια της μεταξικής δικτατορίας στο αρχείο του επιμελητή του «Ημερολογίου Μεταξά».

Επισκεφτείτε

● «Η νέα γραμμή Μεταξά» http://www.iospress.gr/ios2006/ios20061105.htm

Η αναθεώρησή της.

● «Οι μεταξικοί μύθοι και ο βελούδινος εθνικισμός – το ΙΚΑ και το 8ωρο» http://jungle-report.blogspot.gr/2008/07/8.html

Ανατροπή των προπαγανδιστικών μύθων για την «κοινωνική πολιτική» της μεταξικής δικτατορίας από το ερευνητικό ιστολόγιο.

………………………………………………………………………………………………………………………………

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς     ios@efsyn.gr

 

Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 3-4.8.2013

http://www.efsyn.gr/?p=85046

σχετικα:http://vathikokkino.com/2013/08/%CE%B8%CE%B1%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B1-%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CF%81%CF%85%CF%86%CE%BF%CE%AF-%CF%84%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%81/

Τι είναι ο κομμουναλισμός; Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού **

Εκτυπώσιμη μορφή

Murray Bookchin*

 

Σύνοψη

Η δημοκρατία δεν είναι μια μορφή «διακυβέρνησης», αλλά η αυτο-διεύθυνση της κοινωνίας μέσα από συνελεύσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις για τη λήψη των αποφάσεων με ομοφωνία, ουσιαστικά, αντιπροσωπεύουν την ατομικιστική αλτερνατίβα στη δημοκρατία και προϋποθέτουν ένα είδος ομοιομορφίας και ψυχολογικής ομοιογένειας που αποκλείει την ατομική διαφορετικότητα, η οποία συνιστά τη βάση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Η δημοκρατία είναι η πολιτική διάσταση του αναρχισμού και ο κομμουναλισμός είναι η πολιτική που στοχεύει στη διαδικασία δημιουργίας ενεργών πολιτών και αυθεντικών κοινοτήτων που συνδέονται μεταξύ τους μέσα από συνομοσπονδίες οι οποίες, τελικά, θα μπορούσαν ν’ αμφισβητήσουν την ύπαρξη του κράτους.

Αυτονομία ή ελευθερία;

Σπάνια λέξεις, κοινωνικά σημαντικές, υπήρξαν περισσότερο θολές και απογυμνωμένες από το ιστορικό τους νόημα απ’ όσο σήμερα. Συχνά λησμονείται ότι πριν από δυο αιώνες η «δημοκρατία» αποδοκιμαζόταν από τους μοναρχικούς και τους ρεπουμπλικάνους (οπαδοί του αβασίλευτου κοινοβουλευτισμού – σ.τ.μ.) ως «εξουσία του όχλου». Σήμερα, η δημοκρατία χαιρετίζεται ως «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», ένα οξύμωρο που δεν αναφέρεται σε τίποτα περισσότερο από μια κοινοβουλευτική ολιγαρχία των λίγων εκλεκτών που αντιπροσωπεύουν δήθεν τους ανίσχυρους πολλούς.

Ο «κομμουνισμός», από την πλευρά του, αναφερόταν κάποτε σε μια συνεργατική αλληλεγγύη, της οποίας η ηθική βάση θα βρισκόταν στον αμοιβαίο σεβασμό και σε μια οικονομία στα πλαίσια της οποίας ο καθένας/καθεμία θα προσέφερε κοινωνική εργασία ανάλογα με τις δυνατότητες του/της και θα προμηθευόταν τα προς το ζην ανάλογα με τις ανάγκες του/της. Σήμερα, ο κομμουνισμός συνδέεται με τα σταλινικά γκούλαγκ και απορρίπτεται στο σύνολο του ως ολοκληρωτικός. Ο ξάδελφος του, ο «σοσιαλισμός» – που σήμαινε κάποτε μια πολιτικά ελεύθερη κοινωνία, βασισμένη σε ποικίλες μορφές κολλεκτιβισμού και σε δίκαιες υλικές αποδοχές για την εργασία – είναι αυτή τη στιγμή ταυτόσημος μ’ έναν κάπως ουμανιστικό αστικό φιλελευθερισμό.

Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, καθώς το σύνολο του κοινωνικού και του πολιτικού φάσματος μετακινήθηκε ιδεολογικά προς τα δεξιά, ο ορισμός του ίδιου του αναρχισμού» δεν έμεινε αναλλοίωτος. Στον αγγλο-αμερικανικό χώρο, ο αναρχισμός απογυμνώνεται από το κοινωνικό ιδεώδες του δίνοντας έμφαση στην προσωπική αυτονομία, μια έμφαση που του αφαιρεί την ιστορική του ζωτικότητα. Ένας στιρνερικός* ατομικισμός – που υποστηρίζει αλλαγές στον τρόπο ζωής, καλλιεργεί πρότυπα εκκεντρικής συμπεριφοράς και ασπάζεται ακόμη ένα φανερό μυστικισμό – κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο. Αυτός ο ατομικιστικός «αναρχισμός του τρόπου ζωής» διαβρώνει σταθερά το σοσιαλιστικό πυρήνα των αναρχικών αντιλήψεων για την ελευθερία.

Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι στη βρετανική και στην αμερικανική παράδοση, οι όροι αυτονομία και ελευθερία δεν είναι ισοδύναμοι. Επιμένοντας στην ανάγκη να απαλείψει την κυριαρχία σε προσωπικό επίπεδο, η αυτονομία επικεντρώνεται στο άτομο θεωρώντας το ως το βασικό συστατικό και το κέντρο της κοινωνίας. Αντίθετα, ο όρος «ελευθερία», παρά κάποιες χαλαρότερες χρήσεις του, σημαίνει την απουσία κυριαρχίας μέσα στην κοινωνία της οποίας μέλος αποτελεί το άτομο. Η αντίθεση αυτή γίνεται ιδιαίτερα σημαντική, όταν ατομικιστές αναρχικοί εξισώνουν τον κολλεκτιβισμό ως τέτοιον με την τυραννία της κοινότητας επί των μελών της.

Σήμερα, εάν μια θεωρητικός του αναρχισμού όπως η L. Susan Brown μπορεί να ισχυρίζεται ότι «μια ομάδα αποτελεί μια συνάθροιση ατόμων, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο», εδραιώνοντας έτσι τον αναρχισμό στην αφηρημένη έννοια του ατόμου, έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε. Η ιδέα βέβαια αυτή δεν είναι καινούργια στον αναρχισμό. Διάφοροι ιστορικοί του αναρχισμού την περιγράφουν ως υπόρρητη στην ελευθεριακή προσέγγιση. Έτσι, το άτομο εμφανίζεται ab nονο προικισμένο με φυσικά δικαιώματα και χωρίς τις ρίζες του στην κοινωνία ή στην ιστορική ανάπτυξη1.

Αλλά από πού προκύπτει αυτό το «αυτόνομο» άτομο; Ποια είναι η βάση των «φυσικών δικαιωμάτων» του, πέρα από την a prior πρόταση και τη θολή διαίσθηση; Τι ρόλο παίζει η ιστορική ανάπτυξη στη διαμόρφωσή του; Ποιες κοινωνικές προϋποθέσεις το γεννούν, το συντηρούν και το θρέφουν; Πώς μπορεί μια «συνάθροιση ατόμων» να αυτο-θεσμισθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από μια αυτονομία που συνίσταται απλώς στην αποτροπή της προσβολής των «ελευθεριών» των άλλων – ή στην «αρνητική ελευθερία», όπως την αποκάλεσε ο Isaiah Berlin σε αντίθεση προς τη «θετική ελευθερία», που είναι η ουσιαστική ελευθερία και που στη δική μας περίπτωση είναι δομημένη με σοσιαλιστικές αρχές;

Στην ιστορία των ιδεών, η «αυτονομία», αναφερόμενη αυστηρά στην προσωπική «αυτο- εξουσία», έφθασε στο απόγειο της στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τη λατρεία για τη Libertas. Κατά την περίοδο της εξουσίας του Ιούλιου Κλαύδιου Καίσαρα, ο ρωμαίος πολίτης απολάμβανε ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας ώστε να ικανοποιεί τις προσωπικές του επιθυμίες – και τα σαρκικά πάθη του – χωρίς να αποθαρρύνεται από καμία εξουσία, υπό τον όρο ότι δε θα παρενέβαλε εμπόδιο στην κρατική μακαριότητα. Στην περισσότερο αναπτυγμένη σε θεωρητικό επίπεδο φιλελεύθερη παράδοση του John Locke και του John Stuart Mill, η αυτονομία απέκτησε μια πιο διευρυμένη έννοια που αντιτέθηκε ιδεολογικά στην υπέρμετρη κρατική εξουσία. Κατά το 19ο αιώνα, εάν υπήρξε κάποιο γνωστικό αντικείμενο που κέρδισε το ενδιαφέρον των κλασικών φιλελευθέρων, αυτό ήταν η πολιτική οικονομία, την οποία συχνά αντιλαμβάνονταν όχι μόνο ως μελέτη των αγαθών και των υπηρεσιών, αλλά και ως σύστημα ηθικής. Πράγματι, η φιλελεύθερη σκέψη υποβίβασε γενικά το κοινωνικό σε οικονομικό. Στην υπερβολική κρατική εξουσία αντιτάχθηκε μια υποτιθέμενη οικονομική αυτονομία. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι φιλελεύθεροι συχνά επικαλούνταν τη λέξη ελευθερία με την έννοια της «αυτονομίας», όπως κάνουν μέχρι σήμερα2.

Αλλά παρά τους ισχυρισμούς τους περί αυτονομίας και τη δυσπιστία προς την κρατική εξουσία, οι κλασικοί αυτοί φιλελεύθεροι στοχαστές δεν έμειναν συνεπείς σε τελική ανάλυση στην ιδέα ότι το άτομο είναι τελείως ελεύθερο από έννομη καθοδήγηση. Πράγματι, η ερμηνεία που δίνουν στην αυτονομία προϋπέθετε στην πραγματικότητα, πολύ καθαρά, ρυθμίσεις πέρα από το άτομο – δηλαδή τους νόμους της αγοράς. Παρά τα περί ατομικής αυτονομίας, οι νόμοι αυτοί συνθέτουν ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο όλες οι «συναθροίσεις ατόμων» βρίσκονται υπό την κυριαρχία του περίφημου «αόρατου χεριού» του ανταγωνισμού. Κατά παράδοξο τρόπο, οι νόμοι της αγοράς υπερισχύουν της άσκησης της «ελεύθερης βούλησης» των ίδιων κυρίαρχων ατόμων, που κατά τ’ άλλα συνιστούν τη «συνάθροιση ατόμων».

Καμιά ορθολογικά δομημένη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς θεσμούς κι αν μια κοινωνία αναδυόταν ποτέ ως «συνάθροιση ατόμων, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο», απλώς θα διαλυόταν. Μια τέτοια διάλυση, σίγουρα, δε θα γινόταν ποτέ στην πραγματικότητα. Οι φιλελεύθεροι, εντούτοις, μπορούν να παραμένουν προσκολλημένοι στην ιδέα της «ελεύθερης αγοράς» και του «ελεύθερου ανταγωνισμού» που καθοδηγούνται όμως από τους «αμείλικτους νόμους» της πολιτικής οικονομίας.

Εναλλακτικά, η ελευθερία (freedom), μια λέξη που έχει κοινές ετυμολογικές ρίζες με τη γερμανική λέξη Freiheit(για την οποία δεν υπάρχει ανάλογη λέξη στις λατινογενείς γλώσσες), έχει ως αφετηρία όχι το άτομο, άλλα την κοινότητα ή πιο πλατιά την κοινωνία. Στον προηγούμενο αιώνα και στις αρχές του δικού μας, καθώς οι μεγάλοι σοσιαλιστές θεωρητικοί επεξεργάστηκαν περαιτέρω τις ιδέες της ελευθερίας, το άτομο και η ανάπτυξή του συνυφάνθηκαν συνειδητά με την κοινωνική εξέλιξη – συγκεκριμένα, με τους θεσμούς που διαφοροποιούν την κοινωνία από τις απλές ομάδες ζώων.

Αυτό που έκανε την οπτική τους μοναδικά ηθική ήταν το γεγονός ότι ως κοινωνικοί επαναστάτες έθεσαν την ερώτηση-κλειδί: σε τι συνίσταται μια ορθολογική κοινωνία; Μια ερώτηση που καταργεί την κεντρική θέση της οικονομίας σε μια ελεύθερη κοινωνία. Εκεί όπου η φιλελεύθερη σκέψη υποβίβαζε γενικά το κοινωνικό σε οικονομικό, διάφορες μορφές σοσιαλισμού (εκτός από το μαρξισμό),, ανάμεσα στις οποίες ο Kropotkin χαρακτήρισε τον αναρχισμό ως την πιο «αριστερή», εξαφάνιζε το οικονομικό μέσα στο κοινωνικό3.

Στο 18ο και στο 19ο αιώνα, καθώς η σκέψη του Διαφωτισμού και τα παράγωγά της έφεραν την ιδέα της μεταβλητότητας των θεσμών στο προσκήνιο της κοινωνικής σκέψης, το άτομο επίσης έγινε αντιληπτό ως δεκτικό αλλαγής. Για τους σοσιαλιστές στοχαστές εκείνης της περιόδου, ο όρος «συνάθροιση» ήταν τελείως ακατάλληλος για να ορίσει την κοινωνία. Θεώρησαν σωστά ότι η ατομική ελευθερία είναι συνυφασμένη με την κοινωνική ελευθερία και όρισαν, πολύ χαρακτηριστικά, την ελευθερία (ως τέτοια) ως μία εξελικτική, όσο και ενοποιητική, έννοια.

Με λίγα λόγια, τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο απέκτησαν ιστορική αξία (were historicized) με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου: ως μια αέναα αναπτυσσόμενη, αυτοενεργοποιούμενη και δημιουργική διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο υπάρχουν το ένα μέσω του άλλου. Υπήρχε η ελπίδα ότι αυτή η απόδοση ιστορικής αξίας θα συνοδευόταν από διαρκώς διευρυνόμενα νέα δικαιώματα και διαρκώς διευρυνόμενες νέες υποχρεώσεις. Στην πραγματικότητα, το μότο της Πρώτης Διεθνούς ήταν η απαίτηση: «όχι δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, όχι υποχρεώσεις χωρίς δικαιώματα» – μια απαίτηση που αργότερα εμφανίστηκε στις προμετωπίδες αναρχοσυνδικαλιστικών περιοδικών στην Ισπανία και αλλού κατά τον αιώνα μάς.

Συνεπώς, για τους κλασικούς σοσιαλιστές στοχαστές, το να αντιλαμβάνεται κάποιος/ κάποια το άτομο χωρίς την κοινωνία είχε τόσο νόημα όσο και το να αντιλαμβάνεται την κοινωνία χωρίς τα άτομα. Για τους συγγραφείς αυτούς στόχος ήταν η δημιουργία ορθολογικών θεσμών που θα ευνοούν το μεγαλύτερο βαθμό ελεύθερης έκφρασης σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.

Η «τυραννία» της πλειοψηφίας έναντι της ομοφωνίας

Πρώτα απ’ όλα, ο ατομικισμός, όπως έγινε αντιληπτός από τον κλασικό φιλελευθερισμό, στηρίχτηκε σε μια φαντασίωση. Η προϋποτιθέμενη έννοια της κοινωνικής «νομιμότητας» που διατηρείται από τον ανταγωνισμό της αγοράς απείχε πολύ από το μύθο του ολοκληρωτικά κυρίαρχου, «αυτόνομου» ατόμου. Με ακόμη λιγότερες προϋποτιθέμενες έννοιες να τη στηρίξουν, η αξιολύπητα φτωχή, σε θεωρητικό επίπεδο, δουλειά του Max Stirner αποδεχόταν έναν παρόμοιο διαχωρισμό: τον ιδεολογικό διαχωρισμό μεταξύ του εγώ και της κοινωνίας.

Το κεντρικό θέμα που αποκαλύπτει αυτόν το διαχωρισμό – στην πραγματικότητα, αυτή την αντίφαση – είναι το ζήτημα της δημοκρατίας. Λέγοντας δημοκρατία δεν εννοώ φυσικά μια κάποια μορφή «αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης», αλλά αντίθετα την πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία. Όπως τη χρησιμοποιώ, η δημοκρατία, αναφερόμενη στις ρίζες της στην κλασική Αθήνα, είναι η ιδέα της άμεσης διαχείρισης της πόλεως από λαϊκές συνελεύσεις των πολιτών της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι παραβλέπω το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία κηλιδώθηκε από την πατριαρχία, τη δουλεία, την ταξική κυριαρχία και από τον περιορισμό της αναγνώρισης της ιδιότητας του πολίτη μόνο σε άνδρες γνήσιας αθηναϊκής καταγωγής. Αναφέρομαι σε μια αναδυόμενη παράδοση θεσμικών δομών, όχι σ’ ένα κοινωνικό «μοντέλο»4. Ύστερα από αυτό, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη δημοκρατία γενικά ως την άμεση διεύθυνση της κοινωνίας σε συνελεύσεις πρόσωπο με πρόσωπο – στις οποίες η πολιτική διαμορφώνεται από τους/τις κάτοικους – πολίτες και η διαχείριση εκτελείται από εξουσιοδοτημένα συμβούλια εντολοδόχων.

Συχνά οι ελευθεριακοί θεωρούν τη δημοκρατία, ακόμα και με αυτή την έννοια, ως μια μορφή «εξουσίας» – από τη στιγμή που στη λήψη των αποφάσεων επικρατεί μια άποψη της πλειοψηφίας και κατά συνέπεια η τελευταία «εξουσιάζει» τη μειοψηφία. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι ως τέτοια η δημοκρατία είναι ασύμβατη μ’ ένα πραγματικά ελευθεριακό ιδανικό. Ακόμα κι ένας τόσο μορφωμένος_ιστορικός του αναρχισμού όπως ο Peter Marshall παρατηρεί ότι για τους αναρχικούς «η πλειοψηφία δεν έχει κανένα δικαίωμα παραπάνω να επιβάλλεται στη μειοψηφία από όσο έχει η μειοψηφία να επιβάλλεται στην πλειοψηφία»5. Διάφοροι ελευθεριακοί έχουν επαναλάβει κατά καιρούς την ίδια ιδέα.

Αυτό που κάνει εντύπωση σε διατυπώσεις όπως αυτή του Marshall είναι η χρήση μιας γλώσσας με μεγάλο βαθμό προκατάληψης. Φαίνεται ότι οι πλειοψηφίες ούτε «αποφασίζουν» ούτε «συζητούν». Αντίθετα, «εξουσιάζουν», «επιβάλλουν», «διατάζουν», «πιέζουν» κ.τ.λ. Θα μπορούσε να θέσει κάποιος/α το λογικό ερώτημα εάν μια ελεύθερη κοινωνία, που όχι μόνο θα επέτρεπε, αλλά και θα ενθάρρυνε το μεγαλύτερο βαθμό διαφωνίας, που τα βήματα των συνελεύσεών της και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας της θα ήταν ανοιχτά στην πληρέστερη έκφραση όλων των αντιλήψεων και που οι θεσμοί της θα ήταν πραγματικά φόρουμ συζήτησης, θα «επιβαλλόταν» σε οποιονδήποτε/οποιαδήποτε, όταν θα έπρεπε να πάρει μια απόφαση που θα αφορούσε το κοινωνικό καλό.

Πώς θα μπορούσε λοιπόν η κοινωνία να πάρει δυναμικές συλλογικές αποφάσεις για τα δημόσια θέματα, πέρα απλώς από τη σύναψη συμβολαίων μεταξύ ατόμων; Η μόνη συλλογική πρακτική που προβάλλεται συνήθως ως εναλλακτική της λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία είναι η πρακτική της ομοφωνίας. Στην πραγματικότητα, η ομοφωνία έχει καλυφθεί με μυστήριο από δεδηλωμένους «αναρχικούς οπαδούς του πρωτόγονου» (anarcho-primitivists), που θεωρούν ότι η Εποχή των Παγετώνων και οι σύγχρονοι «πρωτόγονοι» ή «αρχέγονοι» λαοί αποτελούν το μεγαλύτερο ανθρώπινο, κοινωνικό και ψυχικό επίτευγμα. Δεν αρνούμαι ότι η ομοφωνία μπορεί να είναι κατάλληλος τρόπος λήψης αποφάσεων σε μικρές ομάδες των οποίων τα μέλη είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αλλά, εξετάζοντας την ομοφωνία με πρακτικούς όρους, η πείρα μού έχει δείξει ότι, όταν μεγαλύτερες ομάδες προσπαθούν να πάρουν αποφάσεις με ομοφωνία, υποχρεώνονται να υιοθετήσουν το χαμηλότερο κοινό διανοητικό παρονομαστή στις αποφάσεις τους: υιοθετείται η λιγότερο αμφιλεγόμενη ή ακόμη και η πιο μέτρια απόφαση που μια πολυάριθμη συνέλευση ανθρώπων μπορεί να επιτύχει, ακριβώς επειδή όλοι πρέπει να είναι σύμφωνοι με αυτήν, διαφορετικά, όσοι διαφωνούν θα πρέπει να αποχωρήσουν από την ψηφοφορία για το συγκεκριμένο ζήτημα. Και το πιο ανησυχητικό είναι το ότι, όπως έχω διαπιστώσει, [η ομοφωνία] επιτρέπει την ανάπτυξη επιβλαβών εξουσιαστικών τάσεων καθώς και απεχθών χειραγωγήσεων, ακόμη κι όταν χρησιμοποιείται στο όνομα της αυτονομίας ή της ελευθερίας.

Ας πάρουμε για παράδειγμα μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση: το μεγαλύτερο βασισμένο στην ομοφωνία κίνημα (στο οποίο συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι) στο πρόσφατο παρελθόν στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε η Συμμαχία Clamshell (Clamshell Alliance) , που σχηματίστηκε για να αντιτεθεί στην κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα του Seabrook στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην πολιτεία New Hampshire. Στην πρόσφατη μελέτη της για το κίνημα, η Barbara Epstein αποκάλεσε το Clamshell «την πρώτη προσπάθεια στην αμερικανική ιστορία να βασιστεί ένα μαζικό κίνημα στη μη βίαιη άμεση δράση», πέρα από το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στη δεκαετία του 1960. Ως αποτέλεσμα της προφανούς οργανωτικής επιτυχίας του, πολλές άλλες περιφερειακές συμμαχίες εναντίον των πυρηνικών αντιδραστήρων σχηματίστηκαν κατά μήκος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μπορώ προσωπικά να επιβεβαιώσω το γεγονός ότι στην πραγματικότητα, στα πλαίσια της Συμμαχίας Clamshell, η ομοφωνία προωθούνταν από συχνά κυνικούς κουέκερς και από μέλη μιας αμφίβολης «αναρχικής» κοινότητας που βρισκόταν στο Μοntague της Μασαχουσέτης. Αυτή η μικρή, με στενούς δεσμούς φράξια, ενωμένη γύρω από τις κρυφές επιδιώξεις της, μπορούσε να χειραγωγεί πολλά μέλη της Συμμαχίας χαλιναγωγώντας την καλή τους θέληση και τον ιδεαλισμό τους σ’ αυτές τις οπορτουνιστικές επιδιώξεις. Οι de facto ηγέτες της Συμμαχίας καταπατούσαν τα δικαιώματα και τα ιδανικά των αναρίθμητων ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτή και υποβάθμιζαν το ηθικό και τη θέλησή τους.

Προκειμένου αυτή η κλίκα να επιτυγχάνει καθολική ομοφωνία σε μια απόφαση, οι διαφωνούντες αναγκάζονταν συχνά με πλάγιους τρόπους και με ψυχολογική πίεση να αρνηθούν να ψηφίσουν σ’ ένα προβληματικό ζήτημα, αφού η διαφωνία τους θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με βέτο ενός ανθρώπου. Αυτή η πρακτική, που στις αμερικανικές διαδικασίες ομοφωνίας καλείται «παράμερη στάση» (standing aside), πολύ συχνά περιλάμβανε τον εκφοβισμό των διαφωνούντων, μέχρι που αυτοί να αποσύρονται τελείως από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αντί να εκφράζουν με τίμιο και συνεχή τρόπο τη διαφωνία τους ψηφίζοντας, έστω και ως μειοψηφία, σύμφωνα με τις απόψεις τους. Έχοντας αποσυρθεί, παύουν να αποτελούν πολιτικά όντα – έτσι ώστε να γίνει εφικτή η λήψη μιας «απόφασης». Περισσότερες από μία «αποφάσεις» στη Συμμαχία Clamshell πάρθηκαν ύστερα από άσκηση πίεσης στους διαφωνούντες να σιωπήσουν. Μέσω μιας σειράς από τέτοιους εκφοβισμούς, η «ομοφωνία» επιτυγχανόταν τελικά μόνο αφού τα διαφωνούντα μέλη εκμηδένιζαν το ρόλο τους ως συμμετέχοντες στη διαδικασία.

Σε πιο θεωρητικό επίπεδο, η ομοφωνία φίμωνε την πιο ζωτική πλευρά του διαλόγου, τη διαφωνία. Η συνεχόμενη διαφωνία, ο παθιασμένος διάλογος, που εξακολουθεί να επιμένει ακόμη και αφού η μειοψηφία συμβιβαστεί προσωρινά με μια απόφαση της πλειοψηφίας, είχε αντικατασταθεί στη Συμμαχία Clamshell από βαρετούς μονολόγους και από τον, μη δεκτικό αντίκρουσης, απονεκρωτικό τόνο της ομοφωνίας. Στην πλειοψηφική διαδικασία λήψης αποφάσεων, η νικημένη μειοψηφία μπορεί να αποφασίσει να ανατρέψει μια απόφαση στην οποία ηττήθηκε – είναι ελεύθερη να διατυπώνει με φανερό και επίμονο τρόπο ορθολογικές και δυνάμει πειστικές διαφωνίες. Η ομοφωνία απ’ την πλευρά της δεν τιμά καμιά μειοψηφία, αλλά τις φιμώνει για χάρη του μεταφυσικού «ενός» της «ομοφωνίας» της ομάδας.

Ο δημιουργικός ρόλος της διαφωνίας, πολύτιμος ως ένα διαρκές δημοκρατικό φαινόμενο, τείνει να χαθεί σε μια γκρίζα ομοιομορφία, που απαιτείται από την ομοφωνία. Οποιοδήποτε ελευθεριακό σώμα ιδεών που στοχεύει στην κατάλυση της ιεραρχίας, των τάξεων, της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, επιτρέποντας ακόμη και στη «μειοψηφία του ενός» του Marshall να σταματήσει τη λήψη μιας απόφασης από την πλειοψηφία της κοινότητας, στην πραγματικότητα περιφερειακών και εθνικών συνομοσπονδιών, θα μετατρεπόταν ουσιαστικά σε μια «γενική βούληση» του Rousseau μέσα σ’ έναν εφιαλτικό κόσμο διανοητικού και φυσικού κομφορμισμού. Σε πιο άγριες εποχές, θα μπορούσε εύκολα «να αναγκάσει τους ανθρώπους να είναι ελεύθεροι», όπως το έθεσε ο Rousseau και όπως οι γιακωβίνοι έκαναν έμπρακτα στα 1793-94.

Οι de facto ηγέτες της Συμμαχίας μπορούσαν να συμπεριφέρονται κατά τέτοιο τρόπο ακριβώς επειδή η Συμμαχία δεν ήταν επαρκώς οργανωμένη και δημοκρατικά δομημένη, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τη χειραγώγηση από μια μικρή, καλά οργανωμένη ομάδα. Οι de facto ηγέτες δεν υπόκεινταν σε οποιεσδήποτε δομές ελέγχου της υπευθυνότητας των πράξεών τους. Μόνο ένα μέρος της ευκολίας με την οποία μπορούσαν να χρησιμοποιούν πονηρά τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία για τους δικούς τους σκοπούς έχει αναφερθεί σε μελέτες6.

Στο τέλος οι πρακτικές της ομοφωνίας, με τη «δημοκρατία της αρετής» του Rousseau, έκαναν αυτή τη μεγάλη και συναρπαστική οργάνωση να ναυαγήσει. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι μια επιπλέον αιτία καταστροφής της υπήρξε η οργανωτική ελαστικότητα, που επέτρεπε στον οποιονδήποτε περαστικό να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων και να αποσυνθέτει μ’ αυτόν τον τρόπο την οργάνωση σε βαθμό που να την καθιστά ασπόνδυλη. Τόσο εγώ όσο και πολλοί νεαροί αναρχικοί από το Vermont, που είχαν συμμετάσχει στη Συμμαχία για κάμποσα χρόνια, είχαμε πολλούς λόγους να φθάσουμε στο σημείο να θεωρούμε την ομοφωνία ανάθεμα.

Εάν η ομοφωνία μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τον καταναγκασμό των διαφωνούντων, πράγμα που είναι εφικτό σε μικρές ομάδες, ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση γι’ αυτήν ως διαδικασία λήψης αποφάσεων; Το να υποβιβάζεις όμως ένα ελευθεριακό ιδανικό στο άνευ όρων δικαίωμα μιας μειοψηφίας (ας αφήσουμε κατά μέρος τη «μειοψηφία του ενός») να ακυρώσει μια απόφαση που έχει παρθεί από μια «συνάθροιση ατόμων» σημαίνει ότι πνίγεις τη διαλεκτική των ιδεών που ευδοκιμεί στην αντίθεση, στην αντιπαράθεση, και, ναι, σε αποφάσεις στις οποίες όχι μόνο δεν χρειάζεται να συμφωνούν όλοι, αλλά στις οποίες δε θα πρέπει να συμφωνούν όλοι. Διαφορετικά, η κοινωνία μετατρέπεται σ’ ένα ιδεολογικό νεκροταφείο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να στερείται από τους διαφωνούντες κάθε δυνατή ευκαιρία να αντιστρέψουν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας με τη συνεχή συζήτηση και υποστήριξη των θέσεών τους.

δημοκρατία: η πολιτική διάσταση του αναρχισμού

Αναφέρθηκα εκτενώς στην ομοφωνία, επειδή αποτελεί τη συνήθη ατομικιστική πρόταση που προβάλλεται ως εναλλακτική της δημοκρατίας. Συχνά μάλιστα αντιπαρατίθεται ως «άρνηση της εξουσίας» – ή ως άνευ στόχου μορφή προσωπικής αυτονομίας – στην «εξουσία» της πλειοψηφίας. Κατά την άποψή μου, επειδή οι ελευθεριακές ιδέες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία καταφάσκουν με αυξανόμενο ρυθμό την προσωπική αυτονομία, το χάσμα ανάμεσα στον ατομικισμό και στον αντικρατικό κολλεκτιβισμό καθίσταται αγεφύρωτο. Ένας προσωπικός αναρχισμός έχει ριζώσει βαθιά ανάμεσα στους νέους σήμερα. Επιπλέον, χρησιμοποιούν διαρκώς περισσότερο τη λέξη «αναρχία», για να εκφράσουν όχι μόνο μια ατομικιστική στάση, αλλά κι ένα ανορθολογικό, μυστικιστικό, αντιτεχνολογικό και αντιπολιτιστικό σώμα ιδεών, πράγμα που δεν επιτρέπει στους αναρχικούς που εδράζουν τις ιδέες τους στο σοσιαλισμό να αυτοχαρακτηρίζονται με τη λέξη «αναρχικός» χωρίς ένα ποιοτικό επίθετο να τη συνοδεύει. Ένας από τους πιο άξιους και αφοσιωμένους αμερικανούς συντρόφους, ο Haward Erlich, χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνικός αναρχισμός» (social anarchism) ως τίτλο του περιοδικού του, προφανώς για να διαχωρίσει τις ιδέες του από έναν αναρχισμό που εδράζεται ιδεολογικά στο φιλελευθερισμό και πιθανόν και σε χειρότερα πράγματα.

Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι χρειάζονται πολύ περισσότερα από ένα ποιοτικό επίθετο, εάν πρόκειται να επεξεργαστούμε με πιο ευρύ τρόπο την αντίληψή μας για την ελευθερία. Θα ήταν πράγματι δυστύχημα, εάν οι αναρχικοί ήταν σήμερα αναγκασμένοι να εξηγήσουν διεξοδικά ότι πιστεύουν στην κοινωνία και όχι σε μια απλή συνάθροιση ατόμων! Πριν από έναν αιώνα, αυτή η πίστη αποτελούσε προϋπόθεση. Σήμερα, ο κλασικός αναρχισμός έχει απογυμνωθεί τόσο πολύ από την κολλεκτιβιστική ουσία του, που τείνει να γίνει απλώς να στάδιο στην προσωπική ζωή των εφήβων και φαντασιοπληξία για τους μεσήλικους μέντορες τους, ένας δρόμος για την «αυτοπραγμάτωση» και το ψεύτικα «ριζοσπαστικό» -ισοδύναμο της ομαδικής ψυχοθεραπείας.

Σήμερα, πρέπει να υπάρχει μια θέση στο πολιτικό φάσμα, όπου ένα σώμα αντιεξουσιαστικής σκέψης, που προωθεί τον οδυνηρό αγώνα της ανθρωπότητας να φθάσει στην πραγματοποίηση της αυθεντικής κοινωνικής ζωής της – την περίφημη Κομμούνα των κομμούνων» (Commune of communes) -, να μπορεί να διατυπώνεται -σαφώς τόσο σε θεσμικό όσο και ιδεολογικό επίπεδο. Πρέπει να υπάρχει ένα μέσο με το οποίο να μπορούν οι με κοινωνικό προβληματισμό αντιεξουσιαστές να αναπτύξουν ένα πρόγραμμα και μια πρακτική για να αποπειραθούν να αλλάξουν τον κόσμο, όχι απλώς τις ψυχές τους. Πρέπει να υπάρχει μια αρένα για μάχη που να μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους, να τους βοηθήσει να αυτο-εκπαιδευτούν και να αναπτύξουν μια αντιεξουσιαστική πολιτική – για να χρησιμοποιήσω τη λέξη στην

κλασική της σημασία – που να μπορεί πράγματι να αντιτάξει ένα νέο δημόσιο χώρο ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό.

Με λίγα λόγια, πρέπει να αποκαταστήσουμε όχι μόνο τη σοσιαλιστική, αλλά και την πολιτική διάσταση του αναρχισμού: τη δημοκρατία. Χωρίς τη δημοκρατική του διάσταση και χωρίς τον κοινοτικό δημόσιο χώρο, ο αναρχισμός μπορεί πράγματι να σημαίνει μια «συνάθροιση ατόμων, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο». Ακόμη κι ο αναρχοκομμουνισμός, αν και αποτελεί τον κατά πολύ προτιμότερο επιθετικό προσδιορισμό του ελευθεριακού ιδεώδους, παρ’ όλ’ αυτά διατηρεί ένα δομικό κενό που δε μας λέει τίποτα σχετικά με τους θεσμούς που είναι απαραίτητοι προκειμένου να διευκολυνθεί η κομμουνιστική διανομή των αγαθών. Διακηρύσσει έναν ευρύ στόχο, ένα desideratum – το οποίο έγινε δυστυχώς τρομερά θολό με τη συσχέτιση του «κομμουνισμού» με τον μπολσεβικισμό και το κράτος -, αλλά ο δημόσιος χώρος του και οι θεσμικές του δομές παραμένουν ασαφείς στην καλύτερη περίπτωση και δεκτικές ενός στίγματος ολοκληρωτισμού στη χειρότερη.

Θα ήθελα να προτείνω ότι η δημοκρατική και δυνάμει πρακτική διάσταση του ελευθεριακού σκοπού θα μπορούσε να βρει έκφραση στον όρο «Κομμουναλισμός» (Communalism), ο οποίος, σε αντίθεση με πολιτικούς όρους που κάποτε υποστήριζαν σαφώς μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, δεν έχει κηλιδωθεί ιστορικά. Ακόμα και ορισμοί του Κομμουναλισμού σε συμβατικά λεξικά συλλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό το όραμα για μια «Κομμούνα των κομμούνων», που έχει χαθεί από τις σύγχρονες άγγλο-αμερικανικές τάσεις, που εξυμνούν την αναρχία ως «χάος», ως μυστικιστική «ενότητα» με τη «φύση», ως αυτο-ολοκλήρωση, ως «έκσταση», μα πάνω από όλα ως προσωπική7.

Ο κομμουναλισμός ορίζεται ως «η θεωρία ή το σύστημα διακυβέρνησης [sic] στο οποίο ουσιαστικά αυτόνομες [sic] τοπικές κοινότητες σχηματίζουν μια χαλαρή ομοσπονδία»8. Κανένα λεξικό της αγγλικής γλώσσας δεν έχει βέβαια ιδιαίτερα επεξεργασμένες πολιτικές απόψεις. Εδώ, η χρήση των όρων «διακυβέρνηση» και «αυτόνομες» δε μας δεσμεύουν με αποδοχή του κράτους και του τοπικισμού, ούτε βέβαια του ατομικισμού. Επιπλέον, ο όρος ομοσπονδία (Federation) είναι συχνά συνώνυμος με τον όρο «συνομοσπονδία» (con-federation), που τον θεωρώ ως πιο συμβατό με την ελευθεριακή παράδοση. Αυτό που αξίζει να παρατηρηθεί σχετικά μ’ αυτόν τον (έως τώρα) ακηλίδωτο όρο είναι η εκπληκτική εγγύτητά του με τον ελευθεριακό κοινοτισμό (Libertarian Municipalism), την πολιτική διάσταση της κοινωνικής οικολογίας, που έχω αναπτύξει σε άλλα γραπτά μου.

Ο κομμουναλισμός αποτελεί για τους ελευθεριακούς ένα διαθέσιμο όρο τον οποίο μπορούν να εμπλουτίσουν τόσο εμπειρικά όσο και θεωρητικά. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αυτός μπορεί να εκφράσει όχι μόνο σε τι είμαστε ενάντιοι, αλλά και τι υποστηρίζουμε, δηλαδή τη δημοκρατική διάσταση της ελευθεριακής σκέψης και μιας ελευθεριακής κοινωνίας Λυτός ο όρος παρέχει τις δυνατότητες για μια πρακτική που μπορεί να γκρεμίσει τους τοίχους της απομόνωσης που φυλακίζουν με αυξανόμενο ρυθμό τον αναρχισμό στον πολιτισμικό εξωτισμό και την ψυχολογική ενδοσκόπηση. Βρίσκεται (ο κομμουναλισμός) σε σαφή αντίθεση με τον αποπνικτικό ατομικισμό, που συνυπάρχει άνετα με τον αστικό εγωκεντρισμό και μ’ έναν ηθικό σχετικισμό που καθιστά οποιαδήποτε κοινωνική πράξη άσχετη, στην πραγματικότητα, χωρίς κανένα νόημα σε θεσμικό επίπεδο.

Είναι σημαντικό να τονίσω ότι ο Ελευθεριακός Κοινοτισμός (Libertarian Municipalism) ή ο Κομμουναλισμός – όπως τον αποκάλεσα εδώ – είναι μια αναπτυσσόμενη οπτική, μια πολιτική που στοχεύει να κατορθώσει τελικά την «Κομμούνα των κομμούνων». Ως τέτοιος, προσπαθεί να προσφέρει μια αμεσοδημοκρατική, ομοσπονδιακή επιλογή ως εναλλακτική στο κράτος και σε μια συγκεντρωτική, γραφειοκρατική κοινωνία. Το να αμφισβητεί κανείς/καμιά, όπως έχουν κάνει πολλοί φιλελεύθεροι και οικοσοσιαλιστές, τον ελευθεριακό κοινοτισμό στη βάση τού ότι το μέγεθος των υπαρχουσών αστικών οντοτήτων εγείρει ένα αξεπέραστο λογιστικό πρόβλημα σε σχέση με το κατά πόσο μπορεί να είναι επιτυχημένος ως πρακτική τον μετατρέπει σε μια σκακιστική «στρατηγική» και τον παγιδεύει μέσα στις δεδομένες συνθήκες της κοινωνίας, υπολογίζοντας «οφειλές» και «πιστώσεις» για να αποφασίσει για τις δυνατότητές του για «επιτυχία», «αποτελεσματικότητα», «υψηλά επίπεδα συμμετοχής» κ.τ.λ. Ο ελευθεριακός κοινοτισμός δεν είναι μια μορφή λογιστικού υπολογισμού των κοινωνικών συνθηκών όπως αυτές είναι, αλλά αντίθετα μια μετασχηματιστική διαδικασία που έχει ως στέρεο σημείο εκκίνησης αυτό που μπορεί να αλλάξει στις παρούσες συνθήκες για να κατορθώσει αυτό που πρέπει να είναι σε μια ορθολογική κοινωνία.

Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι πάνω από όλα μια πολιτική, για να χρησιμοποιήσω τη λέξη με την αυθεντική ελληνική σημασία της, που εμπλέκεται στη διαδικασία αναδημιουργίας αυτού που τώρα αποκαλείται «σώμα ψηφοφόρων» ή «φορολογούμενοι» σ’ ενεργούς πολίτες και της αναδημιουργίας αυτών που τώρα είναι αστικά συνονθυλεύματα σε γνήσιες κοινότητες που να συνδέονται μεταξύ τους μέσω συνομοσπονδιών, οι οποίες θα αντιπαρατεθούν στο κράτος και θα αμφισβητήσουν τελικά την ύπαρξή του. Το να βλέπει κανείς/καμιά τον ελευθεριακό κοινοτισμό με άλλο τρόπο ισοδυναμεί με το να μετατρέπει αυτή την πολύπλευρη, εξελικτική ανάπτυξη σε μια καρικατούρα. Ούτε φυσικά είναι προορισμένος ο ελευθεριακός κοινοτισμός να αντικαταστήσει την αλληλοσυσχέτιση ως τέτοια – για τις οικογενειακές και οικονομικές απόψεις της ζωής -, χωρίς την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αδύνατη σε οποιαδήποτε κοινωνία9.

Είναι αντίθετα μια οπτική και μια εξελισσόμενη πρακτική για την αποκατάσταση και τη διεύρυνση σε μια άγνωστη μέχρι σήμερα κλίμακα του παρακμάζοντος στην εποχή μας δημόσιου χώρου, στον οποίο εισέβαλε το κράτος και σε πολλές περιπτώσεις ουσιαστικά τον εξαφάνισε10. Εάν δεχτούμε το μεγάλο μέγεθος των δημοτικών και κοινοτικών οντοτήτων και την παρακμή του δημόσιου χώρου ως μη επιδεχόμενα αλλαγής δεδομένα, δεν έχουμε άλλη ελπίδα από το να δουλέψουμε με το δεδομένο σε κάθε χώρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι αναρχικοί/ες θα μπορούσαν άνετα να ενωθούν με τους σοσιαλδημοκράτες (όπως αρκετοί έχουν ήδη κάνει για ωφελιμιστικούς σκοπούς) και να δράσουν στο πλαίσιο του κρατικού μηχανισμού, της αγοράς και των εμπορευματικών σχέσεων απλώς για να τα τροποποιήσουν. Πράγματι, με βάση αυτή τη «λογική του κοινού νου», θα μπορούσαμε να βρούμε πολύ πιο δυνατά επιχειρήματα για τη διατήρηση του κράτους, της αγοράς, της χρήσης του χρήματος και των πολυεθνικών από ό, τι για την απλή αποκέντρωση των αστικών συνονθυλευμάτων. Στην πραγματικότητα, πολλά αστικά συνονθυλεύματα υποχωρούν κάτω από το βάρος του μεγέθους τους και αναδομούνται μπροστά στα μάτια μας σε πόλεις-δορυφόρους, έστω και αν οι πληθυσμοί τους και οι φυσικές δικαιοδοσίες τους εξακολουθούν να ομαδοποιούνται κάτω από το όνομα μιας και μόνο μητρόπολης.

Κατά περίεργο τρόπο, αρκετοί αναρχικοί/ες του «τρόπου ζωής» (life-style anarchists), οι οποίοι, όπως οι οραματιστές της Νέας Εποχής, έχουν μια αξιοθαύμαστη ικανότητα να φαντάζονται τα πάντα να αλλάζουν, τείνουν να εγείρουν ισχυρές ενστάσεις, όταν ζητείται από αυτούς/ές να αλλάξουν στην πραγματικότητα όλα τα χαρακτηριστικά της υπάρχουσας κοινωνίας – εκτός από το να καλλιεργούν περισσότερη «αυτοέκφραση», από το να έχουν περισσότερες μυστικιστικές φαντασιώσεις και από το να μετατρέπουν τον αναρχισμό σε μια μορφή τέχνης, αποσυρόμενοι/ες σε μια κατάσταση κοινωνικής βουβαμάρας. Όταν κριτικές του ελευθεριακού κοινοτισμού οικτίρουν τον απαγορευτικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων που θα παρακολουθούσαν κοινοτικές ή δημοτικές συνελεύσεις ή θα λειτουργούσαν ως ενεργοί/ές συμμετέχοντες/ουσες σ’ αυτές – και αμφισβητούν το κατά πόσο τέτοιες συνελεύσεις μπορούν να είναι «πρακτικές» σε μεγάλες πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, η Πόλη του Μεξικού και το Τόκιο, μπορώ να απαντήσω ότι μια κομμουναλιστική προσέγγιση θέτει το ζήτημα εάν πράγματι μπορούμε να αλλάξουμε την υπάρχουσα κοινωνία και να κατορθώσουμε την «Κομμούνα των κομμούνων».

Εάν μια τέτοια κομμουναλιστική προσέγγιση φαίνεται τρομερά επώδυνη, δεν μπορώ παρά να υποπτευθώ ότι για τους/τις αναρχικούς/ές του «τρόπου ζωής» η μάχη είναι ήδη χαμένη. Από την πλευρά μου, εάν η αναρχία έφτανε στο σημείο να μη σημαίνει τίποτα περισσότερο από μια αισθητική «αυτοκαλλιέργειας», μια ερεθιστική ταραχώδη διαδήλωση, από κάποια γκράφιτι ή από ηρωικές προσωπικές ενέργειες που ωθούνται από ένα αυτοϊκανοποιούμενο «φαντασιακό», ελάχιστα κοινά σημεία θα είχα μ’ αυτήν. Η ατομικιστική εκκεντρικότητα έγινε πολύ της μόδας, όταν η αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 μετατράπηκε στην κουλτούρα της Νέας Εποχής στη δεκαετία του ’70 – και έγινε μοντέλο για τους αστούς σχεδιαστές μόδας και τις μπουτίκ τους.

Κομμουναλιστική πολιτική

Ο αναρχισμός, σήμερα, οπισθοχωρεί. Εάν δεν κατορθώσουμε να επεξεργαστούμε τη δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού, θα χάσουμε την ευκαιρία όχι μόνο να σχηματίσουμε ένα βιώσιμο κίνημα, αλλά και να προετοιμάσουμε τους ανθρώπους για μια επαναστατική κοινωνική πράξη στο μέλλον. Αλίμονο, γινόμαστε μάρτυρες της τρομακτικής αφυδάτωσης μιας σπουδαίας παράδοσης με τους νεο-καταστασιακούς, τους μηδενιστές, τους πρωτογονιστές, τους ανορθολογιστές, τους εχθρούς του πολιτισμού και τους ομολογούμενους «χαοτικούς», που απομονώνονται στο εγώ τους, υποβιβάζοντας οτιδήποτε έχει να κάνει με δημόσια πολιτική δραστηριότητα σε νεανικές φαιδρότητες.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν αρνείται τη σπουδαιότητα μιας ελευθεριακής κουλτούρας, αισθητικής, παιγνιώδους και σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένης από τη φαντασία. Οι αναρχικοί του προηγούμενου αιώνα και μέρους του δικού μας ήταν δικαιολογημένα περήφανοι για το γεγονός ότι πολλοί εμπνευσμένοι καλλιτέχνες, ειδικά ζωγράφοι και λογοτέχνες, στρατεύθηκαν στις αναρχικές ιδέες της πραγματικότητας και της ηθικότητας. Αλλά, η συμπεριφορά που ρέπει προς τη μυστικοποίηση της εγκληματικότητας, της αντι-κοινωνικότητας, της διανοητικής ασυνέπειας, του αντιδιανοουμενισμού και της αταξίας ως αυτοσκοπών είναι απλώς λούμπεν. Τρέφεται από τα κατακάθια του ίδιου του καπιταλισμού.

Ανεξάρτητα από το πόσο μια τέτοια συμπεριφορά επικαλείται τα «δικαιώματα» του εγώ, καθώς καταλύει το πολιτικό μετατρέποντάς το σε προσωπικό ή καθώς διογκώνει το προσωπικό θεωρώντας το μια μεταφυσική κατηγορία, αποτελεί μια a priori αρχή με την έννοια ότι δεν έχει ούτε τις δυνατότητες να στηριχθεί σε κάτι άλλο εκτός από το πνεύμα. Όπως ο Bakunin και ο Kropotkin τόνισαν επανειλημμένα, η ατομικότητα δεν υπήρξε ποτέ χωριστά από την κοινωνία και η εξέλιξη του ατόμου συμβαδίζει με την εξέλιξη της κοινωνίας. Το να μιλάει κανείς για «Το Άτομο» ως διαχωρισμένο από τις κοινωνικές του ρίζες και τις κοινωνικές του περιπλοκές είναι τόσο κενό νοήματος όσο το να μιλάει κανείς για μια κοινωνία χωρίς ανθρώπους και θεσμούς. |

Απλώς και μόνο για να υπάρχουν, οι θεσμοί πρέπει να έχουν μορφή, όπως τόνισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια στο δοκίμιο μου «Οι Μορφές της Ελευθερίας» (The Forms of Freedom), ώστε η ίδια η ελευθερία – τόσο η ατομική όσο και η κοινωνική – να μη χάσει τη δυνατότητα να ορισθεί. Οι θεσμοί πρέπει να καθίστανται λειτουργικοί, όχι αφηρημένοι σε καντιανές κατηγορίες, που πλέουν σ’ έναν αραιωμένο ακαδημαϊκό αέρα. Πρέπει να έχουν την απτότητα της δομής, ανεξάρτητα από το πόσο δυσάρεστος μπορεί να είναι ο όρος δομή για τους ατομικιστές ελευθεριακούς: συγκεκριμένα, πρέπει (οι θεσμοί) να παρέχουν τα μέσα, τις πολιτικές και την έμπρακτη πείρα ώστε να είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων. Εκτός εάν υπάρχει τέτοια ψυχολογική ομογένεια και τα συμφέροντα της κοινωνίας είναι ενοποιημένα όσον αφορά στο χαρακτήρα τους, ώστε η διαφωνία να είναι κενή νοήματος, τότε πρέπει να υπάρχει χώρος για αντικρουόμενες προτάσεις, συζήτηση, ορθολογική επιχειρηματολογία και πλειοψηφικές αποφάσεις — με λίγα λόγια, δημοκρατία.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, μια τέτοια δημοκρατία, εάν είναι ελευθεριακή, θα είναι κομμουναλιστική και θεσμισμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο, άμεση και από τη βάση, μια δημοκρατία που προωθεί τις ιδέες μας πέρα από την αρνητική στη θετική ελευθερία. Μια κομμουναλιστική δημοκρατία θα μας υποχρέωνε να δημιουργήσουμε ένα δημόσιο χώρο – και μια πολιτική, με την αθηναϊκή σημασία του όρου – που θα αναπτύσσεται σε ένταση και τελικά σε αποφασιστική αντιπαράθεση με το κράτος. Συνομοσπονδιακή, αντιιεραρχική και κολεκτιβιστική, βασισμένη στην κοινοτική διαχείριση των μέσων επιβίωσης, παρά στον έλεγχο τους από κατεστημένα συμφέροντα (όπως συμβαίνει με τον εργατικό έλεγχο, τον ιδιωτικό έλεγχο και, πιο επικίνδυνα, με τον κρατικό έλεγχο), μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ως η εξελικτική πραγματοποίηση του ελευθεριακού ιδεώδους ως καθημερινής πράξης 11.

Το γεγονός ότι μια κομμουναλιστική πολιτική συνεπάγεται συμμετοχή σε κοινοτικές και δημοτικές εκλογές – βασισμένη βέβαια σ’ ένα ανυποχώρητο πρόγραμμα, που απαιτεί σχηματισμό λαϊκών συνελεύσεων και συνομοσπονδιοποίησή τους – δεν σημαίνει ότι η είσοδος στα υπάρχοντα κοινοτικά ή δημοτικά συμβούλια συνεπάγεται συμμετοχή σε κρατικά όργανα, όπως η δημιουργία ενός αναρχικού συνδικάτου σ’ ένα ιδιωτικό εργοστάσιο δεν συνεπάγεται συμμετοχή σε καπιταλιστικές μορφές παραγωγής. Για να το διαπιστώσει κανείς αυτό, χρειάζεται μόνο να ανατρέξει στη Γαλλική Επανάσταση στα 1789-94 για να δει πως φαινομενικά κρατικοί θεσμοί, σαν τα δημοτικά «διαμερίσματα» (districts), που θεμελιώθηκαν υπό καθεστώς μοναρχίας το 1789 για να διενεργήσουν εκλογές για τις Γενικές Τάξεις, μετατράπηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα σε ευρέως επαναστατικά σώματα ή «τομείς» (sections) που έκαναν σχεδόν πραγματικότητα την «Κομμούνα των κομμούνων». Το κίνημά τους για μια δημοκρατία με βάση τους τομείς (sections) ηττήθηκε κατά τη διάρκεια της σύρραξης στις 2 Ιουνίου 1793 – όχι από τη μοναρχία, αλλά από την προδοσία των γιακωβίνων.

Ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να μας παραχωρήσει με γενναιοδωρία τους λαϊκούς, δημοκρατικούς θεσμούς που χρειαζόμαστε. Ο έλεγχος που ασκεί στην κοινωνία σήμερα βρίσκεται παντού, όχι μόνο σ’ αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει από το δημόσιο χώρο, αλλά και στα μυαλά πολλών ατομικιστών, αυτοαποκαλούμενων ριζοσπαστών του τρόπου ζωής (self-styled radicals). Ένας επαναστατικός λαός είτε πρέπει να διεκδικήσει τον έλεγχο δεσμών στους οποίους βασίζεται η δημόσια ζωή του – ο Bakounin σωστά θεώρησε ως τέτοιους τα κοινοτικά και τα δημοτικά συμβούλια — ή διαφορετικά δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποσυρθεί ο/η καθένας/καθεμία στην ιδιωτική του/της ζωή, όπως ήδη συμβαίνει με επιδημικό τρόπο σήμερα12. Θα ήταν πράγματι ειρωνεία, εάν ο ατομικιστικός αναρχισμός και οι ποικίλες παραλλαγές του, από τον ακαδημαϊκό και το μεταφυσικά ηθικό ως τον χαοτικό και τον λούμπεν, αρνούμενος τη δημοκρατία ακόμα και για χάρη της «μειοψηφίας του ενός» επρόκειτο να κάνει ψηλότερους τους τοίχους του δόγματος που αναπτύσσονται σταθερά γύρω από το ελευθεριακό ιδεώδες κι εάν, συνειδητά ή όχι, ο αναρχισμός επρόκειτο να μετατραπεί σε άλλη μια ναρκισσιστική λατρεία, που ταιριάζει άνετα σε μια αλλοτριωμένη, εμπορευματοποιημένη, ενδοσκοπική και εγωκεντρική κοινωνία.

Σημειώσεις

*Ο Murray Bookchin ήταν καθηγητής της Κοινωνικής Οικολογίας στο Βερμόντ (ΗΠΑ). Έγραψε και δίδασκε θέματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων από το 1952. Είναι συγγραφέας 14 βιβλίων κυρίως πάνω σε θέματα κοινωνικής οικολογίας, οίκο-φιλοσοφίας και οικο-αναρχισμού.

Γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1921 απεβίωσε 30 Ιουλίου 2006 στο σπίτι του, στην πόλη Burlington της αμερικάνικης πολιτείας Vermont.

Στο παρακάτω κείμενο παρουσιάζεται με συντομία η ζωή και το έργο του Μάρεϊ Μπούκτσιν, όπως επίσης και οι σημαντικότερες προσπάθειες για τη διάδοση της θεωρίας του (κοινωνική οικολογία), δηλαδή του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Οικολογία και του προγράμματος για τον Κομμουναλισμό.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Μπούκτσιν γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1921 από γονείς Ρώσους-εβραίους μετανάστες. Η γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, φρόντισε από πολύ νωρίς να εμποτίσει τον μικρό Μάρεϊ με τις ελευθεριακές ιδέες, αφού η ίδια συμμετείχε παλιότερα σε ένα κίνημα που εκδηλώθηκε στην τσαρική Ρωσία. Ο Μπούκτσιν κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929-32, και ενώ ήταν μόλις 9 ετών, οργανώθηκε στην κομμουνιστική νεολαία, αλλά το 1939 μετά το σύμφωνο Μολότωφ- Ρίμπεντροπ (1939) μεταξύ Σοβιετικών και Ναζί διεγράφη λόγω αναρχοτροτσκιστικών αποκλίσεων. Εντωμεταξύ, είχε δηλώσει εθελοντής για το μέτωπο του ισπανικού εμφυλίου, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αργότερα, πέρασε στον τροτσκισμό από τον οποίο γρήγορα απογοητεύτηκε. Υπήρξε εργάτης σε χυτήριο του Νιου Τζέρσεϋ, ενώ ως εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας της Τζένεραλ Μότορς, υιοθέτησε την αντιεξουσιαστική σκέψη. Δημοσίευσε δεκάδες βιβλία, δίδαξε στα «ελεύθερα πανεπιστήμια» της Νέας Υόρκης, στο Στάτεν Άιλαντ (City College University System) και έγινε τακτικός καθηγητής στο Νιου Τζέρσεϋ (Ramapo College). Επίσης, υπήρξε συνιδρυτής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικολογίας (Institute for Social Ecology) στο Βερμόντ το οποίο διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Μπούκτσιν, έπασχε χρόνια από σκλήρυνση κατά πλάκας, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα κίνησης που συνεχώς επιδεινώνονταν. Τα τελευταία χρόνια μετακινούνταν με αναπηρικό καρότσι και ακολουθούσε βαριά φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, η ασθένειά του δεν τον εμπόδιζε να δουλεύει ακατάπαυστα μέχρι το τέλος της ζωής του για την ολοκλήρωση του τετράτομου έργου του Η Τρίτη Επανάσταση (The Third Revolution). Τους τελευταίους εφτά μήνες της ζωής του είχε προβλήματα με την καρδιά του.

Η φιλοσοφία και η πολιτική σκέψη του Μπούκτσιν

Είναι δύσκολο να εξετάσει κανείς την πολιτική φιλοσοφία του Μπούκτσιν αξεδιάλυτα από τις γενικότερες φιλοσοφικές παραδοχές που κάνει. Γι’ αυτό πρέπει, πριν αναφερθούμε στο πολιτικό σκέλος της θεωρίας του, να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο φιλοσοφικό πλαίσιο που αποδέχεται. Στο φιλοσοφικό πεδίο ο Μπούκτσιν εισηγήθηκε τον «διαλεκτικό νατουραλισμό». Η Janet Biehl, προσπαθώντας να περιγράψει τον διαλεκτικό νατουραλισμό έδωσε τον παρακάτω ορισμό:

«Ο διαλεκτικός νατουραλισμός είναι μια προσπάθεια να αντιληφθούμε τη φύση ως ένα αναπτυξιακό φαινόμενο, τόσο στο βασίλειο του οργανικού όσο και του κοινωνικού πεδίου. Όλα τα οργανικά φαινόμενα αλλάζουν, και ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι υφίστανται ανάπτυξη και διαφοροποίηση. Σχηματίζονται και ανασχηματίζονται, ενώ δραστικά διατηρούν την ταυτότητά τους μέχρις ότου να εκπληρώσουν τις δυνατότητές τους, εκτός και αν συμβεί κάποιο ατύχημα. Αλλά όσο βλέπουμε τον κόσμο μέσα από μια σύντομη επισκόπηση της εξέλιξής του, βρίσκεται επίσης σε ανάπτυξη, ο διαλεκτικός νατουραλισμός προσεγγίζει τον κόσμο ως μια ολότητα, μέσα από μια αναπτυξιακή προσέγγιση.»

Τη βάση αυτής της θεωρίας αποτελεί η διαλεκτική αντίληψη για την πραγματικότητα. Ο Μπούκτσιν στηριζόμενος στην αναπτυξιακή φύση της πραγματικότητας δίνει μεγάλη βαρύτητα στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Έτσι, διαχωρίζει την πρώτη φύση από τη δεύτερη φύση με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η πρώτη φύση είναι η βιολογική φύση, οι μορφές ζωής στο σύνολό τους και η ανόργανη φύση. Στο πλαίσιο της διαλεκτικής του αντίληψης όμως βλέπει την πρώτη φύση όχι απλά ως το σύνολο των μορφών ζωής και των ανόργανων μερών, αλλά ως τη σωρευτική ανάπτυξη των παραπάνω. Η δεύτερη φύση δεν είναι τίποτε άλλο, από την πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική φύση (χοντρικά η κοινωνία) που έχει απορροφήσει την πρώτη φύση. Η δεύτερη φύση όμως δεν αποτελεί την εξέλιξη της πρώτης φύσης, αφού η εξουσιαστική δομή της κοινωνίας δεν ικανοποιεί τον Μπούκτσιν ως ένα απόλυτο στάδιο εξέλιξης. Για τον λόγο αυτό μας παροτρύνει να υπερβούμε τη δεύτερη φύση και να οργανώσουμε ένα σύστημα κοινωνικής και οργανικής συμφιλίωσης, το οποίο θα είναι η τρίτη φύση που ονομάζει «ελεύθερη φύση». Η ελεύθερη φύση αποτελεί ουσιαστικά την ενοποίηση- με οικολογικό τρόπο- της πρώτης και της δεύτερης φύσης.

Ο Μπούκτσιν ονόμασε τη θεωρία του στο σύνολό της «κοινωνική οικολογία». Η επιλογή του όρου αυτού έγινε στη λογική του ότι στην οικολογική σκέψη το σημαντικότερο στοιχείο πρέπει να είναι το κοινωνικό. Σε πολλά κείμενά του υποστήριξε τη θέση ότι «Η τάση του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στη φύση, είναι επακόλουθο της τάσης του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο». Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Μπούκτσιν πίστευε ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο προηγήθηκε της εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο. Η θέση αυτή είναι θεμελιώδης για την πολιτική που προασπιζόταν ο Μπούκτσιν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, καθώς αναδεικνύει την ευθύνη της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας για τα οικολογικά προβλήματα. Η αστική κοινωνία κατάφερε να στρέψει πρώτα τον άνθρωπο εναντίον του συνανθρώπου του και έπειτα εναντίον της φύσης. Στην ουσία πρόκειται για τη μεταφορά του ανταγωνισμού σε ένα άλλο επίπεδο. Αν αντιληφθούμε λοιπόν αυτή τη σχέση κοινωνίας- φύσης, τότε θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Αν θέλει ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει την οικολογική κρίση πρέπει πρώτα να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα.

Αφού λοιπόν κατά τον Μπούκτσιν τα οικολογικά προβλήματα είναι κοινωνικά προβλήματα, πρέπει να φροντίσουμε για την επίλυσή τους μέσω της πολιτικής αλλαγής. Ο Μπούκτσιν, σε πολιτικό επίπεδο, υποστηρίζει τον ελευθεριακό κοινοτισμό (libertarian municipalism). Παραθέτουμε ορισμό του ελευθεριακού κοινοτισμού έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο Μπούκτσιν: «Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι μια ολιστική προσέγγιση σε μια οικολογικά προσανατολισμένη οικονομία. Οι πολιτικές και οι συγκεκριμένες αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη γεωργία και τη βιομηχανική παραγωγή θα πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες σε άμεσες, πρόσωπο με πρόσωπο συνελεύσεις- με την ιδιότητά τους ως πολιτών, όχι ως εργατών, αγροτών ή επαγγελματιών, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα εναλλάσσονταν και οι ίδιοι στις παραγωγικές δραστηριότητές τους. (…) Αντί να εθνικοποιηθεί και να κολλεκτιβοποιηθεί η γη, τα εργοστάσια, τα εργαστήρια και τα κέντρα διανομής, μια οικολογική κοινότητα θα κοινοτικοποιήσει την οικονομία της και θα ενωθεί με άλλες κοινότητες ενσωματώνοντας τους πόρους της σε ένα περιφερειακό συνομοσπονδιακό σύστημα. Η γη, τα εργοστάσια και τα εργαστήρια θα ελέγχονται από λαϊκές συνελεύσεις ελεύθερων κοινοτήτων, όχι από το κράτος- έθνος ή από τους εργάτες- παραγωγούς, που ενδέχεται κάλλιστα να αναπτύξουν ένα ιδιοκτησιακό συμφέρον μέσα σ’ αυτά.»

Με λίγα λόγια, ο Μπούκτσιν υποστήριζε μια αμεσοδημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, η οποία όμως θα αποτελείται από μικρές κοινότητες. Ο ίδιος αντλούσε τις πολιτικές θεωρητικές του παραδοχές από την αντιεξουσιαστική- αναρχική παράδοση. Το 1999 όμως, στην ηλικία των 79 ετών αποφάσισε να μη χρησιμοποιεί πλέον τον όρο «αναρχισμός» για τη θεωρία του, και υιοθέτησε τον «κομμουναλισμό» (communalism), δίχως όμως να φαίνεται μια τόσο σαφής ιδεολογική στροφή στη θεωρία του.

Το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας

Το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Οικολογία (Institute for Social Ecology) ιδρύθηκε το 1974. Σκοπός του Ινστιτούτου είναι η διάδοση των αρχών της κοινωνικής οικολογίας έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τον Μπούκτσιν. Οι ιδρυτές του Ινστιτούτου ήταν ο ίδιος και ο ανθρωπολόγος Νταν Τσόντορκοφ (Daniel Chondorkoff).

Τα προηγούμενα χρόνια το Ινστιτούτο προσέφερε τη δυνατότητα για απόκτηση προπτυχιακού και μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην κοινωνική οικολογία. Αυτό γινόταν μέσω της συνεργασίας του με το κολέγιο του Μπέρλιγκτον. Επίσης το Ινστιτούτο προσέφερε δυνατότητα για παρακολούθηση μαθημάτων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (summer programs). Συγκεκριμένα περιλαμβάνονταν προγράμματα για οικολογικές κατασκευές και καλλιέργειες, θεωρία τεχνών και φυσικά ένα πρόγραμμα εισαγωγής στην φιλοσοφία του Bookchin. Στο παρελθόν έχουν διδάξει στο Ινστιτούτο ο Παύλος Σταυρόπουλος, η Janet Biehl, ο Brian Tokar, ο Matt Hern, η Cindy Milstein, η Chaia Heller, ο Peter Staudenmaier και πολλοί άλλοι.

Η φιλοσοφία του Ινστιτούτου στηρίζονταν στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. Κάθε βδομάδα γίνονταν γενική συνέλευση στην οποία συμμετείχαν με ίση ψήφο οι φοιτητές και οι φοιτήτριες των προγραμμάτων, οι καθηγητές/τριες, ο κηπουρός, οι μάγειρες και οι γραμματείς του Ινστιτούτου. Επίσης, οι φοιτητές/τριες ήταν υποχρεωμένοι να αφιερώνουν εβδομαδιαίως συγκεκριμένο αριθμό ωρών εργασίας σε καθαριότητες, καλλιέργειες και κατασκευές στο χώρο του Ινστιτούτου (αυτό ίσχυε και για τους/τις φοιτητές/τριες που συμμετείχαν στα θεωρητικά προγράμματα).

Επίσης, στα μαθήματα κυριαρχούσαν οι αρχές της ελευθεριακής εκπαίδευσης. Εξετάσεις δεν υπήρχαν, η προσέλευση δεν ήταν υποχρεωτική ούτε και παράδοση εργασιών. Η αίθουσα των μαθημάτων δεν είχαν θρανία, παρά μόνο καρέκλες, και στο πάτωμα ένα χοντρό χαλί για να μπορούν να βολεύονται οι ακροατές κατά το δοκούν. Όταν ο καιρός το επέτρεπε το μάθημα γινόταν έξω στο γρασίδι, κάτω από τη σκιά των δέντρων. Τα τελευταία χρόνια δε, το Ινστιτούτο στεγάζονταν σε μία καταπράσινη πλαγιά που περιτριγυρίζονταν από λίμνες στις οποίες μπορούσε κανείς να κολυμπήσει και με λίγη τύχη να συναντήσει κάποιο ελάφι. Οι περισσότεροι/ες εκ των φοιτητών/τριων φιλοξενούνταν σε καλύβες, μέσα στο δάσος, τις οποίες είχαν κατασκευάσει παλιοί/ές φοιτητές/τριες του Ινστιτούτου.

Από πέρυσι, αν και τυπικά η λειτουργία του δεν έχει τερματιστεί, το Ινστιτούτο υπολειτουργεί. Για την ακρίβεια η φάρμα που στεγαζόταν το Ινστιτούτο πουλήθηκε και η βιβλιοθήκη του (6.000 τόμοι) μεταφέρθηκε στο κολέγιο του Μπέρλιγκτον. Παρ’ όλα αυτά το Ινστιτούτο ανακοίνωσε ότι θα συνεχίζει να συνεργάζεται με το παραπάνω κολέγιο, όπως και με αυτό του Πρίσκοτ (Prescott) δίνοντας τη δυνατότητα για σπουδές. Το καλοκαίρι του 2006 το Ινστιτούτο έστειλε ανακοίνωση στους φίλους του η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής:

«Αυτό είναι το τέλος μιας εποχής για μας, και μια νέα αρχή για το Ινστιτούτο. Μετά από 31 χρόνια κατά τα οποία υλοποιούνταν προγράμματα στο χώρο του Ινστιτούτου, τόσο για πτυχιούχους, όσο και για μεταπτυχιακούς φοιτητές, τα ενεργά του μέλη έχουμε επαναεπιβεβαιώσει τις βασικές αρχές της κοινωνικής οικολογίας και έχουμε αρχίσει να διαμορφώνουμε τα σχέδιά μας για το μέλλον. Θα συνεχίσουμε την εκπαιδευτική μας αποστολή με στόχο την οικολογική κοινωνία. Επίσης θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε συναρπαστικούς νέους τρόπους για να φέρουμε την κοινωνική οικολογία στις τρέχουσες δημόσιες διαμάχες. Το Ινστιτούτο παραμένει πιστό στην κεντρική σημασία ενός αντιεξουσιαστικού, οικολογικού και ουτοπικού οράματος για τον καιρό μας. Επιζητούμε να υλοποιήσουμε την άμεση δημοκρατία στις κοινότητές μας και να θεμελιώσουμε την πρακτική μας εργασία σε ένα συνεκτικό σώμα από πολιτικές, οικολογικές και ηθικές αρχές.»

Το Πρόγραμμα για τον Κομμουναλισμό

Το 1998 ιδρύθηκε η ομάδα Demokratisk Alternativ (Εναλλακτική Δημοκρατία) από ελευθεριακούς σοσιαλιστές και κοινωνικούς οικολόγους της Βόρειας Ευρώπης. Σε διακήρυξη που εξέδωσε η ομάδα το 1998 και το 2000 υποστήριξε ότι ασπάζεται το πρόταγμα του κομμουναλισμού, ειδικά έτσι όπως διαμορφώθηκε από τον Μπούκτσιν. Η διακήρυξη αυτή κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση, στα νορβηγικά και τα αγγλικά.

Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό με το όνομα Κομμουναλισμός (Communalism).[20] Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού υπήρξε και ο ίδιος ο Μπούκτσιν. Στο περιοδικό αυτό μπορεί να βρει κανείς άρθρα για τον κομμουναλισμό στα αγγλικά και μεταφράσεις στα νορβηγικά, σουηδικά, ισπανικά, τουρκικά και λίαν συντόμως στα ελληνικά.

Το καλοκαίρι του 2006 το σκανδιναβικό Κέντρο για την Κοινωνική Οικολογία (Center for Social Ecology) οργάνωσε συνάντηση κομμουναλιστών σε φάρμα στο Τέλεμαρκ (Telemark) της Νορβηγίας που είχε διάρκεια 9 ημερών (28 Ιουλίου με 6 Αυγούστου). Οι συμμετέχοντες προέρχονταν από τη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Φιλανδία, την Αγγλία, τη Χιλή και την Τουρκία.

Η συνάντηση είχε τον τίτλο Κοινωνική Οικολογία και Κομμουναλισμός και υπήρχαν τρεις άξονες για συζήτηση: κοινοτιστικές πολιτικές, οικολογικός σχεδιασμός και θεωρία της κοινωνικής οικολογίας. Η είδηση του θανάτου του Μπούκτσιν (που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνάντησης) έδωσε την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να μιλήσουν περισσότερο για τον ίδιο και το έργο του. Οι διοργανωτές ανακοίνωσαν ότι η συνάντηση αυτή θα επαναληφθεί και τον επόμενο χρόνο (το καλοκαίρι του 2007).

Η σημασία του έργου του

Αν και θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την αποτίμηση του έργου του Μπούκτσιν θα μπούμε στον πειρασμό να κάνουμε μερικά σύντομα σχόλια. Ο Μπούκτσιν ανανέωσε την αναμφίβολα φτωχή σκέψη της αντιεξουσιαστικής θεωρίας. Κατάφερε να μπολιάσει την πολιτική που πρέσβευε με την οικολογική σκέψη με ποιο αποτελεσματικό τρόπο από αυτόν των μαρξιστών, προσφέροντας ζωή στον αναρχισμό που αργοπέθαινε λόγω της έλλειψης προοπτικών εξέλιξης. Αν και δεν έφερε κάποια κοινωνική αλλαγή, έστησε τα θεμέλια για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης του ελευθεριακού προτάγματος, δίνοντας ελπίδες για πραγματικές αλλαγές. Έτσι, ο αναρχισμός που δεν έτυχε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα επαρκούς θεωρητικής επεξεργασίας, μετά τον Μπούκτσιν, έγινε όχι μόνο γοητευτικός σε ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και επίκαιρος. Αν οι αντιεξουσιαστές/ αναρχικοί φρόντιζαν να χρησιμοποιούν περισσότερο τα γραπτά του Μπούκτσιν από αυτά των κλασικών αναρχικών, σαν του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, ή από νεόκοπους, σαν του Ζέρζαν (John Zerzan), τότε πιθανότατα θα έκαναν ευρύτερα γνωστή και αποδεκτή τη θεωρία τους. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα θεώρησαν ότι είναι πιο χρήσιμο να προβάλλουν δημοφιλείς προσωπικότητες (Τσόμσκι) αντί για δημοφιλείς θεωρίες (κοινωνική οικολογία).

Είναι αναμφίβολο ότι η κοινωνική οικολογία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μιας πολιτικής-οικολογικής ηθικής. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει έρθουν κοντύτερα ακόμα και εκείνες οι τάσεις για τις οποίες ο Μπούκτσιν υποστήριζε ότι τις χωρίζει ένα αγεφύρωτο χάσμα.

**Πρώτη δημοσίευση στην Ελλάδα, περιοδικό ¨Δημοκρατία και Φύση¨ τεύχος 1, Μάρτιος 1996.

1.       L. Susan Brown, The Politics of Individualism, Montreal, Black Rose Books, 1993, σελ. 12. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια των ελευθεριακών απόψεων της Brown. Θεωρεί τον εαυτό της αναρχοκομμουνίστρια, πράγμα που κάνω κι εγώ. Δεν κάνει όμως καμία προσπάθεια να εναρμονίσει τις ατομικιστικές της απόψεις με οποιαδήποτε μορφή κομμουνισμού. Τόσο ο Μπακούνιν όσο κι ο Κροπότκιν θα είχαν σοβαρές αντιρρήσεις για τη διατύπωσή της σχετικά με το τι συνιστά μια «ομάδα», ενώ η Μάργκαρετ Θάτσερ, καθαρά για δικούς της λόγους, θα μπορούσε να είναι ικανοποιημένη με αυτήν, μιας και είναι παραπλήσια με διαβόητη δήλωση της βρετανίδας πρωθυπουργού, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα. Φυσικά, ούτε η Brown είναι θατσερική, ούτε η Θάτσερ αναρχική. Ανεξάρτητα όμως από το πόσο διαφορετικές μπορεί να είναι με άλλα θέματα, έχουν και οι δύο θεωρητικές καταβολές από τον κλασικό φιλελευθερισμό, που κάνουν δυνατή την κοινή τους κατάφαση περί της «αυτονομίας» του ατόμου. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι τόσο οι ιδέες του Μπακούνιν και του Κροπότκιν όσο και οι δικές μου δεν αναλύονται σε βάθος στο βιβλίο της (σελ. 156-162) και ότι οι αναφορές της σ’ αυτές χαρακτηρίζονται από σοβαρές ανακρίβειες.

2       Οι φιλελεύθεροι δεν ήταν πάντα σύμφωνοι μεταξύ τους ούτε έμειναν σταθεροί σε σαφώς συνεπή δόγματα. Ο Mill, ένας ελεύθερος στοχαστής, ανθρωπιστής και ωφελιμιστής, εκδήλωσε στην πραγματικότητα ένα μέτρο συμπάθειας για το σοσιαλισμό. Δεν ξεχωρίζω εδώ κανένα συγκεκριμένο φιλελεύθερο θεωρητικό, είτε αυτός είναι ο Mill είτε ο Άνταμ Σμίθ είτε ο Friedrich Hayek. Ο/Η καθένας/καθεμία είχε την ατομική του/της εκκεντρικότητα ή τον προσωπικό του/της τρόπο σκέψης. Αναφέρομαι στο σύνολο του παραδοσιακού φιλελευθερισμού, του οποίου τα γενικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν μια πίστη στους «νόμους» της αγοράς και του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Ο Μαρξ με κανέναν τρόπο δεν έμεινε ανεπηρέαστος από αυτή την επίδραση: κι αυτός προσπάθησε αδυσώπητα να ανακαλύψει κοινωνικούς «νόμους», όπως ο Charles Fourier.

3  Bλ. Kropotikin, «Anarchism», το περίφημο άρθρο στην Encyclopaedia Britannica, που έγινε μια από τις πιο πολυδιαβασμένες του δουλειές. Εκδόμενο στο R.N. Baldwin, Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings, by Peter Kropotkin, New York, Vanguard Press, 1927 – Επανέκδοση Dover, 1970.

4 Ποτέ δε θεώρησα την κλασική αθηναϊκή δημοκρατία ως «μονέλο» ή ως «ιδανικό» που θα έπρεπε να διατηρηθεί σε μια ορθολογική κοινωνία. Έχω εκτενώς αναφερθεί στην Αθήνα με θαυμασμό, για ένα λόγο: η πόλις στα χρόνια του Περικλή μας παρείχε μια εντυπωσιακή απόδειξη ότι συγκεκριμένοι θεσμοί όπως διαμόρφωση πολιτικής από μια συνέλευση, κυκλικότητα και περιορισμός των δημόσιων αξιωμάτων και άμυνα από μη επαγγελματικοποιημένο σώμα πολιτών μπορούν να υπάρξουν. Ο κόσμος της Μεσογείου στον 5ο αιώνα π.Χ. βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη μοναρχική εξουσία και σε καταπιεστικά έθιμα. Το ότι όλες οι κοινωνίες της Μεσογείου χαρακτηρίζονταν από πατριαρχία, δουλεία και το κράτος (συνήθως σε ολοκληρωτική μορφή) κάνει την αθηναϊκή εμπειρία περισσότερο αξιοθαύμαστη γι’ αυτό που μοναδικά εισήγαγε στην κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένου και ενός άγνωστου μέχρι τότε βαθμού ελεύθερης έκφρασης. Θα ήταν αφελές να υποθέσει κανείς/μια ότι η Αθήνα μπορούσε να υπερβεί τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονής της αρχαίας εποχής, τα οποία εμείς τώρα, ύστερα από 2.400 χρόνια, έχουμε το προνόμιο να κρίνουμε ως άσχημα και απάνθρωπα. Δυστυχώς, σήμερα, αρκετοί/ες είναι πρόθυμοι/ες να κρίνουν το παρελθόν σύμφωνα με το παρόν.

5 Peter Marshall, Demanding the Impossible: A History of Anarchism, London, Harper Collins, 1992, σελ.22.

6 Barbara Epstein, Political Protest and Cultural Revolution: New Violent Direct Action in the 1970’s and 1980’s, Berkeley, University of California Press, 1991, ειδικά τις σελ. 59, 78, 89, 94-95, 167-168, 177. Αν και διαφωνώ με μερικά από τα στοιχεία και τα συμπεράσματα στο βιβλίο της – με βάση τόσο την προσωπική μου εμπειρία όσο και τη γενικότερη γνώση σχετικά με τη Clamshell Alliance – , η Epsteine παρουσιάζει παραστατικά την αποτυχία της ομοφωνίας σ’ αυτό το κίνημα.

7 Η συσχέτιση του «χάους», του «νομαδισμού» και της «πολιτιστικής τρομοκρατίας» με την «οντολογική αναρχία» (σαν να μην είχε μετατρέψει η αστική τάξη τέτοιες φαιδρότητες σε μια «βιομηχανία έκστασης» στις Η.Π.Α.) αναλύεται εξολοκ΄ληρου στο βιβλίο του Hakim Bay (επίσης γνωστού ως Peter Lamborn Wilson) T.A.Z.: The Temporary Autonomous Zone, New York, Automedia, 1985. Η γιάπικη έκδοση Whole Earth Review υμνεί αυτό το φυλλάδιο ως το πιο πολυδιαβασμένο και με τη μεγαλύτερη επιρροή «μανιφέστο» της αμερικανικής νεολαίας της αντικουλτούρας, επισημαίνοντας επιδοκιμαστικά ότι έιναι ευτυχώς απαλλαγμένο από συμβατικές αναρχικές επιθέσεις ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτού του είδους τα απομεινάρια από τη δεκαετία του 1960 αντηχούνται με τη μία ή την άλλη μορφή από τα περισσότερα αναρχικά έντυπα που κάνουν τον προαγωγό στους νέους, οι οποίοι δεν έχουν ακόμα κάνει «τα γλέντια τους, πριν έρθει η ώρα να μεγαλώσουν» (ένα σχόλιο που άκουσα , χρόνια μετά, από ακτιβιστές μαθητές στο Παρίσι το 1968)και γίνουν μεσίτες και λογιστές.

Για μια «εκστατική εμπειρία», όπως μαθαίω, οι επισκέπτες στη Lower East Side στη Να Υόρκη μπορούν να δειπνήσουν στο Αναρχικό Café. Εκεί προσφέρεται καλό δείπνο από ένα ακριβό μενού, μια αναπαραγωγή της τοιχογραφίας The Fourth Estate στον τοίχο, ίσως για να βοηθά στη χώνεψη, και ένας μετρ για να ικανοποιεί τους γιάπις πελάτες. Δεν γνωρίζω εάν πωλούνται τα γραπτά του Guy Debord, του Raoul Vaneigem, του Fredy Pearlam και του Hakim Bay ή εάν διατίθενται αντίτυπα των περιοδικώ Anarch: A Journal of Desire Armed, The Fifth Estate και Demolition Derby, αλλά ευτυχώς υπάρχουν αρκετά εξωτικά βιβλιοπωλεία εκεί κοντά όπου μπορεί να τα αγοράσει κανείς/καμιά.

8 The American Heritage Dictionary of the English Language, Boston, Houghton Mifflin Co., 1978.

9 Η ιστορία δεν προσφέρει κανένα «πρότυπο» για τον ελευθεριακό κοινοτισμό, είτε αυτό είναι η Αθήνα του Περικλή ή κάποια φυλή, κάποιο χωριό ή πόλη ή ένα κοινόβιο των χιπις ή ένα βουδιστικό μοναστήρι. Ούτε αποτελεί πρότυπο η «ομάδα συγγένειας» (affinity group) – οι ισπανοί αναρχικοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο ως ισοδύναμο της «ομάδας δράσης» (action group), για να αναφερθούν σε μια οργανωτική δομή της FAI και όχι στη θεσμική βάση μιας ελευθεριακής κοινωνίας.

10 Μια λεπτομερή συζήτηση των διαφορών ανάμεσα στον κοινωνικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους σχετιζόμαστε για την επίτευξη προσωπικών και οικονομικών σκοπών, το δημόσιο ή πολιτικό χώρο και το κράτος σ’ όλες του τις μορφές και τις εξελίξεις μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο μου Urbanization Without Cities, 1987, Montreal, Black Rose Books, 1192.

11 Θα πρέπει να τονίσω ότι δεν αντιπαραθέτω την κομμουναλιστική δημοκρατία με επιχειρήσεις όπως κοοπερατίβες, λαϊκές κλινικές, κομμούνες κ.τ.λ. Δε θα πρέπει όμως να υπάρχει καμία ψευδαίσθηση ότι τέτοιες επιχειρήσεις αποτελούν κάτι περισσότερο από ασκήσεις στο λαϊκό έλεγχο και τρόπους να προσεγγίσουν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλο μέσα σε μια υψηλού βαθμού εξατομικευμένη κοινωνία. Καμιά κοοπερατίβα τροφίμων δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις γιγαντιαίες αγορές τροφίμων στο πλαίσιο του καπιταλισμού και καμιά κλινική δεν μπορεί να αντικαταστήσει εργοστάσια ή βιομηχανίες. Θα πρέπει να παρατηρήσω ότι οι ισπανοί αναρχικοί, σχεδόν από την αρχή τους, αντιλήφθηκαν σε όλο τους το μέγεθος τα όρια του κοοπερατιβιστικού κινήματος στα 1880, όταν τέτοια κινήματα ήταν στην πραγματικότητα πιο εφικτά από όσο σήμερα και διαχωρίστηκαν προγραμματικά από τον κοοπερατιβισμό.

12 Για τον Bakunin, «οι άνθρωποι έχουν έναν υγιή, πρακτικό κοινό νου, όταν πρόκειται για υποθέσεις της κοινότητάς τους. Είναι πολύ καλά ενημερωμένοι και ξέρουν πώς να εκλέξουν ανάμεσά τους τους/τις πιο άξιους/ες για τα δημόσια αξιώματα. Γι’ αυτό το λόγο οι κοινοτικές εκλογές αντανακλούν πάντα κατά τον καλύτερο τρόπο την πραγματική θέση και θέληση του λαού». Bakunin on Anarchy, Sam Dolgoff, New York, Alfred A. Knopf, 1972, σελ. 233. Επανέκδοση, Black Rose Books Montreal. Έχω παραλείψει τις απεχθείς παρεμβολές που πρόσθεσε ο Dolgoff για να «τροποποιήσει» το νόημα των λόγων του Bakunin. Θα ήταν ίσως καλό να παρατηρήσουμε ότι ο αναρχισμός ήταν περισσότερο πλαστικός κι ευέλικτος τον προηγούμενο αιώνα απ’ όσο είναι σήμερα.

 πηγη:http://eleftheriakos.gr/node/350

NO TAV: Σημείο αναφοράς για τη μάχη ενάντια στην καταστροφή των “μεγάλων έργων”* ** ***

*της Έφης Πανοτοπούλου

της Έφης Πανοτοπούλου
Το έργο των τρένων υψηλής ταχύτητας (TAV) αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αφορά όλους εκείνους που προπαγάνδισαν ανοικτά μια οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή, αναγκάζοντας μια ολόκληρη κοινότητα να υποστεί τις επιπτώσεις, αρκεί τα κέρδη να παραμείνουν στα χέρια αυτών που διαχειρίζονται το συγκεκριμένο έργο.
Σε αυτό έχουν εμπλακεί μεγάλοι επενδυτικοί όμιλοι, πολιτικά κόμματα, ομοσπονδιακά συνδικάτα, η οργανωμένη μαφία, οι οποίοι προσπαθούν να πείσουν τις τοπικές κοινωνίες να συναινέσουν στη διέλευση των νέων φαραωνικών γραμμών.

Την ίδια εποχή, ενάντια στα τρένα υψηλής ταχύτητας αρχίζει να δημιουργείται ένα κίνημα κοινωνικής αντίστασης, το οποίο ακόμη τότε δεν είχε διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά ενός μαζικού κινήματος όπως το εννοούμε σήμερα. Μετά το 2000 μπορούμε να μιλάμε για ένα πραγματικό κοινωνικό κίνημα, με τη δημιουργία νέων επιτροπών ΝΟ Ταν. Σημαντικό γεγονός ήταν η μαζική πορεία από το Borgone στο Bussoleno, τον Μάιο του 2003, όπου συμμετείχαν περίπου 15.000 διαδηλωτές απ’ όλη την Ιταλία.

Η πιο σημαντική στιγμή καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσαετή αγώνα ΝΟ TAV σημειώθηκε το φθινόπωρο του 2005 και ιδιαίτερα στις 31 Οκτωβρίου. Οι σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών και των αστυνομικών δυνάμεων στις πλαγιές του Rocciamolone, στη γνωστή «μάχη του Σεγκίνο», σηματοδότησαν την τροπή του κινήματος, γιατί το κράτος προσπάθησε για πρώτη φορά να επιβάλει τις εργασίες της γεώτρησης με τις δυνάμεις καταστολής που διέθετε. Ο θυμός των κατοίκων της κοιλάδας απέναντι στη βία των αστυνομικών δυνάμεων και ο φόβος ότι μπορεί να τοποθετηθούν στην περιοχή τους τα εργοτάξια TAV ξεπέρασε τα όρια την νομιμότητας, κάτι που πολλοί θεωρούσαν μέχρι τότε ανυπέρβλητο εμπόδιο.

Στις 8 Δεκεμβρίου του 2005 εξελίχθηκε η γνωστή «μάχη της Βενάους». Αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην περιφρούρηση του NO TAV δίπλα στο μέρος όπου θα έπρεπε να γίνουν οι γεωτρήσεις και εκκένωσαν την περιοχή. Οργανώθηκε άμεσα η αντίσταση. Το επόμενο πρωί, 50.000 διαδηλωτές επιτέθηκαν στον αστυνομικό κλοιό και ξεκίνησαν συγκρούσεις μέχρι που κατάφεραν να τον διαλύσουν. Έριξαν τους φράκτες που περιστοίχιζαν το εργοτάξιο και κατέστρεψαν τα μηχανήματα. Η αστυνομία τράπηκε σε φυγή. Η Βενάους ήταν ελεύθερη!

Μια άλλη σημαντική στιγμή ήταν το χειμώνα του 2010 κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των γεωλογικών ερευνών, με την επανάληψη των συγκρούσεων μετά από ένα χρονικό διάστημα ύφεσης. Αυτή η φάση των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής οδήγησε στην απόφαση ανακατάληψης και ελέγχου του εδάφους ανοίγοντας το δρόμο προς το σκηνικό της Chiomonte, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011.

Καθοριστική και σημαντική ημερομηνία του αγώνα σε εθνικό επίπεδο ήταν η 3η Ιουλίου του ίδιου έτους, καθώς εκείνη την ημέρα σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες συγκρούσεις. Επειδή η κυβέρνηση φοβόταν ότι η εξέγερση θα μπορούσε να εξαπλωθεί και ότι θα επαναλαμβανόταν το σενάριο του 2005, αυτή τη φορά επέλεξε ως μέρος για να ξεκινήσει την επίθεση μία απομακρυσμένη και απρόσιτη περιοχή. Ο κρατικός μηχανισμός παρέταξε στην κοιλάδα πολλούς άντρες και οχήματα, αλλά το κίνημα είχε ήδη οργανώσει την αντίσταση ενάντια στις δυνάμεις καταστολής από τους προηγούμενους μήνες. Οι συγκρούσεις ήταν πρωτοφανείς, τουλάχιστον για όσους τις βίωσαν σε προσωπικό επίπεδο. Αμέτρητοι οι τραυματίες από τα δακρυγόνα και άλλοι τόσοι που έφεραν στο σώμα τους τα σημάδια από τα ανελέητα χτυπήματα των αστυνομικών δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, οι δυνάμεις καταστολής δεν κατάφεραν να τρομοκρατήσουν τους εξεγερμένους, γιατί όλοι, απέναντι στις οπλισμένες και αλαζονικές αστυνομικές δυνάμεις, τραγουδούσαν «la Valsuva paura non ne ha» («Η Βαλσούβα δε φοβάται»). Οι κάτοικοι επέστρεφαν ξανά και ξανά, μέρα με την ημέρα πίσω στα μονοπάτια.

Σπάζοντας τα όρια της διαμαρτυρίας και της νομιμότητας

Απέναντι και ενάντια σε αυτό το έργο υπάρχει η δύναμη ενός κινήματος που δε θα σταματήσει να αντιστέκεται στο διακομματικό λόμπι του SI TAV που θέλει να μοιράσει την τούρτα των 22 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το διακύβευμα του αγώνα όμως ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα TAV.

Σε πολλούς κατοίκους της πεδιάδας δόθηκε η ευκαιρία να βιώσουν μια μοναδική εμπειρία και να συνειδητοποιήσουν τον πραγματικό ρόλο του κράτους και του κομματικού μηχανισμού με τις διασυνδέσεις που έχει με τη μαφία και τις επιχειρήσεις. Η σύνθεση των συμμετεχόντων στο κίνημα NO TAV αποτελείται από επιτροπές, ακτιβιστές, άτυπες ομάδες. Η εμπειρία της συλλογικότητας, των ζυμώσεων, της ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα σε άτομα διαφορετικής κοινωνικής και ιδεολογικής κουλτούρας ήταν καθοριστικός παράγοντας ώστε να προταθούν και να καταγραφούν νέες ερμηνείες και νέες ιδέες σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής των κοινωνικών αγώνων και συλλογικών διαδικασιών. Οι αποφάσεις για τα πιο σημαντικά γεγονότα παίρνονται μέσα από μια μακρά διαδικασία συνεδριάσεων των επιτροπών και ανοικτών συνελεύσεων. Δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος που να καθορίζει τη λήψη των αποφάσεων, αλλά αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την ατομική ή συλλογική εμπειρία που έχει διαμορφωθεί σ’ αυτά τα χρόνια του αγώνα και συχνά καθορίζει την επιτυχία μιας πρότασης στη συνέλευση.

Το κίνημα κατάφερε με τα χρόνια να ξεπεράσει αρκετές φορές τα όρια της νομιμότητας εξαιτίας των σκληρών συνθηκών που αντιμετώπισε από την κρατική βία. Οι αντιφάσεις του δημοκρατικού και κρατικού συστήματος από τη μια πλευρά άλλαξαν τη συνείδηση πολλών κατοίκων που μέχρι τότε εμπιστεύονταν τα θεσμικά όργανα, και από την άλλη ενίσχυσαν τη «νομιμότητα» του αγώνα ενάντια στην κρατική ανομία.

Το κίνημα NO TAV είναι σημείο αναφοράς για όσους μάχονται για την προστασία του περιβάλλοντος, ενάντια στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος για ατομικό κέρδος. Ένα κίνημα ριζωμένο και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό, ικανό να αυτοοργανωθεί, να αντισταθεί, διατηρώντας όλα αυτά τα χρόνια ακλόνητο τον «πυγμαχικό» αγώνα.

Δεν αρκεί, ωστόσο, οι πολιορκίες να απομονωθούν σε μία περιοχή, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας εξελίσσεται μόνο εκεί, αλλά να εξαπλωθούν παντού, καταστρέφοντας το πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα της κυβέρνησης.

Ούτε χρειάζεται κάποιος να έρθει στο Piemonte, αρκεί να πολλαπλασιαστεί η αντίσταση παντού και καθένας να οπλιστεί με ένα αλυσοπρίονο και να προετοιμάσει το δικό του οδόφραγμα.

**ΠΗΓΗ:Από το 11ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση
***συνδεσμος:http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/08/no-tav.html:

Σημειώσεις για τον φασισμό*

*Tου Δημήτρη Κωτσάκη

Το θέμα του φασισμού ήταν κεντρικό στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1970. Ήταν η εποχή της δεύτερης παγκόσμιας κρίσης, μετά την κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη του φασισμού. Αρχή της συζήτησης ήταν η ενότητα στη διαφορά του «παλιού» με τον «νέο» φασισμό. Χαρακτηριστικό ήταν το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν στο περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί το 1972 με τίτλο «Φασισμοί: παλιός και νέος».[2] Οι σκέψεις που ακολουθούν, συμφωνούν εν πολλοίς με όσα λέγονται στο κείμενο αυτό για τον παλιό φασισμό. Αλλά διαφέρουν ουσια­στικά με όσα λέγονται για τον νέο. Η διαφορά ξεκινάει από την ιστορική θεώρηση του αναπτυσσόμενου μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 κράτους, όπως εκτίθε­ται στο βιβλίο 3 και 1 κείμενα,[3] ως υπερεθνικό ολιγαρχικό κράτος. Οι παρακάτω ση­μειώσεις παρουσιάζουν θέσεις σε βασικά σημεία της περί παλιού και νέου φασι­σμού σημερινής συζήτησης.

Φασισμός

Ας αρχίσουμε με τον όρο «φασισμός». Ο όρος προέρχεται από το ιταλικό fascio (δέ­σμη) που υπάρχει στον τίτλο της πολιτικής οργάνωσης Faascio d Azione Revoluzionaria (FAR), που ίδρυσε ο Μουσολίνι το 1914. Στα ελληνικά το fascio υπάρχει ως δεσμός στον τίτλο της παραστρατιωτικής οργάνωσης Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), που ιδρύθηκε το 1944 για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύ­νου».

Σε ό,τι λέγεται εδώ, ως φασισμός εννοείται η ιδεολογική – πολιτική κατεύ­θυνση και η κρατική λειτουργία των δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας, όπως αναπτύσσονται σύμφωνα με τα ακόλουθα. Πρώτον, αρχή του φασισμού είναι ο πόλεμος, το πνεύμα του είναι ο μιλιτα­ρισμό ς. Η βάση της πολεμικής του συγκρότησης είναι το έθνος, αξίωμά του είναι ο εθνικισμό ς (ο λεγόμενος «πατριωτισμός»). Με δεδομένη την ιδεολογική ταυτότη­τα ιταλικού φουτουρισμού και φασισμού κατά τη γέννηση των δύο κινημάτων στις αρχές του 20 αιώνα στους χώρους του πολιτισμού και της πολιτικής αντίστοιχα, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 9 στο Φουτουριστικό Μανιφέστο που συνέταξε ο Μαρινέτι το 1909: «Θα υμνούμε τον πόλεμο —τη μόνη υγιεινή του κόσμου— τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό». Για να καταλήξει, βεβαίως, στο «θα περιφρονούμε τις γυναίκες».

Δεύτερον, στην εθνική βάση της πολεμικής του συγκρότησης, ο φασισμός συν­θέτει την οικονομική με την πολιτική εξουσία σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε ο Χίτλερ στον λόγο που εκφώνησε στη Λέσχη των Βιομηχάνων το 1923. Όπως τις α­ναφέρει ο Γκλυκσμάν στο κείμενο που προαναφέρθηκε, οι αρχές αυτές περιλαμβά­νουν: «την ανισότητα (“οι άνθρωποι έχουν διαφορετική απόδοση”), την ιεραρ­χία (“την απόλυτα αντιδημοκρατική αρχή της χωρίς όρους αυταρχικής εξουσίας πάνω στη βάση, και την απόλυτη υπευθυνότητα στην κορυφή”) και τον νόμο του αρχηγού (fuhrersprinzip)». Με τη σύνθεση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, ο φασισμός μεταφέρει τον εγγενή στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία οικονομικό δεσποτισμό στον ανατρεπτικό της αστικής δημοκρατίας πολιτικό δεσποτισμό.

Μορφές του φασισμού

Με την παραπάνω έννοια του όρου, θα διακρίνουμε εδώ δύο ιστορικές μορφές του φασισμού, οι οποίες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, εί­ναι συμπληρωματικές όψεις του φασιστικού φαινόμενου.

Κρατικός φασισμός: Εδαφική κυριαρχία (πατρίδα)

  • Ο φασισμός ως κρατικός ολοκληρωτισμός.

Εθνικός φασισμός: Ενότητα αίματος (φυλή)

  • Ο φασισμός ως εθνικός ολοκληρωτισμός.

Η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «κρατικός φασισμός» είναι πολιτισμική. Στο ιδεολογικό πλαίσιο του κρατικού φασισμού, ο όρος «έθνος» πα­ραπέμπει στο κοινωνικό σώμα, η ταξική ιεραρχία του οποίου ασκεί την ιδεολογική και πολιτική εξουσία στον κοινωνικό χώρο του κράτους: της εδαφικής κυριαρχίας στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται ως «πατρίδα». Το έθνος, σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν έχει φυλετική βάση. Συγκροτείται από την ιδεολογικά αναπαραγόμενη από το κράτος συλλογική μνήμη των πολιτών του, η ο-ποία συνδέει τη φερόμενη ιστορική καταγωγή του έθνους με τον προδιαγραφόμενο ιστορικό του προορισμό. Και όπου το συνδεόμενο με το «έθνος» κράτος δεν είναι υπαρκτό, όπως στις περιπτώσεις μιας διεκδικούμενης «εθνικής ανεξαρτησίας» ή «ένωσης», η ανα­παραγωγή της συλλογικής μνήμης που συγκροτεί το έθνος είναι έργο μιας θρησκευτικής-πολιτικής «εθνάρχουσας» συλλογικότητας, που διεκδικεί για τον εαυτό της θέση σε μια συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία.

Σε αντιδιαστολή με τον κρατικό φασισμό, η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «εθνικός φασισμός» είναι φυλετική. Ο όρος «έθνος», τώρα, παραπέμπει στην ενότητα αίματος των πολιτών του κράτους Το έθνος δεν συγκρο­τείται πολιτισμικά σε ένα κρατικό πλαίσιο, αλλά φυλετικά υπεράνω κρατικών πλαι­σίων. Η κατά τα παραπάνω πολιτισμική ενότητα του έθνους θεωρείται ως συνέπεια της φυλετικής του ενότητας. Υποδειγματική έκφραση του φυλετικού χαρακτήρα του εθνικού φασισμού είναι το 4 από τα 25 σημεία του προγράμματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος: «Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαρτήτως πεποιθή­σεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Συνεπώς, κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος». Υποδειγματική εκδοχή της κρατικής ολοκλήρωσης του εθνικού φασισμού είναι το τρίτο Ράιχ. Υποδειγματική του πράξη, το ολοκαύτωμα.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του φασισμού η διάκριση της κρατικής πολιτισμικής από την εθνική-φυλετική του μορφή και η ιστορική διαφορά του παλιού από τον νέο φασισμό στην κάθε μία από τις δύο αυτές μορφές του.

Η ιστορική διαφορά των κρατικών μορφών του φασισμού

Αρχίζουμε με τη διαφορά των δύο κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέ­ου, οριοθετώντας τις δύο ιστορικές εποχές με την παγκόσμια κρίση του 1970, την κρίση που ορίζει το πέρασμα από το εθνικό κράτος στο υπερεθνικό κράτος, όπως ειπώθηκε στην αρχή.

Παλιός φασισμός

  • Συμπληρωματικότητα αστικής δημοκρατίας και φασισμού στο εθνικό κράτος: ο φασισμός είναι εθνική αστική δικτατορία που αναδύεται από την εθνική αστι­κή δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Νέος φασισμός

  • Συμβολή του φασισμού στη συγκρότηση της ολιγαρχίας του πλούτου στο υπερε­θνικό κράτος: ο φασισμός είναι εγγενές πολιτικό, γραφειοκρατικό, αστυνο­μικό και στρατιωτικό στοιχείο του κράτους της υπερεθνικής αστικής ολιγαρχίας.

Η ουσία της διαφοράς των δύο κρατικών μορφών του φασισμού είναι ότι στον παλιό φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του εθνικού κράτους, α­ντιστοιχούν δύο συμπληρωματικά —έχει ιδιαίτερη σημασία η συμπληρωματικότητά τους— πολιτεύματα: η διαπερατή από τον φασισμό αστική δημοκρατία, που αποτε­λεί το κανονικό πολίτευμα της αστικής κοινωνίας, και η συγκροτούμενη από τον φασισμό αστική δικτατορία, ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης προς αντιμετώπιση του ταξικού κινδύνου. Ενώ στον νέο φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του υπερεθνικού κράτους, αντιστοιχεί ένα και μόνο πολίτευμα: η περιέχουσα φασι­στικά στοιχεία αστική ολιγαρχία.

Το κρίσιμο σημείο της διαφοράς των δύο φασισμών είναι ότι, κατά τον νέο φασισμό, η αστική ολιγαρχία περιέχει φασιστικά στοιχεία, δεν συγκροτεί­ται φασιστικά, δεν είναι καθεστώς κρατικού ολοκληρωτισμού, όπως συμβαίνει με την αστική δικτατορία του παλιού φασισμού. Το καθοριστικό εδώ είναι η ως προς τον φασισμό ομοιότητα των δύο αστικών πολιτευμάτων: του δημοκρατικού και του ολιγαρχικού. Ο φασισμός μετέχει και των δύο, είναι εγγενής στο αστικό πο­λίτευμα εν γένει. Καθώς, από τη μία πλευρά, η αστική δημοκρατία είναι διαπερατή από τον φασισμό, με την έννοια ότι ο φασισμός αναδύεται νόμιμα, με συνταγματι­κά κατοχυρωμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, από την αστική δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και, από την άλλη πλευρά, η αστική ολιγαρχία περιέ­χει φασιστικά στοιχεία, με την έννοια ότι η πολιτική, γραφειοκρατική, αστυνομική και στρατιωτική της συγκρότηση χρησιμοποιεί αναγκαστικά, σύμφωνα με τον ολι­γαρχικό της χαρακτήρα, δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για τον νέο φασισμό ότι η εσωτερικότητα των στοιχεί­ων του είναι αρχή του ολιγαρχικού αστικού πολιτεύματος, καθώς και το ποιός είναι ο πολιτειακός χαρακτήρας της αρχής αυτής. Ο παλιός φασισμός ολοκληρώνεται ως εναλλακτική, συμπληρωματική μορφή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος: καταλαμβάνει την κρατική εξουσία, έχοντας πρώτα συγκροτηθεί εκτός αυτής. Ενώ ο νέος φασισμός ενυπάρχει στοιχειακά στο αστικό ολιγαρχικό πολίτευμα: οι δεσμοί του αναπτύσσονται εντός της κρατικής εξουσίας, την οποία όμως δεν καταλαμβά­νουν. Η ολιγαρχία του πλούτου, ως υπερεθνικό κρατικό σύστημα, μπορεί για λό­γους ταχτικής να κάνει φασιστικές παραχωρήσεις στα εθνικά του υποσυστήματα, όπως συμμετρικά μπορεί να κάνει και δημοκρατικές παραχωρήσεις, αλλά δεν επι­τρέπει τη κατάλυση της ολιγαρχικής του εξουσίας από τα φασιστικά του στοιχεία ή τα δημοκρατικά του κατάλοιπα. Αυτή είναι θεμελιώδης αρχή του αναδυόμενου ολι­γαρχικού κρατικού συστήματος, που απορρέει από τον σύνθετο χαρακτήρα του: υπερεθνικό και αγοραίο. Και δεν έχουμε ακόμη τα στοιχεία για να συζητήσου­με σε πραγματική ιστορική βάση το ναπολεόντειο πέρασμα από την υπερεθνική α­στική ολιγαρχία στην υπερεθνική αστική μοναρχία, που θα κλείσει τον αριστο­τελικό πολιτειακό κύκλο: δημοκρατία – ολιγαρχία – μοναρχία.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί μία συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου. Στην αναδυόμενη πολιτεία της ολιγαρ­χίας του πλούτου, δεν αντιτίθενται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο συμπληρωματικός προς αυτήν φαςιςμόσ. Τα καθεστώτα αυτά ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της αστικής πολιτείας. Η πολιτική αντίθεση τώρα δεν είναι ανάμεσα στη φασιστική και τη δημοκρατική εθνική πολιτεία. Είναι ανάμεσα στην υπερεθνική πο­λιτεία της ολιγαρχίας του πλούτου και την εκτός της πολιτείας άμεση κοινωνική δημοκρατία. Η κοινωνική βάση αυτής της πολιτικής αντίθεσης είναι η αντίθεση ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική οικονομία και την, παράλληλα και ανατρεπτι­κά αναπτυσσόμενη, κοινωνική οικονομία. Ο νέος φασισμός, ως στοιχείο και όχι ως ολική μορφή του ολιγαρχικού πολιτεύματος, είναι οργανικός στον περιορισμό και την καταστολή της αναπτυσσόμενης ενότητας κοινωνικής οικονομίας και άμε­σης δημοκρατίας κατ’ αντίθεση προς την αναπτυσσόμενη κυρίαρχη ενότητα κεφα­λαιοκρατικής οικονομίας και ολιγαρχίας του πλούτου.

Η κατά τον Χίτλερ αρχή της σύνθεσης οικονομικού και πολιτικού δεσποτισμού, που αναφέρθηκε πριν, είναι χαρακτηριστική της οργανικότητας αυτής. Αν ο παλιός φασισμός πραγμάτωνε την αρχή της σύνθεσης των δεσποτισμών με τη φασιστική ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, ο νέος φασισμός την πραγματώνει με την ενσωμάτωση στοιχείων του στην ολιγαρχία του πλούτου. Υπάρχει ακόμη μια συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου, που πρέπει να σημειωθεί εδώ. Μια συνέπεια που συνδέεται με τη σχέση της κρατικής με την εθνική μορφή του φασισμού: κεντρική στον παλιό φασισμό είναι η εθνική του μορφή, ενώ στον νέο φασισμό κεντρική είναι η κρατική του μορφή. Ο νέος φα­σισμός είναι εθνικός στην κοινωνική του βάση και μόνο, δεν είναι εθνικός στην κρα­τική του κορυφή —δεν μπορεί να είναι, δεδομένου του υπερεθνικού χαρακτήρα του νέου κράτους. Και ο εθνικός φασισμός δεν είναι παρά κρατικό εργαλείο καταστολής του κοινωνικού κινήματος: ένα ιδεολογικό-πολιτικό μέσο πολεμικής κλιμάκωσης των εσωτερικών στον κοινωνικό χώρο του κινήματος εθνικών διαφορών. Παραβλέ­πεται συνήθως μια σημαντική συνέπεια της εργαλειακότητας αυτής. Το κράτος ενι­σχύει —εντός ορίων— τον εθνικό φασισμό, κρατώντας ίσες —όσο του είναι δυνα­τό— αποστάσεις από τις αντιτιθέμενες εθνικές του ενότητες. Αν δεν το κάνει αυτό, υπονομεύει τον στόχο του: την καταστροφική για το κοινωνικό κίνημα υποδαύλιση των εσωτερικών εθνικών του διαφορών.

Η ιστορική διαφορά των εθνικών μορφών του φασισμού

Η διαφορά των δύο εθνικών μορφών του φασισμού προκύπτει από την παραπάνω διαφορά των κρατικών του μορφών.

Παλιός φασισμός

  • Συγκρότηση των πολιτών του έθνους-κράτους σε έναν εθνικό δεσμό ολοκλη­ρωτικής εξουσίας. Κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, μέσω της εκχώρησης από το κοινοβούλιο της κρατικής εξουσίας στην ηγεσία του Εθνικού Δεσμού.

Νέος  φασισμός

  • Συγκρότηση πολιτικών, γραφειοκρατικών, αστυνομικών και στρατιωτικών ομά­δων σε κρατικούς δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας καθοριστικούς για τη λειτουργία της ολιγαρχίας. Χρήση από το κράτος των αυτόνομα συγκροτούμενων εθνικών δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας. Η χρήση έχει ως σκοπό την κατα­στολή του αναπτυσσόμενου στο υπερεθνικό κράτος κοινωνικού κινήματος με την πολεμική κλιμάκωση των εσωτερικών σε αυτό εθνικών διαφορών.

Το κρίσιμο στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι η σχέση των δύο μορφών του, της κρατικής και της εθνικής, και η ιδιαίτερη λειτουργία της εθνικής του μορ­φής στο σύγχρονο κράτος. Συγκεκριμένα: η οργανικότητα των στοιχείων του κρατι­κού φασισμού στη συγκρότηση του υπερεθνικού ολιγαρχικού κράτους, και η εργαλειακή χρήση από το κράτος αυτό των πολιτικών σχημάτων του εθνικού φασισμού, αυτόνομων ως προς το κράτος και αντιτιθέμενων στον υπερεθνικό του χαρακτήρα.

Τίθεται βέβαια το ερώτημα: Δεν αντιφάσκει η οργανικότητα των στοιχείων του κρατικού φασισμού στο σύγχρονο υπερεθνικό κράτος με την εθνική βάση του φασισμού γενικά, κρατικού ή εθνικού, όπως εκτέθηκε στην αρχή; Όχι, και εδώ φαίνεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει για την κατανόηση του νέου φασισμού η διάκριση της κρατικής-πολιτισμικής από την φυλετική μορφή του έθνους για την οποία έγινε λόγος πριν. Στο έθνος με την κρατική-πολιτισμική του έννοια ανήκουν όσοι έχουν την κρατική υπηκοότητα και μετέχουν της κρατικά αναπαραγόμενης παιδείας. Η πολιτισμική εθνική ενότητα μπορεί να εμπεριέχει μια φυλετική πολλα­πλότητα. Χαρακτηριστικότερο των παραδειγμάτων είναι η εθνική ενότητα των Ηνω­μένων Πολιτειών. Αλλά η εθνική πολλαπλότητα του σύγχρονου υπερεθνικού κρά­τους δεν περιορίζεται στην φυλετική του πολλαπλότητα. Και ούτε αυτή, η φυλετική πολλαπλότητα, είναι το ουσιαστικό του χαρακτηριστικό. Ο υπερεθνικός χαρακτήρας του σύγχρονου κράτους, και συνεπώς η εθνική του πολλαπλότητα, αναφέρεται στις εθνικές ενότητες των κρατών από τα οποία αναδύεται. Το σύγχρονο κράτος είναι «υπερεθνικό» με την έννοια της υπέρβασης των «εθνικών» κρατών της προηγούμε­νης ιστορικής εποχής. Ο όρος «έθνος» εδώ περιορίζεται στις εθνικές ενότητες των έως τώρα εθνικών κρατών. Δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα η ιστορική βάση της ανα­φοράς σε ένα υπερκείμενο έθνος, ένα «ευρωπαϊκό έθνος» για παράδειγμα, παρόλο που αναφερόμαστε στον αντίστοιχο πολιτισμό.

Και ποια είναι η εργαλειακή χρήση του εθνικού φασισμού από το σύγχρονο κράτος; Στη λογική της ανάλυση, η χρήση αυτή ακολουθεί μια σειρά πέντε βημά­των. Ας τα δούμε συνοπτικά. (1) Συγκεντρώνονται αλλοεθνείς μετανάστες στις εθνι­κές αγορές εργασίας σε θέσεις φτηνής εργατικής δύναμης. (2) Μέσω της συγκέ­ντρωσης αυτής, μειώνεται η αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης. (3) Η τοπική αύξηση του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης οδη­γεί στην αύξηση της δομικής ανεργίας και, μέσω του ανταγωνισμού για τις θέσεις εργασίας, οδηγεί στη διατήρηση του υψηλού βαθμού εκμετάλλευσης. (4) Ο αντα­γωνισμός οδηγεί στην αποδυνάμωση έως διάλυση των ταξικών εργατικών ενώσεων και την ανάπτυξη εθνικών φασισμών. (5) Η ταξική σύγκρουση κεφάλαιου – εργασί­ας υποκαθίσταται από την φασιστικά διαμεσολαβημένη εθνική σύγκρουση εργασί­ας – εργασίας.

Κοινωνικό κίνημα

Στο καταληκτικό βήμα της παραπάνω ανάλυσης, αντιδιαστέλλεται η ταξική σύ­γκρουση με την εθνική σύγκρουση που την υποκαθιστά. Κεντρικό στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται η υποκατάσταση της ταξικής με την εθνική σύγκρουση, και η διαφορά του από το παλιό ταξικό κίνημα. Η διαφορά των δύο θεμελιώνεται στη διαφορά του βιο­μηχανικού εργάτη, του εργάτη της βιομηχανικής παραγωγής, από τον κοι­νωνικό εργάτη, τον εργάτη της βιοπολιτικής παραγωγής. Η διαφορά του πα­λιού από το νέο ταξικό κίνημα είναι η διαφορά του κινήματος της βιομηχανικής ερ­γασίας από το κίνημα της κοινωνικής εργασίας, στο οποίο αντιστοιχεί ο όρος κοι­νωνικό κίνημα σήμερα. Το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται ο νέος φασιστικός κοινωνικός πόλεμος, είναι το κοινωνικό κίνημα με την παραπάνω έννοια του όρου.

Ας μην αναπτυχθούν εδώ αναλυτικά οι έννοιες της βιοπολιτικής παραγωγής και του κοινωνικού εργάτη. Ας μείνουμε σε έναν συνοπτικό ορισμό, αναγκαίο δεδο­μένης της πολυσημίας των όρων. Σε ό,τι λέγεται εδώ, κεντρική στη βιοπολιτική πα­ραγωγή σε αντιδιαστολή με τη βιομηχανική παραγωγή είναι μια διττή ενότητα: η ενότητα της «υλικής» και της «πνευματικής» διάστασης της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικής ζωής και, στη βάση αυτή, η ενότητα της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικήςζωής με την ιδεολογική – πολιτική αναπαραγωγή του κοινωνι­κού συστήματος.[4] Στο βιοπολιτικό κεφάλαιο —το κεφάλαιο της βιοπολιτικής παρα­γωγής— θεμελιώνεται το πολίτευμα της ολιγαρχίας του πλούτου. Στον ταξικό αντί­ποδα του βιοπολιτικού κεφάλαιου βρίσκεται ο κοινωνικός εργάτης της βιοπολιτικής παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τον βιομηχανικό εργάτη της βιομηχανικής παραγω­γής.

Καταλήγουμε με ένα κεντρικό στη διαφορά βιομηχανικής-βιοπολιτικής παρα­γωγής ζήτημα, ιδιαίτερα σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού. «Ηεξέγερση των εργοστασίων χαρακτηρίζει την νέα εποχή» έλεγε ο Γκλυκσμάν [5] εκφράζοντας μια κυρίαρχη θέση της δεκαετίας του 1970. Όχι η εξέγερση των εργοστασίων αλλά η εξέγερση των πόλεων λέμε εδώ, έχοντας ορίσει τη «νέα εποχή» —τη μετά τη δεκαετία του 1970 εποχή— ως εποχή της θεμελιωμένης στη βιοπολιτική παραγωγή υπερεθνικής ολιγαρχίας του πλούτου. Λέγοντας αυτό δεν χάνεται, δεν υποκαθίσταται, η εξέγερση των εργοστασίων αλλά αφαιρείται το σφάλμα της κεντρικότητας της στη σημερινή κοινωνική εξέγερση. Ο χώρος των ερ­γοστασίων παραμένει ως χώρος της ανατρεπτικής κοινωνικής δύναμης, αποκτώντας τη θέση που του αντιστοιχεί σήμερα στον κοινωνικό χώρο της πόλης. Ο μετασχημα­τιζόμενος βιομηχανικός εργάτης είναι μια κατηγορία του αναδυόμενου κοινωνικού εργάτη. Το θέμα είναι σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού, κα­θώς και στις δύο εποχές του, παλιά και νέα, ο φασισμός είναι μια καθοριστική ιδεο- λογική-πολιτική κατεύθυνση του κοινωνικού πολέμου —η συμπληρωματική της ο­λιγαρχίας, καθοριστική για την σύγχρονη ταξική κυριαρχία κατεύθυνση. Οι νέοι φα­σιστικοί δεσμοί έχουν ως πρώτο, άμεσο, στόχο την πόλη γενικά. Δεν αρχίζουν από το εργοστάσιο, όπως συνέβαινε με τους παλιούς φασιστικούς δεσμούς. Πρέπει να περιμένουμε ότι στους άμεσους στόχους του νέου φασισμού προτεραιότητα θα έ­χουν οι συλλογικότητες της κοινωνικής οικονομίας και της άμεσης δημοκρατίας. Η κατάληψη και η αυτοδιαχείριση ενός εργοστασίου ανήκει στις δυναμικές μορφές αυτών των συλλογικοτήτων.

Πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού

Μένουμε εδώ ως προς τη διάκριση της κρατικής από την εθνική μορφή του φασι­σμού και την κυριαρχία της κρατικής μορφής στον νέο φασισμό. Σε αυτή τη βάση θα δούμε, κλείνοντας, ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού. Οι κατευθύν­σεις είναι ενδεικτικές, δεν συνιστούν ανάλυση της φασιστικής πολιτικής. Μπορούν να ενταχθούν στις ακόλουθες κατηγορίες, κοινές για τους δύο φασισμούς παλιό και νέο. (1) Προσάρτηση των εξεγερμένων. (2) Καταστολή του κοινωνικού κινήματος. (3) Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος.

  1. Προσάρτηση των εξεγερμένων

Μια ιδεολογική κίνηση προσάρτησης που ασκεί ο φασισμός στην εθνική του μορφή είναι, με τα λόγια του Ντιμιτρόφ το 1935, ότι «εκμεταλλεύεται το βαθύ μίσος των εργαζομένων ενάντια στη ληστρική αστική τάξη, ενάντια στις τράπεζες, τα τραστ και τους μεγιστάνες του πλούτου». Και αυτό το κάνει με «μια ραφιναρισμένη αντικαπι- ταλιστική δημαγωγία» πού «ρίχνει συνθήματα» όπως: «Στη Γερμανία το σύνθημα “Το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό”. Στην Ιταλία “Το κράτος μας δεν είναι κράτος καπιταλιστικό είναι κράτος με σύστημα αυτοδιαχείρισης”. Στην Ιαπωνία “Για μιαν Ιαπωνία χωρίς εκμετάλλευση”. Στις Ενωμένες Πολιτείες “Για τη διανομή των περιουσιών” κλπ.». [6]Αλλά αυτά δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αντικαπιταλιστικής δη­μαγωγίας. Κάθε εθνικός φασιστικός οργανισμός περιέχει νοσογόνα για τον βαθύτε­ρο κρατικό του χαρακτήρα αντικαπιταλιστικά κύτταρα στο πνεύμα των χιτλερικών Ταγμάτων Εφόδου (5Α), που τα περιμένει η θεραπευτική νύχτα των μεγάλων μαχαι­ριών την κρίσιμη για την κρατική ενσωμάτωσή του στιγμή. Τα κύτταρα αυτά συνδέ­ονται με την αυτόνομη από το κράτος συγκρότηση των εθνικών δεσμών ολοκληρω­τικής εξουσίας που είδαμε πριν, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες του υπερεθνι­κού χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους. Και ας μη περιμένουμε, για να ανα­γνωρίσουμε την παρουσία τους, τη συγκλονιστική τους ανάπτυξη στο χιτλερικό πρότυπο των τριών εκατομμυρίων μελών, που συγκρούονταν πολεμικά με την αντι- καπιταλιστική αριστερά στους δρόμους των γερμανικών πόλεων. Είναι αυτά, ακρι­βώς, τα κύτταρα που κάνουν πειστική τη «ραφιναρισμένη αντικαπιταλιστική δημα­γωγία» για την οποία μιλούσε ο Ντιμιτρόφ.

Μια πολιτική κίνηση προσάρτησης των εξεγερμένων, με επίκεντρο τους ανέρ­γους, που ασκεί ο εθνικός φασισμός της κυρίαρχης σε ένα κράτος εθνότητας, ενερ­γοποιεί τα υγιή για τον φασιστικό οργανισμό καπιταλιστικά του κύτταρα. Είναι η υποκατάσταση των πραγματικών εχθρών των εξεγερμένων με πλασμα­τικούς. Το σχήμα είναι απλό: Το κεφάλαιο προσφέρει θέσεις εργασίας. Οι κοινωνι­κές κινητοποιήσεις υπονομεύουν την προσφορά των θέσεων στον εθνικό χώρο. Οι μετανάστες αφαιρούν από τα μέλη του έθνους τη δυνατότητα πρόσβασης στις υπάρχουσες θέσεις. Στην κίνηση αυτή, η προσάρτηση των εξεγερμένων δεν είναι ιδε­ολογική. Για την ακρίβεια, είναι ιδεολογική τόσο μόνο όσο απαιτεί ο συγκεκριμένος πολιτικός της χαρακτήρας και η πολεμική του ολοκλήρωση. Οι εξεγερμένοι, παραμένοντας εξεγερμένοι —αυτό είναι το καθοριστικό— αλλάζουν στρατόπεδο: στρα­τεύονται στον κρατικό πόλεμο κατά του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή του κοινωνικού κινήματος

Η προσάρτηση των εξεγερμένων είναι το πρώτο βήμα της φασιστικής αντιμετώπι­σης του κοινωνικού κινήματος. Το επόμενο βήμα είναι η καταστολή των μη προσαρτημένων. Αρχίζουμε τις μορφές καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον πα­λιό φασισμό. Αναφερθήκαμε ήδη στα χιτλερικά τάγματα εφόδου. Ας δούμε την πρωτογενή, μουσολινική, εκδοχή τους με τα λόγια του Μαλαπάρτε, όπως τα ανα­φέρει το Γκλυκσμάν: «Από τη μια μέρα στην άλλη, συ-κεντρώσεις μελανοχιτώνων γίνονται σε κέντρα που είχαν υποδειχτεί σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο κινητοποίησης. Χιλιάδες οπλισμένοι άντρες, μερικές φορές δεκαπέντε ως είκοσι χιλιάδες, ξεχύνο­νταν σε μια πόλη, σ’ επαρχίες, σε χωριά, μετακινούμενοι γρήγορα με τα φορτηγά τους, απ’ τη μια επαρχία στην άλλη. Μέσα σε λίγες ώρες η κατεχόμενη περιοχή βρί­σκονταν σε κατάσταση πολιορκίας. Ό, τι είχε μείνει από σοσιαλιστική ή κομμουνι­στική οργάνωση, εργατικά κέντρα, συνδικάτα, εργατικοί κύκλοι , εφημερίδες, συνε­ταιρισμοί, είχε διαλυθεί και τσακιστεί μεθοδικά … σε διάρκεια δύο – τριών ημερών τα γκλομπς δούλευαν σε έκταση εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στο τέλος του 1921 αυτή η ταχτική, εφαρμοσμένη συστηματικά σε μια όλο και πλατύτερη κλί­μακα, είχε τσακίσει την πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση του προλεταριάτου»

Η παρουσίαση της καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον παλιό φασι­σμό έχει εδώ διπλή σημασία. Πρώτα, την αναφορά στον εγγενώς πολεμικό και πλή­ρη χαρακτήρα της φασιστικής καταστολής —πολεμικό, με την στρατιωτική έννοια του όρου, και πλήρη, με την έννοια της εξόντωσης του κοινωνικού κινήματος συνο­λικά, όχι κάποιων εκφράσεών του. Και, στη συνέχεια, την έκθεση της διαφοράς του παλιού με τον νέο φασισμό στο κεντρικό αυτό, για την ύπαρξη του φασισμού, θέμα. Η διαφορά έχει αναπτυχθεί ήδη, ας την δούμε συνοπτικά. Ο νέος φασισμός ασκεί το θεμελιώδες ταξικό του καθήκον με δύο συμπληρωματικούς τρόπους: μέσα από τους δεσμούς (ί35α) του κρατικού φασισμού που στοιχειοθετούν το σύγχρονο ολι­γαρχικό κράτος. Και με την χρήση των αυτόνομα αναπτυσσόμενων δεσμών του ε­θνικού φασισμού. Κεντρικό εδώ είναι το ότι ο νέος εθνικός φασισμός δεν καταλαμ­βάνει —δεν του επιτρέπεται να καταλάβει— την κρατική εξουσία. Συνεπώς, δεν του επιτρέπεται να εφαρμόσει πλήρως τις παραπάνω μορφές καταστολής, αυτές ακρι­βώς που οδηγούσαν στην κατάληψη της εξουσίας. Αλλά η χρήση του στην εξόντωση του κοινωνικού κινήματος του επιτρέπει —ουσιαστικά, του επιβάλλει— να τις ανα­πτύσσει οριακά. Και ποιο είναι αυτό το όριο; Είναι το όριο που απαιτεί η διαβόητη ρητορεία της «ταύτισης των άκρων»: ταύτιση της φασιστικής καταστολής του κοινωνικού κινήματος με την επαναστατική συγκρότηση του κινή­ματος . Θα δούμε αμέσως τη «συνωμοσιολογική» μέθοδο της ταύτισης, περνώντας στην καταστολή της πρόθεσης του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος

Η καταστολή του αναπτυσσόμενου κοινωνικού κινήματος δεν αρκεί για την κρατική του αντιμετώπιση. Απαιτείται και η καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος. Η καταστολή αυτή επιτελείται με ορισμένες τεχνικές του φασισμού στην κρατική του μορφή, για την κατανόηση των οποίων είναι χρήσιμο να δούμε τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1970 —τη δεκαετία του περάσματος από τον παλιό στον νέο φασισμό. Η επιλογή έχει σημασία γιατί η κρατική μορφή του νέου φασισμού συγκροτήθηκε υποδειγματικά στα δύο λίκνα της αστικής δημοκρατίας, στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις δεκαετίες 1950-60, στο πλαίσιο του πο­λέμου της Αλγερίας, από την πλευρά της Γαλλίας, και των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών. Και συγκροτήθηκε πολεμικά ως προς το κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις δύο αυτές χώρες τη δεκαετία του 60. Θα δούμε τις τεχνικές αυτές όπως παρουσιάζονται στην κατάληξη του κει­μένου του Γκλυκσμάν. Με τη γλώσσα του κειμένου, οι τεχνικές είναι: «συνωμοσιο- λογία», «προβοκάτσια», «μεταρρυθμίσεις».

«Η ανακάλυψη των συνωμοσιών: ένα βράδυ, ο κ. Μαρσελέν στέκεται πε­ρήφανος μπροστά σ’ ένα σωρό από ξύλα που διαβεβαιώνει ότι μαζεύτηκαν μέσα απ’ τις σχολές του Πανεπιστήμιου. Πίσω απ’ αυτή την πυραμίδα των όπλων, καταγ­γέλλει κάποιον μυστηριώδη ξένο καθοδηγητή και αναγγέλλει την απαγόρευση της “Προλεταριακής Αριστεράς”. Ο Μάο Τσε Τουνγκ ξεσκεπάστηκε! Ο Σέρλοκ Μαρσελέν δεν είχε ήδη ανακαλύψει, πίσω από τον Μάη του ’68 τον δάκτυλο της Ανατολικής Γερμανίας; (…) Ο παλιός φασισμός είχε την “εβραιο-μαρξιστική” συνωμοσία του (…) σήμερα ο Μαρσελέν, χορωδία με τον Μπρέζνιεφ, αναγγέλλει τη “διεθνή συνωμοσί­α” του μαοϊσμού» Και, προφανώς, δεν θα μέναμε εκεί. Για να γυρίσου-με στα δικά μας, η τωρινή «συνωμοσία», όπως όλοι ξέρουμε, είναι η συνωμοσία της «τρομο­κρατίας».

«Οι προβοκάτσιες: Για παράδειγμα, καίμε το πανεπιστήμιο της ν^θηηθδ, διαβεβαιώνου-με ότι το έκαναν οι γκωσίστες (αριστεριστές) και τους κλείνουμε φυ­λακή. 100,200,300 μίνι Ράϊχσταγκ. (…) Για να σταματήσει μια ενέργεια με την οποία οι μάζες συμφωνούν ο προβοκάτορας της δίνει μια συνέχεια που οι μάζες καταδι­κάζουν αλλά που φαίνεται “λογική” (…) Οι προβοκάτσιες επεμβαίνουν για να στα­ματήσουν μια μαζική ενέργεια (η προβοκάτσια του Καρτιέ Λατέν απαντάει στην α­περγία της Ρενώ και στην υπόθεση Ζωμπέρ), χρησιμεύουν σαν εισαγωγή σε κυβερ­νητικά μέτρα (το “χτύπημα” στη Δουγκέρκη “αναγγέλλει” την απαγόρευση της Προ­λεταριακής Αριστεράς. Η προβοκάτσια προσπαθεί να διαιρέσει τις μάζες “εν θερμώ”. Η φιλοσοφία της είναι απλή (…) έξω από τις εγκατεστημένες ιεραρχίες δεν υ­πάρχει σωτηρία».

«Οι μεταρρυθμίσεις: αυτές επεμβαίνουν όταν, παρόλη τη φασαρία για συ­νωμοσία και τις προσπάθειες προβοκάτσιας, ένα μαζικό κίνημα κατορθώσει να σπάσει βίαια τη σιωπή και να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη. Στόχος τους είναι να επιβάλουν τη σιωπή, να ξανασφίξουν τη μέγγενη των καταναγκασμών που δημι­ουργεί τη “σιωπηλή πλειοψηφία” και γι’ αυτό συνενώνουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. (…) Βασισμένος στην εμπειρία που είχε από τις αμερικάνικες φυλα­κές, ο Τζάκσον βεβαίωνε ότι αν έπρεπε να δώσει τον ορισμό του φασισμού με μια μόνο λέξη, θα διάλεγε τη λέξη μεταρρύθμιση. Κύρια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δε θυμίζουν το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό αλλά τις φασιστικές “συντεχνίες”. Δεν σχεδιάζουν τη δημιουργία μηχανισμών ταξικής συνεργασίας που θα διαιώνιζαν μι­αν απατηλή ειρήνη, αλλά, χτισμένες σε συνθήκες σύγκρουσης, πρόκειται για μηχα­νές πολέμου».

Έθνος-«φυλή», διαφορετικότητα-«ασθένεια»

Κλείνοντας τις σημειώσεις αυτές για τον φασισμό, θα ήταν χρήσιμο για την κατανό­ηση της φυλετικής του διάστασης με την ευρύτερη σημερινή της σημασία να στα­θούμε για λίγο σε μια από τις «μεταρρυθμίσεις».

Αρχίζουμε με μια παρατήρηση του Γκλυκσμάν, σε συνέχεια των όσων ήδη πα­ρατέθηκαν. «Όταν ο Σμέλκ (παλιός γενικός διευθυντής φυλακών) αναγγέλλει από το ραδιόφωνο ότι “80% των κρατουμένων είναι ψυχοπαθείς” νοιώθουμε να πλησιάζει η μεταρρύθμιση που θα μετατρέψει τις φυλακές σε άσυλα αλά Μπρέζνιεφ. Μέσα στη μεταρρυθμισμένη φυλακή “μοντέλο” του Φλερύ – Μεροζίς, τα ξυλοκοπήματα και το πειθαρχείο δεν εξαφανίστηκαν. Όμως ο ζουρλομανδύας (“ακινητοποίηση”) έχει ενισχυθεί από τις ενέσεις Βάλιουμ που γίνονται με το πρώτο δείγμα “εκνευρι­σμού”. “Η αρρώστια σου είναι οι διαφορετικές σου απόψεις”, γνωματεύουν οι Ρώ­σοι ψυχίατροι.». Τι σημαίνει ως προς ό,τι μας απασχολεί η τροπή της διαφορετικό­τητας σε «αρρώστια»; Δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη του μεγάλου αυτού θέματος εδώ. Μία κρίσιμη παρατήρηση μόνο, για τη σύνδεση της φυλετικής εκδοχής της ε­θνικής ενότητας με την ιατρική εκδοχή της ατομικής διαφορετικότητας. Δηλαδή, για την αναγωγή του κοινωνικού-ψυχικού στο βιολογικό-φυσικό στην πληρότητά της: από την ανθρώπινη κοινωνία συνολικά στον άνθρωπο ατομικά.

Γυρνάμε στις αρχές: το 1883, όταν ο Γκάλτον (συγγενής του Δαρβίνου) άνοιγε μαζί με άλλους τον δρόμο για τον κοινωνικό δαρβινισμό και, σε αυτό το πνεύ­μα, εισηγήθηκε την ευγονική, που μετά πενήντα χρόνια ενέπνευσε στο τρίτο Ράιχ την κάθαρση της άριας φυλής. Και κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα, που με διάφο­ρους τρόπους ρητούς και άρρητους αναβιώνει ο κοινωνικός δαρβινισμός. Τι θα μπορούσε να εννοεί ο Ουίλσον (βραβείο ΡυΙΐΐζθ^ με όσα μας λέει στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση»; [7] Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η «Ελπίδα», λέ­ει ότι «Με τον καιρό θα συσσωρευτεί αρκετή γνώση για τα γενετικά θεμέλια της κοινωνικής συμπεριφοράς» και ότι «θα υπάρξουν τεχνικές» με τις οποίες «μέσω της συμβατικής ευγονικής θα συντελεστεί μια αργή εξελικτική αλλαγή». Και τότε, συνεχίζει, «το ανθρώπινο είδος θα μπορέσει να αλλάξει την ίδια του την φύση». [8] Μέχρι τότε, αλλά —υποθέτουμε— και μετά, ως προς τη γενετική δομή της μετα­βαλλόμενης «φύσης» του ανθρώπινου είδους, θα ισχύει ότι «Οι κοινωνίες μας βα­σίζονται στο σχέδιο των θηλαστικών». Και τι είναι το «σχέδιο των θηλαστικών» στην γενετική του δομή; Είναι ένα σχέδιο κατά το οποίο «το άτομο αγωνίζεται κατά πρώ­το λόγο για την προσωπική αναπαραγωγική του επιτυχία και κατά δεύτερο λόγο για αυτήν των πλησιέστερων συγγενών του». Όσο για τους άλλους, τους μη-συγγενείς κοινωνικούς του εταίρους, το σχέδιο προβλέπει μόνο μια «φειδωλή συνεργασία» έναν «συμβιβασμό για την απολαβή οφέλους».[9] Και τα περί φιλίας, συνα­δελφικότητας και συντροφικότητας, που θεμελιώνουν το ήθος του κοινωνικού κινήματος; Αυτά —το γενετικά ορθό επιβάλλει να θεωρήσουμε ό­τι— αντιστοιχούν, με τα λόγια του Ουίλσον, σε «ένα νοήμον μυρμήγκι (υποθέτοντας προς στιγμή ότι τα μυρμήγκια και άλλα κοινωνικά έντομα κατάφεραν να εξελιχθούν σε όντα με υψηλή νοημοσύνη)». Γιατί; Επειδή το μυρμήγκι, ως κοινωνικό έντομο, σύμφωνα με τον Ουίλσον και πάλι, «μπορεί να θεωρήσει αυτή τη διευθέτηση (την «κατά συμβιβασμό» και μόνο «φειδωλή συνεργασία για την απολαβή οφέλους») βιολογικά βλαβερή και την ιδέα της ατομικής ελευθερίας εγγενώς κακή»(ό.π). Για να συνεννοούμαστε σήμερα, «ατομική ελευθερία» είναι η ελευθερία της ατομι­κής ιδιοκτησίας στην οποία θεμελιώνεται η ελευθερία της αγοράς: η ελευ­θερία που αντιστοιχεί στο γενετικό σχέδιο των θηλαστικών, σε αντιδιαστολή με τη συλλογικότητα και τα συναφή περί φιλίας κτλ που αντιστοιχούν στο γενετικό σχέδιο των κοινωνικών εντόμων. Αυτά λοιπόν ως προς την ανθρώπινη κοινωνία συ­νολικά.

Περνάμε τώρα στον άνθρωπο ατομικά. Το θέμα είναι η «ψυχοπάθεια» και η προς αντιμετώπισή της κλινική μεταρρύθμιση που είδαμε παραπάνω. Δεν είναι μόνο οι φυλακές που μεταρρυθμίστηκαν σε κλινικές. Κάθε κρίσιμος για τη υλο­ποίηση του «σχεδίου των θηλαστικών» κοινωνικός χώρος χρειάζεται σήμερα, σύμ­φωνα με την οπτική του βιολογικού αναγωγισμού, κλινική μεταρρύθμιση. Και πρώ­τα απ’ όλα τα σχολεία. Η συνταγογράφηση φαρμάκων για τη θεραπεία της δι­αφορετικότητας —την επιστροφή στην «κανονικότητα» των σχέσεων— δεν έχει πλέον όριο ηλικίας. Και ένα μικρό παιδί (που δεν έχει ακόμη χρονίσει), αν δεν συμ­μορφώνεται με την «κανονικότητα» των φυσικών και κοινωνικών του σχέσεων υφί- σταται πλέον φαρμακοθεραπεία. Μετά το αντιψυχιατρικό κίνημα της δεκαετίας του 60 (ί3ίπ§, Οοορ-θ^, που αποκάλυψε το ιδεολογικό κάλυμμα της φερόμενης ως «ια­τρικής» αντιμετώπισης της μη αποδεκτής διαφορετικότητας, η ψυχιατρική επιστρέ­φει θριαμβικά σήμερα σε εξουσιαστικούς πολιτισμικούς κύκλους.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημερινό πολιτισμικό πλαίσιο να τονιστεί η δυνα­μική της φυλετικής διάστασης του εθνικού φασισμού: ο βιολογικός αναγωγισμός της δεν έχει δεσμεύσεις, δεν έχει λόγο να περιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο και στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, εκτείνεται θεωρητικά σε κάθε άνθρωπο α­τομικά και στην κάθε προσωπική του σχέση. Το θεωρούμενο ότι μεταφέρεται με το «αίμα», είναι ένα βιολογικό σχέδιο, καθολικό για τη φυλή και ατομικό για το κάθε μέλος της. Εάν η δυναμική του νέου κρατικού-πολιτισμικού φασισμού συνδέεται με το εγγενές της κρατικής του υπόστασης, εθνικής και υπερεθνικής, η δυναμική του νέου εθνικού-φυλετικού φασισμού συνδέεται με την καθολικότητα του βιολογικού του αναγωγισμού. Ο εθνικός φασισμός σήμερα ολοκληρώνεται ως γενικά βιολογι­κός και όχι μόνο φυλετικός.

Θα πρέπει εδώ, κλείνοντας, να επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε στην αρχή: οι δύο μορφές του νέου φασισμού, η κρατική και η βιολογική, διαφέ­ρουν μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, είναι συμπληρωματικές όψεις του φασι­στικού φαινόμενου. Στο φασιστικό πνεύμα, το κράτος είναι ένας κοινωνικός οργα­νισμός κατ’ εικόνα του βιολογικού οργανισμού.

Θεσσαλονίκη Μάρτιος 2013

4   βλ. Κ.Τίσνταλ – Α.Μποτσόλα. 1984. Φουτουρισμός. Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα: Υπο­δομή. σ.227 4

5  Γκλυκσμάν ό.π σ.28

9   Γκλυκσμάν, ό.π. σ.63


[1]  Δημοσιευμένο στο περιοδικό σημειώσεις της στέπας # 3 Φασισμός και καθημερινή ζωή. εκδόσεις των ξένων Ιούνιος 2013 Θεσσαλονίκη.

[2]  Αντρέ Γκλυκσμάν. 1976. Φασισμοί παλιός και Νέος. Μτφρ. Χριστίνα Σταματοπούλου. Αθήνα: Στο­χαστής.

[3]  Δημήτρης Κωτσάκης. 2012. 3 και 1 Κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις των συναδέλφων.

[4] Για περισσότερα σε σχέση με τη βιοπολιτική παραγωγή βλ 3και 1 Κείμενα ό.π σ.45-55

[5] ό.π. σ.73

[6]   Γκεόργκι Ντιμιτρόφ. 1975. Ο Φασισμός. Μτφρ. Δ.Χ. Αθήνα: Πορεία. Παραθέματα από σ.25

[7]     Εά^αά Ο. ^ίΐδοη. 1998. Για την Ανθρώπινη Φύση. Μτφρ. Αμαλία Ναθαναήλ. Αθήνα: Σύναλμα

[8]    ό.π.σ. 222

[9]   ό.π σ.213

πηγη:http://eleftheriakos.gr/node/597

Αυτονομία και ελληνική Ιστορία*

AOX_Oute-gar-arxein_AF

Σε αυτό το σύντομο άρθρο θα ασχοληθώ με την ελληνική ιστορία ως πηγή έμπνευσης του προτάγματος της αυτονομίας. Οι πηγές που θα αναφερθούν είναι οι πιο γνωστές και δεν καλύπτουν όλο το εύρος των στοιχείων που μας χρειάζονται για να στηρίξουμε την άποψή μας. Με αφορμή λοιπόν την άνοδο του εθνικισμού και την αποδοχή των ιδεών του ναζισμού από ένα μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, υπάρχει μια τάση σήμερα από μια μερίδα ανθρώπων να θεωρούν τα ακροδεξιά κόμματα ως γνήσιους φορείς του Ελληνικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα να γίνονται κινήσεις δημιουργίας σχολείων που θα διδάσκουν στα παιδιά την «πραγματική ελληνική Ιστορία», ενώ οποιαδήποτε άλλη θεώρηση της ελληνικής ιστορίας βαφτίζεται ως «μπολσεβίκικη», «ανθελληνική», και Νέο-ταξική. Όποιο είδος γνώσης δηλαδή δεν συνάδει με το χριστιανικό και φυλετικό φαντασιακό τείνει να θεωρείται ως εχθρικό προς την υποτιθέμενη ιστορική αλήθεια του λαού και της παιδείας του. Κάνουν όμως λάθος. Η αρχαία Ελλάδα δεν αποτελεί προνόμιο ούτε των αστών, ούτε των εθνικιστών, αλλά ούτε και ένας αγνοημένος και αδιάφορος χώρος επαναστατικής έμπνευσης όπου κυριαρχεί η ‘ταξική’ δουλοκτητική κοινωνία, όπως τόσα χρόνια μας το παρουσιάζουν οι θιασώτες του ψευδο-επαναστατικού προτάγματος του Μαρξισμού. Η πραγματικότητα που προκύπτει από την μελέτη της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή οι ρίζες, τόσο της επαναστατικής σκέψης, όσο και η συμπεριφορά του αυτόνομου και ολοκληρωμένου δημοκρατικού αμφισβητία πολίτη, βρίσκονται στην Αρχαία Ελλάδα. Το αυτόνομο- αντιεξουσιαστικό κίνημα σε όλο τον κόσμο εμπνέεται από τις πολιτική δομή των Ελληνικών Πόλεων και της άμεσης δημοκρατίας, (Παρισινή κομμούνα 1870, επανάσταση του 1905, τα πρώτα soviet, η CNT το 1936 στην Ισπανία, τα Ουγγρικά συμβούλια κ.λ.π) όσο κανένας άλλο πολιτικός χώρος. Τα διδάγματα για μια συνεχή αμφισβήτηση της εξουσίας και για ένα πολιτικά ελεύθερο τρόπο ζωής συναντώνται στη σκέψη δεκάδων φιλοσόφων, καλλιτεχνών, και τραγικών ποιητών, για τους οποίους φυσικά ελάχιστα ακούσαμε να αναφέρονται στα μαθητικά μας χρόνια. Ο 20ός αιώνας μπορεί να αποκαλείται ο αιώνας των τεχνολογικών επιτευγμάτων και της καταναλωτικής ευημερίας, αλλά πολιτικά τουλάχιστον ποτέ δεν ξέφυγε από το μεταφυσικό-οντολογικό πλαίσιο του Πλατωνισμού και του Χριστιανισμού.

Στην ουσία ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός ποτέ δεν εκτιμήθηκε στις σωστές του διαστάσεις, που δεν είναι άλλες από αυτές της χειραφέτησης, της αυτονομίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα επαναστατικά σπέρματα της σκέψης των αρχαίων διανοητών είναι παρόντα σε πολλά συγγράμματα που φυσικά αποσιωπήθηκαν από την κυρίαρχη κουλτούρα. Από τα Ομηρικά κιόλας έπη, και συγκεκριμένα στην Ιλιάδα, ο Θερσίτης είναι εκείνος που πρώτος υψώνει το ανάστημα του στην εξουσία του βασιλιά Αγαμέμνονα, βρίζοντας και χλευάζοντας την αλαζονεία του και φυσικά βιώνει την άμεση καταστολή της εξουσίας του. Αργότερα ο σοφιστής Πρωταγόρας λέγοντας το περίφημο «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν Άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν». (μτφ: Μέτρο για όλα τα πράγματα αποτελεί ο Άνθρωπος. Για όσα υπάρχουν, ότι υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν), δεν μας κηρύσσει τίποτα άλλο παρά την ανθρώπινη αυτονομία. Ο άνθρωπος είναι εκείνο το ον που στηριζόμενο στη λογική του σκέψη και στις αισθήσεις του έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει την αλήθεια και να κρίνει το δίκαιο, ενώ με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση του θεού που αναφέρεται στο απόσπασμα «Περί μεν Θεών ούκ έχω ειδέναι, ουθ’ως εισίν ουθ’ως ούκ εισίν ουθ’οποίοι τινές ιδέαν, πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ’αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου», (Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα. Ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να τους γνωρίζουμε: από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής), γκρεμίζεται κάθε θεϊκή προέλευση της αλήθειας και της ετερονομίας των ανθρώπινων κοινωνιών. Αλλού ο Αισχύλος τονίζει το «τους πάντας θεούς εχθαίρω» (Μισώ όλους τους θεούς) που συμπληρώνει την παραπάνω άποψη, που μαζί με το «Κράτος τε βία» (το κράτος ταυτίζεται με την βία) επιβεβαιώνει τον πυρήνα του αντιεξουσιαστικού προτάγματος ούτε «Ούτε θεός, Ούτε αφέντης».

Από την άλλη ο ιστορικός Θουκυδίδης με το «Άνδρες γαρ Πόλις» (Τη Πόλη την αποτελούν οι άνθρωποί της), περιγράφει με τρείς λέξεις την έννοια της συλλογικής αυτονομίας. Μόνο οι πολίτες της πόλεως, της κοινωνίας θα λέγαμε σήμερα, μπορούν να συμβάλλουν στην αυτοθέσμιση της, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι του πολιτικού τους γίγνεσθαι. Την ίδια στιγμή η απουσία εκπροσώπων της πολιτικής ζωής μας τονίζεται στην φράση του Αριστοτέλη «Δημοκρατία εστίν μεν πολιτεία, εν η κλήρω διανέμονται τας αρχάς» (Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα εκείνο όπου τα αξιώματα μοιράζονται με κλήρωση). Στην οριζόντια δομή της Αθήνας του 5ου αιώνος η έννοια του εκπροσώπου ήταν άγνωστη. Όλες οι αποφάσεις παίρνονταν συλλογικά στην εκκλησία του Δήμου και οι ίδιοι οι πολίτες τις εκτελούσαν, ενώ προηγουμένως είχε προηγηθεί συζήτηση με εξαντλητικά επιχειρήματα για ζητήματα που αφορούσαν σχεδόν τα πάντα, καθημερινής φύσεως προβλήματα όπως και ζητήματα πολέμου. Το περίφημο δίπολο “Οπλίτης – Πολίτης” που αναγγέλλουν τα κακέκτυπα του πατριωτισμού για να τονίζουν το ηρωικό στρατιωτικό παρελθόν των αρχαίων Ελλήνων που υποτίθεται πρέπει να μιμηθούμε, εκτός του ότι δεν λαμβάνει υπόψη την έννοια του πολίτη με την έννοια της συμμετοχής που αναφέραμε παραπάνω, σαν δεύτερο όρο του δίπολου, παραλείπει να δει ότι ο πόλεμος ήταν αποτέλεσμα συνέλευσης και όχι εντολή κάποιου ανώτερου ιεραρχικά ηγέτη που αποφάσισε να κάνει πόλεμο για τα συμφέροντα μιας οικονομικής ελίτ. Με τα σημερινά δεδομένα φυσικά ‘ο πόλεμος’ μπορεί, ύστερα από συνέλευση των πολιτών, να στραφεί και εναντίον των σφετεριστών της ζωής του, των εξουσιαστών δηλαδή και να δημιουργηθεί έτσι ένας ταξικός – κοινωνικός πόλεμος πράγμα που συνέβαινε αρκετά συχνά και στον αρχαίο κόσμο αν ρίξει κανείς μια ματιά στο έργο του Αριστοτέλη «Αθηναίων Πολιτεία».

Στο κοινωνικό επίπεδο η έλλειψη μισαλλοδοξίας και απαξίωσης για τον ξένο είναι εμφανέστατη σε πολλούς διανοητές. Πρώτα ο Ηρόδοτος θεωρεί τον ελληνικό πολιτισμό ως αποτέλεσμα επιδράσεων πολιτιστικών στοιχείων άλλων πολιτισμών αποδεικνύοντας έτσι ότι η ετερότητα αποτελεί βασικό της πολιτικής κουλτούρας του 6ου και 5ου π.χ. αιώνα. Εκεί όμως που φαίνεται έντονα το στοιχείο της ανοιχτότητας της Πόλεως είναι το απόσπασμα που μας σώζεται από τον σοφιστή Αντιφώντα: «έπει φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες είναι», (Όλοι οι άνθρωποι δηλαδή είναι από τη φύση ίσοι και οι Έλληνες και οι βάρβαροι), και ολόκληρο το κείμενο που βρέθηκε αναφέρει τα εξής: [Εκείνους που κατάγονται από πατέρες ευυπόληπτους τους σεβόμαστε και υποκλινόμαστε μπροστά τους, ενώ εκείνους που κατάγονται από ταπεινή οικογένεια ούτε τους σεβόμαστε ούτε υποκλινόμαστε μπροστά τους. Ως προς αυτό λοιπόν το πεδίο συμπεριφοράς μας, έχουμε γίνει βάρβαροι, απολίτιστοι, γιατί ως προς τη φυσική μας υπόσταση όλοι έχουμε φτιαχτεί από την ίδια φύση και οι Βάρβαροι και οι Έλληνες…ως προς τις φυσικές μας ιδιότητες ούτε οι βάρβαροι διαφέρουν σε τίποτε (για να θεωρούνται κατώτεροι) ούτε οι Έλληνες (για να θεωρούνται ανώτεροι), αφού αέρα αναπνέουμε όλοι με το στόμα και τη μύτη και τρώμε όλοι με τη βοήθεια των χεριών μας…]. Φράση μοναδική που ρίχνει χαστούκι σε όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ιστορικό παρελθόν για να στηρίξουν απόψεις περί ρατσισμού και καθαρότητας της φυλής, ενώ ταυτόχρονα εξυψώνει στο αίσθημα δικαιοσύνης και ισότητας που διαπερνά τους ενεργούς πολίτες της Αθήνας. Για το ζήτημα του νόμου και της ταξικής του διάστασης ο Ανάχαρσης αναφέρει: «Οι Νόμοι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης. Όπως δηλαδή σε αυτόν, άμα πέσει καμιά μύγα ή κανένα κουνούπι πιάνεται, ενώ άμα πέσει καμιά σφήκα ή μέλισσα τον σχίζει και φεύγει, έτσι και στους νόμους, άμα πέσει στη λαβίδα τους κανένα φτωχός πιάνεται, ενώ άμα πέσει κανένας πλούσιος ή ισχυρός, τον τσακίζει κι ελεύθερα διαφεύγει» Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι Κυνικοί με πρωτοπόρο τον Διογένη που αποκαλεί τον εαυτό του «πολίτη του Κόσμου» καθώς και τον Ζήνωνα τον Κιτιέα που σαν άλλος P. J. Prοudhon αναφέρει ότι «οι καρποί ανήκουν σε όλους και η γη σε κανέναν». Ασκούσε κριτική στην πολυτέλεια και σαν αρχαίος ‘situationist’ θεωρούσε ψεύτικη και παραπλανητική κάθε επίδειξη πλούτου και δύναμης. Η δε αντι-κρατική του φιλοσοφία φαίνεται στα λίγα αποσπάσματα που έχουν σωθεί και όπου οραματίζεται μια κοινωνία ελεύθερη και α-κρατική, χωρίς άρχοντες, στρατό, δικαστήρια, αστυνομία, ναούς και χρήματα. Οι άνθρωποι οφείλουν να ζουν με αλληλεγγύη και να ορίζουν μόνοι τη νομοθεσία που θα τους διέπει. Λέει χαρακτηριστικά ότι «δεν πρέπει ζούμε χωριστά σε κράτη και δήμους, παρά όλους να τους λογαριάζουμε για συνδημότες και συμπολίτες μας, και μια ζωή και οργάνωση να υπάρχει για τους πάντες».

Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν μια μικρή εικόνα του βασικού άξονα στον οποίο κινείται η αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε σπέρματα αυτονομίας, ελευθερίας και αλληλεγγύης για μια κοινωνία που να σέβεται τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Δυστυχώς τα κείμενα που έχουν σωθεί είναι ελάχιστα. Η καταστροφή τους υπήρξε ανεπανάληπτη, τόσο από τους φορείς της Χριστιανικής μισαλλοδοξίας, όσο και από τους εκάστοτε εξουσιαστές που έβλεπαν σε αυτά τα κείμενα της δημοκρατικής λογοτεχνίας ένα μελλοντικό εχθρό. Δεν τυχαίο άλλωστε που τα έργα του Πλάτωνα σώθηκαν σχεδόν ακέραια καθώς και των Νέο-Πλατωνικών, κλασσικοί διανοητές που εξυμνήθηκαν από το σύστημα και οι θεωρίες του αποτέλεσαν δεκανίκι σε βασιλιάδες, φεουδάρχες, φασίστες, κοινοβουλευτικούς και κάθε είδους δυνάστη. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι και οι λέξεις κλειδιά που οδηγούν τους αγώνες μας έχουν επίσης την ρίζα τους στο αρχαίο – ελληνικό φαντασιακό τρόπο αντίληψης των πολιτικών πραγμάτων: Αν – αρχία ( χωρίς αρχή, χωρίς εξουσία και κυβέρνηση) και Δημο – κρατία ( Ο δήμος κυβερνά αυτόνομα – αυτοδίκαια – αυτοτελώς, χωρίς εκπροσώπους και ειδικούς).

πηγη:http://eagainst.com/articles/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/

Τραγωδία ! 24 ανθρώπινες ζωές χάθηκαν στο Αιγαίο !

168029_177506642272321_118926818130304_457772_7796697_n

 Ο ακήρυχτος πόλεμος συνεχίζεται

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ : Καμιά Ανθρώπινη Ζωή δεν είναι ΠΑΡΑΝΟΜΗ ! Σε κανέναν απολύτως δεν ταιριάζει ένας τέτοιος θάνατος! Ούτε κάν στους Φασίστες και στους απάνθρωπους και φαντασμένους νεοέλληνες που ξεχνώνταςότι είμαστε λαός μεταναστών ,φτιάχνουν “τάγματα εφόδου” και σενάρια περι μυστικών δήθεν υπηρεσιών που πληρώνουν τα ναύλα αυτών των δύστυχων και απελπισμένων ανθρώπων !

Όποιος λαός όμως δεν διδάσκεται απο την Ιστορία του ,υποχρεώνεται απο την ΖΩΗ ,να ξαναζήσει τις ίδιες τραγωδίες! Διαβάστε παρακάτω για τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης παράνομων ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ στην ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ καθώς και για το Προγκρόμ κατά των ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΑΓΑΖΙΩΝ και Ελλήνων Μεταναστών στο Τορόντο του ΚΑΝΑΔΑ (τον Αύγουστο του 1918) στα πόστ παρακάτω :

http://plateiamolaon.wordpress.com/2012/03/27/%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%82-%CF%83%CE%B5-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%B5%CE%B4%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%B3/

http://plateiamolaon.wordpress.com/2012/03/27/%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%BA%CF%81%CF%8C%CE%BC-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%B5%CF%84/

     Τουλάχιστον 24 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους νωρίς το πρωί όταν ένα πλοιάριο φορτωμένο με μετανάστες χωρίς χαρτιά που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως τελικό προορισμό την Ελλάδα βυθίστηκε στα ανοιχτά των τουρκικών ακτών, όπως μετέδωσε το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Dogan.
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα η τουρκική ακτοφυλακή έλαβε σήμα έκτακτης ανάγκης από τον καπετάνιο του σκάφους ο οποίος ανέφερε ότι βυθιζόταν στα ανοιχτά του Εζίνε, στην επαρχία Τσανάκαλε. Σύμφωνα με τον καπετάνιο στο πλοιάριο επέβαιναν πάνω από 30 άτομα.
Σκάφη της ακτοφυλακής, ένα ελικόπτερο και ένα αεροσκάφος που έσπευσαν στην περιοχή εντόπισαν τα πτώματα 18 αρχικά και στη συνέχεια 24 ανθρώπων και κατάφεραν να ανασύρουν ζωντανούς από τη θάλασσα 12 μετανάστες χωρίς χαρτιά.
Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, το πλοιάριο πιθανότατα είχε ως τελικό προορισμό τη Λέσβο.

ΠΗΓΕΣ /ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ :

Έκτακτο : Τραγωδία ! 24 ανθρώπινες ζωές χάθηκαν στο Αιγαίο !

http://clandestinanews.wordpress.com

https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1484508

τάγματα εφόδου στους Αμπελοκήπους (*) (**)

 

Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στην «Εφ.Συν.» 40χρονης μητέρας από τις Φιλιππίνες για τη δράση των νεοναζί στους Αμπελοκήπους, όπου αποτελούν «κράτος εν κράτει»

 

Οι χρυσαυγίτες εκδίδουν οδηγίες για αλλοδαπούς σε ποια πεζοδρόμια θα περπατούν και απαγορευτικά κυκλοφορίας μετά τις 10 το βράδυ

 

 

 

Η Μ. είναι 40 χρόνων, άγαμη μητέρα ενός 10χρονου πανέμορφου μικρού, αριστούχου μαθητή του Δημοτικού. Πριν από 19 χρόνια ήρθε από τις Φιλιππίνες. Από τότε εργάζεται κάθε μέρα, με ένα ρεπό την εβδομάδα, χωρίς διακοπές, σε σπίτια ως βοηθός.

 

Τα χαρτιά της είναι τακτοποιημένα. Πληρώνει κανονικά τους φόρους που της αναλογούν. Είναι ασφαλισμένη. Απέναντι στην πολιτεία είναι καθ΄ όλα εντάξει. Η πολιτεία όμως δεν είναι.

 

Η Μ. δεν έχει τα ίδια δικαιώματα που έχω εγώ. Διότι η πολιτεία αφήνει το φάντασμα με τον αγκυλωτό σταυρό να πλανάται στη γειτονιά μας. Να εκδίδει οδηγίες για το σε ποια πεζοδρόμια θα περπατά και απαγορευτικά κυκλοφορίας μετά τις 10 το βράδυ.

 

Aμπελόκηποι. Εκεί όπου πολλοί αλλοεθνείς συμβιώνουν, χρόνια τώρα, αρμονικά μαζί μας. Γνωριζόμαστε από τα παιδικά μας. Και τώρα τα παιδιά μας μεγαλώνουν μαζί. Μαθαίνουν γράμματα στα ίδια σχολεία και φροντιστήρια, παίζουν στα ίδια πάρκα, πηγαίνουν στα ίδια πάρτι, ψωνίζουν από το ίδιο βιβλιοπωλείο μολύβια και γομολάστιχες και από το ίδιο ψιλικατζίδικο τσίχλες και παγωτά. Δεν έχουμε όμως τα ίδια δικαιώματα.

 

Οι άνδρες με τα μαύρα

 

«Πριν από μία εβδομάδα στο πάρκο ξέμειναν να τρώνε σουβλάκια, με τα μικρά να κάνουν κούνιες και τσουλήθρες, μια παρέα Φιλιππινέζων. Η ώρα ήταν περασμένες δέκα όταν ήρθαν άνδρες με μαύρα μπλουζάκια και τους απείλησαν. Θα είστε σπίτι σας πριν από τις δέκα το βράδυ. Δεν θα κυκλοφορείτε μετά τις δέκα. Δεν θέλουμε να σας δούμε έξω ξανά. Να το μάθουν όλοι». Ακούω τη Μ. και θυμώνω. Η οδηγία διαδόθηκε. Ο πατέρας ενός συμμαθητή του γιου της τη βρήκε, όπως και άλλους, για να την προειδοποιήσει.

 

Τι θα κάνεις, τη ρωτάω. «Τι να κάνω. Θα πηγαίνω σπίτι μου».

 

Πήγες στην Αστυνομία; «Οχι.Τρελάθηκες;». Στην πρεσβεία; «Οχι, να δώσω το όνομά μου; Κι αν στην πρεσβεία δεν μπορούν να κάνουν κάτι; Ο μικρός δεν έχει κανέναν άλλον».

 

Αμηχανία

 

Ντρέπομαι. Από αμηχανία χαζεύω τις τραμπάλες και τα δέντρα του πάρκου. Εκεί που τα παιδιά μας παίζουν από μωρά. «Εσύ μπορείς να έρχεσαι. Μη στενοχωριέσαι για εμάς». Και με ποιον θα παίζει το δικό μου παιδί αν οι μισοί φίλοι του είναι σπίτι τους; Οσο περνάει η ώρα η ιστορία γίνεται όλο και πιο ανατριχιαστική.

 

Τη Δ., που είναι και αυτή από τις Φιλιππίνες, 20 χρόνια στην Ελλάδα, κάποιοι γείτονες τη συμβούλευσαν, μου λέει η Μ., να περπατάει στα απέναντι πεζοδρόμια κάποιων παμπ στους Αμπελόκηπους. Γιατί «οι θαμώνες τους δεν θέλουν τους ξένους».

 

«Είχα καταλάβει κάτι, αλλά δεν ήμουν σίγουρη», μου εκμυστηρεύεται. Διηγείται ότι την προηγούμενη εβδομάδα γυρνούσε στο σπίτι της με τον μικρό της. Η ώρα ήταν 9.20 το βράδυ. Το σπίτι της βρίσκεται κοντά στο άντρο της Χ.Α. της οδού Μεσογείων, το οποίο φρουρείται από μέλη της οργάνωσης. «Ε!» ακούει να της φωνάζουν, από μακριά. «Γρήγορα σπίτι». «Δεν μίλησα, είπα στον μικρό να περπατήσει πιο γρήγορα», λέει.

 

«Ευτυχώς δεν μας πείραξαν». Τι εννοείς, τη ρωτώ.

 

«Πριν από δυο εβδομάδες τρεις Φιλιππινέζες είχαν βγει για να γιορτάσουν γενέθλια σε ένα φαστφουντάδικο των Αμπελοκήπων. Γυρνούσαν σπίτι κατά τις 10.15. Τις σταμάτησαν τρεις άνδρες με μαύρες μπλούζες και το σήμα της Χ.Α. Πέρασαν στα χέρια τους χειροπέδες και…».

 

Το βλέμμα χαμηλώνει. Σταματά να μιλάει. Τι έγινε Μ., τη ρωτάω. «Είναι άσχημα τα πράγματα. Φοβάμαι για τον…». Επειτα από λίγο μου λέει: «Μας σταματούν στον δρόμο και μας ρωτάνε: “Εχεις δουλειά;” Αν πεις “ναι” τρως ξύλο, αν πεις “όχι” σε κρατούν, σου λένε “Δεν έχεις χαρτιά ε;” και φωνάζουν την Αστυνομία. Σε κάθε περίπτωση, αντί για το κρατητήριο διαλέγεις το ξύλο, ακόμα κι αν είσαι άνεργος».

 

(*)  Της Ντάνι Βέργου

(**)πηγη: http://www.efsyn.gr/?p=82676 via:https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1484416