Αρχείο ετικέτας Κοινωνικός Αναρχισμός

ΣΥΡΙΖΑ: η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων

Δημοσιεύεται εδώ το άρθρο του Αντώνη Δρακωνάκη, όπως μπορεί να το διαβάσει κανείς στο τελευταίο τεύχος της Πολιτικής Επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός» των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ. Περισσότερες πληροφορίες για την έκδοση μπορείτε να βρείτε στο τέλος της ανάρτησης.

****

του Αντώνη Δρακωνάκη

Κόμμα και εκλογική βάση

Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες […]. Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο. Βασίζεται στις ίδιες σχέσεις παραγωγής, στο ίδιο σύστημα αξιών. Σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος, για την εδραίωση του μονοπωλιακού κι ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό οι περιθωριακές αλλαγές, που προωθεί η σοσιαλδημοκρατία, αλλαγές που αποσκοπούν στη συγκάλυψη των αντιθέσεων και των αδυναμιών του συστήματος, δεν αποτελούν βήματα προς τον σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα μέτρα για την αποσόβησή του […]. Και κάτι που δεν θα’ πρεπε να ξεχάσουμε: τα σοσιαλδημοκρατικά πειράματα είναι εφικτά στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού όπου υπάρχουν οι δυνατότητες για ‘ευγενικά προσωπεία’. Σε εξαρτημένες περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. – Ανδρέας Παπανδρέου, 1975 [1]

Στο ίδιο μήκος κύματος με τις απόψεις που θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί το νέο ΠΑΣΟΚ, δεν θα’ ταν παράλογο να περιμένουμε δηλώσεις όπως αυτή του Α. Παπανδρέου από τα χείλη του κυρίου Τσίπρα· μολαταύτα, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Όσο κι αν ένα (μπερδεμένο) μειοψηφικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί φειδωλά να επαναφέρει τη λέξη «καπιταλισμός» (άρα και τον αντικαπιταλιστικό λόγο) στη σύγχρονη ορολογία του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ την τρέμει· αντ’ αυτού, προτιμά να μιλά για «νεοφιλελευθερισμό» την ίδια στιγμή που συνδιαλέγεται επίσημα με το κεφάλαιο στους διαδρόμους του ΣΕΒ (Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων). Η αδυναμία λοιπόν -και επιλογή- του ΣΥΡΙΖΑ να μην αρθρώσει, έστω και στοιχειωδώς, κάποιο σοβαρό αντικαπιταλιστικό λόγο, αποδεικνύει ότι φοβάται να φτάσει ακόμα και στα επίπεδα της παπανδρεϊκής «επαναστατικής» ρητορικής, γεγονός που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον όχι σε όλα τα επίπεδα· κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ηγέτης του φοβάται να οξύνει ιδεολογικά τον λόγο του, όπως έπραττε θεαματικά ο κύριος Α. Παπανδρέου, αλλά γιατί ο πρώτος δεν έχει το πορτοφόλι του δεύτερου. Η σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου, φύσει αντεπαναστατική και δημαγωγική, βασίστηκε σ’ ένα γεμάτο κρατικό θησαυροφυλάκιο, προκειμένου να εξαγοράσει την κοινωνική συνείδηση· ενέπνευσε, δηλαδή, με πεντοχίλιαρα τα «πεινασμένα» πλήθη, υποκαθιστώντας τα βιβλία και τους κοινωνικούς αγώνες. Βασιζόμενο στις «δωρεές» κρατικού χρήματος, τη γενικευμένη κολακεία, τον φθηνό πατριωτισμό και τον ψευδεπίγραφο ριζοσπαστικό λόγο, το ΠΑΣΟΚ του ’81 κατάφερε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση και, κατ’ επέκταση, τη διακυβέρνηση της χώρας για αρκετό διάστημα.
Αντιστοίχως, με την ίδια ακριβώς συνταγή αλλά χωρίς δραχμή στο ταμείο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό. Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να εμπνεύσει προεκλογικά, δεν έχει τον «παρά» για να κρατήσει τους ψηφοφόρους του στη συνέχεια.
Αυτό που δεν έχει καταλάβει ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι το κενό μεταξύ κόμματος και ψηφοφόρων, που χαρακτηρίζει κάθε διαχωρισμένο πολιτικό μόρφωμα όπως ένα κόμμα –η έλλειψη δηλαδή οργανικής σχέσης μεταξύ φορέα και κοινωνίας- αποκαθίσταται είτε με επαναστατική αλλαγή είτε με χρήμα. Στην περίπτωση μιας επίδοξης σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ ’81, ΣΥΡΙΖΑ τώρα), προϋποθέτει το δεύτερο. Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τους ψηφοφόρους του να ενεργοποιηθούν και να στηρίξουν έμπρακτα τον αγώνα για την αναγέννηση της χώρας, το εν λόγω κοινό δεν παύει να είναι μέχρι σήμερα, πάνω απ’ όλα εκλογικό, άρα αποστασιοποιημένο από τους κοινωνικούς αγώνες, διαχωρισμένο από τη ζωή και την εργασία του και αλλοτριωμένο από την ετερονομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μετατραπεί από τη μια μέρα στην άλλη, σε ένα ενεργό πλήθος, εμπνευσμένο από τα «ριζοσπαστικά» προτάγματα μιας νέας (sic) πολιτικής δύναμης, τη στιγμή, μάλιστα, που αυτή η δύναμη δεν έχει καν πραγματικά ριζοσπαστικά προτάγματα που θα μπορούσαν ίσως να γεννήσουν ένα κίνημα, αλλά εκκλήσεις για ανώδυνα τσιμπήματα στο σώμα ενός ασθμαίνοντος καπιταλισμού. O ΣΥΡΙΖΑ των 1.655.086 ψήφων δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια κίνημα, αντιθέτως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα εκλογικό «αντι-κίνημα».
Αν από το 26% (εκλογές Ιουνίου 2012) του ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρέσουμε το 4,5% της περιόδου πριν το 2012, μένει ένα 21,5% που δεν αποτελεί παρά ένα άρτι αποκτηθέν εκλογικό εμπόρευμα, εξαγορασμένο με κολακεία και «ενωτισμό». Σε ποια βάση όμως να ενωθούμε; Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά: α) εθνική ενότητα, β) ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου. Μπορεί το δεύτερο να μην χρήζει ιδιαίτερου προβληματισμού, σε ό,τι αφορά όμως το πρώτο, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο και να αναλογιστούμε την καθολικότητα της πατριωτικής ρητορικής στο πεδίο της πολιτικής στην Ελλάδα:

Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες [στην Ελλάδα], οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.[2]

Συνομιλώντας με μέλη που είναι στο κόμμα από την εποχή του Συνασπισμού, θα ακούσουμε ότι προφανώς ο Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματος δεν είναι αφελή· δεν στηρίζουν ιδεολογικά καμιά εθνική ενότητα εις βάρος μιας προοδευτικής-αριστερής κοινωνικής συσπείρωσης· αλλά πώς αλλιώς μπορείς να βγεις κυβέρνηση αν δεν αποκτήσεις μια έστω στοιχειώδη, πατριωτική ρητορική; Απ’ αυτό, φαίνεται ξεκάθαρα και ο κεντρικός στρατηγικός πυλώνας, πάνω στον οποίο δομήθηκε ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα θεματικά πεδία: «όλοι μέσα» και βλέπουμε.
Μετά το 26% ο χρόνος πίεζε και το κόμμα βρέθηκε μπροστά σε δύο επιλογές· ή θα διατηρούσε ένα αυτόνομο αριστερό προφίλ, κρατώντας αποστάσεις από τη δυναστεία της κεντρο-αριστεράς ή θα γινόταν το πιο «ατίθασο» κομμάτι της και, συνεπώς, ένα κόμμα εξουσίας. Φυσικά επέλεξε το δεύτερο: άμβλυνση των πολιτικών συγκρούσεων (ενωτισμός), ιδεολογική εκεχειρία υπό το βάρος του αντιμνημονιακού λαβάρου (βλ. φλερτ με Ανεξάρτητους Έλληνες), διαμόρφωση κυβερνητικού image (απορρόφηση των «καθαρών» του ΠΑΣΟΚ), διαταξική κολακεία (συνομιλίες με ΣΕΒ), δηλώσεις νομιμότητας στην ΕΕ και φθηνός πατριωτισμός με νεανικό προφίλ.
Με αυτά τα τερτίπια, ένα κόμμα που, μέχρι πρότινος, εξέφραζε -είναι αλήθεια- ένα πραγματικά προοδευτικό (και μέχρι εκεί) κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (αν και με μηδενική εσωτερική συσπείρωση), αποφάσισε να τους εκφράσει όλους. Πήρε, λοιπόν, το ρίσκο να δομήσει ένα πολιτικό μόρφωμα με ατροφικό κορμό και μεγάλο κεφάλι· ένα πολιτικό μόρφωμα που επιχειρεί να βολέψει στο ίδιο σώμα, το κυβερνητικό και το κινηματικό προφίλ· δεν βρισκόμαστε όμως στη Νικαράγουα των Σαντινίστας.
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μια σαθρή εκλογική βάση -και μάλλον εκεί θα παραμείνει- που θα τον προδώσει στην πρώτη ευκαιρία. Κι αυτό γιατί, αφενός δεν προέρχεται από καμιά μαζική κινηματική δύναμη (κίνημα) με εμπειρία στον δρόμο και τους κοινωνικούς αγώνες και, αφετέρου, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει -άμεσα- το εκλογικό του σώμα (διανομή κρατικού χρήματος), χτίζοντας έναν πελατειακό μηχανισμό -αλά ΠΑΣΟΚ- που να μπορέσει να συσπειρώσει τη βάση στο όνομα της «ταμπακέρας».
Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν έναν πληθυσμό πιστωτών που, μόλις δουν τις αξιώσεις τους να καταρρέουν, θα αποσύρουν την πίστωση. Η μικροαστική ανυπομονησία για αλλαγή, βασισμένη στην άρνηση για προσωπική συμμετοχή στον κοινωνικό αγώνα, είναι τυφλή και αδηφάγος· δεν την ενδιαφέρει το χρώμα του μεσσία, αρκεί να εμφανίζεται ως μεσσίας και δεν καταλαβαίνει τις παρακλήσεις του για υπομονή· θέλει ευημερία εδώ και τώρα, αλλιώς αλλάζει ψηφοδέλτιο.
Εκλογικοί πληθυσμοί όπως αυτοί, δεν μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από έναν πολιτικό φορέα στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινού ιδεώδους· αρχικά, γιατί δεν διαθέτουν -τουλάχιστον στην επαναστατική τους εκδοχή- τίποτα από τα δύο. Η αλληλεγγύη και το ιδεώδες δηλαδή, δεν έχει γι’ αυτούς ούτε ταξικό πρόσημο ούτε το στοιχείο μιας ολιστικής, αξιακής αμφισβήτησης. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως φιλανθρωπία και τα ιδεώδη ως σχετικολογικά υπαρξιακά ευχολόγια.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός δεν χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της αλληλεγγύης· απλώς δεν μπορεί η αλληλεγγύη στην παρούσα μορφή, να τον ιδεολογικοποιήσει προς την απελευθερωτική κατεύθυνση. Για όλα αυτά, δεν επιρρίπτουμε φυσικά την ευθύνη, αποκλειστικά στους ίδιους τους ψηφοφόρους· αντιθέτως αντιλαμβανόμαστε την αλλοτριωτική δυναμική του καταμερισμού της εργασίας και των ηγεμονικών μηχανισμών (Gramsci) με τους οποίους το καπιταλιστικό κράτος πολτοποιεί τον μέσο ανθρώπινο νου.
Η αστραπιαία μαζικοποίηση μιας πολιτικής δύναμης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με καθαρά εκλογικούς όρους, οξύνει τη διάσταση κόμματος και ψηφοφόρων· κάνει, δηλαδή, ακόμα πιο έκδηλη, την έλλειψη οργανικής σχέσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογική του βάση. Αρκεί να κοιτάξουμε τις πωλήσεις της Αυγής, τον αριθμό των μελών της νεολαίας του, το μέγεθος των μπλοκ του στον δρόμο ή, ακόμα καλύτερα, το πόσο εύκολα κινητοποιεί τον κόσμο του· και υπενθυμίζουμε ότι μιλάμε για ένα κόμμα 1,5 εκατομμυρίου ψήφων. [3]
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ελάχιστα στην πραγματική διάσταση των κοινωνικών αγώνων (όπως και στην όξυνσή τους) και αυτή είναι η ξερή αλήθεια. Πέρα από κάποιους ενεργούς δημότες που συμμετέχουν στις λαϊκές συνελεύσεις της γειτονιάς τους και κάποιους γιατρούς, δικηγόρους που δραστηριοποιούνται σε κοινωνικά ιατρεία και ομάδες νομικής υποστήριξης (χωρίς φυσικά να υποτιμάμε τίποτα απ’ τα δύο), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να επιδείξει κάποια αξιοσημείωτη εμπειρία ή τεχνογνωσία, στην από-τα-κάτω δόμηση των κοινωνικών αγώνων· δεν είναι τυχαίο ότι έχει ξεπατικώσει κάθε ιδέα και πρακτική που αναπτύσσεται εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία χρόνια.
Εντούτοις, η αυτοοργάνωση δεν απαντάται σε καμία εσωτερική διαδικασία ή πρακτική του κόμματος, την ίδια στιγμή που η έννοια της κοινωνικής αυτοοργάνωσης έχει γίνει σημαία του, ενώ τα βίαια και συγκρουσιακά ρεπερτόρια δράσης της Κερατέας και των Σκουριών γίνονται αποδεκτά στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που το γραφείο τύπου του καταδικάζει τη βία και υποστηρίζει ότι υπονομεύει τους κοινωνικούς αγώνες. Όποιος έχει έστω και την παραμικρή αντίληψη, καταλαβαίνει ότι χωρίς την κοινωνική αντιβία και τις ακραίες μορφές αντίστασης των κατοίκων της λαυρεωτικής και της Χαλκιδικής, που όξυναν τον αγώνα και τον έκαναν γνωστό σε όλη την Ελλάδα, τα εν λόγω κινήματα θα είχαν ατονήσει. «Οι πέτρες, οι μολότοφ και οι εμπρησμοί δεν έχουν θέση στις λαϊκές κινητοποιήσεις, δεν φέρουν κανένα αποτέλεσμα και ανακόπτουν τον αγώνα» – ναι, γι’ αυτό ανεστάλησαν οι εργασίες κατασκευής των ΧΥΤΑ σε Κερατέα και Λευκίμμη· γι’ αυτό το κίνημα των Σκουριών εισέπραξε τέτοια αλληλεγγύη και πήρε τέτοιες διαστάσεις.[4]
Παρά τα θεωρητικά τσουβαλιάσματα και παρ’ όλες τις επανειλημμένες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει ιδεολογικά τα νεοαναδυόμενα κοινωνικά κινήματα, κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει παταγωδώς· αντίθετα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός στο να αντλεί θεαματικά, την πολιτική υπεραξία της κινηματικής δράσης εν γένει, φυσικά στα πλαίσια της εκλογικίστικης, αντιληπτικής ικανότητας του μέσου τηλεθεατή.
Το τέλος των κινημάτων

Υπήρξαν δυνάμεις –κυρίως του αναρχικού χώρου- εντός των κινημάτων, που στην προσπάθεια να επιβάλλουν τις δικές τους αντιλήψεις και πρακτικές στα κινήματα, υπεριδεολογικοποιούν και υπερπολιτικοποιούν τους τοπικούς αγώνες, δημιουργώντας τους όρους απομαζικοποίησής τους και εξ αυτού υπονομεύοντας την επιτυχή έκβαση αυτών των αγώνων. Η πολιτική αντιπαράθεση με αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές, που θεωρούν οποιαδήποτε συνάρθρωση δομών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας και οποιοδήποτε αίτημα απευθύνεται στα αρμόδια (κρατικά) όργανα, εκ προοιμίου ενάντια στους αγώνες, είναι καθοριστική για να συνεχίσουν τα τοπικά κινήματα να έχουν πλατιά κοινωνική απεύθυνση και να διαμορφώνουν συνθήκες νίκης.[5]

Όταν ένα αριστερό κόμμα, που έχει γαλουχηθεί για χρόνια στην αντιπολίτευση, φιλοξενείται ξαφνικά στα έδρανα της κυβέρνησης, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά από αντιφάσεις· μια απ’ αυτές είναι η σχέση του με τα κοινωνικά κινήματα.[6]

Η εν λόγω αντίφαση προκύπτει από την ίδια τη φύση των κινημάτων που, ως επί το πλείστον, απευθύνονται στις αρχές. Εν προκειμένω, εξετάζουμε την περίπτωση ριζοσπαστικών κινημάτων, με αιτήματα που συνάδουν με το αγωνιστικό πλαίσιο μιας αριστερής πολιτικής δύναμης (π.χ. Σκουριές, Κερατέα) και όχι, λόγου χάρη, ένα κίνημα ενάντια στην ανέγερση τζαμιών στην Αθήνα.
Όντας στη θέση της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται αυτομάτως σε δέκτη της διαμαρτυρίας και των αιτημάτων ενός κινήματος. Έτσι, από προωθητική δύναμη της κινηματικής δράσης, εμφανίζεται ως παθητικός φορέας λήψης αποφάσεων. Βρίσκεται, λοιπόν, δυνητικά, μπροστά σε ένα αξιοσημείωτο υπαρξιακό ζήτημα: αν πυροδοτήσει ή στηρίξει ένα κίνημα που στρέφεται προς την κυβέρνηση είναι σαν να διαμαρτύρεται στον εαυτό του. Αν πάλι, ικανοποιήσει άμεσα τα αιτήματά κάποιου κινήματος, τότε σημαίνει ότι το κίνημα σταματάει αυτόματα· παύει δηλαδή η κινηματική δράση.
Ιδού λοιπόν το ερώτημα· πώς μπορεί μια κινηματική δύναμη, που υποτίθεται πως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, να αποτελεί πυροκροτητή των λαϊκών διεκδικήσεων και των κινημάτων, όταν αναλαμβάνει τα ηνία του κράτους; Πώς μπορεί μια δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στα τοπικά κινήματα, να τα στηρίζει από την πλευρά της κυβέρνησης; Θα ήταν τουλάχιστον αστείο να βλέπαμε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να στέλνει τα στελέχη της δίπλα στους αγωνιζόμενους κατοίκους μιας περιοχής, για να στηρίξουν τον αγώνα τους ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση. Απαντούμε, λοιπόν, γρήγορα και ξεκάθαρα:
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δομική σύγκρουση με ένα κίνημα ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί με το περιεχόμενο των αιτημάτων του, γιατί το απειλεί ήδη σε οντολογικό επίπεδο· στέκεται, δηλαδή, ανταγωνιστικά στην ίδια την ουσία του κοινωνικού κινήματος που είναι ο εξωθεσμικός του χαρακτήρας. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίξει ένα κίνημα, παρά μόνο για να το αποφορτίσει -έστω και μέσω της διαπραγμάτευσης- και να το μετατρέψει σε μια μη-κινηματική ομάδα πίεσης.
Δεν υπάρχουν θεσμικά «κινήματα», δηλαδή κύτταρα συλλογικής δράσης και κινητοποίησης εντός του θεσμικού (κυβερνητικού, κρατικού, διοικητικού κλπ.) πεδίου. Η μόνη σχέση ενός κινήματος με τους θεσμούς είναι αποκλειστικά είτε μια πιθανή στήριξη της εξωθεσμικής του δράσης από θεσμικούς φορείς (π.χ. δήμαρχος) είτε η επικουρική-εργαλειακή χρήση της θεσμικής οδού (π.χ. προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Το «κίνημα», λοιπόν, είναι και θα παραμείνει μια εξωθεσμική συλλογική μορφή πάλης για τους καταπιεσμένους.
Μια κυβέρνηση έχει δύο επιλογές απέναντι σ’ ένα νεοεμφανιζόμενο κίνημα· ή να ικανοποιήσει τα αιτήματά του ή να συγκρουστεί μαζί του. Μέση λύση δεν υπάρχει· είτε συγκρούεται μαζί του, ανοίγοντας άλλο ένα μέτωπο, είτε ικανοποιεί συνολικά ή εν μέρει τα αιτήματά του, σταματώντας το ολοκληρωτικά, ή το αναστέλλει προσωρινά.
Ας εξετάσουμε λίγο τις εν λόγω επιλογές, με φόντο τις κινητοποιήσεις ενάντια στα μεταλλεία των Σκουριών. Μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε φυσικά (αν δεν θέλει να γίνει περίγελος) παρά να στραφεί κατά των αξιώσεων της «El dorado gold» και να εμποδίσει τη διεξαγωγή των εργασιών της εκ των άνω, ικανοποιώντας τα αιτήματα του κινήματος κατά των μεταλλείων. Όπως είναι προφανές, αυτό θα σήμανε αυτόματα και το τέλος του αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής· το κράτος (ΣΥΡΙΖΑ) θα λάμβανε τα εύσημα από τη, μέχρι πρότινος, μαχόμενη τοπική κοινωνία και όλα θα λύνονταν διά της θεσμικής οδού. Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι αυτή η τακτική συνεχίζεται για κάποιο διάστημα· ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, καταφέρνει να δομήσει μια κυβέρνηση αδιάφθορη και φερέγγυα ως προς το «ριζοσπαστικό» της προφίλ, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα. Τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση;
Θα είχαμε την πλήρη απαξίωση της κινηματικής δράσης ως ρεπερτόριο δράσης και, παράλληλα, την εδραίωση μιας τακτικής, απευθείας προσφυγής στα διαπραγματευτικά όργανα της κυβέρνησης από την πλευρά των πολιτών. Και τώρα θα ρωτήσει κανείς: μα γιατί να υπάρχουν κινήματα αν η κυβέρνηση είναι συγκαταβατική; Η κινηματική δράση είναι αυτοσκοπός;
Ασφαλώς ναι, στον βαθμό που ριζοσπαστικοποιεί και διαπαιδαγωγεί την κοινωνία σε μια κουλτούρα αντίστασης, μαχητικότητας και αυτοοργάνωσης· στον βαθμό που κρατάει ζωντανό το ένστικτο της εξέγερσης (Μπακούνιν) και εμποτίζει έναν λαό με πολιτική συνείδηση[7] (το αναγκαίο έτερον ήμισυ της ταξικής συνείδησης που, εν τη ενώσει τους, μας δίνουν την επαναστατική συνείδηση)· στον βαθμό, τέλος, που ένας λαός μέσω της κινηματικής δράσης, συνηθίζει να αντιστέκεται, δημιουργώντας μια παράδοση –αυτή τη φορά- κινηματική, ένα «έθιμο» αντίστασης.
Η κινηματική δράση και το ένστικτο της εξέγερσης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως περίσταση, αλλά ως απόδειξη της ζωτικότητας μιας κοινωνίας· η συλλογική δράση και η εξέγερση, δηλαδή, αποδεικνύουν ότι μια κοινωνία είναι ζωντανή.[8] Ακόμα, διατηρούν αναμμένη τη φλόγα της εξεγερσιακής προοπτικής σε διεθνές επίπεδο· συντηρούν, δηλαδή, τη διεθνιστική διάσταση του κοινωνικού αγώνα και του προτάγματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον μαχόμενο ευρωπαϊκό νότο, στις εύρωστες σκανδιναβικές χώρες η συλλογική δράση κινείται σε μηδενικά επίπεδα· η κοινωνική νηνεμία του βορρά δεν μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση ότι συμβάλλει ιδιαιτέρως στην προοπτική της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ή, ευρύτερα διεθνούς, ανατρεπτικού κινήματος. Τι μπορεί να προσθέσει η Ολλανδία ή η Δανία στον αγώνα των εξεγερμένων ανά τον κόσμο;
Συνεχίζοντας την απάντησή μας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι μια περίοδος μπορεί να χαρακτηρίζεται από κυβερνητική συγκαταβατικότητα (π.χ. πιθανώς το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ), τα χρόνια όμως περνούν και η μια περίοδος διαδέχεται την άλλη. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίζονταν από βαθιά συναίνεση ως προς τις λαϊκές διεκδικήσεις, μερικά χρόνια αργότερα όμως, το κράτος έδειξε και πάλι την πραγματική του μορφή. Όσοι έχουν τη διάθεση να επενδύσουν για άλλη μια φορά στο ευγενικό του προσωπείο ας το κάνουν· οι αναρχικοί θα συνεχίσουν να κοιτούν ξεροκέφαλα την ιστορία και την αλήθεια της.
Στη διακυβέρνηση της αριστεράς, τα κινήματα θα προβάλλονται από το κράτος ως δυνητικά μέσα αγώνα ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση ή, ακόμα χειρότερα ίσως, υπονομευθούν από συντηρητικές και ακροδεξιές –αντιπολιτευτικές- δυνάμεις. Οι αυτοοργανωμένες λαϊκές συνελεύσεις θα στήνονται με την ευλογία του κράτους, θα οργανώνουν «δημόσιους διαλόγους» και όχι κινητοποιήσεις, και δεν θα στήνουν κανένα «Άπαρτο κάστρο»[9]· αντίθετα, θα συνεδριάζουν στις αίθουσες των δημοτικών συμβουλίων και θα λειτουργούν ως όργανα συλλογικής αυτομόρφωσης πάνω στην κρατική προπαγάνδα.
Τι να κάνουμε;
Στην περίπτωση που μια κυβέρνηση αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθήσει συναινετική προς τα κινήματα στρατηγική (τουλάχιστον στην αρχή), σημαίνει πως η ριζοσπαστική κινηματική δράση στην Ελλάδα τίθεται αυτομάτως σε ύφεση ή και σε διαρκή αναστολή. Μια κυβερνητική στρατηγική ικανοποίησης και συνεργασίας με τα κινήματα, θα σημάνει αυτόματα την εξάλειψη των κινημάτων εν τη γενέσει τους ή, ακόμα χειρότερα, την προληπτική τους κατάσβεση πριν καν προλάβουν να ξεσπάσουν.
Η αυτοοργάνωση, η αυτοδιαχείριση και η άμεση δημοκρατία, θα συνδεθούν στη λαϊκή συνείδηση με το κράτος και μάλιστα στην πιο ακάθαρτη, αντεπαναστατική τους μορφή· ο κοινωνικός επαναστατικός αγώνας θα πάει για άλλη μια φορά μερικά βήματα πίσω. Η συνειδησιακή διαπλαστική δυναμική του κράτους, θα περιβληθεί αριστερο-προοδευτικό-κινηματικό μανδύα και κάθε κίνηση κρατικής αυθαιρεσίας θα «χρεώνεται» στις ευρύτερες ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Για όλα αυτά και για χιλιάδες άλλους λόγους, η θέση των αναρχικών σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι σταθερή και αμετακίνητη. Καμία υποχώρηση, καμία συναίνεση και καμιά ανοχή στο κράτος και τους επίδοξους διαχειριστές του. Η αυτοοργάνωση, η εργατική αυτοδιαχείριση, η κοινωνική αλληλεγγύη και ο ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο και τον στρατό του, δεν γίνεται με κρατική χρηματοδότηση και χαμόγελα προς κάθε κατεύθυνση, αλλά με αγώνες, συγκρούσεις και στερήσεις· όχι στα πλαίσια μιας αιώνιας αναμονής για την παγκόσμια επανάσταση, αλλά και όχι στην υποχώρηση της μικροαστικής ανυπομονησίας για μια κάποια αλλαγή.

Σημειώσεις:

[1] Συνέντευξη στην εφημερίδα Τα Νέα, 3.11.75 του Παπανδρέου Α., Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, Αθήνα, εκδ. Αιχμή, 1977, σ. 45-46.

[2] Κονδύλης Π., Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2007, σ. 31.

[3] Αν εξετάσουμε το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκεται σε αρκετά διαφορετική θέση από γνωστές, ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις των ημερών μας. Έχει ελάχιστη επιρροή στο συνδικαλιστικό πεδίο και οι δυνάμεις του στον δρόμο δεν ξεπερνούν τη δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απέχει πόρρω, για παράδειγμα, τόσο από τον ισπανικό Συνασπισμό της αριστεράς (IU) όσο και από το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα(PCF), που έχουν και τα δύο ισχυρή παρουσία στο συνδικαλιστικό πεδίο. Βλ. Izquierd Unida(η μεγαλύτερη δύναμη του συνασπισμού είναι το γνωστό από την εποχή του εμφυλίου, Ισπανικό Κομμουνιστικό κόμμα – PCE) και Parti Communiste Francais. Τα συνδικάτα που βρίσκονται κοντά στα δύο κόμματα είναι τα CCOO (Comisiones Obreras) στην Ισπανία και η CGT(Confederation Generale Du Travail) στη Γαλλία, αντίστοιχα.

[4] Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι πριν τον εμπρησμό του εργοταξίου στις 15 Φεβρουαρίου του 2013, το θέμα είχε θαφτεί από τα ΜΜΕ, ενώ οι πορείες αλληλεγγύης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη(Ιούνιος 2012) αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Μετά από τον εμπρησμό και τις διαστάσεις που πήρε το ζήτημα, πραγματοποιήθηκαν δύο μαζικότατες πορείες αλληλεγγύης με χιλιάδες κόσμου σε Αθήνα (12Μαρτίου 2013) και Θεσσαλονίκη(9 Μαρτίου 2013). Στην πορεία της Θεσσαλονίκης συμμετείχαν πάνω από 10 χιλιάδες άτομα.

[5] Κείμενα θέσεων του 6ου συνεδρίου της νεολαίας ΣΥΝ, Κεφάλαιο 2 – «Κινήματα πόλης και οικολογικοί αγώνες»,http://archive-gr.com/page/1903877/2013-04-22/http://www.neolaiasyn.gr/theseis.php?id=714 . Στο εν λόγω εδάφιο, η νεολαία ΣΥΝ προφανώς μπερδεύει τον αναρχικό χώρο με το ΚΚΕ(τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος). Αν, λοιπόν, τα παραπάνω γραφόμενα δεν είναι προϊόν παραδρομής, θα παρακαλούσαμε τη νεολαία να μας δώσει το παράδειγμα ενός τοπικού αγώνα που απομαζικοποιήθηκε λόγω της υπονομευτικής δυναμικής του αναρχικού χώρου.

[6] Υπάρχουν και κοινωνικά κινήματα που δεν απευθύνονται αναγκαστικά στις αρχές. Στον απρόν κείμενο, όμως, αναφερόμαστε στα κοινωνικά κινήματα με πολιτική διάσταση, σε όσα δηλαδή στρέφονται προς τις αρχές για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Βλ. Neveu E., Η κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων, Αθήνα, εκδ. Σαββάλας, 2010.

[7] Βλ. Μπακούνιν Μ., Μαρξισμός, ελευθερία και κράτος, στο anthostoukakou.blogspot.gr/2012/07/1.html.

[8] «[…] ένας λαός, ο οποίος κάτω από ένα οποιοδήποτε πρόσχημα, μπορεί να υποφέρει την τυραννία, αναγκαία χάνει τελικά τη σωτήρια συνήθεια της εξέγερσης, ακόμα και το ίδιο το ένστικτο της εξέγερσης», Μπακούνιν, στο ίδιο.

[9] Το ανταγωνιστικό πολιτικό στέκι «Άπαρτο Κάστρο» ήταν ένας αυτοσχέδιος χώρος, που λειτούργησε ως κέντρο αγώνα για τους κατοίκους της Κερατέας, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στον ΧΥΤΑ.

****

Πολιτική Επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός», τεύχος 3.

cover_small3

Κυκλοφόρησε από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ το 3ο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός», έχοντας ως κύρια θεματική το έμφυλο ζήτημα. Τα άρθρα του 3ου τεύχους είναι:

Σημείωμα της Συντακτικής Ομάδας
Εξουσία και Σεξουαλικότητα: εισαγωγικές δοκιμές σε μια συζήτηση, του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Η ερωτική απελευθέρωση ως ζητούμενο όλων, του Άρη Σαδίκη
Φτιάχνοντας κινήματα, οργανώνοντας κοινότητες, της ομάδας Queertrans
Το έμφυλο ζήτημα στον λόγο της Χρυσής Αυγής (How I Learned to Stop Worrying and Love the mop), της Νεφέλης-Μυρτώς Πανδίρη
Φύλο και εξουσία: Εισαγωγικές παρατηρήσεις περί της υπαγωγής των φύλων στην υποτέλεια, της Αθανασίας Δανελάτου
Μujeres Libres της Ισπανίας: «να απελευθερώσουμε τις γυναίκες από τη δικτατορία της μετριότητας», του Νίκου Νικολαΐδη
Ο φεμινισμός και η ανάπτυξη του γυναικείου θεάτρου, της Ασπασίας Λυκουργιώτη
ΣΥΡΙΖΑ: Η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων, του Αντώνη Δρακωνάκη
Κοινωνικές τάξεις και αναρχική οργάνωση, του Κώστα Πολίτη
Κρίση και ρήξεις: Ρωγμές για την εποικοδομητική πολιτική πράξη του αναρχισμού, του Juan Cruz López. Από το θεωρητικό περιοδικό της CNT, «Estudios», τ.2, 2012. Η μετάφραση έγινε από τη Βενετία Ποσταντζόγλου
Για την ιστορία της ληστείας και τις σημασίες της. Μια ανάγνωση στους Ληστές του E. Hobsbawm, του Παναγιώτη Διδάχου
ΑΡΧΕΙΟ: Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους, του Φίλιππα Κυρίτση. Από το περιοδικό «Κράξιμο», τ.8, Μάιος 1988.
Τέχνη, φεμινισμός και άλλα παραμύθια. Η περίπτωση της Barbara Kruger, της Α.Α.
Η εικονογράφηση του τεύχους περιλαμβάνει έργα της Barbara Kruger.

Όποιος/όποια επιθυμεί να διακινήσει την πολιτική επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός» και τα υπόλοιπα βιβλία των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ σε στέκια, καταλήψεις, κοινωνικούς χώρους αλλά και χέρι με χέρι, μπορεί να επικοινωνήσει στο koursal@hotmail.com και στο τηλέφωνο 6984816962.

Κείμενο παρουσίασης του 2ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού

Του Άρη Τσιούμα

Κάποτε σε ένα κείμενο πριν κάποια χρόνια είχαμε αναφέρει ότι περνάμε στην «εποχή των δολοφόνων», και κάποιοι σύντροφοι μας ζήτησαν να επεξηγήσουμε τον όρο, σήμερα νομίζω ότι αυτή η διατύπωση δεν χρειάζεται επεξηγήσεις, άνθρωποι στην Ελλάδα και όχι μόνο καίγονται ζωντανοί σαν κεριά προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στο κρύο, και αυτή είναι μόνο μια όψη των δεκάδων τρόπων με τους οποίους οι εξουσιαστές καταφέρνουν να διαχειρίζονται την ανθρώπινη ζωή. Η εποχή των δολοφόνων ξεκινά ουσιαστικά όταν ο καπιταλισμός ως ολοκληρωτική σχέση εξουσίας υπερβαίνει την επιβολή του «πως θα ζήσουμε» για να αποφασίσει το «αν θα ζήσουμε» και ποιοί. Η μόνη ερώτηση που μοιάζει να έχει νόημα είναι αν έχουμε βγει καθόλου από αυτή την εποχή.

Η φενακισμένη ευζωία του δυτικού κόσμου που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ολέθρου και στη διαρκή εκμετάλλευση ολόκληρου του πλανήτη, καμώθηκε προσωρινά ότι ξόρκισε τα φαντάσματα των φασισμών που εξέθρεψε το σύστημα καταπίεσης. Σήμερα αυτοί επιστρέφουν ολοζώντανοι επιδιώκοντας να ξανακυριεύσουν τα μυαλά των ανθρώπων να τα κάνουν να συναινέσουν σε νέα εγκλήματα καταστώντας τους εξαρτήματα σε ότι πραγματικά είναι ο φασισμός: η πιο αποτελεσματική τεχνική μαζικής δολοφονίας, η οποία συστήνεται ως πολιτικό πρόταγμα. Επειδή λοιπόν ο φασισμός, δυστυχώς απέκτησε μια ιδιόμορφα επικαιροποιημένη μορφή αφιερώσαμε ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου τεύχους του κοινωνικού αναρχισμού στη μελέτη και την ανάλυση της πολεμικής που προωθούμε εναντίον του.

Από την ανάλυση του, και την σχέση του με το κράτος, και τις μορφές πολιτικής ετερονομίας σε θεωρητικό και φιλοσοφικό επίπεδο, μέχρι την άκρως πρακτική και οργανική σχέση της φασιστικής νοοτροπίας με τις κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε ένα εξίσου επικαιροποιημένο θεωρητικό σχήμα αντιπαράθεσης, το οποίο χωρίς να παραβλέπει την υλιστική βάση του ζητήματος, δε θα εγκλωβίζεται σε ερμηνείες που εξαντλούνται σε οικονομικές προσεγγίσεις και αφήνουν ανερμήνευτα τα υπόλοιπα πεδία της πολιτικής σκέψης και της ίδιας της κοινωνικής ζωής, των θεσμίσεων και των φαντασιακών που παράγονται είτε στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης είτε στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Οι σχέσεις μοριακού φασισμού, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, που κυριαρχούν ως ύπουλες αφηγήσεις μιας ανέμελης καθημερινότητας στις περιόδους της επονομαζόμενης «ανάπτυξης» θα αποτελέσουν το ζωτικό κεφάλαιο, το οποίο θα έλθει να εξαργυρώσει η φασιστική πολιτική έκφραση όταν η καθημερινότητα θα έχει διαμορφωθεί σε ζούγκλα από το καπιταλιστικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και είναι αλήθεια ότι στις ζούγκλες ευνοούνται τα σαρκοφάγα ζώα, ήτοι οι ναζί-δολοφόνοι.

Για εμάς τους αναρχικούς μια προσέγγιση του φασισμού που δεν αναδεικνύει την προσήλωσή του στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωτικού κράτους, είναι ελλειπτική. Στοιχείο του αντιφασιστικού αγώνα είναι ο αντικρατισμός, καθώς το κράτος αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό και καθιερωμένο τρόπο διαχωρισμού του κοινωνικού συνόλου, με βάση την ταξική διαστρωμάτωση αλλά και την πολιτική συνείδηση. Η πίστη στο θεσμό του κράτους, ή η «εργαλειακή του χρήση» (sic) αποτελεί θέση ξένη προς τον αναρχισμό και κατ’ επέκταση στον τρόπο που προσεγγίζει αυτός τον φασισμό αλλά και το πεδίο ανταγωνισμού που διαμορφώνει το αντιφασιστικό κίνημα.

Η πάλη ενάντια στο κράτος είναι πάλη ενάντια στο φασισμό και η πάλη ενάντια στο φασισμό οφείλει να είναι πάλη ενάντια και στο κράτος. Με ένα κείμενο του antisystemic που δίνει νέο βάθος -κατά τη γνώμη μας- στον σύγχρονο αναρχικό λόγο ξεκινάει αυτό το δεύτερο τεύχος. Με μια εύχρηστη ανάλυση ο δοκιμιογράφος τοποθετεί το πρόβλημα που έχει γίνει λανθασμένα γνωστό ως «βάση-εποικοδόμημα» στη σωστή του θέση. Πέρα λοιπόν από τα ιδιαίτερα υλιστικά συμφέροντα, «η ηγεμονική ετερόνομη ιδεολογία είναι σε θέση να παράξει ένα σώμα από αξίες και αντιλήψεις, ικανές να παρεισφρήσουν στη φαντασιακή θέσμιση των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, ετεροκαθορίζοντας το περιεχόμενό της, και με αυτόν τον τρόπο να προσδώσουν θετικό περιεχόμενο στην κυριαρχία της».

Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ίσως τη βάση για την θεωρητική αποκάλυψη της λύσης του ανοίγματος των αιτιών που το έθνος, ως φαντασιακή κοινότητα επικράτησε ή τουλάχιστον επιβίωσε μέσα στο συλλογικό νου, ενάντια στις υλιστικές θέσεις του ξεκάθαρου προσδιορισμού  των ταξικών συμφερόντων. Μετά από μια μεστή και έγκυρη επισκόπηση του διανοητικού σύμπαντος της ετερόνομης πολιτικής σκέψης ο συντάκτης διερχόμενος μέσα απ’ τα παραδείγματα του υπερσυντηρητισμού και του πρωτογενούς φασισμού, αναδεικνύει τους κοινούς τόπους της ιστορικής κληρονομιάς της ανελευθερίας με τους σημερινούς εκφραστές της, την κυβέρνηση και τις ντόπιες και διεθνείς ελίτ, στοχεύοντας παράλληλα στην αποσάρθρωση των προπαγανδιστικών τους αιχμών, όπως π.χ. της θεωρίας των δύο άκρων.

Ο Φώτης Τερζάκης στη συνέχεια, με το κείμενο του σχολιάζει την επικαιρότητα με τον μοναδικό τρόπο που αυτός ο σχολιασμός εκπέμπει ένα σημαντικότερο σημαινόμενο, εν αντιθέσει με τις γνωστές προσεγγίσεις που απηχούν ένα αναμάσημα των ανοησιών που μαζικά παράγοντα κυρίως στους τηλεοπτικούς δέκτες. Ο Τερζάκης έχοντας ως κίνητρο την κατάθεση μιας πολεμικής ενάντια στις όψιμες παραχωρήσεις του Τ. Φωτόπουλου απέναντι στο χρυσαυγιτισμό, τις οποίες εκδήλωσε σε σειρά ουσιαστικά φιλο-εθνικιστικών του τοποθετήσεων δε μένει σε μια στείρα καταγγελία αυτών, αλλά θέτει τον δείκτη της οξυμμένης  θεωρητικής επεξεργασίας των σημερινών πεπραγμένων πάνω στην ουσία των αιτιών που τα προϋποθέτουν. Αφού αποδομεί εύληπτα και εύστοχα τον «κρατικό αντιφασισμό» ο Τερζάκης καταδεικνύει τις πραγματικές προθέσεις των κρατικών χειρισμών. Εν τέλει θα επικεντρώσει την κριτική του απέναντι στα εθνικιστικά ανοίγματα του πάλαι ποτέ ελευθεριακού στοχαστή Φωτόπουλου, για να τονίσει την επικυνδινότητα τέτοιων και παρόμοιων κηρυγμάτων.

Η ουσία της τοποθέτησης του Τερζάκη έχει να κάνει με την λύση ενός δήθεν δυσεπίλυτου προβλήματος, εάν δηλαδή πρέπει το κίνημα να στραφεί κατά του φασισμού ή αν πρέπει να «μην αποπροσανατολιστεί» και να προσηλώσει τη δράση του ενάντια στην κυβέρνηση. Όποιος όμως θέτει ένα τόσο άστοχο ερώτημα, σαν ένα αξεπέραστο δίλλημα προφανώς έχει κάποιον διόλου θετικό ως προς την πάλη για ελευθερία σκοπό. Ο Φωτόπουλος ας πούμε θεωρεί αποπροσανατολιστική την πάλη ενάντια στο ναζισμό γιατί όπως λέει ο ίδιος «ο πραγματικός φασισμός είναι τα σχέδια των οργάνων της Υπερεθνικής και Σιωνιστικής Ελίτ».

Όλοι καταλαβαίνουμε πλέον σε ποια παράδοση σκέψης ανήκουν αυτές οι υπεραπλουστεύσεις. Αντιθέτως ο Τερζάκης που κατανοεί και διαφυλάσσει την διαλεκτική των αυτόνομων και αλληλεπιδρούμενων θέσεων και αντιθέσεων πριν αυτές παράξουν την σύνθεση των περιεχομένων τους, γράφει: «πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι το φασιστικό ανακλαστικό είναι μια αυτοτελής απειλή για τις ανθρώπινες κοινωνίες που, παρότι τροφοδοτείται από, δεν ανάγεται κατά οιονδήποτε απλό τρόπο στις συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής χειραγώγησης. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ και μοιραίο τραύμα στην ίδια τη ρίζα της ζωής, που μετασχηματίζει με τον αμείλικτο τρόπο μυθικού μηχανισμού τη ματαίωση σε ατέρμονο μίσος, και το μίσος σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική δράση».

Επιχειρώντας να αναδείξουμε την πολιτική επικάλυψη του φασισμού από την κυβερνητική δράση με ένα παράδειγμα που πέρα από τη φιλοσοφική του χρήση θα αναδείκνυε με κοινωνικούς όρους την αθλιότητα της φασιστικής νοοτροπίας απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται, ζητήσαμε από τον Νίκο Νικολαΐδη να συντάξει ένα κείμενο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών. Μετά την ανάπτυξη της δράσης του κρατικού αντιφασισμού, θεωρήσαμε εξαιρετικά σημαντικό να καταδείξουμε ποιες είναι οι πραγματικές σχέσεις του φιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού με το alterego του μισάνθρωπου φασισμού.

Ο Νίκος σε άλλη μια μεστή κι ολοκληρωμένη καταγραφή καταφέρνει κάτι πολύ ουσιωδέστερο από το να περιγράψει το πρόβλημα και να καταθέσει μια πρόταση· κάνοντας μια χρήσιμη αναφορά στην ιστορική γέννηση των στρατοπέδων και αφού περιοδεύσει στις αιτίες διαμόρφωσης των αιτιών που δίνουν τα υλικά κατασκευής και συναίνεσης σε ένα από τα πλέον απάνθρωπα οικοδομήματα που φτιάξανε άνθρωποι για άλλους ανθρώπους, συνεισφέρει μια αμιγώς ελευθεριακή οπτική για το τι συμβαίνει, με ποιους όρους, και τι εμείς και με ποιους τρόπους οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε. Και το αναφέρω αυτό γιατί δεν αμελεί σε κανένα σημείο αυτού του σημαντικού -για την σε βάθος κατανόηση του προβλήματος- κειμένου να αναφερθεί τόσο στην πολιτική εδραίωσης του φόβου, μέσω της εναντίωσης στον άλλον, όσο και να καταδείξει τι συνιστά η πειθάρχηση μέσω των διάφορων εξουσιαστικών διαδρομών που αναπόδραστα καταλήγουν στην καταστροφή του ανθρώπινου. Παράλληλα δίνει συγκεκριμένα στοιχεία και αριθμούς, όχι όμως με μια δημοσιογραφική προσέγγιση αλλά με την οξυδέρκεια της ερμηνείας που διαυγάζει τις πολιτικές επιλογές διαμόρφωσης αυτών των στοιχείων. Τέλος εντάσσει στην ανάλυση του το ζήτημα της παρανομοποίησης της εργασίας και τον ρόλο που παίζει η συνθήκη διαμόρφωσης του «νέου εργατικού δυναμικού, χωρίς δικαιώματα μόνο από Έλληνες», θυμίζοντας μας πολλές συνδηλώσεις των σχέσεων μεταξύ κυβερνητικών επιλογών και νεοναζιστικών προσδοκιών κι υποσχέσεων.

Ενώ όμως κάνει όλη αυτή τη βαρύνουσα δουλειά δεν υποβαθμίζει τον κεντρικό ρόλο του ανθρώπου, ως υποκειμένου έμπνευσης για ένα κίνημα διεκδίκησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έναντι μερικοποιημένων σχέσεων εξουσίας που αναδεικνύουν μόνο μια πλευρά του προβλήματος διαμορφώνοντας υποκείμενα σε σωλήνες ιδεολογικού εργαστηρίου που πολλές φορές πλέον όχι ως κατηγορίες αλλά ως ζωντανή ύλη δεν αντιστοιχούν σε συνειδητές κοινωνικές δυνάμεις.

Η δυνητική αποστροφή του εντιτόριαλ «θα νικήσουμε, μόνο αν νικήσει η ζωή, γιατί έτσι κι αλλιώς, τίποτε άλλο δεν έχει αξία», βρίσκει στον εχθρό του «κόμματος του θανάτου», εκείνο το συλλογικό όραμα απελευθέρωσης που ενώ κατανοεί την πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει τα συμφέροντα και οι πράξεις των ανθρώπων διαφυλάσσει στη κιβωτό της αγωνιστικής της πλεύσης, την οικουμενικότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Διότι όπως η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι μια ντροπή για όλους, για το σύνολο του ανθρώπινου είδους, η διαμόρφωση μιας κοινωνίας που αυτά θα εκλείπουν είναι ένα φάρος ελπίδας για την διάσωση της συνολικής κληρονομιάς της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ποτέ τη βασική διδαχή του εάν έστω και ένας άνθρωπος είναι ανελεύθερος, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά απελευθερωμένος.

Ένα άλλο ζητούμενο θίγει στο κείμενο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης. Έχει ο φασισμός αισθητική, κι αν ναι σε τι αυτή συνίσταται; Η προσέγγιση του ναζιστικού φαινομένου από πολιτισμική σκοπιά είναι μια δυσχερής εργασία, καθώς εκτός της apriori αμφισβήτησης του πεδίου έρευνας που οριοθετεί, η εξαγωγή συμπερασμάτων και ειδικότερα χρήσιμων για τους τρόπους αντίληψης και αντιπαράθεσης είναι πραγματικά ένα οριακό ζητούμενο. Η καλή γνώση των φιλοσοφικών συντεταγμένων μιας ιστορίας της αισθητικής ως πολιτικού εργαλείου, είναι απαραίτητο στοιχείο για την ανάληψη αυτού του καθήκοντος, και πιστεύω ότι ο συντάκτης ξεπερνά τις προσδοκίες μας με την καταγραφή που παρουσιάζει. Τι σημαίνει σε φιλοσοφικό επίπεδο ο ισχυρισμός του Μπένγιαμιν ότι ο φασισμός αισθητικοποίησε την πολιτική; Η απόδοση του ισχυρισμού ως φετιχοποίησης της τελειότητας επαναφέρει ένα ερώτημα που μόνο εάν το δούμε σε συνάρτηση με τις ζωτικές του συνδηλώσεις αποκτά το νόημα που του αρμόζει.

Υπήρξε ο φασισμός ένας αντιδραστικός μοντερνισμός ή ένας προδιαφωτιστικός ρομαντισμός, ο μυθολογικός πυρήνας του οποίου είχε στο κέντρο του την κτηνώδη επιβολή της καταστροφής του ανθρώπου διαμέσου και της αυτοκαταστροφικής επιλογής; Εάν θέλουμε να πάψει αυτό το ερώτημα να αποτελεί απλά μια άσκηση θεωρητικής εκγύμνασης οφείλουμε να επανατοποθετήσουμε τον προβληματισμό ως εξής: εάν η φετιχισμένη αισθητική και μορφική τελειότητα στην καρδιά του νεοτερικού κόσμου συστήθηκε ως αρμονία της μαζικής ολιστικής αφήγησης, η οποία αντιστρέφει έναν υλιστικό ντετερμινισμό προς όφελος ενός μεταφυσικού τελολογισμού, πώς αυτή η εκκοσμίκευση της επίκλησης στη μαζική ανθρωποσφαγή επιβιώνει σήμερα, εφ’ όσων γνωρίζουμε πια ότι η ευταξία της «αρμονίας» αυτής συνεισφέρει απλά στην αλάνθαστη κατανομή των χρυσών δοντιών σε όμοιες στήλες προϊόντων που προκύπτουν από την συντεταγμένη εξαΰλωση «κατώτερων» ανθρώπων; Δίνοντας ένα απλό αλλά κατατοπιστικό παράδειγμα: τα κομμουνιστικά καθεστώτα επέλεξαν τις στρατιωτικές στολές που καταδεικνύουν τη ρώμη του καθεστώτος που θα επιβληθεί αλλά και ταυτόχρονα αποτελούν τη λύση στο πρόβλημα της ταξικής ανισότητας εξομοιώνοντας τα υποκείμενα.

Ο ναζισμός θα επιλέξει τα στρατιωτικά ρούχα για να καταδείξει τον μανιακό στρατιωτικό προσανατολισμό του και επιπροσθέτως για να διευθετήσει το ζήτημα της ομοιώδους έκφρασης της ανώτερης φυλής. Το ελευθεριακό πνεύμα διαμορφώνεται ως άρνηση της κατατρόπωσης του ατόμου, και προσδοκά σε μια κοινωνία που όλοι θα έχουν την υλική δυνατότητα επιλογής αυτού που αρέσκονται χωρίς έξωθεν καταναγκασμό και διαμορφώνει την πολυμορφία ως πραγματική αισθητική αρμονία της απελευθέρωσης.

Η πολυμορφία σήμερα λογίζεται ως θετική κατάσταση, το αντιεξουσιαστικό της πρόσημο όμως μένει να ολοκληρωθεί διαμέσου της αποαποικιοποίησης της από τη σχέση της εκμετάλλευσης με στόχο το κέρδος που έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός. Η χρήση της μαρξικής σκέψης στο άρθρο του Λυκουργιώτη, επιβεβαιώνει και με οικονομικούς όρους το πρόβλημα της αντιστροφής προοπτικής αφού η μορφή – εμπόρευμα συγκαλύπτει το  περιεχόμενο δηλαδή την ίδια την εκμετάλλευση. Η φαινομενικότητα δεν κρύβει όμως απλά την ουσία αλλά και την αποκαλύπτει ταυτόχρονα. Διαβάζοντας όλο το τεύχος, κατανοεί κάποιος μια κοινότητα ψεύτικων διλλημάτων: ο φασισμός και η αστική δημοκρατία στον Τερζάκη η οικονομία ως βάση και ο πολιτισμός ως εποικοδόμημα, στον Λυκουργιώτη το ταξικό συμφέρον και η αλλοτριωμένη φαντασιακή θέσμιση που αποδομούνται με μια διαλεκτική που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τον σύγχρονο ελευθεριακό λόγο.

Ακολουθούν τα άρθρα της Νεφέλης Πανδίρη και του Δημήτρη Καταϊφτσή μελών της συντακτικής ομάδας της Θεσσαλονίκης, τα οποία έχουν ιστορικό περιεχόμενο. Για να μην μονοπωλήσει το ενδιαφέρον αυτή η εισαγωγή, θα αρκεστώ να πω ότι η ερμηνεία της ιστορικής συγκυρίας αποκτά νόημα για το ανταγωνιστικό κίνημα όταν κατορθώνει να διαρθρώνει μια κριτική σκέψη που αποκαλύπτει κοινές συσπειρώσεις συμφερόντων σε σύγχρονους ιστορικούς τόπους. Η μάχη που δίνεται ενάντια στη συλλήβδην παραχώρηση του γερμανικού προλεταριάτου στο ναζισμό είναι κατ’ ουσίαν μια ιστοριογραφική μάχη που επίδικο για εμάς έχει όχι την ακαδημαϊκή διαμάχη αλλά την υπεράσπιση της επαναστατικής πολιτικής και θεωρίας από τις φιλελεύθερες αφηγήσεις που στόχο έχουν να αθωώσουν τον καπιταλισμό ως μήτρα του φασισμού, ή με άλλα λόγια επιχειρούν να κάνουν τον Χορκχάιμερ να το βουλώσει αντ’ αυτών.

Η δε ιστορία της Σιδηράς Φρουράς στη Ρουμανία αποκτά μια επίκαιρη χροιά παρατήρησης των ενδοφασιστικών διενέξεων και αντιπαραθέσεων οι οποίες «φυσικά ως φάρσα περισσότερο» έλαβαν χώρα πρόσφατα και στην Ελλάδα του 21ου με τις διώξεις Μιχαλολιάκου από τον Δένδια.

Το προμήνυμα κινδύνου που στέλνει η Άννα Καραγεωργίου έχει πολλούς αποδέκτες. Παίρνοντας μόνο ως αφορμή την φασιστική απειλή με ένα κείμενο-μανιφέστο προβληματισμού πάνω στη σύγχρονη κατάσταση, ανασκαλεύει την φιλοσοφία της ιστορίας χρησιμοποιώντας ένα πολύ δυνατό και αιχμηρό εργαλείο: επίλεκτες ερμηνείες από την ιστορία της φιλοσοφίας. Μ’ ενα πολυεπίπεδο γραπτό, μας δίνει την αίσθηση ότι φέρνει τον διαρκή θύτη δολοφόνο-ναζιστή Ρουπακιά σε έναν διαχρονικό φιλοσοφικό  και αιματηρό διάλογο με το θύμα του που μέσα στο διηνεκές του ιστορικού χρόνου και τόπου αυτό θα μπορούσε να είναι ο στοχαστής Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως ακριβώς ο Χίτλερ θα μπορούσε να έχει δολοφονήσει τον Παύλο Φύσσα.

Δυο κείμενα για την οργάνωση των αναρχικών που αποτελεί κεντρικό άξονα των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται η επιθεώρηση του Κοινωνικού Αναρχισμού, φιλοξενούνται στις επόμενες σελίδες του και εμπλουτίζουν τον ορίζοντα της ελευθεριακής σκέψης γύρω από το θέμα αυτό. Ο Σπύρος Δαπέργολας σκιαγραφεί με απλά και κατανοητά λόγια το πλαίσιο διαφόρων προβληματισμών γύρω απ’ το ζήτημα της οργάνωσης, ενώ ταυτόχρονα συνοψίζει χωρίς ιδεοληπτικές προσθήκες την αναγκαιότητα ύπαρξής της. Η προσπάθεια αυτή παίρνει νέα μορφή πλέον δεδομένου ότι παύει να αποτελεί ευχολόγιο αλλά από τον προηγούμενο Μάρτιο αποτελεί ζωντανή διαδικασία ζύμωσης μετά την πρωτοβουλία διαλόγου που πάρθηκε για την δημιουργία πανελλαδικής αναρχικής οργάνωσης, η οποία έχει διοργανώσει ήδη 2 πανελλαδικές συναντήσεις, με τη συμμετοχή δεκάδων αναρχικών συλλογικοτήτων.

Ο Αντώνης Δρακωνάκης με το άρθρο του βάζει στο κοινωνιολογικό μικροσκόπιο τις πολιτικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε μικρές ομάδες που δεν καθορίζονται με βάση το πολιτικό τους πρόγραμμα αλλά τις ίδιες τις αναπτυσσόμενες σχέσεις, αυτό που ο ίδιος ονομάζει παρέα, και σχεδιάζει μια αφήγηση υπέρβασης αυτής της απαραίτητης ίσως αλλά σίγουρα όχι επαρκούς δομής συλλογικοποίησης προς την τάση της περαιτέρω οργάνωσης με βάση ένα πολιτικό σχέδιο που εδράζεται στις κοινωνικές ανάγκες.

Η ύλη του δεύτερου τεύχους κλείνει με κάποιες μόνιμες στήλες, για την μετάφραση επιλέχθηκε το παλαιότερο συστηματικό πρόγραμμα του γερμανικού ιδεαλισμού, ένα κείμενο των Χέγκελ, Σέλλινγκ και Χεντερλινγκ, γραμμένο στα 1797 στο οποίο παρουσιάζουν μια όψη του φιλοσοφικού τους στοχασμού πάνω στο ζήτημα της ηθικής, τη μετάφραση έκαναν η Βασιλική Σουλιώτη και ο Σωτήρης Λυκουργιώτης.

Στη βιβλιοπαρουσίαση βρίσκουμε το έργο Ουτοπία και επανάσταση του Μπλοχ όπως μας το παρουσιάζει η Έλενα Νακοπούλου ενώ στο αρχείο από τις σελίδες του αντιεξουσιαστικού κινήματος της μεταπολίτευσης αναπαράγουμε το άρθρο του Άρη Καρύτσα για την επινόηση του ελληνικού έθνους από το 13ο τεύχος της Ελευθεριακής Κίνησης του Δεκέμβρη του 1998. Ένα έξοχο αντιεθνικιστικό κείμενο το οποίο ενώ διεκδικεί δάφνες επιστημονικής ιστοριογραφικής μελέτης δεν απολύει την πολιτική του οξυδέρκεια, συνεισφέροντας πολύ χρήσιμα συμπεράσματα πάνω στη κατασκευή του έθνους και την ελληνική περίπτωση εθνικής αφήγησης.

Οι τελευταίες σελίδες του περιοδικού παρουσιάζουν τα σκίτσα του Τζόρτζ Γκρός τα οποία φιλοτεχνούν αυτό το δεύτερο τεύχος, με ένα σημείωμα που έκανε η Άννα Καραγεωργίου. Απ’ τη μεριά μας ελπίζουμε το αναγνωστικό κοινό να βρει ενδιαφέροντα τα κείμενα του τεύχους και να υποστηρίξει την έκδοση με την ίδια ένταση που ανταποκρίθηκε και στο πρώτο τεύχος, και τέλος η ύπαρξη αυτής της έκδοσης να αποτελεί άλλη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό των απελευθερωτικών εγχειρημάτων που κοπιάζουν για την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, μιας απελευθέρωσης που καλώς ή κακώς προϋποθέτει τη θεωρητική ανάλυση και ερμηνεία όχι σε βάρος της πράξης αλλά σε ένα συνεχές αρμονικό συμβάδισμα στο δρόμο που όπως μας εμπιστεύτηκαν οι Ζαπατίστας, φτιάχνεται περπατώντας προς την Ουτοπία.

http://anthostoukakou.blogspot.gr/2014/06/2.html

Κείμενο παρουσίασης του 1ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού

Του Άρη Τσιούμα

 

Οι σύγχρονες ελευθεριακές και αντιεξουσιαστικές εκδόσεις στην Ελλάδα έχουν διαγράψει ήδη έναν κύκλο μιας σαραντάχρονης σταθερής παρουσίας. Άλλοτε βραχύβιες και μερικές, άλλοτε σταθερές και πιο ολοκληρωμένες, το ψηφιδωτό των εντύπων της ελευθεριακής αντίστασης, κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ιδιαίτερο, ανταγωνιστικό, πολιτικό και πολιτιστικό τόπο, ενάντια στο σύνολο των καθεστωτικών μέσων προπαγάνδας, έντυπων και μη.
Πολλά έχουν αλλάξει από εκείνες τις πρώτες εκδόσεις της «Διεθνούς Βιβλιοθήκης» του Χρ. Κωνσταντινίδη, και του «Ρήγματος» του αδικοχαμένου Στέλιου Βασιλειάδη, τόσο σε όσα αφορούν την κοινωνία, όσο και στους τρόπους λειτουργίας των αυτοματισμών της εξουσίας και των αντιστάσεων των από-τα-κάτω. Παράλληλα όμως έχει διατηρηθεί η όρεξη για παραγωγή αναρχικών – ελευθεριακών εντύπων με στόχο την όλο και μεγαλύτερη απεύθυνση των απελευθερωτικών ιδεών μέσα στην κοινωνία των καταπιεσμένων.
Το νήμα των εκδοτικών εγχειρημάτων του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι εν γένει κοινό, όπως είθισται να συμβαίνει στα πλαίσια πεπερασμένων κοινοτήτων. Η αλληλουχία και η σχέση ανοιχτού διαλόγου μας φέρνει σε επαφή με παλιότερες εκδοτικές προσπάθειες. Πέρα από μια λογική πολυτασικότητα, η οποία χαρακτήρισε τον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο και τα αφορμολιστικά δίκτυά του, εμείς ως «Συνεργατικές Εκδόσεις Κουρσάλ», αναγνωρίζουμε τον κοινό μας τόπο μέσα απ’ την οπτική με την οποία προσεγγίζουμε το κοινωνικό ζήτημα με τις ελευθεριακές εκδόσεις, όπως των «Ξένων», του «Πανοπτικόν», της «Ευτοπίας», της ομάδας της αναρχικής εφημερίδας «Άλφα» παλιότερα και όσων ακόμη συντρόφων έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο εδώ και αρκετά χρόνια της επανασύστασης και πρόταξης του ελευθεριακού λόγου στην κοινωνία και το κοινωνικό κίνημα.
Από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε το «Κουρσάλ» μας γεννήθηκε η ανάγκη να εκδοθεί μια ελευθεριακή πολιτική επιθεώρηση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση της περιοδικής έκδοσης που παρουσιάζουμε σήμερα, του «Κοινωνικού Αναρχισμού».
Βασικό στοιχείο για την διαμόρφωση της επιθεώρησης του κοινωνικού αναρχισμού είναι η προσπάθεια οι θεωρητικές αναλύσεις να είναι σύμφυτες με το σύγχρονο αναρχικό κοινωνικό κίνημα. Βασικό μοτίβο που διαπερνά τη συλλογική σκέψη της επιθεώρησης είναι να αναβαθμίσει τις θεωρητικές επεξεργασίες του αναρχικού κινήματος, όχι σε ένα επίπεδο έξω και πέρα από αυτό και τις πιθανές αντιφάσεις και αδυναμίες του, αλλά εντός αυτού σε μια οργανική σχέση που περιέχει σε ένα ενιαίο σύνολο τόσο την θεωρία όσο και την πράξη.
Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την κοινή συναντίληψη, όχι όμως ως προκατασκευασμένη μανιέρα κομματικού οργάνου, αλλά ως δυναμική συνδιαμόρφωση κοινών εκκινήσεων σε οριοθετημένα πολιτικά και άλλα πεδία.
Με αυτή τη βάση η επιθεώρηση δεν συγκροτείται απλά από μια ομάδα αλλά επιχειρεί να συγκροτήσει έναν κοινό πολιτικό τόπο, ακόμη δε περισσότερο να ανακαλύψει τα κριτήρια με τα οποία θα επιλεγούν τα υλικά και τα εργαλεία για την επεξεργασία των κοινωνικών θεσμίσεων σε όλα τα επίπεδα. Από αυτή την προϋπόθεση επιλέχθηκε και το όνομα της επιθεώρησης.
Ο κοινωνικός αναρχισμός μπορεί πιστεύουμε να συνοψίσει την ιστορικότητα των απελευθερωτικών κοινωνικών κινημάτων χωρίς να μετακομίζει απλά σε ενεστώτα χρόνο κλειστά συστήματα και λάβαρα, καθώς η σχέση του με το παρόν δεν είναι απλά αυθύπαρκτη αλλά δυναμική. Με αυτή την έννοια παρακολουθεί, παρεμβαίνει, και επανεκτιμά. Όπως η επανάσταση δεν πρέπει να μένει στάσιμη έτσι και οι ιδέες μας πρέπει να αναδιαμορφώνονται -χωρίς να παραμορφώνονται- με κριτήριο τη συνθήκη και τις κοινωνικές ανάγκες.
Μια γενική στόχευση της επιθεώρησης είναι η ανάδειξη της ελευθεριακής σκέψης σε μια σειρά ζητημάτων, καθώς επίσης και η παραγωγή αντίληψης, και ελευθεριακής πολιτικής πρότασης. Η κάλυψη όλων των βασικών τομέων της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής μας απασχολεί στον διαρκή αγώνα για την ολοκλήρωση του φιλοσοφικού πλαισίου σκέψης του κοινωνικού αναρχισμού. Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνεται και η ύλη και η θεματολογία του περιοδικού. Απ’ την πολιτική και την πολιτική θεωρεία, μέχρι τη φιλοσοφία, την ιστορία και την κοινωνιολογία, έως και την επόπτευση των θετικών επιστημών.
Ιδιαίτερη θέση στην θεματολογία της επιθεώρησης έχουν τα ζητήματα της οργάνωσης του αναρχικού κινήματος και του ιστορικού αρχείου. Στοιχείο εγχαραγμένο στο πολιτικό γονιδίωμα της έκδοσης είναι η ανάδειξη της ανάγκης για την συγκρότηση ενιαίας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης. Κομμάτι της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, το ζήτημα της οργάνωσης καταλαμβάνει ένα μέρος της θεωρητικής επεξεργασίας μας, ενώ η οργανική συμμετοχή στη διαδικασία της συγκρότησης Πανελλαδικής Οργάνωσης Αναρχικών γειώνει τους προβληματισμούς στο εύφορο έδαφος της πραγματικότητας.
Σ’ αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα το πρώτο τεύχος της επιθεώρησης, και θα κλείσω την εισήγηση της παρουσίασης.
Το κάθε τεύχος έχει μια θεματική η οποία καλύπτεται από ένα εισηγητικό κείμενο κάποιου μέλους της συντακτικής ομάδας, το οποίο αποστέλλεται σε κάποιους αρθρογράφους ώστε να το σχολιάσουν και να καταθέσουν την οπτική τους γύρω από το θέμα.. Η υπόλοιπη ύλη καλύπτεται από πρωτότυπες μεταφράσεις, ιστορικές αναλύσεις, άρθρα για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης, και της πολιτικής θεωρίας, ενώ τέλος υπάρχει πάντα το ιστορικό αρχείο όπως ανέφερα παραπάνω, με το οποίο θα προσπαθήσουμε να επανεκδώσουμε ένα κομμάτι των πολιτικών αναλύσεων του αναρχικού χώρου στη μεταπολίτευση, θέμα το οποίο για εμάς είναι πολύ σημαντικό εφ’ όσων αναγνωρίζουμε μια ιστορική συνέχεια στο αντιεξουσιαστικό ρεύμα.
Σε αυτό το πρώτο τεύχος, η θεματική πολιτικής «αυτοπαρουσίασης» είναι ο κοινωνικός αναρχισμός, καθώς μια πρώτη επαφή με το πλαίσιο που καταθέτουμε θεωρήσαμε σκόπιμο να γίνει μέσω του εντύπου που προωθεί την εν λόγω διαδικασία. Το εισηγητικό κείμενο με τίτλο «Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος», προσπάθησε αφού σκιαγράφησε την πολιτική συγκυρία εν μέσω της κρίσης, δίνοντας δηλαδή ένα σύντομο χαρτογράφημα του παρόντος να καταθέσει μερικές επίκαιρες ερωτήσεις για τη φύση του κοινωνικού αναρχισμού, όπως:
«τι σημαίνει σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας»; 
Πατώντας ταυτοχρόνως σε κάποιες επαναδιατυπωμένες κοινές παραδοχές, του ελευθεριακού τρόπου σκέψης: “ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς αποστρέφεται τα κλειστά σχήματα, τους ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις”. 
Στο δεύτερο από τα τρία συνολικά άρθρα που καταπιάνονται με το ζήτημα της ερμηνείας όψεων του σχήματος του κοινωνικού αναρχισμού, ο Νίκος Νικολαΐδης, τελειώνει πολύ εύσχημα με τους τρελούς καιρούς, ανταποκρινόμενος με τον καλύτερο τρόπο στο κάλεσμα για κοινή ιχνηλασία πάνω στον τόπο του κοινωνικού αναρχισμού, αναδεικνύοντας έναν πλούτο αντιλήψεων και συμπερασμάτων σε μια ολοκληρωμένη πολυεπίπεδη παρουσίαση θεματικών μοτίβων, πολιτικών επιρροών, ιστορικών αναφορών και φιλοσοφικών επικλήσεων με μια γραφή -και αυτό οφείλουμε να το τονίσουμε- που ενώ καλύπτει με την ευθυκρισία της και τον πιο απαιτητικό κριτή, παράλληλα με την μεστή απλότητά της κερδίζει το ενδιαφέρον και του πιο «ανειδίκευτου» αναγνώστη, έτσι ώστε διευρύνει de facto την γκάμα των ανθρώπων που μπορούν να προσεγγίσουν την αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού. Η χρήσιμη τοποθέτηση που επιχειρεί πάνω στον κοινωνικό αναρχισμό και το ελευθεριακό κίνημα εν γένει βρίσκει το διαλεκτικό της αντίθετο στη μάχη με το γιακωβινισμό, την ιεραρχία, τον επιστημονισμό, την αστική «πρόοδο» και «ανάπτυξη», το life-style, δείχνοντας έναν τρόπο οι παραγωγικές αντιθέσεις να βρίσκουν το δρόμο για τη σύνθεση ενός οράματος της απελευθέρωσης, ή με λόγια του ίδιου:
«Ο ζωντανός ιστός που το ελευθεριακό κίνημα δημιουργεί μέσα στην κοινωνία της αλλοτρίωσης δεν εξαντλείται σε κάποιο πρόγραμμα, μεθοδολογία, πολιτική οργάνωση, ατομικό ή συλλογικό βολονταρισμό, παρ’ όλο που τα έχει ανάγκη όλ’ αυτά – και πολλά περισσότερα ακόμη. Το ελεύθερο πνεύμα, η αγάπη για τον άνθρωπο, η αντιεξουσιαστική ηθική, η ικανότητα για προσωπική δέσμευση, καθώς και η αποφασιστικότητα και η τόλμη που γεννιούνται από το δίκιο και τη συλλογική δύναμη είναι που δίνουν περιεχόμενο στις πράξεις». 
Η συνεισφορά του antisystemic, ενός από τα πιο θεωρητικά καταρτισμένα blog που έχουν αναφορά στον κοινωνικό αναρχισμό, είναι η συζήτηση ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Χρησιμοποιώντας τις πιο ολοκληρωμένες κρίσεις του ιστορικού αναρχικού κινήματος, ο συγγραφέας, επικαιροποιεί την δυνατότητα πραγματοποίησης του αναρχικού οράματος με συγκεκριμένους όρους και τρόπους, σε μια διαλεκτική πάλη με όσα στοιχεία του κινήματος μειώνουν την πιθανότητα εφαρμογής ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος ισότητας. Εκκινώντας από απλά ερωτήματα, τα οποία συνήθως διατυπώνονται από κόσμο ο οποίος έρχεται σε πρώτη επαφή με τον αναρχικό τρόπο σκέψης, οι απαντήσεις που δίνονται φτάνουν σε ένα νέο βάθος τις συζητήσεις γύρω από τελικά περίπλοκα ζητήματα όπως ο καταμερισμός της εργασίας σε μια απελευθερωμένη κοινωνία.
Το άρθρο που καλύπτει την ύλη γύρω από την ιστορία γι’ αυτό το τεύχος, έχει επιμεληθεί ο καθηγητής του τμήματος Ιστορίας του Α.Π.Θ. ο Λουκής Χασιώτης, ο οποίος μας παραδίδει ένα εκτενές απόσπασμα ως προδημοσίευση της εισαγωγής του βιβλίου «Η κολλεκτιβοποίηση στην Ισπανία, 1936-1939. Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις» που εκδόθηκε μόλις από τις εκδόσεις των Ξένων.
Έχοντας κάνει μια διευρυμένη έρευνα στην ελληνική αλλά κυρίως στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο συγγραφέας μας δίνει ήδη μια ιδέα για την χρησιμότητα τόσο του βιβλίου όσο και των κρίσεων που μπορούν να παραχθούν εξ’ αιτίας του, γύρω από το θέμα της αυτοδιαχείρισης και της κολλεκτιβοποίησης, θέμα το οποίο εν καιρώ κρίσης έχει αρχίσει το τελευταίο διάστημα να συζητιέται έντονα. Η εμβάθυνση της ανάλυσης μέσω της έρευνας στο συγκεκριμένο ζήτημα μας βοηθά να αποτινάξουμε τον ιδεολογικό παρωπιδισμό, και να επαναπροσεγγίσουμε με ειλικρίνεια το ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης στη Ισπανία, χωρίς να αποστοιχιζόμαστε από τη φιλοσοφία της ισότητας που και το ίδιο το παράδειγμα της επαναστατημένης Ισπανίας προσέφερε. Η εξέλιξη της κολλεκτιβοποίησης, τα προβλήματα που αντιμετώπισε αλλά και που σε άλλες περιπτώσεις δημιούργησε, τα διαφορετικά μοντέλα οικονομικής οργάνωσης σε ένα πεδίο που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενιαίο, η παραγωγικότητα των δομών σε καιρό πολέμου, και οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις μας βοηθούν να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο. Τέλος ο ρόλος του συνδικαλισμού στη γέννηση της γραφειοκρατίας καθώς και οι έως πρόσφατα παραμελημένες αναλύσεις γύρω από τις έμφυλες σχέσεις εντός κολλεκτιβοποίησης, μας διδάσκουν ποια λάθη πρέπει να αποφύγουμε την επόμενη φορά που η κοινωνική αντίσταση θα καταφέρει να αναλάβει την επαναφορά της ζωής σε βάσεις ισότητας σε μια τόσο διευρυμένη κλίμακα, που να την καθιστά μια οικουμενική αξία.
Δυο πρωτότυπες μεταφράσεις από τη Νεφέλη – Μυρτώ Πανδίρη μια του Huey P. Newton και μια του Murray Bookchin καλύπτουν μια πρώτη «συζήτηση» γύρω από το θέμα της οργάνωσης, σ’ αυτό το τεύχος. Ο Newton στο άρθρο του «Για την υπεράσπιση της αυτοάμυνας» κατηγορεί τους αναρχικούς ότι δεν πιστεύουν στην οργάνωση παρά μόνο στην ατομική βούληση, για να εισπράξει την απάντηση του Μπούκτσιν ότι πέρα των ατομιστών αναρχικών, όλοι οι αναρχικοί συμφωνούν στο ζήτημα της οργάνωσης, και το θέμα τίθεται πάνω στο ζήτημα του τι είδους οργάνωση επιθυμούμε παρά στο εάν όντως επιθυμούμε την οργάνωση ή όχι. Τα δύο αυτά άρθρα που συγκροτούν αυτό τον διάλογο, επιλέξαμε να παρουσιαστούν σε αυτό το τεύχος με αφορμή και τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την οργάνωση του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο Φώτης Τερζάκης, αναλαμβάνει σε αυτό το τεύχος να καλύψει τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς σε ένα επίκαιρο άρθρο του, με τον τίτλο «Φιλοσοφικός στοχασμός σε συνθήκες κρίσης». Χρησιμοποιώντας την αψεγάδιαστη γραφή που τον χαρακτηρίζει ο Τερζάκης, μέσα από την πολεμική του στον Γερμανό φιλόσοφο E. Husserl, καταδεικνύει το ρόλο του φιλοσοφικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Επεξηγεί μέσα από την πολεμική του πως δεν πρέπει να γίνεται η φιλοσοφία, εάν δεν θέλει να εκπέφτει σε μια αποκομμένη από κάθε είδους πραγματικότητα εγκεφαλική άσκηση, η οποία όχι μόνον αδυνατεί να αναλύσει τον κόσμο που την περιβάλλει -πόσο μάλλον να τον αλλάξει- αλλά ακόμη περισσότερο μπορεί να καταλήξει μέσα στην εγκεφαλικότητά της να φαντάζεται ενοποιήσεις και να κατασκευάζει εύτακτα σχήματα ενώ η ζωή είναι αλλού. Στην δε περίπτωση του Husserl η ζωή ήδη απειλείται καταστατικά από το ναζιστικό κίνδυνο, ενόσω ο γερμανοεβραίος φιλόσοφος επιδίδεται σε κρίσιμες τομές στο σώμα της «δυτικής ενότητας» για να δικαιώσει ένα -μάλλον πρώιμα νεοφιλελεύθερο- σχήμα το οποίο όμως έχει στην πραγματικότητα αναλάβει να διεκπεραιώσει ο Χίτλερ. Η αποδόμηση που επιχειρεί με συναρπαστική επιτυχία ο Τερζάκης στο σώμα της ιδεολογίας ως ψευδoύς συνείδησης, όντως βοηθά να αναφανούν οι αποκρυμμένες σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας, τις οποίες η αποφασισμένη μας δράση ελπίζει να άρει, άπαξ δια παντός.
Η προσέγγιση της έννοιας της φύσης στον Μάρξ, είναι το άρθρο της Έλενας Νακοπούλου, με το οποίο η συγγραφέας επιχειρεί μια ουσιώδη κατάθεση γύρω από ένα θέμα που έχει μια διττή σημασία.
Από τη μια πλευρά η σχέση κυριαρχίας πολιτισμού – φύσης στη σκέψη του Μάρξ αποτελεί άλλο ένα από τα πεδία ρήξης που μοιράζονται αναρχικοί και μαρξιστές, είναι άλλο ένα αγκάθι στη σχέση του Μάρξ και του έργου του σε σχέση με το σύγχρονο ανταγωνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα όμως, το κείμενο αποτελεί μια βαθύτερη ανάλυση, ενός θέματος εξαιρετικά επίκαιρου. Παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια οι αγώνες γύρω από τη φύση και την προστασία της να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο, όλο και πιο κεντρικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν να αποποιούνται παλιότερων οικολογικών ενδύσεων, βάζοντας πιο ολικά χαρακτηριστικά στον αγώνα. Η Νακοπούλου στο άρθρο της περισσότερο θα προσπαθήσει να οριοθετήσει διάφορες παραφωνίες που έχουν παραχθεί εν μέσω άστοχων αναγνώσεων και διιστορικών αφηγήσεων. Θα επιχειρήσει να τοποθετήσει και να αναλύσει τον Μάρξ σε ένα ορισμένο πλαίσιο αντιδρώντας στην «μαρξιστική» τάση για διαχρονικά συμπεράσματα. Στην ουσία έτσι προστατεύει και κάποιες όψεις δύσκολα διαχειρίσιμες [αντίστοιχες της θέσης για τις αποικιοκρατίες] χωρίς να υποβαθμίζει το έργο του Μάρξ.
Στο άρθρο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης, με τίτλο « Η διαφύλαξη του αρνητικού ως στρατηγική αντεπίθεσης» θα επαναδιατυπώσει όλο τον φιλοσοφικό ειρμό του αριστερού εγελιανισμού, με πρόδηλες τις επιρροές του Μπακούνιν με όχημα όμως αυτή τη φορά την Τέχνη. Το πώς η άρνηση παραμένει μια κατάφαση, ένα βήμα από το οποίο θα τροφοδοτηθεί μια διαλεκτική της απελευθέρωσης, αποτελεί βασικό στίγμα του αναρχισμού. Η δε περιόδευση ενός τέτοιου θέματος μέσα από τις αίθουσες των Τεχνών αναδεικνύει με ένα πρωτότυπο τρόπο το ζήτημα. Η οριοθέτηση της αισθητικής του ολοκληρωτισμού, ταυτόχρονα με την άνοδο της μαζικής κουλτούρας, έρχονται να εμπλακούν με το πολιτικό τους αντίστοιχο το παρεμβατικό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία προσφάτως έχει αναλυθεί ως αλληλένδετη με τον κρατικό ολοκληρωτισμό. Η χρονική μεταφορά στο μεταπολεμικό κόσμο με την ανάδυση του μεταμοντέρνου ως εκδοχή αφήγησης ενός ουσιαστικά πράγματος, μιας διαρκούς θυσίας στο βωμό του μη – νοήματος, επαναφέρει τη χρησιμότητα της άρνησης ως θέση ενάντια στο υπάρχον. Καταλήγοντας:
“H συνολική άρνηση κάθε συνδιαλλαγής, η απόρριψη κάθε στρατηγικής παλινόρθωσης, η άρνηση συμμετοχής και καθορισμού από το θέαμα, η πίστη στην άμεση συλλογικότητα των ελεύθερων πολιορκημένων, η αντίθεση σε κάθε κλειστό σύστημα –χωρίς την απόρριψη του νοήματος της αλήθειας ως σχετικιστικής πλάνης- είναι ουσιαστικά το περιεχόμενο της αρνητικής στάσης. Και αυτή είναι μια θετική άρνηση, όχι το αντιπολιτευόμενο «όχι σε όλα» που αρνείται για να διασώσει τον κόσμο”. 
Με μια βιβλιοπαρουσίαση και ένα κομμάτι του ιστορικού αρχείου κλείνει το πρώτο τεύχος του «Κοινωνικού Αναρχισμού».
Η παρουσίαση αφορά στο βιβλίο «Ταξίδι στο Παρελθόν» του Abel Paz ένα βιβλίο που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ν. Νικολαΐδη, και εκδόθηκε πρώτη φορά από την εφημερίδα Άλφα το 1996. Μετά την εξάντληση της πρώτης έκδοσης, αποτέλεσε την πρώτη έκδοση των συνεργατικών εκδόσεων Κουρσάλ, το Νοέμβριο του 2012. Την βιβλιοπαρουσίαση για τον Κοινωνικό Αναρχισμό θα αναλάβει ο Κώστας Δεσποινιάδης, ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει τα πλείστα στην υπόθεση του αναρχικού και ελευθεριακού βιβλίου και στοχασμού, με το πάθος ενός ζηλωτή. Στο ολιγοσέλιδο λογοτεχνικό κατ’ ουσίαν δημιούργημα του καταφέρνει όχι απλά να παρουσιάσει σωστά την ψυχή του βιβλίου αλλά να το τιμήσει πραγματικά. Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί και πέρα από την αφορμή που έκανε τον συντάκτη του να αναλάβει τον κόπο.
Η επιθεώρηση κλείνει με τη θεωρητική συνεισφορά ενός σύγχρονου αναρχικού διανοητή, του N. Berti, ο οποίος αναλαμβάνει να εμβαθύνει στους πραγματικούς λόγους της σύγκρουσης αναρχισμού και μαρξισμού, σε ένα εκτενές άρθρο που επεξηγεί ταυτόχρονα με πολιτικούς όρους τους λόγους της διάσπασης της Α’ Διεθνούς. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από την επιθεώρηση «Τεκμήρια» του 1983.
Κλείνοντας την παρουσίαση του Κοινωνικού Αναρχισμού, θα δανειστώ τα λόγια ενός μεγάλου επαναστάτη, που επανέφερε στο άρθρο του, για τον Abel Paz o Κώστας, ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν που κατηγορήθηκε για δολοφονίες, και ληστείες σχεδόν σε όλο το δυτικό ημισφαίριο, ο ίδιος άνθρωπος δήλωνε ότι πρέπει να υπάρχει ένας αναρχικός εκδοτικός οίκος σε κάθε πόλη ίσως και ένα ελευθεριακό φεστιβάλ βιβλίου θα προσθέταμε εμείς. Είναι με αυτή την αντίληψη της ζωής, του αγώνα, της σύνδεσης της μάθησης με την δράση για την ελευθερία, που μπορούμε να επαναλαμβάνουμε, με την ίδια ειλικρίνεια “llevamos un mundo nuevo en nuestros corazones”.
http://anthostoukakou.blogspot.gr/2014/06/1.html