Η διεθνής ναζιστική δικτύωση της Χρυσής Αυγής

γραφει ο SPY στο jungle-report

“Στις αρχές του Φεβρουαρίου προβλήθηκε στα ΜΜΕ το θέμα της επίσκεψης δύο Γερμανών νεοναζί στην ελληνική Βουλή, συνοδεία βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Η όλη αντιμετώπιση και ο σχολιασμός του εν λόγω γεγονότος δεν αποκάλυψε τόσο την ύπαρξη των δικτυώσεων της Χρυσής Αυγής με ξένες νεοναζιστικές οργανώσεις, όσο την ελλιπή ενημέρωση έως και πλήρη άγνοια των ΜΜΕ για τα πεπραγμένα της Χρυσής Αυγής στο παρελθόν.”
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 
Έπρεπε να φτάσουμε στη δολοφονία ενός ακόμη συνανθρώπου μας ώστε να ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία για τη ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής και να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου για τα επί 30ετία αμαρτωλά πεπραγμένα της. Και ενώ κάποιοι έφταναν να μιλούν ακόμη και για συγκυβέρνηση με το εγκληματικό μόρφωμα, ξαφνικά όλοι μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε αντιφασίστες, ο καθένας για τις δικές του σκοπιμότητες και για τις δικές του επιδιώξεις.
Κάποιοι θυμήθηκαν μέχρι και τις διεθνείς ναζιστικές επαφές της Χρυσής Αυγής, στις πολυετείς προσπάθειές της να μετάσχει στην οικοδόμηση ενός διεθνούς δικτύου εθνικοσοσιαλιστών και φυλετιστών από διάφορες γωνιές του πλανήτη. Για ορισμένους τηλεοπτικούς σταθμούς, μάλιστα, η “αποκάλυψη” αυτή ισοδυναμούσε με κάτι πρωτοφανές, σαν την ανακάλυψη της Αμερικής! Όμως οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με ξένες ναζιστικές οργανώσεις ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είναι πολύ γνωστές σε όσους ασχολούνται συστηματικά με την ιστορία της.
Ελάχιστα είναι τα έντυπα που στις αρχές του χρόνου δημοσίευσαν εκτενή ρεπορτάζ για τις διεθνείς σχέσεις της Χρυσής Αυγής. Μεταξύ αυτών ήταν και το περιοδικό Unfollow, που στο τεύχος 15 (Μάρτιος 2013) φιλοξένησε έρευνα του Jungle-Report για τη διεθνή ναζιστική δικτύωση της οργάνωσης.
Κρίναμε ότι η έρευνα αυτή έχει αρκετό ενδιαφέρον για την συγκυρία που διανύουμε, όπου πέφτει και το τελευταίο φύλλο συκής και αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο η αποκρουστική γύμνια του “ελληνικού πατριωτικού κόμματος”. Το άρθρο αναδημοσιεύεται συνοδευόμενο από φωτογραφίες που επιβεβαιώνουν τις… εκλεκτές φιλίες της εγκληματικής συμμορίας.
_______________________________________________________________________________

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΤΥΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ

ΕΙΠΑΝ ΨΕΜΑΤΑ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΝ “ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ”, ΕΝΩ ΔΕΧΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΜΕΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΝΕΟΝΑΖΙΣΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ. ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ “ΞΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΑ”, ΠΛΗΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΠΩΣ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΤΥΩΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΟΝΑΖΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ Ν. ΑΦΡΙΚΗ ΩΣ ΤΗ ΡΩΣΙΑ.

Του SPY – Jungle Report

Στις αρχές του Φεβρουαρίου, επί 2-3 ημέρες, προβαλλόταν από τα ελληνικά ΜΜΕ το θέμα της επίσκεψης δύο γερμανών νεοναζί στην ελληνική Βουλή, συνοδεία βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Το θέμα έγινε γνωστό λόγω ενός άρθρου που αναρτήθηκε σε γερμανική νεοναζιστική σελίδα, η οποία περιείχε και τις δύο επίμαχες φωτογραφίες. Η μία απεικόνιζε τους γερμανούς νεοναζί με τον Νίκο Μιχαλολιάκο και η άλλη με τους βουλευτές Ηλία Κασιδιάρη, Νίκο Μίχο και Παναγιώτη Ηλιόπουλο.
Όπως θα δούμε παρακάτω, η όλη αντιμετώπιση και ο σχολιασμός του εν λόγω γεγονότος δεν αποκάλυψε τόσο την ύπαρξη των δικτυώσεων της Χρυσής Αυγής με ξένες νεοναζιστικές οργανώσεις, όσο την ελλιπή ενημέρωση έως και πλήρη άγνοια των ελληνικών ΜΜΕ για τα πεπραγμένα της Χρυσής Αυγής στο παρελθόν.

Οι υψηλοί αγκυλωτοί επισκέπτες

Οι δύο γερμανοί επισκέπτες είναι ηγετικά στελέχη της ναζιστικής οργάνωσης “Freies Netz Süd” (μτφ.: Ελεύθερο Δίκτυο του Νότου) που δρα κυρίως στα κρατίδια της Βαυαρίας και της Φρανκονίας. Πρόκειται για μια οργάνωση-παρακλάδι του πανγερμανικού ναζιστικού κόμματος NPD (Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), η οποία όμως αντιπολιτεύεται το NPD ασκώντας του κριτική από τα ακροδεξιά. Πρόκειται δηλαδή για μια οργάνωση με πιο σκληρές ναζιστικές θέσεις, που κάθε λίγο εκφράζει τη δυσαρέσκιά της για τη “μαλακή” γραμμή του NPD, το οποίο έχει αναγκαστεί να στρογγυλέψει τον κεκαλυμμένο εθνικοσοσιαλιστικό του λόγο μιας και διατρέχει τον κίνδυνο να απαγορευτεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Το κλίμα όμως μεταξύ των μελών των δύο αυτών οργανώσεων είναι εξόχως συντροφικό. Άλλωστε, σχεδόν όλοι οι ανήκοντες στο «Freies Netz Süd» ήταν μέχρι πρότινος στις τάξεις του NPD.

Το ίδιο ισχύει και για τους δύο γερμανούς επισκέπτες στην ελληνική Βουλή, Ματίας Φίσερ και τον Σεμπάστιαν Σμάους, οι οποίοι υπήρξαν υψηλόβαθμα μέλη του NPD και είναι πασίγνωστοι στους νεοναζιστικούς κύκλους της Γερμανίας για τη δράση τους. Πασίγνωστοι όμως και στις γερμανικές αρχές. Ο πρώτος, μεταξύ άλλων, είχε καταδικαστεί και εξέτισε  20 μήνες στη φυλακή για προτροπή σε εγκληματικές πράξεις και ο δεύτερος, επίσης μεταξύ άλλων, είχε καταδικαστεί σε καταβολή αποζημίωσης 2.400€ για ξυλοδαρμό.

Οι «Γερμανοί δημοσιογράφοι» που έβγαλαν ψεύτη τον Κασιδιάρη

Εξαιτίας του ντόρου που προκλήθηκε για τους φιλοξενούμενους της Χρυσής Αυγής, το κόμμα του Ν. Μιχαλολιάκου απάντησε μέσω του Η. Κασιδιάρη, κάνοντας λόγο για «γελοιότητες περί διασυνδέσεων με νεοναζί» και για «μία ακόμη άθλια επίθεση λάσπης κατά της Χρυσής Αυγής από το ξεφτιλισμένο σύστημα». Συγκεκριμένα ανέφερε πως οι δύο αυτοί Γερμανοί ήταν απλά δημοσιογράφοι που τηλεφώνησαν ζητώντας συνέντευξη από κάποιον εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής και ότι μετά τη συνέντευξη ακολούθησε συζήτηση και οι γνωστές φωτογραφίες. Ισχυρίστηκε μάλιστα, ότι στο ερώτημα του πώς βλέπουν τους Έλληνες που ζουν στη Γερμανία, εκείνοι απάντησαν  ότι τους θεωρούν ισότιμους με αυτούς πολίτες. Αν όντως έγινε αυτό το ερώτημα και δόθηκε αυτή η απάντηση από τους Γερμανούς, αν όλο αυτό δεν ήταν ένα εφεύρημα του Κασιδιάρη για να αντιστρέψει την κακή γνώμη που έχει ο μέσος Έλληνας για τους νεοναζί στη Γερμανία, τότε οι Γερμανοί προφανώς ξέχασαν να αναφέρουν πως οι «ισότιμοι Έλληνες» στη Γερμανία μπορεί καμιά φορά να ξυλοκοπηθούν, να μαχαιρωθούν ή και να δολοφονηθούν με πυροβολισμό στο πρόσωπο από τους εγχώριους νεοναζί, όπως έγινε πριν μερικά χρόνια στο Μόναχο, την πόλη όπου δραστηριοποιείται το «Freies Netz Süd», με θύμα τον 45χρονο κλειδαρά Θοδωρή Βουλγαρίδη.

Τα λεγόμενα του Η. Κασιδιάρη παίχτηκαν σε πολλά ΜΜΕ και, λόγω άγνοιας προφανώς, παρουσιάστηκαν ως επί το πλείστον χωρίς αντίλογο, δίνοντας την εντύπωση της πληρωμένης απάντησης της Χρυσής Αυγής σε όλους αυτούς τους ισχυρισμούς. Στην εκπομπή του δημοσιογράφου Άκη Παυλόπουλου μάλιστα, παρενέβη έξαλλος τηλεφωνικώς ο ίδιος ο Κασιδιάρης λέγοντας το ίδιο ποίημα, για να συμπεράνει στο τέλος ο δημοσιογράφος πως αυτή η εξήγηση «δίνει άλλη διάσταση» στην υπόθεση.

Για κακή τύχη όμως του Η. Κασιδιάρη, οι Γερμανοί ομοϊδεάτες του, προφανώς ανυποψίαστοι για το σάλο που θα μπορούσε να προκληθεί, ανήρτησαν ενθουσιασμένοι στην ιστοσελίδα τους όλο το χρονικό και το παρασκήνιο της επίσκεψής τους στην Ελλάδα, το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση με όλα όσα  ψευδώς διατυμπάνιζε ο Η. Κασιδιάρης στα ΜΜΕ. Έγραψαν πως το Νοέμβριο του 2012 η οργάνωσή τους «Freies Netz Süd» υποδέχτηκε στη Νυρεμβέργη μέλη της Χρυσής Αυγής από την Ελλάδα και στελέχη του NPD, με σκοπό να ξεναγηθούν στα ιστορικά μνημεία της πόλης και να συζητήσουν για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλαδα, τη Γερμανία και την Ευρώπη. Στο τέλος αυτής της φιλικής συνάντησης, γράφουν οι Γερμανοί, δόθηκε ραντεβού το Φεβρουάριο στην Αθήνα για την εκδήλωση των Ιμίων, σαν ανταπόδοση της επίσκεψης των χρυσαυγιτών, ώστε να δουν κι αυτοί «σαν αγωνιστές της εθνικής τους αντίστασης» την εξέλιξη και την επιτυχία της Χρυσής Αυγής. Όπως γράφουν, η πρόσκληση για να παραβρεθούν στην Αθήνα, ήρθε από τον ίδιο το Νίκο Μιχαλολιάκο.

Οι διεθνείς διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής
Αυτό που η πλειοψηφία των ελληνικών ΜΜΕ αγνοεί είναι ότι εδώ και δεκαετίες, σχεδόν από την αρχή της ύπαρξής της, η Χρυσή Αυγή διατηρεί στενές επαφές με νεοναζιστικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Η δικτύωσή της ξεκινά από τη Νότια Αφρική, με το τρομοκρατικό και ακραία ρατσιστικό κίνημα AWB, κατηγορούμενο για βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες, του οποίου ο αρχηγός είχε μάλιστα φιλοξενήσει τον Αντώνη Ανδρουτσόπουλο (εικ.1), τον διαβόητο “Περίανδρο”, καταδικασθέντα για την απόπειρα δολοφονίας του Δ. Κουσουρή, όταν ο Ανδρουτσόπουλος ήταν ακόμα στη Χρυσή Αυγή, και φτάνουν μέχρι τη Ρωσία, με τη ναζιστική και γνωστή για τη βιαιότητά της οργάνωση DPNI, σε συνέδριο της οποίας στη Μόσχα παρευρέθη ο εκπρόσωπος  εξωτερικών επαφών της Χρυσής Αυγής Γιώργος Δημητρούλιας (εικ.2). Η Χρυσή Αυγή είναι επίσης μέλος και του πανευρωπαϊκού δικτύου «European National Front»,
το οποίο περιλαμβάνει ναζιστικά και φασιστικά κόμματα από τη Γερμανία (NPD), Ισπανία (La Falange), τη Ρουμανία (ND), την Ιταλία (Forza Nouva), την Πολωνία (NOP) και τη Γαλλία (RF). Το δίκτυο αυτό διοργανώνει κάθε χρόνο συνέδρια στις χώρες των μελών του, όπου παρευρίσκονται εκπρόσωποι από όλα τα υπόλοιπα μέλη. Τη Χρυσή Αυγή συνήθως εκπροσωπεί ο Γ. Δημητρούλιας. Παλαιότερα την εκπροσώπηση αναλάμβανε και ο Νίκος Γιοχάλας, μέλος του ναζιστικού συγκροτήματος Der Stürmer ή και ο Δημήτρης Ζαφειρόπουλος, τέως υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής και πρόσφατα υποψήφιος με το ΛΑ.Ο.Σ.

Ελληνογερμανικές φυλετικές αγάπες

Ειδικά με τους γερμανούς νεοναζί υπήρχε πάντα μια ιδιαίτερη συμπάθεια -αν εξαιρέσουμε βέβαια το ατυχές γεγονός των αρχών της δεκαετίας του ’90 στο Μόναχο, όταν γερμανοί νεοναζί πέρασαν τους χρυσαυγίτες επισκέπτες τους για μετανάστες και τους πήραν στο κυνήγι.

Εδώ και πολύ καιρό, σχεδόν κάθε χρόνο και με αφορμή διάφορες σημαντικές για αυτούς επετείους, όπως π.χ. τα Ίμια, ή την «πένθιμη» επέτειο της ήττας του Χίτλερ, εκπρόσωποι του ενός κόμματος επισκέπτονται συχνά τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται από το άλλο. Το 2006 μάλιστα επισκέφθηκε την καθιερωμένη χρυσαυγίτικη εκδήλωση των Ιμίων ο ίδιος ο αρχηγός του ναζιστικού NPD, Ούντο Φόιγκτ, και όχι μόνο διαδήλωσε χέρι-χέρι με το Ν. Μιχαλολιάκο, κρατώντας μαζί το ίδιο πανό (εικ.3), άλλα απηύθυνε και “πύρινο λόγο” στους συγκεντρωμένους χρυσαυγίτες (εικ. 4). Στα δεξιά, ο κύριος με την τραγιάσκα που κρατάει τη σημαία του Γερμανικού Ράιχ, είναι ο υπαρχηγός του NPD, Τόμας Βουλφ -που πρόσφατα καταδικάστηκε για ξυλοδαρμό και που όλως τυχαίως εμφανίζεται συχνά σε ναζιστικές εκδηλώσεις παρέα με τον Ματίας Φίσερ (εικ.5), τον «γερμανό δημοσιογράφο», σύμφωνα με την εκδοχή του Η. Κασιδιάρη, που είδαμε στις φωτογραφίες με τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής στη Βουλή.
Την επόμενη χρονιά, το 2007, παίχτηκε ακριβώς το ίδιο έργο. Δηλαδή επίσκεψη 15 νεοναζί του NPD στην Αθήνα για τα Ίμια, ομιλία του φύρερ Ούντο Φόιγκτ στους χρυσαυγίτες και η καθιερωμένη πορεία. Η αντεπίσκεψη στη Γερμανία από την πλευρά της Χρυσής Αυγής έγινε τον Ιούνιο, ύστερα από πρόσκληση του Ούντο Φόιγκτ στην εκδήλωση διαμαρτυρίας που διοργάνωνε το NPD με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής G8 που γινόταν στην πόλη Σβερίν. Εκ μέρους της Χρυσής Αυγής στην εκδήλωση διαμαρτυρίας είχε παρευρεθεί ο σημερινός βουλευτής Νίκος Μίχος -επίσης στη φωτογραφία  με τους Γερμανούς προσκεκλημένους στη Βουλή- αφού πρώτα ξεναγήθηκε στα μνημεία της πόλης από τον Ούντο Φόιγκτ αυτοπροσώπως (εικ.7).
Οι ξεναγήσεις στα μνημεία των πόλεων γίνονται κάθε φορά και από τις δύο πλευρές για τους υψηλούς τους επισκέπτες. Οι Γερμανοί για παράδειγμα πηγαίνουν τους χρυσαυγίτες σε στρατιωτικά νεκροταφεία  όπου κείτονται αξιωματικοί του 3ου Ράιχ ή στο χώρο όπου βρίσκεται το καταφύγιο του Χίτλερ και το σημείο όπου απανθρακώθηκε μαζί με την Εύα Μπράουν, ενώ οι χρυσαυγίτες τους κάνουν πρώτα ξενάγηση στην Ακρόπολη και μετά στο Αρχαιολογικό Μουσείο, κυρίως για να θαυμάσουν τους «προαιώνιους αγκυλωτούς σταυρούς» στην πτέρυγα με τα αγγεία.
Ανταπόκριση του εκπροσώπου της Χ.Α. Γιώργου Δημητρούλια
από το Βερολίνο. Ξενάγησή του από νεοναζί ομοϊδεάτες του
στα μέρη όπου αυτοκτόνησε ο Χίτλερ.
Από το περιοδικό “Χρυσή Αυγή”, α.τ. 128, Ιούλιος 2006.
(Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση)

Όλα τα παραπάνω αφορούν βέβαια μόνο μερικά από τα πάμπολλα αλισβερίσια μεταξύ των χρυσαυγιτών και τους νεοναζί της Γερμανίας που έχουν λάβει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η τελευταία επίσημη δημόσια επικοινωνία μεταξύ της Χρυσής Αυγής και των Γερμανών νεοναζί, αν εξαιρέσουμε την προκλητική εμφάνισή τους στη Βουλή, έγινε την Πρωτομαγιά του 2011, όπου ο Μιχαλολιάκος απηύθυνε αγωνιστικό χαιρετισμό στους Γερμανούς ομοϊδεάτες του μέσω ενός βίντεο (εικ.8) που απέστειλε στο «Volksfront Medien» (Μέσο Λαϊκού Μετώπου), ένα ακομμάτιστο νεοναζιστικό γερμανικό μέσο.

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι, ότι τρεις μέρες πριν γίνει ο ντόρος με την επίσκεψη των Γερμανών νεοναζί, το γερμανικό περιοδικό Spiegel ενημέρωνε με άρθρο του ότι η Χρυσή Αυγή πραγματοποιεί επαφές με νεοναζί από τη Βαυαρία. Η απάντηση της Χρυσής Αυγής, στο γνωστό πνεύμα εξαλλότητας, έκανε λόγο για «πανικόβλητους Γερμανούς» και «ρεσιτάλ λασπολογίας και μυθευμάτων από το ανθελληνικό Spiegel», και έκλεινε με την εξής ανακοίνωση: «Ενημερώνουμε προς πάσα κατεύθυνση πως η Χρυσή Αυγή ουδεμία σχέση έχει με ξένες πολιτικές οργανώσεις ή κόμματα.»
Λόγια μεστά, στιβαρά και ανδρεία. Και, κυρίως, ειλικρινή.
_______________

Διαβάστε επίσης:

Η διεθνής ναζιστική δικτύωση της Χρυσής Αυγής

 

 

 

 

6 απαντήσεις στο “Η διεθνής ναζιστική δικτύωση της Χρυσής Αυγής”

  1. υπόθεση Χ.Α.: Raison d’ Etat (που λένε και οι γάλλοι)
    από λάμπε ρατ

    1) η κλιμάκωση της νεοφασιστικής βίας και η διαχείρισή της από το πολιτικό σύστημα 2) η «επιχείρηση καθαρά χέρια» της Νο1 εγκληματικής οργάνωσης 3) το double bind του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης

    Κατεβάστε το συνημμένο αρχείο: i_klimakwsi_tis_neofasistikis_vias_kai_i_diaheirisi_tis_apo_to_politiko_sistima.doc (application/msword)

    1) η κλιμάκωση της νεοφασιστικής βίας και η διαχείρισή της από το πολιτικό σύστημα
    2) η «επιχείρηση καθαρά χέρια» της Νο1 εγκληματικής οργάνωσης
    3) το double bind του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης

    Κατεβάστε το συνημμένο αρχείο: i__epiheirisi_kathara_heria__tis_no1_egklimatikis_organwsis.doc (application/msword)

    Κατεβάστε το συνημμένο αρχείο: to_double_bind_tou_kratous_ektaktis_anagkis.doc (application/msword)

  2. Το κίνημα να κλείσει τα γραφεία της Χ.Α. (μέρος 2)
    Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης, αναρτούμε κείμενο συναδέλφων

    Η σύλληψη και η ποινική δίωξη της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. και πολλών εν ενεργεία βουλευτών καθώς και η προφυλάκιση του Μχαλολιάκου που διαμορφώνουν για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση τους όρους για την ποινική δίωξη κόμματος που συμμετέχει στο κοινοβούλιο και για την αντιμετώπιση του ως εγκληματικής οργάνωση δημιουργεί νέα δεδομένα στη πολιτική σκηνή αλλά και στην εξέλιξη της κρατικής πολιτικής.

    Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το αστικό κράτος και οι πολιτικοί εκπρόσωποι του συνασπισμού εξουσίας, το κυβερνητικό κέντρο, αλλά και ένα σύνολο κρατικών και ιδεολογικών μηχανισμών, πέρασαν από τη μακροχρόνια ανοχή – στήριξη της Χ.Α. και την υιοθέτηση μέρους της πολιτικής ατζέντας πριν αλλά και μετά από τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2012, σε μία επιχείρηση συντριβής αυτού του πολιτικού αυτού μορφώματος. Μία τέτοια εξέλιξη δεν είναι ανεξάρτητη από τη σημερινή συγκυρία της ταξικής πάλης αλλά και τις πολιτικές της αντανακλάσεις.

    Όπως είχαμε αναφέρει στην προηγούμενη τοποθέτηση μας για τη δολοφονία Φύσσα η οποία σε σημαντικό βαθμό επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις α) η Χ.Α. ως ναζιστικό κόμμα μόνο έμμεση σχέση είχε με την κυβερνητική πολιτική και την κυρίαρχη στρατηγική του συνασπισμού εξουσίας. Η ανάπτυξη της αντανακλά κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο πλαίσιο της εκδήλωσης της κρίσης. Οι μετατοπίσεις στην πολιτική πρακτική, στον ιδεολογικό λόγο, στην κρατική πολιτική της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ και η κεντρική σημασία που απέκτησε η στρατηγική της διαρκούς αυταρχικοποίησης του κράτους νομιμοποίησαν ακόμη περισσότερο στοιχεία του ιδεολογικού λόγου της Χ.Α. Ταυτόχρονα, η κάλυψη και στήριξή της από θύλακες στους κρατικούς μηχανισμούς μεταβλήθηκε ποιοτικά με αποτέλεσμα η Χ.Α. να αξιοποιείται ως έμμεσος βραχίονας αυτών για την φθορά αλλά και την ιδεολογική και υλική πειθάρχηση του λαϊκού κινήματος. β) Η Χ.Α. αποτελεί ένα αστικό κόμμα «ειδικού τύπου» που αντιπροσωπεύει μία αστική πολιτική έσχατης ανάγκης. Στο πλαίσιο αυτό η Χ.Α. στη μετάβαση της από μία περιθωριακή εγκληματική ομάδα με στενές σχέσεις με αφανείς και σκληρούς κατασταλτικούς μηχανισμούς σε ένα σχετικά μαζικό κόμμα με ναζιστικό προσανατολισμό, δεν αποτελούσε απλά εργαλείο της εκάστοτε κυβερνητικής ή ακόμα και κρατικής πολιτικής αλλά διαμόρφωνε ένα βαθμό σχετικής – και σταδιακά σημαντικής – αυτονομίας σε σχέση με την συνισταμένη της κυρίαρχης αστικής πολιτικής γ) η μαζικοποίηση της Χ.Α. και κυρίως η ραγδαία άνοδος της εκλογικής της επιρροής αντανακλούσε τη κρίση εκπροσώπησης των παραδοσιακών αστικών κομμάτων κυρίως – αλλά όχι μόνο- της Ν.Δ. Η απομάκρυνση σημαντικού τμήματος της κοινωνικής βάσης των δύο βασικών αστικών κομμάτων σε συνδυασμό με το γεγονός της διαχρονικής ύπαρξης ιδεολογικών στοιχείων, όπως ο εθνικισμός, ο αντικομουνισμός, η έλξη προς τους κατασταλτικούς μηχανισμούς αλλά και ο συγκεκαλυμμένος ρατσισμός στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων και κυρίως της Ν.Δ. διευκόλυνε την αναγνώριση των στρωμάτων αυτών στο πολιτικό μπλοκ της Χ.Α. δ) Η Χ.Α. έγινε ανεκτή και είχε έμμεση στήριξη στη ραγδαία ανάπτυξη της από ένα σύνολο αστικών πολιτικό ιδεολογικών μηχανισμών σε αυτή τη φάση της μετάβασης της μέσα σε μία ειδική συγκυρία με σημαντικά διακυβεύματα. Ήταν η περίοδος η έναρξη της οποίας σηματοδοτήθηκε από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και την νεολαϊστικη έκρηξη που σημάδεψε την πολιτική ήττα της κυβέρνησης Καραμανλή αλλά κυρίως καθορίστηκε από τις μαζικές λαϊκές αντιδράσεις και τους εργατικούς λαϊκούς αγώνες της πρώτης μνημονιακής περιόδου από το Μάη του 2010 μέχρι το Φλεβάρη του 2012. Οι μαζικοί αγώνες, η βίαιη εισβολή τμήματος των λαϊκών μαζών στη πολιτική σκηνή η σχετική τους ανεξαρτησία, με χαρακτηριστικό το κίνημα των πλατειών, διαμόρφωσε τη κρίση του δικομματισμού αλλά και στοιχεία ανοιχτής πολιτικής κρίσης όπως αποκρυσταλλώθηκαν με την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου που κατέληξε στη σύμπτυξη σε κυβερνητικό επίπεδο των δύο βασικών αστικών κομμάτων καθώς και των συμπληρωμάτων τους από τα δεξιά – ΛΑΟΣ- ή από τα αριστερά – ΔΗΜΑΡ- ανάλογα, με τη συγκυρία. Σε όλη αυτή τη περίοδο, υπήρξαν συγκυρίες όπου οι προοπτικές των κυβερνήσεων του συνασπισμού εξουσίας στη σύγκρουση τους με το λαϊκό κίνημα φαίνονταν αβέβαιες.

    Η άνοδος της Χ.Α. σε επίπεδο εκλογικής επιρροής και – πολύ λιγότερο – σε επίπεδο οργανωτικής δυναμικής ήταν αποτέλεσμα των στοιχείων κρίσης ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας και της κρίσης εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων και ενσωμάτωνε τα ποιο αντιδραστικά τμήματα των μικροαστικών ή και εργατικών στρωμάτων που δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από την αριστερά. Η πολιτική και η ιδεολογική ανοχή της Χ.Α. από τμήματα του πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης ή και εξωραϊσμός της από ποικίλους ιδεολογικούς μηχανισμούς π.χ. από ΜΜΕ όπως το Πρώτο Θέμα, αλλά και η κάλυψη των εγκληματικών επιθέσεων της από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς εντάσσεται 1) στη διάθεση ενός πλέγματος κέντρων εξουσίας και δικτύων ισχύος να την αξιοποιήσουν ως ανάχωμα στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και παράγοντα φθοράς της αριστεράς αλλά και 2) στο πλαίσιο της όξυνσης της ταξικής πάλης που περιγράψαμε παραπάνω που καθόρισε την προηγούμενη τριετία και είχε σαν αποτέλεσμα τον αντιφατικό τρόπο αντιμετώπισης -από βασικά κέντρα εξουσίας- των κινδύνων που διαμόρφωνε για το συνασπισμό εξουσίας αυτή η όξυνση. Έτσι για ένα διάστημα η ανάπτυξη της Χ.Α. γινόταν αντιληπτή για τον αστικό συνασπισμό περισσότερο ως όφελος- παρά ως κίνδυνος ενώ η πολιτική και κατασταλτική αντιμετώπιση της εκτιμάτο ότι ενδεχόμενα θα διεύρυνε το ρήγμα της Ν.Δ. και συνολικότερα της κυβέρνησης στη σχέση της με κοινωνικά στρώματα που συνδεόταν μαζί της στη βάση κοινών πολιτικό ιδεολογικών στοιχείων με το ρεύμα της Χ.Α. και κυρίως του εθνικισμού, του ρατσισμού και του αντικομουνισμού. Επιπρόσθετα είναι εμφανές ότι ένα τμήμα του σημερινού ακροδεξιού ηγετικού πυρήνα της Ν.Δ. διαχειριζόταν το στοιχείο της αντιαριστερής ρητορείας, της θεωρίας των «δύο άκρων», στοχεύοντας το ΣΥΡΙΖΑ, ως ένα τρόπο αποψίλωσης της εκλογικής του επιρροής αλλά και της κοινωνικής του δυναμικής.

    Το απρόβλεπτο αλλά και αναπόφευκτο γεγονός της δολοφονίας του Π. Φύσσα – υπό την έννοια ότι νομοτελειακά θα συνέβαινε ένα αντίστοιχο περιστατικό από την κλιμακούμενη δράση της Χ.Α. και για αυτό η ηγεσία της έχει την πολιτική και οργανωτική ευθύνη – συνέπεσε με διάφορες ποιοτικές μεταβολές και στη συγκυρία της ταξικής αλλά και στη δράση της Χ.Α. Την τελευταία περίοδο η Χ.Α. ενθαρρυμένη από την δημοσκοπική άνοδο, αλλά και την ασταθή ισορροπία εκλογικών δυνάμεων μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε την πύκνωση των βίαιων παρεμβάσεων της, όχι τόσο μόνο ή τόσο πολλαπλασιάζοντας τις επιθέσεις απέναντι στους μετανάστες, αλλά διευρύνοντας τους στόχους της συμπεριλαμβάνοντας στις επιθέσεις ή και βίαιες παρεμβάσεις της τμήματα της επίσημης πολιτικής σκηνής. Υπό αυτή την έννοια ιδιαίτερη σημασία είχαν και οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ που σηματοδοτούσαν την κατά μέτωπο ανοιχτή και διακηρυγμένη αντιπαράθεση με ένα οργανωμένο και ισχυρό τμήμα της αριστεράς αλλά και η προσπάθεια εκτοπισμού, από μια σειρά παραδοσιακές εκδηλώσεις της ακροδεξιάς (Γράμμο, Βίτσι, Μελιγαλά) των πολιτικών εκπροσώπων της Ν.Δ. Οι κινήσεις αυτές δημιουργούσαν μία σχετική πίεση στη Ν.Δ. στο βαθμό που από τη μια πλευρά, η διεύρυνση της δημοσκοπικής επιρροής της Χ.Α. αποτελούσε από ένα σημείο και πέρα ανάχωμα και στη δικιά της εκλογική ανάκαμψη αλλά και γιατί ο διαγκωνισμός για το ακροδεξιό ακροατήριο (το οποίο αποτελεί σημαντικό τμήμα τη σημερινής συρρικνωμένης εκλογικής βάσης της Ν.Δ.) εν μέρει καθορίζεται και από την όξυνση του λαϊκίστικου λόγου και την πολιτική της πυγμής. Ένα τμήμα αυτού του ακροατηρίου διαπαιδαγωγημένο μέσα από την ιδεολογία και τις εικόνες της επιβολής θα μπορούσε να μεταστραφεί προς τη Χ.Α. στο βαθμό που αυτή κατακτούσε «χώρους» και εκτόπιζε τους δεξιούς της ανταγωνιστές από εκδηλώσεις που ασκούσαν τις ιδεολογικές τους «πρακτικές». Σε ένα επίπεδο η προσπάθεια της Χ.Α. να εκτοπίσει την Ν.Δ. (και ιδιαίτερα τη σημερινή με ακροδεξιά δεσπόζουσα Ν.Δ.) από τις εκδηλώσεις αυτές, αλλά και η σχετική πίεση στα στελέχη της Ν.Δ. με αποδοκιμασίες σε μια σειρά περιοχές ήταν το στενό ανάλογο μίας προσπάθειας αλλά και μίας στρατηγικής απονομιμοποίησης όπως η αποδοκιμασία του πολιτικού και κρατικού προσωπικού στις παρελάσεις που αποτέλεσε την αφορμή της πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου και της συγκρότησης των κυβερνήσεων συνεργασίας.

    Τα γεγονότα αυτά συνέπεσαν με μία σχετική καμπή της ταξικής πάλης, που εξελίσσεται την τελευταία περίοδο. Η κοινωνική και πολιτική σκηνή καθορίζεται από μία σχετική – προφανώς απέχει πολύ από το να είναι οριστική – σταθεροποίηση της πολιτικής του συνασπισμού εξουσίας. Τα στοιχεία που την επικαθορίζουν είναι α) ορισμένα στοιχεία που αναδεικνύουν την ανακοπή των ρυθμών πτώσης της ελληνικής οικονομίας αν και το περιβόητο success story στερείται μία ουσιαστικής σημασίας. Β)Το γεγονός ότι σε αυτή τη φάση ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αντιμετωπίζει το άμεσο φάσμα της εξόδου από την Ευρωζώνη αν και το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να μην είναι μακροχρόνια εξυπηρετίσιμο και θα απαιτήσει πρόσθετη περικοπή και συνεπώς νέα μέτρα, γ) υπάρχει σχετική ύφεση της έντασης των ταξικών και κοινωνικών αγώνων σε σχέση με την διετία από τα μέσα του 2010 έως τα μέσα του 2012. Παρά την ύπαρξη σημαντικών στιγμών όπως η κατάληψη της ΕΡΤ, ή προσπαθειών δημιουργίας απεργιακού συντονισμού, πανεκπαιδευτικού ή και πανδημοσιουπαλληλικού μετώπου, οι αγώνες των εργαζομένων δεν ανακόπτουν την αστική πολιτική στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα ενώ δεν επιδρούν με τον ίδιο τρόπο όπως την περίοδο 2010-2012 στη πολιτική σκηνή. δ) η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η άνοδος της ανεργίας, η σχετική ύφεση των εργατικών αγώνων, έχουν μετατοπίσει τη κοινωνική δυσαρέσκεια, είτε σε μία διέξοδο αναμονής μέχρι την εκλογική έκφραση της διαμαρτυρίας που είναι η βασική τάση, και καταγράφεται από τα σταθερά υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από την άλλη πλευρά στα μέχρι τώρα υψηλά της Χ.Α., είτε σε μία προσπάθεια, προσωπικής διεξόδου και συσπείρωσης γύρω από το κυβερνητικό κέντρο, με χαρακτηριστική τη σταθερότητα της Ν.Δ. και τη σχετική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, παρά τα συνεχιζόμενα επιθετικά μέτρα της κυβέρνησης και το βάθος της ύφεσης ε) η κατάσταση αυτή διαμορφώνει μία ασταθή ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, με τάσεις όμως σταθεροποίησης σε σχέση με τη προηγούμενη περίοδο.

    Αυτή η τάση σταθεροποίησης αναδιατάσσει και την προσέγγιση της Χ.Α. από το πολιτικό σύστημα και τα κέντρα εξουσίας. Από ένας πόλος υποδοχής της κοινωνικής δυσαρέσκειας, από ένας παράγοντας οριοθέτησης, φθοράς και πειθάρχησης των ριζοσπαστικών αγώνων, από ένας μηχανισμός σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενος από αφανή κρατικά δίκτυα για ειδικές αποστολές, μεταβλήθηκε σε ένα παράγοντα αντιφάσεων για την αστική πολιτική σκηνή. Ειδικά από τη στιγμή που αγώνες των μαζών δεν είχαν την ίδια δυναμική για να κλονίσουν τους πολιτικούς εκφραστές του συνασπισμού εξουσίας, αντίθετα εκφράζονταν μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος την ίδια στιγμή συνέβαλλε με την πολιτική του στη σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Οι συνθήκες λοιπόν σε αυτή τη φάση δεν είναι τόσο πιεστικές για το συνασπισμό εξουσίας, ώστε να διακινδυνεύει τη περαιτέρω άνοδο της ναζιστικής επιρροής ως πλευράς μίας έσχατης πολιτικής λύσης που αντιπροσωπεύει για το αστικό σύστημα ο ναζισμός. Το κατ’ εξοχήν κόμμα της κυρίαρχης τάξης είναι το αστικό κράτος, ενώ ο βασικός πολιτικός εκφραστής της στρατηγικής της είναι η Ν.Δ. Η αστική τάξη, μόνο σε έκτακτες συνθήκες είναι διατεθειμένη να εκχωρήσει, μέρος της πολιτικής εξουσίας που κατέχει άμεσα μέσα από τα βασικά της κόμματα και άμεσα συνδεδεμένες μαζί της πολιτικές ελίτ, σε κόμματα ναζιστικού τύπου που έχουν μία σχετική αυτονομία και περιορίζουν την άμεση άσκηση πολιτικής εξουσίας από την πλευρά της. Αυτές οι έκτακτες συνθήκες που προφανώς σήμερα δεν υπάρχουν, συμπυκνώνονται σε μία ασταθή ισορροπία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και σε ορισμένες καμπές της ταξικής πάλης που καθορίζονται από τρεις παράγοντες α) την ύπαρξη μίας περιόδου ανόδου του εργατικού και λαϊκού κινήματος που συνοδεύεται από την άνοδο των αντικαπιταλιστικών πρακτικών β) την ύπαρξη μίας καμπής που σημαδεύεται από αποφασιστικές κοινωνικές και πολιτικές ήττες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και γ) από μία εσωτερική κρίση και ασυμβίβαστες αντιφάσεις στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας και στις σχέσεις μεταξύ των μερίδων που τον συγκροτούν και κυρίως στις σχέσεις αυτών των μερίδων και των πολιτικών εκπροσώπων τους με τμήματα των λαϊκών τάξεων.

    Η δολοφονία Φύσσα αποτέλεσε τον καταλύτη για τη ραγδαία μεταβολή της κρατικής πολιτικής απέναντι στην Χ.Α. Κατ αρχήν διότι αποτέλεσε ένα άμεσο διπλό κίνδυνο για την αστική πολιτική. Το αστικό κράτος και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις έχουν επίγνωση των κατακλυσμιαίων επιδράσεων και της έκρηξης του θυμικού των μαζών από τις δολοφονίες αγωνιστών αλλά και από τις επιπτώσεις τους στη πολιτική σκηνή. Από τη δολοφονία του Λαμπράκη και τη πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή που εμφανιζόταν πολύ ισχυρή το 1963, μέχρι τις δολοφονίες Κουμή – Κανελλοπούλου το 1980 που επιτάχυναν την εκλογική έκφραση μεγάλων τμημάτων της κοινωνικής αριστεράς μέσα από το ΠΑΣΟΚ, τη δολοφονία Τεμπονέρα και τις βίαιες μαζικές λαϊκές αντιδράσεις, έως τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και τη κοινωνική έκρηξη που ακολούθησε και είχε μεσοπρόθεσμα σαν αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή, οι δολοφονίες αγωνιστών σημάδεψαν τις πολιτικές εξελίξεις. Πολύ περισσότερο, στη σημερινή συγκυρία όπου υπάρχει μία σχετική εκλογική ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, και ταυτόχρονα μεγάλος φόβος του κυβερνητικού κέντρου, στο βαθμό που καταφέρνει να διαχειριστεί το απεργιακό μέτωπο ότι ένα «απρόβλεπτο» γεγονός μπορεί να συμπυκνώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια διαμορφώνοντας όρους αποσταθεροποίησης του κυβερνητικού κέντρου.

    Έτσι αν η κυβέρνηση δεν αναλάμβανε πρωτοβουλίες να αντιμετωπίσει τη Χ.Α. α) διέβλεπε το κίνδυνο εκτεταμένων συγκρούσεων που θα πυροδοτούσαν τη πολιτική αντιπαράθεση αλλά και θα υπονόμευαν τη στρατηγική της να προσελκύσεις επενδύσεις και να διευρύνει την οικονομική στήριξη από το εξωτερικό και γενικότερα τη αφήγηση του success story και της επικείμενης οικονομικής ανάκαμψης και β) θα ενίσχυε την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που η έλλειψη ή η χαλαρή αντίδραση της κυβέρνησης θα πόλωνε ένα δυναμικό της αριστεράς αλλά και ένα δυναμικό του κεντρώου χώρου που θα αντιλαμβανόταν τη κυβέρνηση ως στήριγμα της Χ.Α και άρα επικίνδυνη στην εκλογική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό ήταν από τις πρώτες πολιτικές δυνάμεις που «αξιοποίησε» το σενάριο της «συγκυβέρνησης» Ν.Δ – Χ.Α. για να πολώσει υπέρ του, αριστερούς και φιλελεύθερους ψηφοφόρους.

    Υπό το παραπάνω πρίσμα η πίεση του λαϊκού παράγοντα και οι γενικότερες διεργασίες και προσπάθειες των αντιφασιστικών τάσεων των τελευταίων ετών για την απονομιμοποίηση της Χ.Α. επικαθόρισαν και εν μέρει επέβαλλαν ορισμένες από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Η εμφάνιση των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, τόσο με τη μαζική και συγκρουσιακή διαδήλωση στο Κερατσίνι, όσο και με όλες όσες ακολούθησαν σε επίπεδο συνοικιών στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία και ιδιαίτερα με την μαζική πορεία της 25/09/2009 στα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. ουσιαστικά με πρωτοβουλία ελάχιστων πολιτικών τάσεων και με την αντίθεση και των δύο κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς, άσκησε σοβαρή πίεση στο συνασπισμό εξουσίας. Η κυβέρνηση και οι κρατικοί μηχανισμοί δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες αστάθειας που θα δημιουργούσε άλλη μία έκρηξη αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη του Δεκέμβρη του ΄08, κάνοντας πιο επιτακτική την αντιμετώπιση της Χ.Α. με την πρωτοβουλία του κράτους και των μηχανισμών του και όχι του λαϊκού κινήματος.

    Αναμφίβολα όμως η συνολική πρωτοβουλία, για αυτού του τύπου αντιμετώπισης της Χ.Α. με όρους συνολικής ποινικής δίωξης ανήκει στο κυβερνητικό κέντρο και καθορίζεται από τις γενικότερες και τις ειδικότερες επιδιώξεις του. Η Χ.Α. ως ναζιστικό κόμμα επέβαλλε μία βίαιη αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση, του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πρακτικής ορισμένων τμημάτων των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων πρωτίστως σε επίπεδο πολιτικής αναγνώρισης και αντιπροσώπευσης, αλλά όχι μόνο. Αυτή μόνο βραχυπρόθεσμα και μόνο σε ορισμένες συγκυρίες είναι προς το συνολικό συμφέρον της αστικής τάξης και την διευρυμένη εμπέδωση της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής. Ειδικά σε μία περίοδο που το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν βρίσκεται σε άνοδο απειλητική για την αστική τάξη, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει συντριβεί, η αύξηση της βίαιης αντιδραστικής ριζοσπαστικοποίησης που θα στρεφόταν ευθέως απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα θα είχε πιθανόν σαν αποτέλεσμα μία ριζοσπαστικοποίηση και από την πλευρά τμημάτων του κινήματος. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της συνολικής στρατηγικής της αστικής τάξης στη συγκυρία.

    Η συνολική στρατηγική της σχετίζεται με την υποταγή των εργατικό λαϊκών αντιστάσεων, πρωτίστως μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς, δηλαδή την ανεργία, τη φτωχοποίηση και τον εργασιακό δεσποτισμό, σε συνδυασμό με την ιδεολογική χειραγώγηση και την κατασταλτική πειθάρχηση μέσα από τη χρήση κλιμακούμενης κατασταλτικής βίας, αλλά όχι στην παρούσα φάση μέσα από τη κατασταλτική συντριβή, με την αξιοποίηση κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών. Αυτή η συνολική στρατηγική που προσβλέπει στην παραμονή στην Ο.Ν.Ε, σε μία οικονομική ανάκαμψη μέσα και από συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές, το real estate, αλλά και από την εισροή του ξένου κεφαλαίου είτε με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων, είτε δανείων, είτε ενισχύσεων της Ε.Ε. που απαιτούν τη διαμόρφωση ενός κλίματος σχετικής «κοινωνικής ειρήνης» στη παρούσα φάση δεν ευνοείται από την αυτόνομη παρουσία της Χ.Α. Άλλωστε και οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί ως συνισταμένες των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων που τα τελευταία χρόνια έχουν αυξημένο ειδικό βάρος στο εσωτερικό του ελληνικού συνασπισμού εξουσίας, είχαν αρχίσει όλο και ποιο συστηματικά να θέτουν το ζήτημα της Χ.Α. και της ανάπτυξης και αυτονόμησης της, ως μη συμβατής με την επιδιωκόμενη τροχιά σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και ως μη αποδεκτό υπόδειγμα για μια ενδεχόμενη ανάπτυξη και ριζοσπαστικοποίηση της ακροδεξιάς στις χώρες της Ε.Ε.

    Σε αυτή την κατεύθυνση, ο συνασπισμός εξουσίας προχώρησε στη λήψη μίας σειράς πρωτοβουλιών, με τη θεωρία των δύο άκρων, αλλά και το δόγμα του ισχυρού κράτους, του νόμου και της τάξης στο επίκεντρό τους. Στη στρατηγική αυτή στρατεύτηκε με απολύτως συντεταγμένο τρόπο το σύνολο των αστικών κομμάτων, αλλά και των μηχανισμών του κράτους, με χαρακτηριστική τη ριζική στροφή στον πολιτικό λόγο των κομμάτων, αλλά και την εντελώς αρραγή στάση του συνόλου των ΜΜΕ. Βέβαια όπως προαναφέραμε η κίνηση αυτή επικαθορίστηκε από τη παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα άμεσα με τις κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Π. Φύσσα και έμμεσα με το κλίμα απονομιμοποίησης της Χ.Α. και των μακρόχρονων διαδικασιών συγκάλυψης της δράσης της. Χωρίς αυτή την παρέμβαση το κυβερνητικό κέντρο θα μπορούσε να επιλέξει μία άλλη τακτική και είναι η αλήθεια ότι σε πρώτη φάση αμφιταλαντεύτηκε σε μία κατεύθυνση, ήπιας κατασταλτικής διαχείρισης πλευράς της Χ.Α. και παράλληλα προσπάθειας ενός διμέτωπου αγώνα, με τη θεωρία των δύο «άκρων» βάζοντας στο στόχαστρο και το ΣΥΡΙΖΑ επιχειρώντας να τον τοποθετήσει εκτός του συνταγματικού τόξου. Η πολιτική αυτή είχε εσωτερικές αντιφάσεις, γιατί προϋπέθεταν μία σημαντική πόλωση της πολιτικής σκηνής σε μία ευαίσθητη φάση, εσωτερικές αντιφάσεις που επιτάθηκαν και από την κοινωνική αποδοκιμασία της Χ.Α. και από τις λαϊκές κινητοποιήσεις και οδήγησαν στη μεταστροφή πολιτικής του Σαββάτου 27/9/2013…

    …Η οριοθέτηση και καταστολή της Χ.Α. υπηρετεί πολλαπλούς στόχους. Την εξάλειψη των σχετικών όρων αστάθειας που προκάλεσε η διαρκής άνοδος της. Τον επαναπατρισμό ενός μικρού – αλλά κρίσιμου – ποσοστού των ψηφοφόρων της στη Ν.Δ. Την οριοθέτηση της αυτοτελούς πρόσβασης της στο σκληρό πυρήνα των κρατικών – κατασταλτικών μηχανισμών (αστυνομία, στρατός, ΕΥΠ). Από ένα σημείο και πέρα το σύγχρονο αστικό κράτος δεν μπορεί να εκχωρήσει το μονοπώλιο της οργανωμένης βίας ούτε καν στους θύλακες του παρακράτους. Κυρίως όμως την ιδεολογική οριοθέτηση της αριστεράς, την άσκηση πίεσης σε αυτήν στην κατεύθυνση της περιστολής των πιο ριζοσπαστικών πτυχών του ιδεολογικοπολιτικού της λόγου και της πρακτικής της, μέσω της αξιοποίησης της θεωρίας των δύο άκρων και την ακόμα μεγαλύτερη εμπέδωση των ιδεολογημάτων του νόμου και της τάξης και του ισχυρού κράτους – εγγυητή της νομιμότητας. Ταυτόχρονα, τη νομιμοποίηση μίας ποιοτικής στροφής στο εύρος της δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών που στο μέλλον θα αξιοποιηθεί απέναντι σε πολλαπλούς αποδέκτες (ήδη αποκαλύφθηκε ότι τα βαλιτσάκια της ΕΥΠ παρακολουθούν 50.000 τηλέφωνα ετησίως).

    Αν και, όπως προαναφέρθηκε, η ταχύτητα και το μέγεθος των κρατικών κατασταλτικών πρωτοβουλιών απέναντι στη Χ.Α. ήταν πράγματι σε ένα βαθμό αποτέλεσμα της πίεσης του λαϊκού κινήματος, η αριστερά καθόλου δε θα έπρεπε να επιχαίρει και να παραμένει αμήχανη με το γεγονός ότι η κυβέρνηση και το κράτος απέκτησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην αποδιάρθρωση της ναζιστικής συμμορίας. Όπως επίσης είναι τεράστια υποχώρηση της αριστεράς απέναντι στο σύστημα ότι αποδέχεται και δεν αντιδρά στην αντιμετώπιση ενός πολιτικού φαινομένου όπως ο ναζισμός, που αναμφίβολα έχει ποινικές και εγκληματικές προεκτάσεις με τις διατάξεις του τρομονόμου. Κατ αυτό το τρόπο το σύνολο των μελών ή και των υποστηρικτών ενός κόμματος ανεξάρτητα αν έχουν συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις θεωρητικά μπορεί να αντιμετωπίσουν κακουργηματικές διώξεις. Πολύ περισσότερο όταν στη κυρίαρχη πολιτική αφήγηση του κυβερνητικού κέντρου που αναπτύσσεται αυτές τις ημέρες εμπεριέχονται στοιχεία «εγκληματοποίησης» πρακτικών του λαϊκού και εργατικού κινήματος, καταλήψεις, απεργίες, η αυτοάμυνα απέναντι στη διάλυση των διαδηλώσεων κ.λ.π. Άλλωστε παράλληλα και με τις ίδιες διατάξεις που εγκαλείται η Χ.Α. εγκαλούνται και οι αγωνιστές κάτοικοι της Χαλκιδικής.

    Η εξέλιξη της μη προφυλάκισης όλης της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. είναι δείκτης των αντιφάσεων της κυρίαρχης πολιτικής. Από τη μια πλευρά η εσπευσμένη αντιμετώπιση ενός κόμματος, που μέχρι πρότινος διαμόρφωνε όψεις της κυρίαρχης πολιτικής ατζέντας με όρους χαρακτηρισμού του ως εγκληματικής οργάνωσης με τις διατάξεις του τρομονόμου, δημιουργεί αντιφάσεις στο εσωτερικό του δικαστικού μηχανισμού. Από την άλλη πλευρά είναι πιθανό ότι υπάρχουν κέντρα εξουσίας στο εσωτερικό των κατασταλτικών μηχανισμών που επιδιώκουν τη μη πλήρη συντριβή της Χ.Α. για λόγους μελλοντικής αξιοποίησης αλλά και για να λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στη μελλοντική άνοδο της αριστεράς. Έτσι θέλουν μία Χ.Α. από τη μια πλευρά πληγωμένη με εκκρεμείς ποινικές διώξεις αλλά όχι συνολικά συντετριμμένη.

    Οι αντιφάσεις στη πολιτική της κυβέρνησης που δημιουργούν αστάθεια σε μία μείζονα πολιτική πρωτοβουλία της σχετίζεται με το γεγονός ότι από τη φύση και από τις επιδιώξεις της δεν θέλει να αντιμετωπίσει τη Χ.Α. με όρους κατ’ αρχήν πολιτικούς και δευτερευόντως ποινικούς και ενεργοποιεί ειδικές διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου γιατί επιδιώκει α) από τη μια πλευρά να αξιοποιήσει αυτή τη διαδικασία ώστε να θωρακίσει το αυταρχικό κράτος απέναντι στις ριζοσπαστικές πρακτικές ώστε να θέσει σε μεγαλύτερη κατασταλτική πίεση, εκείνες τις τάσεις, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές που υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να αποσταθεροποιήσουν το πολιτικό σκηνικό από τα αριστερά. Όχι τόσο σε αυτή τη συγκυρία της ταξικής πάλης για να θέσει εκτός νόμου το άλλο «άκρο» αλλά για να πιέσει την αριστερά πρωτίστως με όρους πολιτικούς να ενταχθεί στο «συνταγματικό τόξο» ή να έχει εκλογικές απώλειες αν δε το κάνει και β) γιατί θέλει να διατηρήσει ενεργή την ακροδεξιά και αντιαριστερή ρητορεία που εμπεριέχεται στο λόγο της Χ.Α. έτσι αντί να αναδείξει το πολιτικό στοιχείο ότι η Χ.Α. έχει πολιτικά εγκληματικό χαρακτήρα γιατί είναι ναζιστική οργάνωση, αναδεικνύει την «εγκληματική της δραστηριότητα» μέσα από αφηγήσεις με την αξιοποίηση του υπερκοριού της ΕΥΠ. Για αυτό το λόγο όχι απλά δεν υπάρχει κανένας πολιτικός διαχωρισμός σε σχέση από το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο από το οποίο εκπορεύεται ο σκληρός πυρήνας της ναζιστικής ιδεολογίας, ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός. Αντίθετα η επιχείρηση απονομιμοποίησης της Χ.Α. δεν γίνεται με όρους πρωτίστως πολιτικό ιδεολογικούς, αλλά με διαρροές συνομιλιών μερικές φορές ασχέτων ανθρώπων, που έχουν σα βασικό στόχο να εθίσουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι νομιμοποιείται για λόγους «ύψιστου συμφέροντος» οι διαρκείς παρακολουθήσεις (άλλωστε ο κοινωνικός κανιβαλισμός που τροφοδοτείται από την ανάγνωση των ονείρων ή των ονειρώξεων που περιλαμβάνονται σ’αυτές τις συνομιλίες, στην πραγματικότητα εντείνει τον κοινωνικό εκφασισμό). Οταν η στοιχειοθέτηση των κατηγοριών γίνεται με χρήση των «νόμιμων συνακροάσεων» της ΕΥΠ και την καταγραφή και αξιοποίηση συνομιλιών που μάλλον μόνο σαφείς και συγκεκριμένες δεν μπορεί να είναι, προαναγγέλει τους όρους κατασταλτικής αντιμετώπισης των εκάστοτε χαρακτηριζόμενων ως άκρων που εκφεύγουν του «συνταγματικού τόξου» και της αστικής νομιμότητας (ο ίδιος ο Σαμαράς από τις ΗΠΑ όρισε ως σημερινή εκδοχή του “άλλου άκρου” την αντί-ΕΕ αριστερά). Πολλώ δε μάλλον το καμπανάκι χτυπάει προς αυτή την κατεύθυνση με τις εξαγγελίες για εισαγωγή άρθρου 187 Γ για την ποινικοποίηση των «άοπλων παραστρατιωτικών οργανώσεων» ή για την εισαγωγή στο άρθρο 187§1 διάταξης περί εφαρμογής του στα «νομίμως λειτουργούντα κόμματα όταν τα μέλη τους διαπράττουν κακουργήματα». Είναι προφανές ότι όταν η αριστερά δεν αντιδρά σε αυτές τις μεθόδευσης στην επόμενη στροφή θα είναι λιγότερο νομιμοποιημένη στο να αντιδρά, στη διεύρυνση στοιχείων του αστυνομικού κράτους, όπως είναι οι καθολικές ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις αλλά και οι κατ’ επιλογήν ανασύνθεση συνομιλιών και η απροκάλυπτη διαρροή τους στα ΜΜΕ για λόγους κατασκευής ποινικών διώξεων.

    Οι εξελίξεις αυτές δείγμα των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στη κρατική πολιτική καθόλου δεν σημαίνουν ότι η Χ.Α. μπορεί να βγει ενισχυμένη από τη κυβερνητική παρέμβαση. Μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχει πληγεί στον ίδιο βαθμό που θα συνέβαινε εάν προφυλακιζόταν το σύνολο της ηγεσίας της ωστόσο έχει υποστεί σημαντική πίεση, σημαντική απονομιμοποίηση και έχει αποδειχθεί στη πράξη ότι χωρίς την κρατική προστασία είναι αδύνατον, να κάνει τη παραμικρή κινητοποίηση. Οι κινητοποιήσεις των ελάχιστων δεκάδων χρυσαυγιτών στη ΓΑΔΑ και στα δικαστήρια, για ένα ζήτημα επιβίωσης για αυτούς είναι ασφαλής δείκτης ότι η οργανωτική τους παρουσία ήταν απόρροια της κρατικής στήριξης, αλλά και της αδράνειας μεγάλου τμήματος της αριστεράς και ότι η ανάπτυξη τους ήταν πολύ περισσότερο μέσα από μία διαδικασία παθητικής εκπροσώπησης παρά οργανωτικής συμμετοχής.

    Η αριστερά έδειξε και αυτή τη περίοδο όπως συνολικά όλη την περίοδο της ανόδου της Χ.Α. εξαιρετικά ανεπαρκή αντανακλαστικά. Ακόμα και μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν πήραν καμία κεντρική πολιτική πρωτοβουλία που να στοχοποιεί τη ναζιστική συμμορία και να συμβάλλει στο να αποκτήσει το λαϊκό κίνημα την πρωτοβουλία των κινήσεων για το τσάκισμα του φασισμού. Πολύ περισσότερο, ενσωμάτωσαν την πίεση που ασκήθηκε από την κυβερνητική πολιτική με αποτέλεσμα να καταστήσουν προτεραιότητα τη διαφοροποίησή τους από τα κάθε είδους «άκρα», να προκρίνουν κινητοποιήσεις με κεντρικό στίγμα την πίεση στην κυβέρνηση και το κράτος να αναλάβουν πρωτοβουλία για την κατασταλτική αντιμετώπιση της Χ.Α. και να δώσουν διαπιστευτήρια νομιμότητας. Χαρακτηριστική είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που όχι μόνο δε συμμετείχε στην κεντρική διαδήλωση στα γραφεία της Χ.Α., αλλά αντίθετα προχώρησε και στην καταγγελία της ως αφορμή που θα διευκόλυνε προβοκάτσιες και θα ενίσχυε τη θεωρία των δύο άκρων. Χαρακτηριστική είναι και η στάση του ΚΚΕ που διοργάνωσε ξεχωριστή «συναυλία» ενώ έσπευσε να βρει ορισμένες από τις πολιτικές αιτίες της ανόδου της Χ.Α. στην ανάπτυξη του κινήματος των πλατειών σε μία εξίσου σεκταριστική και λανθασμένη ανάλυση όπως αυτή της Παπαρήγα που προέβλεπε την κοινοβουλευτική ενσωμάτωση των φασιστών όταν θα φόραγαν ταγέρ και γραβάτες.

    Η μετάθεση του πολιτικού αγώνα ενάντια στο φασισμό από τους λαϊκούς αγώνες και το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο, στην κρατική παρέμβαση και στις νομοθετικές ρυθμίσεις και μάλιστα με την ανοχή της εφαρμογής του τρομονόμου, αποτελεί πλήρως λανθασμένη τακτική. Με αυτή την έννοια, αποτελεί μεγάλο πολιτικό σφάλμα η κριτική που ασκείται από κομμάτια της αριστεράς, με κυρίαρχο το ΣΥΡΙΖΑ, περί καθυστέρησης της κυβέρνησης στη λήψη πρωτοβουλιών και της μετατόπισης της επίλυσης του ζητήματος αποκλειστικά στην αστική δικαιοσύνη στην οποία ο Τσίπρας όπως και το μεγαλύτερο φάσμα της πολιτικής σκηνής δήλωνε ότι έχει εμπιστοσύνη τη στιγμή που δεν προφυλάκιζε τη φασιστική ηγεσία της Χ.Α. όταν με πολύ ελαφρύτερα κατηγορητήρια υπάρχουν δεκάδες προφυλακισμένοι.

    Ακόμα και η αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική αριστερά έδειξε αξιοσημείωτες ταλαντεύσεις και παλινωδίες στη στάση της και σημαντική καθυστέρηση στη λήψη πρωτοβουλιών. Πρώτα και κύρια στην έλλειψη διάθεσης για την συγκρότηση ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου. Αλλά επίσης και στην αντιμετώπιση της Χ.Α. στη συγκυρία. Από την αμφιθυμία ή και αντιρρήσεις για τη διοργάνωση πορειών στα γραφεία της Χ.Α. από τάσεις της επαναστατικής αριστεράς έως τη μη συμμετοχή στις διαδηλώσεις από οργανώσεις του ΡΙΖΑ ή και του χώρου της αναρχοαυτονομίας που κατά τα άλλα συμμετέχουν σε αντιφασιστικές πρωτοβουλίες.

    Εκτός των άλλων τα παραπάνω πηγάζουν από μια αντίληψη της ΧΑ αποκλειστικά ως “μακρύ χέρι του κράτους” και “συμπλήρωμα” των πολιτικών κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ η οποία μαζί με την υποκατάσταση της πολιτικής – κοινωνικής ανάλυσης από μια συνομοσιολογική και αστυνομική αντίληψη για τα πράγματα, οδηγούν στην αδράνεια και την πλήρη υποτίμηση του κοινωνικό πολιτικού αυτού φαινομένου και των όρων αντιμετώπισης του.

    Η εξέλιξη της κατασταλτικής αντιμετώπισης της Χ.Α. δικαιώνει απολύτως την πολιτική κατεύθυνση που εισάγαμε από τη στιγμή της δολοφονίας, δηλαδή τη στοχοποίηση της Χ.Α., των γραφείων της και των εστιών αναπαραγωγής της από το ίδιο το λαϊκό κίνημα, ώστε αυτό να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων απέναντι στη ναζιστική συμμορία και η αποδιάρθρωσή της να είναι αποτέλεσμα της λαϊκής πίεσης και αφαίρεσης κάθε σπιθαμής χώρου από τους ναζί. Κάθε αντίθετη κατεύθυνση διευκόλυνε τη μετατόπιση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στο κράτος και τους μηχανισμούς του, με τα αποτελέσματα και τους κινδύνους που αυτό τελικά επέφερε.

    Ο φασισμός αντιμετωπίζεται πρωτίστως από το λαϊκό κίνημα. Η απουσία του λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος αυτή τη στιγμή, θα δώσει στο κράτος τη δυνατότητα να ανακτήσει πλήρως την πρωτοβουλία κινήσεων και στη ΧΑ το ενδεχόμενο να ανασυνταχθεί, τώρα είναι η στιγμή να απομονωθούν σε κάθε πόλη, γειτονιά ή μαζικό χώρο οι χρυσαβγίτες και οι υποστηριχτές τους, να κλείσουν τα γραφεία τους, να μην τολμούν να εμφανισθούν πουθενά. Τώρα είναι η ώρα να τεθεί το ζήτημα και της ιδεολογικής διαπάλης απέναντι στο φασισμό αλλά και της σύνδεσης του με το σκληρό πυρήνα των κρατικών μηχανισμών όπως ΕΥΠ, ειδικές δυνάμεις ΜΑΤ – ΔΕΛΤΑ κ.λ.π. και να απαιτηθεί η διάλυση τους και να αποκαλυφθεί ο συνολικότερος ρόλος τους, στους βασανισμούς, στη κατασκευή κατηγοριών απέναντι στους αγωνιστές του κινήματος κ.λ.π

    Τώρα είναι ακόμα περισσότερο η ώρα να πάρουμε τη πρωτοβουλία κινήσεων να χτίσουμε ένα πλατύ αντιφασιστικό αντιαυταρχικό μέτωπο με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και του ριζοσπαστικού κινήματος. Με κεντρικό συντονισμό και τοπικές αντιφασιστικές – αντικατασταλτικές επιτροπές που να μην αφήνει ιδεολογικά αλλά και οργανωτικά ούτε σπιθαμή εδάφους στους φασίστες. “Όταν ο εχθρός υποχωρεί, τον καταδιώκεις”.

    Αφετηρία πρέπει να είναι η διοργάνωση από σωματεία, φορείς, αντιφασιστικές επιτροπές και πολιτικές δυνάμεις ημέρα πανελλαδικής κινητοποίησης αποκλεισμού των γραφείων της Χ.Α. σε όλη την Ελλάδα.

    Το φασισμό τσακίζει η πάλη του Λαού.

    συσπείρωση αριστερών μηχανικών

  3. Το λαϊκό κίνημα να κλείσει τα γραφεία της Χρυσής Αυγής
    Αναρτούμε κείμενο που λάβαμε από συναδέλφους

    Η δολοφονία του νέου αντιφασίστα Π. Φύσσα μετά από μαφιόζικη ενέδρα ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μίας μακράς πορείας οργανωμένων αιματηρών επιθέσεων από ομάδες εφόδου του ναζιστικού κόμματος της Χ.Α. Από τις απόπειρες δολοφονίας του φοιτητή Π. Χρυσού και του φοιτητή Δ. Κουσουρή, έως πολύ περισσότερο τις δολοφονίες αρκετών μεταναστών τα τελευταία χρόνια ο κύκλος του θανάτου είναι μακρύς. Η συγκυρία ανόδου των κοινωνικών αγώνων, που η ανάπτυξη και διεύρυνσή τους μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερες εκρήξεις και να οξύνει την αστάθεια στο πολιτικό σκηνικό δεν είναι τυχαία και παρουσιάζει ομοιότητες τόσο με τη συγκυρία της δολοφονικής επίθεσης κατά του Δ. Κουσουρή, όσο και με αυτήν της δολοφονίας του Ν. Τεμπονέρα. Στις συνθήκες αυτές, η δολοφονία του αντιφασίστα αγωνιστή Π. Φύσσα και η προηγούμενη επίθεση στα συνεργεία του ΠΑΜΕ, αλλά και όσα ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες (Πάτρα, Δάφνη) αποτελούν ένα ευθύ και ξεκάθαρο μήνυμα προς το λαϊκό κίνημα και τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις.

    Η Χ.Α. εξελίχθηκε μέσα σε τρία χρόνια από μία περιθωριακή ναζιστική ομάδα σε ένα ναζιστικό κόμμα με αξιοσημείωτη εκλογική και ακόμα μεγαλύτερη δυνητική επιρροή σχετικά ομοιογενή στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Η ανάπτυξή της είναι κυρίως αποτέλεσμα της κρίσης εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων και κυρίως των παραδοσιακών δεξιών κομμάτων, ως επίπτωση της πρωτοφανούς για αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα κρίσης που κυριολεκτικά διέλυσε τους υλικούς – αλλά και τους ιδεολογικούς όρους – ύπαρξης μεγάλου τμήματος των μικροαστικών αλλά και άλλων λαϊκών στωμάτων. Στους όρους αναγνώρισης των στρωμάτων αυτών μέσα στο κυρίαρχο πολιτικό στρατόπεδο, ενυπήρχαν ήδη ισχυρά και σε ορισμένες συγκυρίες κυρίαρχα στοιχεία που συνιστούν πλευρές του ιδεολογικού ιστού της Χ.Α., ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο ανδρικός σωβινισμός, η χρήση της βίας ως μέσο άμεσης και προσωπικής επιβολής, ακόμα και ο εμφυλιοπολεμικός αντικομμουνισμός κ.λπ. Από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια της περιόδου 1992 – 1993, τα οράματα για την Ολυμπιάδα, την «ισχυρή Ελλάδα», το Euro 2004, στο εσωτερικό του κρατικού λόγου στην Ελλάδα υπήρχαν διαχρονικά ισχυρά στοιχεία που εφάπτονταν με ένα πολιτικό ιδεολογικό λόγο ανάλογο με της Χ.Α.

    Την ίδια στιγμή οι μετατοπίσεις στην πολιτική πρακτική, στον ιδεολογικό λόγο, στην κρατική πολιτική των αστικών πολιτικών δυνάμεων, εξοικείωσαν σε μεγάλο βαθμό ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού με στοιχεία της ρητορικής της Χ.Α και ενίσχυσαν την ανάπτυξή της. Ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο τμήμα των κοινωνικών στρωμάτων που συγκροτούν το βασικό εκλογικό κορμό της Ν.Δ., ως βασικού κυβερνητικού κόμματος (στελέχη των κατασταλτικών μηχανισμών, ηλικιωμένοι, υπερθρησκευόμενοι, αστικά και ανώτερα αστικά στρώματα) έχει ιδεολογική συνάφεια με τα στρώματα που εκφράζονται και μέσα από την Χ.Α. και οι σχέσεις εκπροσώπησης με την πλειοψηφία αυτών των στρωμάτων οργανώνονται σε μεγάλο βαθμό μέσα από την ακροδεξιά ιδεολογία. Εγκατεστημένη την περίοδο του μνημονίου στον πυρήνα του κυβερνητικού κέντρου όπως προσωποποιείται από τους Σαμαρά – Λαζαρίδη – Μπαλτάκο – Βορίδη, διευκολύνει αντικειμενικά την εκλογική επιρροή της Χ.Α.

    Παράλληλα, η μακροχρόνια ανοχή της Χ.Α. από τους κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς πήρε άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά και εξελίσσονταν όσο αναπτύσσονταν οι εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις που έπαιρναν συχνά τα χαρακτηριστικά βίαιων εκδηλώσεων του μαζικού κινήματος. Αυτή η ανοχή και η στήριξη δεν οφείλεται κυρίως στην ιδεολογική συγγένεια των σωμάτων ασφαλείας με τη Χ.Α. στην εποχή του μνημονίου, αλλά σε μία σχεδιασμένη κρατική πολιτική να καλύπτει έμμεσα τη δράση της, είτε για να την αξιοποιεί ως μία πλευρά ενός «διπόλου των άκρων» όπως το πολιτικό σύστημα ήθελε και θέλει να το εμφανίζει για να τρομάζει και να «πειθαρχεί» τον «ενδιάμεσο» κοινωνικό χώρο, είτε στο πλαίσιο ενός κρατικά σχεδιασμένου πολέμου φθοράς των πιο ριζοσπαστικών κομματιών του κοινωνικού κινήματος. Στο πλαίσιο αυτό η Χ.Α. λειτουργούσε και λειτουργεί ως ένας έμμεσος βραχίονας των κατασταλτικών μηχανισμών χτυπώντας και φθείροντας το λαϊκό κίνημα, πρωτίστως ιδεολογικά και -μέχρι πρόσφατα- δευτερευόντως υλικά.

    Η τελευταία περίοδος κλιμάκωσης της βίας σηματοδοτεί μία διαφοροποίηση, που σχετίζεται με τις γενικότερες κοινωνικό πολιτικές εξελίξεις. Η προς το παρόν αποτυχία και οι αντιφάσεις του οικονομικού «success story», η εκλογική στασιμότητα της Ν.Δ. και η εξάντληση των πολιτικών εφεδρειών της, η εκλογική σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και η διαμόρφωση ενός ενδεχομένου να αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα δημιουργεί νέα δεδομένα. Από την μία πλευρά ο αστικός συνασπισμός όπως εκφράζεται μέσα από τα αστικά κόμματα και το αστικό κράτος θέλει να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και για αυτό είναι έτοιμος να εντείνει την καταστολή αλλά κυρίως την ιδεολογική επίθεση όπως π.χ. με τη θεωρία των δύο άκρων. Από την άλλη πλευρά, διαμορφώνονται κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες και διακλαδώσεις με τμήματα του κεφαλαίου, τόσο του μονοπωλιακού, όσο και του μικρού και μεσαίου, για την ανάπτυξη μίας ακραίας πολιτικής σε περίπτωση που οξυνθεί η οικονομική κρίση και διαμορφωθούν ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις. Η διαδικασία αυτή αφήνει αντικειμενικά ένα πεδίο ανάπτυξης στη Χ.Α.

    Υπό το πρίσμα των παραπάνω η ανάπτυξη της Χ.Α. και η μεταβολή της βίαιης πρακτικής της με την τομή που συνιστά η επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, και κυρίως με τη δολοφονία του Π. Φύσσα έχει μόνο έμμεση σχέση με τη σημερινή κυβερνητική πολιτική. Στην πραγματικότητα η Χ.Α. ως ναζιστικό κόμμα εκφράζει μία έσχατη δυνατότητα άσκησης πολιτικής για το μονοπωλιακό κεφαλαίο, όταν η κοινωνική κρίση έχει οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό, το εργατικό κίνημα έχει ηττηθεί ενώ οι άλλες μορφές αστικής πολιτικής εκπροσώπησης έχουν αποτύχει και χρεοκοπήσει. Αναμφίβολα τη Χ.Α. την εκμεταλλεύονται και συμβιώνουν μαζί της οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές. Όμως, η ανάπτυξη της Χ.Α. έχει μία σχετική αυτονομία και από τις κρατικές πολιτικές και από τις κυβερνητικές στρατηγικές, και κατά αυτόν τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπισθεί, αποφεύγοντας την εργαλειακή αντίληψη που ανάγει τη Χ.Α. και την δράση σε κατασκεύασμα των κρατικών μηχανισμών ή και ως συμπλήρωμα της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής.

    Η αντιμετώπιση της Χ.Α. έχει μία αυτοτελή πολιτική σημασία, όχι τόσο διότι με κάποια μορφή θα αποτελέσει τμήμα της κυβερνητικής εξουσίας του κεφαλαίου, κάτι το οποίο σήμερα δεν φαίνεται πιθανό, αλλά γιατί αποτελεί ένα ισχυρό ανάχωμα για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και μοχλό για την αντιδραστική μετατόπιση του πολιτικού συστήματος. Η Χ.Α. επιτελεί ή επιδιώκει να επιτελέσει μία τριπλή λειτουργία α) ιδεολογικά μολύνει σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων με ακραία αντιδραστικά ιδεολογήματα, τσιμεντάροντας σε τελική ανάλυση την ιδεολογική επιρροή των πιο αντιδραστικών τμημάτων του συνασπισμού εξουσίας β) οργανωτικά επιχειρεί να περιχαρακώσει αρχικά την επιρροή των πιο ριζοσπαστικών, και σταδιακά του συνόλου των τμημάτων της αριστεράς προοπτικά, αφαιρώντας τους με κατασταλτικό τρομοκρατικό τρόπο τη δυνατότητα παρέμβασης και γ) πολιτικά να ακυρώσει τη δυνατότητα της αριστεράς να εγκατασταθεί και να παραμείνει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.

    Η ίδια η ανάπτυξή της σχετίζεται και με τα γενικότερα στρατηγικά ελλείμματα της αριστεράς, αλλά και με τα στρατηγικά και τακτικά λάθη στην αντιμετώπισή της. Από το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς δεν υπήρξε καμία ουσιαστική προσπάθεια για μία αντιφασιστική μετωπική πολιτική που να αντιμετωπίζει τα βασικά ζητήματα που προωθεί η Χ.Α. δηλαδή α) τα ιδεολογικά στοιχεία που τη συνέχουν με μία πλατιά ενωτική καμπάνια ιδεολογικής διαφώτισης και β) ταυτόχρονα με την οργανωτική αντιμετώπιση της παρουσίας των ναζιστών σε κάθε χώρο και τόπο και της στέρησης της δυνατότητας τους, όχι μόνο να εκτελούν τρομοκρατικά χτυπήματα, αλλά και να έχουν την οποιαδήποτε πολιτική παρουσία. Αν και η μαζική πολιτική δουλειά μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και την νεολαία, η ανάπτυξη των κοινωνικών – ταξικών αγώνων έχει την πρωτοκαθεδρία και αποτελεί την προϋπόθεση, καμία αντιμετώπιση του ναζισμού δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αντιμετώπισή του και στο δρόμο, στην προσπάθεια του να καταλάβει χώρους και να ασκήσει τρομοκρατική πολιτική. Είναι τέτοια η ιδιαίτερη αστικού τύπου πολιτική του ναζισμού, όπου η άσκηση επιτυχημένης βίας από την πλευρά του όχι μόνο δεν σημαίνει κόστος σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό ακροατήριο που απευθύνεται, κυρίως εκτός αλλά και εντός των κρατικών μηχανισμών, αλλά αντίθετα η επιτυχημένη άσκηση βίας αποτελεί ιδιαίτερο παράγοντα της πολιτικής συσπείρωσης που επιτυγχάνει και συστατικό στοιχείο του πολιτικού της ρόλου.

    Σεκταρισμός και λεγκαλισμός αποτέλεσαν χαρακτηριστικά και των δύο κομμάτων της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Για το μεν ΚΚΕ η πολιτική απέναντι στη Χ.Α. καθορίστηκε από τη γενικότερη σεκταριστική πολιτική, αλλά και μία ιδιότυπη υποτίμησή της, όσο η Χ.Α. δεν στρεφόταν ευθέως ενάντια του. Για το δε ΣΥΡΙΖΑ, η βασική πολιτική του κατεύθυνση ήταν η έγκληση του κυβερνητικού κέντρου για την μη αντιμετώπιση της Χ.Α. με κατασταλτικά μέσα, στο πλαίσιο του «συνταγματικού τόξου». Είναι πολύ χαρακτηριστική και δυσάρεστη η δήλωση του Τσίπρα την στιγμή της αγανάκτησης και της οργής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ότι πίσω από τη δολοφονία του Π. Φύσσα εξυφαίνεται σχέδιο πολιτικής αποσταθεροποίησης, μία τοποθέτηση που μπορεί να ερμηνευθεί κατά το δοκούν – από τη θεωρία των αντίστροφων άκρων που ενεργούν σε ένα κοινό στόχο, τη θεωρία του αριστεροχουντισμού κ.λπ.

    Οι συνθήκες θα ήταν εντελώς διαφορετικές αν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις μαζί με τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς είχαν αναλάβει ενιαίες πρωτοβουλίες πρωτίστως για να αποτρέψουν την «παραδειγματική» κατάληψη του Αγίου Παντελεήμονα από την Χ.Α. ή για την αποτροπή του ανοίγματος γραφείων της σε μια σειρά περιοχές κάτι που εύκολα θα είχαν καταφέρει στο πλαίσιο μιας ορισμένης ενιαιομετωπικής πολιτικής.

    Αντίστοιχα και ο α/α χώρος, παρά τη συνεπή και αγωνιστική πολλές φορές στάση του και τη σταθερή παρουσία του στον αντιφασιστικό αγώνα, δε μπορεί να ξεφύγει από τις σεχταριστικές λογικές, αναπτύσσοντας μέτωπα και συντονισμούς κυρίως γύρω από τον εαυτό του και υπερ-ιδεολογικοποιώντας την απεύθυνση του.

    Πολιτική μυωπία, σεκταρισμός και ρεφορμιστική πολιτική, βοήθησαν την ενδυνάμωση της Χ.Α. από την πλευρά των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Παρεκκλίσεις οι οποίες σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους, δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστο και το χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ….

    …Το ζήτημα της αντιφασιστικής πάλης έχει φτάσει από πολλές πλευρές σε μία κρίσιμη καμπή. Δεν χωράει πολλές υπεκφυγές. Από τη μια πλευρά η κλιμάκωση της βίας της Χ.Α. σε πολλά επίπεδα και η σχετική μαζικοποίηση των ομάδων εφόδων της αλλά και η διασπορά της στην επικράτεια διαμορφώνει νέα δεδομένα. Από την άλλη πλευρά, τα πολιτικά δεδομένα της ανόδου της εκλογικής επιρροής της Χ.Α. σε συνδυασμό με το πολιτικό γεγονός της δολοφονίας του Π. Φύσσα θα οδηγήσει πιθανότατα το αστικό κράτος και το κυβερνητικό κέντρο να λάβει ορισμένα μέτρα οριοθέτησης των πιο εμφανών και ανεξέλεγκτων πλευρών της δράσης της. Αναμφίβολα αυτό θα επιχειρηθεί να συνδυασθεί με την κατασταλτική οριοθέτηση και των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών στο πλαίσιο της πολιτικής της εξίσωσης των «δύο άκρων» που σχετικά μεθοδικά αναπτύσσεται και σε ιδεολογικό και σε πρακτικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή αν δεν μπει πολιτικός και οργανωτικός φραγμός από τις δυνάμεις της αριστεράς και του κινήματος, το αστικό κράτος θα διατηρήσει ενεργούς τους πυρήνες δράσης της Χ.Α. ίσως σε πιο χαμηλό και λιγότερο εμφανές αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνο επίπεδο.

    Μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Αν η Χ.Α. ξεπεράσει τη πίεση της συγκυρίας και αυτό θα καθορισθεί από την ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος την επόμενη περίοδο, θα μπορέσει να σταθεροποιήσει την επιρροή της με λιγότερο εμφανείς για ένα διάστημα μεθόδους και να διαχειριστεί τις πιέσεις που θα τις ασκήσει μέχρι ενός ορισμένου σημείου και «λελογισμένα» το αστικό κράτος για να την αξιοποιήσει ακόμα περισσότερο.

    Για αυτό οι επόμενες ημέρες και βδομάδες είναι σημαντικές.

    Σε όλες τις συνοικίες και τις πόλεις πρέπει να συγκροτηθούν τοπικές αντιφασιστικές πρωτοβουλίες.
    Να κληθούν οι μαζικοί φορείς, τα σωματεία, οι σύλλογοι πρωτίστως τα κόμματα της αριστεράς και τα κομμάτια του ριζοσπαστικού κινήματος να πλαισιώσουν αυτές τις επιτροπές. Ο πολιτικός στόχος πρέπει να είναι να εμποδιστεί κάθε μορφής δραστηριότητα της Χ.Α. από το λαϊκό κίνημα. Ταυτόχρονα να ξεμπροστιαστούν για το ρόλο μεγάλα και μεσαία στελέχη της Χ.Α. σε όλες τις συνοικίες και τις τοπικές κοινωνίες.
    Παράλληλα να αποκαλυφθεί ο ρόλος στήριξης της κυβέρνησης και των σωμάτων ασφαλείας που θα παιχθεί την επόμενη περίοδο για να μην διαλυθεί ολοκληρωτικά το ναζιστικό αυτό κόμμα.

    Αφετηρία αυτή την βδομάδα να οργανωθεί ημέρα πανελλαδική κινητοποίησης των γραφείων της Χ.Α. και ειδικά στην Αθήνα με συγκέντρωση και πορεία προς τα κεντρικά της γραφεία στη Μεσογείων.

    συσπείρωση αριστερών μηχανικών

  4. από http://communisation.espivblogs.net/2013/09/18/rip-killahp-%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85/

    RIP #KillahP – Ο αντιφασισμός δύναμη και όριο του κινήματος στην Ελλάδα

    Posted on September 18, 2013

    από τους στίχους του κομματιού: “Τώρα ένα σύνθημα που ενώνει τις ρωσίδες: Μπάτσοι, γουρούνια, νταβατζήδες”

    Δε θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ποια είναι τα στρατόπεδα που συγκρούονται. Από τη μια πλευρά είναι τα ΜΑΤ και οι “φουσκωτοί μπράβοι” των καπιταλιστών που δολοφόνησαν τον Killah P γιατί οι στίχοι των τραγουδιών του συμπυκνώνονται στο “αλήτες είναι τα ματ κι οι τραπεζίτες”, κι από την άλλη πλευρά οι προλετάριοι από τη φτωχογειτονιά που έγινε η δολοφονία, από την ευρύτερη φτωχή εργατική περιοχή αλλά και από ολόκληρη την Αθήνα και σε ολόκληρη την Ελλάδα: Οι προλετάριοι που “τα σπάνε”. Αυτές κι αυτοί που πετάνε πέτρες στους μπάτσους κι όλες αυτές κι αυτοί που τους βοηθάνε με την παρουσία τους να το κάνουν. Αυτοί που σπάνε τις βιτρίνες, τα αμάξια, τα μαγαζιά, δηλώνοντας με τις πράξεις τους απερίφραστα ότι αφού για να υπάρχει όλη αυτή η νεκρή εργασία σήμερα πρέπει να δολοφονούνται τύποι σαν τον KillahP από τους μπράβους των αφεντικών, ε, τότε, ναι! όλη αυτή η νεκρή εργασία πρέπει να καταστραφεί, να λαμπαδιάσει, να την πάρει ο διάολος.

    Αυτή όμως η σύγκρουση και αυτές οι πρακτικές που είναι αναγκαίες για κάθε αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις δε συμβαίνουν ποτέ σε ιστορικό κενό. Δεν είναι ποτέ “Οι Πρακτικές” που αν τις ακολουθήσουν όλοι, τότε θα γίνει η επανάσταση. Είναι πρακτικές βουτηγμένες στη συγκυρία, δηλαδή σε ένα ποτάμι ολόκληρο από συνθήκες και συσχετισμούς, που είναι το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων συγκρούσεων και που καθορίζει αυτές τις πρακτικές, τις βάζει σε ένα πλαίσιο και τις παρασέρνει στην πορεία του.

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας παράγονται ως σύγκρουση “φασισμού-αντιφασισμού”. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς η ΧΑ δεν είναι παρά ένα παράρτημα της κρατικής και ιδιωτικής αστυνομίας που καταστέλλει με όλους τους τρόπους το προλεταριάτο και διασφαλίζει τη συνέχεια της αναδιάρθρωσης, την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς το κράτος είναι αυτό που επιλέγει πώς και πότε θα οξύνει τη στρατηγική της έντασης που ακολουθεί εδώ και 5 χρόνια με ολοένα και μεγαλύτερη προσήλωση, καθώς οι κίνδυνοι για τη συνέχεια του αυξάνονται. Όσα κι αν ξέρουμε, ότι κι αν κατανοούμε, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από τους φετιχισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, σ’αυτήν την περίπτωση, ειδικά, από το φετιχισμό της πολιτικής, το φετιχισμό της δημοκρατίας.

    Η σύγκρουση αυτή τη φορά, εγκλωβισμένη μέσα στον αντιφασισμό, έγινε στην Αμφιάλη, εκεί δηλαδή που βόλευε το κράτος να γίνει, εκεί που έδρασαν οι παρακρατικοί μηχανισμοί το τελευταίο διάστημα. Δεν έγινε σε πολλά σημεία της μητρόπολης όπως το πρώτο βράσυ του Δεκέμβρη του 2008, ούτε εκφράστηκε ως επίθεση στο αρχηγείο της αστυνομίας όπως έγινε την πρώτη Κυριακή εκείνου του Δεκέμβρη. Η περίοδος που διανύουμε τώρα είναι διαφορετική και από την “περίοδο του Δεκέμβρη” (από τα φοιτητικά του 06-07 μέχρι το Μάη του ’10) και από την “αντι-μνημονιακή περίοδο” (από το Μάη του ’10 μέχρι το Φλεβάρη του ’12). Στην τωρινή περίοδο το προλεταριάτο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για να διασωθεί από την ισοπέδωση στην αριστερά, έτσι η περίοδος αυτή παράγει αναγκαστικά τη σύγκρουση ως σύγκρουση “δεξιάς-αριστεράς”, ως αναβίωση του ιστορικού ελληνικού διπόλου. Φαίνεται, από την ως τώρα εξέλιξη των πραγμάτων, ότι σ’αυτή τη βάση θα συνεχίσει να συγκροτείται η σύγκρουση, να δομούνται τα στρατόπεδα (χωρίς βέβαια να αποκλείονται άλλες συναντήσεις που θα φέρουν ρήξεις και ανατροπές) . Δεν έχει νόημα να κρίνουμε αξιολογικά την ιστορική παραγωγή της περιόδου. Αυτή είναι. Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες ότι επιλέγουμε εμείς αυτό το πεδίο σύγκρουσης, ας μην έχουν αυταπάτες ακόμη και αυτοί οι σύντροφοι που έχουν ως πιο έντονο ταυτοτικό στοιχείο για τη δραστηριότητα τους τον “αντιφασισμό”.

    Το κράτος κλιμακώνει συνειδητά το επίπεδο της βίας του και μας αναγκάζει να έχουμε στο οπτικό μας πεδίο ως εχθρό μας τη Χρυσή Αβγή. Παρά τις παρωπίδες όμως που μας φοράει η πραγματικότητα που ζούμε, ξέρουμε όλοι ότι τα σφαγεία δουλεύουν ακόμη κι όταν δεν έχουν όση δύναμη έχουν σήμερα οι μαχαιροβγάλτες σαν αυτούς της ΧΑ. Ο εχθρός που πρέπει να νικήσουμε για να αλλάξουμε τη ζωή μας δεν είναι αυτός που θέλει το κράτος να μας τοποθετήσει απέναντι, για να μας πείσει ότι το ίδιο είναι μαζί μας, αρκεί να καταφέρουμε με τους αγώνες και το αίμα μας να το κάνουμε “πιο” δημοκρατικό. Ο εχθρός ΔΕΝ εξαντλείται στη Χρυσή Αβγή. Ο εχθρός είναι το ίδιο το δημοκρατικό κράτος, που αποτελεί βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας και που όταν ζορίζεται γεννάει μέσα από τα σπλάχνα του την κάθε Χρυσή Αβγή. Και η κάθε Χρυσή Αβγή, όπως κάθε έκτρωμα που παράγεται από τα σπλάχνα του κράτους για να διαχειριστεί την ταξική πάλη, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, ότι αν χρειαστεί θα θυσιαστεί στο βωμό της συνέχειας του κράτους.

    Ακόμη και σήμερα, παρά τα φαινόμενα και τις κορώνες του κάθε φασίστα συμβούλου του πρωθυπουργού, αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Killah P. Ίσως η απαραίτητη για τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης χρυσαβγιτοποίηση του κράτους να επιτευχθεί πραγματικά με την κατάργηση της Χρυσής Αβγής. Η κατάργηση της Χρυσής Αβγής από το κράτος, αν συμβεί, θα είναι μια αντιφατική “νίκη” του αντιφασιστικού κινήματος που έχει παραχθεί στην Ελλάδα. Θα μας ελαφρύνει, ειδικά όσους είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο με τον Killah P από το βάρος που έχει προσθέσει πάνω μας η ενδυνάμωση της με τα λεφτά των αφεντικών και τις πλάτες των μπάτσων. Αλλά το κρίσιμο στοιχείο για το κράτος δεν είναι η ύπαρξη ή μη της χρυσής αβγής, το κρίσιμο είναι η συνέχιση της διαδικασίας υποτίμησης με ενσωμάτωση των δικών μας αγώνων. Αυτή η συνέχεια/ενσωμάτωση είναι που απαιτεί σήμερα την ύπαρξη καταστολής επιπέδου ΧΑ, αυτή είναι που μπορεί να αναγκάσει το κράτος να μεταμορφωθεί.

    Rest In Peace λοιπόν Killah P, μας βοήθησες στον πόλεμο όσο ήσουν μαζί μας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας…

  5. εμπνευστής της θεωρίας των «δύο άκρων».

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 την εξουσία ασκούσε το κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.). Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, θορυβημένη από την εκλογική άνοδο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (Ε.Δ.Α.) το 1958, εγκαθίδρυσε «αστυνομικό κράτος». Παράλληλα υπέθαλψε τη συγκρότηση παρακρατικών οργανώσεων, οι οποίες θα συνέδραμαν ποικιλοτρόπως τις δυνάμεις Ασφαλείας για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου».

    Το αποκορύφωμα της δράσης τους ήταν η δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη το Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη.
    Λίγες μέρες αργότερα (την 9η Ιουνίου 1963) ιδρύθηκε η Δημοκρατική Νεολαία «Γρηγόρης Λαμπράκης». Σκοποί αυτής της νεολαιίστικης Κίνησης ήταν η διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και γενικότερα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του λαού.

    Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από την ιδρυτική διακήρυξή της: «Όπως ο Λαμπράκης, θέλουμε το λαό μας ελεύθερο, κυρίαρχο και νοικοκύρη στον τόπο του. Θέλουμε έθνος τιμημένο, περήφανο, ειρηνικό. Όπως ο Λαμπράκης, πιστεύουμε ότι προϋπόθεση για την ελευθερία και την ευτυχία του λαού μας είναι η διάλυση των παρακρατικών οργανώσεων και η κατάργηση όλων των ανελεύθερων μέτρων και νόμων. Όπως ο Λαμπράκης, πιστεύουμε πως ο μοναδικός δρόμος για την κατάχτηση της τιμής είναι ο δρόμος του αγώνα» (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 13ης Μαρτίου 1983).

    Η πρώτη συγκέντρωση των «Λαμπράκηδων» έγινε στο γήπεδο της Κοκκινιάς. Παρά το κλίμα τρομοκρατίας από τις αστυνομικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν χιλιάδες νέοι, γεγονός που αποδείκνυε ότι η Κίνηση είχε απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν λέσχες αρχικά στη Νίκαια και αργότερα σε άλλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και σε άλλες πόλεις και χωριά της ελληνικής επικράτειας.

    Τη 16η Φεβρουαρίου 1964 έγιναν βουλευτικές εκλογές και την εξουσία πήρε το κόμμα της «Ενώσεως Κέντρου». Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ προεκλογικά είχε αποδεχτεί τη συγκρότηση της «Νεολαίας Λαμπράκη», μετά την εκλογή του – για να κερδίσει τη βασιλική εύνοια – υποσχόταν στο βασιλιά ότι θα την διέλυε, «διότι εθεωρείτο υπό των υπευθύνων κρατικών παραγόντων ως μέλλουσα να απειλήσει και αυτόν τον στρατόν, εφ’ όσον τα μέλη της θα κληθούν εν καιρώ να υπηρετήσουν την θητείαν των, αλλά θα είναι τότε επηρεασμένα εκ της κομμουνιστικής ιδεολογίας».
    Ζητούσε όμως πίστωση χρόνου για τη διάλυση των «Λαμπράκηδων», γιατί, όπως έλεγε, αυτό δεν θα γινόταν με νόμο, αλλά με τη δημιουργία της «Δημοκρατικής Νεολαίας» (= της ΕΔΗΝ, νεολαίας της «Ενώσεως Κέντρου»), η οποία «τελούσα υπό την αιγίδα της Κυβερνήσεως θα αποψιλώσει την «Νεολαία Λαμπράκη», προσελκύουσα τη μεγάλη μάζα της ελληνικής νεολαίας» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 19ης Δεκεμβρίου 1964).

    Δυο μήνες νωρίτερα, την 8η Σεπτεμβρίου 1964, η οργάνωση των «Λαμπράκηδων» είχε συγχωνευτεί με τη Νεολαία της Ε.Δ.Α. υπό την προεδρία του τότε βουλευτή Μίκη Θεοδωράκη. Το γεγονός αυτό δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ (φύλλο της 9ης Σεπτεμβρίου 1964).Παρά ταύτα ο «Γέρος της Δημοκρατίας» (πόσο εύκολα παραχαράζεται στην Ελλάδα η ιστορία!) δήλωνε ότι δεν ήταν γνωστή η «ταυτότητα» της οργάνωσης και ότι ενδεχομένως μπορεί να υποκινούνταν από το παράνομο τότε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.

    Στο μεταξύ εθνικιστικές παρακρατικές οργανώσεις εξακολουθούσαν να λειτουργούν και να ασκούν βία σε βάρος πολιτών με δημοκρατικά φρονήματα. Παρά ταύτα στελέχη της Ε.Ρ.Ε. υπέβαλλαν συνεχώς ερωτήσεις και επερωτήσεις στη Βουλή κατηγορώντας την κυβέρνηση για επίδειξη ανοχής προς τη «Νεολαία Λαμπράκη», η οποία δήθεν απειλούσε με διάλυση την εκπαίδευση και το στρατό. Η Ε.Δ.Α. με τη σειρά της κατήγγελλε την κυβέρνηση για αστυνόμευση της πολιτικής ζωής. Και τούτο, γιατί είχαν διαρρεύσει απόρρητες στρατιωτικές εκθέσεις, από τις οποίες φαινόταν ότι παρακολουθούνταν από τις Αρχές Ασφαλείας πολίτες αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων. Και τότε ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου μιλώντας σε κομματικό ακροατήριο τη 19η Ιανουαρίου 1965 διατύπωσε τη θεωρία των «δύο άκρων». Είπε συγκεκριμένα: « Ιδικόν μας (= της «Ενώσεως Κέντρου») σύνθημα είναι «Ελευθερία και Νόμος». Και είναι απόλυτος η διαφορά μας και με την Αριστεράν και με την Δεξιάν. Διότι, όταν ημείς λέγωμεν Ελευθερίαν, η Αριστερά εννοεί ασυδοσίαν. Και όταν λέγωμεν ημείς Νόμος, η Δεξιά εννοεί βίαν. Αυτή είναι και η διαφορά και η υπεροχή μας [.]».

    Περαίνοντας την ομιλία του και απαντώντας στην καταγγελία της Ε.Δ.Α. για αστυνόμευση της πολιτικής ζωής, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξίσωσε τους τραμπούκους των παρακρατικών οργανώσεων με τους «Λαμπράκηδες», οι οποίοι αγωνίζονταν για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, για τη διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας (κάνοντας διαδηλώσεις κάθε φορά που έρχονταν στον Πειραιά πλοία του αμερικάνικου 6ου στόλου) και για την πολιτιστική αναβάθμιση της ελληνικής κοινωνίας. Είπε χαρακτηριστικά ο τότε πρωθυπουργός: «Δεν είναι αστυνόμευσις του πολιτικού βίου η παρακολούθησις της δράσεως και της άκρας Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς με τας παρακρατικάς οργανώσεις. Είναι επιτέλεσις του εθνικού και δημοκρατικού χρέους. Τα σχετικά με τους «Λαμπράκηδες» θέματα όπως και αυτά των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς θα εξετασθούν υπό της Δικαιοσύνης».

    Την 20η Ιανουαρίου 1965 η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, η οποία στήριζε την κυβέρνηση της «Ενώσεως Κέντρου», κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο τίτλο: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ».

    Στην εποχή μας διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες και πρωθυπουργικοί σύμβουλοι ανέσυραν από το χρονοντούλαπο της πολιτικής ιστορίας τη θεωρία των «δύο άκρων», την προσάρμοσαν στα σημερινά πολιτικά δεδομένα και την χρησιμοποιούν, για να πλήξουν τα κόμματα της Αριστεράς, εξισώνοντας τις πολιτικές τους δράσεις με τις φασιστικές (και εγκληματικές, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα) συμπεριφορές της ακροδεξιάς. Το μόνο που άλλαξαν είναι το παπανδρεϊκό σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ». Το τροποποίησαν σε «ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ».

    Πηγή : tsak-giorgis.blogspot.gr

  6. .A. δεν έδυσε
    Του Περικλή Κοροβέση
    Ας αρχίσουμε με ένα ερώτημα που μπορεί να φανεί και προβοκατόρικο. Το Αουσβιτς ήταν ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ή μια γνήσια έκφραση του ευρωπαϊκού πολιτισμού;

    Αυτά που είδαμε να συμβαίνουν στην Ευρώπη μήπως είχαν ξαναγίνει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, στους λαούς της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής;
    Μήπως η έννοια του κατώτερου ανθρώπου είναι προϊόν του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (η μια του πλευρά βέβαια, γιατί ήταν και η άλλη που δημιούργησε τις επαναστάσεις); Και ας αρχίσουμε από κάποια κλασικά ονόματα που μέχρι σήμερα είναι σεβαστά ως αναφορές. Και ας μιλήσουμε για τον Βολτέρο. Δεν ήταν αυτός που είπε πως οι λευκοί είναι ανώτεροι από τους νέγρους, οι νέγροι είναι ανώτεροι από τους πιθήκους και οι πίθηκοι είναι ανώτεροι από τα στρείδια;

    Περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, ο Τζον Λοκ υποστήριζε πως οι πρωτόγονοι άνθρωποι, δηλαδή οι μαύροι, δεν έχουν την ικανότητα να σκεφτούν σε αφηρημένο επίπεδο, άρα είναι ζώα, και ο περίπου σύγχρονός του, ο κόμης και ιστορικός Μπουλενβιγιέ, θαύμαζε την ικανότητα των Φράγκων που καθυπόταξαν τους βάρβαρους Γαλάτες. Ακόμα και ο κατεξοχήν δημοκράτης, ο Βικτόρ Ουγκό, πίστευε πως η κατάκτηση της Αφρικής ήταν για τον εκπολιτισμό των μαύρων. Η φυλετική ανθρωπολογία γνώρισε μεγάλες δόξες και στην πρόσφατη Ιστορία της Ευρώπης. Στην Ιταλία ο Λομπρόζο έκρινε από τα χαρακτηριστικά του προσώπου ποιος ήταν εγκληματίας και ποιος όχι. Ο Ράσελ στην Αγγλία είχε επινοήσει τον κοινωνικό δαρβινισμό. Ο Γκάλτον στις ΗΠΑ είχε εφεύρει τον ευγονισμό. Και ο αντισημιτισμός στη Γαλλία είχε σπουδαίους θεωρητικούς όπως τον Ντριμόν, τον Μπαρές, τον Λαπούζ και πολλούς άλλους.

    Ο Χίτλερ λοιπόν δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να εκμεταλλευτεί αυτή την πλούσια παρακαταθήκη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ακόμα και σήμερα είναι παρούσα στην Ευρώπη και βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Και να έρθουμε στα καθ’ ημάς. Μπορεί ο ναζισμός της Χρυσής Αυγής να τελειώσει, αν τελικά αυτή η εγκληματική οργάνωση υποκύψει στις ποινικές της πράξεις. Αλλά ο ναζισμός με άλλες πιο εκλεπτυσμένες μορφές θα επανέλθει με μια πιο γοητευτική μορφή.
    Ήδη έχουμε Κρανιδιώτη, Μπαλτάκο, Λαζαρίδη. Αν προσθέσουμε και κάποιους επώνυμους νεοορθόδοξους που αρθρογραφούν συστηματικά, κάποιους αριστερούς νεοεθνικιστές και ακόμα μερικούς καλλιτέχνες που λιγώνονται με την Ελλάδα και το μεγαλείο της, τότε η τούρτα είναι έτοιμη. Ο ναζισμός δεν είναι μόνο βία. Είναι και γοητεία, όπως σοφά είπε ο Ζορζ Μος.

    Τι έκανε έναν Έζρα Πάουντ, έναν Κνουτ Χάμσουν ή έναν Τ.Σ. Ελιοτ να στραφούν στον ναζισμό; Ή ακόμα το εθνικό σύμβολο της Γαλλίας, τη διάσημη ηθοποιό Αρλετί, να γίνει γκόμενα των Ες Ες και τον Μορίς Σεβαλιέ να τραγουδάει στους αξιωματούχους των στρατοπέδων εξόντωσης; Η έγκυρη εφημερίδα του Λονδίνου «Τimes», αν και εξόχως συντηρητική, έγραψε για την περίφημη γαλλική ντίβα: «Μπορεί η καρδιά της Αρλετί να είναι γαλλική, αλλά το μουνί της είναι διεθνές». Με άλλα λόγια, ο ναζισμός δεν είναι κάποιες επικίνδυνες εγκληματικές φιγούρες που κυνηγούν μετανάστες ή αναρχικούς. Είναι μια κυριαρχούσα νοοτροπία που υπάρχει σε κάθε λαό που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους. Και δίνει προσωπικότητα στους ασήμαντους.

    Αντίδοτο σε αυτή την καταστροφή στάθηκαν η Γαλλική Επανάσταση, η Παρισινή Κομμούνα και η Μπολσεβίκικη Επανάσταση (για να αναφέρουμε μόνο σε κάποιες κορυφαίες στιγμές), αλλά δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν και να δημιουργήσουν έναν καινούργιο πολιτισμό. Ακόμα είναι ζητούμενα τα αιτήματά τους. Και βλέπουμε έναν εκφυλισμό των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών, που έχουν ξεχάσει τις ρίζες τους και τον ιστορικό τους αντιφασισμό. Είναι δυνατόν να βλέπουμε τη Δούρου στην τηλεόραση να μπουγελώνεται και την Κανέλλη να γρονθοκοπείται και να μη γίνεται τίποτα; Μήπως έφτασε η στιγμή να εγκαλέσουμε την Αριστερά για τον φασισμό που έχει κυριαρχήσει σε αυτήν την κοινωνία και που ξεπερνάει τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής; Η διάσπασή της ακόμα και στο αντιφασιστικό μέτωπο μήπως δείχνει την κομματική της τύφλωση, που ονειρεύεται εξουσία και δεν βλέπει τι γίνεται με τους «Παύλους» δίπλα της;

    perkor29@gmail.com
    Πηγή:Εφημερίδα των Συντακτών,06/10/13http://www.efsyn.gr/?p=127333

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *