Αν και ο ίδιος δέχεται ότι στην Ελλάδα έχει τύχει πολεμικής η άποψη που υιοθετεί, καθώς μερίδα της επιστήμης κρίνει ότι η εξαναγκαστική λήψη DNA προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2,5 και 7 του Συντάγματος για την ελευθερία και την προστασία της προσωπικότητας του ατόμου, ωστόσο ανάβει το «πράσινο φως» στην Αστυνομία να παίρνει γενετικό υλικό χωρίς τη συναίνεση του πολίτη.
Σκουριές
Η εισαγγελική κρίση διατυπώθηκε με αφορμή δείγμα DNA που πήρε τον περασμένο Αύγουστο το Γραφείο Σήμανσης του Πολυγύρου από πολίτη-ύποπτο χωρίς τη συγκατάθεσή του, προκειμένου να διαπιστωθεί πιθανή εμπλοκή του στα επεισόδια στις Σκουριές Χαλκιδικής, στη θέση Μεγάλη Παναγιά, τον Σεπτέμβριο του 2012.
Δικηγόροι της Θεσσαλονίκης είχαν καταγγείλει τότε με αναφορά τους προς τον εισαγγελέα την πρακτική που εφαρμόζει το συγκεκριμένο Τμήμα, να παίρνει δείγμα DNA με τη βία από «υπόπτους» για την τέλεση κακουργημάτων. Τόνιζαν μάλιστα ότι οι διωκτικές αρχές δημιουργούν τεράστια τράπεζα γενετικού υλικού αποκλειστικά για το θέμα των Σκουριών, ενώ δεν έχουν καταστρέψει, όπως όφειλαν, το υλικό όσων πλέον δεν είναι κατηγορούμενοι.
Ο κ. Σεφερίδης αφού αναφέρει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ασκήθηκε βία, υπογραμμίζει ότι η υποχώρηση της πολιτείας με την παρέμβαση των θεσμικών οργάνων της στα ευαίσθητα δεδομένα των πολιτών της δεν προσκρούει στην ελευθερία του ατόμου, αφού η παρέμβαση αυτή συντελείται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος προς εξακρίβωση των στοιχείων του δράστη. Επικαλείται το νόμο 3783/2009 σύμφωνα με τον οποίο όταν υφίστανται ενδείξεις τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, οι διωκτικές αρχές (αστυνομικές, τελωνειακές, λιμενικές κ.λπ.) λαμβάνουν υποχρεωτικά προς ανάλυση DNA.
Τι ίσχυε
Θυμίζουμε ότι το καθεστώς που ίσχυε πριν από το 2009 απαιτούσε τη συγκατάθεση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και όριζε πως το δικαίωμα να διατάξει λήψη και εξέταση DNA είχε το Δικαστικό Συμβούλιο. Σήμερα το δικαίωμα και μάλιστα της υποχρεωτικής λήψης γενετικού υλικού εκχωρείται στις διωκτικές αρχές. Ομως σύμφωνα με τον εισαγγελέα, η υποχρεωτικότητα αυτή δεν πρέπει να φθάνει σε σημείο που να προσβάλλει σοβαρά την προσωπικότητα του ατόμου, που ακόμη δεν έχει καταστεί ένοχος κάποιας αξιόλογης ποινικά πράξης και μόνον στις περιπτώσεις που τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή ή δεν είναι λιγότερο επαχθή για τον ύποπτο ή κατηγορούμενο.
Επιπλέον ο κ. Σεφερίδης εμμέσως πλην σαφώς ζητεί να αυξηθούν οι εγγυήσεις με την τροποποίηση της επίμαχης διάταξης στο μέλλον, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου. Προτείνει να επανακαθοριστεί ο τρόπος λήψης του DNA, αλλά και το πλαίσιο καθορισμού της χρήσης του. Να δοθεί, δηλαδή, η δυνατότητα στον εισαγγελέα να ορίζει εκείνος με διάταξή του το επιτρεπτό ή μη της χρήσης DNA ως αποδεικτικού στοιχείου για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον ζητεί να περιοριοριστεί και η τεράστια γκάμα των αδικημάτων για τα οποία σήμερα επιτρέπεται η λήψη γενετικού υλικού. Να ισχύει για τα κακουργήματα, αλλά μόνον για τα πλημμελήματα που τελέστηκαν με άσκηση βίας, στρέφονται κατά ανηλίκων, ή αφορούν υποθέσεις εκμετάλλευσης γενετήσιας ελευθερίας, συμμετοχή σε συμμορία, ή στρέφονται κατά της σωματικής ακεραιότητας.