Αυτή η Κυριακή έχει επιβληθεί ως εργάσιμη.
Συγκέντρωση την Κυριακή 14 Δεκέμβρη
Τσιμισκή με Αριστοτέλους στις 10.30πμ
Ενάντια στο άνοιγμα των μαγαζιών.
Α. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Η κυριακάτικη αργία καθιερώθηκε ως μια από τις πρώτες ρυθμίσεις εργατικού δικαίου στην Eλλάδα. Νομοθετήθηκε το 1909 (νόμος 3455), από την συντηρητική κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά την πρώτη Κυριακή, 4 του Γενάρη, του 1910.
Πριν την καθιέρωσή της αργίας της Κυριακής συναντάμε διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με το θέμα αυτό, ανάλογα με τον κλάδο εργασίας:
Α) σε ορισμένους κλάδους εφαρμόζεται η αργία, με κίνητρα περισσότερο θρησκευτικής φύσης
Β) σε άλλους κλάδους, κυρίως βιομηχανικούς, οι εργαζόμενοι δε δουλεύουν κανονικά τις Κυριακές αλλά υποχρεώνονται να πηγαίνουν στη δουλειά αμισθί, για 2-3 ώρες ώστε να εκτελούν βοηθητικές εργασίες (καθάρισμα, προετοιμασία κλπ). Οι εργάτες ονομάζουν την υποχρέωση αυτή κυριακάτικη αγγαρεία.
Γ) στους περισσότερους κλάδους, πάντως, πριν τη νομική καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας οι εργαζόμενοι δουλεύουν κανονικά και τις Κυριακές
Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας δεν ήταν αποτέλεσμα της καλής διάθεσης των εργοδοτών ούτε της φιλεργατικής πολιτικής των κυβερνήσεων. Αποτελούσε πάγιο αίτημα όλων των εργατικών αγώνων που προηγήθηκαν. Η καθιέρωσή της συμπίπτει άλλωστε με τα πρώτα βήματα της ανάπτυξης οργανωμένου εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι αποτελεί, μεταξύ άλλων, αίτημα της πρώτης εργατικής πρωτομαγιάς που οργανώθηκε στην Αθήνα το 1894, των μεγάλων απεργιών των μεταλλωρύχων στο Λαύριο το 1887 και το 1896 και της δυναμικής απεργίας των καπνεργατών στον Βόλο το 1909. Στην τελευταία αυτή απεργία πρωτοστατεί το νεοϊδρυθέν εργατικό κέντρο του Βόλου, του οποίου πρωτεργάτες ήταν αναρχοσυνδικαλιστές εργαζόμενοι. Στην Αθήνα η διαμάχη επικεντρώθηκε ιδίως στα «εμπορικά» καταστήματα (ένδυσης, υπόδησης κλπ) των κεντρικών δρόμων, με σημαντικότερες κινητοποιήσεις αυτές του 1890, 1891 (απεργία) και 1896, καθώς και στους τυπογράφους (1882 και 1909-1910), στους ζαχαροπλάστες (1896 και 1899), στους κουρείς (1894, 1902 και 1903), στους αρτοποιούς (1879, 1904-1905 κ.ε.) και λίγο πριν το 1909 στα παντοπωλεία.
Η νομοθετική καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας στα τέλη του 1909 εντασσόταν στην πολιτική επιλογή του «Στρατιωτικού συνδέσμου» να επιδείξει φιλολαϊκό πρόσωπο και έγινε πράξη από πατερναλιστές συντηρητικούς πολιτικούς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το εργατικό αυτό αίτημα βρήκε συμμάχους στη μεγαλοαστική τάξη σε αντίθεση με τα μικρά αφεντικά, τους μικροκαταστηματάρχες, οι οποίοι το πολέμησαν. Η αντίστροφη με σήμερα κατάσταση ως προς το ζήτημα αυτό είναι πρόδηλη και οφείλεται στις μεγάλες διαφορές λειτουργίας της οικονομίας και της αγοράς (μετακινήσεις στην πόλη, ύπαρξη πολυκαταστημάτων και εμπορικών κέντρων, σχέση με τη γειτονιά, καθιέρωση του μισθού αντί του μεροκάματου-κατάργηση του βερεσέ κλπ) Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι από τη θεσπισμένη αργία εξαιρούνταν τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι, που υποχρεούνταν να εργάζονται κανονικά τις Κυριακές.
Πάντως, παρά τη νομική καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας, σε πολλούς κλάδους υπήρχαν ακόμα παραβιάσεις ή και διατήρηση της κυριακάτικης αγγαρείας. Συγκριτικά όμως με άλλες διατάξεις του εργατικού δικαίου οι παραβιάσεις αυτές ήταν λιγότερες, γιατί ήταν ευκολότερο να εντοπιστούν και να καταγραφούν.
Η πρώτη εξαίρεση στην τήρηση της αργίας της Κυριακής για τα εμπορικά καταστήματα νομοθετείται πολλά χρόνια μετά την καθιέρωσή της. Το 1971, επί δικτατορίας, με διάταγμα επιτρεπόταν η λειτουργία των επιχειρήσεων λιανικής μία Κυριακή ανάμεσα στις 18 με 24 Δεκεμβρίου και κατά την τελευταία Κυριακή του έτους, εφόσον αυτή συμπίπτει με την 31η Δεκεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το καθεστώς αυτό ισχύει μέχρι τις μέρες μας.
Τον Ιούλιο του 1990 με νόμο καθιερώνεται η πενθήμερη απασχόληση των εμποροϋπαλλήλων. Επίσης δεν επιτρέπεται στα καταστήματα λιανικής να είναι ανοιχτά τις Κυριακές και τις αργίες πλην των βενζινάδικων, των εστιατορίων, των ζαχαροπλαστείων, των μπαρ, των καφενείων, των γαλακτοπωλείων, των κυλικείων και των συναφών καταστημάτων, των ανθοπωλείων, των περιπτέρων και των εξομοιουμένων καταστημάτων, των φωτογραφείων, των στιλβωτηρίων κι αμιγών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως ξηρών καρπών. Με τον ίδιο νόμο δίνεται επίσης η δυνατότητα στους Νομάρχες να αποφασίζουν τη λειτουργία την Κυριακή και τις μέρες αργίας ορισμένων καταστημάτων, που εξυπηρετούν την τουριστική κίνηση σε αυστηρά οριοθετούμενες περιοχές δήμων, κοινοτήτων που έχουν ανακηρυχθεί ως τουριστικοί τόποι.
Το 1994 με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Στέφανο Μάνο περνά στο νόμο 2224/94 το άρθρο 46 με το οποίο απελευθερώνει πλήρως τη λειτουργία του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων όλης της χώρας. Ήταν η εποχή που έκαναν την εμφάνιση τους στην ελλάδα πολυεθνικά σούπερ μάρκετ αλλά και μεγάλες αλυσίδες λιανικής όπως ο «Λαμπρόπουλος» που ήθελαν ελεύθερο ωράριο. Τότε η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας πρωτοστατεί σε αγώνες και μπλοκάρει κάθε Σάββατο την είσοδο των εργαζομένων στα πολυκαταστήματα, ενώ κηρύσσει συνεχώς απεργίες.
Το 1997 οι εργαζόμενοι καταφέρνουν και υπογράφουν, η ΟΙΥΕ για λογαριασμό τους, μαζί με την ΕΣΕΕ, το ΣΕΛΠΕ και τον ΣΕΣΜΕ (σύνδεσμος σούπερ μάρκετ) την πρώτη κλαδική συμφωνία για το ωράριο των καταστημάτων με κύρια σημεία:
1.Την ελεύθερη έναρξη λειτουργίας των εμπορικών και καταστημάτων τροφίμων, 2. την καθημερινή λήξη στις 20.00 (Χειμώνα) και 21.00 (Καλοκαίρι), 3. τη λήξη το Σάββατο (Χειμώνα-Καλοκαίρι) στις 18.00, 4. τοπικές συμφωνίες για μικρότερα ωράρια, 5. Κυριακή αργία, πλην των αμιγώς τουριστικών καταστημάτων. Η συμφωνία αυτή θεσμοθετήθηκε από την τότε κυβέρνηση με την υπουργική απόφαση (ΚΥΑ 1162/97).
Το 2001 η συμφωνία αυτή επαναβεβαιώθηκε και μαζί με τους υπόλοιπους εργοδότες συνυπέγραψε και η ΓΣΕΒΕΕ.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 2012 ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης και ο υφυπουργός Θανάσης Σκορδάς, ο οποίος έχει την πείρα από την θητεία του το 2005 στο υπουργείο και μάλιστα για το θέμα του ωραρίου, ανακοινώνουν την απελευθέρωση της κυριακάτικης λειτουργίας για όλα τα καταστήματα κάτω των 250 τ.μ. Εξαιρούνται αυτά που είναι διασυνδεδεμένα με αλυσίδες και είναι και τύπου «shop in a shop». Ταυτόχρονα ανακοινώνουν την πρόθεσή τους να επιτρέψουν επτά Κυριακές το χρόνο τη λειτουργία όλων των καταστημάτων και των αλυσίδων και όσων είναι στα malls, τα εμπορικά πάρκα κ.λπ.
Η λειτουργία των καταστημάτων για 7 Κυριακές εντάσσεται τελικά στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίζεται τον Ιούλιο του 2013 και γίνεται η αφετηρία για τον τωρινό κύκλο αγώνων των εργαζομένων στο εμπόριο και αλληλέγγυων εργαζομένων ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1914, η κυβέρνηση θεσπίζει το άνοιγμα των καταστημάτων για 52 Κυριακές σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως τουριστικές. Ως τέτοιες χαρακτηρίζει και τα κέντρα των μεγάλων πόλεων, Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή ματαιώθηκε μετά από προσφυγή του ΓΣΕΒΕΕ στο συμβούλιο της επικρατείας που την έκρινε ως αντισυνταγματική. Τα μεγάλα εργοδοτικά επιμελητήρια (ο ΣΕΒ και οι οργανώσεις των ξενοδόχων και των πολυεθνικών και σούπερ μάρκετ) επιχειρούν τώρα να προσφύγουν ξανά εναντίον της απόφασης του ΣτΕ.
Β. Γιατί είναι σημαντικός για μας ο αγώνας για την υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας;
Χωρίς να τρέφουμε καμία αυταπάτη, τα ανοιχτά μαγαζιά την Κυριακή μπορούν να αποτελέσουν πρόδρομο για μια γενικευμένη κυριακάτικη εργασία κατά την οποία όλοι οι εργαζόμενοι θα είμαστε στο πόδι με ανοιχτές επιχειρήσεις και υπηρεσίες, όχι μόνο για 7 αλλά ίσως και για 52 Κυριακές το χρόνο. Κάτι που για πολλούς μάλλον καταναλωτές σήμερα μπορεί να μοιάζει φυσιολογικό, για μας περισσότερο αποτελεί κομμάτι μιας οργουελικού τύπου τραγωδίας που μας γυρνά πίσω σχεδόν 100 χρόνια. Κι αυτό, αν σκεφτούμε πως το 1909 ήταν η τελευταία φορά που δούλευαν οι εμποροϋπάλληλοι κυριακάτικα. Πως λοιπόν τώρα αυτή η τραγωδία μπορεί να μοιάζει φυσιολογική;
Η κυριακάτικη εργασία δεν είναι παρά η κατάργηση ενός ακόμη πράγματος που θεωρούταν για τον κόσμο της εργασίας αυτονόητο(όπως αυτονόητες ήταν και οι συλλογικές συμβάσεις).
Όμως γίνεται φανερό πως σήμερα πρέπει να κάνουμε αγώνα ακόμη και για τα αυτονόητα, να κάνουμε αγώνα για 1 ημέρα ξεκούρασης που πάνε να μας την στερήσουν. Με το να χαμηλώνουμε όμως συνεχώς τον πήχη και να τους επιτρέπουμε σιγά σιγά να μας καθυποτάξουν, χάνουμε και κάθε δυνατή ελπίδα να οργανωθούμε και να επιτεθούμε σε αυτό που λέγεται μισθωτή σκλαβιά και ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Φτιάχνονται έτσι ανεμπόδιστα από τη μηχανή του συστήματος εργαζόμενοι με εντελώς απελευθερωμένα ωράρια, άνθρωποι μηχανές στην υπηρεσία των αφεντικών.
Μπορεί λοιπόν ο καταναλωτής σε αυτό το πλαίσιο να θεωρεί πως τα ανοιχτά μαγαζιά την Κυριακή είναι μια ευκαιρία να ψωνίσει; Όχι
Κανείς δεν μπορεί να είναι καταναλωτής την Κυριακή. Την μέρα αυτή σεβόμαστε τον εργαζόμενο. Με το να δίνει αυτός που ψωνίζει τα λεφτά του την Κυριακή δεν κλέβει απλά τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου, αλλά ανοίγει το δρόμο για την κλοπή και του δικού του ελεύθερου χρόνου, καθώς η δουλειά την Κυριακή για όλους τους κλάδους δεν μοιάζει πια μακρινός εφιάλτης αλλά σκοτεινό παρόν.
Ο αγώνας για την υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας εντάσσεται στο πλαίσιο των αγώνων για το ωράριο και την κατάργηση της ελαστικής εργασίας. Η ελαστικοποίηση της εργασίας συμπυκνώνει τον εργάσιμο χρόνο με τέτοιο τρόπο που επιδιώκει να τον καταστήσει απόλυτα παραγωγικό σε όλη τη διάρκειά του. Η ελαστικοποίηση δηλαδή σημαίνει τελικά και εντατικοποίηση, καθώς όλοι και όλες όσες δουλεύουν 8ωρο γνωρίζουν ότι αυτό το διάστημα περιλαμβάνει και ώρες περισσότερο «χαλαρές», που η δουλειά είναι λιγότερη αλλά πληρώνεται το ίδιο. Αυτά τα διαστήματα χάνονται όταν ο εργοδότης σε καλεί για δουλειά άλλοτε για 10 ώρες, άλλοτε για 2, ανάλογα με τον φόρτο εργασίας. Οι 7 «παραγωγικές» Κυριακές στις οποίες συναινούν οι μικροκαταστηματάρχες υπηρετούν αυτή τη λογική.
Ο αγώνας για το ωράριο είναι ο δεύτερος βασικός πυλώνας εργατικών αγώνων, μαζί με τον αγώνα για την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας, που είναι εξίσου κρίσιμος για την ποιότητα της ζωής μας. Η παροχή ρεπό μια άλλη μέρα της βδομάδας αντί της Κυριακής σε καμιά περίπτωση δεν υποκαθιστά την κυριακάτικη αργία, τη μέρα αργίας, δηλαδή, της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων. Η κυριακάτικη αργία, ως αίτημα και ως κατάκτηση, συνεισφέρει στην ενότητα μεταξύ των εργαζομένων.
Η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας πλήττει πρώτους και πρώτες από όλους-ες τους-τις εργαζόμενους-ες στο εμπόριο. Αυτοί είναι άλλωστε οι πρώτοι που βιώνουν όλες τις αντιδραστικές εργασιακές «μεταρρυθμίσεις» : ελαστικά ωράρια, εκ περιτροπής εργασία, απλήρωτα μεροκάματα και υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, μισθοί πείνας, εργοδοτική τρομοκρατία και αυταρχισμός.
Σε έναν κλάδο που απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους σε μικρά και μεγάλα αφεντικά ο καθένας και η καθεμία έχει καταντήσει να αισθάνεται μόνος/-η. Η ευθύνη των συνδικάτων του κλάδου για αυτό είναι τεράστια. Ο αριθμός των εργαζομένων που συμμετέχουν ενεργά σε αυτά είναι αστείος σε σχέση με το σύνολο του κλάδου. Οι κομματικοί γραφειοκράτες συνδικαλιστές που κρατάνε τις σφραγίδες των σωματείων δεν κάνουν τίποτα για να προσελκύσουν τους εργαζόμενους να οργανωθούν, αφού έτσι ελέγχουν και αποδυναμώνουν με ευκολία τα συνδικάτα, προσφέροντας ανεκτίμητη υπηρεσία στους εργοδότες.
Για μας όμως η συνδικαλιστική οργάνωση στους χώρους δουλειάς είναι ο μόνος τρόπος για να υπερασπιστούμε την αξιοπρέπειά μας και να απαιτήσουμε βελτίωση των όρων της ζωής μας. Αρκεί να συναντηθούμε με τους συναδέλφους μας και να οργανωθούμε σε σωματεία βάσης, χωρίς κόμματα και επαγγελματίες συνδικαλιστές, χωρίς παζάρια και υποχωρήσεις απέναντι στους εργοδότες.
Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για έναν κλάδο στον οποίο ο συνδικαλισμός αντιμετωπίζει τόσο μεγάλες δυσκολίες, τόσο λόγω των ξεπουλημένων εργατοπατέρων, όσο και λόγω αντικειμενικών εμποδίων που συνδέονται με τη φύση του κλάδου, είναι όσο πουθενά αναγκαία η διακλαδική αλληλεγγύη. Ιδιαίτερα για ένα ζήτημα τόσο κομβικής σημασίας για όλους τους εργαζόμενους. Γι’ αυτό κι εμείς, στην ΕΣΕ, έχουμε θέσει τον αγώνα για την υπεράσπιση της Κυριακάτικης αργίας στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας το τελευταίο διάστημα.
ΕΣΕ Θεσσαλονίκης