Αρχείο κατηγορίας ιδεολογικα κειμενα

Ελευθεριακή Παρέμβαση Φιλοσοφικής: Ημερολόγια για μια φωτεινή νύχτα και μια “πεφωτισμένη” φυγομαχία Ένα (ανορθόδοξο) δελτίο τύπου για τα ΜΑΤ της Νομικής, το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο και τους Ναπολέοντες της ήττας

Ημερολόγια για μια φωτεινή νύχτα και μια “πεφωτισμένη” φυγομαχία

Ένα (ανορθόδοξο) δελτίο τύπου για τα ΜΑΤ της Νομικής, το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο και τους Ναπολέοντες της ήττας

 

Είναι πραγματικά τρομερές οι εποχές που ζούμε… Ζούμε πάνω στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο κόσμους, που για τον πρώτο (αυτόν που μας αφήνει χρόνους) δεν μπορούμε να μιλήσουμε με διαύγεια και αυτόν που μας έρχεται δεν μπορούμε εκ των πραγμάτων να τον ορίσουμε. Ζούμε με λίγα λόγια σε εποχές μετάβασης… Το τι θα έρθει από την άλλη πλευρά του τούνελ καθορίζεται από δεκάδες παράγοντες. Και είναι ακριβώς αυτό που προσπαθεί σήμερα το κράτος να εμπεδώσει. Τους νέους όρους με τους οποίους θα συνδιαλέγεται με την κοινωνία και τα δείγματα γραφής τους είναι μέχρι στιγμής ξεκάθαρα. Η βίαιη επιβολή πάνω σε διευρυνόμενα κοινωνικά κομμάτια, η οικονομική επίθεση και εξαθλίωση που επιβάλει και η οριοθέτηση και στρατιωτικοποίηση κάθε πεδίου ελεύθερης δράσης και δημόσιου χώρου είναι το προεικόνισμα της νέας επιθετικής κρατικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναγνώσουμε και την τακτική που ακολουθείται τους τελευταίους μήνες στο χώρο του πανεπιστημίου. Η επιβολή των διαγραφών, η εγκατάσταση security στις πύλες των πανεπιστημίων, οι φαιδρές τηλεοπτικές εξαγγελίες περί «επιβολής του νόμου και της τάξης» από ακόμη πιο φαιδρούς ανθρώπους (τύπου φορτσάκης), τα συμβούλια ιδρύματος και οι νέες ολιγαρχικές διοικητικές δομές των ιδρυμάτων, οι απολύσεις εργαζομένων και όλες οι σπασμωδικές κινήσεις που βλέπουμε από τη μεριά των κυβερνώντων συμπυκνώνουν την εικόνα ενός νέου πανεπιστημίου, που θα ανταποκρίνεται απόλυτα στον αναδυόμενο κρατικό ολοκληρωτισμό. Αποκορύφωμα όλης αυτής της διαδικασίας ήταν η συμβολικά και ιδεολογικά φορτισμένη απόφαση της νέας πρυτανικής αρχής να κηρύξει λοκ-άουτ κεντρικά κτήρια του ΕΚΠΑ εν όψει των καταλήψεων και της επετείου του Πολυτεχνείου.

Από το βράδυ της Τετάρτης (12/11) διμοιρίες ΜΑΤ είχαν αποκλείσει τις εισόδους του κτηρίου της πρυτανείας και της νομικής σχολής, ούτως ώστε να εμποδίσουν την απόφαση του φοιτητικού συλλόγου για κατάληψη της σχολής την Παρασκευή. Στον χορό μπήκαν και οι γνωστοί από παλιά πρυτάνεις της ΑΣΟΕΕ και του ΠΑΜΑΚ που ακολούθησαν αντίστοιχες τακτικές. Ως απάντηση σε αυτήν την προκλητική απόφαση φοιτητές μαζεύτηκαν από το πρωί της Πέμπτης έξω από τη νομική σχολή, αλλά δέχτηκαν κατευθείαν την απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ, η οποία προκάλεσε και δύο βαρύτατους τραυματισμούς φοιτητών, ενώ ταυτόχρονα καλέστηκε πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο για το απόγευμα της ίδιας μέρας.

Η μαζικότητα και ο παλμός της διαδήλωσης που ακολούθησε υπήρξε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη σε σχέση με το σκηνικό των τελευταίων εβδομάδων και έδειχνε την προοπτική μιας αναζωπύρωσης κινητικότητας του φοιτητικού κινήματος, μιας κινητικότητας που, αν δε θέλουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας, απουσιάζει εκκωφαντικά παρά την οξύτητα της εποχής. Μέσα σε ένα αστυνομοκρατούμενο κέντρο η διαδήλωση έδειξε μια αναξιοποίητη δυναμική στο εσωτερικό του φοιτητικού σώματος και διατήρησε τη μαχητικότητά της μέχρι την κατάληξή της στο Πολυτεχνείο. Και όλα αυτά παρά τις γνωστές συνθηματολογίες και τις γραφικότητες των εξίσου γνωστών αριστερών γραφειοκρατιών, που δεν μπορούν να κρύψουν τη λαχτάρα τους να πνίξουν το μέλλον στα νερά του βολικού παρελθόντος.

Αυτό ωστόσο που δίνει ξεχωριστή νότα στη βραδιά είναι τα όσα ακολούθησαν από εκεί και ύστερα. Μετά την πορεία ήταν προγραμματισμένο το συντονιστικό των φοιτητικών συλλόγων, το οποίο θα γινόταν μέσα στο Πολυτεχνείο, το οποίο ωστόσο ήταν κλειδωμένο μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης περίφραξης των σχολών του κέντρου. Αφού λοιπόν έφυγε η πρώτη σύγχυση και μετά από αρκετές διαπραγματεύσεις αριστερών συνδικαλιστών με τους φύλακες, πάρθηκε η πρωτοβουλία από ορισμένους/ες φοιτητές/ριες για το αυτονόητο: Να επιβάλλουν δηλαδή τις συλλογικές αποφάσεις ενάντια στη μόνιμη επιθετική αυθαιρεσία της νέας ακαδημαϊκής εξουσίας, σπάζοντας την πόρτα του πολυτεχνείου. Και έτσι έγινε… Στα επόμενα λεπτά υπήρξε σκληρή επίθεση αστυνομικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών να μπουν μέσα στο πολυτεχνείο, ενώ όσοι δεν πρόλαβαν δέχτηκαν δακρυγόνα και ξυλοδαρμούς…

Το διακύβευμα της στιγμής αυτής ήταν το αν αυτό που θα επικρατούσε θα ήταν ο πανικός, η σύγχυση και ο φόβος ή αν θα καταφέρναμε να συντονίσουμε μέσα στο πολυτεχνείο τις δυνάμεις μας, να προστατεύσουμε το δημόσιο χώρο και να δοθεί επιτέλους μία ηχηρή και αξιοπρεπής απάντηση υπό τον ήχο των κρότου-λάμψης και των αστυνομικών ασυρμάτων. Το διακύβευμα αυτό ωστόσο ποτέ δεν τέθηκε, γιατί μέσα σε μισή ώρα πεφωτισμένοι στρατηλάτες του φοιτητικού κινήματος, μεγάλες κεφαλές των ΕΑΑΚ, εκμεταλλευόμενοι την αναμπουμπούλα της στιγμής, κάλεσαν τους φοιτητές σε άτακτη και «συντεταγμένη» αποχώρηση. Όταν μάλιστα τους ζητήθηκε να περιμένουν, να γίνει μια συζήτηση πρώτα και να αποφασιστεί τι ακριβώς πρέπει να γίνει, αυτοί απάντησαν ότι «δεν αναγκάζουμε κανέναν να φύγει, αλλά παίρνουμε τα πανό μας και φεύγουμε».

Αναρωτιέται κανείς από πιο σημείο της όλης χυδαιότητας να ξεκινήσει. Από το ύφος ανθρώπων που, επειδή πήραν μια ντουντούκα στα χέρια τους, νομίζουν ότι μπορούν να θεωρούν τα μπλοκ των φοιτητικών συλλόγων ιδιοκτησία τους ή από την ξεκάθαρα κατευναστική και ηττοπαθή λογική που προωθούν οι συγκεκριμένοι αριστεροί χώροι σε κάθε σχεδόν βήμα που τολμάει το φοιτητικό κίνημα. Και όλα αυτά από τους ίδιους ανθρώπους που τραγουδούσαν επί τρεις ώρες ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο μονοτονίας και κοινοτοπίας για «τα Πολυτεχνεία της γενιάς μας».

Και εδώ ερχόμαστε σε μία άλλη πλευρά αυτού που λέγαμε στην αρχή: Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά αυτής της μεταβατικής εποχής είναι ότι εκτός από το να αναδιατάσσει το στρατόπεδο των κυρίαρχων, αποκαλύπτει και τις λανθάνουσες τάσεις των φαινομενικά αντίπαλών τους. Το παραδοσιακό μοτίβο κινητοποίησης του αριστερού συνδικαλισμού, που ακολουθούσε το τροπάρι γενική συνέλευση-συλλαλητήρια-εκλογές μοιάζει σήμερα να φτάνει στο πιο οριακό του σημείο. Οι φοιτητικοί σύλλογοι σήμερα, εκτός του ότι πέφτουν στο κενό μέσα στα πλαίσια του νέου καθεστώτος, βιώνουν και μια πρωτοφανή κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης, στην οποία οι πρακτικές καπελώματος και καιροσκοπισμού των αριστερών κομματικών γραμμών έχουν συμβάλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι γραφικότητες και τα παιχνίδια νομιμότητας και συνδιαλλαγής με τα θεσμικά όργανα φαίνονται σαν παλιό αστείο στις βίαιες εποχές βαρβαρότητας που ζούμε.

Εμείς από την πλευρά μας δε θεωρούμε ότι οι εποχές γεννιούνται από τους κυρίαρχους. Θεωρούμε ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε το δικό μας λόγο σε αυτήν την ασταθή και ρευστή περίοδο. Κανένας πλέον δεν πείθεται (και πολύ άργησε) από τις «πρωτοπορίες» και τις γερασμένες ρητορείες των ΕΑΑΚιτών. Η επαναδιεκδίκηση και η επανανοηματοδότηση του δημόσιου χώρου και χρόνου, η δημιουργία αυτόνομων και οριζόντιων συμμετοχικών συνελεύσεων είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους μπορεί να περιστραφεί ένα σύγχρονο και ζωντανό πρόταγμα, μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που πνίγεται από τον κτηνώδη ολοκληρωτισμό και την αστυνομικοποίηση της καθημερινότητας.

Το σπάσιμο της πόρτας του πολυτεχνείου και το αυθόρμητο σύνθημα «Αλήτες, λέρες, φοιτητοπατέρες», τη στιγμή της φυγομαχίας σηματοδοτούν μια ρωγμή, η οποία όσο μικρή και ανολοκλήρωτη κι αν έμεινε, κρατά το πάγιο χαρακτηριστικό της: Δεν κλείνει, ούτε συμμαζεύεται εύκολα…

ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Το κείμενο σε μορφή Pdf

Κροπότκιν: Αυτή είναι απεργία (1889)

γράφει η blackgcat

 

Μεταφράζουμε ένα κείμενο του Kropotkin για τη μεγάλη απεργία των Λονδρέζων λιμενεργατών. Ο Kropotkin το 1889 θέτει ζητήματα για τη γενική απεργία και το επαναστατικό υποκείμενο, που έχει τη δική του σημασία και συμβολή   1 ½ σχεδόν αιώνα μετά, σε μια περίοδο ανηλεούς ταξικού πολέμου.

 

Λίγα λόγια για την απεργία:

Οι εργάτες στις προβλήτες του Λονδίνου, εμπορικού κέντρου ήταν ανειδίκευτοι, κακοπληρωμένοι, και αντιμετώπιζαν συνεχώς κινδύνους και φυσικά άθλιες συνθήκες εργασίας. Ως ανειδίκευτοι εργάτες δεν ήταν οργανωμένοι, καθώς ο συντεχνιακός συνδικαλισμός ηγεμόνευε τους εργατικούς αγώνες. Στις προβλήτες του Λονδίνου μόνο οι εξειδικευμένοι εργάτες, όπως οι ξυλουργοί, ήταν οργανωμένοι. Εξάλλου, οι λιμενεργάτες, δεν είχαν σταθερή εργασία, αλλά επιλέγονταν καθημερινά για την φορτοεκφόρτωση όταν έφτανε πλοίο, και αυτό γιατί τα αφεντικά δεν αναγνώριζαν δικαιώματα στους εργάτες, ούτε και ήθελαν να τους πληρώνουν όταν δεν είχε δουλειά.

 

Το 1888 η αυθόρμητη και επιτυχημένη απεργία των γυναικών που εργάζονταν στα σπίρτα στο εργοστάσιο Bryant & May, αποτέλεσε τη σπίθα για τους ανειδίκευτους εργάτες που άρχισαν δειλά δειλά να οργανώνονται. Η σπίθα έγινε φωτιά, όταν ξέσπασε η μεγάλη απεργία στις 14 Αυγούστου 1889 στις προβλήτες του Λονδίνου, και κατέληξε στη νίκη των απεργών.

Οι ανειδίκευτοι εργάτες φρόντισαν ο αγώνας τους να γίνει γνωστός σε κάθε άκρη του Λονδίνου και της Αγγλίας, διαχέοντας την απεργία σε άλλους ανειδίκευτους επίσης κλάδους εργασίας στα λιμάνια. Πικετοφορίες και πορείες ήταν μερικές από τις πρακτικές τους.  Σύντομα, η απεργία έλαβε τον χαρακτήρα της γενικής απεργίας παραλύοντας το Λονδίνο, αναγκάζοντας τους διαχειριστές των προβλητών να υποχωρήσουν στα αιτήματα των εργατών για σταθερούς μισθούς και bonus γρήγορης φορτοεκφόρτωσης.

Η νίκη αυτή αποτέλεσε σταθμό για το βρετανικό εργατικό κίνημα: έθεσε τη βάση για τη δημιουργία ισχυρών συνδικάτων με την εισροή ανειδίκευτων εργατών, διαρρηγνύοντας τον συντεχνιακό συνδικαλισμό. Η νίκη όμως ήταν μεγαλύτερη γιατί έδωσε το μήνυμα σε όλους τους ανειδίκευτους εργάτες της Αγγλίας να πιστέψουν ότι οργανωμένοι μπορούν να κατακτήσουν τα δικαιώματά τους. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: το 1988 750.000 ήταν οι εγγεγραμμένοι σε συνδικάτα, – φυσικά και λόγω της υποτίμησης της ανειδίκευτης εργασίας-. Το 1892 έφτασαν όμως το 1.5 εκατομμύριο μέλη.

Πηγή: http://www.portcities.org.uk/

 

Ακολουθεί το άρθρο του Kropotkin από το Revolution Sociale μετάφραση blackgcat – omnia sunt communia

Kropotkin: Αυτή είναι απεργία (1889)

 

Η απεργία των λονδρέζων λιμενεργατών

 

dockers3

 

Τον Αύγουστο του 1889, οι λιμενεργάτες του Λονδίνου κατέβηκαν σε απεργία. Ο αναρχοκομμουνιστής Peter Kropotkin, αναγνώρισε τη σημασία του γεγονότος, και δημοσίευσε το παρακάτω άρθρο τον Σεπτέμβριο του 1889. Όπως τονίζει ο Kropotkin, οι λιμενεργάτες ήταν οι ανειδίκευτοι εργάτες που οι μαρξιστές και άλλοι σοσιαλιστές της εποχής, θεωρούσαν απίθανο να ενστερνιστούν τον σοσιαλισμό, σε αντίθεση με τους βιομηχανικούς εργάτες που «ενώνονται» υπό το σύστημα της μαζικής παραγωγής. Οι αναρχικοί, αντίθετα, θεωρούσαν όλους τους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους ως επαναστατικό υποκείμενο, συμπεριλαμβανομένων των ανειδίκευτων εργατών, των αγροτών αλλά ακόμα και του λούμπεν προλεταριάτου, των αστέγων και των ανέργων. Ο Kropotkin υποστηρίζει ότι, οι αναρχικοί θα μπορούσαν να πετύχουν πολλά περισσότερα αν συνεργάζονταν με αυτές τις κατηγορίες εργατών και οργάνωναν μια γενική απεργία ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος.

south_side_central_strike_committee9

—————————————————————————————————————————————————

 

Τι είναι απεργία

 

Αναζητούμε μάταια στην πρόσφατη μνήμη μας έστω μία απεργία που να είναι τόσο σημαντική όσο αυτή που ξέσπασε στις προβλήτες του Λονδίνου και συνεχίζεται ακόμη.

Υπήρξαν και άλλες απεργίες, πολλές και πιο βίαιες. Ωστόσο, καμία δεν έφερε τη νοηματοδότηση της επαναστατικής σοσιαλιστικής ιδέας.

 

Καταρχήν, το σοσιαλιστικό κίνημα γεννήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον καλύτερα αμειβόμενων κλαδικών επαγγελμάτων και συγκέντρωσε την ελίτ των εργατών, που πάντα υποτιμούν τα ανειδίκευτα επαγγέλματα (όπως αυτό των λιμενεργατών).  Οι προλετάριοι αρέσκονται στο να αναφέρονται σε αυτούς ως «μάζα χωρίς [ταξική] συνείδηση, ανίκανη να οργανωθεί, εξαθλιωμένη από τη φτώχια».

 

Εμείς γνωρίζουμε ότι είμαστε αντίθετοι με αυτήν την άποψη. Και τώρα αυτοί οι λιμενεργάτες, που δεν μπορούν να μετέχουν στις σοσιαλιστικές συναντήσεις ούτε να διαβάσουν τα κείμενά μας, που όμως βιώνουν την καταπίεση και τη μισούν πιο αυθεντικά από τους καλοδιαβασμένους εργάτες, έρχονται να επιβεβαιώσουν την ουσία της ιδέας αυτών που γνωρίζουν το λαό και τον σέβονται.

 

Απόλυτη αλληλεγγύη κυριαρχεί ανάμεσα στους λιμενεργάτες. Και για αυτούς, το να απεργήσουν είναι πολύ πιο δύσκολο, σε σχέση με τους μηχανικούς ή τους ξυλουργούς.

 

Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ο Tillet, ένας πολύ νέος άνδρας και ασθενικός, να αφιερωθεί για δύο χρόνια και να εργαστεί για την απαρχή της οργάνωσης ανάμεσα στους λιμενεργάτες – την ίδια στιγμή που οι σοσιαλιστές αμφισβητούσαν ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει – μέχρι τη στιγμή που χιλιάδες κλάδοι των εργατών που σχετίζονται με τη φόρτωση των πλοίων, σταμάτησαν τη δουλειά, επιδεικνύοντας συγκινητική αλληλεγγύη.

 

Γνώριζαν καλά ότι για αυτούς η απεργία είναι συνώνυμη της πείνας· αλλά δεν δίστασαν.

Και ήταν μια πείνα απόλυτης φρίκης. Είναι απαίσιο να βλέπει κανείς εξαθλιωμένους άνδρες, ήδη εξαντλημένους από την έλλειψη φαγητού, να σέρνουν τα πόδια τους μετά από μια πορεία 20 χλμ. στο Hyde Park και πίσω, να καταρρέουν, να λιποθυμούν στις πόρτες φθηνών εστιατορίων, όπου σπρώχνονται πλήθη για να λάβουν κουπόνια και σούπα.

Μια απίστευτη οργάνωση, αυθόρμητη γεννήθηκε από τα σπάργανα αυτών των ανειδίκευτων εργατών, που συχνά αποκαλούνται υποτιμητικά ως «κοπάδι» ακόμα και από τους σοσιαλιστές.

 

Εκατοντάδες φυλλάδια μοιράζονταν καθημερινά. Ποσά από 10 έως 30.000 φράγκα συγκεντρώθηκαν σε βοήθεια – το μεγαλύτερο μέρος σε πένες προερχόμενες από εράνους – καταμετρήθηκαν και διανεμήθηκαν. Αυτοσχέδια εστιατόρια στήθηκαν και γέμισαν με φαγητό και άλλα. Και εκτός από τους Tillet, Burns, Mann και Champion, που ήταν ήδη έμπειροι – όλα οργανώθηκαν από τους λιμενεργάτες που πολύ απλά προσήλθαν να βοηθήσουν. Μια μεγάλη οργάνωση, απόλυτα αυθόρμητη.

Είναι μια εικόνα αυτοοργάνωσης κατά την Επανάσταση, μόνο που είναι καλύτερη καθώς είναι ως επί το πλείστων ακηδεμόνευτη.

Περιττό να αναφέρουμε, ότι αν αυτή η μάζα των 150.000 απεργών δεν αισθανόταν ότι η Μπουρζουαζία τώρα είναι ενωμένη και δυνατή, δεν θα εναντιωνόταν ενωμένη σαν μια γροθιά ενάντια στον πλούτο του West-End. Μόνο και μόνο οι συζητήσεις των ομάδων στο δρόμο το δηλώνει απερίφραστα.

 

8hours_labour

 

 

Ωστόσο η απεργία έχει ακόμα μεγαλύτερη επιρροή.

 

Επιβεβαιώνει τη δύναμη της οργάνωσης της μάζας των 150.000 ανδρών από κάθε γωνιά της Αγγλίας, που δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, πολύ φτωχοί για να είναι στρατευμένοι σοσιαλιστές. Ταυτόχρονα, αποδεικνύει με έναν τρόπο που προκαλεί ανατριχίλα στην μπουρζουαζία, το πόσο ένα μεγάλο αστικό κέντρο τελεί υπό το έλεος 200-300 χιλιάδων εργατών.

Όλη η εμπορική δραστηριότητα της Αγγλίας έχει ήδη διαταραχθεί από την απεργία. Η γέφυρα του Λονδίνου, ένα παγκόσμια εμπορικό κέντρο, έχει σιγάσει. Τα πλοία που έρχονται από όλον τον κόσμο, τρέπονται σε φυγή σαν να πρόκειται για μια πόλη δηλητηριασμένη, και κατευθύνονται σε άλλα λιμάνια της Αγγλίας. Εμπορεύματα – βουνό – από νωπό κρέας, φρούτα, φαγητά όλων των ειδών, έρχονται καθημερινά, και σαπίζουν στα πλοία που φρουρούνται από στρατιώτες. Το σιτάρι δεν φτάνει στα μαγαζιά που αδειάζουν κάθε μέρα. Και εάν οι έμποροι κάρβουνου δεν βιάζονταν να ικανοποιήσουν ό,τι ζήτησαν οι μεταφορείς του, τότε το Λονδίνο θα είχε μείνει χωρίς καύσιμο για τη φωταγώγηση των εκατομμυρίων σπιτιών. Θα είχε βυθιστεί στο σκοτάδι, εάν οι εργαζόμενοι στο αέριο, είχαν αφήσει την εργασία τους, όπως είχαν υπονοήσει, αν και είχαν βγει νικητές σε μια απεργία που έλαβε χώρα τον προηγούμενο μήνα. Το Λονδίνο θα είχε μείνει χωρίς κανένα μέσο μεταφοράς, αν ο Burns δεν διέταζε τους οδηγούς των τραμ να παραμείνουν στις θέσεις τους.

 

Η απεργία διαχύθηκε σαν χείμαρρος. Εκατοντάδες εργοστάσια κάθε είδους, μερικά μεγάλα, άλλα μικρότερα, δεν προμηθεύονταν το αλεύρι, το λεμόνι,  την καολίνη, τους ελαιούχους σπόρους, και άλλα, που τους παραδίδονταν καθημερινά, με αποτέλεσμα να έχουν σβήσει τις μηχανές τους, ρίχνοντας στους δρόμους κάθε μέρα νέα μήτρα απεργών.

 

Ήταν η γενική απεργία, το πάγωμα της ζωής αυτού του παγκόσμιου κέντρου εμπορίου, που προκάλεσε η απεργία τριών ή τεσσάρων νευραλγικών κλάδων εργασίας.

 

Και είναι και αυτά τα άρθρα στις εφημερίδες που μυρίζουν τρόμο. Ποτέ η μπουρζουαζία δεν ένιωσε στο πετσί της πόσο υποταγμένη είναι στην εργατιά. Ποτέ οι εργάτες δεν ένιωσαν πόσο είναι ηγέτες της κοινωνίας. Το γράψαμε, το είπαμε. Αλλά η πράξη αυτή καθαυτή έχει μεγαλύτερη επιρροή από το μελάνι! Η πράξη απέδειξε τη δύναμη των εργατών.

 

Ναι αυτοί είναι τα αφεντικά. Και όταν θα έρθει η μέρα, όταν αυτοί οι αναρχικοί που έχουν εξαντληθεί σε κενές συζητήσεις, θα ακολουθήσουν το παράδειγμα του Tillet, -όμως με πιο στέρεες και πιο επαναστατικές ιδέες – , όταν θα έρθει η μέρα που θα εργαστούν μέσα από τους κόλπους των εργατών για να προετοιμάσουν το πάγωμα της εργασίας σε κλάδους που προμηθεύουν τους άλλους, τότε θα έχουν  συμβάλλει περισσότερο στην προετοιμασία της κοινωνικής, οικονομικής Επανάστασης, σε σχέση με όλους τους συγγραφείς, τους δημοσιογράφους και τους εκπροσώπους του σοσιαλιστικού κόμματος. 

 

Μιλάμε συχνά για τη γενική απεργία. Τώρα βλέπουμε ότι για να την πετύχουμε, δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση όλοι οι εργάτες να σταματήσουν την εργασία τους την ίδια ημέρα. Είναι απαραίτητο να μπλοκάρουμε τα προμηθευτικά δίκτυα της μπουρζουαζίας και των εργοστασίων της

 

Peter Kropotkin

La Révolte, 7th September 1889

 

rc3a9volte

 

Αστικές Επιρροές στον Αναρχισμό στο Σήμερα

(από halastor.blogspot.com)

Μετάφραση kostav. Το παρακάτω κείμενο εκδόθηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Μοrtar της ειδικής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης CommonCause που δραστηριοποιείται στον Καναδά. Το αρχικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στοhttp://zabalazabooks.net/2014/07/02/bourgeoisinfluenceonanarchismredux/
Διαβάζοντας κάποιος στον Καναδά τον Λουίτζι Φάμπρι σήμερα, έναν αναρχικό του επαναστατικού κομμουνισμού, είναι πιθανό να διακατέχεται από ένα αίσθημα αυτάρεσκης ικανοποίησης μαζί με μια ανάπαυλα αλαζονικής δυσαρέσκειας. Ο τρόπος με τον οποίο θέτει τις απόψεις του σχετικά με την υποτίμηση της πολιτικής μας παράδοσης είναι ικανή να μας κάνει να πιστέψουμε πως διαβάζουμε τα λόγια ενός ομοϊδεάτη μας, μιας και η πολεμική του μας φαντάζει άκρως σωστή και χιουμοριστική και ιδιαίτερα λόγω του ότι είχε γίνει σχεδόν πριν από ένα αιώνα. Ωστόσο έχουμε πραγματικά “κερδίσει” αυτά τα αυτάρεσκα καταφατικά κουνήματα του κεφαλιού καθώς και τα γέλια τα οποία συνοδεύουν την ανάγνωση του βιβλίου “αστικές επιρροές στον αναρχισμό”; O Φάμπρι ασκεί κριτική στο αυξανόμενο αίσθημα εντός της αναρχικής παράδοσης του δοξασμού των παρανόμων, των βομβιστών και των εκτελεστών των ημερών του. Την οποία βλέπουμε και εμείς να συνεχίζεται μέσω των αντι-οργανωτικών, των πουριτανών του black block, καθώς και πράσινων αντιδραστικών. Όμως είναι αυτές όντως οι σύγχρονες αντίστοιχες αστικές επιρροές εντός τουαναρχισμού;
O Λουίτζι Φάμπρι είναι ένας αναρχικός κομμουνιστής του παρελθόντος, ο οποίος δεν μοιραζόταν μόνο τον επαναστατικό ζήλο και την ίδια γλώσσα με τον σύντροφό του Ερρίκο Μαλατέστα, αλλά επίσης και μια αξιοσημείωτη πολιτική σκέψη και ανάλυση. Το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο του 1917 στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω νομίζουμε πως αρκεί για να αναδείξει την ικανότητα του, καθώς και να δώσει και μια σύντομη περιγραφή για το περιεχόμενο του κειμένου:
“Τα μυαλά των ανθρώπων, ιδίως των νέων, διψάνε για το μυστήριο και το ασυνήθιστο, επιτρέποντας στους εαυτούς τους να παρασυρθούν από το πάθος τους για κάτι το νέο, το οποίο εάν το αναλύσουν ψύχραιμα μετέπειτα από τον αρχικό ενθουσιασμό, σίγουρα θα το απορρίψουν. Αυτή η επιθυμία για νέα πράγματα, αυτό το ριψοκίνδυνο πνεύμα, αυτός ο ζήλος για το ασυνήθιστο, έχει φέρει στον αναρχικό χώρο τους πιο πραγματικά ευαίσθητους ανθρώπους και ταυτόχρονα και τους πιο ξεροκέφαλους και επιπόλαιους, άτομα τα οποία δεν τους απωθεί το παράλογο, αλλά αντίθετα καταπιάνονται με αυτό. Έλκονται από εγχειρήματα και ιδέες ακριβώς επειδή είναι παράλογες, με αποτέλεσμα ο αναρχισμός να γίνεται γνωστός για τον παράλογο χαρακτήρα και την γελοιότητα, τις οποίες  προσέδωσαν στις αναρχικές ιδέες, η άγνοια και οι αστικές διαστρεβλώσεις και συκοφαντίες.”
Η πιο αληθινή μεταφρασμένη λέξη
Σε αντίθεση με την Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, ο αναρχικός χώρος των αρχών του 21ου αιώνα δεν είναι γεμάτος από απεγνωσμένους εκτελεστές-ποιητές ή λαθραίους μυστικούς βομβιστές που απομάκρυναν το προλεταριάτο με τις τολμηρές και βίαιες πράξεις τους. Σήμερα, ο αναρχισμός κουβαλάει όλων των ειδών τους επιτήδειους και πεσιμιστές καταστροφολόγους, τους οποίους οι γείτονες και οι συνάδελφοι μας πιο πολύ θεωρούν ενοχλητικούς παρά φοβούνται. Ίσως να πιάνουμε κιόλας τους εαυτούς μας στις πιο αδύναμες στιγμές μας να φανταζόμαστε νοσταλγικά πως συμμετέχουμε σε κάποια επαναστατική συνωμοσία του παρελθόντος, μιας και κάτι τέτοιο μπορεί να παραβλέψει την σκληρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας όπου έχουμε μπλέξει με ένα εκνευριστικά ορατό τσούρμο των ηλιθίων.
Σήμερα ο απεγνωσμένος τρόμος και η οργή των συνωμοσιολόγων, οι συνταγές της υγείας και της ευζωίας των ψευτοεπιστημόνων ή αντιεπιστημόνων μυστικιστών και οι αφηρημένες θεωρητικές καινοτομίες των ακαδημαϊκών σκοταδιστών αφήνουν τα αντίστοιχα σημάδια τους σε πολλά από τα κινήματα που οργανώνουμε και μέσα σε αυτά που αγωνιζόμαστε ως επαναστάτες. Η πρόθεσή μας με αυτό το άρθρο είναι να μην επιτρέψουμε σε αυτά τα σημάδια να μείνουν ανεξίτηλα, αλλά αντ΄ αυτού να τα διαγράψουμε.
Τα μέλη του τμήματος του Common Cause στο Τορόντο έγιναν μάρτυρες του χάους που δημιουργήθηκε όταν οι τρεις προαναφερόμενες κατηγορίες ανθρώπων βρέθηκαν στο πάρκο του  St. James στο Occupy Toronto. Εκεί βρέθηκαν συνωμοσιολόγοι της 11ης Σεπτεμβρίου και άτομα που χρησιμοποιούσαν τον διαλογισμό ως ένα μέσο αντίστασης όπου είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν για ολόκληρες βδομάδες το μίσος και φόβο τους για την φθορίωση και τα εμβόλια, με διάφορους φοιτητές να παρατηρούν παρά να συμμετέχουν αφού έκαναν τα σχόλια τους σχετικά με τις προοπτικές και τις αποτυχίες του occupy, μιας και αυτό συσχετιζόταν με την ακαδημαϊκή τους έρευνα. Όλα αυτά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του μέσου κάτοικου του Τορόντο στην προσπάθεια του να κατανοήσει το τι σημαίνει οικονομική ανισότητα και διαφθορά, αφήνοντας τον κάτι παραπάνω από μπερδεμένο με την είσοδο του στον χώρο.
Οι αναρχικοί που συμμετείχαν στο  Occupy Toronto δεν τα πήγαν καλύτερα. Η συμπεριφορά μας ήταν η τυπική συμπεριφορά  που έχουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτές τις συγκεκριμένες καταστάσεις. Αμφιταλαντευόμασταν μεταξύ απέχθειας και παρωδίας και μιας αόριστης ιδέας για μια κάποια προοπτική. Επηρεασμένοι από μια κάποια ριζοσπαστική αντίληψη, αποφασίσαμε να δούμε το μέρος ως μια ευκαιρία και αισθανθήκαμε μια υποχρέωση να συμμετάσχουμε σε αυτό. Παρολα αυτά επικρατούσε μια αναποφασιστικότητα, λόγω της δυσκολίας της αναγνώρισης των ιδεών που επικρατούσαν στον χώρο και τελικώς καταλήξαμε να αναπαράγουμε μια προβληματική συμπεριφορά καθώς και αρκετούς διαξιφισμούς. Όπως συμβαίνει συχνά είναι δύσκολο να διαχωρίσεις εντελώς το ποιες ιδέες δεν έχουν καμία προοπτική μεταστροφής και ποιες αξίζουν τον κόπο να καταπιαστείς μαζί τους. Οι θεωρίες συνωμοσίας μερικές φορές αναφέρονται σε πραγματικά ζητήματα οικονομικής εκμετάλλευσης, σε πολέμους και περιβαλλοντολογικά θέματα, ο  ιατρικός μυστικισμός κριτικάρει σωστά την σκευωρία του κράτους και του κεφαλαίου που ελέγχουν σχεδόν ολόκληρη την “κύρια” παγκόσμια ιατρική επιστήμη και η υποτιθέμενη πνευματική πολυπλοκότητα και αυστηρότητα των αριστερών ακαδημαϊκών την οποία προσδίδουν στον εαυτό τους έχει μια κάποια αξία αν την πάρουμε ως ένα πνευματικό ιδανικό στο οποίο όλοι οι επαναστάτες πρέπει να στοχεύουν ως την αυτομόρφωση τους. Παρά τις υποτιθέμενες προοπτικές,  καταλήξαμε ότι οι παραπάνω τρεις κατηγορίες ανθρώπων προσφέρουν μόνο αδιέξοδα.
Όσο ανησυχητική ήταν η εμπειρία μας από την συμμετοχή μας στο Occupy, τόσο και ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός πως γενικά θα πρέπει να κατηγορήσουμε και τους εαυτούς μας για όλη αυτή την κατάσταση. Ενώ η πολεμική του Φάμπρι στρεφόταν προς αυτό το οποίο θεωρούσε ως ένα είδος πνευματικής και στρατηγικής αναπαραγωγής  της αστικής σκέψης πάνω στον αγαπημένο του προλεταριακό αναρχισμό, αυτό το οποίο σήμερα μας απασχολεί είναι οι εσωτερικές συνθήκες. Από πολλές απόψεις, φλερτάρουμε με αυτές τις προβληματικές ιδέες άμεσα, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις το εν λόγω πρόβλημα είναι λιγότερο εμφανές και άμεσο. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα όρκο αίματος- αποκηρύσσοντας τα αλουμινένια καπέλα (στμ με αυτόν τον όρο αναφέρονται ως ένα είδος συμβολισμού των συνομωσιολόγων), τις αντιπαθητικές πολυλογίες,  και την μαγεία – μόνο για να παραμείνουμε στη μέση μια πολιτικής δίνης που συνεχίζει αργά αλλά σταθερά να φέρνει τα αστικά “απόβλητα” προς το μέρος μας.
Σκοπός και έργο μας δεν είναι να αναγνωρίσουμε τα συμπτώματα των (κοινωνικών) παθήσεων μας (τρία εκ των οποίων είναι οι θεωρίες συνωμοσίας, ο γνωσιακός σκοταδισμός και ο μυστικισμός) αλλά να αναγνωρίσουμε την παθογένεια. Δεν βρισκόμαστε απλά στην κατάσταση που επέφερε μια ιστορική διαφωνία ως προς τον ορισμό της αναρχίας και ούτε μόνο καταπιεζόμαστε και καταστελλόμαστε από εξωτερικές δυνάμεις. Έχουμε πλαισιώσει ένα περιβάλλον με τις δικές μας προδιαθέσεις, το οποίο και μπορεί να  ταιριάξει σε αυτούς που μας δίνουν μια περαιτέρω τροφή για σκέψη έστω και μέσω καταστάσεων που θεωρούμε αρνητικές και ανησυχητικές. Είμαστε περιτριγυρισμένοι από άτομα με τα οποία μπορεί να διαφωνούμε, αλλά μοιραζόμαστε κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Η αμφιβολία και η δυσπιστία μας σε αυτό το θέμα μόνο να μας εμποδίσει μπορεί από το να απαλλαγούμε οριστικά από αυτό.
Οπότε, ας μιλήσουμε ξεκάθαρα και ωμά, πώς στο διάολο συνεχίζουμε να ξανακαταλήγουμε εδώ;
I. Σε ποιον αναφερόμαστε;
Για να αποφύγουμε λοιπόν μια αναποτελεσματική αναποφασιστικότητα, πρέπει καταρχήν να δώσουμε μια υπόσταση στις ανησυχίες μας. Στο παρών κείμενο έχουμε αναγνωρίσει την συνωμοσιολογική, την σκοταδιστική και την μυστικιστική σκέψη ως τα βασικά μας ζητήματα προς ενασχόληση. Όμως το να τις χρησιμοποιούμε ως γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να περιγράψουν την κατάσταση απόλυτα δεν θεωρούμε πως είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Εάν η προσέγγιση μας θέλουμε να οδηγήσει στην κατανόηση των εν λόγω ζητημάτων πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα σοβαρά στοχεύοντας στην ανάλυση του περιεχομένου του. Για παράδειγμα όσον αφορά τον ακαδημαϊκό σκοταδισμό δεν αναφερόμαστε στην ανώτερη εκπαίδευση ή την πνευματικότητα, τέτοια άτομα μπορεί να μην έχουν πάει ποτέ στην ζωή τους σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αρκετοί ακαδημαϊκοί όπως ο  Noam Chomsky και ο Ian Hacking έχουν κάνει αρκετές σημαντικές αναφορές στο εν λόγω ζήτημα. Η δική μας ανάλυση δεν πρέπει να εστιάσει τόσο στο ποιοι είναι αυτοί που αναπαράγουν αυτό το είδος σκέψης, αλλά το ποιο είναι το περιεχόμενο της και το τι βρίσκεται πίσω από αυτό.
Κάποια από τα βασικά στοιχεία που θεωρούμε πως το τρίπτυχο συνωμοσιολόγων, σκοταδιστών και μυστικιστών μοιράζεται είναι η άρνηση της εκλογίκευσης, η πεποίθηση πως η απόψεις τους είναι άκρως σημαντικές και η διάδοση τους είναι ό,τι σημαντικότερο μπορούν να κάνουν, η υποστήριξη απόψεων που είναι ταυτόχρονα γενικές και άπειρα ελαστικές, η αντιμετώπιση όσων δεν μοιράζονται τις απόψεις του ως χαζά πρόβατα ή κομφορμιστές, καθώς και η ύπαρξη ενός πέπλου πνευματικότητας και διανοητικότητας το οποίο γρήγορα πέφτει και αντικαθίσταται από μια συναισθηματική και ηθική χειραγώγηση. Εάν μια ιδέα λοιπόν και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται έχει αυτά τα χαρακτηριστικά την συμπεριλαμβάνουμε σε αυτή την κατηγορία ανεξαρτήτως της πηγής της.
Ευφυής Σχεδιασμός
Οι θεωρίες συνωμοσίας προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση σε συγκεκριμένα γεγονότα η οποία να τα ανάγει σε μια γενική αλήθεια σχετικά με την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αρνούμενη την ύπαρξη συμπτώσεων ή δυναμικών ιστορικών συνθηκών, κάθε γεγονός ή αξιοσημείωτο επίτευγμα και εξέλιξη οφείλεται σε μια μεθοδευμένη στρατηγική αυτών που βρίσκονται στην εξουσία. Οι θεωρίες συνωμοσίας συνήθως στηρίζονται σε ερμηνείες ιστορικών γεγονότων βάσει ψευτοεπιστημονικών στοιχείων που υποστηρίζουν υπερφυσικά ή εξωγήινα στοιχεία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που είναι εξίσου συχνό και πιο ανησυχητικό- λόγω των συχνών ρατσιστικών υπαινιγμών του- είναι στοιχεία που συσχετίζονται με αιματική (και άρα βιολογική), εθνική και θρησκευτική γενεαλογία ως βάση της θεωρίας συνωμοσίας. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι ταυτόχρονα μια γενική αλήθεια αλλά επίσης και εντελώς εύκαμπτες, εξορισμού μπορούν να γενικευτούν και να αναπτυχθούν αρκετά ώστε να εξηγήσουν σχεδόν κάθε φυσικό, οικονομικό ή πολιτιστικό γεγονός το οποίοι βάζουν στο μυαλό τους.
Οι θεωρίες συνωμοσίας ανθούν σε έναν κόσμο στον οποίο η εργατική τάξη έρχεται αντιμέτωπη με την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση, τον πόλεμο, τη σεξουαλική βία, τη βαρβαρότητα του νομικού συστήματος, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη διαφθορά και πολλά άλλα. Η τεράστια αποδοχή που οι υποτιθέμενες συνωμοσίες έχουν, εκμεταλλεύεται τον αντίστοιχα μεγάλο φόβο και το μίσος το οποίο μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης αισθάνεται προς την πραγματικότητα που ζει. Βέβαια, ακόμα και οι θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες είναι ενάντιες στο κράτος και το κεφάλαιο το κάνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαστε εκ διαμέτρου διαφορετικοί και ενάντιοι ως αναρχικοί. Οι συνωμοσιολόγοι τείνουν να αντιμετωπίζουν τα άτομα ως μέρη κάποιας ταινίας και όχι ως μέρη μιας διευρυμένης κοινωνικής δομής. Έτσι για παράδειγμα αντί να μιλάνε για αφεντικά που επωφελούνται από τον καπιταλισμό και εργάτες που χάνουν από αυτόν, αναφέρονται σε μυστικές συμφωνίες μεταξύ συγκεκριμένων οικογενειών ολόκληρων γενιών,  ως βασικούς ένοχους και πρωταρχικής σημασίας ζητήματα.
Η απολυτότητα των θεωριών συνωμοσίας και η τάση τους προς την προσωποποίηση, δεν είναι ένα ασήμαντο θέμα. Όσοι πείθονται και εντάσσονται στο κοπάδι των συνωμοσιολόγων τείνουν να πιστεύουν πως το μυστικό το οποίο μόλις έμαθαν είναι υψίστης σημασίας, και γι αυτό η περαιτέρω διάδοση του είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορούν να κάνουν. Με το αναπόφευκτο που δημιουργεί η εμβέλεια της ελίτ, σε συνδυασμό με τον άμεσο έλεγχό της ελίτ πάνω σε όλους τους προηγούμενους αγώνες (ειδικά του κομμουνισμού), η μόνη λύση για τους συνωμοσιολόγους είναι να αφυπνίσουν την κοιμισμένη μάζα (sheeple) προωθώντας την αλήθεια της συνωμοσίας. Αυτή η εμμονή με την συνωμοσία δεν είναι μόνο εκ των πραγμάτων λανθασμένη, αλλά καταστρέφει και τις δυνατότητες για την πραγματική οργάνωση και αφήνει μόνο τον προσηλυτισμό. Μετατοπίζει την εστίαση από τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες- όπως η φτώχεια, η εκμετάλλευση κλπ- σε μια εντελώς ιδεολογική πάλη, στην οποία αποδεικνύει πως η ίδια η συνωμοσία είναι πολύ πιο σημαντική από οποιοδήποτε από τα αποτελέσματά της. Οι συνωμοσιολόγοι μπορεί να ξεκινήσουν κριτικάροντας κάποιες πραγματικές συνθήκες, αλλά αντί να τις θέσουν σε μια πορεία προς έναν αγώνα, παγιδεύονται και οι ίδιοι στην ασταμάτητη  προώθηση των όλο και πιο πολύπλοκων θεωριών συνωμοσίας.
Οι πραγματικοί πιστοί
H εστίαση σε εναλλακτικές μορφές υγείας ως ένα είδος ακτιβισμού έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές εντός της αντιεξουσιαστικής αριστεράς. Το σύστημα υγείας μας σίγουρα απέχει πολύ από το να είναι τέλειο, οι γιατροί σε πολλές περιπτώσεις πιο πολύ βλάπτουν παρά παρέχουν περίθαλψη- μερικές φορές λόγω έλλειψης εμπειρίας ή εξοπλισμού ή ακόμα και αλαζονείας. Και ο κύριος υπαίτιος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η πίεση και ο έλεγχος που ασκείται στο σύστημα υγείας από τις οικονομικές και πολιτικές δομές. Η δηλητηρίαση και παραμόρφωση νεογέννητων μωρών από την συνταγογράφηση του thalidomide (στμ φάρμακο που είχε χορηγηθεί σε αρκετές χιλιάδες εγκύους κατά την δεκαετία του 1950 και στις αρχές του 1960, κυρίως στις δυτικές χώρες και είχε ως συνέπεια τη γέννηση παιδιών με παραμορφωμένα άκρα) και η μόλυνση των παραληπτών αίματος από την υπηρεσία μετάγγισης αίματος του Καναδά, είναι μόνο δυο από τα πολλά παραδείγματα. Η κριτική της σχέσης του κλάδου της ιατρικής με το κεφάλαιο και το κράτος είναι σίγουρα ένα άκρως σημαντικό ταξικό ζήτημα για εμάς, όμως ακριβώς όπως με του συνωμοσιολόγους τα συμπεράσματα που βγάζουν οι μυστικιστές της υγείας είναι “επικίνδυνα”. Οι μέθοδες που χρησιμοποιούν για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους είναι άκρως ελαττωματικές και οι τρόποι με τους οποίους τις προπαγανδίζουν μπορούν να είναι άκρως επιβλαβείς.
Ο ιατρικός μυστικισμός συμπεριλαμβάνει τρεις διαφορετικούς, αν και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενους, τρόπους σκέψης. Ο πρώτος είναι ένα είδος καθαρού μυστικισμού, όπου οι διάφορες πέτρες και κρύσταλλοι που οι διάφοροι μυστικιστές χρησιμοποιούν λειτουργούν με τρόπους που είναι ασύνδετοι με την επιστήμη. Συχνά αυτή αποτελεί κάποιου είδους περιθωριακή θρησκευτική πίστη. Ο δεύτερος αποτελεί ένα ψευτοεπιστημονικό τρόπο σκέψης, συμπεριλαμβάνοντας ιδέες που παρουσιάζονται ως επιστημονικές, αλλά παρέχοντας ελάχιστες και ασταθείς αποδείξεις για την απόδειξη τους. Ενώ ο τελευταίος είναι καθαρά αντιεπιστημονικός και απορρίπτει απόλυτα την επιστήμη βάσει φιλοσοφικών, θρησκευτικών ή πολιτικών λόγων. Σίγουρα αυτές οι απόψεις είναι σε κάποιο βαθμό αλληλεπικαλυπτόμενες- κάποιος που υποστηρίζει αντιεπιστημονικές ιδέες είναι αρκετά πιθανό να ασχολείται με πρακτικές εναλλακτικής ιατρικής επίσης- όμως είναι διαφορετικές μεταξύ τους και η πίστη στην μια δεν συνεπάγεται την πίστη και στις υπόλοιπες. Ως ατομικές επιλογές μπορεί να ακούγονται απλά λάθος, όμως όταν προωθούνται μαζικά στον κόσμο μπορούν να γίνουν επικίνδυνες.
Μεταξύ των πιο ανησυχητικών και αποτελεσματικών τακτικών αυτών των “πραγματικών πιστών” είναι η συναισθηματική και ηθική χειραγώγηση που χρησιμοποιούν στην προσπάθεια προσέλκυσης ατόμων. Οι συνωμοσιολόγοι αναφέρονται σε όσους δεν πιστεύουν στις θεωρίες τους ως πρόβατα, χαζούς κλπ. Οι μυστικιστές της ιατρικής ακολουθούν μια αντίστοιχη ρητορική, όμως η εστίαση τους στις προσωπικές και κοινωνικά πιεσμένες επιλογές κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η εστίαση τους στην μητρότητα και τα παιδιά είναι γεμάτη με τέτοια παραδείγματα, όπου οι περισσότερες από τις επιλογές που οι μητέρες παίρνουν (για τα παιδιά τους) είναι βαθιά χρωματισμένες πολιτικά θετικά ή αρνητικά. Αυτό θέτει μια έντονη και αχρείαστη πίεση στις μητέρες που ανήκουν στην εργατική τάξη, οι οποίες ενώ ήδη υπόκεινται την εργασιακή εκμετάλλευση και βρίσκονται και κοινωνικά περιορισμένες και μερικές φορές περιθωριοποιημένες σε αυτόν τον ρόλο, πλέον υπόκεινται και μια αμφισβήτηση ως προς την φροντίδα που παρέχουν στα παιδιά τους. Όταν κάποιες πράξεις που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη των παιδιών των οποίων η αναγκαιότητα είναι ένα ανοικτό υπό συζήτηση θέμα, όπως ο θηλασμός και η “φυσική” γέννα, γίνονται ηθικές προσταγές, η ηθική των μητέρων που δεν μπορούν να παρέχουν αυτές τις πράξεις τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η ενοχή και οι τύψεις γίνονται ένα όργανο καταναγκασμού από τους μυστικιστές για να επεκτείνουν την επιρροή τους, φορτίζοντας διάφορες επιλογές με ένα ηθικό βάρος που καμία μητέρα δεν θα έπρεπε να έχει.
Οι εκστρατείες ενάντια στον εμβολιασμό προσφέρουν ένα κατεξοχήν παράδειγμα των ολέθριων συνεπειών που μπορούν αυτές οι ιδέες και πρακτικές να έχουν σε κοινότητες της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με μια έρευνα στην Αγγλία που έγινε το 2007 οι εκστρατείες ενάντια στον εμβολιασμό οργανώνονται κυρίως από άτομα που είναι αναμειγμένα με τον ακτιβισμό σε ζητήματα όπως τα μεταλλαγμένα τρόφιμα (GMO), την εναλλακτική ιατρική κλπ. Το εν λόγω έρχεται σε αντίθεση με τις περισσότερες ομάδες που εστιάζουν σε κάποιες μεταρρυθμίσεις στην υγεία, και συνήθως αποτελούνται από γονείς που θεωρούν πως κάποιο εμβόλιο είχε κάποια αρνητική επίπτωση στα παιδιά τους. Οι ακτιβιστικές ομάδες που εναντιώνονται στους εμβολιασμούς θεωρούν πως η επιλογή του εμβολιασμού πρόκειται για μια υποταγή στους γιατρούς και την κυβέρνηση, που προέρχεται από την τυφλή εμπιστοσύνη προς αυτούς χωρίς να παίρνουν στα σοβαρά την υγεία των παιδιών τους και όντας οι ίδιοι “πρόβατα”. Η άρνηση στον εμβολιασμό νοείται ως μια μορφή αντίστασης, δύναμης και αμφισβήτησης της εξουσίας. Αυτή η διχοτόμηση μεταξύ των “προβάτων” και των “σκεπτόμενων” μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη των συνωμοσιολόγων, και αν και μπορεί να το αντιλαμβάνονται κάπως διαφορετικά, και με αυτή των ακαδημαϊκών σχετικά με τους αμόρφωτους απλούς ανθρώπους που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να φτάσουν το υποτιθέμενο υψηλό επίπεδο της ακαδημαϊκής τους σκέψης. Οι ακτιβιστές που εναντιώνονται στους εμβολιασμούς βλέπουν την θεωρία των μικροβίων (στμ. βασική ιατρική θεωρεία της δυτικής επιστήμης σχετικά με τον τρόπο μόλυνσης μέσω μικροοργανισμών) αρνητικά, τάσσονται υπέρ μιας εναλλακτικής “ολιστικής” ιατρικής.
Βέβαια η εν λόγω στάση έχει αποβεί εντελώς ανθυγιεινή. Τα ποσοστά των εμβολιασμένων ανθρώπων έχουν πέσει σε αρκετά μέρη της Ευρώπης και της β. Αμερικής, έχοντας ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα θανατηφόρων ασθενειών όπως κοκίτη και ιλαρά. Το ακόμα πιο επίφοβο είναι πως το γεγονός πως αυτές οι ασθένειες είναι και πάλι ενεργές δημιουργεί τον κίνδυνο μετάλλαξης μικροβίων που θα είναι ανθεκτικά στα εμβόλια, θέτοντας έτσι το σύνολο του πληθυσμού σε κίνδυνο. Η ζημιά την οποία τα κινήματα εναντίον των εμβολιασμών προκαλούνε είναι εντελώς πραγματική και υλική, ενώ οι σκοποί του είναι εντελώς μη υλικοί και ηθικοί. Το ίδιο βέβαια ισχύει για πολλές εναλλακτικές πρακτικές ιατρικής, οι οποίες είτε έμμεσα είτε άμεσα έχουν προκαλέσει τον θάνατο σε ανθρώπους, επιλέγοντας τις εν λόγω πρακτικές ιατρικής αντί των συμβατικών μεθόδων θεραπείας.
Η φτώχεια και η ταξική θέση είναι οι πλέον καθοριστικοί παράγοντες της υγείας, έτσι λοιπόν οι αντιεξουσιαστές ακτιβιστές θα έπρεπε να εστιάσουμε τις ενέργειες μας σε αυτούς ακριβώς τους παράγοντες. Αυξάνοντας την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε μετανάστες, ανέργους, αδήλωτους εργαζόμενους, προωθώντας την ιατρική που στηρίζεται στην τεκμηρίωση κλπ, όπως πχ εκπαιδευμένες μαίες που μπορούν να βοηθήσουν τις μελλοντικές μητέρες στη γέννα και στην υγεία τους, ή πχ στην δωρεάν οδοντιατρική ή φυσιοθεραπευτική περίθαλψη. Αντί αυτού, βλέπουμε τους αναρχικούς που ενδιαφέρονται με τα ζητήματα της υγείας, να λαμβάνουν μια εκ διαμέτρου διαφορετική, και κάπως τρομακτική στροφή, ασκώντας σε μικρές συλλογικότητες τον βελονισμό και την μαιευτική απορρίπτοντας οποιαδήποτε σύγχρονη πρακτική. Αναπαράγοντας μια επικριτική και πατερναλιστική στάση που ασκώντας έντονη κριτική σε εκείνους των οποίων η προσωπική υγειονομική περίθαλψη δεν είναι “φυσική”, ούτε εναλλακτική, και όπως έχει κατά κάποιο τρόπο έρχονται να δείξει, όχι επαναστατική. Αντιγράφοντας τις επικριτικές και πατερναλιστικές συμπεριφορές που ασκούν κριτική σε όσους δεν επιλέγουν μια ιατρική περίθαλψη που να είναι “φυσική”, ή εναλλακτική, και όπως οι ίδιοι έχουν κατά κάποιον τρόπο επιδείξει, επαναστατική.
Οι φλύαροι πολυλογάδες
Ο σκοταδισμός αναφέρεται στην διαδικασία κατά την οποία κάποιος εσκεμμένα παρεμποδίζει την δημοσιοποίηση κάποιων γεγονότων πάνω σε ένα ζήτημα, είτε ενημερώνοντας μόνο μερικώς τους ενδιαφερόμενους είτε παρουσιάζοντας τα πράγματα με έναν σκόπιμα ασαφή τρόπο. Η συγκεκριμένη στάση είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο στους κύκλους των αριστερών ακαδημαϊκών και προφανώς μας βρίσκει εντελώς ενάντιους. Για να είμαστε λίγο πιο σαφείς με την κριτική μας πάνω στους ακαδημαϊκούς, δεν απορρίπτουμε γενικά την ανώτερη εκπαίδευση. Δεν αναφερόμαστε στις προσπάθειες ανάλυσης και κατανόησης των συνθηκών της εργατικής τάξης που μπορεί να γίνονται στα πλαίσια κάποια ακαδημαϊκής (ή και όχι) μελέτης, άλλα ούτε ακόμα και στην χρήση ενός πιο σύνθετου και μερικές φορές δυσνόητου λεξιλογίου που υπάρχει στην ακαδημία, μιας και η χρήση τεχνικών όρων είναι απαραίτητη σε αρκετά πεδία και αν αυτοί οι όροι είναι απαραίτητοι για την έκφραση μιας ιδέας, τότε δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε την χρήση τους. Για να παραφράσουμε τον Τσόμσκι, δεν είμαστε ενάντιοι της θεωρίας αλλά της πόζας και της προσπάθειας επίδειξης. Η αντίθεση μας βρίσκεται απέναντι σε θεωρίες που παρουσιάζονται ως θεωρίες με άκρως επαναστατικό περιεχόμενο, αλλά συνήθως έχουν έστω και το ελάχιστο περιεχόμενο.
Πολλά στοιχεία του ακαδημαϊκού σκοταδισμού και της ασάφειάς του έχουν αναλυθεί και συζητηθεί σε διάφορα ακαδημαϊκά πεδία. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχει παίξει ο μεταμοντερνισμός με την προώθηση της σχετικότητας όλων των ιδεών και θεωριών. Έτσι ο ακαδημαϊκός σκοταδισμός προωθεί ουσιαστικά την ιδέα ότι ο λόγος και η έκφραση των ιδεών είναι πολύ σημαντικότερος από την υλική πραγματικότητα στην οποία αυτές οι ιδέες απευθύνονται και συνδέονται, με αποτέλεσμα οι ιδέες να μην χρειάζεται να συσχετίζονται με τίποτα απολύτως. Αυτή είναι και η σημασία του όρου του σκοταδισμού, δηλαδή πως αυτές οι ιδέες εκφράζονται με τρόπους που κάνουν το περιεχόμενο τους σχεδόν ακατανόητο. Εντός της επιστημονικής κοινότητας έχουν υπάρξει κατά καιρούς αρκετές συζητήσεις σχετικά με την σχετικότητα των επιστημονικών θεωριών. Στο βιβλίο του “TheSocialConstructionofWhat” ο Ιan Hacking εξετάζει το πως η ιδέα ενός κοινωνικού κατασκευάσματος, η οποία έχει μια δυνητική αξία στο να βοηθήσει τους καταπιεσμένους να αντιληφθούν πως οι συνθήκες της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης τους δεν είναι φυσικές, έχει εφαρμοστεί τόσο ευρέως τόσο στις κοινωνικές όσο και στις φυσικές επιστήμες που έχει πλέον χάσει αρκετό μέρος από την χρήση και την σημασία του. Αντί να είναι ένα εννοιολογικό πλαίσιο που χρησιμοποιείται για να διευρύνει την πολιτική μας, η φράση πως κάτι είναι κοινωνικό κατασκεύασμα χρησιμοποιείται πλέον για να τερματίσει μια συζήτηση και η έννοια αυτής της φράσης σπάνια αναλύεται ή αμφισβητείται.
Ο ακαδημαϊκός σκοταδισμός βασίζεται τόσο έντονα στην εξειδικευμένη γλώσσα του και τις ιδέες του, που συνήθως είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει κατανοητός από άτομα που δεν έχουν το ίδιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Η προώθηση, καθώς και η δυσφήμιση συγκεκριμένων ακαδημαϊκών ρευμάτων μέσω παράδοξων και προκλητικών επιχειρημάτων, έχει γίνει μια δοκιμασμένη και πραγματική μέθοδος ικανοποίησης της ανταγωνιστικής παρόρμησης που έχει δημιουργηθεί εντός της ακαδημίας. Συχνά αυτό παρουσιάζεται ως ένα είδος επιμέλειας, αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εντελώς ασταθής. Οι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται πως έχουν υψηλά στάνταρτς στην δουλειά τους, και προσεγγίζουν τα πράγματα από ένα πιο πνευματικό πλαίσιο στα κείμενα και τις παρουσιάσεις τους, όμως τείνουν να καταφεύγουν στην συναισθηματική χειραγώγηση όταν οι ιδέες τους αμφισβητούνται έξω από τους επίσημους θεσμικούς τους χώρους.
Για να το θέσουμε απλά, οι ιδέες τους συχνά έχουν εντελώς σαθρές βάσεις και όταν αυτές οι ιδέες αμφισβητούνται, δεν έχουν τίποτα πραγματικό να απαντήσουν. Και αυτές οι ιδέες αμφισβητούνται συχνά. Ένα κατεξοχήν παράδειγμα αυτής της κατάστασης μπορούμε να βρούμε στις περιπτώσεις που αριστεροί ακαδημαϊκοί εισέρχονται σε οργανωμένους χώρους. Η πολυπλοκότητα των ιδεών τους προφανώς δεν μπορεί να έχει κάποια απήχηση στον κόσμο. Οι ίδιοι είναι ανίκανοι να εξηγήσουν τις ιδέες τους σε κάποιον που δεν έχει το ακαδημαϊκό τους υπόβαθρο και προφανώς όχι επειδή οι συνομιλητές τους είναι ηλίθιοι, αλλά επειδή αν ο συνομιλητής δεν είναι εντελώς εξοικειωμένος με την ακαδημαϊκή ορολογία κλπ οι ιδέες που ακούει δεν βγάζουν το παραμικρό νόημα. Έτσι αρκετοί ακαδημαϊκοί καταλήγουν να κατηγορούν τους υπόλοιπους ως σεξιστές ή ρατσιστές, προσπαθώντας να τους χειραγωγήσουν στο να πιστεύουν πως είναι ανίκανοι να καταλάβουν ή να υποχωρήσουν στα λεγόμενα των ακαδημαϊκών.
Το πρώτο βήμα…
Είναι να αναγνωρίσουμε και να παραδεχτούμε πως έχουμε ένα πρόβλημα. Όχι απλά πως υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά πως έχουμε εμείς ένα πρόβλημα. Μπορεί να μην βλέπουμε την οποιαδήποτε ιδεολογική συγγένεια με αυτούς που πιστεύουν και φοβούνται τους “ψεκασμούς”, με γονείς που οργανώνουν “πάρτυ” ιλαράς και άλλων μεταδοτικών ασθενειών για τα παιδιά τους ως εναλλακτική στα εμβόλια ή με τους συγγραφείς μαρξιστικών εξετάσεων της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στο Jersey Shore (στμ αμερικάνικο ριάλιτι), όμως αυτοί σίγουρα μας βλέπουν ως συνοδοιπόρους τους. Ούτε οι συνωμοσίες ούτε οι συμπτώσεις μπορούν να εξηγήσουν αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο. Οι συμπεριφορές και οι κατευθύνσεις μας θα πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση εάν τελικώς δημιουργούν μια οικειότητα προς αυτούς που μας απωθούν.
Στον Εξτρεμισμό
Μπορούμε ειλικρινά να πούμε πως ο τρόπος που οργανωνόμαστε δεν τείνει μερικές φορές προς μια πιο σοβαρή και “ριζοσπαστική” επίδειξη; Η ιστορικά σωστή άρνηση μας προς οποιονδήποτε ταξικό αγώνα που συνεργάζεται με το κεφάλαιο και το κράτος, φαίνεται να μας έχει δημιουργήσει μια καχυποψία προς οτιδήποτε δεν μοιάζει ως μια πράξη που να κατευθύνεται εντελώς προς τα άκρα. Αυτή η ανησυχία μπορεί να γίνει ακόμα και πρωταρχικό μας μέλημα και ζήτημα. Ανεξάρτητα από την εκάστοτε δράση ή την πιθανή επιτυχία, μπορούμε πάντα να καταφύγουμε σε μια τακτική αξιολόγηση μέσω μιας λυδίας λίθου (litmus test) που προσμετράει την “ριζοσπαστικότητα” της.
Οι μορφές του εξτρεμισμού δεν απεικονίζουν μόνο τις δράσεις μας αλλά και τα επιχειρήματα μας επίσης. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάποια κατηγορία ή λεκτική επίθεση από κάποιο μέλος αριστερής οργάνωσης ή κόμματος, μπορεί να βρεθούμε στην “’ένοχη” θέση να καταφύγουμε σε κάποια υπεραριστερή θέση, μόνο και μόνο για να σιγουρευτούμε πως κανείς δεν θα παρεξηγήσει τις αξεπέραστες διαφορές ανάμεσα σε εμάς και την “αριστερά”. Με αποτέλεσμα να δίνουμε μια κάποια αξιοπιστία στην “υπεραριστερά” ως κάτι το υποτιμητικό που περιγράφει κάποιο τρόπο και μέσο μιας ανώριμης αντιδραστικής κατεύθυνσης. Έτσι πολλές φορές οι πολιτικές μας γίνονται ριζοσπαστικές απλά για χάρη του ριζοσπαστισμού, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν να παρουσιάσουν πραγματικά ριζοσπαστικά επιχειρήματα που θα προσφέρουν και ανάλογα συμπεράσματα. Τα συνθήματα μας πολλές φορές φτάνουν στο σημείο να εκφράζουν θέσεις που είναι πολύ μακρύτερα από ό,τι οι ιδέες μας θα μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις. Με αποτέλεσμα οι τακτικές μας στην συνέχεια να προσπαθούν να πραγματώσουν τα εν λόγω συνθήματα σε πράξεις. Όταν για παράδειγμα η ανεξαρτησία μας από την εργατική γραφειοκρατία δεν αποτελεί αποτέλεσμα κάποιου συμπεράσματος και καταντάει να είναι απλά μια καταναγκαστική τάση, τότε υποπίπτουμε στην διανοητικά οπισθοδρομική σφαίρα του φανατισμού.
Αρετή & Αχρειότητα
Δεν είμαστε και τόσο πολύ ενάρετοι, επίσης; Με την απόλυτη προσήλωση μας σε δράσεις που είναι ενδεικτικές της τόλμης, η ταξική μας θέση, ταυτότητα και η επαναστατική μας παράδοση, γίνονται οι οριοθετήσεις της αρετής μας. Οι τρόποι με τους οποίους διαχωρίζουμε τους φίλους από τους εχθρούς είναι σπάνια όσο διακριτοί και διακριτικοί νομίζουμε και ίσως όχι όσο πολιτικοί θα θέλαμε να πιστεύουμε. Αισθανόμενοι συχνά διχασμένοι ανάμεσα στις επιλογές του τι είναι αρκετά ριζοσπαστικό ή μη, αποτυγχάνουμε να σκεφτούμε το τι είναι πραγματικά λογικό, ειλικρινές, σωστό κλπ. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο αναρχισμός να παύει να είναι ένα συμπέρασμα στο οποίο έχουμε καταλήξει, και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια αρετή που πρέπει να τηρήσουμε πάση θυσία. Ο αναρχικός επαναστάτης πρέπει να “τοποθετήσει την σημαία του” μεταξύ του κενού ανάμεσα στον φανατικό και τον θεωρητικό σοφιστή. Αυτό βέβαια απαιτεί σεβασμό, στοχασμό, ειλικρίνεια, καθώς και συνεργασία με όσους είναι με το μέρος μας, τις (αναρχικές) μας οργανώσεις, την αριστερά και ίσως πιο σημαντικά από όλα, την τάξη μας γενικότερα.
Σίγουρα κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να διατηρηθεί απόλυτα και μερικές φορές είναι ακόμα και εξαντλητικό. Όταν η κατάσταση φαίνεται κρίσιμη και σοβαρή, ένα ηθικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (στμ στα αγγλικά zero sum game και αναφέρεται σε μια υποκατηγορία των προβλημάτων που προϋπαντιούνται στην θεωρία παιγνίων, στα οποία δυο ή περισσότεροι παίκτες έχουν μια σειρά από πιθανές στρατηγικές και σκοπός τους είναι να επιλέξουν αυτήν που θα τους αποκομίσει το μέγιστο όφελος. Σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος η δομή των επιλογών είναι τέτοια που οι παίκτες δεν μπορούν να επιλέξουν κάποια τακτική μεταξύ τους συνεργασίας)  μπορεί να φαίνεται δελεαστικό να το παίξει κανείς. Το να παίξει κανείς ένα τέτοιο παιχνίδι είναι μια ανοικτή πρόσκληση σε όλους όσους χρησιμοποιούν την ηθική χειραγώγηση ως πολιτικό τους μέσο και την υποκριτική διαπόμπευση ως μέσο αγώνα τους.
Άσκοπη απλουστευτικότητα- Ατελείωτη Προσαρμοστικότητα
Δεν μπορούμε επίσης να πούμε πως διατηρούμε και μια εξαγνισμένη μορφή του αναρχισμού μας, η οποία μας φαντάζει ως κάτι το αναγκαστικά επαρκές σχετικά με όλες τις ταξικές μας ανησυχίες; Ως “αναρχικοί του ταξικού αγώνα” μπορεί πολλές φορές να βρεθούμε ένοχοι στο ότι κρατάμε μια στάση η οποία απλά υπερασπίζεται αυτές τις ακλόνητες αξίες,  καθώς και όλες τις περικλειόμενες εφαρμογές, του δικού μας “ταξικού αγώνα”. Μια πολιτική στάση που μπορεί συχνά να χρεωθεί με επίμονες αναγωγικές και απλουστευτικές ιδιότητες. Αποικιοκρατία; Ταξικός Αγώνας. Ανεργία; Ταξικός Αγώνας. Έμφυλη βία; Ταξικός Αγώνας. Μη επαρκής απάντηση; Προφανώς μιλάς με κάποιον lifestyle αναρχικό, προχωρά παρακάτω.
Mια τέτοια είδους ακαμψία μας αφήνει περιθώρια για δράσεις και δημιουργικότητα ενός πολύ επιφανειακού τύπου, που γενικά υπαγορεύεται από την προαναφερόμενη επιχειρηματολογία. Μπορεί να ενστερνιζόμαστε την διαθεματικότητα ως μέσο έκφρασης και στοχασμού της ταξικής μας πολιτικής, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να δράσει για εμάς (παρόλο που δεν είμαστε μόνοι σε αυτό) ως μια βιτρίνα για την συνέχιση της απλούστευσης της ταξικής ανάλυσης. Και σίγουρα δεν εύκολο να βρούμε τις κατάλληλες ισορροπίες έτσι ώστε να μην καταλήξουμε με τα αντίθετα αποτελέσματα. Τα οποία αντίθετα αποτελέσματα απαιτούν να έχουμε μια περιστασιακή ρητορική φανφάρα, συναισθηματική επίκληση, μια διαστρεβλωτική επιχειρηματολογία και μια κατάλληλη αλυσίδα γεγονότων που θα κρύψουν την ρηχότητα του. Αυτές οι δεξιότητες δεν είναι ούτε πνευματικές ούτε διανοητικές, αλλά ένα φτηνό τρικ, το οποίο το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι απλά ανούσιες συζητήσεις σε μπαρ με φοιτητές κοινωνικών επιστημών σχετικά με το πόσο πολύπλοκο κοινωνικά ήταν το Wire (αμερικάνικη κοινωνική σειρά). Ωστόσο τίποτα πέρα από αυτό. Όταν εμείς οι ίδιο προσαρμόζουμε τους εαυτούς μας στα εμπορεύματα του ακαδημαϊκού ψευτοπολιτικού οπορτουνισμού, θέτουμε τις βάσεις για ένα κίνημα το οποίο δεν διαφέρει και πολύ από τους διάφορους ενοχλητικούς πλασιέδες.
Ο πραγματικός στοχασμός και η ευφυΐα παράγει συμπεράσματα. Ίσως πολύπλοκα συμπεράσματα, αλλά πάραυτα συμπεράσματα. Η ανάλυση μας πρέπει να είναι πραγματοποιήσιμη. Πολλά από όσα γράφονται στην επαναστατική θεωρία σήμερα δεν αποσκοπούν σε πράγματα που μπορούμε να εφαρμόσουμε στην πράξη, αλλά σε ό,τι μπορεί πνευματικά να αναλυθεί, με σκοπό την επιβεβαίωση του ενός μέρους σε κάποια ιδεολογική διαμάχη συνήθως μέσω μπερδεμένων επιχειρημάτων, πράγμα που αποτελεί μια άσκοπη κατεύθυνση την οποία και πρέπει να βλέπουμε ως κάτι το οπισθοδρομικό με το οποίο δεν θέλουμε να έχουμε κάποια σχέση.
II. Για ποιους θα έπρεπε να μιλήσουμε
Αυτές οι μορφές σκέψης δεν εμφανίζονται από το πουθενά και αυτό που τις κάνει ελκυστικές είναι το γεγονός πως αναγνωρίζουν πραγματικά προβλήματα όπως ο πόλεμος, η οικονομική ανισότητα, η πολιτική διαφθορά, οι περιβαλλοντολογικές κρίσεις, η καταστολή και οι φυλακές, η κουλτούρα, η υγεία κλπ. Επιπρόσθετα μπορούν να αναγνωρίσουν σωστά πως υπάρχει μια σχέση μεταξύ αυτών των ζητημάτων και στο πως αυτά αναπαριστούνται με την πάροδο του χρόνου και κατά μήκος της υφηλίου. Συχνά το πρόβλημα δεν βρίσκεται αναγκαστικά στον αναγνωρισμένο σκοπό ή ζήτημα, αλλά στην φύση των σχέσεων των οποίων και αναγνωρίζουν. Οι συνωμοσιολόγοι έχουν την τάση να εστιάζουν σε ατομικές, διαπροσωπικές συνδέσεις οι οποίες και κάνουν τις θεωρίες συνωμοσίας πολύ πιο γαργαλιστικές, ενώ επίσης συνήθως προσάπτουν και διαβολικές προθέσεις στα άτομα τα οποία επιδεικνύουν ως υπαίτιους της εκάστοτε συνωμοσιολογίας. Μια δομική ανάλυση αντιθέτως εστιάζει κυρίως στους συστημικούς παράγοντες που προκαλούν τις εκάστοτε συνθήκες. Στην ουσία εστιάζοντας στην λογική που υπάρχει πίσω από αυτά τα ζητήματα και όχι στις εκάστοτε κακοπροαίρετες προθέσεις.
Συχνά μπορεί να αγνοήσουμε παραδείγματα αγώνων που διεξήχθησαν από την τάξη μας και αμφισβήτησαν ευθέως και άμεσα τις συνθήκες τις οποίες οι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως υποδεικνύουν, μεταξύ αυτών είναι ο περιβαλλοντικός ρατσισμός (στμ πρόκειται για την συνήθη κρατική πολιτική περιθωριοποίησης κοινοτήτων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων εκθέτοντας τους σε άμεσους κινδύνους υγείας μέσω της υποτίμησης του περιβάλλοντος που ζουν, πχ μέσω της εγκατάστασης ΧΥΤΑ στην περιοχή τους, βλέπε Κερατέα), το φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα κλπ. Στα προαναφερόμενα παραδείγματα υπάρχει άμεσα η συντονισμένη δράση του κράτους και του επιχειρηματικού τομέα, ενώ επίσης τα κοινωνικά κατασκευάσματα της φυλής, του φύλου, της σεξουαλικότητας και της αναπηρίας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες. Αυτές οι οργανωτικές επιτυχίες επιτεύχθηκαν από τους άμεσα επηρεαζόμενους  -με την κατανόηση της πολυπλοκότητας της κατάστασης τους, αλλά και της σημαντικότητας της- ενώ οργανώθηκαν άμεσα ενάντια στους στόχους τους.
Το φοιτητικό κίνημα του  Quebec του 2012, το οποίο οργάνωσε τους φοιτητές γύρω από τις υλικές τους συνθήκες, αποτελεί ένα παράδειγμα του τρόπου συμμετοχής στην οργάνωση του πανεπιστημιακού χώρου. Ο ακτιβισμός του HIV/AIDS στις δεκαετίες του 1980 και 1990 δείχνει το πως παρά το γεγονός της ύπαρξης θεωριών συνωμοσίας, ιατρικού μυστικισμού, συνεργασίας  φαρμακευτικών και κυβερνήσεων, κοινωνικού στιγματισμού, καθώς και μιας πραγματικά καταστροφικής και θανατηφόρας ασθένειας, κάποιοι ακτιβιστές κατάφεραν εντός όλου αυτού του πλέγματος να παράγουν μια ισχυρή ανάλυση και στρατηγική και να καταφέρουν κάποιες σημαντικές νίκες.
Η Σχολική Αίθουσα του Ταξικού Αγώνα
Οι εμπειρίες του κόσμου με το πανεπιστήμιο είναι αρκετά διαπαιδαγωγικές σχετικά με τις πολιτικές τους αντιλήψεις και την ανάλυση της πραγματικότητας τους, καθώς επίσης και με τον μελλοντικό τους ακτιβισμό. Γι αυτό και θα έπρεπε να ασχοληθούμε με το τι αντίκτυπο έχει αυτό στην αριστερά και στον χώρο μας, ειδικότερα βάση του γεγονότος πως το 34% της νεολαίας της εργατικής τάξης φτάνει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σύμφωνα με μια έρευνα του 2009 του Queen’s University. Θεωρούμε πως το πανεπιστήμιο πρόκειται όντως για ένα μέρος διαπαιδαγώγησης τόσο λόγω του σχηματισμού ιδεών και συνολικά εμπειριών -οι οποίες συχνά συμπεριλαμβάνουν και part-time δουλειές, υπέρογκα δάνεια και χρέη καθώς και πολύ περιορισμένες προοπτικές εργασίας μετά την αποφοίτηση.
Οι ακαδημαϊκοί σκοταδιστές συνήθως παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο εδώ, οι φοιτητές των ανθρωπιστικών επιστημών διδάσκονται θεωρίες που αμφισβητούν τον καπιταλισμό και την καταπίεση, αλλά με έναν πολύ αφηρημένο τρόπο. Το είδος της ριζοσπαστικότητας που διδάσκουν αυτοί οι ακαδημαϊκοί έχει να κάνει με την δημιουργία μιας επιθετικής επιχειρηματολογίας για την ιδεολογική νίκη σε έναν διάλογο και σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με την πολιτική της καθημερινής πραγματικότητας. Αυτή η εκδοχή της ριζοσπαστικότητας είναι κατάλληλη μόνο για ακαδημαϊκή χρήση και σε καμία περίπτωση για νεαρούς ενήλικες της εργατικής τάξης που πρόκειται να αποφοιτήσουν και να εγκαταλείψουν τον ακαδημαϊκό χώρο.
Η φοιτητική απεργία στο  Quebec του 2012 αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα του πως οι άνθρωποι μπορούν να ριζοσπαστικοποιηθούν μέσω των αγώνων τους οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα τις ζωές τους και έχουν ένα άμεσο υλικό αντίκτυπο σε αυτές. Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να επαναστικοποιήσουμε την κοινωνία μόνο μέσω της συζήτησης και της θεωρητικής προσέγγισης.  Η φοιτητική απεργία στο  Quebec ξεκίνησε ως απάντηση στην αύξηση των διδάκτρων την οποία ήθελε να επιβάλει η φιλελεύθερη τοπική κυβέρνηση. Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια και στα κολέγια αποφάσισαν να κατέβουν σε απεργία μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, η οποία απεργία διήρκεσε 8 μήνες, μέχρι που η φιλελεύθερη τοπική κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει πρόωρες εκλογές τις οποίες και έχασε. Πέραν της εκλογικής πολιτικής διαδικασίας, οι φοιτητές έμαθαν πολλά περισσότερα σχετικά με την άμεση δημοκρατία, τον ριζοσπαστικό αγώνα, την αλληλεγγύη, καθώς και τις επαναστατικές ιδέες μέσω αυτού του δικού τους αγώνα, πράγματα που προφανώς δεν θα μπορούσαν να διδαχτούν ποτέ μέσω των θεωρητικών ακαδημαϊκών τους βιβλίων. Ενώ αρκετοί ακαδημαϊκοί έκαναν αμφιλεγόμενα και ασαφή σχόλια στην κριτική τους πάνω στο φοιτητικό κίνημα του Quebec σχετικά με την υποτιθέμενη μη επισήμανση της λευκής υπεροχής και πατριαρχίας εντός της απεργίας, σε καμία περίπτωση δεν παρέθεσαν το παραμικρό παράδειγμα για το πως οι απεργοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα.
Η Association pour une solidarité syndicale étudiante (ASSÉ, Ένωση για μια συνδικαλιστική φοιτητική αλληλεγγύη) δημιούργησε την  Coalition large de l’Association pour une solidarité syndicale étudiante (CLASSE, Ευρύς Συνασπισμός της ASSÉ) για την αντιμετώπιση μελλοντικών αυξήσεων στα δίδακτρα, έχοντας δομηθεί έτσι ώστε να μπορέσουν να αντισταθούν σε κάποια μελλοντική οικονομική επιβολή η οποία θα επηρέαζε όλους τους υπάρχοντες και μελλοντικούς φοιτητές στο Quebec. H πορεία αυτού του αγώνα θα έβλεπε την  CLASSE να γίνεται ο βασικός φορέας όχι μόνο των δημοκρατικών φοιτητικών κινημάτων που συμμετείχαν σε άμεσους αγώνες, αλλά και σε αγώνες ενάντια στην βίαιη καταστολή όλων των κινημάτων γενικότερα. Η CLASSE δεν δομήθηκε με τρόπο ώστε να συμμετάσχει σε παρεκβατικούς αγώνες με προνόμια. Εάν κάτι τέτοιο είχε συμβεί τότε θα κατέληγε κατά πάσα πιθανότητα να είναι κάτι σαν τις φοιτητικές οργανώσεις που υπάρχουν στο Ontario, οι οποίες είναι ομάδες που συσπειρώνονται γύρω από ασαφείς αρχές, παρά γύρω από μια πρόθεση να αγωνιστούν με σοβαρότητα και πάθος. Αναμφισβήτητα, οι συμμετέχοντες και στους δυο αυτούς τύπους οργανώσεων θα ριζοσπαστικοποιούνταν μέσω της συμμετοχής τους σε αγώνες, ενώ επίσης θα ριζοσπαστικοποιούνταν και οι πολιτικές τους αντιλήψεις σχετικά με το τι είναι κατάλληλο για μελλοντικούς αγώνες. Η πρώτη περίπτωση οργάνωσης θεωρούμε πως αποτελεί μια προσέγγιση που εκπαιδεύει τους συμμετέχοντες σε αγώνες που έχουν ένα ριζοσπαστικό αντίκτυπο. Ενώ η δεύτερη εκπαιδεύει τους συμμετέχοντες σε μια ριζοσπαστική προσποίηση.
Η Ομάδα των Ταξικών Ηρώων
Την εποχή όπου ο φόβος μιας “γκέι επιδημίας” ήταν στο πικ του στην Αμερική, μια συνέλευση 300 ατόμων στην Νέα Υόρκη αντέδρασε με την δημιουργία του Συνασπισμού του AIDS για την Απελευθέρωση Δύναμης (ACT UP – AIDS Coalition to Unleash Power). Τα χρόνια που ακολούθησαν τα μέλη της οργάνωσης προέβησαν σε αλλεπάλληλες δυναμικές άμεσες δράσεις όπως δυναμικές κινητοποιήσεις, καταλήψεις, δημόσιες ενημερώσεις, εκστρατείες ενημερώσεις κλπ. Έχοντας να αντιμετωπίσουν μια κουλτούρα μίσους,  φόβου και άγνοιας που κατευθυνόταν ξεκάθαρα εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα χτυπημένοι και από τις επιπτώσεις της μόλυνσης του HIV και του AIDS, τα άτομα με ΑΙDS (στμ. στην συνέχεια του κειμένου θα ακολουθήσουμε την αγγλική συντομογραφία PWA όπως γίνεται και στο αρχικό κείμενο για αυτά τα άτομα) καθώς και οι αλληλέγγυοι σε αυτούς (κυρίως η LGBT κοινότητα) απάντησαν συλλογικά  με έναν αγώνα που κατευθυνόταν εναντίον μιας φάλαγγας από κυβερνητικά μέλη, οικονομικούς οργανισμούς και θρησκευτικές οργανώσεις. Ένας αγώνας που είχε ως κύρια αιτήματα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μέσα προφύλαξης και στέγαση καθώς και εναντιωνόταν στον ετεροσεξισμό, τον μισογυνισμό και τα διάφορα λευκά ρατσιστικά ερείσματα μιας καπιταλιστικής κοινωνίας που ήταν περισσότερο από πρόθυμη να βρεθεί απέναντι τους ή και να επωφεληθεί οικονομικά από τον επερχόμενο μαζικό θάνατο των queer, των έγχρωμων ανθρώπων, των φτωχών και των φυλακισμένων.
Παράλληλα με την πολιτική δράση, οι PWA σε όλη την ήπειρο οργάνωσαν δίκτυα αλληλοβοήθειας για να βελτιώσουν την άθλια κατάσταση υγείας και τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του AIDS. Διαμοιρασμός τροφίμων, υποστήριξη και προώθηση στεγαστικών καταλήψεων καθώς και συλλογικότητες που βοηθούσαν στην ιατρική περίθαλψη τέθηκαν σε λειτουργία σε πολλές γειτονιές του Καναδά και της Αμερικής. Οι μόλις πρόσφατα διάσημες “Ομάδες Αγοραστών” (Buyers Clubs) της εποχής αποτελούσαν ακριβώς αυτού του είδους τα δίκτυα. Αν και η ταινία του Xόλιγουντ “TheDallasBuyersClub” απεικονίζει έναν στρέιτ άντρα, ο οποίος αρχικά πλούτιζε μέσω των πωλήσεων φαρμάκων κατά του AIDS στα οποία οι PWA δεν είχαν πρόσβαση με άλλον τρόπο, η πραγματικότητα προφανώς ήταν εντελώς διαφορετική.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, οι PWA  οργάνωσαν ομάδες και δομές αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης, όπου αντάλλαζαν φάρμακα, συνταγογραφήσεις, μοιράζονταν και ερευνούσαν νέες θεραπευτικές μεθόδους, συσσώρευαν οικονομικούς πόρους για την αγορά ακριβών φαρμάκων σε μεγάλα αποθέματα, ενώ πολλοί γιατροί, και νοσοκόμοι προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Αυτές ήταν οι πραγματικές “Ομάδες Αγοραστών”. Αντιμέτωποι με το κοινωνικό μίσος, την καπιταλιστική οικονομική εκμετάλλευση, και την άγνοια της ιατρικής κοινότητας, οι PWA απάντησαν με την μαχητική τους άμεση δράση, την αλληλοβοήθεια, και μια ακατάπαυστη αλληλεγγύη και θάρρος. Ο αγώνας τους απαίτησε και κατάφερε να κερδίσει επιστημονικές έρευνες και θεραπείες, στέγαση για τους PWA, μια τεράστια μείωση στις τιμές των θεραπειών του AIDS, διαπαιδαγώγηση σε ζητήματα μετάδοσης σεξουαλικών νοσημάτων, και επίσης την αποσαφήνιση πως το HIV και το AIDS δεν είναι κάποια “γκέι επιδημία”, άλλα ένας πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος για όλους. Έτσι μοιάζουν οι πραγματικοί αγώνες για την υγεία.
III. Εν απουσία ενός Καλύτερου Κόσμου: Συμπέρασμα
Ο κόσμος των συνωμοσιολόγων είναι ένα τρομακτικός κόσμος, αεροπλάνα σκορπούν τον θάνατο από τον ουρανό, το φαΐ καταστρέφει την υγεία μας, η αστυνομία ακούει την κάθε μας λέξη και εντοπίζει κάθε μας βήμα, η εξάπλωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης κοντοζυγώνει, τα μίντια διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και αποκρύπτουν την αλήθεια προς όφελος της άρχουσας τάξης,  ενώ πόλεμοι που διεξάγονται βασισμένοι σε ψέματα οδηγούν στην σφαγή αμέτρητου πληθυσμού με σκοπό τον πλουτισμό των λίγων και ούτω καθεξής. Όλα τα παραπάνω είναι αλήθεια. Ακριβώς η αλήθεια αυτών των γεγονότων προσδίδουν στις θεωρίες συνωμοσίας οποιαδήποτε βάση έχουν. Μόνο που αυτές οι αλήθειες δεν ξεσκεπάστηκαν από τους συνωμοσιολόγους. Οι επονομαζόμενες συνωμοσίες τους -με τις γενεαλογίες του αίματος, τις σαδιστικές σκευωρίες κλπ – δεν αποκρύπτουν μόνο τα αίτια αυτών των αληθειών, αλλά επίσης και τον τρόπο επίλυσης τους.
Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν ορίζονται από τις απειλές και τις επιθέσεις που υποδεικνύουν, αλλά από αυτά που ισχυρίζονται πως είναι τα αίτια τους. Πως ο πολυεθνικός γίγαντας Μονσάντο δηλητηριάζει ταμπλέτες νερού, εκτοπίζει ολόκληρους πληθυσμούς, καταστρέφει τις τοπικές καλλιέργειες, και τοποθετεί επικίνδυνα τρόφιμα στο πιάτο μας, όλα αυτά είναι πραγματικά γεγονότα και όχι κάποια θεωρία συνωμοσίας. Το ότι όλα αυτά γίνονται μέσω γενετικής χειραγώγησης μας, ελέγχου της σκέψης ή απλά λόγω γενικευμένου σαδισμού, αυτό αποτελεί θεωρία συνωμοσίας. Τα παραπάνω αληθινά γεγονότα αποκαλύφθηκαν από αγώνες των ιθαγενών, των γεωργών, εργατών της Μονσάντο και επιστήμονες. Διάφοροι μπλόγκερς, συγγραφείς βιβλίων συνωμοσιολογιάς, “ειδικοί” καθώς και διάφοροι φανς της οργανικής διατροφής, εν συνεχεία επινόησαν την συνωμοσία για τους δικούς τους σκοπούς. Οι αγώνες ενάντια στον Μονσάντο μπορούν να αναδείξουν ως λύση έναν κομμουνισμό ο οποίος είναι επιστημονικά οικολογικός. Οι θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το Μονσάντο σίγουρα δεν μπορούν κάτι τέτοιο.
Εάν εσφαλμένα θεωρήσουμε πως οποιαδήποτε θεωρία συνωμοσίας προέρχεται από τους αγώνες όσων δέχονται την επίθεση του κεφαλαίου και των διαφόρων δυνάμεων εντός του καπιταλισμό όπως οι βιομηχανίες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, οι φαρμακοβιομηχανίες, το φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και τη βιομηχανία όπλων, τότε θα επιτρέψουμε την παρασιτική οπισθοδρόμηση της σκέψης. Οι εν λόγω θεωρίες συνωμοσίας αποσυντονίζουν και καταστρέφουν τους συλλογικούς αγώνες, οι οποίοι και είναι πραγματικά σημαντικοί για την τάξη μας, μετατρέποντας τους σε απομονωμένο και άμορφο φόβο ή και οργή προς το “σύστημα”. Σε καμία περίπτωση δεν είναι οι θεωρίες συνωμοσίας αφηγήσεις που ανταγωνίζονται τις “δικές μας” σχετικά με τους κινδύνους της ανθρωπότητας. Και ούτε βέβαια πρόκειται για κάποιο καλό σημείο εκκίνησης που φεύγει από την καπιταλιστική σκέψη. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι νάρκες που βρίσκονται μπροστά σε ήδη υπάρχοντες δρόμους αγώνα. Ως επαναστάτες πρέπει να βρισκόμαστε εντός αυτών των αγώνων και να αναγνωρίζουμε τους κινδύνους αποπροσανατολισμού που ενέχονται μέσα σε αυτούς ενώ παράλληλα συνεχίζουμε τον αγώνα.
Ο καπιταλισμός καταστρέφει την σωματική και ψυχική υγεία της εργατικής τάξης, δηλητηριάζοντας και αποκτηνώνοντας μας ατομικά και συλλογικά. Εμπορευματοποιεί την υγεία μας και οριοθετεί και περιορίζει την πρόσβαση μας στην υγειονομική περίθαλψη. Σίγουρα το ζήτημα της υγείας είναι και αυτό ένα σημαντικό ζήτημα του ταξικού αγώνα, οι ταξικοί αγώνες για την υγεία όμως δεν έχουν καμία σχέση με τα διάφορα τσάκρα κλπ αλλά προφανώς έχουν να κάνουν με τις πραγματικές σωματικές μας ανάγκες. Η εργατική τάξη έχει εναντιωθεί συστηματικά ανά τα χρόνια ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, τις ιατροφαρμακευτικές και την εκκλησία σε ζητήματα που αφορούν την υγεία. Οι αγώνες αυτοί είχαν κινηθεί, και συνεχίζουν να κινούνται, ενάντια στον πλουτισμό των διαφόρων ιατροφαρμακευτικών εταιριών, τον περιβαλλοντικό ρατσισμό, την βιομηχανοποίηση του συστήματος πνευματικής περίθαλψης, το μισογυνισμό, το ρατσισμό και  την ετεροκανονικότητα στα συστήματα υγείας και στην κοινωνία γενικότερα. Οι αγώνες αυτοί απαίτησαν και απαιτούν, δημόσια πρόσβαση σε θεραπείες, επιστημονικά τεκμηριωμένες θεραπείες, έλεγχο των γεννήσεων. Αυτοί είναι οι αγώνες που η τάξη μας έχει δώσει γύρω από το ζήτημα της υγείας,
Οι αγωνιστές του HIV/AIDS είχαν προβεί σε κατάληψη του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και ενός εθνικού δικτύου ειδήσεων για να αντιταχθούν στον πλουτισμό των πολυεθνικών από τον θάνατο τους. Οι μαύροι πάνθηρες οργάνωναν ελεύθερα γεύματα και ελεύθερη πρόσβαση σε κάποιες βασικές εξετάσεις υγείας. Φεμινίστριες σε όλη την Αμερική και τον Καναδά ενημέρωναν τις γυναίκες σχετικά με θέματα πρόληψης και αντισύλληψης ενώ οργάνωναν δίκτυα όπου οι γυναίκες μπορούσαν να κάνουν έκτρωση. Οι αγώνες της εργατικής τάξης σχετικά με την υγεία είναι ιστορικοί και συλλογικοί. Το γεγονός πως μεγάλο κομμάτι της αριστεράς πλέον έχει κατευθύνει τον αγώνα της υγείας στην άρνηση εμβολιασμών, την κατανάλωση οργανικών τροφών, τον βελονισμό κλπ είναι πραγματικά κάτι το τραγικό. Ενώ επίσης το γεγονός πως και αυτοί επικαλούνται τους προαναφερόμενους ταξικούς αγώνες χωρίς να συμβάλλουν καθόλου σε αυτούς είναι επίσης άθλιο.
Η ηπατίτιδα, ο καρκίνος, ο διαβήτης, και ο HIV- για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα- είναι πραγματικοί και κίνδυνοι για την τάξη μας. Η πρόσβαση στις εκτρώσεις και την αντισύλληψη, τις τοπικές ιατρικές υπηρεσίες και τα φάρμακα, η πρόσβαση των ανασφάλιστων σε υπηρεσίες υγείας, βελτίωση των άθλιων συνθηκών  στις φυλακές και στο δρόμο δέχονται όλα επίθεση. Η απουσία μιας ευρείας ταξικής και αντικαπιταλιστικής συνεισφοράς στην οργάνωση αυτών των αντιστάσεων δεν αποτελεί μια ακόμα χαμένη ευκαιρία, αλλά μια προδοσία και παρέκκλιση από το ότι η πολιτική και η ιστορία μας επιβάλλει. Ως επαναστάτες θα έπρεπε όσον αφορά τα εν λόγω ζητήματα να συμμετάσχουμε άμεσα στους ταξικούς αγώνες της υγείας και όχι σε κάποιες αφηρημένες και τρέντυ  ασχολίες που αφορούν δήθεν προοδευτικές μπουτίκ υγείας.
Για πολλούς στην αριστερά η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί μια πολιτικοποιημένη εμπειρία, με τους μαθητές να περνάνε στην διαδικασία ενηλικίωσης δημιουργώντας την δική τους οπτική του κόσμου και βρίσκοντας την θέση τους μέσα σε αυτόν. Βρισκόμενοι μέσα στις σπουδές τους και στους διάφορους αγώνες γύρω από αυτές αρχίζουν να δημιουργούν τα πρώτα τους συμπεράσματα σχετικά με το τι θα κάνουν με όλα όσα έχουν αφομοιώσει, καταλάβει και μάθει. Αυτή η διαδικασία μπορεί να αποτελέσει τόσο μια ανατρεπτική περίοδο όσο και μια περίοδο προσαρμογής και συστημικής αφομοίωσης. Οι πολιτικές και οι μέθοδοι στις οποίες διαπαιδαγωγούνται θα είναι παρόμοιες με αυτές που θα εφαρμόσουν στους δρόμους και στους χώρους εργασίας τους στο μέλλον. Ως επαναστάτες πρέπει να κατανοήσουμε του τι είναι πραγματικά αυτοί οι αγώνες και πως οι φοιτητές δέχονται αυτά τα μαθήματα.
Σε καμία περίπτωση δεν βοηθάει σε κάτι τον ταξικό μας αγώνα να έχουμε τους νέους σε ένα περιβάλλον που τους μαθαίνει να εστιάζουν όχι στις ιδέες αλλά απλά στο πως να χρησιμοποιούν  περίτεχνα τον λόγο τους, στο πως οι λύσεις στα περισσότερα προβλήματα είναι αφηρημένες, πως οι δικοί τους αγώνες είναι δευτερευούσης σημασίας κλπ. Εάν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το πανεπιστήμιο ως ένα είδος εργοστασίου, τότε σίγουρα και οι αγώνες εντός αυτού πρέπει να είναι άμεσοι, δημοκρατικοί και μαζικοί έχοντας ένα υλικό και ξεκάθαρο περιεχόμενο. Αυτό ήταν στο οποίο στόχευαν και οι φοιτητές του Quebec, το οποίο και κατάφεραν με μεγάλη επιτυχία. Ένας αγώνας που οργανώνεται γύρω από τις πραγματικές ανάγκες και ενδιαφέροντα των φοιτητών μέσω πραγματικά δημοκρατικών δομών είναι απαραίτητος τόσο για ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα όσο και για μια πραγματικά πολιτική και θετικά “επιμορφωτική” εμπειρία για όσους συμμετέχουν σε αυτό.
Πέρα από αυτό, η συμμετοχή σε μια επαναστατική οργάνωση πρέπει να είναι μια συνεχόμενη “κατατοπιστική” εμπειρία. Πρέπει οι ίδιοι να αμφισβητήσουμε τα όποια δόγματα μας σε πνευματικό επίπεδο για να κατανοήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες βρισκόμαστε, καθώς και τους τρόπους για να προχωρήσουμε παραπέρα. Οι οργανώσεις μας πρέπει να είναι χώροι όπου αυτομορφωνόμαστε σε όλα τα επίπεδα, ενώ επίσης πρέπει να βρούμε τους κατάλληλους τρόπους  και τα μέσα, έτσι ώστε τα (πολιτικά) συμπεράσματα που εξάγουμε να μπορούμε να τα κοινωνικοποιούμε και να τα εφαρμόσουμε στην πράξη. Έτσι ώστε να πλαισιωνόμαστε από μια λογική και εφαρμόσιμη πολιτική που δεν πουλάει ούτε διαδίδει κανένα αφηρημένο ιδεαλισμό ούτε κάποιο συντηρητισμό, ανταυτού θεωρούμε πως πρέπει να στοχεύουμε στον  πνευματικό πραγματισμό. Η “πολιτική εξέλιξη” εντός των οργανώσεων μας πρέπει να αποτελεί μια αναζωογονητική διαδικασία τόσο σε ατομικό όσο και σε  συλλογικό επίπεδο ως οργάνωση. Με την επαναστατική θεωρία να αποτελεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μια συλλογική διαδικασία τόσο στον διάλογο όσο και στην αναπαραγωγή της. Πρέπει να αποφύγουμε τον μιμητισμό του ακαδημαϊκού σκοταδισμού, χωρίς να καταφύγουμε σε μια αναγωγική αντιπνευματικότητα και αυτό πρέπει να το κάνουμε από κοινού συλλογικά. Αυτό είναι ένα από τα πολλά καθήκοντα που η οργάνωση μας (Common Cause) ελπίζει να επιτύχει. Είναι και ο λόγος που εκδίδουμε αυτό το περιοδικό, αλλά και γιατί το κάνουμε με τον τρόπο που κάνουμε. Δεν είναι κάτι που το κάνουμε τέλεια, αλλά το κάνουμε συλλογικά, υπεύθυνα και ελπίζουμε με κάποιο θετικό και παραγωγικό αντίκτυπο.
https://athens.indymedia.org/post/1530818/

Οι διαμάχες της CNT-FAI, και ο ρόλος των σταλινικών και ρεπουμπλικανικών δυνάμεων στην αντεπανάσταση. Μία συνέντευξη του José Peirats στον Josep Alemany

aaaaaaaaaa

Αναδημοσίευση από : eagainst.com

Μετάφραση- επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Αναδημοσίευση από Autopoiesis, The Autonomy Way of Life

Πηγή στα Ισπανικά Alasbarricadas

Ένα ολοκληρωμένο αντίγραφο μίας συνέντευξης του 1977 με τον José Peirats, στην οποία ο Ισπανός ιστορικός και πρώην μαχητής της CNT και της FAI αναπολεί τη νεότητα του και συζητάει πολλές από τις διαμάχες που μάστισαν τη CNT πριν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, συμπεριλαμβάνοντας και την επιρροή της Ρωσικής Επανάστασης, την αποστολή του Angel Pestaña στη Ρωσία το 1920, την εξέγερση της Αστουρίας τον Οκτώβρη του 1934, την πολιτική συνεργασίας της CNT με την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου, και το ρόλο των Σταλινικών στην αντεπανάσταση του ρεπουμπλικανικού κυβερνητικού συνασπισμού ενάντια στα επιτεύγματα της αναρχικής επανάστασης του Ιούλη του 1936.

Εισαγωγικό σημείωμα

Η συνέντευξη αυτή έγινε στη Βαρκελώνη, σε ένα διαμέρισμα του Carretera de Collblanc, όπου μένει η οικογένεια του Peirats από πριν τον πόλεμο. Μέρος αυτής της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στην Καταλωνία. Στο Revista d’Opinió Confederal, CNT-AIT, Series II, May 1977, no. 4, pp. 12-24. Το υπόλοιπο μισό σχεδόν της συνέντευξης, δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Οι επιμελητές του Anthropos , έχουν μεταφράσει το αρχικό καταλανικό κείμενο στα Ισπανικά, και με την άδεια του συγγραφέα, έχουν αναδιαρθρώσει την αρχική διάταξη της συνέντευξης με σκοπό να παρέχουν μία πιο συνεκτική εκδοχή, που συμφωνεί με τα θέματα που αντιμετωπίζονται.

Στο πρώτο μέρος παρουσιάζουμε όλα τα άμεσα αυτοβιογραφικά μέρη της συνέντευξης και εκείνα που εκφράζουν κάποιες από τις θεμελιώδεις ιδέες του Peirats· στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης ο αναγνώστης θα βρει τις απόψεις και μαρτυρίες του José Peirats για διάφορα συγκεκριμένα θέματα.

Σε τι ιδεολογικό περιβάλλον έζησες νέος, πώς μεγάλωναν και πώς ήταν οι νέοι τότε;

Στο ιδεολογικό μου περιβάλλον υπήρχαν πολλές φάσεις αλλά όλες με έναν συγκλίνοντα προσανατολισμό στον αναρχισμό. Στην οικογένεια μου υπήρχαν σοσιαλιστές και ρεπουμπλικανοί ακόμη και αναρχικοί. Κανένας από αυτούς δεν κατάφερε να με επηρεάσει άμεσα. Αλλά σε αυτούς οφείλω την προτίμηση μου στο διάβασμα από νεαρή ηλικία, πριν από την εφηβεία μου. Τα υπόλοιπα ήρθαν αργότερα. Θεωρώ ότι ανήκω στη γενιά του Primo de Rivera. [i]  Εκείνες τις μέρες έκανα πολλούς καλούς φίλους, που διψούσαν αληθινά για διάβασμα. Οι αγαπημένοι μας συγγραφείς, πριν ανακαλύψουμε τους μουσάτους αναρχικούς, ήταν οι διάσημοι Γάλλοι μυθιστοριογράφοι του περασμένου αιώνα. Ποτέ στη ζωή μου δεν φλέρταρα με το μαρξισμό. Τον μελέτησα όμως σε βάθος, με αναφορά στον αναρχισμό, που από τότε είχε κερδίσει την καρδιά μου. Παρά το γεγονός ότι ήμουν πολύ νέος όταν εντάχθηκα στην ομοσπονδιακή οργάνωση, πάντα με προσέλκυαν περισσότερο οι πολιτισμικές δραστηριότητες της: τα ορθολογικά σχολεία, τα κοινωνικά κέντρα (ίδρυσα ένα στο La Torrassa L’Hospitalet) και η ελευθεριακή νεολαία. Αυτό ήταν το ιδεολογικό μου πλαίσιο. H FAI ήρθε αργότερα, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν ένιωσα άνετα μέσα της, αφού δεν έκανε κάποιες πραγματικές αναρχικές προτάσεις. Η FAI ήταν πάνω από όλα τα άλλα, μία επαναστατική οργάνωση που δήλωνε αναρχική.

Με τι δράσεις ανακατεύτηκες στο ελευθεριακό κίνημα;

Ξεκίνησα τη ζωή μου ως ακτιβιστής εργαζόμενος με τους χτίστες συντρόφους, γράφοντας στο δελτίο τους. Αυτό ήταν το ντεμπούτο μου ως συγγραφέας. Στο κοινωνικό κέντρο La Torrassa τις νύχτες ήμουν δάσκαλος και έπαιζα σε θεατρικά έργα. Ως συνδικαλιστής συμμετείχα στην οργάνωση απεργιών, μποϋκοτάζ και δράσεων σαμποτάζ. Όταν ήταν απαραίτητο κουβαλούσα ένα μικρό πιστόλι στην τσέπη μου, αν και ποτέ δεν πυροβόλησα κάποιον. Ήταν η μόδα της εποχής. Σου είπα για τις εμπειρίες μου στην ελευθεριακή νεολαία και τις αναρχικές ομάδες. Τι άλλο; Φυσικά πέρασα δυο χρόνια ως επιμελητής της Solidaridad Obrera, της ομοσπονδιακής εφημερίδας της Βαρκελώνης και συμμετείχα σε πολλές άλλες εκδόσεις.[ii] Προτιμώ να μην μιλήσω για τα βιβλία μου.

Ποιος ήταν ο προσανατολισμός και το είδος των αναγνωστών στους οποίους στόχευαν οι διάφορες εκδοτικές προσπάθειες;

Οφείλω να παραδεχτώ ότι οι εκδόσεις μας ήταν γενικά χαμηλής ποιότητας με την εξαίρεση των Estudios (Generación Consciente) στη Βαλένθια.[iii] Δεν μας είχε συμβεί να γράψουμε για ένα ευρύτερο κοινό. Οι εκδόσεις μας αφορούσαν κυρίως τους σκοπούς της μάχης και σε μεγάλο βαθμό ήταν σεχταριστικές και δημαγωγικές. Αυτό μας προκάλεσε μεγάλη ζημιά. Ήταν ατυχία να χάσουμε την παράδοση της συγγραφής στα Καταλανικά. Οι Ισπανοί ομιλητές είχαν κυριαρχήσει.

Νομίζω πως η παράβλεψη αυτή κόστισε, να χάσουμε τους Καταλανούς χωρικούς, προσφέροντας τους στο πιάτο των πολιτικών της Esquerra.[iv] Αυτό είναι ένα μάθημα που πρέπει να προσέξουμε.
Μπορείς να μας πεις λίγο για την εμπειρία των κολλεκτιβοποιήσεων;

Η εμπειρία της κολλεκτιβοποίησης γίνεται ξεκάθαρη αν διαβάσεις ολόκληρο τον ελευθεριακό τύπο πριν από την 19 Ιουλίου: την καμπάνια του Isaac Puente με την περίφημη μπροσούρα του, Ελευθεριακός Κομμουνισμός, τα άρθρα του Carbó στη Estudios στη Βαλένθια, τα άρθρα του Martínez Rizo, αν και δεν ήταν αναρχικός… Κοντολογίς, υπήρχε μία ομάδα ανθρώπων που τόλμησαν να προεικονίσουν ένα ελευθεριακό κομμουνιστικό μέλλον. Σε αυτή την περίοδο διαμορφωνόταν ένα περιβάλλον που ευνοούσε το στοχασμό σχετικά με το ζήτημα του τρόπου οικοδόμησης του μέλλοντος. Το περιβάλλον αυτό διαπερνούσε τους ανθρώπους και όταν έφτασε η 19η Ιουλίου το κάναμε πράξη, χωρίς εντολές από οποιαδήποτε επιτροπή. Υπάρχει ένα πράγμα που λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν και αυτό είναι πως δεν υπήρχε καμία έκδοση ντιρεκτίβας… Έχω ερευνήσει πολύ προσεκτικά τα αρχεία αυτής της εποχής και δεν έχω βρει καμία ντιρεκτίβα από οποιαδήποτε ομοσπονδιακή επιτροπή (αναφέρομαι στις τοπικές, περιφερειακές, και εθνικές ομοσπονδίες, όχι στις επιτροπές των συνδικάτων στις επιχειρήσεις, τις επιτροπές βάσης των εργατών…) ούτε μία ντιρεκτίβα που να έδωσε το σήμα να πραγματοποιηθούν οι κολλεκτιβοποιήσεις.

Οι κολλεκτιβοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν αυθόρμητα από τους εργάτες. Για δύο λόγους: πρώτα γιατί το ήθελαν· και δεύτερα, γιατί οι αστοί, έχοντας τραπεί σε φυγή, άφησαν ελεύθερο το δρόμο για αυτές. Ξέρεις πως όταν κάποιος ανοίγει ένα νέο δρόμο, τον μιμούνται όλοι· ο κολλεκτιβισμός επεκτάθηκε και έγινε μία πραγματικότητα.

Τώρα, η εμπλοκή σε μία μεθοδολογική μελέτη του κολλεκτιβισμού, νομίζω είναι μια δουλειά που δεν έχει ακόμα επιχειρηθεί γιατί λείπουν πολλά στοιχεία να κριθούν Η επανάσταση πραγματοποιήθηκε με έναν τρόπο για να έρθουν έπειτα οι ιστορικοί να τη μελετήσουν. Αυτοί που κάνουν την επανάσταση δεν την γράφουν, την κάνουν. Και αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Τώρα, είναι ο καιρός να πραγματοποιήσουμε αυτό το έργο, να συγκεντρώσουμε όσα στοιχεία της εποχής μπορούμε. Ψάχνουν για μαρτυρίες· οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί αναζητώντας έγγραφα. Έρχονται σε μένα και λένε: “Που μπορούμε να βρούμε…;” Υπάρχουν εκείνοι που ενδιαφέρονται για την παιδαγωγική δουλειά της επανάστασης… Όλοι συζητάνε για τον Φερέρ και το Μοντέρνο Σχολείο. Δύσκολα κάποιος μιλάει για τον τρόπου που δομήθηκε η “Comité de l’Escola Nova Unificada” (CENU – επιτροπή για το Νέο Ενιαίο Σχολείο)[v]

Πριν τον πόλεμο, τα συνδικάτα, τα ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, και επίσης συγκεκριμένα άτομα, προώθησαν και μερικές φορές χρηματοδότησαν τα ορθολογικά σχολεία, που είχαν εμπνευστεί από την παιδαγωγική του Φρανσίσκο Φερέρ. Σε αυτά, διδάχτηκαν αγόρια και κορίτσια χωρίς θρησκευτικά και επίσημα δόγματα κάθε είδους, και η διδασκαλία πραγματοποιήθηκε με όσο πιο επιστημονικό τρόπο ήταν δυνατό. Τα σχολεία αυτά αναγνωρίστηκαν όταν σχηματίστηκε επίσημα η CENU και οι καθηγητές της έλαβαν την επίσημη αναγνώριση, που πολλοί από αυτούς δεν είχαν.
Πολιτοφυλακές ή λαϊκός στρατός; Σωστά είχε τεθεί το δίλημμα: πόλεμος ή επανάσταση;

Κάθε επανάσταση είναι ένας πόλεμος και κάθε πόλεμος είναι αντεπαναστατικός. Αυτή η αρχή μπορεί να μας οδηγήσει να καταραστούμε την επανάσταση. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος μας επιβλήθηκε. Γνωρίζω μόνο δύο τρόπους να κάνεις έναν πόλεμο: μέσω των συνεχών μετώπων ή σε αντάρτικη βάση. Η δεύτερη είναι πιο συνεπής με το Ισπανικό ταπεραμέντο. Σε έναν πόλεμο συνεχών μετώπων, νικητής είναι ο καλύτερος στρατός. Από αυτή την άποψη ήταν λάθος να αποδεχθείς τον κλασικό πόλεμο. Ο ανταρτοπόλεμος θα είχε καλύτερα αποτελέσματα. Στην εποχή της αεροπορίας, έχει τις αδυναμίες του, αλλά είναι ο μοναδικός τρόπος να εξαρθρώσεις έναν καλύτερα οργανωμένο στρατό. Οι αντάρτες πρώτα κερδίζουν ένα έδαφος, και μετά πραγματοποιούν αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Αλλά η προετοιμασία είναι απαραίτητη. Η CNT και η FAI δεν εκπαίδευαν τους ανθρώπους τους για ανταρτοπόλεμο αλλά για μάχες στα οδοφράγματα σε μικρές ή μεγάλες πόλεις. Αυτός ήταν λάθος από μέρος των στρατηγών μας.

Πόλεμος ή επανάσταση; Και τα δύο. Εάν κάποιος κάνει πόλεμο αντί για επανάσταση, οι πολιτικοποιημένοι πολιτοφύλακες ή στρατιώτες θα ξέρουν ότι δεν θα γίνει καμιά επανάσταση κι επομένως θα χάσουν τη θέληση τους για μάχη. Στην περίπτωση μας, η αντεπανάσταση στις οπισθοφυλακές ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες της ήττας.
Ποια είναι η ισορροπία των δράσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα χρόνια της εξορίας;

Πέρα από τις πολυάριθμες αναμετρήσεις, διαμάχες και διαφωνίες, όσον αφορά τη CNT, νομίζω ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα σαράντα χρόνια διαχωρισμού από τη γη που γεννηθήκαμε, η μετανάστευση μας μπορεί να προσφέρει μία θετική ισορροπία στο επίπεδο των πολιτισμικών και άλλων καθηκόντων. Ποτέ δεν σταμάτησε η έκδοση εφημερίδων, μπροσούρων, περιοδικών και βιβλίων, μερικά από τα οποία είναι ακόμα πρωτότυπα. Από την άλλη πλευρά, στην εξορία είχαμε παιδιά, ανιψιές και ανιψιούς που δεν θα είναι πια Ισπανοί και θα έχουν ενσωματωθεί σε όλες τις τάξεις και τα επαγγέλματα των χωρών που μας υποδέχτηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Αρκετά σύντομα οι απόγονοι μας δεν θα νιώθουν την ισπανική επιρροή σε πολλές χώρες. Στη Γαλλία έχει ήδη σημειωθεί κατά τη διάρκεια του Μάη του 68. Νομίζω, πως εκτός από την Ιουδαϊκή διασπορά, η περίπτωση μας είναι η πιο σημαντική στην ιστορία των μεταναστεύσεων.

Αν αναλογιστούμε την ανάπτυξη του σύγχρονου συνδικαλισμού, που έχει γίνει ένα εργαλείο ενσωμάτωσης στο σύστημα και έχει οδηγήσει στη ανάδυση της γραφειοκρατίας που ελέγχει τους εργάτες, σε ποιο βαθμό οι έννοιες του αναρχισμού και του συνδικαλισμού είναι αντιθετικές;

Το θέμα αυτό ήταν πάντα ζήτημα πολεμικής και θα πιθανά θα συνεχίσει να είναι. Θυμάμαι αρκετά έντονα, όταν πρωτοέγινα αναρχικός, γύρω στα 1927-28: αποδεχόμασταν το πλαίσιο του συνδικαλισμού γιατί δεν υπήρχαν άλλα. Στους λόγους μας στις συνελεύσεις των χτιστών, για παράδειγμα, μιλούσαμε πάντα για τον Ρουσώ, τον Han Ryder, τον Βολταίρο και τους κλασικούς της Ρωσικής Επανάστασης. Και οι χτίστες, με ανέκφραστο βλέμμα μας έλεγαν: “Καλώς θα δούμε όταν τελειώσετε!” Το δελτίο που εκδίδαμε γραφόταν με το ίδιο στυλ. Με αυτό εννοώ, ότι, σε έναν νέο άνθρωπο, καθετί που είχε να κάνει με τα συνδικάτα, την οικονομία, τη βιομηχανία… του φαινόταν ξένο. Τέτοια θέματα φαινόταν να ταιριάζουν περισσότερο σε ανθρώπους με σταθερές ζωές παρά σε ρομαντικούς που γεννήθηκαν για δράση. Αλλά στην ιστορία του αναρχισμού έχουν συνυπάρξει πάντα και οι δύο τάσεις. Η τάση, που συνηθίζαμε να αποκαλούμε παλιούς αναρχικούς· αναφέρομαι στην αρχή του αιώνα, στο 1905-07 και ακόμα νωρίτερα, όταν έγινε η διάσημη απεργία των μεταλλεργατών στα 1902. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου φτιάχτηκε η ομάδα “Tierra y Libertad”, ήταν οι καθαροί δεν ήθελαν να ακούσουν ή να συζητήσουν καθόλου για συνδικάτα, διακήρυσσαν ότι είναι ακέραιοι, καθαροί και συγκεκριμένοι αναρχικοί, και ποιος ξέρει τι άλλο. Και επίσης υπήρχαν οι συνδικαλιστές, οι αναρχοσυνδικαλιστές, επηρεασμένοι σίγουρα σε ένα βαθμό από τη γαλλική CGT, που τότε ήταν αναρχοσυνδικαλιστική. Έτειναν να ασχολούνται με προβλήματα συνδικαλιστικού τύπου, πάντα τόσο άγρια.

Στο βιβλίο του Xavier Quadrat, Socialismo y Anarquismo en Catalunya: Los orígenes de la CNT, υπάρχει μία συζήτηση για την οργάνωση της “Solidaridad Obrera”, που τυπικά ιδρύθηκε το 1907, αλλά που φαίνεται να λειτουργούσε πραγματικά από το 1904. Η οργάνωση εκείνη, με το πέρασμα των χρόνων έγινε η CNT. Υπήρχαν δύο τάσεις μέσα της: οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί. Οι σοσιαλιστές…

Μαρξιστές σοσιαλιστές;

Ναι έτσι περιγράφανε τον εαυτό τους. Ήταν σοσιαλιστές που συνδεόταν με τον Pablo Iglesias. Η UGT σχηματίστηκε το 1888 στη Βαρκελώνη, και η “Solidaridad Obrera” ιδρύθηκε αργότερα, όπως ανέφερα.[vi] Και αυτό που θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης του βιβλίου του X. Quadrat είναι: πώς είναι δυνατό να υπήρχαν σοσιαλιστές στην Solidaridad Obrera, ο συγγραφέας δίνει περισσότερο ή μεγαλύτερη σημασία σε αυτούς από ότι στους αναρχικούς. Και από την άλλη πλευρά γιατί ο συγγραφέας δεν τοποθετείται στο πώς αυτοί οι Καταλανοί σοσιαλιστές δεν εντάχθηκαν στις γραμμές της UGT; Δίνει τη δικαιολογία – ή πιο σωστά το επιχείρημα, αφού είναι ένα καλά τεκμηριωμένο βιβλίο – ότι ο λόγος είναι ο συγκεντρωτισμός του Pablo Iglesias, που ζούσε στη Μαδρίτη, και που έβλεπε τα πάντα από την οπτική του κέντρου, ενώ εδώ οι Καταλανοί σοσιαλιστές έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά, και προτίμησαν να είναι στην “Solidaridad Obrera” παρά στην UGT.
Είσαι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που θεωρούν πως η είσοδος της CNT στην κυβέρνηση και το ρεπουμπλικανικό κράτος ήταν καταστροφική για το Ελευθεριακό Κίνημα. Σε ποιο βαθμό, ωστόσο, η γραφειοκρατικοποίηση και ο απολυταρχισμός που διέφθειραν τη CNT απλά τονίζουν μία τάση και μία πραγματικότητα που ήδη υπήρχε;

Προφανώς τίποτα δεν συμβαίνει αυθόρμητα. Θυμάμαι ότι πριν ξεσπάσει το κίνημα είχα ήδη κάνει κριτική σε συγκεκριμένες τάσεις που σίγουρα ευνοούσαν κρυφά σε ένα βαθμό τη συνεργασία με τους πολιτικούς. Και ο Carbó επίσης. (ο Carbó κι εγώ εκδίδαμε μία εφημερίδα που λεγόταν Más Lejos (Μακρύτερα). Ακόμα δημοσίευσα ένα άρθρο κριτικής στον García Oliver, που τον κατέκρινα για κάποιες διακηρύξεις που έκανε και οι οποίες έδειχναν πως συνηγορούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Αυτό το άρθρο παρουσιάστηκε στα πρακτικά του συνεδρίου της Σαραγόσα. Η αντιπροσωπεία του συνδικάτου των βυρσοδεψών της Βαρκελώνης εξέδωσε μία πρόκληση για μένα: “Προκαλούμε τον εκπρόσωπο του L’Hospitalet.” “Εντάξει ας δούμε γιατί; Εξηγήστε μου” “Για αυτό” Και άρχισαν να διαβάζουν το άρθρο μου. Το συνέδριο ξέσπασε σε γέλιο. Ο ίδιος ο García Oliver ανέβηκε στο βήμα και είπε: “Παρακαλώ σύντροφοι, αρκετά, σταματήστε να γελοιοποιείτε τους εαυτούς σας” Ο García Oliver είχε ήδη αποκαλύψει τον εαυτό του, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ως υποστηριχτή της κατάληψης της εξουσίας· εμείς (μπορούμε να πούμε οι ρεντσκινς) αυτό το αποκαλούσαμε αναρχομπολσεβικισμό. Δηλαδή, η τάση αυτή εκφράστηκε καθαρά. Και αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποδεδειγμένη ολίσθηση του τμήματος των ρεφορμιστών, των Τρειντίστας, εκείνων που επιτάχυναν τη διάσπαση (λοιπόν, δεν ξέρω ποιος έφερε τη διάσπαση· σίγουρα όλοι αυτοί) Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε ήταν πως υπήρχαν πολλές τάσεις που τις αρνιόταν συχνά, αλλά αυτές οι αρνήσεις δεν έπειθαν κανένα, όπως στην περίπτωση των Pestaña, Juan López, που είχε παρατηρηθεί να συμβιβάζονται ιδιαίτερα με τις αρχές, ειδικά στην Καταλωνία.

Τέλος πάντων, ξεκίνησα λέγοντας ότι τίποτα δεν συμβαίνει αυθόρμητα. Όλα τα κινήματα έχουν την ιστορία τους. … Ο αναρχισμός, σε τελική ανάλυση, είναι ένα κίνημα ανθρώπων, και οι άνθρωποι είναι πολύπλοκοι και όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας.

largocaballerocabinetministers1

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι (μία από τις πιο ρωμαλέες κριτικές του συνδικαλισμού που συζητιούνται είναι αυτή του Richards, C. Semprún…) που ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή της CNT στην κρατική εξουσία και η αποδοχή – τουλάχιστον από ένα μέρος της CNT- της εξουσιαστικής πειθαρχίας, οφειλόταν όχι μόνο στο γεγονός των εξουσιαστικών τάσεων που ήδη είχαν αναδυθεί μέσα στα συνδικάτα, αλλά και στην ίδια τη φύση του συνδικαλισμού.

Η άποψη αυτή βλέπει τα πράγματα με μία συγκεκριμένη ματιά. Βλέπει τα ελαττώματα παρά τις αρετές. Αν και ότι είπες είναι αλήθεια, υπάρχει επίσης και η αντίθετη τάση. Υπάρχουν άνθρωποι που θα θυσίαζαν τα πάντα για τις ιδέες τους. Ήταν τόσο καχύποπτοι που κατηγορούσαν τους πάντες, σαν να είχαν πρόθεση. Σε κάποιες περιπτώσεις οι συνέπειες αυτής της στάσης ήταν ότι οδηγούσαν το άτομο που κριτίκαραν στο να κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο το κατηγορούσαν. Αυτή είναι η περίπτωση του Medína González, ενός Ανδαλουσιανού που έγραψε μία μπροσούρα και κάποια αμφίσημα άρθρα. Όλοι όρμησαν πάνω του και νομίζω πως τελικά αυτό το παιδί κατέληξε στα χέρια των κομμουνιστών. Άλλο παράδειγμα είναι αυτό που έγινε με τον Sender. O Sender δεν καλωσορίστηκε από εμάς. Δούλευε για την Solidaridad Obrera, και ήταν ο κύριος ανταποκριτής της στη Μαδρίτη για πάνω από ένα χρόνο· και όταν η εκδοτική ομάδα των μετριοπαθών, καθοδηγούμενη από τον Peiró, σαρώθηκε από το κύμα των εξτρεμιστών, που καθοδηγούνταν από τον Felipe Alaiz, το πρώτο πράγμα που έκανε ο δεύτερος ήταν να αρνηθεί τα άρθρα του Sender. Ο Alaiz ήταν μεγάλος συγγραφέας, ένα άτομο που η εργασία του ήταν φωτεινή· στην πραγματικότητα, ήμουν μαθητής του σε κάποιο βαθμό. Αλλά αυτό δεν με απέτρεψε από το να αντιλαμβάνομαι τα πολλά του ελαττώματα, με την έννοια ότι ήταν κάποιος που έφτασε στην κορυφή, και έπειτα βυθίστηκε.

Κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών υπήρχε μεγάλη αναταραχή που προκαλούνταν από τα πρακτικά προβλήματα. Υπήρχε μία μαξιμαλιστική τάση υπέρ της δράσης, μπορείς να την αποκαλέσεις Μπακουνική, που ισχυριζόταν πως η καταστροφή θα οδηγούσε στην οικοδόμηση. Την ίδια περίοδο, υπήρχαν εκείνοι που έλεγαν, “όχι, είναι αναγκαία για εμάς να έχουμε όσο πιο ακριβή γίνεται την ιδέα και το σχέδιο της επανάστασης που θα πραγματοποιήσουμε”. Εδώ έρχεται ο Isaac Puente. Ο ίδιος ο Carbó έγραψε μία σειρά από φουτουριστικά άρθρα. Και το ίδιο έκανε ο Higinio Noja Ruiz, ένας από τους καλύτερους αναρχικούς συγγραφείς της δεκαετίας του τριάντα. Ήταν η κινητήρια μηχανή πίσω από το περιοδικό Estudios. Ήταν ο μοναδικός αναρχικός αυτής της περιόδου, που έγραψε νουβέλες για μαζικό κοινό. Ενδιαφερόταν για οικονομικά προβλήματα δομικού τύπου, και ήταν επιτυχημένος τόσο όσο δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης όσο και ως μυθιστοριογράφος. Επομένως όλες αυτές οι τάσεις υπήρχαν ήδη πριν από τον πόλεμο.

Επομένως τι μαθήματα μπορούμε να πάρουμε από τη συμμετοχή της CNT στην εξουσία;

Καταστροφικά, ολοκληρωτικά καταστροφικά, αφού η CNT ανέλαβε ένα θλιβερό βάρος. Η CNT δεν ήταν σε κατάσταση να αφήσει το δικό της έδαφος και να τοποθετηθεί σε ένα άλλο που ήταν γεμάτο παγίδες και δόλο. Η CNT δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σε ένα μήνα, ή σε δύο χρόνια, ή ακόμα και σε τέσσερα χρόνια. Δεν μπορούσε να κάνει αυτή τη μετάβαση, αυτή την αντιστροφή πολιτικού και δεσποτικού τύπου, με τις απάτες και τα ψέμματα της. Ήταν ανίκανη να το κάνει.

Πρώτα από όλα γιατί ήταν συγκρουόμενη με τη δική της ψυχολογία· δευτερευόντως γιατί δεν μπορούσε να αναλάβει ένα πρόγραμμα αυτο-επαναεκπαίδευσης, για επιταχυνόμενη μετατροπή σε μία πολιτική οργάνωση με όλα τα προαπαιτούμενα της, όπως οι υπόλοιπες. Αυτά όλα υποθέτουν ότι η CNT ήταν στο σωστό δρόμο – νομίζω πως όχι. Η CNT δεν μπορούσε ούτε από την τακτική πλευρά ούτε από την πλευρά των αξιών, να αποδεχτεί μία απεριόριστη συνεργασία. Η CNT ήταν ικανή να εμπλακεί σε μία περιορισμένη συνεργασία, χωρίς την ανάγκη να ντύσει τους μαχητές της σαν κλόουν και να τους καθίσει στο σκαμνί, κάνοντας τους να στοιχειώνουν τους διαδρόμους των κυβερνήσεων σαν φαντάσματα.

H CNT θα μπορούσε να εμπλακεί σε μία θετική εργασία χωρίς να αφήνει το δικό της έδαφος, που ήταν τα συνδικάτα, και η οικονομία· η δεύτερη ήταν αποφασιστικός παράγοντας για τον πόλεμο και την επανάσταση.

Και αφήνοντας αυτό το έδαφος όχι μόνο άφηνε τη δική της περιοχή αλλά επίσης υποχρεωνόταν να συγκρουστεί με τους συντρόφους της. Χρειάζεται μόνο να θυμηθούμε εκείνες τις ομιλίες των Μαρξιστών στις οποίες επιτίθενται σε εκείνους που τόλμησαν να κρατήσουν την κλασική θέση.

Δηλαδή, χωρίς εξτρεμισμό, χωρίς να κάνει το τρομακτικό παιδί, χωρίς να κλειστούμε σε μία 100% αδιάλλακτη θέση από φιλοσοφική άποψη, η CNT, με το οικονομικό μοχλό στα χέρια της, με τις κολλεκτίβες, και με τόσα άλλα πράγματα που είχε στην εμβέλεια της, μπορούσε να εξαπολύσει μία αποτελεσματική αντιπολίτευση, ενώ δρώντας διαφορετικά οι εχθροί της CNT κατάφεραν να συντρίψουν την αντιπολίτευση της και να στρέψουν τους ομοσπονδιακούς θεσμούς της εναντίον της. Συμπέρασμα, η συμμετοχή στην κυβέρνηση ήταν αρνητική από κάθε πλευρά.

Η Federica τώρα λέει ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Αυτό σημαίνει ότι σε μία παρόμοια κατάσταση θα έκανε το ίδιο πράγμα. Αναρωτιέμαι: πώς μπορεί κάποια να αποκαλεί τον εαυτό της αναρχική όταν αποδέχεται όχι μόνο το γεγονός πως ήταν υπουργός, αλλά και ότι θα ξαναγινόταν μια ακόμα φορά;

Ποιος εκπροσωπεί τη FAI μέσα στο ελευθεριακό κίνημα και ποιες τάσεις υπήρχαν μέσα της; Δεν νομίζεις πως η ομάδα που αποκαλούσες αναρχομπολσεβίκους ήταν από μερικές απόψεις πολύ ελευθεριακοί; Σε ρωτάω για την FAI γιατί μετά τον πόλεμο τόσο οι αστοί όσο και οι μαρξιστές, απεικόνισαν τους μαχητές της FAI ως τέρατα κι εκείνους της CNT ως ευπρεπείς συντρόφους.

Αυτό ανοίγει ένα ολόκληρο αστυνομικό μυθιστόρημα. Εδώ μπροστά σου έχεις δύο ανθρώπους που ήταν μέλη της FAI (κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο J. Peirats συνοδευόταν από τον φίλο του Canela)· ήμουν γραμματέας της τοπικής ομοσπονδίας των ομάδων και ο φίλος μου Canela ήταν γραμματέας της περιφερειακής ομοσπονδίας. Ήμασταν συνολικά αντίθετοι σε έναν ορισμένο τύπο προπαγάνδας της FAI που δεν εκπεμπόταν ακριβώς από την ίδια την FAI. Δηλαδή, υπήρχαν άτομα που δεν ανήκαν στη FAI και επειδή εγώ ήμουν, από την τοπική ομοσπονδία, στη θέση να τους ελέγχω αλλά ήμουν ανίκανος να το κάνω, και υποθέτω ο Canela δεν μπορούσε επίσης να τους ελέγξει από τη θέση της περιφερειακής ομοσπονδίας.

Τα άτομα αυτά ήταν εκείνα που ανέβαιναν στο βήμα, και μιλούσαν στο όνομα της FAI. Και όλα αυτά τα συνειδητοποιήσαμε μέσα από τις εφημερίδες, φτάνοντας στο σημείο μία μέρα να κάνουμε μία συνάντηση με τους Ascaso, García Oliver and Aurelio Fernández στην τοπική ομοσπονδία. Και τους είπαμε αυτό έπρεπε να σταματήσει, δηλαδή πως προκειμένου να μιλάνε με τον τρόπο που μιλούσαν όφειλαν πρώτα να ξεκαθαρίζουν σε τι οργάνωση ανήκαν και ποιον εκπροσωπούσαν. Και η απάντηση τους ήταν πως δεν εκπροσωπούσαν τη FAI, αλλά ήταν σίγουρα εξουσιοδοτημένοι από της Επιτροπές άμυνας, οργανώσεις που υπήρχαν εκείνη την εποχή, και δημιουργήθηκαν ειδικά για να δρουν, σε απεργίες και περιόδους αναταραχών, και πρέπει να το παραδεχτούμε πως σε ένα σημείο ήταν αποτελεσματικές: στις 19 Ιούλη αυτές οι επιτροπές εργάστηκαν αρκετά καλά.

Δηλαδή, υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν με ένα τρόπο που ανέφερα πιο πάνω, δίνοντας την εντύπωση πως η FAI ήταν μία μυστική Μασονική ή Γιακωβίνικη ομάδα. Μιλούσαν στο όνομα της FAI. Αλλά η αλήθεια είναι πως εμείς, στην τοπική ομοσπονδία, δεν τους ελέγχαμε, αν και είχαν υποστηριχτές μέσα στις γραμμές μας.

Επομένως, όσον αφορά το ερώτημα της επιρροής της CNT και της FAI: η CNT είναι η οργάνωση που σχηματίστηκε το 1910. Επομένως από κοινωνική άποψη είναι μία από τις παλιότερες επαναστατικές οργανώσεις, που έχει υπάρξει ποτέ στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα, η CNT και η FAI ήταν δύο ξεχωριστές οργανώσεις. Η σχέση ανάμεσα τους έχει παραποιηθεί μεροληπτικά, αφού η δημιουργία της FAI αποδίδεται στην ανάγκη να ελεγχθεί η CNT. Αυτό είναι λάθος. Όχι και πολύ καιρό πριν, ανακάλυψα τις περιλήψεις των πρακτικών του συνεδρίου της Βαλένθια του Ιουλίου του 1927, όταν ιδρύθηκε η FAI. Ολόκληρα τα πρακτικά αυτού του συνεδρίου δεν υπάρχουν. Έχουν χαθεί. Ευτυχώς, κάποιος συνέταξε τις περιλήψεις αυτές που έπεσαν στα χέρια μου όταν ήμουν γραμματέας της FAI το 1933-36. Σε αυτή την περίληψη των πρακτικών αναφερόταν οι επιτροπές της CNT-FAI, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Δηλαδή, αναφερόταν η συνεργασία παρά η υπαγωγή της μίας οργάνωσης στην άλλη.

Κατά την επανάσταση, η FAI υιοθέτησε την ίδια πολιτική με τη CNT. Και αυτό μου επέτρεψε να φτάσω σε ένα συμπέρασμα το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον. Έχει ειπωθεί πως η FAI ήταν αυτή που καθοδηγούσε την CNT. Πάντα υποστήριζα το αντίθετο: ήταν η CNT που έδωσε τις εντολές στη FAI· ήταν η CNT που επηρέασε, απορρόφησε και αποτύπωσε στη FAI τα διακριτικά της χνάρια. Η CNT ήταν μία οργάνωση συνδικαλιστικού τύπου και η FAI όφειλε να είναι μία οργάνωση ιδεολογικού τύπου. Προβλήματα οικονομικού τύπου και εκείνα που αναδύθηκαν από το επαναστατικό πλαίσιο της στιγμής που επηρέασαν τη CNT απορροφήθηκαν επίσης και από τη FAI. Επιπλέον όλοι οι μαχητές της FAI προερχόταν από τη CNT: και για τους δύο λόγους, η FAI όφειλε να είναι η αντανάκλαση της CNT. Για αυτό πάντα υποστήριξα ότι η δεν ήταν η FAI που κυριαρχούσε στη CNT, αλλά η CNT κυριάρχησε στη FAI. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου: ήταν η CNT που πήρε τα ηνία, και η FAI δεν ήταν τίποτα παρά ένας συνταξιδιώτης, ένας φίλος, μία φτωχή σχέση της FAI.

Έτσι εκείνοι που πήραν την απόφαση να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση – οι García Oliver, Federica Montseny – δεν ήταν μέλη της FAI; Το αναφέρω μόνο γιατί κάποιοι κανονικά τους συνδέουν με τη FAI.

Οι García Oliver, Ascaso και άλλοι είχαν τη δική τους FAI: την ομάδα “Los Solidarios”. Σε κάθε γεγονός, το έχω πει επανειλημμένα ότι υπήρχαν δύο υπουργοί από τη CNT στην κυβέρνηση και δύο υπουργοί της FAI. Επίσημα, ωστόσο, υπήρχαν τέσσερις υπουργοί της CNT. Το γεγονός πως οι υπουργοί ήταν οι Peiró και López από τη μία πλευρά και οι García Oliver και Federica Montseny από την άλλη, δείχνει ξεκάθαρα ότι υπήρχαν δύο ρεύματα: το ρεύμα της FAI και το ρεύμα των συνδικάτων. Είναι αλήθεια πως η Federica Montseny πάντα ταυτιζόταν με τις δράσεις της FAI, αλλά δεν πιστεύω ότι ανήκε σε οποιαδήποτε ομάδα της FAI πριν το κίνημα του 1936.

Όσο για τους García Oliver, Ascaso, Durruti κλπ πάντα υποστήριζα πως είχαν τη δική τους FAI. Ήταν περίπου 30 μέλη. Και αυτή η ομάδα εργαζόταν αυτόνομα. Μιλούσε στο όνομα της FAI, γιατί η FAI ήταν η ασπίδα της, το σπαθί και ο μύθος της. Και φυσικά, ήταν δύσκολο για αυτούς να επινοήσουν μία νέα οργάνωση.

Οι αναρχομπολσεβίκοι ταυτιζόταν με την FAI, αν και η Federica Montseny δεν ήταν μέλος της τάσης αυτής και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήταν στην πλευρά του García Oliver. Ο García Oliver, πριν και κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της επανάστασης, είχε ήδη προσδιορίσει τον εαυτό του ως υποστηρικτή της κατάκτησης της εξουσίας. Νομίζω όμως πως είναι αμφισβητήσιμο πόσο ειλικρινής ήταν. Πάντα έλεγα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, πως ο García Oliver ήταν υποστηρικτής της κατάκτησης της εξουσίας κατά τη διάρκεια των πρώτων μερών του Ιουλίου, γιατί ήξερε πως η CNT δεν μπορούσε να κρατήσει την εξουσία μόνη της. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο García όχι μόνο άλλαξε τη γνώμη του αλλά και κατέληξε στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο Canela εγώ και τέσσερις ή πέντε ακόμα φτιάξαμε την ομάδα, “Afinitat”. Ήμασταν πάντα σε αντίθεση μέσα στη FAI. Ισχυριζόμασταν πως η FAI θα έπρεπε να υλοποιεί δουλειά ιδεολογικού, αναρχικού και δογματικού τύπου με σκοπό να μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη δύο οργανώσεων: η μία που θα μιλούσε για ιδέες και η άλλη που θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα συνδικαλιστικού τύπου σαν τη CNT. Πιστεύαμε πως η FAI δεν έπρεπε να είναι ένα αντίγραφο της CNT, γιατί μία από τις δύο θα ήταν περιττή.

Πώς αντέδρασε η CNT στην πορεία των γεγονότων της Ρωσίας που ξεκίνησαν το 1917, όσον αφορά τα νέα της εξόντωσης των Ρώσων ελευθεριακών από τους Μαρξιστές Μπολσεβίκους; Και γενικότερα, τι θέση πήρε η CNT σε σχέση με τη Ρωσική Επανάσταση και τη γραφειοκρατική αντεπανάσταση των Μαρξιστών;

Η ρωσική επανάσταση, όπως όλες οι επαναστάσεις, πάντα, έφερε συγχύσεις ιδεολογικού και τακτικού τύπου. Σε αυτή την εποχή ήμουν πολύ νέο παιδί. Το 1917, δεν ήμουν ακόμα μέλος κάποιας οργάνωσης· συνδέθηκα με κάποια το 1922 στην ηλικία των δεκατεσσάρων. Σε αυτή την ηλικία ήταν αδύνατο να καταλαβαίνω πραγματικά αυτά τα θέματα. Ήμουν σε θέση να τα γνωρίσω αργότερα, μέσω ντοκουμέντων.

Θυμάμαι αρκετά καλά, ως αίτιο σύγχυσις, όταν ο ξάδερφος μου, που ήταν μαχητής, ήρθε στο σπίτι (ήμουν πολύ νέος τότε), και μίλησε στη μητέρα μου για τα σοβιέτ. Ο ξάδερφος μου ήταν μέλος της CNT · είχε ήδη συλληφθεί, και είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός. Μίλησε στη μητέρα μου για όλα εκείνα τα πράγματα και για πρώτη φορά άκουσα να μιλάνε για τη δικτατορία του προλεταριάτου, και η ιδέα αυτή σταθεροποιήθηκε στο μυαλό μου. “Γιατί”, είπε ο ξάδερφος μου, “υπάρχει μία καθολική δικτατορία και μία καθολική ψηφοφορία” (είπα στον εαυτό μου: “καθολική ψηφοφορία; Αυτό θα πρέπει να είναι κάποιο είδος κατσαρόλας ή κάτι τέτοιο”) “Υπάρχει η τάση του Μπακούνιν και υπάρχει η τάση του Κάρλ Μάρξ και του Λένιν.” Και τα άκουγα όλα αυτά, και σάστιζα αλλά δεν καταλάβαινα. Αυτές ήταν οι πρώτες μνήμες μου. Αργότερα, όταν πήρα το σπαθί μου και ξεκίνησα για περιπέτεια, τότε ήταν που αναζήτησα τεκμηρίωση για όλα αυτά τα γεγονότα.

Στην Ισπανία ήταν μία εποχή μεγάλης σύγχυσης. Κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης, οι εδώ αναρχικοί οπλίστηκαν ως μπλοκ, γιατί οι Μπολσεβίκοι την ίδια στιγμή έλεγαν πως ήταν αναρχικοί και Μαρξιστές. Eκείνη την περίοδο και οι αναρχικοί και οι CNTίστας αυτοαποκαλούνταν Μπολσεβίκοι όσο και αναρχικοί. Δηλαδή, δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα τους. Εάν έχεις διαβάσει το βιβλίο του Λένιν, Κράτος και επανάσταση, θα συμφωνήσεις ότι είναι ένα κείμενο, που σίγουρα χρησιμοποιούσε αναρχίζουσα φρασεολογία, αν και το αληθινό του πρόσωπο αποκαλύφθηκε, αυτό το βιβλίο δημιούργησε μεγάλη σύγχυση γιατί εκδόθηκε ακριβώς το 1917. Και το 1918 βγήκε η δεύτερη έκδοση του. Αλλά το Κράτος και επανάσταση δεν τελείωσε ποτέ, διακόπηκε. Ο Λένιν εξήγησε ότι αυτό έγινε γιατί η επανάσταση δεν είχε τελειώσει ακόμα. Αλλά αποδείχθηκε ότι το 1918 έγινε μία δεύτερη έκδοση, στην οποία δεν πρόσθεσε ή αναθεώρησε κάτι, που να δείχνει πως ήδη είχε σύμπλεγμα ενοχής.

Αλλά το βιβλίο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την νοοτροπία της εποχής, τον πυρετό της δράσης που υπήρχε τότε (η ρωσική επανάσταση, η αναταραχή στη Γερμανία και την Ιταλία), μεγάλωνε μόνο τη σύγχυση. Οι σοσιαλιστές καθεαυτοί στην Ισπανία ένιωθαν την πίεση από τους υποστηριχτές της Τρίτης Διεθνούς. Μέχρι ένα σημείο αυτό είναι κατανοητό.

Η συνέπεια όλως αυτών ήταν ότι η CNT αντιμετώπισε επίσημα το πρόβλημα για πρώτη φορά στο συνέδριο του 1919, που αποκαλούμε Κωμωδία, γιατί διεξάχθηκε στην Κωμωδία της Μαδρίτης (οι σοσιαλιστές πάντα το αποκαλούσαν “συνέδριο της κωμωδίας”, θέλοντας να πουν με τον τρόπο τους πως ήμασταν ένα μάτσο κωμικών). Εκεί έγινε μία πολλή διεξοδική συζήτηση. Σε αυτό μπορεί κάποιος να καταλάβει τον αποπροσανατολισμό που επέδρασε σε κάθε άνθρωπο που είχε μία ξεκάθαρη ματιά των πραγμάτων όπως ο Carbó και ο Buenacasa. Ο Carbó έλεγε: “Θέλουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου, την αγαπάμε, την υπερασπιζόμαστε, και θα την υπερασπιζόμαστε.” Αυτό έλεγε· κάποιος που ήξερε τον Carbó, και γνώριζε πως ήταν αναρχικός από την κεφαλή μέχρι τα νύχια, θα αναρωτιόταν: πώς ήταν δυνατό ο Carbó να έλεγε ένα τόσο αντιφατικό πράγμα εκείνη τη στιγμή; Οι λόγοι του Buenacasa ήταν επίσης καταστροφικοί. Αντίθετα, υπήρχε ο λόγος του Quintanilla που ήταν ηγέτης της αντιπολίτευσης. Οι λόγοι του Quintanilla του παλιού Αστουριανού συνδικαλιστή, είναι πιο ξεκάθαροι. Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ριζωμένος στο δόγμα (θεωρία) και με όραμα για το μέλλον. Έβλεπε την ανάπτυξη της διαδικασίας της επανάστασης στη Ρωσία και επέτρεψε στον εαυτό του να την κρίνει και να αντιμετωπίσει το ρεύμα των μπολσεβίκων που οδηγούνταν με ακρίβεια από τον Hilari Arlandís (ο οποίος αργότερα θα γινόταν μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος)

Οι λόγοι υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν το αποτέλεσμα της απουσίας πληροφόρησης και της δημαγωγίας των μπολσεβίκων. Η λέξη επανάσταση είναι κάτι το οποίο κινεί τα μυαλά των ανθρώπων. Όταν μια επανάσταση συμβαίνει, αρχικά υπάρχει μία σύγχυση που ωστόσο αργότερα σκορπίζει. Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός της επανάστασης είναι ότι προκαλεί στους ανθρώπους βρασμό και κοχλασμό. Έχει μία τεράστια ελκυστική δύναμη. Και αυτοί οι άνθρωποι ήταν στη μέση αυτής της φάσης. Νομίζω – δεν έχω δει πολλά αντίγραφα αυτού – πως είχε τυπωθεί και ένα περιοδικό που λεγόταν El Soviet. Είχε εκδοθεί από τη CNT.

Τελοσπάντων, η πολεμική που αναπτύχθηκε στο Συνέδριο συνοψίζεται στο λόγο του El Noi del Sucre (ζαχαρόπαιδου), Seguí. Ο Segui φαίνεται πως προσπάθησε να ενώσει τις δύο τάσεις. Πρότεινε η CNT να ζητήσει από την Τρίτη Διεθνή να είναι προσωρινό μέλος, ενώ περίμεναν τη σύγκλιση ενός διεθνούς συνεδρίου στην Ισπανία, ώστε η Διεθνής θα έχει ένα συνεπές δόγμα, που θα αναγνωρίζεται από όλες τις συστατικές ομάδες.

Αυτή ήταν η αιτία της αποστολής του Pestaña. Ο Pestaña πήγε στη Ρωσία, και σύντομα μετά την άφιξη του ξεκίνησε να παρατηρεί μία σειρά ανωμαλιών. Εκεί έκανε φυσικά επαφή με τους αναρχικούς, που είχαν υποστεί τη σφαγή του 1918. Η αντίδραση ενάντια στους Ρώσους αναρχικούς ξεκίνησε το 1918. Και το 1919, όσοι αναρχικοί δεν ήταν φυλακισμένοι ή πεθαμένοι, ξεκίνησαν τον αντιμπολσεβίκικο αγώνα.

Ανάμεσα τους βρίσκουμε για παράδειγμα την Emma Goldman και τον Alexander Berkman, που είχαν απελαθεί από της ΗΠΑ στην χώρα προέλευσης τους, γιατί διεξήγαγαν προπαγάνδα ενάντια στον πόλεμο.
Οι Goldman και Berkman, παρά τις μπολσεβίκικες τάσεις τους (στις ΗΠΑ, η Goldman είχε δημοσιεύσει μία μπροσούρα που υπερασπιζόταν τους Μπολσεβίκους) όταν έφτασαν στη Ρωσία αναγνώρισαν γρήγορα τι γινόταν πραγματικά· η Goldman αντέδρασε πρώτη, αφού ο Berkman ήταν πιο σκεπτικός, του πήρε λίγο περισσότερο να αντιμετωπίσει τα γεγονότα, γιατί σκεφτόταν πως η κατάσταση μπορεί να ήταν το προϊόν αυτοσχεδιασμού, που με το πέρασμα του χρόνου θα έβρισκε το σημείο ισορροπίας της, και η επανάσταση υποβαλλόμενη σε αλλαγές τελικά θα έφτανε τον πραγματικό της σκοπό. Στο τέλος, ωστόσο, πείστηκε πως η κατάσταση ήταν μη αντιστρέψιμη.

Όταν ο Pestaña έφτασε στη Ρωσία το 1920, βρήκε εκεί όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και οι μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν πια να τον αποπλανήσουν. Έκανε επαφή με του συντρόφους. Τον πληροφόρησαν για την κατάσταση. Οι ίδιοι οι Goldman και Berkman ήταν σε επαφή με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ρωσική αντίσταση. Το ίδιο κι ο Κροπότκιν που ζούσε ακόμα. ο Pestaña τον επισκέφτηκε επίσης. Έτσι όταν ο Pestaña επέστρεψε από τη Ρωσία έφερε μαζί του τη διόρθωση. Όταν έφτασε η Βαρκελώνη, βρισκόταν κάτω από τη δικτατορία του Martínez Anido και έτσι ο Pestaña δεν μπορούσε να φέρει την αναφορά του. Η οργάνωση ήταν παράνομη. Λίγο καιρό μετά, η αναφορά του δημοσιεύθηκε με τη μορφή μπροσούρας. Ο Pestaña στάλθηκε στη Ρωσία για να λάβει μέρος στο Δεύτερο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς, όπου εκπροσωπούσε τη CNT. Στην αναφορά του εξηγεί όλες τις αποτρόπαιες και ύπουλες μηχανορραφίες που οι μπολσεβίκοι και οι λακέδες τους πραγματοποιούσαν πίσω από τις κλειστές πόρτες στο συνέδριο όπου είχαν απόλυτο έλεγχο των διαδικασιών. Η κατάσταση οδήγησε τον Pestaña να γράψει πως “η προεδρία ήταν το συνέδριο και το συνέδριο ήταν μία καρικατούρα.” Δεν αναφέρομαι στο βιβλίο του, Εβδομήντα μέρες στη Ρωσία, αλλά στην επίσημη αναφορά που υπέβαλλε με το όνομα του στην επιτροπή της CNT.

Η μπροσούρα αυτή του Pestaña, δυστυχώς δεν μπόρεσε να τυπωθεί παρά μόνο πολύ αργότερα. Η αναφορά είναι του 1921 από τη φυλακή. Αυτό σημαίνει πως δεν τυπώθηκε ποτέ μέχρι το Ομοσπονδιακό συνέδριο της Σαραγόζα το 1922. Το 1921 ήδη είχε υπάρξει μία αντίδραση γιατί οι Ρώσοι αναρχικοί που δεν είχαν τουφεκιστεί πέτυχαν, με μία απεργία πείνας στην φυλακή της Μόσχας να τραβήξουν την προσοχή στην κατάσταση και τη δίωξη την οποία είχαν υποστεί.

Το 1921 μία άλλη αντιπροσωπεία της CNT πήγε στη Ρωσία. Η αντιπροσωπεία αυτή αποτελούνταν από τους Nin, Maurín, Ibáñez και Hilari Arlandís. Εάν ο Pestaña μπορούσε να μεταφέρει την αναφορά του το 1921, είναι πιθανό πως η οργάνωση θα τη λάμβανε υπόψη ώστε να μην στείλει τους συγκεκριμένους εκπροσώπους, αφού κάποιοι από αυτούς ήταν γνωστοί για της μπολσεβίκικες τάσεις τους. Επίσης, η αποστολή αυτή έγινε κατά τη διάρκεια μίας πολύ άγριας καταστολής με τα πιο σημαντικά στοιχεία της οργάνωσης να είναι στη φυλακή ενώ κάποιοι είχαν δολοφονηθεί κάτω από το νόμο της διαφυγής: αυτή ήταν η μοίρα του Evelio Boal (ενός από τους καλύτερους γραμματείς που είχε η οργάνωση ποτέ, σύμφωνα με τον Buenacasa)

Αυτές ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν τον Nin να γίνει γραμματέας της CNT κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γιατί η οργάνωση ήταν νέα και τα άπειρα μέλη τον ψήφισαν. Η αναγγελία που αφορούσε την σύγκλιση της Ολομέλειας δήλωνε ότι θα διεξαχθεί στη Βαρκελώνη, αλλά η τοποθεσία στη συνέχεια άλλαξε στη Lérida, όπου ο Maurín είχε μεγάλη επιρροή. Έτσι υπάρχει κάτι πολύ ύποπτο στην ιστορία της εποχής. Τελοσπάντων, αφού η αναφορά του Pestana δεν ήταν ακόμη ευρέως διαδεδομένη, διορίστηκε αυτή η αντιπροσωπεία, που αναχώρησε για τη Ρωσία για να παρακολουθήσει το Πρώτο Συνέδριο της Ένωσης Διεθνούς Συνδικάτων.

Η αποστολή αυτή δεν ήταν ολική καταστροφή αφού η αντιπροσωπεία πρόσβαλε τον ίδιο τον Τρότσκυ. Κάποια στιγμή, ακριβώς στη μέση των διαδικασιών του συνεδρίου, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών της Emma Goldman και άλλων αναρχικών που κρυβόταν, έγινε μία ισχυρή διαδήλωση που απαιτούσε την απελευθέρωση των φυλακισμένων που κρατούνταν στις φυλακές Checa στην Taganka. Απειλούσαν, ακριβώς στη μέση του συνεδρίου, ότι εάν οι φυλακισμένοι δεν απελευθερώνονταν θα μιλούσαν μέχρι να αποκαλύπτονταν ολόκληρη η υπόθεση. Οι μπολσεβίκοι φοβήθηκαν και υποσχέθηκαν να τους απελευθερώσουν. Πριν την ικανοποίηση της υπόσχεσης έγιναν πολλές μηχανορραφίες. Η αντιπροσωπεία του Nin έπαιξε ένα ρόλο στην καμπάνια. Αυτό ήταν σχετικά ένα άγνωστο γεγονός που η Emma Goldman σχολιάζει στις αναμνήσεις της… Για τους μπολσεβίκους όλοι οι φυλακισμένοι ήταν συμμορίτες.

Όταν το συνέδριο διακόπηκε οι φυλακισμένοι απελευθερώθηκαν, αλλά τους δόθηκαν πλαστά διαβατήρια. Όταν έφτασαν στους προορισμούς τους, οι αρχές προειδοποιήθηκαν ότι ήταν σοβιετικοί κατάσκοποι. Δηλαδή, ο Λένιν τους έδωσε μερικά διαβατήρια με σκοπό να τους καθηλώσει έξω από τη Σοβιετική Ένωση. Επομένως, για παράδειγμα, όταν οι Goldman και Berkman έφτασαν στη Λιθουανία φυλακίστηκαν. Τελικά, χάρη σε διάφορες διαδηλώσεις, εκείνοι οι σύντροφοι θα μπορούσαν να ζήσουν νόμιμα σε άλλες χώρες.

Εκείνη την εποχή στη Γερμανία υπήρχε μία πολύ μικρή αλλά ενδιαφέρουσα δραστήρια οργάνωση: η FAUD. Η ηγετική της φιγούρα ήταν ο Rocker. Είχε μερικούς ικανούς άνδρες, άνδρες που ήταν στην πραγματικότητα θεμελιωτές του νέου αναρχοσυνδικαλισμού, αφού ο παλιός αναρχοσυνδικαλισμός της CGT ήταν σε υποχώρηση: οι σοσιαλιστές τον ανέλαβαν και εκείνοι που ήταν πρώτα μέρος της αναρχικής τάσης όπως ο Monatte, κινήθηκαν προς τον μπολσεβικισμό.

Η οργάνωση αυτή FAUD, είχε άμεσες σχέσεις με τους Ρώσους αναρχικούς· η γεωγραφική εγγύτητα τους επέτρεπε να θεμελιώσουν κανάλια για την ανταλλαγή πληροφοριών. Η FAUD ήταν η πιο καλά πληροφορημένη οργάνωση χάρη στη Ρωσική πραγματικότητα, που τη διέδιδε σε ολόκληρο τον κόσμο. Δημοσίευσε τις μπροσούρες του Rocker, Μπολσεβικισμός και Αναρχισμός και Σοβιέτ ή Δικτατορία. Έπειτα δημοσίευσε το βιβλίο του Arsinov για το κίνημα του Μακχοβινισμού, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην ισπανική γλώσσα στην Αργεντινή.

Το 1922 το εθνικό συνέδριο της CNT έγινε στη Σαραγόζα, μετά την πτώση του καθεστώτος του δήμιου Martínez Anido. Σε αυτό το συνέδριο κάθε τι μπορούσε να λεχθεί. Ο Nin δεν ήταν παρών γιατί παρέμενε στη Ρωσία· ούτε o Maurin ήταν εκεί, πιθανά γιατί δεν είχε καν προσκληθεί. Το μόνο μέρος της αντιπροσωπείας στη διεθνή των κόκκινων συνδικάτων που έλαβε μέρος στο συνέδριο ήταν ο Arlandís: ήταν ολοκληρωτικά συγκλονισμένος. Ο Pestaña και ο Peiró ήταν εκεί. Ο Leval υπέβαλλε μία αναφορά που προκάλεσε φασαρία. Τότε η απόφαση του 1919, που ήταν προσωρινή, αναθεωρήθηκε.

Κάποιοι λένε ότι ο Salvador Seguí ήταν “μαρξιστής avant la lettre”. Νομίζεις ότι αυτή η άποψη είναι αληθινή;

Ειλικρινά, αυτή είναι μία παράλογη άποψη. ο Segui δεν ήταν ποτέ μαρξιστής. Ήταν ένας άνδρας που τοποθετούσε τον εαυτό του στο κέντρο. Πίστευε στην οργάνωση. Απεχθανόταν τον εξτρεμισμό, ήταν ένας εποικοδομητικός άνθρωπος, συνδικαλιστής πάνω από όλα. Δεν υπήρχε τίποτα μαρξιστικό σε αυτόν.

Γιατί οι Ρώσοι αναρχικοί, ακόμα και αν ήταν περισσότεροι από τους μπολσεβίκους, συντρίφθηκαν από τους τελευταίους;

Κοίτα δεν ξέρω αν ήταν περισσότεροι. Συντρίφθηκαν γιατί οι πιο βάρβαροι συντρίβουν πάντα τους λιγότερο βάρβαρους. Εάν αναλύσεις πιο λεπτομερώς τις συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργούσαν οι μπολσεβίκοι, τις πολιτικές τους ικανότητες, τον Ιησουτισμό τους, την ατελείωτη απεραντολογία τους, τα κίνητρα που επικαλούνταν για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, θα καταλάβεις τη δύσκολη και μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονταν οι αναρχικοί. Πρώτα από όλα, για παράδειγμα, υπήρχε η φτώχεια των ανθρώπων, που απαιτούσε περισσότερες θυσίες. Έπειτα, υπήρχε η Λευκή επίθεση που προσπάθησε να κατακτήσει την περιοχή· και η διεθνής συνωμοσία όλων των μεγάλων δυνάμεων, και τόσοι άλλοι παράγοντες. Όλα αυτά μοιάζανε με τον πόλεμο μας , όταν είχαμε συγκλονιστεί από το θέαμα της Federica Montseny και όλων των άλλων που ήταν στην κυβέρνηση κακολογώντας τις συλλογικότητες. Λέγαμε στους εαυτούς μας: “Τι θέλετε;” Εάν επιλέξουμε κάθε άλλο δρόμο, ολόκληρος ο κόσμος θα στραφεί εναντίον μας, θα πρέπει να σπάσουμε την πολιτική συνεργασιών μας, και η συνεργασία είναι το μόνο πράγμα που κρατάει τον πόλεμο και ο πόλεμος […]” Τελοσπάντων εκείνοι από εμάς που είχαν περάσει μέσω μία τέτοιας κατάστασης θα κατανοούν καλά τη ρωσικής περίπτωση. Οι επαναστάσεις είναι επικίνδυνες γιατί μας οδηγούν σε ένα είδος ψυχολογικής κατάστασης όχι μόνο στο μαζικό επίπεδο, αλλά και στο ατομικό. Η πείνα για παράδειγμα. “Υπάρχει πείνα γιατί η οικονομία δεν έχει ακόμα ανοικοδομηθεί”· ο φόβος των αντιδραστικών δυνάμεων: “πρέπει να συγκεντρώσουμε την κρατική εξουσία σε μία σιδερένια γροθιά προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις στρατιές των Λευκών στρατηγών”· και η απουσία προετοιμασίας του λαού· και το διεθνές εμπάργκο. Και όλα αυτά είναι κρίσιμα, όπως ήταν κρίσιμα στον πόλεμο μας. Χτυπούσαμε τα κεφάλια μας. “Πηγαίναμε προς την καταστροφή” λέγαμε στους εαυτούς μας, “προς την άρνηση αυτού που ήμασταν κάποτε”. Δεν παράπαιε η μάζα του λαού μόνο, αλλά και πολλά άτομα, αρχής γενομένης από τους αρχηγούς, που έκαναν στροφή 180 μοιρών.

Ποιος ήταν ο λόγος για την σταλινική καταστολή και τη δολοφονική εκστρατεία ενάντια στους POUμιστας και τους ελευθεριακούς, ιδιαίτερα ακολουθώντας την πολιτική ηγεμονία των σταλινικών που επιτευχθεί στα γεγονότα του Μάη του 1937;

Οι λόγοι για όλα αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν στην επιρροή της GPU, της ρώσικης μυστικής αστυνομίας, στα χέρια της οποίας μπορούμε να πούμε πως δόθηκε η δύναμη της λήψης αποφάσεων όσον αφορά τη δημόσια τάξη. Οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν στα χέρια αυτών των ανθρώπων. Δηλαδή, είχαν διεισδύσει τόσο πολύ στο ρεπουμπλικανικό καθεστώς που ήρθε η στιγμή που η κυβέρνηση δεν ήταν πλέον κυβέρνηση. (εάν δεχτούμε ότι μία κυβέρνηση μπορεί να πάψει να είναι κυβέρνηση). Υπήρχε ένα κράτος μέσα στο κράτος. Και αυτό το κράτος μέσα στο κράτος αποτελούνταν, για παράδειγμα από τις μοχθηρές δυνάμεις που απελευθερώθηκαν εδώ από τον Στάλιν, και με την νοοτροπία του Στάλιν, όλα έχουν εξήγηση. Αυτό που συνέβη εδώ δεν ήταν παρά μία αντανάκλαση της ίδιας πολιτικής που είχε εφαρμόσει ο Στάλιν στη Ρωσία. Ξέρεις ότι στη Ρωσία, αντίθετα από τι μπορεί να υποθέσει κάποιος, ο Στάλιν ενάντια στα ίδια τα συμφέροντα της Ρωσίας, δολοφόνησε τους πάντες, ακόμα και τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους. Η Ρωσία χρειαζόταν στρατηγούς, αξιωματικούς και αντί για αυτό ο Στάλιν τους ξεφορτώθηκε. Ήταν μία μη πραγματική πραγματικότητα.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ενεργήσουν με άλλο τρόπο. Ήταν η φυσική εξόντωση όχι μόνο όσων ήταν εχθροί αλλά και όσων από εκείνους δεν θεώρησαν ποτέ τους εαυτούς τους εχθρούς. Ήταν εκκαθάριση απλά και ξεκάθαρα. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για να εφαρμοστεί αυτή η εκκαθάριση· δεν είναι οι οι ίδιοι Ρώσοι που έκαναν τη δουλειά. Οι Ισπανοί επίσης ήταν ικανοί να δράσουν με τον ίδιο τρόπο σε συγκεκριμένες καταστάσεις, όταν υπάρχει φανατισμός, όπως υπήρχε τότε, ειδικά εάν δημιουργούνται συμφέροντα γραφειοκρατικού τύπου.

Ποια κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα υποτίθεται υπηρετούσαν οι πράξεις των σταλινικών;

Οι σταλινικοί στην Ισπανία δεν είχαν δικές τους προσωπικότητες. Εκτελούσαν τις διαταγές της Μόσχας και ήταν ικανοποιημένοι με την απόκτηση πολιτικών και στρατιωτικών θέσεων. Τα συμφέροντα τους ήταν εκείνα του σοβιετικού κράτους, όχι εκείνα που είχαν ως Ισπανοί. Ήταν κούκλες ελεγχόμενες από τον Στάλιν, που κολάκευε τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Γενικά μπορούμε να πούμε πως υπήρχαν εκείνοι που δρούσαν κι εκείνοι που σταματούσαν να δρουν. Εκείνοι που δρούσαν ήταν φυσικά οι κομμουνιστές, που από την πλευρά τους δρούσαν εκ μέρους των μυστικών πρακτόρων της CPU. Και εκείνοι που έπαυαν να δρουν ήταν οι ελευθεριακές και οι αστικές δυνάμεις – που φοβόταν την επανάσταση και προτιμούσαν την αντίδραση σε μία πραγματική επανάσταση. Αναφέρομαι πάνω από όλα στους μικροαστούς, όπως η Esquerra Republicana de Catalunya και οι ρεπουμπλικανοί γενικότερα. Σε αυτούς τους ανθρώπους η επανάσταση προκαλούσε μεγαλύτερο φόβο από το φασισμό· ήταν η επανάσταση που τους τρομοκρατούσε πάνω από όλα, σε τέτοιο βαθμό που όταν ήρθε η 19η Ιουλίου, ξέρεις ο Martínez Barrio πρόσφερε στον στρατηγό Mola το υπουργείο πολέμου. Αυτό δείχνει πόσο φοβόταν την επανάσταση· δεν ήθελαν αν συνεχιστεί.

Αργότερα υπήρχε κι ένας ακόμα παράγοντας. Οι κομμουνιστές είχαν έναν τρόπο να δρομολογούν τα πράγματα σε τέτοιες καταστάσεις. Αυτό εκδηλώθηκε επίσης στο Μάη του 68 στο Παρίσι: δεν άφησαν να υπάρξει ένα αριστερίστικο κίνημα στα αριστερά τους. Δεν μπορούν να ανεχθούν την ύπαρξη μίας επανάστασης δίπλα στη δική τους. Πιστεύω πως αυτός ήταν ο λόγος για τη διακήρυξη του πολέμου ενάντια στη CNT. Γιατί ο πόλεμος ήταν ενάντια στη CNT, όχι ενάντια στο POUM. Το POUM βρέθηκε ανάμεσα στη διασταύρωση των πυρών ως ο αδύναμος κρίκος. Αυτό αναλύθηκε αρκετά καλά από τους Broué and Temime στο βιβλίο τους, La révolution et la guerre d’Espagne. Είναι η τεχνική του λουκάνικου να κόβεις ένα μικρό κομμάτι κάθε φορά· καθένας κοιτάζει τον εαυτό του και δεν μπορεί κανείς να τους σταματήσει· κόβουν τα πιο αδύναμα κομμάτια. Όταν οι ρεπουμπλικανοί ήταν στα χέρια τους και είδαν ότι έχουν διαχειριστεί τους σοσιαλιστές, τότε κατευθύνθηκαν προς τη CNT. Το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν ήδη διαιρεμένο πριν τον πόλεμο. Αλλά καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος, οι κομμουνιστές εκμεταλλεύτηκαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κλίκες του Prieto και του Caballero.

O Prieto (o προστάτης του Negrin) είναι το μόνο κύριο υπεύθυνο πρόσωπο για τον σοσιαλιστικό κρυπτοκομμουνισμό του πολέμου. Ο Prieto δεν ήταν στην πραγματικότητα νεγριστής. Ήταν ένας άνθρωπος με έχθρα ενάντια στον Largo Caballero και διώχτηκε για αυτή την έχθρα στο βαθμό που έπαιζε το παιχνίδι των άλλων, ακριβώς εκείνων που αργότερα, με πλήρη δικαιοσύνη, θα απαλλαχτούν από αυτόν. Η πολιτική του Prieto είναι η πολιτική της εκδίκησης. Ο Largo Caballero ήδη τον είχε αποφύγει πολύ πριν τον πόλεμο. Θυμάσαι τη συνάντηση στην Egea που πραγματοποιήθηκε από την φατρία Cabalero όπου συνελήφθησαν οι Νέοι Σοσιαλιστές; Δεν το ξέχασε ποτέ. Και εκείνοι οι νέοι Σοσιαλιστές ήταν νέοι σοσιαλιστές, αλλά τότε ήταν νέοι ενωμένοι σοσιαλιστές: δηλαδή εκρωσισμένοι. Ο Largo Caballero ενεπλάκει σε αυτή τη μανούβρα της ένωσης των δύο νεολαιίστικων οργανώσεων με την πεποίθηση πως θα απορροφούσε τους κομμουνιστές γιατί οι σοσιαλιστές ήταν η πλειοψηφία. Και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο: οι σοσιαλιστές καταβροχθίστηκαν. Αυτή είναι μία επιπλέον απόδειξη πως δεν μπορείς να παίζεις την ενότητα με τους κομμουνιστές. Είναι περισσότερο πανούργοι και πάντα περνάει το δικό τους.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι κομμουνιστές πέτυχαν να διαιρέσουν το σοσιαλιστικό κόμμα και το UGT. Και αυτό τους έκανε ισχυρούς… Και τελικά επιτέθηκαν στην Κυβέρνηση της Καταλωνίας. Είναι ψέμα πως o νόμος της αυτονομίας καταλύθηκε από τον Φράνκο: είχε ήδη καταλυθεί από τη Ρεπούμπλικα την ίδια, από τον Negrín. Και αν τον κατέλυσε ο Negrín, αυτό έγινε γιατί ο Companys το έκανε πριν την κίνηση του ενάντια στην CNT και το POUM. Ο Companys έσκαβε τον τάφο του. Ο Companys ήταν το χέρι των κομμουνιστών κατά τα γεγονότα του Μαΐου. Ο Companys ήταν το αντεπαναστατικό χέρι για να ανακαλύψει αργότερα πως όταν έφτασε η αντεπανάσταση, ο νόμος της αυτονομίας είχε ακυρωθεί.

Για τους πιο αντικειμενικούς ειδικούς, τα γεγονότα του Μαΐου συνιστούσαν μία πρόκληση, της οποίας στρατηγός και οργανωτής ήταν ο Antonov Ovseenko. Οι σύντροφοι, δηλαδή οι σύντροφοι της ομοσπονδίας, αντέδρασαν, μερικοί με την πίστη πως ήταν μία άλλη 19 Ιουλίου, πως η επανάσταση ήταν σε κίνδυνο, και πως όφειλαν να την υπερασπιστούν· άλλοι που μπορούμε να τους αναφέρουμε ως γραφειοκράτες της οργάνωσης, κατέφυγαν στα δικά τους επιχειρήματα, που για εμένα δεν ήταν πολύ ειλικρινή: είπαν πως είναι καλύτερο να μην αντιδράσουν στην πρόκληση. Νομίζω πως αυτή ήταν η γνώμη εκείνων που είχαν άνετες θέσεις και είχαν γραφειοκρατικοποιηθεί.

Υπήρχε επίσης η ομάδα “οι φίλοι του Ντουρούτι” για την οποία έχουν ειπωθεί σχετικά πολλά αλλά ειλικρινά δεν της δίνω τόσο μεγάλη σημασία. Ήταν άνθρωποι που δεν ανήκαν στην CNT και μιλούσαν μία Γιακωβίνικη γλώσσα: “ας κόψουμε τα κεφάλια τους, να σπάσουμε τις επιτροπές, να τους εκτελέσουμε” Γνωρίζοντας αυτούς τους ανθρώπους, δεν ήταν σίγουρα οι πιο ικανοί να διεξάγουν μία συνεπή εκστρατεία.

Η αγριότερη καταστολή κατευθύνθηκε ενάντια στο POUM. Οι συνθήκες γύρω από τη σύλληψη της κεντρικής επιτροπής του POUM και η απαγωγή του Nin είναι καλά γνωστές. Σκότωσαν τον αναρχικό Berneri σαν λαγό. Υπάρχουν αποδείξεις πως τον απήγαγαν· αυτά τα στοιχεία του PSUC (Partido Socialista Unificado de Cataluña) τον καταδίωξαν και τον έπιασαν.[vii] Όπως έπιασαν και όλους τους ομήρους της ελευθεριακής νεολαίας που την είχαν στα χέρια τους, και πολλοί από αυτούς ξαναεμφανίστηκαν στο νεκροταφείο του Cerdanyola. Ο Alfred Martínez δεν βρέθηκε ποτέ. Εξαφανίστηκε.

Όταν οι δυνάμεις εκστρατείας την κυβέρνησης της Βαλένθια ήταν στο δρόμο για τη Βαρκελώνη, σε κάθε περιοχή από την οποία πέρασαν τα στοιχεία της PSUC και οι ρεμπουμπλικάνοι της Esquerra ενθαρύνθηκαν και κυνήγησαν τα ελευθεριακά στοιχεία.

Δεν μπορούσαν να καταδιώξουν τους ελευθεριακούς εδώ στη Βαρκελώνη γιατί τους φοβόταν πολύ. Εκείνη την εποχή ήμουν στη Lérida. Στη Lérida τους κάναμε να υποχωρήσουν. Δεν τόλμησαν να μας επιτεθούν. Σε εκείνη την πόλη το POUM ήταν η πιο ισχυρή δύναμη, εμείς ήμασταν η δεύτερη πιο ισχυρή δύναμη και αυτοί είχαν μερικούς υποστηριχτές. H PSUC στη Lérida εισήχθηκε.
Υπάρχει μία σύγχρονη εκστρατεία να μυθοποιηθεί ο πρόεδρος Companys. Εκμεταλλεύονται συγκεκριμένα το γεγονός ότι πυροβολήθηκε από τους φασίστες. Ποια είναι η θέση σου για τον πολιτικό ρόλο του πρόεδρου Companys και τη μυθοποίηση της μνήμης του που είναι σε εξέλιξη;

Νομίζω πως θα πετύχουν να δημιουργήσουν το μύθο του Companys. Ωστόσο, μιλώντας όχι μόνο ως αναρχικός αλλά και ως πολίτης, νομίζω πως η πολιτική του πρόεδρου Companys χαρακτηρίζεται από πολλά λάθη κι όχι μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ας εστιάσουμε στα γεγονότα του Οκτωβρίου (1934): κανένας πολιτικός άντρας με το κεφάλι στη θέση του, δεν θα συμμετείχε σε ένα τέτοιο σχήμα και με τη συμμετοχή τέτοιων ανθρώπων, όπως έκανε αυτός, βασιζόμενος στις λιγοστές δυνάμεις που είχε στη διάθεση του. Ήταν μία καταστροφική κίνηση. Πρόσθετα, ο Companys δεν θα μπορούσε να νιώθει πως εκπροσωπείται από εκείνους που πολέμησαν στην Αστουρία. Δεν θα μπορούσε να νιώθει πως θα εκπροσωπείται από ό,τι έκαναν ή δεν έκαναν οι σοσιαλιστές στη Μαδρίτη, αφού αμφιβάλλω πως είχαν ιδέα του τι κάνουν. Και ακόμα δεν γνωρίζουμε σήμερα τι σκεφτόταν πως θα κερδίσουν από τα γεγονότα του Οκτωβρίου.

Σε κάθε γεγονός οι πράξεις ενός ατόμου μπορεί να είναι συζητήσιμες όπως σου αρέσει, αλλά εάν έχουν ένα τραγικό αποτέλεσμα, είναι κατανοητό να αναδύονται κάποιες σκέψεις ανθρωπιστικού τύπου. Νομίζω πως όλοι συμπαθούμε τον θάνατο του. Η εκτέλεση του Companys είναι κάτι ατιμωτικό, ντροπιαστικό, εξωφρενικό, βάλε ότι επίθετο θέλεις… Τέλος πάντων, πέρα από αυτό, η δράση του δεν είναι εντυπωσιακή.

Νομίζω πως δεν ήταν ποτέ ο πολιτικός με την κλασική έννοια της λέξης. Έκανε πολλές γκάφες. Επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί από τα στοιχεία που πίστεψε πως μπορούσαν να τον βοηθήσουν αλλά στην πραγματικότητα ήταν αυτά τα στοιχεία που τον ανάγκασαν να παραπαίει. Αυτό έκανε το PSUC. Ο Companys ήταν αυτός που τους έδωσε φτερά. Και ήταν ο Companys που τους βοήθησε και προς το τέλος, το PSUC ήταν ακόμα πιο ισχυρό από την Esquerra Republicana, δεδομένου πως η τελευταία δεν είχε μία μάζα μαχητών που θα μπορούσε να κινητοποιήσει οποιαδήποτε στιγμή, ενώ το PSUC είχε την UGT. Το PSUC είχε καταφέρει να προσελκύσει τα πιο ενεργά στοιχεία των μικροαστών και της αγροτιάς και είχε κατασκευάσει με επιτυχία ένα ισχυρό UGT. Και φυσικά, αυτοί είχαν πάντα υπάρξει η βάση της Esquerra – χωρικοί, εργάτες του λευκού κολάρου – αλλά το PSUC τους κέρδισε με την πλευρά του. Το PSUC διεξήγαγε μία προπαγάνδα ενάντια στους FAIστας κολακεύοντας τους μικρούς και μεγάλους γαιοκτήμονες, σε ένα τομέα που ήταν επίφοβος ανταγωνιστής της Esquerra. Υπονόμευσε τη θέση της και ο Companys συνέχιζε να παίζει το παιχνίδι τους. Ο Companys θα μπορούσε να βασιστεί σε άλλες δυνάμεις.

Επιστρέφοντας στα γεγονότα του Οκτωβρίου· σύμφωνα με τον Munis, το σοσιαλιστικό κόμμα απείλησε να εξεγερθεί, εκτός αν η κυβέρνηση αποδεχόταν την συμμετοχή στο υπουργικό συμβούλιο· στο βορρά η εξέγερση έπαιρνε σοβαρό προβάδισμα μόνο στις περιοχές όπου η γραφειοκρατία του σοσιαλιστικού κόμματος δεν έλεγχε τη βάση. Οι εργάτες ξεκίνησαν την επανάσταση αλλά ο Largo Caballero και η παρέα του χρησιμοποίησαν την εξέγερση των Αστουριανών εργατών ως μοχλό για να αναγκάσουν τον πρόεδρο της ρεπούμπλικας να αποδεχτεί έναν άλλο ρεπουμπλικανικό σοσιαλιστικό κυβερνητικό συνασπισμό.

Αυτή είναι η θέση του βιβλίου μου. Νομίζω πως εκείνοι οι άνθρωποι δεν είχαν πρόθεση να ξεκινήσουν την επανάσταση. Αλλά επίσης προσθέτω ένα ακόμα επιχείρημα· προτιμώ να αναφέρομαι στο έγγραφο του Prieto, που αντέγραψα από μία μπροσούρα του Llopis, που περιλαμβάνει το πρόγραμμα του κινήματος. Εάν το εξετάσεις με λεπτομέρεια θα δεις πως είναι ολοκληρωτικά ένα αστικό πρόγραμμα. Δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στην κοινωνική επανάσταση. Και εκτός αυτού, στην πραγματικότητα ούτε η Μαδρίτη ούτε οπουδήποτε αλλού στην Ισπανία οι σοσιαλιστές δεν κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους.

Νομίζω πως οι λίγοι ηγέτες που κινητοποιήθηκαν σύρθηκαν από τη βάση, μία συγκεκριμένη βάση. Η προέλευση του αστουριανού σοσιαλιστικού κινήματος ήταν βασικά αναρχική. Δηλαδή, στην Αστούρια ήταν αντίθετα από ό,τι ήταν στην Καταλωνία. Όπως στην Καταλωνία οι σοσιαλιστές ήταν ενεργοί αλλά οι αναρχικοί τελικά κυριάρχησαν ως οργάνωση, στην Αστούρια συνέβη το αντίθετο, οι αναρχικοί άναψαν τη φωτιά, οι αναρχικοί εκπαίδευσαν το αστουριανό ταπεραμέντο: αλλά έπειτα έφτασαν οι σοσιαλιστές με τις εκλογικές τους υποσχέσεις και κατέκτησαν το κίνημα των ορυχείων και άφησαν μόνο τα νησιά La Felguera and Gijón. Σε κάθε περίπτωση, ο αστουριανός ανθρακωρύχος ήταν πάντα ένα επαναστατικό στοιχείο. Και άφησε τους αρχηγούς πίσω του. Γιατί αυτό δεν το ήθελαν οι ηγέτες του: ήθελαν απλά να καταφέρουν το φόβο στις καρδιές του Gil Robles και της συντροφιάς του, με σκοπό να τους κάνουν να υποχωρήσουν.

Ο Cruells στο El 6 d’octobre a Catalunya αναφέρει το σύμπλεγμα κατωτερότητας της UGT σε σχέση με τη CNT, όσον αφορά το επαναστατικό ζήτημα, λόγω του γεγονότος πως η UGT (Largo Cabalero) είχε συνεργαστεί με τον Primo de Rivera και μετά με την αστική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση. Για να υπερβούν αυτό το σύμπλεγμα έπρεπε να κάνουν κάτι.

Μοιράζομαι την άποψη αυτή γιατί οι σοσιαλιστές συνιστούσαν το στυλοβάτη της ρεπουμπλικανικής θέσης· η κυβέρνηση ήταν ρεπουμπλικανική-σοσιαλιστική. Αυτό τους αποθάρρυνε και ακόμα τους έκανε δύσπιστους γιατί η ρεπούμπλικα έπρεπε να καταφύγει στα όπλα για να καταστείλει την εξέγερση.

Έπειτα, στο Κέντρο, που ήταν η ιδιωτική περιοχή του σοσιαλιστικού κόμματος, η οργάνωση της CNT, ήταν εκεί πάντα μειονότητα, άρχισε να σηκώνει το κεφάλι της – αρχίζοντας με το συνδικάτο οικοδόμων και συνεχίζοντας με τους υπόλοιπους – κερδίζοντας έδαφος.

Και αυτό φυσικά προκάλεσε στους σοσιαλιστές, εάν όχι ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, τουλάχιστον ένα σίγουρο βαθμό συναγερμού. Εκείνοι οι άνθρωποι ταράχτηκαν από το συναγερμό και είπαν:
“Εντάξει, εδώ, πρέπει να κάνουμε κάτι ενάντια στη CNT που είναι πάντα στους δρόμους, με απεργίες, συγκρούσεις και έχει μία κρίσιμη στάση και ελκύει τις μάζες.” Ήταν το πλαίσιο που διατύπωσε ο Largo Caballero στις εμπρηστικές ομιλίες του σχετικά με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ήταν το πλέον καταστροφικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Βαθμιαία γινόταν πιο καθαρό πόσο ανειλικρινής ήταν. Νομίζω ότι ήταν εκλογική προπαγάνδα. Καθένας ήξερε πως ο Largo Caballero ανακάλυψε τον Λένιν ενώ ήταν στη φυλακή.

Πριν τον Ιούλιο του 1936 έγινε πιθανή μία συμμαχία ανάμεσα στην CNT και την UGT, που σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, θα μπορούσε να έχει αποτρέψει την “ένδοξη εθνική εξέγερση;”

Το γεγονός ότι η UGT ήταν εξάρτημα της PSOE και περιλάμβανε την εκλογική της βάση, καθιστούσε ένα σύμφωνο CNT-UGT σχεδόν απίθανο. Εκτός από αυτό, η CNT, στο συνέδριο της Σαραγόζα, έθεσε ως συνθήκη ενός τέτοιου συμφώνου, τον πρακτικό διαχωρισμό της UGT από το PSOE. Δεν νομίζω πως το σύμφωνο CNT-UGT θα μπορούσε να αποτρέψει το στρατιωτικό πραξικόπημα. Αντί αυτού θα το είχε επισπεύσει. Το επαναστατικό σύμφωνο ανάμεσα σε CNT και UGT στην Αστούρια τρομοκράτησε τα δεξιά στοιχεία, που αστραπιαία ενθάρρυναν το στρατό να ξεσηκωθεί. Έχουμε ήδη δει τι συνέβη το 1934 με το καταστροφικό σχέδιο. Και το λέω με όλο το σεβασμό σε αυτούς που θυσίασαν τις ζωές τους εκεί.

Σε ποιους παράγοντες αποδίδεις την απώλεια εδάφους από το οργανωμένο αναρχικό εργατικό κίνημα μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο;

Ο κομμουνισμός κάνοντας χρήση της λαϊκιστικής του δημαγωγίας, είχε κλονίσει όλα τα σοσιαλιστικά και πολιτικά θεμέλια του κόσμου. Αυτό που είναι λυπηρό είναι ότι , κάνοντας το, οι κλασικές ανθρωπιστικές αξίες καταπιέστηκαν, περισσότερο από όσο κάποιος φαντάζεται. Αυτοί οι σχολαστικιστές και Ιησουίτες τους 20ου αιώνα μας λήστεψαν τη σημαία της ελευθερίας με σκοπό να της δώσουν ένα σύγχρονο ρετουσάρισμα. Ό,τι δεν έχουν μπορέσει να κατακτήσουν το έχουν συντρίψει. Αυτή η καταραμένη εισβολή, που επηρέασε τις τάξεις των διανοούμενων σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει μετατρέψει το νόημα της επαναστατικής αίγλης, που αντιπροσώπευε η αιχμή του δόρατος του αναρχοσυνδικαλισμού, με αποτέλεσμα το εργατικό στρατόπεδο να έχει αποδυναμωθεί.

Από την άλλη πλευρά οι αναρχικοί έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή με την εσωστρέφεια και τη διεξαγωγή ενός κυνηγιού μαγισσών ενάντια σε πρόσωπα και πράγματα που υποπτεύονται ως αιρετικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αναδυθούν νέες αξίες και να συνεχίζουμε να τρεφόμαστε με την κληρονομιά των παλιών δασκάλων. Εάν αυτή η ολέθρια τάση δεν πάψει και ο άνθρωπος δεν ανακαλύψει την αίσθηση του προσανατολισμού, θα είναι δύσκολο για τον ελευθεριακό συνδικαλισμό να κάνει πρόοδο ξανά. Ένας άλλος παράγοντας της πτώσης είναι ότι το κράτος έχει εισβάλλει σε όλες τις περιοχές. Οι νόμοι της κοινωνικής μεταρρύθμισης έχουν ωφελήσει πολύ τους εργάτες αλλά έχουν κατευνάσει το ασυμβίβαστο πνεύμα τους, εντείνοντας τη διαδικασία της αστικοποίησης μέσα στην καταναλωτική κοινωνία. Τελικά, η βιομηχανοποίηση, με τη συνοδευόμενη τεχνοκρατία, θρυμμάτισε την εργατική τάξη σε κομμάτια, μετατρέποντας την σε θρυμματισμένες κατηγορίες, κι επομένως οδηγώντας την σε απώλεια της ενότητας της. Οι αναρχικοί δεν έχουν βρει ακόμα την τακτική ισορροπία μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικός Anthropos no. 102, November 1989, pp. 26-35.
Μεταφράστηκε από τα ισπανικά τον Οκτώβριο Νοέμβριο του 2013
Πηγή στα Ισπανικά. Alasbarricadas
Επανέκδοση από Libcom.org

 

Σημειώσεις του μεταφραστή

[i]

Ο Primo de Rivera ήταν στρατιωτικός, αριστοκράτης και δικτάτορας της Ισπανίας από το 1923-1930.

[ii]

Η εφημερίδα Solidaridad Obrera ιδρύθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1907, στη Βαρκελώνη, από την εργατική συνδικαλιστική οργάνωση Solidaridad Obrera. Πρωτεργάτες της εφημερίδας ήταν οι Anselmo Lorenzo, Ricardo Mella, και ο José Prat. Η εφημερίδα έχει τυπωθεί, σε διάφορες μορφές μέχρι σήμερα. Από το 2005 εκδίδεται ηλεκτρονικά, και σε έντυπη δωρεάν μορφή. H ηλεκτρονική της διεύθυνση είναι http://soliobrera.cnt.es/

[iii]

Το περιοδικό Generación Consciente από το 1922 είχε αναρχικό χαρακτήρα και επηρέασε τους ελευθεριακούς κύκλους στην Ισπανία. Το Δεκέβριο του 1928 εξέδωσε το τελευταίο της τεύχος (62) και άλλαξε τον τίτλο της σε Estudios Revista Ecléctica μετά την καταστολή και λογοκρισία του τύπου από τη δικτατορία του Primo de Rivera. Οι βασικοί του σκοποί ήταν η εκπαιδευτική, φυσική και πνευματική αναγέννηση των λαϊκών τάξεων. Η ύλη της απλωνόταν από τη σεξουαλικότητα, την ιατρική και την επιστήμη, μέχρι την τέχνη, την εκπαίδευση και την ιστορία. Στις σελίδες της βρίσκει κανείς άρθρα για τον γυμνισμό, την ολιστική ιατρική, τον ελεύθερο έρωτα, τη σεξουαλική εκπαίδευση, τον αντιρατσισμό, τη φυσική τροφή, το φεμινισμό, την ορθολογική εκπαίδευση και άλλα. Με 70.000 αντίγραφα κάθε μήνα η Estudios επηρέασε βαθιά την εργατική τάξη της Ισπανίας. Περισσότερα στοhttps://www.digitaliapublishing.com/recurso/pagina/estudiosgc.pdf

[iv]

Esquerra Republicana de Catalunya (Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλωνίας), το κόμμα του Lluís Companys, που είχε ως στόχο τη διακήρυξη της αυτονομίας της Καταλωνίας, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού ισπανικού κράτους.

[v]

El Consell de l’Escola Nova Unificada (CENU) Επιτροπή που συστάθηκε τον Ιούλιο του 1936 από αντιπροσώπους των εκπαιδευτικών: τέσσερις της CNT, τέσσερις της UGT και τέσσερις της Κυβέρνησης της Καταλωνίας. Ένας από τους αντιπρόσωπους της CNT ήταν ο ορθολογιστής δάσκαλος Philip Ignacio Díez Codina. Το CENU προσπάθησε να καθιερώσει τη βασική εκπαίδευση από την βρεφική μέχρι την ηλικία των 15 ετών, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τεχνική κι επαγγελματική, πανεπιστημιακή και καλλιτεχνική εκπαίδευση. Οι δάσκαλοι της CENU εμπνεόταν από τη φιλοσοφική και ορθολογική πρωτοπορία του Μοντέρνου Σχολείου. Η διακήρυξη της CENU έλεγε: “Η επαναστατική θέληση του λαού καταπιέζεται από το θρησκευτικό σχολείο. Είναι ώρα για ένα νέο σχολείο, που θα εμπνέεται από τις αξίες του ορθολογισμού και της οικουμενικής αδελφοσύνης. Είναι ανάγκη να χτίσουμε το νέο ενιαίο σχολείο που όχι μόνο θα αντικαθιστά το σχολικό σύστημα που κατεδαφίζεται από το λαό, αλλά να δημιουργήσουμε μια σχολική ζωή που εμπνέεται από την καθολική αίσθηση της αλληλεγγύης και να συμφωνήσουμε με τις ανησυχίες της ανθρώπινης κοινωνίας για την εξαφάνιση κάθε είδους προνομίων.” Το βασικό τους σύνθημα ήταν: “από την 1η Οκτώβρη, κανένα παιδί έξω από το σχολείο” Περισσότερα βλέπε στοhttp://cgtense.pangea.org/spip.php?article3060

[vi]

H UGT (Γενική συνομοσπονδία εργατών) ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1888 από τον Pablo Iglesias Posse, έχοντας για βάση το μαρξισμό. Η UGT συνδέθηκε άμεσα με το Σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα (PSOE) και μέχρι το συνέδριο του 1920 δεν συνέδεε το συνδικαλισμό με την ταξική πάλη. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Primo de Rivera διατήρησε μία στάση συνεργασίας με το καθεστώς προκειμένου να παραμείνει νόμιμη, σε αντιδιαστολή με την αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία CNT. Αντιφατική και διφορούμενη ήταν η στάση καθ’όλη τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, γεγονός που εξετάζεται και πιο κάτω.

[vii]

Συγκροτήθηκε στις 23 Ιουλίου το 1936, μέσω της ενοποίησης των τεσσάρων αριστερών ομάδων: την καταλανική ομοσπονδία του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (PSOE), το Partit Comunista de Catalunya (Κομμουνιστικό Κόμμα της Καταλωνίας, παράρτημα της Καταλωνίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, PCE), τη  Unió Socialista de Catalunya (Σοσιαλιστική Ένωση της Καταλωνίας) και το Partit Proletari Català (Καταλανικό Προλεταριακό Κόμμα).

Το κείμενο στα αγγλικά:

Interview with José Peirats – Josep Alemany

Interview with José Peirats – Josep Alemany

 CNTa-1024x1024

 

A complete transcript of a 1977 interview with José Peirats, in which the Spanish historian and former militant of the CNT and FAI reminisces about his youth and discusses many of the controversies that plagued the CNT before as well as during the civil war, including the impact of the Russian Revolution, Angel Pestaña’s mission to Russia in 1920, the Asturian insurrection of October 1934, the CNT’s policy of collaboration with the government during the war, and the role of the Stalinists in the Republican coalition government’s counterrevolution against the anarchist revolutionary achievements of July 1936.

Introductory Note

This interview took place in Barcelona, in an apartment on the Carretera de Collblanc, where the Peirats family has resided since before the war. Part of this interview was published in Catalunya. Revista d’Opinió Confederal, CNT-AIT, Series II, May 1977, no. 4, pp. 12-24. The rest of the interview, approximately half, is published here for the first time.

The editors of Anthropos have translated the original Catalan text to Castilian, and, with the permission of the author, have restructured the original order of the interview in order to provide a more cohesive arrangement of the various topics that are addressed.

We consolidated all the most directly autobiographical parts of the interview and those that express some of Peirats’ fundamental ideas, and present them first; in the second part of the interview the reader will find the opinions and testimonies of José Peirats concerning more diverse and specific topics.

What kind of ideological environment did you experience in your youth and how were the young people raised and what were they like?

In my ideological environment there are many phases but all with a convergent orientation towards anarchism. In my family there were socialists and republicans and even anarchists. None of them was able to influence me directly. But to them I owe my predilection for reading from a very young age, from before adolescence. The rest came later. I consider myself to be of the generation of Primo de Rivera. In those days I made very close friends, with a true hunger for reading. Our favorite authors, before we discovered the bearded ones of anarchy, were the famous French novelists of the previous century. Never in my life did I even flirt with Marxism. But I studied Marxism in depth, with reference to anarchism, which had by then won my heart. Despite the fact that I was very young when I joined the confederal organization I was always most attracted to its cultural activities: rationalist schools, social centers (I founded the one at La Torrassa L’Hospitalet) and the libertarian youth. That was my ideological context. The FAI came later although in fact I never really felt comfortable in it, since it did not make any truly anarchist proposals. The FAI was, above all else, a revolutionary organization that called itself anarchist.

In what kinds of activities were you involved in the libertarian movement?

I began my life as an activist working with the bricklayer comrades. I started by writing in their Bulletin. That was my debut as a writer. At the La Torrassa Social Center I taught at night and acted in plays. As a trade unionist I participated in the organization of strikes, boycotts and acts of sabotage. When necessary I carried a small pistol in my pocket, although I have never fired a gun at anybody. It was the fashion at the time. I told you about my experiences in the Libertarian Youth and the anarchist groups. What else? Oh, I spent two years as editor of Solidaridad Obrera, the confederal newspaper of Barcelona, and I contributed to numerous other publications. I would prefer not to speak of my books.

What was the orientation and kind of reader that the various libertarian publications were aimed at?

I have to admit that our publications were generally of low quality with the exception of Estudios (Generación Consciente) in Valencia. It did not occur to us to write for a broader audience. Our press was principally for combat purposes and was largely sectarian and demagogic. This caused us much harm. It was a misfortune to lose the tradition of writing in Catalan. The Castilian speakers dominated us.

I think that this oversight caused us to lose the Catalan peasantry, whom we served up on a platter to the politicians of the Esquerra. This is a lesson that we must heed.

Could you tell us a little about the experience of the Collectivizations?

The collectivist experience is made clear if you read the entire libertarian press from before July 19: the campaign of Isaac Puente with his famous pamphlet, Libertarian Communism, the articles by Carbó in Estudios in Valencia, the contributions of Martínez Rizo, even though he was not an anarchist…. In short, there was a group of people who dared to prefigure a libertarian communist future. At that time an environment was taking shape that was favorable to reflection concerning the question of how to structure the future. This environment was penetrating the people and when July 19 arrived we put it into practice, without orders from any committee. There is one thing that very few people are aware of and that is that there was no directive issued … I have very carefully scrutinized the documentary record of that time and I have not found any directive from any confederal committee (I am referring to the Local, Regional and National Federations, not to the enterprise trade union committees, the rank and file committees…), not one directive that gave the signal to carry out collectivizations.

The collectivizations were carried out spontaneously by the workers. For two reasons: first, because they wanted to; second, because the bourgeoisie, having fled, had cleared the way for them. Everyone knows that when someone opens up a new road, everyone imitates him; collectivism was amplified and became a reality.

However, to engage in a methodical study of this collectivism, I think is a project that has not yet been undertaken, because many elements are lacking for judgment. The revolution was carried out one way and then the historians come along and study it. Those who make revolution do not write it, they make it. This is the problem we face. Now is the time to carry out this labor, to unite all the elements of judgment of those times that we can.

They are looking for testimonies; people are running around like crazy looking for documents. They come to me and say: “Where can we find…?” There are those who are interested in the pedagogical work of the revolution…. Everyone talks about Ferrer and the Modern School. Hardly anyone talks about how the “Comité de l’Escola Nova Unificada” [Committee of the Unified New School] was structured.

Before the war, the trade unions, the libertarian social centers, and also certain individuals, promoted and sometimes even financed the rationalist schools inspired by the pedagogy of Francesc Ferrer. There, boys and girls were taught without religious or official dogmas of any kind, and teaching was carried out in the most scientific way possible. These schools were officially recognized when the CENU was formed and its teachers were granted the official recognition that many of them lacked.

Militias or popular army? Was the dilemma correctly posed: war or revolution?

Every revolution is a war and every war is counterrevolutionary. This principle might lead us to curse the revolution. On the other hand, war can be imposed upon us. I only know two ways to wage war: by means of continuous fronts or on the basis of guerrillas. The latter method is more consistent with the Spanish temperament. In a war of continuous fronts, the winner is the better army. From this point of view it was a mistake to accept classic warfare. Guerrilla war would have had better results. In the era of aviation, it has its shortcomings, but it is the only way to dislocate a better-organized army. The guerrillas first yield ground, and then carry out surprise attacks. But preparation is needed. The CNT and the FAI did not train their people for guerrilla war but for barricade combat in small or large cities. This was an error on the part of our strategists.

War or Revolution? Both. If one wages war instead of the revolution, the politicized militiaman or soldier will know that there will be no revolution and thus loses his will to fight. In our case, the counterrevolution in the rearguard was one of the main factors of the defeat.

What is the balance sheet of activities carried out during the years of exile?

Despite the numerous confrontations, conflicts and disagreements, as far as the CNT is concerned, I think that, taking into account the forty years of being separated from the land where we were born, our emigration can offer a positive balance at the level of cultural and other tasks. It never stopped publishing newspapers, pamphlets, journals and books, some of which were even original. On the other hand, in exile we had children and nieces and nephews who will no longer be Spanish but who have been integrated in all the classes and professions of the countries throughout the world that welcomed us. Soon enough our descendants will no longer feel the Spanish influence in so many countries. But in France I noted this during the events of May ’68. I think that, aside from the Jewish diaspora, our case is one of the most meaningful in the history of emigrations.

Considering the development of modern trade unionism, which has become an instrument of integration into the system and has given rise to a bureaucracy that controls the workers, to what extent are the concepts of anarchism and anarchosyndicalism antithetical?

This topic has always been the subject of polemics and will probably continue to be. I recall quite vividly, when I first became an anarchist, around 1927-1928: we accepted the trade unionist framework because there were no others. In our speeches at the assemblies of the bricklayers, for example, we always spoke of Rousseau, Han Ryder, Voltaire and the Russian revolutionary classics. And the bricklayers, with vacant stares, told us: “Good, we’ll see when you are done!”. The bulletin that we published was written in the same style. By this I mean that, to a young person, anything that had to do with the trade unions, economics, industry … seemed foreign. Such topics seemed to be more suited to people with more settled lives rather than romantics who were born for action. But in the history of anarchism both tendencies have always coexisted. The anarchist tendency, that we used to call the old anarchists; I am referring to the turn of the century, in 1905-1907 and even before, when the famous metal workers strike took place in 1902. During that time the group, “Tierra y Libertad” was formed, they were the purists, they did not even want to hear or talk about trade unions, they proclaimed they were integral, pure and specifically anarchists and who knows what else. And there were also the syndicalists, the anarchosyndicalists, influenced to a certain degree by the French CGT, which was then anarchosyndicalist. They tended to deal with trade union type problems, which entailed a lot of violence then.

In the book by Xavier Quadrat, Socialismo y Anarquismo en Catalunya: Los orígenes de la CNT, there is a discussion of the “Solidaridad Obrera” organization, which was formally constituted in 1907, but which seems to have been really operative since 1904. That organization, with the passing years, became the CNT. There were two tendencies within it: socialists and anarchists. The socialists….

Marxist socialists?

Yes, that is how they described themselves. They were the socialists associated with Pablo Iglesias. The UGT was formed in 1888 in Barcelona, and “Solidaridad Obrera” was founded later, as I mentioned. And this is what the reader of the book by X. Quadrat will ask himself: how is it possible that there were socialists in Solidaridad Obrera, the author grants them as much or more importance than the anarchists, and on the other hand why does he not tell us why these Catalan socialists did not join the ranks of the UGT? He gives the excuse—or more correctly, the argument, since it is a very well-documented book—that the reason for this was the centralism of Pablo Iglesias, who lived in Madrid, and who saw everything from the point of view of the center, and here the Catalan socialists saw things differently, and preferred to be in “Solidaridad Obrera” instead of the UGT.

You are one of those people who think that the entry of the CNT in the government and the republican state was disastrous for the Libertarian Movement. To what extent, however, did the bureaucratization and authoritarianism that corrupted the CNT merely highlight a tendency and a reality that had already existed?

Obviously, nothing is created by spontaneous generation. I recall that before the movement erupted, I had already criticized certain tendencies that were surreptitiously favorable to a certain degree of collaboration with the politicians. And Carbó did, too (Carbó and I published a newspaper called Más Lejos [Further]). I even published an article critical of García Oliver, whom I reproached for some declarations he made that indicated he was an advocate of the seizure of power. This article turned up in the proceedings at the Zaragoza Congress. The delegate of the Leatherworkers Trade Union of Barcelona issued a challenge to me: “We challenge the delegate of L’Hospitalet.” “All right, let’s see, why? Explain it to me.” “Because of this!” And he began to read my article. The Congress broke out in laughter. García Oliver himself mounted the podium and said: “Please, comrades, enough, stop making fools of yourselves”. García Oliver had already revealed himself, during that period, as a supporter of the seizure of power; we (we may say we were the redskins) called this anarcho-bolshevism. That is, this tendency was clearly expressed. And this is not even taking into account the backsliding evidenced by the sector of the reformists, the Treintistas, of those who precipitated the split (well, I don’t know who brought about the split; surely all of them). In fact, what happened was that there were many tendencies that were often rebuffed, but finally these refutations convinced nobody, as in the case of Pestaña, Juan López … who were noted to have a certain understanding with the authorities, especially in Catalunya.

Anyway, I began by saying that nothing is created by spontaneous generation. All movements have their antecedents…. Anarchism, in the final analysis, is a movement of men, and men are complex and we have our weaknesses.

Caballero government ministers (November 1936). From left to right: Jaume Aigudé i Miró (ERC), Federica Montseny (CNT-FAI), Joan García Oliver (CNT-FAI) and Anastasio de Gracia (PSOE)

There are some people (this is most forcefully argued by such critics of syndicalism as Richards, C. Semprún…) who claim that the fact that the CNT participated in state power and accepted—at least part of the CNT—authoritarian discipline, this was due not just to the fact that authoritarian tendencies had already previously arisen within the trade unions, but also to the very nature of syndicalism itself.

This is looking at things with a very particular focus. It is looking at the defects rather than the virtues. While what you say is true, there is also an opposite tendency. There are people who would sacrifice everything for their ideas. They were so suspicious that they condemned anyone, as if they were trying people for thought crimes. And on occasions the consequences of this attitude were that they really did drive the individual they were criticizing to do precisely what they were accusing him of wanting to do. This was the case with Medína González, an Andalusian who wrote a pamphlet and some quite dubious articles. Everyone put him down and I think that this guy finally ended up in the hands of the communists. Another example is what happened to Sender. Sender did not get a warm welcome from us. He worked for Solidaridad Obrera, and was its chief correspondent in Madrid for more than a year; and just when the editorial team of the moderates, led by Peiró, was swept away by the wave of the extremists, led by Felipe Alaiz, the first thing the latter did was to refuse to accept any more of Sender’s articles. Alaiz was a great writer, an individual whose work was very illuminating; in fact, I was a disciple of his to some extent. But this did not prevent me from perceiving his many defects, in the sense that someone who has risen very high, can then fall very far.

During those days there was a great deal of unrest caused by practical problems. There was a maximalist tendency in favor of action, you could call it a Bakuninist tendency, which claimed that destruction would lead to construction. At the same time, there were those who said, “no, it is necessary for us to have as accurate as possible of an idea and a design of the revolution that we are going to carry out”. This is where Isaac Puente comes in. Carbó himself wrote a series of futuristic articles. And so did Higinio Noja Ruiz, one of the best anarchist writers of the thirties. He was the driving force behind the journal Estudios. He is the only anarchist of that period who wrote novels for a mass audience. He was concerned with economic problems of a constructive type, and he was just as accomplished a journalist and art critic as he was a novelist.

So all these tendencies already existed before the war.

So what lessons can we learn from the CNT’s participation in power?

Catastrophic, overwhelmingly catastrophic, since the CNT took on a heart-rending burden. The CNT was in no condition to leave its own terrain and take up a position on another terrain that was full of traps and deceits. The CNT could not adapt in one month, or in two years, or even in four years. It could not make this transition, this involution of a political, despotic type, with its deceptions and fakery. It was incapable of doing this.

First of all, because it conflicted with its own psychology; secondly, because it could not undertake a program of self-reeducation for an accelerated conversion into a political organization with all the prerequisites of such an organization, like the others. All of this is assuming that the CNT was on the right road—I think it was not. The CNT could not, neither from the tactical point of view nor that of principles, accept unlimited collaboration. The CNT was capable of engaging in limited collaboration, without the need to have to dress up their militants like clowns and make them sit on stools, and make them haunt the hallways of government like ghosts.

The CNT could have engaged in very positive work without leaving its own terrain, which was that of the trade unions, and the economy; the latter was the decisive factor in the war and in the revolution.

And by leaving this terrain not only did it leave its own home territory but it also was obliged to combat its own comrades. We need only recall those speeches of the Marxists in which they insulted those who dared to uphold a classic position.

That is, without extremism, without throwing temper tantrums, without closing ourselves off in a 100% intransigent position from the philosophical point of view, the CNT, with the economic lever in its hands, with the collectives, and with so many things that it had in its reach, could have mounted an effective opposition, while by acting otherwise its enemies managed to crush the opposition of the CNT and turn the confederal institutions against it. In conclusion, participation in the government was negative from every point of view.

Federica now says that it could not have been done any other way. This means that in a similar situation she would do the same thing. I ask myself: how could someone call herself an anarchist when she accepts not just that she was, but even that she would once again be a minister?

Who represented the FAI within the libertarian movement and what tendencies existed within it? Don’t you think that the group that you call anarcho-bolshevik was in some respects very libertarian? I am asking you about the FAI because after the war both the bourgeoisie as well as the Marxists have depicted the militants of the FAI as monsters and those of the CNT as decent fellows.

This opens up a whole detective novel. Here you have right before you two persons who were members of the FAI (during the interview, J. Peirats was accompanied by his friend Canela); I was the secretary of the Local Federation of Groups and my friend Canela was the secretary of the Regional Federation of Groups. We were totally opposed to a certain kind of FAIsta propaganda that was not exactly emitted by the FAI itself. That is, there were individuals who did not even belong to the FAI, because I was, from the Local Federation, in a position to control them but was actually unable to do so, and I assume that Canela could not control them, either, from his position in the Regional Federation.

These individuals were the ones who mounted the podiums, who spoke in the name of the FAI. And we became aware of all of this through the newspapers, and it reached the point where one day we held a meeting with Ascaso, García Oliver and Aurelio Fernández at the Local Federation. And we told them that this had to stop, that in order to speak the way they were speaking they had to first make it clear what organization they belonged to and who they represented. And their response was that they did not represent the FAI, but certain authorized Defense Committees, which were organizations that existed at the time, created specifically for action, for strikes and times of unrest, and up to a point we must admit that they were effective: on July 19, for example, these committees worked quite well.

That is, there were people who were speaking in the manner I mentioned above, thus giving the impression that the FAI was a secret Masonic or Jacobin group. They spoke in the name of the FAI. But the truth is that we, at the Local Federation, had no control over them, although they had their supporters among our ranks.

So, with respect to the question of the influence of the CNT and the FAI: the CNT is an organization that was formed in 1910. It is therefore one of the oldest revolutionary organizations, socially speaking, that has ever existed in Spain. Actually, the CNT and the FAI were two separate organizations. The relation between them has been tendentiously falsified, since the creation of the FAI has been attributed to the need to control the CNT. This is false. Not long ago I discovered the summaries of the minutes of the Valencia Conference of July 1927 where the FAI was founded. The complete minutes of this conference do not exist. They were lost. Fortunately someone drafted summaries of them that fell into my hands when I was secretary of the FAI in 1933-1934. In this summary of the minutes CNT-FAI Committees are mentioned, at local, regional and national levels. That is, it mentioned collaboration, rather than the subordination of one organization to the other.

During the revolution, the FAI adopted the same policy as the CNT. And this allowed me to reach a conclusion that is very interesting. It has been claimed that the FAI was the one that dictated orders to the CNT. I always maintained the opposite: it was the CNT that gave the orders to the FAI; it was the CNT that influenced, absorbed and impressed the FAI with its own distinctive traits. The CNT was an organization of a syndicalist revolutionary type and the FAI had to be an organization of an ideological type. Problems of an economic nature and those that arose from the revolutionary context of the moment that affected the CNT also absorbed the FAI. Furthermore, all the militants of the FAI came from the CNT: for both these reasons, the FAI had to be the reflection of the CNT. That is why I always maintained that it was not the FAI that dominated the CNT, but the CNT that dominated the FAI. This was confirmed during the revolutionary period: it was the CNT that took the lead, and the FAI was nothing but a fellow traveler, a friend, a poor relation of the CNT.

So those who made the decision to join the government—García Oliver, Federica Montseny—were not members of the FAI? I only mention this because people normally associate them with the FAI.

García Oliver, Ascaso and others had their own FAI: the group, “Los Solidarios”. In any event, I have always said that there were two ministers from the CNT in the government, and two ministers from the FAI. Officially, however, there were four ministers from the CNT. The fact that the ministers were Peiró and López, on the one side, and García Oliver and Federica Montseny, on the other, clearly shows that there were two currents: the FAIsta and the trade union currents. It is true that Federica Montseny had always identified herself with the activities of the FAI, but I do not believe she belonged to any FAI grouping prior to the movement of 1936.

As for García Oliver, Ascaso, Durruti, etc., I have already mentioned that they had their own FAI. It had about thirty members. And this group worked autonomously. It spoke in the name of the FAI, because the FAI was its shield, its sword and its myth. And, of course, it would have been hard for them to invent a new organization.

The anarcho-bolsheviks identified with the FAI, although Federica Montseny was not a member of this tendency and could not be considered to be on the side of García Oliver. García Oliver, before and even during the first few days of the revolution, had already defined himself as an advocate of the seizure of power. I think that it is quite questionable whether he was sincere about this, however. I have always said, half seriously and half jokingly, that García Oliver was an advocate of the seizure of power during the first few days of July, because he knew that the CNT could not hold power alone. This is demonstrated by the fact that García changed his mind and not only changed his mind, but ended up where he did: in the cabinet.

Canela, myself, and four or five other people formed the group, “Afinitat”. We were always in the opposition within the FAI. We argued that the FAI should carry out work of an ideological, anarchist and doctrinal type in order to thus be capable of justifying the existence of two organizations: one that spoke of ideas and the other that addressed problems of a trade union type like the CNT. We believed that there should not be an FAI that is a copy of the CNT, because then one of the two was superfluous.

How did the CNT react to the course of events in Russia beginning in 1917, and with regard to the news of the extermination of the Russian libertarians at the hands of the Marxist Bolsheviks? And more generally, what position did the CNT take with regard to the Russian Revolution and the bureaucratic counterrevolution of the Marxists?

The Russian Revolution, like all revolutions, always, entailed confusions of an ideological and tactical type. At the time I was a very young child. In 1917, I was not yet a member of the organization; I joined it in 1922 at the age of 14. At the age of fourteen I was incapable of really understanding these things. I was only to get to know them later, through documents.

I remember quite well, as a cause of commotion, that my cousin, who was a militant, came to this very house (I was very young then), and spoke to my mother about the soviets. My cousin was a member of the CNT; he had already been arrested, and had already passed through his baptism of fire. He spoke to my mother about all these things and for the first time I heard talk of the dictatorship of the proletariat, and this idea became fixed in my mind. “Because,” my cousin told her, “there is universal dictatorship and universal suffrage.” (I said to myself: “Universal suffrage? That must be some kind of casserole or something.”) “There is the tendency of Bakunin and there is the tendency of Karl Marx and Lenin.” And I heard all this, and I was bemused but did not understand it. These were my first memories. Later, when I began to take up the sword and go in search of adventures, that was when we informed ourselves about these things.

In Spain it was a time of great confusion. During the Russian Revolution, the anarchists here were quite agitated because the Bolsheviks would say they were anarchists at one time and Marxists at another time. The anarchists of that period and the cenetistas both called themselves Bolsheviks as well as anarchists. That is, they made no distinctions between them. If you have read Lenin’s book, The State and Revolution, you will agree that it is a text that utilizes an anarchoid phraseology, although its true colors show through, and this book certainly created a great deal of confusion because it was published precisely in 1917. And in 1918 a second edition was published. But The State and Revolution was never finished, it was interrupted. Lenin explained that this was because the revolution itself was still not finished. But it turned out that in 1918 there was a second edition, and he neither added nor revised anything, which indicates that he already had a bad conscience about it.

But this book, taking into account the mentality of that era, the fever for action that existed then (the Russian Revolution, the unrest in Germany and Italy), only increased the confusion. The socialists themselves in Spain felt the pressure from the supporters of the Third International. Up to a point this is understandable.

The consequence of all this was that the CNT officially confronted this problem for the first time at its 1919 Congress, the Congress that we call the Comedia, because it was held at the Comedia de Madrid (the socialists always call it the “Congress of the Comedy”, which is their way of saying that we were just a bunch of comedians). There, a very comprehensive debate took place. There one could perceive the disorientation that affected even people who had a clear view of things like Carbó and Buenacasa. Carbó himself said: “We want the dictatorship of the proletariat, we love it, we defend it, we shall defend it.” That is what he said; anyone who knows Carbó, who knows that he was an anarchist from head to toe, would ask himself: how is it possible that Carbó would say such a contradictory thing at that moment? Buenacasa’s speeches were also catastrophic. In opposition, there was the speech of Quintanilla, who was a leader of the opposition. The speeches of Quintanilla, the old Asturian syndicalist, are much more clear. He was a man more firmly rooted in doctrine and with a vision of the future. He saw the development of the process of the revolution in Russia and he allowed himself to criticize it and to confront the Bolshevizing current that was led by precisely Hilari Arlandís (who was later to join the Communist Party).

The speeches in favor of the dictatorship of the proletariat were the result of a lack of information and the demagogy of the Bolsheviks. The word revolution is something that moves the minds of men. Whenever a revolution takes place there is confusion at first, although this confusion is later dissipated. But the mere fact of a revolution is something that causes men to seethe and to boil. It has an enormous attractive force. And these men were in the midst of this phase. I think—I have not seen any copies of it—that a newspaper was even published that was called El Soviet. It was published by the CNT.

Anyway, this polemic that developed at the Congress is summarized in a speech by El Noi del Sucre [“the sugar boy’], Seguí. It appears that he was trying to unite the two tendencies. He proposed that the CNT request provisional membership in the Third International, while awaiting the convocation in Spain of an international congress so that the International would have a consistent doctrine recognized by all its component groups.

This was the reason for Pestaña’s mission. Pestaña went to Russia, and soon after his arrival he began to notice a series of irregularities. While he was there he naturally made contact with the anarchists, who had been subjected to a massacre in 1918. The reaction against the Russian anarchists began in 1918. And in 1919, the anarchists, those who were not dead or in prison, began to wage an anti-Bolshevik struggle.

Among them we find, for example, Emma Goldman and Alexander Berkman, who had been deported from the United States to their country of origin, for having carried out propaganda against the war.

Goldman and Berkman, despite their Bolshevoid tendencies (in the United States, Goldman had published a pamphlet defending the Bolsheviks), once having arrived in Russia quickly recognized what was really going on there; Goldman was the first to react, since Berkman, who was more sceptical, took a little longer to face the facts, because he thought that the situation might have been the product of improvisation, but that with the passage of time it would find its equilibrium point, undergoing changes and that finally the revolution would reach its true goal. Finally, however, he became convinced that the situation was irreversible.

When Pestaña arrived in Russia in 1920, he found all these people there. And the Bolsheviks could no longer deceive him. He made contact with the comrades. They informed him about the situation. Goldman and Berkman themselves were in contact with what we could call the anarchist resistance. So was Kropotkin, who was still living then. Pestaña visited him, too. So when Pestaña returned from Russia, he brought with him a rectification. What happened was that when he arrived in Barcelona, it was under the dictatorship of Martínez Anido, so Pestaña could not deliver his report. The organization was underground. Some time later, his report was published in the form of a pamphlet. Pestaña was dispatched to Russia to attend the Second Congress of the Third International, where he was the delegate of the CNT. In his report he explains all the outrages and underhanded machinations carried out behind closed doors by the Bolsheviks and their lackeys, at a congress where they had complete control over the proceedings. This situation led Pestaña to write that “the presidency was the congress and the congress was a caricature”. I am not referring here to his book, Seventy Days in Russia, but to the official report he submitted in his name to the Committee of the CNT.

This pamphlet by Pestaña, unfortunately, could not be published until much later. The report is dated 1921, from prison. This means that it was not published until the Confederal Conference of Zaragoza in 1922. In 1921 there had already been a reaction because the Russian anarchists who had not been shot succeeded, by means of a hunger strike in the Moscow prison, in drawing attention to their plight and the persecution to which they were subjected.

In 1921 another CNT delegation went to Russia. This delegation was composed of Nin, Maurín, Ibáñez and Hilari Arlandís. If Pestaña could have delivered his report in 1921, it is possible that the organization would have taken care not to send these particular delegates, since some of them were known for their Bolshevoid tendencies. Also, this was during a period of harsh repression and the most important elements of the organization were in jail and some had been assassinated under the “law of flight”: such was the fate of Evelio Boal (who was one of the best secretaries the Organization had ever had, according to Buenacasa).

It was these circumstances that allowed Nin to become the secretary of the CNT during that period, because the organization was young and its inexperienced members voted for him. The notice concerning the convocation of the Plenum stated that it would be held in Barcelona, but its location was then changed to Lérida, where Maurín had a lot of influence. So there is something very fishy about the whole history of this era. Anyway, since Pestaña’s report was not yet widely disseminated, this delegation was appointed, which left for Russia to attend the First Congress of the Red Trade Union International.

This mission was not a total catastrophe, since the delegation insulted Trotsky himself. At one point, right in the middle of the congress proceedings, as a result of the efforts of Emma Goldman and other anarchists who were in hiding, a loud protest was staged to obtain the release of the prisoners held in the Cheka prison at Taganka. They threatened, right in the middle of the congress, that if the prisoners were not freed they would speak out until the whole affair was totally exposed. The Bolsheviks were frightened and promised to free the prisoners. There were many machinations before they fulfilled their promise. Nin’s delegation played a role in the campaign. This is a relatively unknown fact that Emma Goldman comments on in her memoirs…. To the Bolsheviks, all the prisoners were bandits….

When the Congress adjourned the prisoners were released, but they were given bogus passports. When they arrived at their destinations, the authorities were warned that they were Soviet spies. That is, Lenin gave them some passports in order to screw them once they were outside of the Soviet Union. Thus, for example, when Goldman and Berkman arrived in Lithuania they were imprisoned. Finally, thanks to various protests, these comrades could finally live legally in other countries.

At that time in Germany there was a very small but most interesting and active organization: the FAUD. Its leading figure was Rocker. It had some very capable men, men who were actually the founders of the new anarchosyndicalism, since the old anarchosyndicalism of the CGT was in decline: the socialists were taking it over and those who were at first part of the anarchist tendency, like Monatte, were moving towards Bolshevism….

This organization, the FAUD, had direct contacts with the Russian anarchists; their geographical proximity allowed them to establish channels for the exchange of information. The FAUD was the organization that was most well informed with regard to the Russian reality and was engaged in making it known to the world. It published Rocker’s pamphlets, Bolshevism and Anarchism and Soviet or Dictatorship. Then it published Arshinov’s book about the Makhnovist movement, which was first published in a Spanish language edition in Argentina.

In 1922, the National Conference of the CNT was held in Zaragoza, after the fall of the regime of the executioner Martínez Anido. At this Conference everything could be told. Nin was not present because he remained in Russia; Maurín was not there, either, certainly because he had not even been invited. The only member of the delegation to the Red Trade Union International who attended the Conference was Arlandís: he was totally overwhelmed. Pestaña was there, and so was Peiró. Leval submitted a report that caused an uproar. That was when the 1919 resolution, which was provisional, was revised.

Some people say that Salvador Seguí was a “Marxist avant la lettre”. Do you think there is any truth to this opinion?

Frankly, this is an absurd opinion. Seguí was never a Marxist. He was a man who positioned himself in the center. He believed in the organization. He abhorred extremism, he was a constructive man, a syndicalist most of all. There was nothing Marxist about him.

Why were the Russian anarchists, even though they were more numerous than the Bolsheviks, crushed by them?

Look, I don’t know if there were more numerous. They were crushed because the more brutal will always crush those who are less brutal. If you analyze in a little more detail the conditions within which the Bolsheviks operated, their political skills, their Jesuitism, their endless verbiage, the motives they adduced to justify their actions, one will understand the difficult and disadvantageous situation faced by the anarchists. First of all, for example, there was the poverty of the people, which required many sacrifices. Then, there was the White offensive that attempted to conquer territory; and the international conspiracy of all the great powers, and so many other reasons. All of this was like our war, when we were appalled by the sight of Federica Montseny and all the others who were in the government bad-mouthing the collectives. We told ourselves: “What do you want? If we choose any other way, the whole world will turn against us, we will have to break with our policy of collaboration, and collaboration is the only thing that keeps the war going and the war […]” Anyway, those of us who have passed through such a situation will have a good understanding of the Russian case. Revolutions are dangerous because they lead to this kind of psychological situation not just on a mass level, but on the individual level as well. Hunger, for instance. “There is hunger because the economy has not yet been reconstructed”; fear of the reactionary forces: “We have to concentrate state power in an iron grip in order to confront the troops of the White generals”; and the lack of preparation of the people; and the international embargo. All of these things are crucial, just as they were crucial in our war. We were beating ourselves over the head. “We are heading for catastrophe”, we said to ourselves, “towards the negation of what we once were.” Not only did the mass of the people falter, so did many individuals, starting with the leaders, who made a 180-degree turn.

What was the reason for the Stalinist repression and assassination campaign directed against the POUMistas and the libertarians, especially following the political hegemony the Stalinists achieved after the events of May 1937?

The reasons for all these things must be sought in the influence of the GPU, the Russian secret police, in whose hands one might say that the decision-making powers regarding public order had been placed. The police forces were in the hands of these people. That is, they had so thoroughly infiltrated the republican regime that the time came when the government was no longer a government (if we grant that a government can cease to be a government). There was a state within a state. And this state within a state was composed, for example, of the sinister forces unleashed here by Stalin, and with the mentality of Stalin, everything has an explanation. What happened here was nothing but a reflection of the same policies that Stalin had implemented in Russia. You know that in Russia, contrary to what one would assume, against Russia’s own interests, Stalin murdered everyone, even the most talented people. Russia needed generals, officers and instead Stalin did away with them. It was an unreal reality.

These people could not have proceeded any other way. It was the physical elimination not just of the enemy but also of those who never considered themselves to be enemies. It was a purge, pure and simple. There are people who are ready to offer their services to carry out this purge; it was not the Russians themselves who did the work. The Spaniards are also capable of acting in this manner in certain circumstances, when there is fanaticism, as there was at the time, especially if interests of a bureaucratic type are created.

What social and political interests were the actions of the Stalinists supposed to serve?

The Stalinists in Spain did not have their own personalities. They executed the orders of Moscow and they were satisfied with the acquisition of political and military positions. Their interests were those of the Soviet state, not those that they might have had as Spaniards. They were puppets manipulated by Stalin, who flattered their personal ambitions. In general one can say that there were those who acted and those who ceased to act. Those who acted were, naturally, the communists, who were for their part acting on behalf of the secret agents of the GPU. And those who ceased to act were the liberal and bourgeois forces who feared the revolution and who preferred reaction to an actual revolution. I am referring above all to the petty bourgeoisie, such as the Esquerra Republicana de Catalunya, and the republicans more generally. To these people the revolution caused greater terror than fascism; it was the revolution that terrorized them first of all, to such an extent that when July 19 came around, you know that Martínez Barrio offered general Mola the Ministry of War. This shows how afraid they were of the revolution; they did not want it to continue.

Later there was another factor. The communists have a way of going about things that is always manifested in such situations. It was also manifested in May ’68 in Paris: they do not allow a leftist movement to their left to exist. They cannot tolerate the existence of a revolution alongside their revolution. I believe this was the reason for their declaration of war against the CNT. Because the war was against the CNT, not against the POUM. The POUM was caught in the crossfire, the weakest force. This was analyzed quite well by Broué and Temime in their book, La révolution et la guerre d’Espagne. It is the technique of the sausage that cuts one little slice at a time; everyone looks out for themselves and no one stops them; they cut off the weakest parts. When the republicans were in their hands and they saw how they had managed to divide the socialists, then they went straight for the CNT. The socialist party was already divided before the war. But as the war progressed, the communists exploited the rivalries between the Prieto and Caballero factions.

Prieto (Negrín’s patron) is the single person who is most responsible for the socialist crypto-communism of the war. Prieto was not really a Negrinist. He was a man with a grudge against Largo Caballero and prosecuted this grudge to the extent of playing the game of the others, precisely those who would later, with complete justice, get rid of him. The policy of Prieto is the policy of vengeance. Largo Caballero already shunned him even before the war. Do you remember that meeting in Egea held by the Caballero faction where they captured the Young Socialists? He never forgot this. And those young socialists were young socialists, but then they were young unified socialists, that is: Russified. Largo Caballero engaged in that maneuver of uniting the two youth organizations with the conviction that he would absorb the communists because the socialists were in the majority. And the result was just the opposite; the socialists were devoured. This is just one more proof that you cannot play with unity with the communists. They are more sly and always get their way.

During the war the communists succeeded in dividing the socialist party and the UGT. And this made them powerful…. And finally they attacked the Generalitat of Catalunya. It is a lie that the Statute of Autonomy was abolished by Franco: it had already been abolished by the Republic itself, it was abolished by Negrín. And if Negrín abolished it, this was because Companys had to do it after he made his move against the CNT and the POUM. Companys dug his own grave. It was Companys who played the communist hand during the May Events. Companys played the counterrevolutionary hand and then discovered that when the counterrevolution arrived the Statute of Autonomy was annulled.

For the most objective specialists, the May Events constituted a provocation, whose strategist and organizer was Antonov Ovseenko. The comrades, that is, the confederal comrades, reacted, some with the belief that it was another July 19, that the revolution was in danger and that it had to be defended; others, whom we may refer to as the bureaucrats of the organization, came out with other arguments, which in my view were not very sincere: they said that it is better not to respond to this provocation. I think that this was the opinion of those who had comfortable positions and were bureaucratized.

There was also the Group, “The Friends of Durruti”, concerning which a great deal has been said but to which I frankly do not grant much importance. There were people who were not from the CNT, and they spoke a Jacobin language: “Let’s cut off their heads, smash the committees, shoot them”. Knowing these people, they were certainly not the most capable of waging a coherent campaign.

The harshest repression was directed against the POUM. The circumstances surrounding the arrest of the POUM central committee and the kidnapping of Nin are well known. They killed the anarchist Berneri like a rabbit. There is evidence that they kidnapped him; that elements of the PSUC went after him and they got him. Just as they caught all the hostages of the libertarian youth that they had in their hands, and many of them reappeared in the cemetery of Cerdanyola. Alfred Martínez was never found. He disappeared.

When the expeditionary forces of the Valencia Government were on their way to Barcelona, in every area they passed through the elements of the PSUC and the republicans of the Esquerra were emboldened and hunted down the libertarian elements.

They could not go after the libertarians here in Barcelona because they were afraid to do so. At that time I was in Lérida. In Lérida we made them back down. They did not dare to attack us. In that city the POUM was the most powerful force, we were the second most powerful force and they had few supporters. The PSUC, in Lérida, was an import.

There is currently a campaign underway to mythologize President Companys. They are particularly exploiting the fact that he was shot by the fascists. What is your view of the political role of President Companys and the mythologization of his memory that is currently underway?

I think that they will succeed in creating a myth of Companys. However, speaking not just as an anarchist but as a citizen, I think that the policies of President Companys featured many errors and not just during the war.

Let’s just focus on the events of October [1934]: no statesman with his head screwed on right would participate in such a scheme and join such people, the way he did, counting on such sparse forces as he had at his disposal. It was a catastrophic movement. In addition, Companys could not have felt that he would have the support of those who were fighting in Asturias. He could not have felt that he would have the support of what the socialists in Madrid did or did not do, since I doubt that they had any idea of what they were doing. And we still do not know today what they thought they could gain from the events of October.

In any event, the actions of an individual can be as debatable as you like, but if they have a tragic outcome, some considerations of a humanist type arise which are quite understandable. I think that we all sympathize with his death. The shooting of Companys is something ignominious, shameful, outrageous, any adjective you want…. Anyway, except for that, his activity is not very impressive.

I think that he never was a politician in the classical meaning of the word. He committed many blunders. He allowed himself to be dragged along by elements that he believed could help him but it was in fact just those elements that caused him to falter. That is what the PSUC did. Companys was the one they heaped praise upon. And it was Companys whom they helped to undermine and towards the end, the PSUC was even more powerful than the Esquerra Republicana itself, since the latter did not possess a mass of militants that it could mobilize at a moment’s notice, while the PSUC had the UGT. It had managed to attract the most active elements of the petty bourgeoisie and the peasantry and had successfully constructed a powerful UGT. And of course, this base had always been the base of the Esquerra—the peasants, the white-collar workers—but the PSUC won it over to its side. The PSUC conducted an anti-FAIsta propaganda that flattered the small and large landowners and in this sector it was a formidable competitor of the Esquerra itself. It went on undermining his position and Companys kept playing its game. Companys could have relied on other forces….

Getting back to the events of October; according to Munis, the socialist party threatened to revolt unless the government accepted its participation in the cabinet; in the north, the insurrection only made serious headway in those locations where the bureaucracy of the socialist party could not control the rank and file. The workers started a revolution, but Largo Caballero and company used the insurrection of the Asturian workers as leverage to compel the President of the Republic to accept another republican socialist coalition government.

This is the thesis of my book. I think that those people did not really intend to start a revolution. And I also add one other argument; I am referring to the document of Prieto, which I copied from a pamphlet by Llopis, which includes the program of that movement. If you examine it in detail, you will see that it is a completely bourgeois program. There is no mention of a social revolution. And besides, it is a fact that neither in Madrid nor anywhere else in Spain did the socialists mobilize their forces.

I think that the few leaders who did mobilize were dragged along by the rank and file, a particular kind of rank and file. The origin of the Asturian socialist movement is basically anarchist. That is, in Asturias it was the opposite of the way it was in Catalonia. Just as in Catalonia the socialists were active but it was the anarchists who finally dominated the organization, in Asturias the opposite was the case, the anarchists lit the fire, it was the anarchists who trained the Asturian temperament: but then the socialists arrived with electoral promises and they conquered the miners movement and only left the islands of La Felguera and Gijón. In any event, the Asturian miner had always been a revolutionary element. And he left his leaders behind. Because this is not what his leaders wanted: they just wanted to strike fear into the hearts of Gil Robles and company, in order to get them to back down.

Cruells, in El 6 d’octobre a Catalunya, mentions the inferiority complex of the UGT with respect to the CNT, with reference to the revolutionary question, due to the fact that the UGT (Largo Caballero) had collaborated with Primo de Rivera and then with the republican-bourgeois government. To overcome this complex, they had to do something….

I share this opinion because the socialists constituted the pillar of the republican position; the government was republican-socialist. This discouraged them and even discredited them because the Republic had to resort to arms to suppress the insurrection.

Then, in the Center, which had been the private preserve of the socialist party, the organization, the CNT, which had always been in a minority there, began to raise its head—beginning with the construction trade union and continuing with the rest of them—and it was gaining ground.

And this naturally aroused in the socialists, if not an inferiority complex, at least a certain degree of alarm. These people became alarmed and said: “OK, here, against a CNT that is always in the streets, with strikes, which fights and has a critical attitude and attracts the masses, we have to do something.” It was in this context that Largo Caballero delivered those incendiary speeches about the dictatorship of the proletariat. That was the most catastrophic thing he could have done. Gradually it was becoming more and more clear just how insincere he was. I think that it was electoral propaganda. Everyone knows that Largo Caballero discovered Lenin while he was in prison.

Before July 1936, was an alliance between the CNT and the UGT possible, which, according to some historians, could have prevented the “glorious national uprising”?

The fact that the UGT was an appendage of the PSOE and comprised its electoral base, rendered a CNT-UGT pact almost impossible. Besides, the CNT, at its congress of Zaragoza, imposed, as a condition for such a pact, the practical separation of the UGT from the PSOE. I don’t think that a CNT-UGT pact would have prevented the military coup d’état. Instead, it would have precipitated it. The revolutionary pact between the CNT and the UGT in Asturias horrified all the right wing elements, who rapidly encouraged the military to revolt. We already saw what happened in 1934 with that catastrophic plan. And I say that with all due respect for those who sacrificed their lives there.

To what factors do you attribute the loss of ground by the organized anarchist workers movement after the Second World War?

Communism, making use of its populist demagogy, has shaken all the social and political foundations of the world. What is unfortunate is that, by doing so, the classic humanitarian values have been suppressed, more than one might think.

These scholastics and Jesuits of the 20th century have robbed us of the flag of liberty in order to give it a modern touch-up. What they have not been able to conquer they have crushed. This accursed invasion, which has even affected the intellectual classes of the entire world, has transformed the meaning of the revolutionary mystique that represented the spearhead of anarchosyndicalism, and the workers camp has been seriously weakened as a result.

On the other hand, the anarchists have attempted to confront this situation by withdrawing into themselves and carrying out a witch-hunt against all those persons and things that are suspected of heresy. The result has been that new values have not arisen and that we continue to nourish ourselves on the legacy of the old masters. Unless this pernicious trend ceases and unless man recovers his sense of direction, it will be hard for libertarian syndicalism to once again make progress. Another factor of decline has been the invasion of all domains by the state. Social reform laws have brought many benefits to the workers but they have tranquilized their non-conformist spirit, intensified the process of their embourgeoisification within consumer society. Finally, industrialization, with its accompanying technocracy, has shattered the proletarian class into little pieces, transforming it into a scattering of categories, and it thus lost its unity. The anarchists have not yet found their tactical equilibrium within this constantly shifting context.

Published in Anthropos, no. 102, November 1989, pp. 26-35.

Translated from the Spanish in October-November 2013.

Source in spanish, Alasbarricadas

Republication from Libcom.org

Πηγή:eagainst.com

Διαβάστε σχετικά:Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού/ του Murray Bookchin / (μέρος πρώτο)

Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού / του Murray Bookchin / (μέρος δεύτερο)

ΜΑΡΕΪ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ: ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936

Mερικές κριτικές σημειώσεις πάνω στο φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού του Μ.Μπούκτσιν

ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ *

Δείτε σχετικά:Αναρχία και αναρχοσυνδικαλισμός

Ο ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

 

 

 

Διάλογος στο κομμωτήριο – Wilhelm Reich (1935)

μεταφραση: μεταφραστικη ομαδα eagainst.com

 

ΑΛΤΑΝΉδη από τη δεκαετία του 1930, ο γνωστός ψυχαναλυτής Wilhelm Reich είχε αντιληφθεί την ανάγκη απλοποίησης βασικών ιδεών της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ, ώστε αυτές να γίνουν προσιτές στον καθένα, με τον ίδιο τρόπο που ο Errico Malatesta παρουσίασε την αναρχική του σκέψη μέσα απ’ το έργο Στο Καφενείο, Συζητήσεις για τον Αναρχισμό. Ο παρακάτω διάλογος, μεταξύ ενός βοηθού κομμωτή κι ενός πελάτη, δημοσιεύτηκε το 1935 με το ψευδώνυμο Ernst Parell για το Zeitschrift für politische Psychologie und Sexualökonomie (vol.2, no.1) όσο ήταν εξόριστος στη Δανία. Μέσα από το διάλογο, ο βοηθός αναπτύσσει, δίχως να του το διδάξει κανείς και μόνο με τις βοηθητικές ερωτήσεις του πελάτη, βασικές σκέψεις του Μαρξ, όπως η θεωρία της υπεραξίας.

Βοηθός: Χτένισμα ή κούρεμα;

Πελάτης: Koύρεμα, αλλά τετράγωνο παρακαλώ, όχι στρογγυλό.

(παύση)

Βοηθός: Πώς βλέπετε την εποχή μας;

Πελάτης: Χάλια. Που θα πάει όλο αυτο;

Βοηθός: Οι χούλιγκαν θα κόψουν ο ένας το λαιμό του άλλου κι εμείς θα υποστούμε τα χειρότερα, όποιος κι αν νικήσει, είτε οι Κομμουνιστές, είτε οι Ναζί. Είναι το ίδιο πράγμα.

Πελάτης: Ίσως έχετε δίκιο. Δεν ξέρω από πολιτική.

Βοηθός: Είμαι χαρούμενος που έχω μια δουλειά και τα βγάζω πέρα. Όσο για τα υπόλοιπα, το μόνο που θέλω είναι να ζήσω μια ήρεμη ζωή.

Πελάτης: Μπορώ να ρωτήσω πόσα χρήματα βγάζετε απ’ αυτή τη δουλειά;

Βοηθός: 100 μάρκα το μήνα.

Πελάτης: Τα βγάζετε πέρα με αυτά;

Βοηθός: Οριακά. Θα ήθελα να παντρευτώ, αλλά θα πάρει καιρό μέχρι εγώ και η μνηστή μου να βάλουμε στην άκρη αρκετά ώστε να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα. Δουλεύω εδώ και δέκα χρόνια σ’ αυτό το μαγαζί αλλά ακόμη δεν έχω μαζέψει αρκετά.

Πελάτης: Το αφεντικό πώς είναι;

Βοηθός: Είναι καλός άνθρωπος. Μερικές φορές είναι λιγάκι κακόκεφος, αλλά εγώ τα πάω καλά μαζί του.

Πελάτης: Πόσους πελάτες εξυπηρετείτε κάθε μέρα;

Βοηθός: Δέκα με δεκαπέντε. Το Σάββατο είναι περισσότεροι.

Πελάτης: Οπότε αυτό σημαίνει πως 15 πελάτες πληρώνουν συνολικά 15 μάρκα στην επιχείρηση. Εσείς όμως παίρνετε μόνο 3.50 κάθε μέρα. Τι γίνεται με τα υπόλοιπα;

Βοηθός: Δε λάβατε υπόψη τα έξοδα της επιχείρησης. Ρεύμα, τηλέφωνο, ασφάλεια, εξοπλισμός, ενοίκιο, είναι αρκετά έξοδα.

Πελάτης: Θα μ’ ενδιέφερε να μάθω πόσα.

Βοηθός: (σκέφτεται για λίγο) Υποθέτω πως είναι τουλάχιστον 3 [1] μάρκα.

Πελάτης: Οκ, αλλά απ’ τους υπολογισμούς μας λείπουν ακόμη 9-10 μάρκα.

Βοηθος: Ναι, αλλά η επιχείρηση πρέπει να βγάλει πλεόνασμα, αφού το αφεντικό παίρνει μεγάλο ρίσκο. Για παράδειγμα, κάποιες μέρες έχουμε λιγότερους πελάτες ή κακές στιγμές.

Πελάτης: Αυτό σημαίνει πως παίρνετε περισσότερα όταν η επιχειρήση πηγαίνει πολύ καλύτερα;

Βοηθός: Οχι, γιατί θα έπρεπε; Παίρνω σταθερό μισθό.

Πελάτης: Δε μπορώ να καταλάβω. Όταν δουλεύετε περισσότερο, δεν πληρώνεστε περισσότερο; Σας κρατά χρήματα για τις κακές εποχές αλλά δεν σας δίνει τα ανάλογα στις καλές;

Βοηθός: Έχετε απόλυτο δίκιο.

Πελάτης: Αν καταλαβαίνω καλά, παράγετε, αφού βγάλουμε όλα τα έξοδα, από 10 έως 12 μάρκα περίπου τη μέρα κι εσείς παίρνετε 3 με 3,5 μάρκα. Και αν οι καιροί γίνουν σταθερά κακοί για την επιχείρηση, θα σας απολύσει, και στην περίπτωση αυτή το απόθεμα δεν θα έχει καμία χρησιμότητα για εσάς. Οπότε, πώς χρησιμοποιεί στην πραγματικότητα αυτά τα χρήματα;

Βοηθός: Να, για παράδειγμα το αφεντικό πρέπει να πάρει σύγχρονα μηχανήματα. Αυτή τη στιγμή αντικαθιστούμε τα ψαλίδια χειρός με ηλεκτρικά για παράδειγμα.

Πελάτης: Και τι σημαίνει αυτό;

Βοηθός: (έκπληκτος) Τι, δεν το καταλαβαίνετε; Eίναι πολύ απλό.Τώρα μπορώ να εξυπηρετήσω 10 πελάτες σε μια μέρα, ενώ μετά θα έχω τη δυνατότητα να εξυπηρετήσω 20, αφού το κούρεμα θα είναι πιο γρήγορο.

Πελάτης: Και κάθε ένας απ’ αυτούς τους 20 θα πληρωνει ένα μάρκο, όπως πριν. Κι εσείς, πόσα θα παίρνετε τότε;

Βοηθός (ακόμη πιο έκπληκτος): Φυσιολογικά, θα συνεχίσω να παίρνω τα 100 μου μάρκα.

Πελάτης: Συγχωρήστε με που γίνομαι αδιάκριτος, είμαι λίγο μπερδεμένος και μάλλον έκπληκτος. Με τα καινούργια βελτιωμένα μηχανήματα θα κερδίζετε 20 μάρκα γι’ αυτόν, αλλά εσείς θα συνεχίσετε να παίρνετε 3.50. Αυτό σημαίνει ότι το πλέονασμα από 8 μάρκα θα γίνει περίπου 13; Που πηγαίνουν αυτά τα λεφτά;

Βοηθός: (ξύνει το κεφάλι του) Βασικά, έχετε δίκιο. Είναι μια καλή ερώτηση αλλά, ξέρετε, κουράζομαι τόσο πολυ στη δουλειά και δεν έχω αρκετή ενέργεια ώστε να σκεφτώ. Είμαι χαρούμενος αν μπορώ να ξεκουράζομαι λίγο και να κρατάω τη δουλειά μου. Ξέρετε, την επόμενη εβδομάδα δύο απ’ τους πέντε συναδέλφους μου απολύονται και πρέπει να διασφαλίσω πως δεν θ΄απολυθώ κι εγώ.

Πελάτης: Θα πρέπει να είναι αρκετά άσχημο να στέκεσαι 10 ώρες σε μια μέρα στο μαγαζί. Με τις άδειες τι γίνεται;

Βοηθός: Α, ναι. Παίρνω ένα δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο, αλλά καθώς παίρνουν κι άλλοι άδειες, εγώ τότε πρέπει να δουλέψω περισσότερο. Και τώρα το αφεντικό φεύγει για δύο μήνες.

Πελάτης: Που βρίσκει τα λεφτά ώστε να λείψει για τόσο πολύ;

Bοηθός: Έχει μία βίλα στο Dahlen.

Πελάτης: Μπα! Πώς κι έτσι;

Βοηθός: Μα είναι ιδιοκτήτης αυτής της επιχείρησης εδώ και 30 χρόνια.

Πελάτης: Α, ώστε έτσι. Εργάζεται;

Βοηθός: Α, όχι, μόνο μερικές φορές απλώς βοηθάει. Αλλά είναι μια επιτυχημένη επιχείρηση.

Πελάτης: Κοιτάξτε, δεν καταλαβαίνω τίποτε γι’ αυτά τα πράγματα αλλά μου φαίνεται πως αυτή η βίλα και οι καλοκαιρινές του διακοπές πληρώνονται απ’ τα 8 ή τα 13 μάρκα που κερδίζετε για το «πλέονασμα της επιχείρησης».

Βοηθός: Ω, δε νομίζω. Αλλά ίσως έχετε δίκιο, είναι περίεργο. Θα ήθελα να συζητήσω κάποια στιγμή μαζί σας. Ισως τελικά το συμπέρασμα σας να είναι λογικό.

Σημείωση
[1] Στο πρωτότυπο κείμενο, αναφέρεται το ποσό των 8 μάρκων σε αυτό το σημείο, πιθανότατα λόγω τυπογραφικού λάθους.

Μετάφραση κειμένου του Wilhelm Reich από eagainst.com/μεταφραστική ομάδα

Πηγή αγγλικής μετάφρασης του κειμένου του Wilhelm  Reich, theoryandpractice.org.uk

Πηγή Ελληνικου κειμένου: eagainst.

Mερικές κριτικές σημειώσεις πάνω στο φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού του Μ.Μπούκτσιν

γράφει ο Νικόλας Ασηθιανάκις

cntΕισαγωγή:

1. Αφορμή για το παρόν κείμενο στάθηκε το σύγγραμμα του Μάρραιυ Μπούκτσιν (στο εξής για συντομογραφία: Μ.Μ): “Το φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού”.
Τόσο στο “φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού” (μετάφραση από την ομάδα του Eagainst), όσο και στο πόνημα του “Οι Ισπανοί Αναρχικοί τα ηρωικά χρόνια”, δεν ασκεί απλά κριτική στα λάθη των Αναρχοσυνδικαλιστών της CNT,αλλά έχει από επιλογή ξεκάθαρη αντι-Αναρχοσυνδικαλιστική θεώρηση.

Ο Μ.Μ θεωρεί μάλιστα τον Αναρχοσυνδικαλισμό “παρωχημένο”, καθώς σύμφωνα με τη δική του οπτική, η εργατική τάξη δεν είναι η μοναδική ριζοσπαστική δύναμη. Με λίγα λόγια το μοναδικό επαναστατικό υποκείμενο.

 

2. Ο Μ.Μ δεν περιγράφει “βιωματικά” την Ισπανική επανάσταση και τον εμφύλιο,αλλά ως ερευνητής. Ως τέτοιος, θεωρητικά πάντα,υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχει μια πιο ψυχρή ματιά, αυτή του μελετητή. Ωστόσο, η καταγραφή του δεν περιέχει την αντικειμενικότητα του ερευνητή που θεωρητικά θα έπρεπε να έχει,υπερτερώντας, όμως, ενδεχομένως από αυτούς που έζησαν και κατέγραψαν τον ηρωικό αγώνα, οπότε μοιραία έβαζαν και το συναισθηματικό στοιχείο.

 

 3. Οι ασάφειες,οι παρερμηνείες και οι αυτο-αναιρέσεις χαρακτηρίζουν το κείμενο.

Χαρακτηριστικό είναι ότι, αν και στα δύο προαναφερόμενα έργα του ήταν ιδεολογικά πολέμιος της CNT & της FAI, σε ένα παλαιότερο έργο του το :”Άκου Μαρξιστή“, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τα Groupos De Afinidad και την FAI.
Mέρος πρώτο:

σ.σ: τα δύο μέρη αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ανάδημοσιεύτηκαν στο blog omnia sunt communia :Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού/ του Murray Bookchin / (μέρος πρώτο): https://omniasuntcommunia.espivblogs.net/?p=7967

Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού / του Murray Bookchin / (μέρος δεύτερο): https://omniasuntcommunia.espivblogs.net/?p=7993

 

4. Ξεκινάει με τη λάθος αντίληψη ότι, σήμερα οι Αναρχοσυνδικαλιστές είναι προσκολλημένοι στην ιδέα του Αναρχοσυνδικαλισμού, όπως αυτός διατυπώθηκε και εφαρμόστηκε στην Ισπανία. Μπορεί ο Ισπανικός Αναρχοσυνδικαλισμός να εμπνέει ακόμα και σήμερα, αλλά κανείς δεν το αποδέχεται ως θέσφατο.

 

5. Η άποψη του Μ.Μ, ότι ο Αναρχοσυνδικαλισμός είναι μια από τις πιο εσωστρεφείς τάσεις του αναρχικού κινήματος σήμερα,είναι αναληθής. Στην Ισπανία η CNT και η CGT, στη Γαλλία η CNT, στη Γερμανία η FAU (και λιγότερο σε χώρες όπως η Σουηδία με την SAC,ή η Ολλανδία με την ASB), το κίνημα όχι μόνο δεν είναι “εσωστρεφές”, αλλά αριθμεί και κάποια εκατομμύρια μέλη. Αλλά ακόμα και σε χώρες που αριθμεί λίγα μέλη έχει ανοιχτεί στην κοινωνία.

 

6. Οι Αναρχοσυνδικαλιστές- υποστηρίζει ο Μ.Μ- πιστεύουν ότι ο Αναρχοσυνδικαλισμός είναι το Α και το Ω του αναρχισμού. Ωστόσο, πέρα από αυτή τη στρεβλή προσέγγιση του συγγραφέα, η αλήθεια είναι ότι ο Αναρχοσυνδικαλισμός, μαζί με τον Αναρχοκομμουνισμό, ήταν από τα πιο βασικά ρεύματα του Κοινωνικού Αναρχισμού.
Με αυτή την έννοια, δεν ήταν ποτέ εχθρικός προς τον Κοινοτικό Αναρχισμό ή τον Οικο-αναρχισμό που πρέσβευε σε διάφορες περιόδους της ζωής του ο Μ.Μ.

 

7. Όσον αφορά την κατηγορία ότι, οι Αναρχοσυνδικαλιστές αναφέρονται σε κοινωνικούς αγώνες με την ευρεία έννοια και όχι στη σύγκρουση μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο, καθώς οι Αναρχοσυνδικαλιστές παλεύουν για την απελευθέρωση της τάξης τους από τη μισθωτή σκλαβιά, και μέσω αυτής και για την απελευθέρωση ολόκληρης της κοινωνίας.

 

8. Ο ισχυρισμός ότι, ο καπιταλισμός έχει υποστεί μορφολογικές και δομικές αλλαγές, και άρα ο Αναρχοσυνδικαλισμός δεν είναι επίκαιρος, είναι εκ του πονηρού και ο συσχετισμός δεν αποδεικνύεται από τον Μ.Μ.

 

9. Τα περί “ιδεολογικής ηγεμονίας” του Αναρχοσυνδικαλισμού είναι γελοιότητες. Οι Αναρχοσυνδικαλιστές, πάντα πίστευαν-σε αντίθεση με τους Αναρχοκομμουνιστές που πρέσβευαν σε μία πιο γενική μορφή επαναστατικού συνδικαλισμού-  ότι το συνδικάτο θα αποτελέσει την μήτρα- για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Φράνκ Μίντς-  που θα γεννήσει τη σύγκρουση με το υπάρχον και τη δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου, όχι σαν μία πρωτοπορία, αλλά σαν ένα όχημα με “εργαλειακή” αξία.

 

10. Λέει ο Μ.Μ ότι οι Ισπανοί και Γάλλοι Αναρχικοί πίστευαν ότι ο Αναρχοσυνδικαλισμός είναι η “καλύτερη” και συχνά μοναδική προσέγγιση για την επίτευξη μιας ελευθεριακής κοινωνίας. Οι Αναρχοσυνδικαλιστές ποτέ δεν υποστήριξαν φανερά η κρυφά κάτι τέτοιο. Υποστήριζαν όμως, ότι ο επαναστατικός συνδικαλισμός, ο συνδικαλισμός βάσης (δλδ, οριζόντιος άρα αντιεραρχικός και αντιγραφειοκρατικός) θα αποτελέσει την απαρχή για μια τέτοια κοινωνία (βλέπε σχετικά: “περί Αναρχοσυνδικαλισμού”: omniasuntcommunia3.blogspot.gr /2011/5/blog-post_12.html).

Ότι απλά θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα και μια από τις μεγαλύτερες -σίγουρα όχι η μοναδική- εφαρμογές της αυτοοργάνωσης, και άρα της κοινωνίας που οραματίζονται. βλέπε σχετικά: “περί Αναρχοσυνδικαλισμού”:omniasuntcommunia3.blogspot.gr /2011/5/blog-post_12.html).

 

11. Πράγματι στην Ισπανική CNT υπήρχαν δύο τάσεις. Οι ρεφορμιστές, όπως ο Πεστάνια, ο Σεγκί και ο Μπουενακάσα, και οι αναρχικοί της πράξης και ταυτόχρονα συνδικαλιστές, όπως ο Ντουρούτι, ο Ασκάσο,ο Ολιβέρ (τον οποίο στο βιβλίο του αναφέρει εσφαλμένα σαν ….μαρξιστή, που γι’ αυτόν τον λόγο συγκρούστηκε με τον Ντουρούτι), οι αδερφοί Σαμπατέ, και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι που παρέμειναν -όπως συνήθως γίνεται – οι αφανείς ήρωες αυτού του αγώνα.Τελικά, οι ρεφορμιστές αποχώρησαν από την CNT και κάποιοι- όπως ο Πεστάνια που δημιούργησε κόμμα-, ενώ κάποιοι άλλοι δημιούργησαν νέα συνδικαλιστικά σχήματα, ή ενσωματώθηκαν σε ήδη υπάρχοντα, κυρίως ρεφορμιστικά.

 

12. Ο Αναρχοσυνδικαλισμός, πράγματι δεν έγινε ποτέ πλήρως αποδεκτός από μια μερίδα αναρχικών. Ίσως γιατί, από κάποιους έγινε κατανοητό ως εκείνο το κομμάτι των αναρχικών που προσανατολίστηκε προς τον επαναστατικό συνδικαλισμό (βλέπε σχετικά:“περι αναρχοσυνδικαλισμού”:omniasuntcommunia3.blogspot.gr /2011/5/blog-post_12.html). Θα το ξαναπώ: Οι Αναρχοσυνδικαλιστές θεωρούν ότι ο Αναρχοσυνδικαλισμός ,είναι απλά το μέσο που θα οργανωθούν οι νέες δομές που θα προκύψουν στην μετεπαναστατική περίοδο (βλέπε σχετικά:“περί Αναρχοσυνδικαλισμού”:omniasuntcommunia3.blogspot.gr /2011/5/blog-post_12.html).

Και το συνδικάτο θα είναι η πρώτη δομή της νέας κοινωνίας που θα λειτουργήσει άμεσα και χρηστικά μέχρι να μετασχηματιστεί η κοινωνία και να δημιουργήσει νέες μορφές δομών. Μια κοινωνία στην οποία θα ισχύει το: “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”(Κροπότκιν).

 

13.Οι Αναρχοσυνδικαλιστές- γράφει ο Μ.Μ- με την δική τους στενότητα, εκτόπισαν εξ’ολοκλήρου το κοινοτικό, το ηθικό, οικουμενικό και αντιεραρχικό.
Λάθος εσκεμμένο, η προσπάθεια αποσιώπησης αυτού που ίσχυε στην τελική;
Ο Μπακούνιν υποστήριζε ότι οι αφηρημένες ιδέες δύσκολα θα υιοθετούνταν από την μεγάλη μάζα των εργατών. Δεν μπορείς να φτιάξεις ένα πολιτικό πρόγραμμα και να καλέσεις όλους τους εργαζόμενους να προχωρήσουν σε αυτό. Θα ήταν πιο χρήσιμο να ενωθούν οι εργαζόμενοι στην βάση του κοινού βιώματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης από τα αφεντικά, μέσα από την κοινή ζωή του συνδικάτου, να τους μεταμορφώσεις ώστε να φτάσουν οι ίδιοι, να δημιουργήσουν ένα κοινό απελευθερωτικό πρόγραμμα για τους εαυτούς τους (αναφορά από το “Αναρχισμός και Αναρχοσυνδικαλισμός”-περιοδικό Ελευθεριακός Συνδικαλισμός-της ΕΣΕ, τεύχος 3- μπορείτε επίσης να ανατρέξετε εδώ: http://omniasuntcommunia3.blogspot.gr/2012/04/blog-post_6948.html).

Επιπλέον: η εργατική τάξη,χρειάζεται ένα οργανωτικό μοντέλο, όχι απλά επαναστατικό, αλλά επίσης, απαραιτήτως και ελευθεριακό και αντιεξουσιαστικό, ένα μοντέλο που θα δίνει αξιοπρέπεια στο συνδικαλισμό και θα τον κάνει όπλο για να ξεπεράσουμε τη σκλαβιά( βλέπετε σχετικά: Η ισπανική CGT (των Jacinto Ceacero,Emilio Contavitrare & Antonio Riviera).

 

14. Άλλη ανακρίβεια: η Γαλλική CGT δεν υπήρξε Αναρχοσυνδικαλιστική. Στην πραγματικότητα, αρχικά και για βραχύ διάστημα η CGT, ήταν Αναρχοσυνδικαλιστική, μέχρι που αλώθηκε από κομμουνιστές και προσδέθηκε στο άρμα του ΚΚΓ.

Μέχρι το 1919 στην CGT κυριαρχούσε η Αναρχοσυνδικαλιστική τάση, με τον Εmile Pouget να είναι η κεντρική φιγούρα αυτής της τάσης. Η CGT, αντίθετη τόσο στις αρχές, όσο και στους εργοδότες, είχε έντονα συγκρουσιακή κατεύθυνση, ενώ, αρνιόταν να συνδεθεί με οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα.
Η Οκτωβριανή επανάσταση και η αλλαγή των ισορροπιών με τους κομμουνιστές να παίρνουν τον έλεγχο στη συνδικαλιστική ένωση οδήγησαν στην σύνδεση της με το ΚΚΓ.

 

15. Μία ακόμη ανακρίβεια, αφορά την Ισπανική CNT, η οποία σύμφωνα πάντα με τον Μ.Μ, έκανε “απλό και καθαρό συνδικαλισμό”.Ηταν όμως έτσι? Η αυτοδιαχείριση στα κατειλημμένα εργοστάσια, το δίκαιο μοίρασμα της αγροτικής παραγωγής -μέσω του αγροτικού ελέγχου της παραγωγής- (κάτι που και ο ίδιος ο Μ.Μ αναφέρει στο βιβλίο του για τους Ισπανούς Αναρχικούς, (δείτε σχετικά: Μurray Bookchin: ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936).
Η CNT, σύμφωνα με τον Φράνκ Μίντς, δεν περιορίστηκε στον συνδικαλισμό, αλλά κυρίως στην επιμόρφωση των εργατών (σχετικά διαβάστε: Φράνκ Μίντς: Αναρχοσυνδικαλισμός και αυτοδιαχείριση στην Ισπανία).
Για την κοινωνικοποίηση των κολεκτιβοποιημένων εργοστασίων, ο Μ.Μ., φθάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί κάποιες αναφορές μιας εμβληματικής μορφής του Ισπανικού Αναρχοσυνδικαλισμού, του Λαβάλ. Για να μειώσει την σημασία των κολεκτιβών, τις αποδίδει σε κάποιους “μειοψηφούντες” αγωνιστές της CNT, που έκαναν το όραμα πράξη, μακρυά από τις αποφάσεις της ηγεσίας της CNT. Ωστόσο, για να μην αδικήσω τον Μ.Μ, η τοποθέτηση αυτή δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, καθώς και άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι, οι επικεφαλής της CNT-FAI δεν είχαν προκαλέσει, αλλά και ούτε ενθαρρύνει τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρησης (δείτε σχετικά: ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ-Μια ιδέα πάντα επίκαιρη / εκδόσεις των συναδέλφων- σελ.39-). Αλλά αυτό δεν μειώνει την σημασία των κολεκτιβοποιημένων επιχειρήσεων. Ειδικά, μάλιστα, όταν ο Μ.Μ δεν διστάζει να μιλήσει ακόμα και για “νεοκαπιταλισμό των εργατών”. Και δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Γράφει ο Φ. Μίντς: “Ο νεοκαπιταλισμός αυτών των κολεκτίβων μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως αντικατάσταση ενός αφεντικού από μια πλειάδα αφεντικών στην ίδια επιχείρηση” (δείτε σχετικά: ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ-Μια ιδέα πάντα επίκαιρη / εκδόσεις των συναδέλφων-σελ.45-). Το θέμα της κολεκτιβοποίησης στην εξεγερμένη Ισπανία, δεν μπορεί να εξαντληθεί σε πέντε αράδες και θα χρειαστεί μάλλον να επιστρέψω σε αυτό. Ωστόσο, η επιτυχημένη πορεία της κολεκτιβοποίησης δεν αμφισβητείτε μόνο από τον Μ.Μ ή ιστοριογράφους του χώρου όπως ο Φ.Μιντς. Αν υπήρχε αυτή η απαξίωση από αναρχικούς συγγραφείς,πόσο μάλλον λογικό φαντάζει το γεγονός ότι, ουδέποτε δεν αναγνωρίστηκε τόσο από τους φιλελεύθερους, όσο και από τους κομμουνιστές (διαβάστε σχετικά: Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία-1936-1939-Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις,των: Diego Abad Santillan, Antoni Castels Duran, Luis Garrido Gonzalez, Michael Seidman, Martha Ackelsberg / εκδόσεις των ξένων). Οπότε δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μ.Μ παρερμηνεύει ηθελημένα τον Λαβάλ. Αντίθετα, από άλλες πηγές της επίσημης ιστοριογραφίας, υπάρχει ο οξύμωρος ισχυρισμός: ότι είτε η κολεκτιβοποίηση προέκυψε αυθόρμητα, είτε υπήρξε αποτέλεσμα επιβολής (διαβάστε σχετικά: Κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία-1936-1939-Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις,των: Diego Abad Santillan, Antoni Castels Duran, Luis Garrido Gonzalez, Michael Seidman, Martha Ackelsberg / εκδόσεις των ξένων).

 

Μέρος δεύτερο:

16. Ο Μ.Μ.,επιχειρεί να σκιαγραφήσει ποιοί ήταν οι Αναρχοσυνδικαλιστές που συμμετείχαν στην CΝΤ , ώστε να αμφισβητήσει την δομή της Αναρχοσυνδικαλιστικής ένωσης, και εν συνεχεία να την κατηγορήσει για γραφειοκρατική στάση. Μακρυά από το όραμα του libertario comunismo. Και όμως, όπως παρατηρεί ο Φ.Μίντς (στο εξής συντομογραφία Φ.Μ), η “στελέχωση” της CNT, έγινε κύρια από τον χώρο των εργαζομένων. Προέρχεται από τους εργαζόμενους τους ίδιους και από την Αναρχοσυνδικαλιστική μήτρα (σχετικά διαβάστε: Φράνκ Μίντς: Αναρχοσυνδικαλισμός και αυτοδιαχείριση στην Ισπανία).
Οποιαδήποτε συνδικαλιστική οργάνωση που εκπίπτει από τις αρχές του Αναρχοσυνδικαλισμού, γίνεται συντηρητική και προσηλωμένη αποκλειστικά στα άμεσα συμφέροντα της, δημιουργώντας στο εσωτερικό της μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία που δεν έχει άλλο στόχο από το να ισχυροποιηθεί και να μεγαλώσει η ίδια (σχετικά:όπως προηγουμένως). Άρα δεν ήταν εκεί που “πονούσε” η CNT.
Αλλού ήταν το αδύνατο σημείο της. Ήταν η άρνηση δημιουργίας βιομηχανικών ομοσπονδιών, ακριβώς από το φόβο γραφειοκρατικοποίησης, και κυρίως η εθελουσία αβουλία χωρίς γραφειοκρατικοποίηση (σχετικά: όπως προηγουμένως)
Η εθελουσία αβουλία εξηγείται από την πελώρια προσωπικότητα ορισμένων αγωνιστών-εργαζομένων, που είχαν κατακτήσει μια κουλτούρα αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, και που κατά συνέπεια επιβαλλόντουσαν στους συντρόφους τους (σχετικά: όπως προηγουμένως).
Ένα θετικό αντίθετα ήταν, ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι πραγματοποιούσαν δράσεις με τα χρήματα που διέθεταν από την δουλειά τους, καθώς και τον προσωπικό τους χρόνο.
Ένα άλλο αδύνατο σημείο, σύμφωνα με το Φ.Μ., ήταν η απουσία εναλλαγής ρόλων, που έτσι έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στους ικανούς αγωνιστές, που συχνά έπαιρναν αποφάσεις, χωρίς να συμβουλεύονται τη βάση. Έτσι, η εθελουσία αβουλία ελάχιστα διαφέρει από τη γραφειοκρατικοποίηση (σχετικά: όπως προηγουμένως).

 

17. Ο ισχυρισμός ότι το ελευθεριακό κίνημα, δηλαδή η CNT-FAΙ, με βάση τις δομές και τον οπλισμό που είχε, θα μπορούσε να ανακόψει την άνοδο του Φράνκο στην εξουσία, είναι επίσης αναληθής. Ο ίδιος ο Μ.Μ στο βιβλίο του (βλέπε σχετικά:Μurray Bookchin: ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936), περιγράφει πως η χούντα του Πρίμο ντε Ριβιέρα είχε αποδεκατίσει το κίνημα από αγωνιστές.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι αναρχικοί, εκτός από τους στρατιωτοφύλακες της Guardia Civil (πολιτοφύλακες του καθεστώτος του Φράνκο), και τους λοιπούς παρακρατικούς, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ένοπλους κομμουνιστές που συχνά πυκνά προέβαιναν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων (βλέπε σχετικά: Κ.ΦΛΩΡΟΣ- Οι άνθρωποι που κύκλωσαν το Α).

 

18. Η αποσιώπηση και η χειραγώγηση της ιστορικής σύγκρουσης των Ισπανών αναρχικών με τη χούντα του Φράνκο, επιβλήθηκε από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, και είναι απορίας άξιον πως πέφτει σε αυτή την παγίδα ο Μ.Μ.
CNT &FAI, έδωσαν σκληρές μάχες σε Βαρκελώνη,Βαλένθια, Μάλαγα, Γρανάδα και αλλούθε.
Αλλά η δικτατορία του Φράνκο, ενισχυμένη από τα φασιστικά καθεστώτα (λόγω ιδεολογικής εγγύτητας) της Γερμανίας και της Ιταλίας, καθώς και από τον Πάπα και την opus dei, αλλά και το χριστεπώνυμο πλήθος της Ισπανίας, ήταν δύσκολο να ανατραπεί.
Ακόμα και σήμερα ο ακριβής αριθμός των νεκρών ανταρτών των πόλεων και του βουνού, αλλά και αυτών που φυλακίστηκαν δεν είναι γνωστός. “Επίσημα”στοιχεία υπάρχουν μόνο από τις καταγραφές της Γκουάρδια Θιβίλ,αλλά εκτιμάται ότι ήταν πολλοί περισσότεροι.
Οι τεράστιες απώλειες σύμφωνα με τον Μ.Μ., έφεραν σημαντική μείωση της “ηθικής τάσης” και όσοι δεν σκοτώθηκαν κατηγορούνται για αδράνεια. Μία κατηγορία που θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να προσάψει στους ρεφορμιστές της CNT, που διέφυγαν στη Γαλλία, αλλά σίγουρα όχι σε εκείνους που έμειναν στην Ισπανία και έχυσαν το αίμα τους. Το πραξικόπημα του Φράνκο είχε προβλεφθεί από την CNT, αλλά δεν μπορούσε να προληφθεί.
“Για το ότι θα μπορούσαμε αποτελεσματικά να νικήσουμε το φασισμό μέσα σε δυο εβδομάδες το πολύ και αυτό δεν έγινε από ανικανότητα ,προτιμώ να μην πω τίποτα”(απόσπασμα από κείμενο του Μοντσενί στο περιοδικό FRANGUA SOCIAL).

Yπάρχουν πιο “μελανά” σημεία στην ιστορία του Ισπανικού Αναρχοσυνδικαλισμού. Σταχυολογώντας κάποια από αυτά, όπως λ.χ την συνεργασία της CNT το 1934, με την UGT(Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Ένωση,που συνεργάστηκε με τη χούντα του Πρίμο ντε Ριβιέρα και μόνιμος ανταγωνιστής της CNT), για την κήρυξη απεργίας στις Αστούριες. Επίσης, τη συνεργασία με συνδικαλιστικές οργανώσεις του ”δημοκρατικού τόξου”, ακόμα και με φιλομοναρχικούς, στη λογική που οι ρεφορμιστές της CNT είχαν, περί κοινού αγώνα και συνεργασιών στο πλαίσιο υποτίθεται κοινού αντιδικτατορικού αγώνα. Τη συνεργασία το 1947 με την STV (Solitaridad Travajadores Vasko-Αλληλεγγύη Βάσκων εργατών), δηλαδή με τη συνδικαλιστική οργάνωση Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος. Τη χαμερπή συμφωνία με την CNS (την Εθνική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία-υποχρεωτικό Φρανκικό σωματείο), για την αντιμετώπιση των κομμουνιστών στο φασιστικό αυτό έκτρωμα. Και τέλος, την επιμέρους -και δυστυχώς όχι ολική- συνεργασία με το POUM (Partido Obrero Unification Marxista-τροσκιστές), (για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στο G.Orwell: Φόρος τιμής στην Καταλονία).

 

Συμπεράσματα:

Όσο και να αμφισβητηθεί, η CNTκαι η FAI, έβαλαν τα θεμέλια για την εφαρμογή του libertario comunismo. To “πείραμα” της αυτοδιαχείρησης ήταν επιτυχημένο, αν και κάποιες ανισότητες και οικονομικές “αδικίες” συνεχίστηκαν. Δεν υπήρχε η ίδια ευμάρεια σε όλες τις κολεκτίβες, καθώς άλλες ήταν πιο  “εύρωστες” και άλλες πιο “ασθενείς” οικονομικά. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι κολεκτίβες, ήταν η είσοδος τόσο κομμουνιστών όσο και φασιστών, που είτε έβρισκαν καταφύγιο σε αυτές, είτε έμπαιναν για να τις υπονομεύσουν. Όμως το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν αυτό της έλλειψης φεντεραλισμού (ομοσπονδιοποίησης) των κολεκτιβών. Οι κολεκτίβες αυξανόταν, αλλά δεν υπήρχε μια συνεκτικότητα, με αποτέλεσμα οι κολεκτίβες να είναι αποκομμένες μεταξύ τους. Και εδώ υπάρχει μια ασάφεια για το τι τελικά ισχύει, καθώς ο Φ.Μ. υποστηρίζει αντίθετα ότι, οι κολεκτίβες δημιουργούσαν σχέσεις μεταξύ τους, χάρη σε μια συνομοσπονδία που οργάνωνε τις ανταλλαγές στο εμπόριο με τον μη κολεκτιβοποιημένο τομέα της οικονομίας. (βλ. σχετικά: ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ-Μια ιδέα πάντα επίκαιρη / εκδόσεις των συνάδελφων-σελ.45-).
Οι ελευθεριακοί κομμουνιστές, κατήργησαν το χρήμα σε πολλά χωριά (πχ στην περιοχή της Αραγωνίας),αλλά από την άλλη, υπάρχει η αντίφαση της δημιουργίας τράπεζας από την CNT, η οποία όμως δεν τα πήγε καθόλου καλά.
Εσωτερικά στις κολεκτίβες, δεν υπήρχε χρήμα και το μόνο χρήμα που υπήρχε το είχε η επιτροπή, η οποία και το διέθετε στα μέλη της αν χρειαζόταν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές. Σιγά-σιγά απαξιώθηκε το χρήμα και άρχισε να ισχύει η ανταλλαγή προϊόντων.
Από την άλλη το “μισθολογικό”, έμεινε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, αν και τελικά σε πολλές περιπτώσεις, κατέστη δυνατόν να εφαρμοστεί το: ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του, ο καθένας σύμφωνα με την εργασία του.
Κάποιοι πίστευαν ότι η έλλειψη μισθού ή καλύτερα, η έλλειψη διαφοροποίησης του μισθού, δεν θα έδινε το κίνητρο στους εργαζόμενους να αυτομορφωθούν και αλλάξουν κλίμακα.
Το πραγματικό πρόβλημα, λέει ο Φ.Μ., δεν ήταν το κίνητρο, αλλά η εξουσία των εργαζομένων. Όταν η βάση έλεγχε, ήξερε και θυσιαζόταν. Όταν δεν είχε την εξουσία, η βάση δεν δεχόταν θυσιαστεί (σχετικα διαβάστε: Φράνκ Μίντς: Αναρχοσυνδικαλισμός και αυτοδιαχείρηση στην Ισπανία).
Οι εργατικές οργανώσεις και ειδικά η CNT, έπρεπε να ετοιμαστούν για την πραγματοποίηση ενός οικονομικού μετασχηματισμού που θα περάσει από την κολεκτιβοποίηση στην κοινωνικοποίηση των πρώτων υλών και της βιομηχανίας (βλέπε προηγούμενη σημείωση).
Οι μαρξιστές -λενινιστές, ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την επαναστατική πνοή που έφερνε ο Αναρχοσυνδικαλισμός.
Ήταν τόσο μεγάλη και σημαντική η επιτυχία της κολεκτιβοποίησης στην Ισπανία το διάστημα 1936-19389, που το pet (κατοικίδιο) της τότε ΕΣΣΔ, κομμουνιστής στρατηγός Λίστερ με τη μεραρχία του, με τις ευλογίες της Σοβιετικής Ένωσης, κατέστρεφαν στο πέρασμα τους, ό,τι οι Ισπανοί αναρχικοί είχαν δημιουργήσει με τόσο κόπο και στερήσεις.
Οι Ισπανοί αναρχικοί δημιούργησαν επίσης για την αυτομόρφωση των εργατών, πολιτιστικές δομές, όπως βιβλιοθήκες και ελευθεριακά σχολεία εμπνευσμένα από τον Φρανσίσκο Φερέρ.
Συμπερασματικά: Παρά τις όποιες αντιφάσεις και αδυναμίες μπορεί να αναδείχθηκαν, είναι τεράστια η παρακαταθήκη που άφησαν οι Ισπανοί Αναρχικοί._

Η ΚΟΡΟΙΔΙΑ ΤΗΣ “ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ” ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΝ ΛΥΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ / ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ [ανακοίνωση ΣΜΤ & ΣΥΒΧΑ]

Η ΚΟΡΟΙΔΙΑ ΤΗΣ “ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ” ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΔΕΝ ΛΥΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

images

Κυβέρνηση, κεφάλαιο και Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού πήραν σωρεία μέτρων που οδήγησαν σε καταβύθιση τους μισθούς, έβαλαν στο περιθώριο τις συλλογικές διεκδικήσεις με κατάργηση των ΣΣΕ και εκτόξευσαν την ανεργία φρόντισαν να προσφέρουν δώρο στις εταιρίες στρατιές εξαθλιωμένων εργαζομένων χωρίς δικαιώματα και μέσω των προγραμμάτων “αντιμετώπισης” της ανεργίας. Παράλληλα, σχεδιάζουν την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων με ομαδικές “εκδιώξεις” των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.

Η εφαρμοζόμενη πολιτική με τις νέες ελαστικές εργασιακές σχέσεις (κοινωφελής εργασία, voucher) δε λύνει το πρόβλημα της ανεργίας. Στόχος τους είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι διακηρύσσουν. Είναι η σταδιακή γενίκευση ενός καθεστώτος μισοεργασίας – μισοανεργίας σε ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων, μέσα από την ανακύκλωση των άνεργων σε θέσεις προσωρινής ανασφάλιστης και κακοπληρωμένης εργασίας ή κατάρτισης

Στο δημόσιο τομέα απ’ τη μία προωθούνται απολύσεις και διαθεσιμότητες, απ’ την άλλη προσλαμβάνονται “πεντάμηνοι ωφελούμενοι” για να κάνουν την δουλειά τσάμπα, χωρίς κανένα δικαίωμα αλλά μόνο με υποχρεώσεις. Στο ΕΤΕΑ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης) τις χρόνιες ελλείψεις σε προσωπικό και τις πρόσφατες 30 διαθεσιμότητες από το μόνιμο προσωπικό ήρθαν να καλύψουν οι προσλήψεις δεκάδων συναδέλφων στην κοινωφελή εργασία καλύπτοντας έτσι, πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Να αντιδράσουμε απέναντι στον εμπαιγμό κράτους – εργοδοτών. Μας θέλουν να δουλεύουμε με χαρτζιλίκι και ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, καθυστερούν τις πληρωμές. Στο ΕΤΕΑ από το ξεκίνημα του προγράμματος “κοινωφελούς εργασίας” υπάρχουν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη μισθοδοσία με ότι αυτό συνεπάγεται για τις ζωές των εργαζόμενων. Πλήρως ευθυγραμμισμένοι με την καταστροφική πολιτική του Υπουργείου Εργασίας (-Ανεργίας), ο διοικητής και οι υπηρεσίες του επικουρικού ασφαλιστικού ταμείου είναι και αυτοί υπεύθυνοι για τις κακές συνθήκες εργασίας των συναδέλφων και φροντίζουν με κάθε ευκαιρία να τις εντείνουν.

Η προσβλητική συμπεριφορά του διοικητή του ΕΤΕΑ προς το σύνολο των εργαζομένων της “κοινωφελούς εργασίας” κατά την επίσκεψη του στο παράρτημα της Ευαγγελιστρίας 5, στις 2 Ιουλίου, είναι σαφές δείγμα εργοδοτικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας. Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές και οι συνθήκες εργασίας στο χώρο του ταμείου είναι απαράδεκτες. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ζητήματα για τα οποία ως σωματεία προσφύγαμε στις αρμόδιες υπηρεσίες.

Όσο βρισκόμαστε στο πεντάμηνο δεν σκύβουμε το κεφάλι. Αγωνιζόμαστε για όλα όσα μας κλέβουν, αγωνιζόμαστε για την αξιοπρέπεια μας. Μόνο με ενότητα, συντονισμό και αποφασιστικότητα μπορούμε να νικήσουμε.

• Καμία καθυστέρηση στους μισθούς/άμεση καταβολή των δεδουλευμένων.
• Άμεση κατάργηση των προγραμμάτων εκμετάλλευσης των ανέργων.
• Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, κανονικές προσλήψεις και μισθούς που να καλύπτουν τις ανάγκες μας με υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
• Επίδομα ανεργίας, για όλο το διάστημα της ανεργίας, στους άνεργους και υποαπασχολούμενους, που να καλύπτει τις ανάγκες μας, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
• Κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων που ελαστικοποιούν τις εργασιακές σχέσεις, απελευθερώνουν τις απολύσεις, καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις και το βασικό μισθό.

Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών
Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου Αττικής

Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού / του Murray Bookchin / (μέρος δεύτερο)

μετάφραση από eagainst.com/μεταφραστική ομάδα

Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του κειμένου εδώ η εδώ.

CNT-1mayo2010Εργάτες και Πολίτες

Τι θεωρούσαν, τελικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές ως «προλεταριάτο», πέρα από αυτούς που ηταν σε θέση να συμπεριλάβουν στα συνδικάτα όπως οι «εργάτες γης» (κάτι το οποίο η CGT δεν έκανε και η CNT παραμέλησε σοβαρά στα τέλη της δεκαετίας του 20 και στις αρχές του 30);

Έχω αναφέρει ότι η έννοια αυτή προσδιοριζόταν κυρίως μέσα από Μαρξικές γραμμές, αν και δίχως την περισσότερο ερευνητική, αν και λανθασμένη, οικονομική ανάλυση του Μαρξ. Με έμμεσο τρόπο περιελάμβανε βασικές έννοιες στις οποίες βασιζόταν η θεωρία περί «ιστορικού υλισμού» του Μαρξ, κυρίως την άποψη ότι η οικονομία αποτελεί τη «βάση» της κοινωνικής ζωής, καθώς και την εξιδανίκευση των βιομηχανικών εργατών ως μια ιστορικά «ηγεμονική» τάξη. Προς τιμήν τους, οι μη συνδικαλιστές αναρχικοί, που ωστόσο υπήρξαν φιλικοί προς το συνδικαλισμό λόγω της ηθικής πίεσης, έτειναν ταυτόχρονα να αντιτίθενται σε αυτή την ανησυχητική απλούστευση των κοινωνικών ζητημάτων και δυνάμεων. Την παραμονή του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, η CNT αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από βιομηχανικούς εργάτες (μια πραγματικότητα, μπορώ να προσθέσω, που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Eric Hobsbawn για τους αναρχικούς ως «πρωτόγονους αντάρτες»). Η CNT είχε ήδη χάσει το μεγαλύτερο μέρος των αγροτών, οι οποίοι συντάχθηκαν με τις Ισπανικές Σοσιαλιστικές Αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, εκτός από μερικά «φρούρια» στην Ανδαλουσία και την Αραγονία (βλ. Malefakis, 1970). Η εικόνα που ο Gerald Brenan δίνει στον Ισπανικό αναρχισμό για το τέλος της δεκαετίας του 30 ως ένα αγροτικό κίνημα, αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά δημοφιλής, είναι σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένη. Αντιπροσωπεύει μια τυπική ανδαλουσιανή προσέγγιση αναφορικά με τον αναρχο-συνδικαλισμό που προώθησε μια περιορισμένη προοπτική για το κίνημα (Brenan, 1943)[5]. Στην πραγματικότητα, η αριστερή στροφή του Κόμματος των Ισπανών Σοσιαλιστών Εργατών (PSOE) το 1930 μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την είσοδο χιλιάδων Ανδαλουσιανών εργατών στα συνδικάτα που ελέγχονταν από τους Σοσιαλιστές, παρά του ότι εξακολουθούσαν να διατηρούν τις αναρχικές παρορμήσεις της προηγούμενης γενιάς (Bookchin, 1977, σ.274-75, 285, 288-90).

Παρά τον «ηθικό τόνο» που οι αναρχικοί έδωσαν στη CNT (όπως λέει ο Pons Prado στο ντοκιμαντέρ The Spanish Civil War), η εξαιρετικά οικονομίστικη έμφαση μελών της ηγεσίας της CNT, ή «σενετίστας», όπως ο Diego Abad de Santillán στο πολυδιαβασμένο του έργο After the Revolution, αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο ο συνδικαλισμός είχε απορροφήσει τον αναρχισμό στο όραμα για μια νέα κοινωνία, ασυναίσθητα συγχωνεύοντας μαρξικές μεθόδους πάλης, ιδέες οργάνωσης, καθώς και εξορθολογισμένες αντιλήψεις πάνω στην εργασία, με την προσήλωση του αναρχισμού στον «ελευθεριακό κομμουνισμό» (βλ. παραπομπές στον Bookchin, 1977, σ.310-11). Η ιδέα της CNT για την «κοινωνικοποίηση» της παραγωγής συχνά είχε να κάνει με μια εξαιρετικά συγκεντρωτική μορφή [της παραγωγής], παρόμοια με τη μαρξιστική έννοια της «εθνικοποιημένης» οικονομίας. Διέφερε πάρα πολύ λίγο από τις κρατικίστικες μορφές οικονομικού σχεδιασμού που σιγά-σιγά υποδαύλισαν τον εργατικό έλεγχο απ’ το επίπεδο της μονάδας παραγωγής. Οι προσπάθειές τους οδήγησαν σε σοβαρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πιο «ηθικιστών» αναρχικών και των «ρεαλιστών» συνδικαλιστών, των οποίων οι ελευθεριακές απόψεις συχνά σερβίρονταν ως επικάλυψη μιας στενά συνδικαλιστικής νοοτροπίας (βλέπε Fraser, 1979, σελ 221-22, Peirats, σ.295-96)[6]

Πράγματι, η CNT έγινε ολοένα και πιο γραφειοκρατική μετά τις αλκυονίδες μέρες του 1936, μέχρι που το σύνθημα της για «ελευθεριακό κομμουνισμό» αποτελούσε απλά ηχώ του αναρχικού ιδεώδους των προηγούμενων δεκαετιών (Peirats, nd, σ. 229-30). Απ’ το 1937, και ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Μάη, το συνδικάτο ήταν μόνο κατ’ όνομα αναρχοσυνδικαλιστικό. Οι κυβερνήσεις της Μαδρίτης και της Καταλονίας είχε τον έλεγχο των περισσότερων βιομηχανικών κολλεκτίβων, αφήνοντας μόνο να εμφανίζονται ως εργατικά ελεγχόμενες στις περισσότερες βιομηχανίες. [7] Η επανάσταση είχε τελειώσει. Είχε παραδωθεί και υπονομευθεί όχι μόνο από τους κομμουνιστές, τους δεξιούς σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους, αλλά από τους «ρεαλιστές» μέσα στην ίδια την CNT.

Πώς όμως μια τόσο σαρωτική αλλαγή έλαβε χώρα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αναρχο-συνδικαλιστική οργάνωση με τόσο μεγάλη υποστήριξη απ’ το προλεταριάτο; Πώς είναι δυνατόν ένα ομολογουμένως ελευθεριακό κίνημα, κατά δήλωση και του Frederica Montseney (βλέπε Granada Films, n.d), το οποίο θα μπορούσε να έχει σταματήσει την προέλαση του Φράνκο χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ελευθεριακές τακτικές – και μ’ αυτό εννοώ τη διατήρηση των πολιτοφυλακών, την κολλεκτιβοποίηση της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής και την αποφασιστική υπεράσπιση των κεκτημένων της επανάστασης στις πόλεις και την επαρχία απέναντι στην αταλάντευτη κομμουνιστική στρατηγική της αντεπανάστασης – να μην καταφέρει τελικά να πετύχει αυτό τον στόχο; Kαι να αποτύχει μάλιστα με τόσο τραγικό, εξευτελιστικό και απογοητευτικό τρόπο; Οι στρατιωτικές νίκες του Φράνκο και ο φόβος που αυτές προκάλεσαν δεν εξηγούν πλήρως αυτή την ήττα. Ιστορικά, καμία επανάσταση δεν έχει προκύψει δίχως εμφύλιο πόλεμο, και δεν ήταν σε καμία περίπτωση φανερό ότι ο Φράνκο λάμβανε αποτελεσματική στρατιωτική υποστήριξη από τη Γερμανία και την Ιταλία μέχρι και το 1937. Ακόμη κι αν εξωτερικές συγκυρίες καταδίκαζαν την επανάσταση σε ήττα, όπως φαίνεται να πίστευε ο Leval (1975, p 68.) και ο Abad de Santillán (1940), το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα φαινόταν να έχει λίγα να χάσει εκείνη τη στιγμή αν επέτρεπε στην εξέγερση της Βαρκελώνης το Μάη του 1937 να ανακτήσει τα κέρδη της επαναστασης και να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τους εχθρούς μέσα στη Ρεπούμπλικα. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι εργάτες που έστησαν τα οδοφράγματα στη Βαρκελώνη επέτρεψαν στους εαυτούς τους να αφοπλιστούν κατά τη διάρκεια εκείνης της μοιραίας εβδομάδας, υπακούοντας στην ηγεσία;

Αυτές οι ερωτήσεις παραπέμπουν σ’ ένα υπόρρητο ζήτημα που έχει να κάνει με τις περιορισμένες δυνατότητες ενός κινήματος που ευνοεί οποιαδήποτε τάξη ως «ηγεμονική» στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Τέτοια ζητήματα, όπως ποια διαστρωμάτωση, τάξη ή σύνολο ομάδων στην κοινωνία αποτελούν το «υποκείμενο» της ιστορικής αλλαγής, σήμερα βρίσκονται στο προσκήνιο των συζητήσεων σε όλα σχεδόν τα ριζοσπαστικά κινήματα – με πιθανή εξαίρεση τον αναρχο-συνδικαλισισμό, όπως έχω διαπιστώσει. Στην Ισπανία, να είστε σίγουροι, οι πιο ένθερμοι αναρχικοί πήγαν στο μέτωπο κατά τους πρώτους μήνες του εμφυλίου πολέμου και υπέφεραν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό απωλειών, γεγονός που πιθανόν να συνέβαλε στη σημαντική μείωση της «ηθικής τάσης» του κινήματος μετά το 1936. Αλλά ακόμη κι αν αυτοί οι αναρχικοί αγωνιστές έμεναν πίσω, είναι αμφίβολο αν πραγματικά θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τη συνδικαλιστική νοοτροπία στο κίνημα και τις δυνάμεις της αδράνειας που διαμόρφωσαν τη νοοτροπία της ίδιας της εργατικής τάξης.

Γεγονός, λοιπόν, που μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό που κατά την άποψη μου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές σφάλματος αναφορικά με την έννοια της προλεταριακής ηγεμονίας: η βιομηχανική εργατική τάξη, εξαιτίας όλης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης που οποία έχει υποστεί, είναι βέβαιο ότι θα εμπλακεί σε ταξικούς αγώνες και θα παρουσιάσει σημαντική κοινωνική μαχητικότητα. Αλλά σπάνια η ταξική πάλη κλιμακώνεται σε ταξικό πόλεμο ή η κοινωνική μαχητικότητα εκρήγνυται ως κοινωνική επανάσταση. Η αδιέξοδη τάση των Μαρξιστών και των αναρχο-συνδικαλιστών να μπερδεύουν τον αγώνα με τον πόλεμο και τη μαχητικότητα με την επανάσταση μαστίζει τη ριζοσπαστική θεωρία και πράξη για πάνω από έναν αιώνα, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της εποχής του «προλεταριακού σοσιαλισμού», απ’ το 1848 έως το 1939, που έδωσε ώθηση στο μύθο της «προλεταριακής ηγεμονίας». Όπως ισχυρίζεται ο Franz Borkenau, είναι πιο εύκολο να ξυπνήσουν εθνικιστικά συναισθήματα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης απ’ ότι συναισθήματα διεθνούς ταξικής αλληλεγγύης, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου, όπως μας αποκάλυψαν ξεκάθαρα οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα (Borkenau, 1962,8 σ.57-79). Είναι γνωστό ότι οι Μαρξιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές χρεώνουν την αποτυχία του προλεταριάτου να εγκαθιδρύσει μια νέα κοινωνία σε κάποια «προδοσία». Μπορεί όμως κάποιος ν’ αναρωτηθεί πραγματικά αν μια τέτοια «προδοσία» καταδεικνύει ένα συστημικό παράγοντα που καθιστά αδιευκρίνιστο και άνευ νοήματοςτο «προλεταριάτο» αυτού του είδους -το οποίο οι μαρξιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές προβάλλουν ως τη βάσηγια την προνομιακή θέση που δίνουνστην εργατική τάξη συνολικά, στο όνομα της «προλεταριακής ηγεμονίας».

Η συχνή έλλειψη επεξηγήσεων αναφορικά με την έννοια της «προλεταριακής ηγεμονίας» οδηγεί σε μια στενή ιστορική κατανόηση σχετικά με τους εργάτες που εστησαν οδοφράγματα στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1848, στην Πετρούπολη το 1905 και το 1917, και στην Ισπανία μεταξύ 1870 και 1936. Οι «προλετάριοι» αυτοί ήταν συνήθως τεχνίτες για τους οποίους το εργοστασιακό σύστημα αποτελούσε πολιτιστικά ένα νέο φαινόμενο. Πολλοί άλλοι προέρχονταν από αγροτικό υπόβαθρο και τους χώριζαν μία ή δύο γενιές μόνο από τον αγροτικό τρόπο ζωής. Μεταξύ αυτών των «προλετάριων» η βιομηχανική πειθαρχία, καθώς και ο εγκλωβισμός τους εντός των εργοστασιακών εγκαταστάσεων παρήγαγε πολύ ανησυχητικές πολιτισμικές και ψυχολογικές εντάσεις. Ζούσαν σε ένα πεδίο δυνάμεων μεταξύ του προβιομηχανικού, εποχιακά καθοριζόμενου και αρκετά ήρεμου βιοτεχνικού ή αγροτικού τρόπου ζωής από τη μία πλευρά, και του εργοστασιακού ή εργαστηριακού συστήματος που χαρακτηριζόταν από τη μέγιστη και ιδιαίτερα εξορθολογισμένη εκμετάλλευση, τους απάνθρωπους μηχανιστικούς ρυθμούς, τις συνωστισμένες πόλεις που έμοιαζαν με συνωστισμένους στρατώνες και τις εξαιρετικά βάναυσες συνθήκες εργασίας, από την άλλη. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι αυτό το είδος της εργατικής τάξης υπήρξε εξαιρετικά εμπρηστικό, και ότι οι ταραχές θα μπορούσαν εύκολα να εξελιχθούν σχεδόν σε εξεγέρσεις.

Ο Μαρξ είδε το προλεταριάτο ως «μια τάξη πάντα αριθμητικά αυξανόμενη, πειθαρχημένη, ενωμένη, οργανωμένη από τους μηχανισμούς της διαδικασίας της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής». Όσο για την ταξική πάλη: «η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας τουλάχιστον φτάνει στο σημείο όπου καθίσταται ασύμβατη με το καπιταλιστικό της περίβλημα. Το περίβλημα έχει σπάσει. Παντού ακούγεται η πένθιμη κωδωνοκρουσία της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώθηκαν» (Marx, 1906, Τόμος 1., 836 έως 37 σελ.). Οι αναρχοσυνδικαλιστές, στην προσπάθειά τους να υιοθετήσουν ποικίλες εναλλακτικές λύσεις σχετικά με τη διαχείριση του βιομηχανικού συστήματος μοιράστηκαν με τους μαρξιστές αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα για την τύχη του καπιταλισμού και το ρόλο του προλεταριάτου. Στην Ισπανία, αυτή η οικονομιστική προσέγγιση, μαζί με την υψηλή εκτίμηση της για την ενότητα που το εργοστασιακό σύστημα επιβάλλει στους εργαζόμενους, αποδείχθηκε μοιραία. Στις περιοχές που επηρεάζονταν από τη CNT, οι εργάτες πράγματι «απαλλοτρίωσαν» την οικονομία, αν και με διάφορους τρόπους και μορφές: από «νεο-καπιταλιστικές» έως σε μεγάλο βαθμό «κοινωνικοποιητικές» (ή συγκεντρωτικές) μορφές. Αλλά ο «εργατικός έλεγχος», ανεξαρτήτως της μορφής του, δεν οδήγησε σε μια «νέα κοινωνία». Η κεντρική ιδέα πως ελέγχοντας μεγάλο μέρος της οικονομίας, το αναρχο-συνδικαλιστικό κίνημα θα μπορούσε στη συνέχεια να ελέγξει την κοινωνία (μια μάλλον απλουστευτική εκδοχή του ιστορικού υλισμού του Μαρξ) αποδείχθηκε μύθος. Η κυβέρνηση της Καταλονίας συγκεκριμένα, πριν τελικά στραφεί στη βία με στόχο να διαλύσει εντελώς τον «κοινωνικοποιημένο» εργατικό έλεγχο, άσκησε επιρροή στην καταλανική οικονομία και το εμπορικό της σύστημα και απλά εισήγαγε τους δικούς της εκπροσώπους στις «επιτροπές των εργαζομένων» και τους συνομοσπονδιακούς φορείς, φτάνοντας στο σημείο να μετατρέψει τις βιομηχανικές κολλεκτίβες σε de facto εθνικοποιημένες επιχειρήσεις (βλ. Laval, 1975, σ.279).

Στο βαθμό που η μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο συγκρούονται μεταξύ τους οικονομικά, ο ανταγωνισμός τους- που είναι αληθινός- συνήθως λαμβάνει χώρα μέσα σ’ ένα εξ’ ολοκλήρου αστικό πλαίσιο, όπως είχε προβλέψει o Μαλατέστα γενιές πριν. Ο αγώνας των εργατών με τους καπιταλιστές είναι ουσιαστικά μια σύγκρουση μεταξύ δύο αλληλένδετων συμφερόντων που τρέφεται από το ίδιο το καπιταλιστικό πλέγμα των συμβατικών σχέσεων στις οποίες συμμετέχουν και οι δύο τάξεις. Συνήθως αντιπαρατίθενται υψηλότεροι μισθοί έναντι υψηλότερων κερδών, λιγότερη εκμετάλλευση έναντι μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, και καλύτερες συνθήκες εργασίας έναντι χειρότερων συνθηκών. Αυτές οι προφανώς διαπραγματεύσιμες συγκρούσεις σχετίζονται με διαφορές στο βαθμό, όχι το είδος. Είναι θεμελιωδώς συμβατικές διαφορές και όχι κοινωνικές.

Ακριβώς επειδή το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι «πειθαρχημένο, ενωμένο, οργανωμένο από τον ίδιο το μηχανισμό της καπιταλιστικής παραγωγής», όπως το έθεσε ο Μαρξ, είναι επίσης πιο πειθήνιο στα εξορθολογισμένα συστήματα ελέγχου και στα ιεραρχικά συστήματα οργάνωσης απ΄ότι ήταν τα προκαπιταλιστικά στρώματα που ιστορικά αποτέλεσαν το προλεταριάτο. Πριν αυτό το προλεταριάτο ενσωματωθεί στο εργοστασιακό σύστημα, ξεσήκωσε εξεγερσεις στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρωσία, την Ιταλία και σε άλλες σχετικά μη βιομηχανοποιημένες χώρες, εξεγερσεις που σήμερα θεωρούνται τόσο θρυλικές στα βιβλία της ριζοσπαστικής ιστορίας. Οι ιεραρχίες των εργοστασίων, με τις πολύπλοκες δομές διοικητικής επίβλεψης, συχνά μεταφέρθηκαν στα συνδικάτα, ακόμη και σ’ αυτά που δήλωναν αναρχοσυνδικαλιστικά, όπου οι εργαζόμενοι ήταν ασυνήθιστα ευάλωτοι απέναντι σε «εργατοπατέρες» όλων των ειδών – ένα πρόβλημα που συνεχίζει να μαστίζει το εργατικό κίνημα μέχρι και σήμερα.

Εφόσον οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι δογματικοί Μαρξιστές εξίσου συχνά χαρακτηρίζουν τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε αυτό το άρθρο ως «αντι-προλεταριακά» ή «εναντίον της εργατικής τάξης», επιτρέψτε μου να τονίσω για ακόμη μια φορά πολύ έντονα ότι δεν αρνούμαι τη σημασία της υποστήριξης των αναρχικών ιδανικών από την εργατική τάξη. Ούτε αποδοκιμάζω τα εξαιρετικά επιτεύγματα των Ισπανών εργατών και αγροτών στην επανάσταση του 1936, πολλά από τα οποία δεν έχουν προηγούμενο σε καμία άλλη επανάσταση. Αλλά θα ήταν μεγάλη αυταπάτη, θυματοποιώντας αναρχικούς εξίσου με αναγνώστες άλλων ριζοσπαστικών απόψεων, να αγνοήσουμε τους σημαντικούς περιορισμούς που επίσης σημάδεψαν την ισπανική επανάσταση- περιορισμούς με βάση τους οποίους (και βλέποντας τους εκ των υστέρων) θα πρέπει σήμερα να ανανεώσουμε την αναρχική θεωρία και πράξη. Πράγματι, πολλοί Ισπανοί αναρχικοί με διάφορους τρόπους αμφισβήτησαν σοβαρά την εμπλοκή του κινήματος τους με το συνδικαλισμό, ακόμη κι όταν ενέδωσαν, αρκετά δικαιολογημένα, σε μια συνδικαλιστική έκδοση «πολιτικής ορθότητας» που φαινόταν σημαντική μισό αιώνα πριν.

Προς τιμήν του, ο ισπανικός αναρχισμός – όπως και αναρχικά κινήματα αλλού – ποτέ δεν επικεντρώθηκε πλήρως στο εργοστάσιο ως το φυσικό τόπο της ελευθεριακής πρακτικής. Αρκετά συχνά κατά τον τελευταία αιώνα μέχρι και την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, χωριά, κωμοπόλεις, και γειτονιές μεγάλων πόλεων, όπως και δημοφιλή πολιτιστικά κέντρα, υπήρξαν σημαντικές εστίες των αναρχικών δραστηριοτήτων. Σε αυτούς τους κατ’ ουσία αστικούς χώρους, οι γυναίκες όπως κι οι άνδρες, οι αγρότες όπως και οι εργαζόμενοι, οι ηλικιωμένοι όπως και οι νέοι, οι διανοούμενοι όπως και οι εργάτες, τα ντεκλασέ στοιχεία όπως και εξέχοντα μέλη των καταπιεσμένων τάξεων- εν ολίγοις, ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που δεν τους απασχολούσε μόνο η δική τους καταπιεστική κατάσταση, αλλά που διακατέχονταν από ποικίλα ιδεώδη σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινοτική ελευθερία – υπήρξαν πόλος έλξης για τους αναρχικούς προπαγανδιστές και αποδείχθηκαν εξαιρετικά δεκτικοί σε ελευθεριακές ιδέες. Οι κοινωνικές ανησυχίες των ανθρώπων αυτών συχνά ξεπερνούσαν τα αυστηρά προλεταριακά προβλήματα και δεν εστίαζαν απαραίτητα σε συνδικαλιστικές μορφές οργάνωσης. Οι οργανώσεις τους, στην πραγματικότητα, ήταν ριζωμένες στις κοινότητες στις οποίες ζούσαν.

Τώρα μόλις αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, όπως έχω τονίσει σε γραπτά μου όλα αυτά τα χρόνια και όπως ο Manuel Castells (1983) έχει δείξει εμπειρικά, ότι πολλά ριζοσπαστικά εργατικά κινήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό αστικά φαινόμενα, ριζωμένα σε συγκεκριμένες γειτονιές στο Παρίσι, στην Πετρούπολη και τη Βαρκελώνη, καθώς και σε μικρές πόλεις και χωριά που σχημάτισαν τα πεδία όχι μόνο των ταξικών συγκρούσεων, αλλά και αστικών ή κοινοτικών αναταραχών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, καταπιεσμένοι και δυσαρεστημένοι πολίτες έδρασαν σε απάντηση στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όχι μόνο ως οικονομικές μονάδες, αλλά και ως κοινοτικές οντότητες. Οι γειτονιές τους, οι πόλεις τους και τα χωριά, με τη σειρά τους, αποτέλεσαν ζωτικές πηγές υποστήριξης για τους αγώνες τους ενάντια σε ένα ευρύ φάσμα καταπιεστικών συνθηκών που γενικεύτηκε πιο εύκολα και εξελίχθηκε σε ευρεία κοινωνικά κινήματα των οποίων η οπτική ήταν πιο ανοιχτή από αυτή των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν με τα μαγαζιά και τα εργοστάσια τους. Δεν ήταν μόνο το εργοστάσιο ή το εργαστήριο οι τόποι όπου οι ριζοσπαστικές αξίες και πλατιά κοινωνικά ιδανικά καλλιεργήθηκαν, αλλά και σε κοινοτικά κέντρα του ενός ή του άλλου είδους, ακόμα και σε δημαρχεία, όπως άλλωστε δείχνει κι η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871 με τόση σαφήνεια. Η μαζική κινητοποίηση ενάντια στην τσαρική καταπίεση δεν έλαβε χώρα μόνο μέσα στα εργοστάσια της Πετρούπολης, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή του Vyborg [της Πετρούπολης].

Ομοίως, η Ισπανική Επανάσταση γεννήθηκε όχι μόνο στις βιοτεχνίες κλωστοϋφαντουργείας και τα εργοστάσια της Βαρκελώνης αλλά και στις γειτονιές της πόλης, όπου οι εργάτες καθώς και όσοι δεν εργάζονταν, έστησαν οδοφράγματα, απέκτησαν τα όπλα που μπορούσαν, προειδοποίησαν τους συμπολίτες τους σχετικά με τους κινδύνους που έθετε η στρατιωτικη εξέγερση, λειτούργησαν συλλογικά σε ότι έχει να κάνει με τα εφόδια αλλά και την επιτήρηση για πιθανούς αντεπαναστάτες, και προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανάπηρων και ηλικιωμένων μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας σύγχρονης πόλης και λιμανιού. Ο Gaston Leval αφιερώνει ένα σημαντικό τμήμα του βιβλίου του, που ονομάζεται «Πόλεις και μεμονωμένα επιτεύγματα» σε μια πολιτειακή μορφή «κοινωνικοποίησης» που, κατά τα λεγόμενά του, θα πρέπει να αποκαλούμε κοινοτισμό, και που θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί κομμουναλισμός, τις ρίζες του οποίου βρίσκουμε στις ισπανικές παραδόσεις που είχαν απομείνει ζωντανές… Η πολιτειακή αυτή μορφή χαρακτηρίζεται απ’ τον κυρίαρχο ρόλο της πόλης, της κοινότητας, του δήμου, δηλαδη από την επικράτηση της τοπικής οργάνωσης που συνολικά αγκαλιάζει την πόλη(Laval, 1975, σ.279). Αυτό το είδος αναρχικής οργάνωσης με κανένα τρόπο δεν είναι μοναδικό στην Ισπανία. Αντιθέτως, είναι μέρος της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης που περιέγραψα προηγουμένως, και το οποίο έχει λάβει, πρέπει να τονίσω, ελάχιστη αναγνωριση από την εμφάνιση του συνδικαλισμού κι έπειτα.

Ο αναρχισμός, στην πραγματικότητα, δεν βοηθήθηκε από τις μορφές του συνδικαλισμού που μετατόπισαν το κέντρο βάρους τους από την κοινότητα στο εργοστάσιο και από τις ηθικές αξίες σε άλλες, οικονομικής φύσεως. Στο παρελθόν, αυτό που έδωσε «ηθικό τόνο» στον αναρχισμό – και στο οποίο πολύ συχνά οι «πρακτικοί» ακριβιστές στα σωματεία αντιστάθηκαν- ήταν αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον για ένα κομμουνισμό δομημένο γύρω από πολιτικές συνομοσπονδίες και αιτήματα για ελευθερία, ως τέτοια, όχι απλά για οικονομική δημοκρατία με τη μορφή του εργατικού ελέγχου. Προ-συνδικαλιστικές μορφές του αναρχισμού ασχολούνταν με την ανθρώπινη απελευθέρωση, με τα συμφέροντα του προλεταριάτου να μην έχουν παραμεληθεί αλλά να έχουν συγχωνευθεί σ’ ένα γενικευμένο κοινωνικό πρόταγμα που κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα αναγκών, ανησυχιών και προβλημάτων. Τελικά η ικανοποίηση και η επίλυση αυτών των αναγκών, των ανησυχιών και των προβλημάτων θα μπορούσαν να λυθούν μόνο στην κοινότητα, όχι σε ένα μέρος της, όπως η φάμπρικα, το εργαστήριο, ή το αγρόκτημα.

Στο βαθμό που οι αναρχικοί πίστευαν πως μια ελεύθερη κοινωνία θα είναι μη ιεραρχική, όπως και αταξική, ήλπιζαν πως τα εξειδικευμένα συμφέροντα θα έδιναν τη θέση τους στα συμφέροντα της κοινότητας και της περιφέρειας – ή και στην ίδια την κατάργηση της έννοιας “συμφέρον” – βάζοντας όλα τα προβλήματα της κοινότητας και της συνομοσπονδιοποιημένης περιοχής σε μια κοινή ατζέντα καθηκότων. Η ατζέντα αυτή θ’ αποτελούσε το κύριο μέλημα όλων συνολικά των ανθρώπων σε μία άμεση,«πρόσωπο-με-πρόσωπο», δημοκρατία. Οι εργαζόμενοι, οι καλλιεργητές, οι επαγγελματίες, και οι τεχνικοί, συνολικά όλοι οι άνθρωποι, δεν θα έπρεπε πια να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μέλη συγκεκριμένων τάξεων, επαγγελματικών ομάδων ή ομάδων που τους ενώνουν κοινά στοιχεία [τρόπος ζωής, κύρος, τιμή]. Θα έπρεπε να γίνουν πολίτες μιας κοινότητας, που ασχολείται όχι με την επίλυση μεμονωμένων και αντικρουόμενων συμφερόντων, αλλά μ’ έναν κοινό, γενικό, ανθρώπινο φορέα μέριμνας.

Είναι αυτό το είδος του ηθικού οράματος για μιανέα κοινωνία που καθιστά το σύγχρονο αναρχισμό τόσο επίκαιρο, όσο καμία άλλη μορφή κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τη χειραφέτηση και την κοινότητα αναφέρεται στα διαταξικά προβλήματα του φύλου, της ηλικίας, της εθνικότητας και της καταπίεσης της ιεραρχίας- των οποίων η έκταση φτάνει πέρα από τη διάλυση της ταξικά δομημένης οικονομίας. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν από μια πραγματικά ηθική κοινωνία στην οποία η εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους οδηγεί επίσης στην εναρμόνιση της ανθρωπότητας με το φυσικό κόσμο. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό το όραμα πιστεύω πως θα ήταν κατώτερο των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας να λειτουργήσει ως ένας λογικός, δημιουργικός και απελευθερωτικός παράγοντας τόσο στην κοινωνική όσο και τη φυσική ιστορία. Σε πολλά βιβλία και δοκίμια, έχω εκφράσει αυτή την ευρεία αντίληψη της αυτο-πραγμάτωσης της ανθρωπότητας σε αυτό που θεωρώ ότι αποτελεί ένα εποικοδομητικό όραμα της αναρχίας: μια αμεσοδημοκρατική, ανθρώπινης κλίμακας, συνομοσπονδιακή, οικολογικά προσανατολισμένη και κομμουνιστική κοινωνία.

Η διαιώνιση της ιστορικής μετατόπισης του αναρχισμού από μια, ως επί τω πλείστον, ηθική μορφή σοσιαλισμού (στην πιο γενική έννοια του όρου) στον αναρχο-συνδικαλισμό -σε μια κατά πολύ οικονομίστικη μορφή σοσιαλισμού, που συχνά θέτει τη δομή του εργοστασίου ως βάση του- θα ήταν κατά την άποψή μου πολύ οπισθοδρομική. Πολλές από τις, σε μεγάλο βαθμό, συνδικαλιστικές τάσεις στην Ισπανία και αλλού, που δηλώνουν πως πιστεύουν σε μια ελευθεριακή κομμουνιστική κοινωνία, δε δίστασαν να δανειστούν μεθόδους και ανήθικες μορφές συμπεριφοράς από την ίδια την καπιταλιστική οικονομία. Η οικονομίστικη νοοτροπία των λεγόμενων «πρακτικών» και «ρεαλιστών», που προφανώς γνώριζαν πώς να χειραγωγήσουν τους εργαζόμενους και να εκφράσουν τα πραγματιστικά τους συμφέροντα, είχαν ως αποτέλεσμα έναν αυξανόμενα αμοραλιστικό, ακόμη και ανήθικο τόνο στην ηγεσία της CNT. Αυτή η τάση φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει στο συρρικνούμενο αναρχοσυνδικαλισμό της δεκαετίας του 90•χαρακτηριστικά όπως η περιφρόνηση για διαφοροποιημένες ιδέες, το απλουστευτικό όραμα για κοινωνική αλλαγή, και μερικές φορές η απολυταρχική αξίωση της αναρχικής ιστορικής κληρονομιάς, βγαίνουν στην επιφάνεια, σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία, με μια συχνότητα που τείνει να καταστήσει τον αναρχο-συνδικαλισμό ένα μη ανεκτικό, αν όχι δυσάρεστο, κίνημα.

Κανείς, και λιγότερο απ’ όλους εγώ, δε θα ήθελε να εμποδίσει τους αναρχικούς απ’ το να εισχωρήσουν στα εργοστάσια, να μοιραστούν τα προβλήματα των εργατών, και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να τους ωθήσουν σε ελευθεριακά ιδανικά. Καλό θα ήταν, στην πραγματικότητα, αν πολλοί από αυτούς συνέχιζαν με τις δικές τους «ρεαλιστικά προσανατολισμένες» ιδέες, συμμετέχοντας παράλληλα στις ζωές των προλετάριων που τείνουν να υποστασιάζουν. Αυτό που αμφισβητώ είναι ο απατηλός ισχυρισμός ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός αποτελεί το σύνολο της αναρχικής σκέψης και πρακτικής, ότι είναι η «μόνη» ιδεολογία που «μπορεί να δημιουργεί σχέσεις μεταξύ αναρχικών ιδεών και εγαζομένων», ότι κηρύττει ένα δόγμα «προλεταριακής ηγεμονίας», παρά τις επανειλημμένες μεγάλου βεληνεκούς αποτυχίες ακόμα και μαζικών συνδικαλιστικών κινημάτων και τις συνεχείς στρεβλώσεις της συνδικαλιστικής ιστορίας. Παρά τους ισχυρισμούς του Helmut Rüdiger, το προλεταριάτο δεν αποτελεί «το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού». Αντιθέτως, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στις παραγωγικές και οργανωτικές μορφές του σύγχρονου καπιταλισμού, το προλεταριάτο των εργοστασίων μειώνεται δραστικά σε αριθμούς σήμερα, και το μέλλον των εργοστασίων με μεγάλο εργατικό δυναμικό είναι μετέωρο. Σίγουρα η Ισπανία σήμερα, όπως και ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, μοιάζει ελάχιστα με αυτό που ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα – ακόμη και μ’ αυτό που εγώ προσωπικά είδα στην Ισπανία πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Ευρύτατες τεχνολογικές επαναστάσεις και μεγάλες πολιτιστικές αλλαγές – που έχουν ως αποτέλεσμα οι πρώηνεργάτες με ταξική συνείδηση τώρα να ταυτίζονται με τη «μεσαία τάξη» – έχουν μετατρέψει τον αναρχο-συνδικαλισμό σε ένα φάντασμα του παλιού του εαυτού. Στο βαθμό που αυτό το φάντασμα αξιώνει ν’ αποτελεί το σύνολο του αναρχισμού, είναι εντελώς ανίκανο να ασχολείται με κοινωνικά ζητήματα που ήταν συγκαλυμμένα ακόμη και σε περασμένες εποχές, όταν η δέσμευση στον «προλεταριακό σοσιαλισμό» ήταν το σημαντικό χαρακτηριστικό των ριζοσπαστικών κινημάτων.

Στην πραγματικότητα, οι εργάτες πάντα ήταν κάτι περισσότερο από απλοί προλετάριοι. Όσο και να τους απασχολούσαν τα ζητήματα του εργοστασίου, οι εργάτες είναι την ίδια στιγμή και γονείς που ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους, άνδρες και γυναίκες, που ενδιαφέρονται για την αξιοπρέπεια, την αυτονομία και την ανάπτυξη τους ως ανθρώπινα όντα, γείτονες που νοιάζονται για την κοινότητά τους και άνθρωποι με ενσυναίσθηση που ενδιαφέρονται για την κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα του πολίτη και την ελευθερία. Σήμερα, πέρα από αυτά τα μη οικονομικά ζητήματα, έχουν κάθε λόγο ν’ ανησυχούν και για τα οικολογικά προβλήματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των γυναικών, τη δική τους απώλεια πολιτικής και κοινωνικής δύναμης, καθώς και την ενδυνάμωση του συγκεντρωτικού κράτους – προβλήματα που δεν είναι αποκλειστικά μιας συγκεκριμένης τάξης και που δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα στους τοίχους των εργοστασίων.Θα πρέπει σήμερα, θεωρώ, να είναι ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους αναρχικούς να βοηθήσουν τους εργάτες ν’ αποκτήσουν πλήρη επίγνωση όχι μόνο των ανησυχιών τους ως οικονομική τάξη, αλλά και των ευρύτερων ανθρώπινων ανησυχιών των εν δυνάμει πολιτών μιας ελεύθερης και οικολογικής κοινωνίας. Ο «εξανθρωπισμός» της εργατικής τάξης, όπως και κάθε άλλου τμήματος του πληθυσμού, εξαρτάται ζωτικά από την ικανότητα των εργαζομένων να αναιρέσουν την «εργατοσύνη» τους και να ανυψώσουν τον εαυτό τους πέρα από την ταξική συνείδηση και το ταξικό συμφέρον, σε μια κοινωνική συνείδηση, ως ελεύθεροι πολίτες που μόνοι μπορούν να εγκαθιδρύσουν μια μελλοντική ηθική, ορθολογική και οικολογική κοινωνία.

Όσο «πρακτικός» και «ρεαλιστικός» μπορεί να φαίνεται ο αναρχο-συνδικαλισμός, αντιπροσωπεύει κατά την άποψή μου, μια αρχαϊκή ιδεολογία ριζωμένη σε μια στενά οικονομίστικη αντίληψη του αστικού συμφέροντος, πράγματι, ενός συμφέροντος που εκφράζει ένα μόνο συγκεκριμένο τομέα. Στηρίζεται στην επιμονή σε κοινωνικές δυνάμεις, όπως το εργοστασιακό σύστημα και η παραδοσιακή ταξική συνείδηση του βιομηχανικού προλεταριάτου που μειώνονται ριζικά στον Ευρω-Αμερικανικό κόσμο σε μια εποχή ακαθόριστων κοινωνικών σχέσεων και διευρυμένων όσο ποτέ κοινωνικών ανησυχιών. Ευρύτερα ζητήματα και κινήσεις βρίσκονται τώρα στον ορίζοντα της σύγχρονης κοινωνίας που, ενώ πρέπει απαραιτήτως να συμπεριλάβουν τους εργάτες, απαιτούν μια προσέγγιση που ξεπερνά το εργοστάσιο, τα εργατικά συνδικάτα, καιτον προλεταριακό προσανατολισμό.

Σημειώσεις

[5] Μιλώ για την «Ανδαλουσιανή προσέγγιση» του Brenan, λόγω της έντονης τάσης του να υπερεκτιμά τον «πριμιτιβισμό» του ισπανικού αναρχισμού ως ένα αγροτικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, ο Ισπανικός αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός περισσότερο ήταν ριζωμένα στην ύπαιθρο (κυρίως από τη δεκαετία του 1930) και τα περισσότερα μέλη του προέρχονταν από το βορειοανατολικό τμήμα της Ισπανίας απ’ ότι στο νότο.
[6]Η αποκρουστική ώθηση της συνδικαλιστικής ηγεσίας της CNT στην κατεύθυνση μιας εικονικά αυταρχικής οργάνωσης- ή αυτού που ο Abad de Santillán αποκάλεσε «η Κομμουνιστική γραμμή» (όπως σημειώθηκε απ’τον Peiras) στις πολιτικές όσο και στη δομή– κάνουν πιο δραματική απ’ όσο μπορώ να περιγράψω την πρόβλεψη του Μαλατέστα και την αστάθεια της οργάνωσης όσον αφορά τη δεσμευση της στον «ελευθεριακό κομμουνισμό».
[7] Βλ. τη συνέντευξη του Fraser με τον Pons Prado στο Blood of Spain (σ. 223). Επίσης, στο σημείο αυτό βασίζω τα λεγόμενά μου στις συνεντεύξεις μου με τον Peirats στην Τουλούζη και με τον Leval στο Παρίσι, τον Σεπτέμβρη του 1967.
[8] Κατά τα άλλα, το βιβλίο Borkenau αξίζει πολύ λιγότερο, ιδίως όταν ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο ισπανικός αναρχισμός υπήρξε το υποκατάστατο του Ισπανικού Ρεφορμισμού και ότι το κίνημα ήταν από τη φύση του εξ ολοκλήρου μιλεναριστικό.

 

Βιβλιογραφία

Abad de Santillán, Diego 1940. Por qué perdimos la guerra. Buenos Aires, Imán

Abad de Santillán, Diego 1937. After the Revolution. New York, Greenberg

Bakunin, Michael 1870. “Representative government and universal suffrage”. In Bakunin on Anarchy, ed. Sam Dolgoff, pp. 218–24. New York, Alfred A. Knopf, 1972

Bakunin, Michael 1866. “Revolutionary catechism”. In Bakunin on Anarchy, ed. Sam Dolgoff, pp. 76–97. New York, Alfred A. Knopf, 1972

Bookchin, Murray 1969, 1971. “Listen, marxist!” In Post-Scarcity Anarchism. Montreal, Black Rose Books

Bookchin, Murray 1977. The Spanish Anarchists. New York, Free Life Editions (republication forthcoming by A.K. Press, Stirling, Scotland)

Bookchin, Murray n.d. The Third Revolution: Popular Movements in the Revolutionary Era (1525–1939). Unpublished manuscript

Borkenau, Franz 1962. World Communism. Ann Arbor, Mich., University of Michigan Press

Brenan, Gerald 1943. The Spanish Labyrinth. Cambridge, Cambridge University Press

Castells, Manuel 1983. The City and the Grassroots: A Cross-Cultural Theory of Urban Social Movements. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.

Fraser, Ronald 1984. “The popular experience of war and revolution 1936–38”. In Revolution and War in Spain, 1931–39, ed. Paul Preston. London and New York, Methuen

Fraser, Ronald 1979. Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War. New York, Pantheon Books

Goldman, Emma 1931. Living My Life. New York, Alfred A. Knopf

Granada Films. n.d. “Inside the Revolution,” part 5 of The Spanish Civil War.

Hyams, Edward 1979. Pierre-Joseph Proudhon: His Revolutionary Life, Mind and Works. London, John Murray

Kropotkin, Peter 1905. Anarchism. Entry from The Encyclopaedia Britannica. In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings by Peter Kropotkin, ed. Roger N. Baldwin. New York, Vanguard Press, 1927; Dover Publications, 1970

Kropotkin, Peter 1913. “Modern science and anarchism”. In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings by Peter Kropotkin, ed. Roger N. Baldwin. New York, Vanguard Press, 1927; Dover Publications, 1970

Leval, Gaston 1975. Collectives in the Spanish Revolution. Trans. Vernon Richards. London, Freedom Press

Magón, Ricardo Flores 1977. Land and Liberty: Anarchist Influences in the Mexican Revolution, ed. David Poole. Sanday, Orkney Islands, Cienfuegos Press

Malatesta, Errico 1922. In Umanità Nova, April 6. Reprinted in Errico Malatesta: His Life and Ideas, ed. Vernon Richards, pp. 116–19. London, Freedom Press, 1965

Malefakis, Edward E. 1970. Agrarian Reforms and Peasant Revolution in Spain. New Haven, Yale University Press

Marx, Karl 1906. Capital. Chicago, Charles H. Kerr & Co.

Peirats, Jose n.d. Anarchists in the Spanish Revolution (English translation of Los anarquistas en la crisis politica española, 1964). Toronto, Solidarity Books

Proudhon, Pierre-Joseph 1863. The Principle of Federation. Reprinted by Toronto, University of Toronto Press, 1969

Rüdiger, Helmut 1949. Über Proudhon, Syndikalismus und Anarchismus. In Anarchismus Heute: Positionen, ed. Hans-Jürgen Degen. Verlag Schwarzer Nachtschatten, 1991

Stearns, Peter 1971. Revolutionary Syndicalism and French Labor: A Cause Without Rebels. New Brunswick, N.J., Rutgers University Press

Woodcock, George 1962. Anarchism: A History of Libertarian Ideas and Movements. New York, World Publishing Co.

ΠΗΓΗ:eagainst.com

 

 

 

Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού/ του Murray Bookchin / (μέρος πρώτο)

 

μετάφραση από Eagainst.com και Στέλλα Μπρένθις

rb_demoΜια από τις πιο επίμονες ανθρώπινες αδυναμίες είναι η τάση των ατόμων και των ομάδων να γυρνούν πίσω, στις εποχές μιας τρομερά κατακερματισμένης πραγματικότητας, σε ξεπερασμένες, ακόμη και αρχαϊκές ιδεολογίες για μια αίσθηση συνέχειας και ασφάλειας. Σήμερα αυτό το βρίσκουμε όχι μόνο στη Δεξιά, όπου οι άνθρωποι επικαλούνται τα φαντάσματα του ναζισμού και θανατηφόρες μορφές ενός εμπόλεμου εθνικισμού, αλλά και στην «αριστερά» (ό,τι κι αν σημαίνει πια αυτή τη λέξη), όπου πολλοί επικαλούνται τα δικά τους φαντάσματα, είτε αυτά είναι η λατρεία Νεολιθικών θεοτήτων που γιορτάζονται από πολλές φεμινιστικές και οικολογικές σέxτες είτε το αντι-πολιτισμικό κλίμα που υφίσταται μεταξύ των νέων της μεσαίας τάξης σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο.

Δυστυχώς, οπισθοδρομικές τάσεις δεν απουσιάζουν ούτε μεταξύ πολλών αυτοαποκαλούμενων αναρχικών, κάποιοι από τους οποίους έχουν στραφεί σε μυστικιστικές, συχνά ρητά πριμιτιβιστικές ιδέες σε συνδυασμό με οικολογικές θεολογίες και ιδεολογίες λατρείας γυναικείων θεοτήτων διαφόρων ειδών. Ακόμη, άλλοι έχουν στραφεί άκριτα στις αιώνιες αλήθειες του αναρχοσυνδικαλισμού, παρόλο που ως ιστορική δύναμη έφτασε στο τέλος στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1936-1939. Αρκετή κριτική βιβλιογραφία σχετικά με τις οικολογικές θεολογίες είναι τώρα διαθέσιμη ώστε εκείνοι που τις παίρνουν στα σοβαρά να μπορούν να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα από το φεμινισμό και την οικολογία. Αλλά ο αναρχο-συνδικαλισμός, μια από τις πιο εσωστρεφείς ελευθεριακές τάσεις σήμερα, εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλη συμπάθεια λόγω των καταβολών του στο κάποτε μαχητικό εργατικό κίνημα.

Αυτό που βρίσκω ενοχλητικό με τις αναρχοσυνδικαλιστικές αφηγήσεις είναι η τάση τους να ισχυρίζονται ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι το άλφα και το ωμέγα του «αληθινού» αναρχισμού, σε αντίθεση με άλλες ελευθεριακές τάσεις που περιλαμβάνουν μια πιο ευρεία προσέγγιση αναφορικά με τους κοινωνικούς αγώνες, αντί να επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις παραδοσιακές συγκρούσεις μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Σίγουρα δεν είναι όλοι οι αναρχοσυνδικαλιστές εχθρικοί, ας πούμε, στον οικοαναρχισμό ή τον κοινοτιστικό αναρχισμό που έχει να κάνει με τις συνομοσπονδίες χωριών, κωμοπόλεων και πόλεων, αλλά μεταξύ των αναρχικών που επικεντρώνονται στον εργάτη επικρατεί μια τάση δογματισμού και βαριάς στερεότητας που δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να χαρακτηρίζει τους αριστερούς ελευθεριακούς.

Το να λέμε, όπως έγραψε ο αναρχοσυνδικαλιστής θεωρητικός Helmut Rüdiger το 1949, ότι ο συνδικαλισμός είναι η «μόνη» ιδεολογία «που μπορεί να συνδέει τις αναρχικές ιδέες με τους εργαζόμενους – δηλαδή, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού» [der großen Menge der Bevölkerung ] φαίνεται σαν χοντρό αστείο για την πραγματικότητα της εποχής του 90′ (Rüdiger, 1949, σελ.. 160). Τουλάχιστον ο συγγραφέας ενός τόσο σαρωτικού ισχυρισμού έζησε σε μια άλλη εποχή, ήταν συντάκτης της Arbetaren (μια Σουηδική συνδικαλιστική εβδομαδιαία έκδοση), και έγραψε το 1949, όταν δεν ήταν ακόμα σαφές ότι το προλεταριάτο είχε πάψει να αποτελεί την«ηγεμονική» επαναστατική τάξη όπως μια δεκαετία νωρίτερα. Ο Rüdiger ήταν επίσης πρόθυμος να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της αναρχο-συνδικαλιστικής ιδεολογίας εισάγοντας κάποιες από τις πιο κοινοτιστικές απόψεις του Προυντόν στις ιδέες του. Αλλά σε συζητήσεις και γραπτά πιο σύγχρονων αναρχοσυνδικαλιστών, έχω όλο και περισσότερο συναντήσει παρόμοιες απόψεις που υποστηρίζουν ότι ο συνδικαλισμός ή ο «εργατικός έλεγχος» της βιομηχανίας είναι συνώνυμος με τον αναρχισμό. Πολλοί αναρχο-συνδικαλιστές φαίνεται να θεωρούν τις ελευθεριακές ιδέες που αμφισβητούν ακόμη και την «ηγεμονία» του συνδικαλισμού στις διάφορες μεταλλάξεις του γενικά αναρχο-συνδικαλιστικού χαρακτήρα ως «αντι-προλεταριακές», αντι-«ταξικές», προπαγανδιστικές μιας πολιτιστικής «απόκλισης» από τη δική τους θεμελιώδη αναρχική ανάλυση της ταξικής σύγκρουσης στην καπιταλιστική κοινωνία.

Το ότι το προλεταριάτο, που κάποτε συσπειρώθηκε στα πανό της ισπανικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CNT) και της πρώιμης γαλλικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT), έχει αλλάξει τον προφανή του χαρακτήρα, τη δομή και τις προοπτικές του κατά τον τελευταίο αιώνα, το ότι ο καπιταλισμός σήμερα δεν είναι πλέον ο καπιταλισμός που προέκυψε γενιές πριν, το ότι διάφορα ζωτικής σημασίας ζητήματα που αναδύθηκαν έχουν μεγάλη σχέση με ιεραρχικές δομές που βασίζονται στη φυλή, το φύλο, την εθνικότητα και το γραφειοκρατικό καθεστώς (όχι μονάχα με τις οικονομικές τάξεις) αλλά και το ότι ο καπιταλισμός είναι πλέον σε πορεία σύγκρουσης με τον φυσικό κόσμο, όλα αυτά τα προβλήματα και πολλά άλλα (που απεγνωσμένα χρήζουν μια συνεπή ανάλυση και σαρωτική λύση) τείνουν να αγνοούνται σε μεγάλο βαθμό από τους αναρχοσυνδικαλιστές που έχω συναντήσει – δηλαδή, [οι αναρχοσυνδικαλιστές] απλά δεν ασχολούνται με αυτά, παρά μόνο επιφανειακά. Κάτι εξίσου ανησυχητικό: η συνδικαλιστική νοοτροπία κάποιων από τους δικούς μου επικριτές από τον χώρο του αναρχοσυνδικαλισμού τείνει να συσκοτίσει το γεγονός ότι ο ίδιος ο αναρχισμός ιστορικά έχει απαντήσει σε κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα που είναι πολύ ευρύτερα από την ταξική πάλη ανάμεσα στους εργάτες και τα αφεντικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, οι πιο ευρείες τάσεις στην αναρχική ιστορία είτε παραβλέπονται ή απλά διαγράφονται από το παρελθόν του κινήματος. Πόσο εύστοχος είμαι εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος στο θέμα της αναίρεσης τούτης της βαθιάς ριζωμένης συνδικαλιστικής νοοτροπίας, με τους ισχυρισμούς της περί ιδεολογικής «ηγεμονίας», είναι ένα ερώτημα. Όμως η καταγραφή του αναρχοσυνδικαλισμού θα πρέπει τουλάχιστον να διευκρινισθεί και ορισμένα από τα προβλήματα που παρουσιάζει πρέπει να αντιμετωπιστούν. Θα πρέπει να γίνει κάποια προσπάθεια για να ληφθούν υπόψη οι σαρωτικές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα από το 1930, τις οποίες πολλοί αναρχοσυνδικαλιστές φαίνεται να αγνοούν, και ορισμένες αλήθειες που αποτελούν μέρος της ιστορίας του αναρχισμού πρέπει γενικά να ανακτηθούν και να διερευνηθούν. Πρέπει, επίσης, κάποια προβλήματα να αντιμετωπιστούν, όσο αμφιλεγόμενα κι αν είναι, και να επιλυθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, ή τουλάχιστον να συζητηθούν χωρίς να επικαλείται κάποιο σταθερό δόγμα ως υποκατάστατο της καθαρότητας.

Αναρχισμός: Η κοινοτιστική διάσταση

Το κατά πόσο ο αναρχισμός είναι κατά κύριο λόγο ένα προϊόν σχετικά σύγχρονων ατομικιστικών ιδεολογιών, του Διαφωτιστικού ορθολογισμού, ή μιας αρχικά ατελούς αλλά δημοφιλούς προσπάθειας να αντισταθεί στην κυριαρχία της ιεραρχίας (την τελευταία ερμηνεία τη μοιράζομαι με τον Κροπότκιν) μπορεί να συζητηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η λέξη αναρχικός είχε ήδη εμφανιστεί στην Αγγλική Επανάσταση, όταν ένα κρομγουελικό περιοδικό κατήγγειλε τους πιο δριμείς επικριτές του Κρόμγουελ ως «Ελβετίζοντες αναρχικούς» (Bookchin, n.d., vol. 1, p. 161). Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης – μια γενιά πριν ο Προυντόν αναφερθεί σε αυτόν τον όρο [αναρχισμός] για να ορίσει τις δικές του απόψεις – βασιλόφρονες και Γιρονδίνοι επανειλημμένα χρησιμοποιούσαν τη λέξη «αναρχικοί» για να επιτεθούν στους λυσσασμένους. Το ότι οι Ρεφορμιστές αγρότες της Γερμανίας τη δεκαετία του 1520 που ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν την κοινή γη τους και την αυτονομία των χωριών τους στο όνομα μιας αυθεντικής λαϊκής εκδοχής του Χριστιανισμού, χαρακτηρίστηκαν ως αναρχικοί, όπως και ο Τολστόι, παρά τη ευλαβική του θρησκευτικότητα, δε θα πρέπει να αφήνει περιθώρια άρνησηςτου γεγονότος ότι η αναρχική παράδοση συμπεριλαμβάνει εκτεταμένα κινήματα λαϊκού τύπου.

Είναι αμφίβολο κατά πόσον ο ατομικισμός ως τέτοιος είναι αναπόσταστο κομμάτι του αναρχισμού – η δική μου άποψη για τον αναρχισμό είναι έντονα κοινωνική – αλλά μπορούμε να δούμε τον αναρχισμό να αναδύεται σε διαφορετικές κοινωνικές περιόδους και συνθήκες με πολλές διαφορετικές μορφές. Μπορεί να βρεθεί ανάμεσα σε φυλές που αντιστάθηκαν στην εμφάνιση κρατικών ιδρυμάτων, στη λαϊκή αντίσταση των αγροτών, των δουλοπάροικων, των δούλων και των μικροκτηματιών σε διάφορα συστήματα διακυβέρνησης, στη σύγκρουση των λυσσασμένων και των ριζοσπαστών sectionnaires των παριζιάνικων συνελεύσεων με τους συγκεντρωτικούς Ιακωβίνους, και στον αγώνα του προλεταριάτου στις πιο ηρωικές περιόδους του ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση – αυτό δε σημαίνει πως αρνούμαστε την ύπαρξη κρατικιστικών στοιχείων σε πολλές από αυτές τις μορφές λαϊκής αντίστασης. Ο Προυντόν φαίνεται να έχει μιλήσει κυρίως για τους τεχνίτες και τις αναδυόμενες εργατικές τάξεις του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μπακούνιν για τους αγρότες και τo αναδυόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο, ορκισμένοι αναρχοσυνδικαλιστές για τους εργάτες των εργοστασίων και το αγροτικό προλεταριάτο, ο Κροπότκιν για τους καταπιεσμένους ανθρώπους γενικά, σε μια ακόμη μεταγενέστερη περίοδο όταν μια κομμουνιστική κοινωνία που βασίζεται στην αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» (ή «κοινωνία μετα-σπάνης» στη γλώσσα μου), φαινόταν απολύτως εφικτή.

Θα ήθελα να τονίσω ότι δεν προσπαθώ να παρουσιάσω ένα αυστηρό πρόγραμμα εδώ. Είναι η αξιοσημείωτη επισκίαση των εξελισσόμενων κοινωνικών συνθηκών και ιδεολογιών κατά τους τελευταίους δύο αιώνες που μπορεί να εξηγήσει αυτό που φαίνεται σα «σύγχυση» σε ένα αναπόφευκτα ανόμοιο σώμα ελευθεριακών ιδεών. Είναι σημαντικό να δωθεί έμφαση, κατά την άποψή μου, στο ότι ο αναρχισμός είναι πάνω απ’ όλα αντι-ιεραρχικός και όχι απλώς ατομικιστικός. Επιδιώκει να καταργήσει την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, όχι μόνο μέσω της κατάργησης του κράτους και της εκμετάλλευσης από τις κυρίαρχες οικονομικές τάξεις. Πράγματι, πολύ περισσότερο από το ν’ αποτελεί κάτι κυρίως ατομικιστικό ή να κατευθύνεται εξ’ ολοκλήρου εναντίον μιας συγκεκριμένης μορφής ταξικής κυριαρχίας, ο αναρχισμός ιστορικά υπήρξε πιο δημιουργικός και προκλητικός όταν επικεντρώθηκε στην κοινότητα αντί στις οικονομικές συνιστώσες της (όπως η φάμπρικα) και επιπλέον οι συνομοσπονδιακές μορφές της οργάνωσης που επεξεργάστηκε βασίστηκαν σε μια ηθική της συμπληρωματικότητας και όχι σε κάποιο σταθερό σύστημα υπηρεσιών και υποχρεώσεων.

Πράγματι, η σημασία της κοινότητας στην παραδοσιακή αναρχική σκέψη δεν έχει λάβει την προσοχή που της αξίζει, πιθανώς λόγω της επιρροής που ο μαρξιστικός οικονομισμός άσκησε στον αναρχισμό και ο ηγεμονικός ρόλος που απέδωσε στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Αυτός ο οικονομισμός μπορεί επίσης να έχει υποστηριχθεί από τη σημαντική επιρροή των γραπτών του Προυντόν, τον οποίο πολλοί αναρχικοί αναφέρουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το χρόνο και τις ιστορικές συνθήκες κατά τις οποίες έγραφε. Σήμερα, μόνο οι πιστοί του Προυντόν, για παράδειγμα, είναι πιθανό να συμφωνήσουν με τα πιστεύω του που εκφράζονται στο «Η Αρχή του Φεντεραλισμού», πως «η ιδέα της αναρχίας … σημαίνει ότι οι πολιτικές λειτουργίες ανάγονται στις βιομηχανικές [λειτουργίες], και ότι η κοινωνική τάξη πραγμάτων διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου από τις συναλλαγές και τις ανταλλαγές» (Προυντόν, 1863, σ. 11.). Η οικονομίστικη ερμηνεία του Προυντόν αναφορικά με την αναρχία, με την εστίασή της στο αυτο-κυρίαρχο άτομο ως ένα συμβατικό φορέα αγαθών και υπηρεσιών (εστίαση που έρχεται και σε συμφωνία με τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό ο οποίος βάσισε την κοσμοθεωρία του γύρω από τα ατομικά συμβόλαια καθώς και από ένα «κοινωνικό συμβόλαιο»), δεν αποτελεί την πιο εποικοδομητική ιδέα του.

Αυτό που βρίσκω περισσότερο άξιο να τονιστεί σχετικά με τον Προυντόν είναι η εξαιρετικά κοινοτιστική έννοια της συνομοσπονδίας. Ήταν στα καλύτερά του (διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις) όταν διακήρυττε πως «το ομοσπονδιακό σύστημα είναι το αντίθετο του ιεραρχικού ή του διοικητικού και κυβερνητικού συγκεντρωτισμού», ότι η «ουσία» των ομοσπονδιακών συμβάσεων είναι «να διασφαλίζει πάντα τις περισσότερες εξουσίες για τον πολίτη παρά για το κράτος,αλλά και για τις δημοτικές ή επαρχιακές αρχές παρά για την κεντρική εξουσία»,κι ότι «η κεντρική εξουσία» πρέπει «ανεπαίσθητα να υποτάσσεται … στους εκπροσώπους των περιφερειών ή των επαρχιών. Η επαρχιακή εξουσία να υποτάσσεται στους εκπροσώπους των δήμων και η δημοτική αρχή στους κατοίκους του δήμου» (Προυντόν, 1863, σελ. 41, 45, 48). Πράγματι, ο Edward Hyams, στη βιογραφία του Προυντόν που συνέθεσε το 1979 (Pierre-Joseph Proudhon: his revolutionary life, mind and works, Edward Hyams) – που την χαρακτηρίζει μια εξαιρετική συμπάθεια για το πρόσωπο του – τονίζει ιδιαίτερα την εκτίμηση του καθώς συνοψίζει το φεντεραλισμό του Προυντόν:

“Είναι ουσιώδες στοιχείο του Προυντονικού ομοσπονδιακού συμβολαίου ότι κατά την είσοδό τους σε αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν ισοδύναμες και αμοιβαίες υποχρεώσεις το ένα απέναντι στο άλλο, ενώ το καθένα διατηρεί ένα μεγαλύτερο μέρος δικαιωμάτων, ελευθεριών, εξουσίας και ιδιοκτησίας απ’ αυτό που προσδίδει στην ομοσπονδιακή αρχή: ο πολίτης παραμένει κυρίαρχος του οίκου του, περιορίζοντας τα δικαιώματά του μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να αποφευχθεί η καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων στην κοινότητα. Η κοινότητα είναι αυτοδιοικούμενη μέσω της συνέλευσης των πολιτών ή των αντιπροσώπων τους, αλλά μεταβιβάζει στη νομαρχιακή ομοσπονδιακή αρχή ορισμένες εξουσίες, από τις οποίες παραιτείται. Ο νομός, και πάλι αυτοδιοικούμενος μέσω της συνέλευσης των αντιπροσώπων από τις ομόσπονδες κοινότητες, μεταβιβάζει συγκεκριμένες εξουσίες στην ομοσπονδιακή αρχή των εθνικών ομοσπονδιών των χωρών , με ορισμένες εξουσίες από τις οποίες αποσύρεται. Έτσι, η ομοσπονδία των νομών ή των περιφερειών είναι η συνομοσπονδία στην οποία το πάλαι ποτέ κυρίαρχο κράτος έχει μετατραπεί και μπορεί, με τη σειρά της, να συμφωνήσει ομοσπονδιακά συμβόλαια με άλλες τέτοιες συνομοσπονδίες”. (Hyams, 1979, σ. 254)

Σαφέστατα, ο Hyams δίνει ανησυχητική έμφαση στον ατομισμό του πολίτη που εκφράζει ο Προυντόν, πολίτης ο οποίος φαίνεται να βρίσκεται σε διαρκή ένταση με την κοινότητα του, και με τις ίδιες τις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Ο Hyams αποδέχεται άκριτα τη θέση του Προυντόν για διαφορετικά ομοσπονδιακά επίπεδα της κοινωνίας με το καθένα να συνεπάγεται την «παραίτηση» των δικαιωμάτων αντί της διάρθρωσης σε απλά διοικητικά και συντονιστικά(σε αντίθεση με αυτά που χαράσσουν πολιτική) σώματα. Παρ’ όλα αυτά, η άποψη του Hyam για το «ομοσπονδιακό συμβόλαιο» του Προυντόν φορά ένα μοντέρνο μανδύα. Η νοοτροπία αυτή που εκλαμβάνει τα πάντα να στρέφονται γύρω από την έννοια και το θεσμό της ιδιοκτησίας που εμφανίζεται σε τόσο πολλά από τα γραπτά του Προυντόν – τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σύγχρονες εκδοχές του«σοσιαλισμού της αγοράς» – είναι περιττή. Το σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι ο Προυντόν εδώ εμφανίζεται ως υποστηρικτής της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοδιαχειριστικής συνέλευσης σε επίπεδο καθαρά αστικό, μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης για την οποία αξίζει να αγωνιστεί κανείς σε εποχές συγκεντρωτισμού και ολιγαρχίας.

Επίσης, πριν ο Μιχαήλ Μπακούνιν εμπλακεί σοβαρά με τη Διεθνή Ένωση Εργαζόμενων (IWMA) τη δεκαετία του 1870, στο όραμά του για μια αναρχική κοινωνία έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση στην κοινότητα ή το δήμο. Στην Επαναστατική Κατήχηση του 1866 (δεν πρέπει να συγχέεται με αυτή του Nechayev του 1869), ο Μπακούνιν παρατήρησε:

Πρώτον: όλες οι οργανώσεις θα πρέπει να προχωρήσουν ομοσπονδιοποιημένες από τη βάση προς την κορυφή, από την κομμούνα προς τη συντονιστική ένωση της επαρχίας ή της χώρας. Δεύτερον: πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας αυτόνομος ενδιάμεσος φορέας μεταξύ της κομμούνας και της επαρχίας, δηλαδή το τμήμα, η περιφέρεια ή ο νομός. […] Η βασική μονάδα της κάθε πολιτικής οργάνωσης σε κάθε χώρα πρέπει να είναι η πλήρως αυτόνομη κομμούνα, που συγκροτείται από την “πλειοψηφική ψήφο” όλων των ενηλίκων, και των δύο φύλων. […] Η επαρχία δεν πρέπει να είναι τίποτε άλλο παρά μια ελεύθερη ομοσπονδία αυτόνομων κοινοτήτων. (Bakunin, 1866, σελ. 82-83)

Με ακόμη μεγαλύτερη τόλμη, το 1870, ο Μπακούνιν τράβηξε μια νοητή γραμμή μεταξύ εθνικού κοινοβουλευτισμού και τοπικού εκλογικισμού, εκφράζοντας φανερή προτίμηση για το δεύτερο έναντι του πρώτου:

Λόγω των οικονομικών δυσχερειών τους, οι άνθρωποι είναι αδαείς και αδιάφοροι και έχουν επίγνωση μόνο των ζητημάτων που τους επηρεάζουν άμεσα. Καταλαβαίνουν και γνωρίζουν απλώς το πώς να φέρουν εις πέρας τις καθημερινές τους υποθέσεις. Έξω από τις προσωπικές τους ανησυχίες νιώθουν μπερδεμένοι, αβέβαιοι και πολιτικά συγχυσμένοι. Έχουν μια υγιή, πρακτική κοινή λογική όταν πρόκειται για κοινοτικές υποθέσεις. Είναι αρκετά καλά ενημερωμένοι και ξέρουν πώς να επιλέξουν από μεταξύ τους, τους πιο ικανούς αξιωματούχους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αποτελεσματικός έλεγχος είναι αρκετά εφικτός, επειδή η δημόσια επιχείρηση διεξάγεται υπό το άγρυπνο βλέμμα των πολιτών και αφορά ζωτικά και άμεσα την καθημερινή τους ζωή. Γι’ αυτό και οι δημοτικές εκλογές πάντα αντικατοπτρίζουν καλύτερα την πραγματική στάση και βούληση του λαού. Επαρχιακές και περιφερειακές κυβερνήσεις, ακόμη και όταν εκλέγονται άμεσα, ήδη εκπροσωπούν ελάχιστα το λαό. (Bakunin, 1870, σελ.. 223) [1]

Για τον Πιοτρ Κροπότκιν, «η μορφή που η κοινωνική επανάσταση πρέπει να πάρει είναι η ανεξάρτητη κομμούνα» (Κροπότκιν, 1913, σελ. 163). Σχολιάζοντας τις απόψεις του Μπακούνιν, τις οποίες ο Κροπότκιν θεωρούσε περισσότερο κομμουνιστικές παρά κολλεκτιβιστικές στην πραγματικότητα, προσέθεσε πως το ομοσπονδιακό σύστημα και η αυτονομία δεν είναι αρκετά από μόνα τους. Παρόλου που, κριτικά, χαιρέτησε την Παρισινή Κομμούνα του 1871 σαν «μια προσπάθεια η οποία άνοιξε μια νέα εποχή στην ιστορία», αλλού στα γραπτά του, την είδε ως ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από κλειστότητα, και στο οποίο η ίδια η κομμούνα, η οποία αποτελούνταν κι από ένα αρκετά μεγάλο αριθμό Ιακωβίνων, ήταν διαχωρισμένη απ’ το λαό. Δεν θα πρέπει απλώς ο «σοσιαλισμός» να γίνει «κομμουνιστικός» με την οικονομική έννοια, τόνισε, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και η πολιτική δομή των «αυτοδιαχειριζόμενων» κομμούνων, ή σε σύγχρονη γλώσσα, της «συμμετοχικής δημοκρατίας». «Στη Γαλλία, την Ισπανία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες», έγραψε με αισιοδοξία, «παρατηρούμε σε αυτές τις χώρες την εμφανή τάση της συγκρότησης σε ομάδες τελείως ανεξάρτητων κομμούνων, πόλεων και χωριών, που θα μπορούσαν να συνδεθούν μέσω της ελεύθερης ομοσπονδίας, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις αναρίθμητες ανάγκες και την επιτευξη ορισμένων άμεσων στόχων. […] Οι μελλοντικές επαναστάσεις στη Γαλλία και την Ισπανία θα είναι κομμουναλιστικές – όχι συγκεντρωτικές» (Κροπότκιν, 1913, σελ 185-86.).

Τα θεμέλια των οραμάτων (του Προυντόν, του Μπακούνιν και του Κροπότκιν) ήταν βασισμένα στην κομμουναλιστική ηθική – μουτουαλιστική στον Προυντόν, κολλεκτιβιστική στο Μπακούνιν και κομμουνιστική στον Κροπότκιν- που αντιστοιχεί σε μια αίσθηση πολιτικής αρετής και δέσμευσης. Είτε με τη διαδικασία των συμβολαίων, είτε συμπληρωματικός, ο συνομοσπονδισμός είχε στόχο να αποτελέσει μια στέρεη ηθική και μια πηγή κοινοτικής αλληλεγγύης, που υπερέβη τον αστικό εγωτισμό ο οποίος βασίζεται στην ιδιοτέλεια. Ήταν ακριβώς αυτή η ευαισθησία που έδωσε στον αναρχισμό το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι -σε αντίθεση με την έμφαση του Μαρξ στα ταξικά οικονομικά συμφέροντα, και ακριβώς ως «τέτοια συμφέροντα»- ήταν ένας ηθικός σοσιαλισμός και όχι απλώς ένας επιστημονικός σοσιαλισμός: ο ζήλος του Κροπότκιν σε ό,τι αφορά το τελευταίο είναι χαρακτηριστικός (Κροπότκιν, 1905, σελ.. 298).

Αναρχισμος: Η Συνδικαλιστική Διάσταση

Η ιστορική αντίθεση των αναρχικών σε κάθε είδους καταπίεση, είτε έχει να κάνει με τους δουλοπάροικους, τους αγρότες, τους τεχνίτες ή τους εργάτες, αναπόφευκτα τούς οδήγησε στο να αντιτάσσονται επίσης στην εκμετάλλευση στο μόλις αναδυόμενο εργοστασιακό σύστημα . Πολύ νωρίτερα από ότι συχνά μπορεί φανταστεί κανείς, ο συνδικαλισμός – ουσιαστικά μια μάλλον ατελής, αλλά ριζοσπαστική μορφή του συνδικαλισμού – έγινε όχημα με το οποίο πολλοί αναρχικοί ήρθαν σε επαφή με την εργατική τάξη της δεκαετίας του 1830 και 1840. Στο δέκατο ένατο αιώνα, οι κοινωνικές περιγραφές αναφορικά με το τι μπορεί να ονομάζεται «προλεταριακός αναρχισμός» ήταν πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν. Ήταν οι αγρότες, κυρίως οι ακτήμονες αγρότες, μέλη της εργατικής τάξης; Θα μπορούσαν οι αγρότες με μικρές ιδιοκτησίες γης να θεωρηθούν ως τέτοιοι; Τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους διανοούμενους, μάλλον προνομιούχους, τεχνίτες, για τους εργαζόμενους που προσφέρουν υπηρεσίες σε γραφεία, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους επαγγελματίες, και όλους αυτούς που ασχολούνται με παρόμοια επαγγέλματα αλλά σπάνια θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη του προλεταριάτου;

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς προσωπικά απέφευγαν όρους όπως «εργάτες», «βιοπαλαιστές» και «δουλευτές», παρόλο που ήταν αρκετά πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν αυτές τις λέξεις στα δημοφιλή έργα τους. Προτίμησαν να χαρακτηρίζουν τους βιομηχανικούς εργάτες με βάση την «επιστημονικά» ακριβή ονομασία «προλετάριοι» – που αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν παρά την εργατική τους δύναμη, και ακόμη περισσότερο, αυτούς που ήταν αυθεντικοί παραγωγοί υπεραξίας στις γραμμές της παραγωγής (ένα χαρακτηριστικό που ακόμη και οι Μαρξιστές τείνουν να αγνοούν αυτές τις μέρες). Στο βαθμό που το ευρωπαϊκό προλεταριάτο ως τάξη εξελίχθηκε από τα εκτοπισμένα στρώματα της προβιομηχανικής διαστρωμάτωσης, όπως οι ακτήμονες αγρότες που είχαν μετακινηθεί προς τις πόλεις, το εργοστασιακό σύστημα έγινε το οικονομικό τους σπίτι, ένας τόπος που – προφανώς σε αντίθεση με τον αγροτικό λαό, διεσπαρμένο σε αγροικίες και χωριά – τους «οργάνωσε» σε ένα συνεκτικό σύνολο. Οδηγούμενο στην εξαθλίωση από την καπιταλιστική συσσώρευση και τον ανταγωνισμό, αυτό το ολοένα και περισσότερο (και μάλλον ευτυχώς) ταξικά συνειδητοποιημένο προλεταριάτο θα μπορούσε αναπόφευκτα να αναγκαστεί να συγκρουστεί με την καπιταλιστική τάξη ως μια «ηγεμονική» επαναστατική τάξη και τελικά να ανατρέψει την αστική κοινωνία, θέτοντας τα θεμέλια για το σοσιαλισμό και, τελικά, τον κομμουνισμό[2].

Όσο συναρπαστική κι αν έμοιαζε η μαρξική αυτή ανάλυση από τη δεκαετία του 1840 κι έπειτα, η προσπάθειά του να αιτιολογήσει τον «ηγεμονικό» ρόλο του προλεταριάτου σε μια μελλοντική επανάσταση, σε αναλογία με το φαινομενικά επαναστατικό ρόλο της αστικής τάξης στη φεουδαρχική κοινωνία ήταν τόσο αληθοφανής όσο αποδείχθηκε αργότερα πως ήταν και ιστορικά λανθασμένη (βλέπε Bookchin, 1971, pp. 181-92). Δεν είναι πρόθεσή μου να εξετάσω εδώ κριτικά το απατηλό αυτό ιστορικό σενάριο, το οποίο φέρει ιδιαίτερο βάρος μεταξύ πολλών ιστορικών μέχρι και σήμερα. Αρκεί να πω ότι ήταν ένα πολύ πιασάρικο πόνημα – και προσέλκυσε όχι μόνο ένα μεγάλο εύρος σοσιαλιστών, αλλά και πολλούς αναρχικούς. Για τους αναρχικούς, η ανάλυση του Μαρξ προσέφερε μία συγκεκριμένη απάντηση στο γιατί πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στους βιομηχανικούς εργάτες, να υιοθετήσουν σε μεγάλο βαθμό μια οικονομίστικη προσέγγιση στην κοινωνική ανάπτυξη, και να επισημάνουν το εργοστάσιο σαν το μοντέλο της μελλοντικής κοινωνίας, πιο πρόσφατα ιδίως, με βάση ορισμένες μορφές «εργατικού ελέγχου» και «ομοσπονδιακής» μορφής της βιομηχανικής οργάνωσης. Αλλά εδώ υφίσταται μια σειρά από προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αναρχικοί ακόμη περισσότερο από τους μαρξιστές. Πώς σχετίζονται αυτοί [οι βιομηχανικοί εργάτες] με τους μικρούς αγρότες, τους τεχνίτες, τα ντεκλασέ στοιχεία και τους διανοούμενους; Πολλές από αυτές τις ομάδες ήταν στην πραγματικότητα περισσότερο διατεθειμένες στο παρελθόν να κρατήσουν μια ευρύτερη ελευθεριακή στάση απ’ ότι οι βιομηχανικοί εργάτες, οι οποίοι μετά από μία ή δύο γενιές βιομηχανικής πειθαρχίας έτειναν να φτάσουν στο σημείο να δεχθούν την ιεραρχία του εργοστασίου ως ένα κανονικό και πράγματι «φυσικό» τρόπο ζωής. Και ήταν στ’ αλήθεια οι βιομηχανικοί εργάτες τόσο «ηγεμονικοί» στον ταξικό τους αγώνα με τ’ «αφεντικά» όπως η ανθεκτική αναρχική αγροτιά της Ισπανίας, πολλοί εκ των οποίων εύκολα οδηγήθηκαν στο Μπακουνικό κολλεκτιβισμό, ή τους εργατοτεχνίτες που αγκαλιασαν την Προυντονική αμοιβαιότητα, ή τους είλωτες Ινδιάνους Ζαπατίστα του Μεξικό οι οποίοι, σαν τους Μαχνοβίτες της Ουκρανικής πολιτοφυλακής, προσεταιρίστηκαν μια διαισθητική αναρχική προοπτική; Στο βαθμό που οι αναρχικοί δεν προσπάθησαν να σμίξουν την οπτική τους περί ηθικής με τους μαρξικούς ισχυρισμούς περί «επιστημονικής» ακρίβειας, έθεσαν τη βάση για τις τάσεις που αργότερα θα διαχώριζαν σοβαρά το ίδιο το αναρχικό κίνημα και θα οδηγούσαν τους αναρχικούς με πιο οικονομίστικο προσανατολισμό σε συμβιβασμούς που έφθειραν την ηθική κατεύθυνση του αναρχισμού ως κοινωνικό κίνημα.

Η συμμετοχή των αναρχικών στην IWMA ενίσχυσε την αβέβαη συνδικαλιστική τάση που σίγουρα υπήρχε στο κίνημα πριν επινοηθεί η λέξη «αναρχο-συνδικαλισμός». Ήδη από τη δεκαετία του 1870, περισσότερο από μια μια δεκαετία προτού οι Γάλλοι αναρχικοί διακηρύξουν ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός είναι η καλύτερη, και συχνά η μοναδική, προσέγγιση για την επίτευξη μιας ελευθεριακής κοινωνίας, οι Ισπανοί αναρχικοί, επηρεασμένοι πρωταρχικά απ’ τον Μπακουνισμό, είχαν δημιουργήσει ένα διάχυτο, αλλά σε μεγάλο βαθμό συνδικαλιστικού τύπου κίνημα που συνδύαζε τα οράματα μιας επαναστατικής-εξεγερσιακής γενικής απεργίας και μια δέσμευση για ένα συνομοσπονδιακά οργανωμένο σύστημα «εργατικού ελέγχου» (βλέπε Bookchin, 1977, σ. 137). Ούτε ο ίδιος ο Γαλλικός αναρχο-συνδικαλισμός προέκυψε εκ του μηδενός: η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), που ιδρύθηκε το 1895 με τα δύο τμήματα της, των τοπικών και εθνικών βιομηχανικών συνομοσπονδιών, περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα ρεφορμιστικών, επαναστατικών, «καθαρά» συνδικαλιστικών και αναρχικών προσεγγίσεων. Ο αναρχο-συνδικαλισμός δεν κυριάρχησε ποτέ πλήρως στις τάξεις της CGT, ακόμη και στην πιο μαχητική της περίοδο, τη δεκαετία πριν απ’ το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (βλ. Stearns, 1971,που δείχνει πόσο πειθήνια υπήρξε πραγματικά η CGT.)

Ούτε ο αναρχο-συνδικαλισμός υπήρξε ποτέ πλήρως αποδεκτός ανάμεσα στους αναρχικούς. Πολλοί διακεκριμένοι αναρχικοί αντιτάχθηκαν στο συνδικαλισμό θεωρώντας τον πολύ παρωχημένο όσον αφορά την προοπτική του και την προλεταριακή του απεύθυνση. Στο περίφημο Συνέδριο του Άμστερνταμ, το 1907, ο Ερρίκο Μαλατέστα, ο γενναίος αυτός Ιταλός αναρχικός, αμφισβήτησε την άποψη ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός θα έπρεπε ν’ αντικαταστήσει τον αναρχοκομμουνισμό (Die Narren der Freiheit, 1992)[3]. Χωρίς ν’ αρνείται «το όπλο που οι συνδικαλιστικές μορφές δράσης θα μπορούσαν να τοποθετήσουν στα χέρια [του αναρχισμού]», παρατηρεί ο George Woodcock στη μελέτη του για τον Μαλατέστα αναφορικά με τις διαφωνίες του στο συνέδριο, ο Μαλατέστα επέμεινε ότι ο συνδικαλισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί μόνο ως μέσο, και μάλιστα ατελές, δεδομένου ότι βασίστηκε σε μια άκαμπτη ταξική αντίληψη της κοινωνίας που αγνοεί το γεγονός ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων ποικίλουν τόσο πολύ που «μερικές φορές οι εργαζόμενοι είναι οικονομικά και ηθικά πολύ πιο κοντά στην αστική τάξη απ’ ότι στο προλεταριάτο». Οι ακραίοι συνδικαλιστές, κατά την άποψη του Μαλατέστα, αναζητούσαν μια απατηλή οικονομική αλληλεγγύη αντί για μια πραγματική ηθική αλληλεγγύη: έβαζαν τα συμφέροντα μιας μόνο τάξης πάνω από το πραγματικό αναρχικό ιδανικό της επανάστασης η οποία ζητά «την πλήρη απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας, η οποία σήμερα είναι σκλαβωμένη από την τριπλή οικονομική, πολιτική και ηθική άποψη» (Woodcock, 1962, σ.. 267).

Αυτή η θέση αγγίζει όλα τα προβλήματα που ο αναρχοσυνδικαλισμός-όχι μόνο ο «καθαρός συνδικαλισμός»- θα δημιουργούσε στο αναρχικό κίνημα. Ιδεολογικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές σιγά-σιγά άρχισαν να υποτιμούν την αναρχοκομμουνιστική έμφαση στην κομμούνα, προς όφελος των συνδικάτων, την ανθρωπιστική ηθική της αλληλοβοήθειας, προς όφελος της οικονομίστικης ερμηνειας των κοινωνικών συγκρούσεων, της αντίθεσης στη γενικευμένη έννοια της κυριαρχίας και της εξουσίας, προς όφελος των αποσπασματικών ταξικών διεκδικήσεων του προλεταριάτου.

Αυτό δεν υποδηλώνει ότι οι αναρχικοί θα έπρεπε να αγνοήσουν τα συνδικάτα, τα οικονομικά προβλήματα, και τις ταξικές συγκρούσεις. Αλλά οι αναρχοσυνδικαλιστές με τη δική τους στενότητα εκτόπισαν εξ’ ολοκλήρου τον κοινοτικό, ηθικό, οικουμενικό και και αντι-αυταρχικό χαρακτήρα του αναρχισμού ως ένα ευρύτερο όραμα για την ελευθερία σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τελικά, η τάση να καθιστούν τον αναρχισμό  ένα παρωχημένο ρεύμα, μαζί με τις οικονομίστικες και ταξικές γραμμές, περιόρισε σε μεγάλο βαθμό το πεδίο δράσης του [αναρχισμού] στη συνδικαλιστική σφαίρα. Όπως προειδοποίησε ο ίδιος ο Μαλατέστα, «τα εργατικά συνδικάτα είναι από τη φύση τους ρεφορμιστικά και ποτέ επαναστατικά». Επιπλέον: τα πραγματικά και άμεσα συμφέροντα των συνδικαλιζόμενων εργατών, που ρόλος των σωματείων είναι να υπερασπίζεται, έρχονται πολύ συχνά σε σύγκρουση με τα [επαναστατικά] ιδεώδη και τους μελλοντικούς στόχους. Και το σωματείο μπορεί να ενεργεί με επαναστατικό τρόπο αν διαπνέεται από ένα πνεύμα θυσίας και στο βαθμό που δίνεται προτεραιότητα στο ιδανικό αντί για το συμφέρον, δηλαδή μόνο όταν (και στο βαθμό που) παύει να είναι ένα οικονομικό σωματείο και μετατρέπεται σε μια πολιτική και ιδεαλιστική ομάδα (Malatesta, 1922, σ. 117: η υπογράμμιση δική μου).

Η πραγματικότητα ήρθε στη συνέχεια να επιβεβαιώσει τους φόβους του Μαλατέστα. Είναι δίκαιο να πούμε ότι η απόδοση του αναρχο-συνδικαλιστικού κινήματος υπήρξε ένα από τα πιο θλιβερά σημεία στην ιστορία δύο αιώνων του σύγχρονου αναρχισμού. Μερικά παραδείγματα είναι πιθανώς αρκετά για να δείξουν τη γενική παρακμή που έπληξε τα αυτοαποκαλούμενα ελευθεριακά σωματεία εργαζομένων. Στην Επανάσταση του Μεξικό, οι αναρχο-συνδικαλιστές ηγέτες του Casa del Obrera Mundial ξεδιάντροπα τοποθέτησαν τα προλεταριακά τους «Κόκκινα Τάγματα» στην υπηρεσία του Venustiano Carranza, ενός από τους εξόφθαλμα κακοποιούς της επανάστασης, για να καταπολεμήσει την επαναστατική πολιτοφυλακή του Emiliano Zapata – κι όλα αυτά ώστε να κερδίσουν μερικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ο Carranza απέσυρε αφότου η απειλή των Ζαπατίστας είχε διαλυθεί οριστικά με τη συνεργασία των αναρχοσυνδικαλιστών. Ο σπουδαίος Μεξικανός αναρχικός Ricardo Flores Magón δικαίως κατήγγειλε τη συμπεριφορά τους ως προδοσία (Magón, 1977, σελ 27.).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην παρασύρονται οι σημερινοί αναρχοσυνδικαλιστές από τους θρυλικούς Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW) ή «Wobblies», θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως και πολλά άλλα αλλού στον κόσμο, δεν ήταν με κανένα τρόπο αφοσιωμένο στον αναρχισμό. Ο “Big Bill” Haywood, ο πιο διάσημος ηγέτης τους, δεν ήταν ποτέ αναρχικός, και αφού πλήρωσε εγγύηση στο δικαστήριο και κατέφυγε στη Μόσχα, αντί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του δικαστηρίου – σε έκπληξη των “Wobblies” υποστηρικτών του- τελικά διολίσθησε στην Κομμουνιστική «Κόκκινη Διεθνή του Εμπορίου» (Profintern), όσο άβολα κι αν θα ένιωθε σ’ αυτή. Και άλλο, όμως, «Wobblies», όπως η Elizabeth Gurley Flynn, ο William Z. Foster, ο Bob Minor και ο Earl Browder, οι οποίοι είτε ήταν αναρχικοί είτε έκλιναν προς τον αναρχισμό, βρήκαν ζεστή φιλοξενία στο αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα στη δεκαετία του 40 κι έπειτα. Πολλοί «Wobblies» που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς σύντομα άρχισαν ν’ αποφεύγουν την Emma Goldman και τον Alexander Berkamn στη Μόσχα, παρά τη στενή φιλία με τους δύο αυτούς αναρχικούς στην προ-μπολσεβίκικη περίοδο, όπως πιστοποίησε και η Goldman με πικρία(Goldman, 1931, τομ. 2 , σ.. 906).

Στη Γαλλία, όπου η φαινομενικά συνδικαλιστική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) έδωσε την ισχυρή συνδικαλιστική έμφαση ανάμεσα στους αναρχικούς σε όλο τον κόσμο στο τέλος του 19ου αιώνα, το συνδικάτο δεν ήταν ποτέ αναρχο-συνδικαλιστικό. Πολλοί Γάλλοι αναρχικοί (αυτό είναι βέβαιο) συνέρρευσαν σ’ αυτή την πολύ εύθραυστη συνομοσπονδία και προσπάθησαν να επηρέασουν τα μέλη της προς μια ελευθεριακή κατεύθυνση. Τα μέλη της CGT, ωστόσο, όχι λιγότερο από πολλούς απ’ τους ηγέτες της, έτειναν προς ρεφορμιστικούς στόχους και τελικά απορροφήθηκαν απ’ το κομμουνιστικό κίνημα μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Όχι μόνο η αναρχική επιρροή στη CGT περιορίστηκε, στην καλύτερη περίπτωση, αλλά όπως ο Peter Stearns μας λέει, «μια απεργία έληξε όταν ένας διευθυντής μίλησε για “αναρχία στο χώρο”, για τους εκσκαφείς (στο Παρίσι, αρκετά ενδιαφέρον), οι οποίοι ένιωσαν ότι τους είχε κατηγορήσει πως είναι αναρχικοί». Περαιτέρω:

Είναι σαφές ότι, ακόμη και στο Παρίσι, οι πεπεισμένοι συνδικαλιστές ήταν μια μικρή μειοψηφία των ενεργών μελών των συνδικάτων. Και μόνο μια μειοψηφία ακόμα και των πιο ενθουσιασμένων εργατών οργανώθηκαν σε συνδικάτα και συνεπώς ήταν πιο πιθανό να είναι συνδικαλιστές. Στο Παρίσι το 1908, δηλαδή στην περίοδο αιχμής των αναταραχών από τους ανειδίκευτους εργάτες του κατασκευαστικού κλάδου [οι οποίοι ήταν οι πιο πιθανοί υποψήφιοι για την υποστήριξη της αναρχοσυνδικαλιστικής προοπτικής – M.B], μόνο το 40% ανήκε σε εργατικό σωματείο. Η δυσαρέσκεια που εκφράζεται ενάντια στο να αποκαλείται κανείς αναρχικός συνιστά μια επίμονη δυσπιστία απέναντι στα ριζοσπαστικά δόγματα, ακόμη και μεταξύ των ενεργών απεργών. (Stearns, 1971, σελ. 58, 96)

Δε μπορούν να ειπωθούν πολλά περισσότερα για τη CNT στην Ισπανία, η οποία από το 1938 συμπεριέλαβε την πιο μαχητική και κοινωνικά συνειδητοποιημένη ​​εργατική τάξη στην ιστορία του εργατικού κινήματος και τουλάχιστον έδειξε σημαντικά περισσότερο αναρχικό ζήλο απ’ ότι οποιαδήποτε άλλη συνδικαλιστική ένωση. Ωστόσο, αυτή η εξαιρετική συνομοσπονδία έτεινε επανειλημμένα να κινείται προς τον «απλό και καθαρό» συνδικαλισμό στη Βαρκελώνη, όπου η εργατική τάξη θα μπορούσε κάλλιστα να παρασυρθεί από τη Σοσιαλιστική Γενική Ένωση Εργατών (UGT) σε περίπτωση που η καταλανική αστική τάξη έδειχνε λιγάκι περισσότερη γενναιοδωρία και επιτήδευση στην προσπάθειά της να αντιμετώπισει το προλεταριάτο της περιοχής. Η Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI), οργανώθηκε το 1927 σε μεγάλο βαθμό με στόχο να εμποδίσει τους μετριοπαθείς της CNT (όπως τον Salvado Segui) που έτειναν να έχουν απόψεις ταξικής συνεργασίας, αλλά και στην προσπάθεια των «Τριάντα» – οι οποίοι με πικρία εναντιώθηκαν στη μαχητικότητα της FAI και των εξεγερτικών συνδικάτων της CNT – να ελέγξουν συνολικά ολόκληρη τη συνομοσπονδία. Αυτή η μετριοπαθής τάση ήρθε εντονα στο προσκήνιο με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου.

Υπήρχαν μια σειρά από περίπλοκα ζητήματα στις σχέσεις μεταξύ του κράτους της Καταλονίας και της συνδικαλιστικής CNT, τα οποία απορρόφησε η FAI τη δεκαετία του 1930 (της οποία συχνά ενώνουμε το ακρωνύμιο με αυτό του συνδικάτου ως “CNT-FAI”). Αλλά η αναρχοσυνδικαλιστική ηγεσία μετά την εξέγερση του Ιουλίου του 1936 δεν έκανε καμία προσπάθεια να κολλεκτιβοποιήσει την οικονομία στην πραγματικότητα. Αξίζει να σημειωθεί, όπως παρατηρεί ο Ronald Fraser πως «καμία αριστερή οργάνωση δε δημοσίευσε καλέσματα για επαναστατικές απαλλοτριώσεις εργοστασίων, γης ή άλλων χώρων εργασίας».

Πράγματι, η ηγεσία της CNT στη Βαρκελώνη, επίκεντρο του αστικού αναρχο-συνδικαλισμού, το πήγε ακόμη παραπέρα: απορρίπτοντας την πρόταση για εξουσία που της παρουσιάστηκε απ’ τον πρόεδρο Lluís Companys αποφάσισε πως η ελευθεριακή επανάσταση πρέπει να περιμένει ώστε να συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου ενάντια στον κοινό εχθρό. Η επανάσταση που μεταμόρφωσε τη Βαρκελώνη μέσα σε λίγες ημέρες σε μια πόλη που διοικούνταν από την εργατική τάξη, ξεπήδησε αρχικά από μεμονωμένα σωματεία της CNT, ωθούμενη από τα πιο μαχητικά μέλη τους, και καθώς το παράδειγμα τους διαδιδόταν, καταλήφθηκαν όχι μόνο μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και μικρά εργαστήρια και επιχειρήσεις (Fraser, 1984, σελ. 226-27).

Την ερμηνεία του Fraser επιβεβαιώνει ο Gaston Leval, ένας από τους πιο διακεκριμένους αναρχικούς του Ισπανικού ελευθεριακού κινήματος, του οποίου το Collectives in the Spanish Revolution (1975) θεωρείται γενικά ως το πιο ολοκληρωμένο έργο σχετικά με τις κολεκτίβες. Ο Leval τονίζει τη σημασία των συνήθως άγνωστων αναρχικών μαχητών, μια μειοψηφία στη CNT, οι οποίοι αποτελούσαν την αυθεντική και πιο ουσιαστική ώθηση για την κολλεκτιβοποίηση . «Είναι σαφές», παρατηρεί ο Laval, «ότι η κοινωνική επανάσταση που έλαβε χώρα τότε, δεν απορρέει από μια απόφαση των ηγετικών στελεχών της CNT ή από τα συνθήματα που διαδίδονταν από τους μαχητές και τους υποκινητές που βρίσκονταν στο δημόσιο προσκήνιο αλλά σπάνια ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις.

Ο Leval δε διευκρινίζει ποιές αυθεντίες εννοεί εδώ, αλλά συνεχίζει:

Αυτό συνέβη αυθόρμητα, φυσικά, και (για να αποφεύγουμε τη δημαγωγία) όχι επειδή «ο λαός» γενικά κατέστη ξαφνικά ικανός να κάνει θαύματα χάρη στο επαναστατικό όραμα που ξαφνικά τον ενέπνευσε, αλλά επειδή (και αξίζει να το επαναλαμβάνουμε) μεταξύ εκείνων των ανθρώπων υπήρξε μια μεγάλη μειονότητα που ήταν ενεργή, δυνατή, καθοδηγούμενη από ένα ιδανικό το οποίο συνέχιζε μέσω ενός χρόνιου αγώνα που ξεκίνησε από την εποχή του Μπακούνιν και της Πρώτης Διεθνούς. Σε αναρίθμητα μέρη που άνθρωπος μπορεί να βρεθεί, μαχητές,οι οποίοι επί δεκαετίες προωθούσαν δημιουργικούς στόχους, προικισμένοι όπως ήταν με δημιουργική πρωτοβουλία και πρακτική λογική η οποία ήταν απαραίτητη για την κατά τόπους προσαρμογή και της οποίας το καινοτόμο πνεύμα αποτελούν δυναμική αφετηρία, ικανοί να θέσουν πειστικές λύσεις κατά τον απαιτούμενο χρόνο. (Laval, 1975, σ.. 80)

Αυτοί οι «μαχητές» ήταν πιθανώς μεταξύ των πρώτων που στρατολογήθηκαν στις πολιτοφυλακές του 1936 και χάθηκαν στις μάχες του εμφυλίου πολέμου – μια ανεπανόρθωτη απώλεια για το ισπανικό αναρχικό κίνημα.

Για να λύσουμε και να αξιολογήσουμε κριτικά τα διαφορετικά είδη συλλογικοτήτων ή συστημάτων «εργατικού ελέγχου» που προέκυψαν έπειτα από τις οδομαχίες στη Βαρκελώνη, ακόμα περισσότερο, θα απαιτούνταν ένας τόμος σημαντικά μεγαλύτερος από ότι οι «Κολλεκτίβες» του Leval. Ο Leval, του οποίου τα αναρχο-συνδικαλιστικά διαπιστευτήρια είναι αψεγάδιαστα, με τιμιότητα, έκανε την ακόλουθη παρατήρηση:

Πολύ συχνά στη Βαρκελώνη και τη Βαλένθια, οι εργαζόμενοι σε κάθε επιχείρηση καταλάμβαναν τις φάμπρικες, τους χώρους εργασίας, ή τα εργαστήρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες, και εκμεταλλευόμενοι τη συνέχιση του νομισματικού συστήματος και των κανονικών καπιταλιστικών εμπορικών σχέσεων, οργάνωσαν την παραγωγή για δικό τους λογαριασμό, πωλώντας για δικό τους όφελος το προϊόν της εργασίας τους. (Laval, 1975, σ. 227: η υπογράμμιση δική μου)

Διάταγμα της κυβέρνησης της Καταλονίας, τον Οκτώβριο του 1936, «νομιμοποιούσε» αυτές τις κολλεκτίβες με την έγκριση της CNT και άνοιξε την πόρτα για κυβερνητική συμμετοχή σε διάφορες επιτροπές «εργατικού ελέγχου», μετατρέποντάς τις όλες τελικά σε εθνικοποιημένες επιχειρήσεις. Αλλά ακόμη και πριν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο Leval αναγνωρίζει ότι υπήρχε «ο νεο-καπιταλισμός των εργατών, ένας αμφίρροπος αυτοδιαχειριζόμενος καπιταλισμός και σοσιαλισμός, που υποστηρίζουμε ότι δεν θα είχε υπάρξει εάν η επανάσταση είχε φτάσει στην πλήρη έκταση της υπό τη διεύθυνση των Συνδικάτων μας» (Leval, 1975, σ.. 227-28).

Το κατά πόσον η πλήρης «κοινωνικοποίηση» (δηλαδή, έλεγχος από τη CNT) των κολλεκτιβοποιημένων εργοστασίων και επιχειρήσεων θα είχε περιορίσει την άκρως συγκεντρωτική, και παρ΄όλα αυτά συνδικαλιστική, οικονομική τάση στο εσωτερικό της CNT, είναι συζητήσιμο. Σε περιπτώσεις όπου η CNT πράγματι πετυχε το συνδικαλιστικό έλεγχο, «το σωματείο έγινε σαν μια μεγάλη επιχείρηση», σημειώνει ο Fraser στο αξιοσημείωτο Blood Of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War. «Η δομή του έγινε όλο και περισσότερο άκαμπτη», παρατηρεί ο Eduardo Pons Prades, μέλος του Libertarian Youth. «Εξωτερικά άρχισε να μοιάζει με μια αμερικανική ή γερμανική επιχείρηση», και στη συνέχεια δηλώνει πως στο εσωτερικό των κολλεκτιβων (ιδιαίτερα σε αυτές του ξύλου και του επίπλου), οι εργάτες ένιωθαν πως δεν εμπλέκονταν ιδιαίτερα στη λήψη αποφάσεων. Αν το «γενικό επιτελείο» αποφάσιζε πως η παραγωγή σε δύο εργαστήρια θα πρέπει να αλλάξει, οι εργαζόμενοι δεν πληροφορούνταν για τις αιτίες αυτής της επιλογής. Η έλλειψη πληροφόρησης – η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί με την έκδοση ενός φύλλου ειδήσεων π.χ – εξέθρεψε δυσαρέσκεια, ειδικά καθώς η παράδοση της CNT ήταν η συζήτηση και η εξέταση των πάντων. Οι δεκαπενθήμερες συναντήσεις των αντιπροσώπων έγιναν μηνιαίες και κατέληξαν, νομίζω, τριμηνιαίες[4] (Pons Prado στο Fraser, 1979, pp. 222-23)

Το ότι οι Ισπανοί εργάτες και αγρότες στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα πραγματοποίησαν κοινωνικές αλλαγές και κινήθηκαν προς ένα είδος βιομηχανικής και γεωργικής δημοκρατίας χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των προηγούμενων επαναστάσεων – αυτό, πρέπει να το τονίσω, σε μια εποχή που η νομιμοποίηση του «προλεταριακού σοσιαλισμού» φαίνονταν να δικαιολογείται από έναν αιώνα ανόδου της μαχητικότητας της εργατικής τάξης και της ταξικής συνείδησης ​​- δε μεταβάλλει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την προοπτική μιας μελλοντικής κοινωνίας δομημένης γύρω από συνδικάτα και ένα πολύ συγκεκριμένο ταξικό συμφέρον. Βέβαια, το να κάνουμε τον αναρχοσυνδικαλισμό ισοδύναμο με τον αναρχισμό χωράει έντονη αμφισβήτηση. Πράγματι, δεν είναι καθόλου «απλά ιστορικού ενδιαφέροντος» το να ερωτηθεί αν μια τάση στην αναρχική παράδοση είναι ζωντανή ή νεκρή – ένα πρόβλημα το οποίο κάποιος συμπαθής των συνδικαλιστικών εκδοχών του αναρχισμού αντιμετωπίζει ιδιαίτερα σήμερα, βλέποντας το πραγματιστικό χαρακτήρα του δόγματος και του γενικότερου προσανατολισμού του. Κι αν δεν είναι ζωντανός ο αναρχοσυνδικαλισμός ανάμεσα στους προλετάριους, θα πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί. Διότι όταν εξετάζουμε τις δυνατότητες, τις αδυναμίες, και την ιστορία του αναρχοσυνδικαλισμού, εξετάζουμε το πώς ορίζουμε τον ίδιο τον αναρχισμό: αν τα ιδανικά του μπορεί να βασίζονται στα συμφέροντα ενός πολύ συγκεκριμένου κομματιού της κοινωνίας, που σε μεγάλο βαθμό καθοδηγείται από περιορισμένα οικονομικά συμφέροντα (ένα πρόβλημα που ο Μαλατέστα αντιλήφθηκε ξεκάθαρα) ή για έναν ηθικό σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, που ναι μεν περιλαμβάνει, αλλά πηγαίνει πέρα από τα υλικά συμφέροντα της καταπιεσμένης ανθρωπότητας. Αν δε μπορούμε να θεωρήσουμε τον αναρχο-συνδικαλισμό βιώσιμο, πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τι, από την υπάρχουσα κοινωνία, προσφέρει κάποια διέξοδο για μια ελεύθερη κοινότητα συνεργαζόμενων ανθρώπων που συνεχίζουν να διατηρούν την αυτονομία και την ατομικότητα τους σ’έναν αυξανόμενα μαζικοποιημένο κόσμο.

Σημειώσεις

1. Ο συντάκτης, Sam Dolgoff, παρενέβη σε αυτό το κομμάτι με τις δικές του ερμηνείες, τις οποίες έχω παραλείψει εδώ. Η προτίμηση του Dolgoff για τον συνδικαλισμό πολύ συχνά φαίνεται να χρωματίζει τις ερμηνείες που κάνει στα γραπτά του Μπακούνιν.

2. «Το προλεταριάτο μπορεί και πρέπει να λυτρωθεί γιατί πρακτικά έχει ολοκληρωθεί στο μορφωμένο τμήμα του η αφαίρεση από κάθε ανθρωπιά, ακόμη και η ψευδαίσθηση κάθε ανθρωπιάς. Διότι στους όρους της ζωής του συνοψίζονται στην πιο απάνθρωπη αποκορύφωσή τους όλοι οι όροι ζωής της σημερινής κοινωνίας. Διότι ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του, αλλά για να κερδίσει ταυτόχρονα όχι μόνο την θεωρητική συνείδηση αυτής της απώλειας, αλλά την πρακτική έκφραση της αναγκαιότητας, η οποία δεν αποτρέπει πια και δεν εξωραΐζει αυτήν την επιτακτική ανάγκη να εξεγερθεί εναντίον αυτής της ανθρωπιάς. Όμως δεν μπορεί να λυτρωθεί δίχως να καταργήσει τους όρους της ύπαρξής του». (Karl Marx and Friedrich Engels, The Holy Family [Moscow: Progress Publisher, 1956, σ.47]). Ένας τόμος θα μπορούσε να γραφτεί για τη βάση, τη φύση, και τις προβλέψεις του Μαρξ και του Ένγκελς σε αυτό το σημείο. Εμπνέει ουσιαστικά τις αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις για την ηγεμονία του προλεταριάτου, αλλά με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.

3. Αξίζει να σημειωθεί πως η σύγχρονη αναρχοσυνδικαλίστρια δημοσιογράφος, Ulrike Heider, απορρίπτει το Μαλατέστα ως έναν απλώς «ουτοπιστή» και κατακρίνει τον Vernon Richards απλώς για τη συμμετοχή του σε μια διαμάχη με τον Sam Dolgoff, για τον οποίο, μάλλον θερμά χρησιμοποιεί το παρατσούκλι «ο τελευταίος αναρχικός». Αυτή η αλαζονική βλακεία, υποθέτω, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το μέλλον του αναρχισμού για τα καλά, τώρα που ο Dolgoff δεν είναι πια μαζί μας, κάτι που δίνει μία εικόνα για το δογματισμό ενός τουλάχιστον αναρχο-συνδικαλιστή. Παρά τις μεταλλάξεις Dolgoff απ’τον αναρχο-συνδικαλισμό στον «ελεύθερο σοσιαλισμό» στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και στη συνέχεια πάλι πίσω στο αναρχοσυνδικαλισμό μετά την επανεμφάνιση της CNT στη δεκαετία του 1970, ο ίδιος φαίνεται να ηταν μέντορας της Heider. Δείτε το βιβλίο της Die narren der Freiheit (Βερολίνο: Karin Kramer Verlag, 1992)

4. Ο Eduardo Pons Prado, ας το σημειώσουμε ,επίσης ξεχωρίζει στην εξαιρετική σειρά των Granada Films με τίτλο «Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος», που περιέχει αυθεντικές συνεντεύξεις με ηγετικές φυσιογνωμίες και απλούς συμμετέχοντες στη σύγκρουση.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου, που θα δημοσιευτεί τις επόμενες ημέρες, ακολουθεί η ενότητα «Εργάτες και Πολίτες», καθώς και οι πηγές/αναφορές του κειμένου.

Οι βοηθητικοί σύνδεσμοι έχουν προστεθεί απ’ την ομάδα μετάφρασης. To κείμενο, με τίτλο «The Ghost of Anarcho-Syndicalism», δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1993 στο πρώτο τεύχος του Anarchist Studies. Mπορείτε να το διαβάσετε στα αγγλικά, εδώ

Πηγή:eagainst

 

μια αναρχική κριτική στην οριζοντιότητα

gezimeetingsqΗ “Oριζοντιότητα” είναι ένας αναδυόμενος όρος, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα κοινά χαρακτηριστικά των κινημάτων αντίστασης της τελευταίας δεκαετίας. Το κίνημα Occupy το 2011[1], ήταν μέχρι σήμερα το απόγειο τους, αλλά ο όρος “Oριζοντιότητα” φέρεται να προέρχεται από την εξέγερση στην Αργεντινή, μετά από την τραπεζική κρίση του 2001.

Η Μαρίνα Σίτριν[2], στο βιβλίο της σχετικά με εκείνη την εξέγερση, αναφέρει πως ο όρος (στα ισπανικά προφανώς) χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις συνελεύσεις εργασιακών χώρων, ανέργων και γειτονιών, που εμφανίστηκαν με σκοπό να σχηματίσουν “κοινωνικά κινήματα που αναζητούσαν την αυτοδιαχείρηση, την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία.”

Η Οριζοντιότητα είναι περισσότερο μια πρακτική παρά μια θεωρία, όπως λέμε, μιας και στα διάφορα κείμενα όπου χρησιμοποιείται ο όρος, έχει περιγραφεί ως πρακτική και όχι ως θεωρητικό ιδανικό. Είναι ευκολότερο να δούμε την πρακτική στο πλαίσιο των κινημάτων βασισμένων σε συνελεύσεις που ήρθαν και παρήλθαν μετά την εξέγερση στην Αργεντινή. Ιδίως το κύμα των κινημάτων από το 2010 και μετά, στη Βόρεια Αφρική, τη Νότια Ευρώπη που έγιναν παγκόσμια στα τέλη του 2011 με το Occupy. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κινημάτων, δεν ήταν μια συγκεκριμένη θεωρητική επικάλυψη αλλά η ανάπτυξη ενός συνόλου κοινών πρακτικών και ως ένα σημείο κοινών τρόπων για να βλέπεις το κόσμο. Χρησιμοποιώ τον αόριστο χρόνο αν και φυσικά υπάρχουν ακόμα τέτοια κινήματα, με τη τελευταία προσθήκη στο κοινό μοτίβο, αυτή του πάρκου Γκεζί[3] το περασμένο καλοκαίρι, αν και δεν υπήρχε μια μόνο συνέλευση. Επειδή δεν είναι επίσημοι οργανισμοί -ή ακόμα και θεωρητικά πλαίσια- υπάρχουν κυρίως στιγμιαία, ακόμα και αν στο ενδιάμεσο των στιγμών, υπάρχουν σχετικά μικρές ομάδες που συνεχίζουν να οργανώνονται κάτω από διάφορα λάβαρα. Αυτή είναι ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία τους.

 

Τα βασικά σημεία της Οριζοντιότητας.
Γράφοντας για το Occupy η Σίτριν[4], έφτιαξε τη λίστα με τα ακόλουθα

χαρακτηριστικά που ισχύουν γενικά στα κινήματα Οριζοντιότητας.

  • • “Το άνοιγμα χώρων για τους ανθρώπους ώστε να δοθεί φωνή στις ανησυχίες και τις επιθυμίες τους, κι αυτό να γίνει με έναν άμεσο δημοκρατικό τρόπο.”
  • • “Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες ισχυρίζονται ότι μιλούν εξ’ονόματος τους.”
  • • “Επιχειρούν να προεικονίσουν τη μελλοντική κοινωνία στις παρούσες κοινωνικές σχέσεις.”
  • • “Θέλουν περιορισμό της δύναμης των εταιριών ή ακόμα και την κατάργηση τους.
  • •”Επέκταση της πρόσβασης στην κατοικία και την εκπαίδευση. Τερματισμό των προγραμμάτων λιτότητας και των πολέμων.”
  • • “Τροφή, νομική υποστήριξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.”

 

Με μια πιο κριτική ματιά στην Οριζοντιότητα και απαντώντας μερικώς στη Σίτριν, ο Ντέιβιντ Μάρκους[5] την αποσαφηνίζει ως “μέρος μια μεγαλύτερης μετατόπισης στη κλίμακα και το πεδίο της Δυτική πολιτικής: Μια στροφή προς περισσότερο τοπικά και οριζόντια πρότυπα ζωής, ένα αυξανόμενο σκεπτικισμό απέναντι στους θεσμούς του κράτους και μια αυξανόμενη επιθυμία για την αναζήτηση μεγαλύτερων πεδίων προσωπικής ελευθερίας.” Ο χαρακτηρισμός “δυτική” είναι πιθανώς περιττός, μιας και τα κινήματα στην Αίγυπτο και την Τουρκία μοιράζονται πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι Μαρξιστές και οι νεορεφορμιστές τείνουν όλο και περισσότερο, να βλέπουν αυτές τις τάσεις ως πρόβλημα στην αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί από την άλλη τις καλοδέχονται ευρέως.

 

Οριζοντιότητα και Αναρχισμός.

 

Η Οριζοντιότητα περιέχει πτυχές που είναι παράλληλες με την αναρχική μεθοδολογία, ιδίως στην έμφαση για άμεση δημοκρατία και άμεση δράση. Περιλαμβάνει επίσης πτυχές, που μερικές φορές, λανθασμένα, περιγράφονται ως αναρχικές μέθοδοι. Συγκεκριμένα την λήψη αποφάσεων βάση συναίνεσης, που εισήχθη στη ριζοσπαστική πολιτική μέσω της επιρροής των Κουάκερων στο κίνημα ειρήνης των 60’ς[6]. Όμως οι περισσότεροι συμμετέχοντες ξεκινούν αγνοώντας αυτούς τους ιστορικούς δεσμούς, και τα μέλη του Κινήματος Αλληλεγγύης Εργατών(WSM)[7], που ενεπλάκησαν στο Occupy, ανακάλυψαν πως οι συμμετέχοντες πολλές φορές φαντάζονταν πως αυτές οι μέθοδοι ήταν εντελώς νέες έννοιες, που ανακαλύπτονταν αυτοστιγμεί από τους ίδιους. Δηλαδή είχαν άγνοια των ιστορικών πειραματισμών, μέσω των αναρχικών και άλλων κινημάτων, που προϋπήρξαν των δικών τους. Στο πλαίσιο τουλάχιστον της εμπλοκής κάποιων από εμάς με το Occupy, αυτό αποτέλεσε μια σημαντική αδυναμία. Για να γίνει μια συνέλευση αποτελεσματική, απαιτείται μια συγκεκριμένη ποσότητα προσπάθειας και ικανοτήτων. Η επανανακάλυψη τους από το τίποτα είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των προβλημάτων της “τυραννίας απουσίας δομών”[8]: την τάση να επικρατούν οι πιο ηχηρές φωνές, τις δυναμικές του τραμπουκισμού, τον σεχταρισμό και διάφορα παιχνίδια δύναμης να συμπληρώνουν το κενό. Αναπόφευκτα αυτά αναπαράγουν τα πρότυπα της πατριαρχικής, ρατσιστικής κοινωνίας μας. Αν αφεθούν χωρίς έλεγχο οι συζητήσεις τείνουν να κυριαρχούνται εξολοκλήρου από λευκούς άντρες, που έχουν την άνεση να παίζουν, τον προσδοκώμενο για αυτούς, έμφυλο ρόλο. Σε κάποια μέρη αυτό παρήγαγε τόσο νοσηρές δυναμικές, που επέτρεψε -στη μετά το Occupy εποχή- σε αυταρχικές δυνάμεις όπως το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα(SWP)[9], να ισχυρίζονται πως γενικά ο οριζόντιος τρόπος λήψης αποφάσεων, οδηγεί σε τέτοιες καταστάσεις και άρα “δεν είναι πράγματι δημοκρατικός”.

Η μεγαλύτερη αδυναμία ίσως αυτών των οριζόντιων κινημάτων είναι πως είτε στερούνται μιας ταξικής ανάλυσης, όπως στη περίπτωση του πάρκου Γκεζί, ή την αντικαθιστούν με μια ακατέργαστη, γύρω από τις έννοιες “πλούτος”, “διαφθορά”, “εταιρίες”, που με ευκολία οδηγείται από μόνη της σε συνωμοσιολογικές και ρεφορμιστικές προσεγγίσεις της πάλης για αλλαγή. Αυτό τείνει να υποβιβάζει το τι είναι λάθος στη λογική του “κακοί άνθρωποι παίρνουν κακές αποφάσεις” και στην ιδέα πως αν όλα αυτά έρθουν στο φως, θα έρθει η αλλαγή.

Το ιδεολόγημα του “1%” θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την εξήγηση της έννοιας του καπιταλισμού και της ύπαρξης

των τάξεων, ώστε να αλλάξουν οι άνθρωποι και να μην βλέπουν τη φτωχή γειτονιά μερικούς δρόμους πιο κάτω, ως “πρόβλημα”. Μπορεί όμως να είναι και η αφετηρία για μια συζήτηση για το πώς οι Ρόθτσιλντ ελέγχουν το κόσμο μέσω μυστικών συναντήσεων στη λέσχη Μπίλντεμπεργκ και μας ψεκάζουν από αεροπλάνα με χλώριο.

Όπως διαπιστώθηκε στο κίνημα Occupy, η αμφισβήτηση αυτών των ιδεών και των αντίστοιχων του Freeman[10], γίνεται αρκετά κουραστική όταν δεν έχεις τη βοήθεια της ιστορικής παράδοσης της αριστεράς ως κοινό σημείο αναφοράς, από το οποίο μπορείς γρήγορα να τις καταδείξεις ως τις πιο πρόσφατες εμφανίσεις παλιών -και συνήθως αντισημιτικών- θεωριών συνομωσίας.

 

Το ζήτημα της νίκης.

 

Η Οριζοντιότητα διαφέρει επίσης από τον Αναρχισμό, στο ότι δεν έχει ούτε ένα όραμα για το με τι θα μοιάζει μια ελεύθερη κοινωνία ή για το ποιά διαδικασία θα μας πάει από το ένα σημείο στο άλλο. Δεν εννοώ με αυτό κάποιο λεπτομερές σχέδιο. Είμαι αρκετά σκεπτικός για την αξία ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, που αφιερώνουν χρόνο στο να σχεδιάζουν ένα μέλλον για ολόκληρο το κόσμο σε ένα τέτοιο επίπεδο λεπτομέρειας. Εννοώ το επίπεδο της λεπτομέρειας της εικόνας που μοιράζονται οι αναρχικοί για ένα κόσμο όπου συνελεύσεις εργατών σε χώρους δουλειάς και συνελεύσεις γειτονιάς, παίρνουν τον έλεγχο και τη διαχείριση των κοινοτήτων. Δεν χρειάζεται να είναι λεπτομερής η εικόνα αυτή, για να είναι ολοφάνερα διαφορετική από την εικόνα του κόσμου που ζούμε σήμερα. Οι αναρχικές διαδικασίες για να φτάσουμε από το “εδώ” στο “εκεί”, τείνουν να περιλαμβάνουν τη διαδικασία της μαζικής συμμετοχής (π.χ. συνδικαλιστικές ενώσεις ), ακολουθούμενη από μια στιγμή εξέγερσης, εικονιζόμενη κάποιες φορές σαν μια γενική απεργία, κάποιες άλλες σαν τον ένοπλο πληθυσμό στο δρόμο, στη πραγματικότητα πιο συχνά σαν ένα μείγμα και των δύο.

Ενώ υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από αυτό – ακόμα και το κατά πόσο είναι βιώσιμες οι ένοπλες εξεγέρσεις στην εποχή του πολεμικού ελικόπτερου- είναι καθαρά μια στιγμή μετασχηματισμού που μπορούμε να τη φανταστούμε. Με τι θα έμοιαζε αυτή η στιγμή στην Oριζοντιότητα; Με τι θα έμοιαζε η νίκη; Η Οριζοντιότητα διαχωρίζει επίσης τη θέση της και είναι συχνά εχθρική στην ιδέα μιας επίσημης επαναστατικής οργάνωσης. Έχοντας δει στο πέρασμα του χρόνου, πως τα επαναστατικά κινήματα τείνουν να αλληλεπιδρούν με τα κοινωνικά κινήματα, μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους

γίνεται αυτό, και στο κίνημα Occupy αποφασίσαμε να σεβαστούμε τις απαγορεύσεις των σημαιών πολιτικών οργανισμών και τις πωλήσεις εφημερίδων, στα δρώμενα γύρω από αυτό. Η τεχνολογία έχει κάνει εφικτή αυτή τη προσέγγιση, παράλληλα με την προσπάθεια για την οικοδόμηση μαζικών κινημάτων για την αλλαγή. Όταν μεμονωμένα άτομα ήθελαν τέτοια κινήματα να αναδυθούν, έπρεπε να συνεργαστούν με επαναστατικές οργανώσεις γιατί ήθελαν πρόσβαση στους πόρους των οργανώσεων, στις εκδόσεις τους και στα δίκτυα επικοινωνίας τους. Τα κόμματα το ήξεραν αυτό και έτσι δεν χρειάζονταν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους, στη βάση της συσσωρευμένης αρνητικής εμπειρίας. Αντιθέτως, μερικές οργανώσεις όπως το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα(SWP) μετέτρεψαν σε μια προχωρημένη μορφή τέχνης την απομόνωση όσων αρνούνταν να ανεχθούν αρνητικές συμπεριφορές. Αλλά αυτή η περίοδος φαίνεται να έχει τελειώσει την ώρα που διάφορα εργαλεία του διαδικτύου και οι κινητές επικοινωνίες, έχουν αποδυναμώσει σημαντικά το δεσμό μεταξύ μαζικών οργανώσεων και μαζικής επικοινωνίας. Το κόμμα παλαιού τύπου ξοδεύει το συσσωρευμένο κεφάλαιο του για να αντισταθεί σε αυτή τη διαδικασία και έχει ως αποτέλεσμα να αρχίζει να διαλύεται, όσο οι στρατολογήσεις στερεύουν και τα χρήματα τελειώνουν. Σε ακραίες περιπτώσεις αντιμετωπίζει την εχθρότητα από τα έξω και την εξέγερση από τα μέσα, όταν τα ίδια του τα μέλη χρησιμοποιούν αυτές τις νέες τεχνολογίες για να παρακάμψουν τις επικοινωνίες γύρω από την επίσημη ηγεσία.

Ο Αναρχισμός έχει μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι και στην οριζοντιότητα και στη μορφή “κόμμα”. Η αναρχική οργάνωση ήταν προφανώς και μια εξεύρεση λύσεων στην ανάγκη για μαζική επικοινωνία, αλλά προέκυψε και ως αναγνώριση της ανάγκης για μετάδοση μαθημάτων στο χρόνο και το χώρο με ένα τρόπο που θα εξασφάλιζε ότι θα έφταναν και ότι θα ήταν άξια εμπιστοσύνης. Και της ανάγκης για μια κοινή πλατφόρμα γύρω από την οποία θα μπορούσε να χτιστεί η αλληλεγγύη από απόσταση και από διαφορετικές εμπειρίες και κουλτούρες.

Από τη περίοδο του Occupy είχα συζητήσεις με αναρχικούς, που είχαν εμπλακεί πιθανότατα σε είκοσι διαφορετικά Occupy της περιοχής και σε γενικές γραμμές μοιράζονται τις πολιτικές αντιλήψεις του WSM. Όλες αυτές οι συζητήσεις γρήγορα κατέληξαν σε ένα βαθύ επίπεδο κριτικής, γιατί ήταν απλό για εμάς να καθορίσουμε γρήγορα τον πολιτικό και οργανωτικό μας κοινό τόπο.

 

Μεταρρύθμιση μέσω ταραχών και κοινοβουλευτισμού.

 

Ο Πωλ Μέισον [11] γράφει πως “η δύναμη των κινημάτων Οριζοντιότητας είναι πρωτίστως η ικανότητα να τα αντιγράφουν άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτα από θεωρία και δευτερευόντως η επιτυχία τους στο γκρέμισμα των ιεραρχιών που ψάχνουν να τα οικειοποιηθούν. Είναι εκτεθειμένα σε ένα μωσαϊκό ιδεών με ένα τρόπο που τα δομημένα, δύσκολα στη κατάκτηση της γνώσης κινήματα των δεκαετιών του εβδομήντα και του ογδόντα, δεν επέτρεπαν(…).

Το μεγάλο ερώτημα για τα κινήματα Οριζοντιότητας είναι το ό,τι όσο δεν αρθρώνεις λόγο ενάντια στoυς ισχυρούς, κάνεις βασικά αυτό που κάποιος αποκαλέσε “μεταρρύθμιση μέσω ταραχών: ένας τύπος με κουκούλα πάει φυλακή για ένα χρόνο προκειμένου ένας τύπος με κουστούμι να περάσει το νόμο του από το κοινοβούλιο.” Ο Μέισον τώρα, θέλει να αναπτύξει αυτό το επιχείρημα, για τη δημιουργία ενός νέου συνδικαλιστικού κόμματος – κάπως ωμά- στην παράδοση του De Leon[12] ή του James Connoly[13]. Δηλαδή έναν ευρύ εκλογικό σχηματισμό που θα προμηθεύσει στην οριζοντιότητα το όραμα μιας νέας κοινωνίας και την εκλογική μέθοδο που είναι απαραίτητη για να τo πραγματώσει. Δεν είναι κάτι με το οποίο θα συμφωνούσαμε. Αλλά έχει ένα δίκιο σχετικά με τη “μεταρρύθμιση μέσω ταραχών.” Η Οριζοντιότητα χωρίς όραμα και μέθοδο για την επανάσταση, απλά παρέχει το “κρέας για διαδηλώσεις”, πίσω από το οποίο μια κυβέρνηση θα έρχεται να αντικαταστήσει αυτή που φεύγει. Αυτό είναι πράγματι ένα από τα μαθήματα των εμπειριών στην Αργεντινή το 2001. Το σύνθημα “να φύγουν όλοι” σήμαινε πως η μια κυβέρνηση έφευγε μετά την άλλη, αλλά μετά από κάποιο διάστημα η σταθερότητα αποκαταστάθηκε και νέες σταθερές κυβερνήσεις ήρθαν στην εξουσία και παρέμειναν εκεί. O βασικός τρόπος για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι να καταλάβουμε πως η Οριζοντιότητα όπως δομήθηκε δεν διαθέτει ισχύ, εκτός από την ισχύ των μεμονωμένων σωμάτων που στέκονται μπροστά στο κίνδυνο. Ίσως για αυτό συχνά, αναδύεται αυθόρμητα ο γυμνισμός ως τακτική. Ο Αναρχισμός έχει εκφράσεις ισχύος με τη μορφή της γενικής απεργίας ή του ένοπλου λαού. Η ισχύς της Οριζοντιότητας αποτελείται από μάζες που κινητοποιούνται για να καταλάβουν χώρους και να αποκλείσουν οδούς. Στην Αργεντινή η ισχύς των συνελεύσεων ανέργων προέρχονταν μόνο από τους αποκλεισμούς οδικών αρτηριών που σταματούσαν το εμπόριο. Με τη περίπτωση του Occupy Wall Street η πρόθεση για αποκλεισμό της γέφυρας του Μπρούκλιν ήταν ένα καθοριστικό γεγονός, όπως ήταν και οι προσπάθειες να αποκλειστεί η ίδια η Wall Street. Όσο διατηρούνται οι αριθμοί των συμμετεχόντων τόσο αυτές οι τακτικές είναι ισχυρές, αλλά

είναι τακτικές διαμαρτυρίας και όχι μετασχηματισμού. Αυτό που ο αναρχισμός προσφέρει σαν μια εναλλακτική στην Οριζοντιότητα, είναι ένα όραμα και μια μέθοδο που δεν ακολουθεί απλά το διαρκώς ανακυκλούμενο πρότυπο μιας κυβέρνησης που την ακολουθεί μια άλλη.
Έχουμε μια αίσθηση για το πως μπορεί να είναι η νίκη, ακόμα και αν η οδός που θα μας οδηγήσει σε εκείνο το σημείο -από αυτό που είμαστε τώρα- μένει να ανακαλυφθεί.

AndrewNFlood

https://twitter.com/andrewflood

https://www.facebook.com/andrewnflood

 

Σημείωσεις.

[1] To κίνημα “Καταλάβετε τη Wall Street” (Occupy Wall Street) ξεκίνησε στις 17 Σεπτεμβρίου 2011, στη περίοχη της Wall Street της Νέας Υόρκης. Το αρχικό κάλεσμα είχε κάνει το περιοδικό αντικουλτούρας Adbusters, αλλα σύντομα πλαισιώθηκε και από πολιτικές και κοινωνικές ομάδες και συλλογικότητες, κυρίως από τον χώρο της Αμερικάνικης Νέας Αριστεράς και των αναρχικών.
Περισσότερα στο http://en.wikipedia.org/wiki/Occupy_Wall_Street , και στο βιβλίο του David Graeber, “The Democracy Project”. Στα ελληνικά: David Graeber “Το δημοκρατικό σχέδιο”, εκδόσεις Λιβάνη.

[2] Το βιβλίο της Marina Sitrin “Οριζοντιότητα” έχει μεταφρασθεί από την Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων[ΣΚΥΑ] και μπορείτε να το βρείτε σε pdf εδω:http://www.anarxeio.gr/contents/view/orizontiothta-fones-la-khs-ejoysias-sthn- argent

[3] Περισσότερα για την “κομμούνα του Πάρκου Γκεζί”-όπως ονομάστηκε από τους συμμετέχοντες- αλλά και για εκτενή παρουσίαση της Τουρκικής πραγματικότητας γύρω από την Ιστανμπούλ αλλά και τα κινήματα της γειτονικής χώρας στο:

Ιστανμπούλ, η πιο όμορφη πόλη – Ο εξεγερμένος κοινός χώρος – Χωρική ανάλυση της εξέγερσης του πάρκου Γκεζί(Μάιος – Ιούνιος 2013), των εκδόσεων Urban Anarchy.

Μπορείτε να κατεβάσετο το pdf εδώ: urbananarchy.gr

[4] Όλο το άρθρο της Marina Sitrin, όπως δημοσιεύτηκε στo περιοδικό Dissident:http://www.dissentmagazine.org/article/horizontalism-and-the-occupy- movements

[5] Εκτενής κριτική στην Οριζοντιότητα από τον David Marcus , όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Dissident: http://www.dissentmagazine.org/article/the-horizontalists

[6] Μια εκτενή παρουσίαση και ιστορική καταγραφή της συναίνεσης, ως τρόπου λήψης αποφάσεων μπορεί να βρει κανείς στο :http://rhizomenetwork.wordpress.com/2011/06/18/a-brief-history-of-consenus- decision-making/

[7] Κίνημα ΑΛληλεγγύης Εργατών(Workers Solidarity Movement-WSM). Αναρχική οργάνωση στην Ιρλανδία. Δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’80. Περισσότερα στο:http://www.wsm.ie/c/about-workers-solidarity-movement

[8] O συγγραφέας αναφέρεται στο φαινόμενο, όπως αυτό ορίστικε από τη πασίγνωστη(στους αναρχικούς κύκλους) ομώνυμη μπροσούρα.
Μπορείτε να βρείτε τη μπροσούρα μεταφρασμένη στα ελληνά, σε pdf εδώ:http://www.anarxeio.gr/contents/view/h-tyrannia-ths-apoysias-domon

[9] Περισσότερα για το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ( Τροτσκιστές ) στο λήμα της wikipedia: http://en.wikipedia.org/wiki/Socialist_Workers_Party_(UK)

[10] Ιστοτόπος αποκρυφισμού με θεωρίες συνωμοσίας. Ένα από τα αγγλοσαξονικά ανάλογα του “δικού μας” Λιακόπουλου. http://freemantv.com

[11] Πωλ Μέισον, διάσημος βρετανός δημοσιογράφος του BBC παλιότερα και τώρα του Channel 4. Κάλυψε πολλές από τις ταραχές που σημειώθηκαν μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, σε διάφορες χώρες. Το βιβλίο του κυκλοφορεί στα ελληνικά: Πωλ Μέισον – Ο κόσμος σε εξέγερση, εκδόσεις Δίαυλος.

[12] Daniel De Leon(1852-1914) Μαρξιστής θεωρητικός και συνδικαλιστής. Περισσότερα στο λήμα της wikipedia : http://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_De_Leon

[13] James Connoly(1868-1916) Ιρλανδός Σοσιαλιστής και συνδικαλιστής. Περισσότερα στο λήμμα της wikipedia: http://en.wikipedia.org/wiki/James_Conolly

 

ΠΗΓΗ

Βιομηχανική κολλεκτιβοποίηση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης

phoca_thumb_l_kollektivbetrieb8[1]

Αν και ήταν στην ύπαιθρο όπου έλαβε χώρα η μεγαλύτερη αναρχική κοινωνικοποίηση, η επανάσταση έγινε στις μεγάλες και μικρές πόλεις. Σε αυτή την περίοδο σχεδόν 2 εκατομμύρια από τον συνολικό πληθυσμό των 24 εκατομμυρίων εργαζόταν στη βιομηχανία, 70% των οποίων συγκεντρωνόταν στην περιοχή της Καταλωνίας. Εκεί μέσα σε ώρες από τη φασιστική επίθεση οι εργάτες κατέλαβαν υπό τον έλεγχο τους 3000 επιχειρήσεις. Αυτό συμπεριλάμβανε όλες τις υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών, ναυσιπλοΐα, ηλεκτρικές και εταιρείες ενέργειας, εργασίες αερίου και νερού, εργοστάσια μηχανών και αυτοκινήτων, ανθρακωρυχεία, τσιμεντοβιομηχανίες, κλωστοϋφαντουργίες και βιομηχανίες χαρτιού, ηλεκτρικών και χημικών προϊόντων, εργοστάσια υαλοποιίας και αρωματοποιίας, τροφίμων και μπυραρίες.

Σε αυτές τις βιομηχανικές περιοχές έγιναν κάποιες από τις πρώτες κολλεκτιβοποιήσεις. Παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος κηρύχτηκε από την CNT γενική απεργία. Όμως μόλις τελείωσε η πρώτη περίοδος της σύγκρουσης ήταν καθαρό ότι το επόμενο ζωτικό βήμα ήταν η συνέχιση της παραγωγής. Πολλοί από τους αστούς που συμπαθούσαν τον Φράνκο μετά την ήττα των στρατιωτικών δυνάμεων το σκάσανε. Αμέσως τα εργοστάσια και τα εργαστήρια τους καταλήφθηκαν και λειτούργησαν από τους εργαζόμενους. Κάποιες άλλες μερίδες των αστών ήταν απρόθυμες να κρατήσουν τα εργοστάσια ανοιχτά και κλείνοντας τα προσπάθησαν να συνεισφέρουν έμμεσα στο στόχο του Φράνκο. Κλείνοντας τα εργοστάσια και τα εργαστήρια θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ανεργία και φτώχεια, που θα μπορούσε να βοηθήσει τον εχθρό. “Οι εργάτες το κατάλαβαν ενστικτωδώς, και ίδρυσαν σχεδόν σε όλα τα εργαστήρια, επιτροπές ελέγχου, που είχαν ως σκοπό να επιτηρούν την πρόοδο της παραγωγής, και να ελέγχουν την οικονομική θέση του ιδιοκτήτη κάθε εγκατάστασης. Σε πολλές περιπτώσεις, ο έλεγχος πέρασε γρήγορα από την επιτροπή ελέγχου, σε μία επιτροπή διαχείρισης, όπου ο εργοδότης συμμετείχε και αμοιβόταν με τον ίδιο μισθό. Με αυτόν τον τρόπο ένας αριθμός εργοστασίων και εργαστηρίων στην Καταλωνία πέρασε στα χέρια των εργατών, που συμμετείχαν σε αυτά.” [1]

Επίσης ήταν μεγάλης σημασίας να δημιουργηθεί χωρίς καθυστέρηση, η πολεμική βιομηχανία με σκοπό να τροφοδοτεί το μέτωπο και να ξανακινήσει το σύστημα μεταφορών προκειμένου πολιτοφύλακες και εφόδια να φτάνουν στο μέτωπο. Επομένως οι πρώτες απαλλοτριώσεις βιομηχανιών και δημόσιων υπηρεσιών έγιναν για να εξασφαλίσουν τη νίκη απέναντι στο φασισμό, με τους αναρχικούς αγωνιστές να αποκτούν πλεονέκτημα της κατάστασης, για να την σπρώξουν άμεσα προς τους σκοπούς της επανάστασης.

Ο ρόλος της CNT

Η κοινωνική επανάσταση μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή στο πλαίσιο της σχετικά μεγάλης ιστορίας της οργάνωσης και της κοινωνικής πάλης των εργατών στην Ισπανία. Η CNT που ήταν η κύρια δύναμη των κολλεκτιβοποιήσεων, υπήρχε από το 1910 και το 1936 μετρούσε 1.5 εκατομμύρια μέλη. Το αναρχικο-συνδικαλιστικό κίνημα υπήρχε στην Ισπανία από το 1870, και από τη γέννηση του ως τη (μερική) πραγματοποίηση του τελικού ιδανικού του κατά τη διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης, είχε μία ιστορία αδιάκοπης συμμετοχής στην έντονη κοινωνική πάλη – “μερικές και γενικές απεργίες, σαμποτάζ, δημόσιες διαμαρτυρίες, συσκέψεις, πάλη ενάντια στους απεργοσπάστες…, φυλακίσεις, μετατοπίσεις, δίκες, εξεγέρσεις, λοκ αουτς, μερικές ένοπλες ενέργειες (attentat)” [2].

Το 1936 οι αναρχικές ιδέες ήταν διάχυτες. Η κυκλοφορία αναρχικών εκδόσεων σε αυτή την εποχή δίνει μία ιδέα: υπήρχαν δύο αναρχικές καθημερινές εφημερίδες, μία στη Βαρκελώνη και μία στη Μαδρίτη, και οι δύο όργανα της CNT με κυκλοφορία μεταξύ 30 έως και 50 χιλιάδες φύλλα. Υπήρχαν περίπου 10 περιοδικά, πρόσθετα στις διάφορες αναρχικές επιθεωρήσεις με κυκλοφορίες πάνω από 70.000 κομμάτια. Σε όλα τα αναρχικά κείμενα, μπροσούρες και βιβλία, καθώς και σε κάθε σύσκεψη σωματείου ή ομάδας, συζητιόταν διαρκώς και συστηματικά το πρόβλημα της κοινωνικής επανάστασης. Επομένως η ριζοσπαστική φύση της ισπανικής εργατικής τάξης, πολιτικοποιημένης μέσω της πάλης και της αναμέτρησης, καθώς και η επιρροή των αναρχικών ιδεών σήμαινε ότι σε μία επαναστατική κατάσταση οι αναρχικοί μπορούσαν να έχουν μαζική λαϊκή υποστήριξη.

Στον πυρήνα της CNT υπήρχε μία μεγάλη δημοκρατική παράδοση. Οι αποφάσεις σε όλα τα τοπικά και άμεσα θέματα όπως οι μισθοί και οι συνθήκες ήταν στα χέρια των τοπικών μελών που συναντιόταν τακτικά στη γενική συνέλευση. Η αμοιβαία βοήθεια και η αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες ενθαρρυνόταν και τοποθετούνταν ως ο κύριος δρόμος για νικηφόρες απεργίες. Η CNT οργάνωνε όλους τους εργαζόμενους άσχετα με την ειδικότητα. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι ενθαρρυνόταν να διαμορφώσουν ένα γενικό σωματείο από τους τομείς σε κάθε συγκεκριμένη βιομηχανία, παρά χωριστά σωματεία για κάθε διαφορετική δουλειά. Τόσο η δημοκρατική παράδοση όσο και η βιομηχανική φύση της οργάνωσης των σωματείων επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις επαναστατικές κολλεκτίβες, που γενικά βγήκαν μέσα και σχηματίστηκαν από τα βιομηχανικά σωματεία που ήδη υπήρχαν.

Μία επίσης σημαντική πλευρά της CNT που μετρούσε στη δύναμη της επανάστασης ήταν η χρήση της άμεσης δράσης. “Η CNT πάντα υπερασπιζόταν “την άμεση δράση των εργαζόμενων” ως μέσο επίλυσης των διαφορών. Η πολιτική αυτή ενθάρρυνε την αυτο-εκτίμηση και την αυτοπεποίθηση στα σωματεία και τα μέλη τους – υπήρχε μία επικρατούσα κουλτούρα του “εάν θέλουμε κάτι να επιλυθεί πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας” [3] Τελικά η ομοσπονδιακή δομή της CNT που βασίστηκε στην τοπική αυτονομία και που δημιούργησε μία σταθερή αλλά επίσης υψηλά αποκεντρωτική μορφή, ενθάρρυνε την αυτοεκτίμηση και την πρωτοβουλία, απαραίτητες ιδιότητες που συνεισέφεραν τα μέγιστα στην επιτυχία της επανάστασης.

Ο Gaston Leval φωτίζει τη σημασία που είχε η κουλτούρας της άμεσης δημοκρατίας και η αυτοεκτίμηση μέσα στην επαναστατική κατάσταση, όταν συγκρίνει το ρόλο της CNT και αυτό της UGT στην κοινωνικοποίηση των σιδηρόδρομων. Περιγράφοντας τον υψηλά οργανωμένο, αποδοτικό και υπεύθυνο τρόπο με τον οποίο η βιομηχανία των σιδηροδρόμων μπήκε μέσα σε λίγες μέρες ξανά σε τροχιά κάτω από τον επαναστατικό έλεγχο γράφει: “Όλα αυτά επιτεύχθηκαν με τη μοναδική πρωτοβουλία του Συνδικάτου και των αγωνιστών της CNT. Οι άλλοι της UGT στους οποίους κυριαρχούσε ως στοιχείο το προσωπικό των διευθύνσεων είχαν παραμείνει παθητικοί, συνήθως μεταφέραν εντολές από πάνω, και περίμεναν. Όταν δεν ερχόταν ούτε εντολές ούτε αντιεντολές, και οι σύντροφοι μας προηγούνταν, αυτοί απλά ακολουθούσαν το ισχυρό ρεύμα που μετέφεραν μαζί τους.” [4]

Η ιστορία της πάλης και της οργάνωσης και η αναρχοσυνδικαλιστική φύση των σωματείων έδωσε στους αγωνιστές της CNT την αναγκαία εμπειρία της αυτοοργάνωσης και της πρωτοβουλίας, που όταν έφτασε ο καιρός μπορούσε να χρησιμοποιηθεί φυσικά και αποτελεσματικά στην αναδιοργάνωση της κοινωνίας με βάση τις αναρχικές γραμμές. “Είναι ξεκάθαρο, η κοινωνική επανάσταση που έλαβε χώρα τότε, δεν προήλθε από την απόφαση των ηγετικών οργανισμών της CNT… ξέσπασε αυθόρμητα, φυσικά, όχι… γιατί “ο λαός” γενικά έγινε ξαφνικά ικανός να κάνει θαύματα, χάρη στην επαναστατική θεώρηση που ξαφνικά τον ενέπνευσε, αλλά γιατί, και αξίζει να το επαναλαμβάνουμε, ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους υπήρχε μία μεγάλη μειονότητα, που ήταν δραστήρια, δυνατή, οδηγούμενη από το ιδανικό που συνέχιζε μέσα από την πάλη που ξεκίνησε από την εποχή του Μπακούνιν και της Πρώτης Διεθνούς” [5]

Η αναρχική δημοκρατία σε δράση μέσα στις κολλεκτίβες.

Οι κολλεκτίβες βασιζόταν στη εργατική αυτοδιαχείριση των εργασιακών χώρων. Ο Augustin Souchy γράφει: “Οι κολλεκτίβες που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιο ήταν οικονομικές ενώσεις των εργατών χωρίς ατομική ιδιοκτησία. Το γεγονός ότι τα κολλεκτιβίστικα εργοστάσια διαχειρίζονταν από αυτούς που τα δούλευαν δεν σήμαινε ότι αυτές οι εγκαταστάσεις έγιναν ατομική τους ιδιοκτησία. Η κολλεκτίβα δεν είχε κανένα δικαίωμα να πουλήσει ή να νοικιάσει οποιοδήποτε μέρος του κολλεκτιβοποιημένου εργοστασίου ή εργαστηρίου. Ο νόμιμος φύλακας ήταν η CNT η Εθνική Συνομοσπονδία των Εργατικών Ενώσεων. Αλλά ούτε η CNT είχε το δικαίωμα να κάνει ό,τι την ευχαριστούσε. Κάθε τι έπρεπε να αποφασίζεται και να επικυρώνεται από τους εργαζόμενους μέσω συνεδρίων και συσκέψεων.” [6]

Ακολουθώντας τη δημοκρατική παράδοση της CNT οι βιομηχανικές κολλεκτίβες είχαν μία από τα κάτω προς τα πάνω οργανωτική δομή εκπροσώπησης. Η βασική μονάδα λήψης αποφάσεων ήταν η συνέλευση των εργατών, που με τη σειρά της εξέλεγε τους εκπροσώπους για τη διαχείριση των επιτροπών που θα επιτηρούσαν την καθημερινή δραστηριότητα του εργοστασίου. Αυτές οι εκλεγμένες επιτροπές διαχείρισης εξουσιοδοτούνταν με το να φέρουν σε πέρας τις εντολές που αποφασιζόταν από τις συνελεύσεις και όφειλε να αναφέρεται πίσω και να λογοδοτεί στη συνέλευση των εργαζόμενων. Οι επιτροπές διαχείρισης επίσης επικοινωνούσαν τις παρατηρήσεις τους στην κεντρική επιτροπή διαχείρισης.

Γενικά, κάθε βιομηχανία είχε μία κεντρική επιτροπή διαχείρισης που απαρτιζόταν από εκπροσώπους από κάθε κλάδο εργασίας και εργαζόμενους αυτής της βιομηχανίας. Για παράδειγμα, στην κλωστοϋφαντουργία στην Alcoy υπήρχαν 5 γενικοί κλάδοι εργασίας: ύφανση, παραγωγή νήματος, πλέξιμο, εμπορία πλεκτών και λανάρισμα. Οι εργαζόμενοι σε κάθε μία από αυτές τις ειδικευμένες περιοχές εξέλεγαν έναν εκπρόσωπο να τους εκπροσωπεί στην ευρύτερη βιομηχανική επιτροπή διαχείρισης. Ο ρόλος αυτής της επιτροπής, που είχε επίσης και μερικούς ειδικούς- τεχνικούς, συμπεριλάμβανε την καθοδήγηση της παραγωγής σύμφωνα με τις οδηγίες που παίρναν από τις γενικές συνελεύσεις των εργατών, να συντάσσουν αναφορές και στατιστικές για την πρόοδο της εργασίας και να ασχολούνται με θέματα που αφορούν τα οικονομικά και τον συντονισμό. Με τα λόγια του Gustav Leval “Η γενική οργάνωση βρισκόταν για αυτό από τη μία πλευρά στην εργασία και από την άλλη στη συνθετική βιομηχανική δομή” [7]

Σε όλα τα στάδια, η γενική συνέλευση των εργαζόμενων του Συνδικάτου ήταν το τελικό σώμα λήψης των αποφάσεων. “όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τις γενικές συνελεύσεις των εργατών,…[που] τις παρακολουθούσαν ευρύτερα και γινόταν τακτικά.. εάν ένας διαχειριστής έκανε κάτι που η γενική συνέλευση δεν τον εξουσιοδότησε, εκθρονιζόταν στην επόμενη συνάντηση” [8] Οι αναφορές από τις διάφορες επιτροπές εξεταζόταν και συζητιόταν στις γενικές συνελεύσεις και τελικά εισαγόταν εάν η πλειοψηφία τις ενέκρινε για χρήση. “Δεν αντιμετωπίζαμε έτσι μία διευθυντική δικτατορία, αλλά μάλλον μία λειτουργική δημοκρατία, στην οποία οι ειδικευμένες εργασίες έπαιζαν το ρόλο τους, τον οποίο ρυθμίζαμε μετά από γενική εξέταση στη συνέλευση” [9]

Προχωρώντας για την Επανάσταση

Το στάδιο της ευρύτερης κοινωνικοποίησης της βιομηχανίας δεν έγινε μέσα σε μία νύχτα αλλά ήταν μία βαθμιαία και εξελικτική διαδικασία. Ούτε όλες οι βιομηχανικές κολλεκτίβες προχώρησαν με τον ίδιο τρόπο παντού, ο βαθμός κοινωνικοποίησης και η ακριβής μέθοδος ποίκιλλε από χώρο σε χώρο. Όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή, ενώ κάποιοι εργασιακοί χώροι καταλήφθηκαν άμεσα από τους εργαζόμενους, σε άλλους πήραν τον έλεγχο φτιάχνοντας πρώτα μία επιτροπή ελέγχου, που στόχευε στο να εξασφαλίσει τη συνέχιση της παραγωγής. Από αυτό το επόμενο φυσικό βήμα ήταν να καταληφθεί ο χώρος ολοκληρωτικά από τους εργαζόμενους.

Αρχικά, όταν η συνέχιση της παραγωγής ήταν το πιο πιεστικό καθήκον, υπήρχε μικρός τυπικός συντονισμός ανάμεσα στα διαφορετικά εργαστήρια και τις βιομηχανίες. Η έλλειψη συντονισμού δημιούργησε πολλά προβλήματα όπως σημειώνει ο Leval: “Οι τοπικές βιομηχανίες πήγαν μέσω βημάτων που υϊοθετήθηκαν σχεδόν καθολικά από την επανάσταση… Στην πρώτη φάση, οι επιτροπές προτείνονταν από τους εργαζόμενους που απασχολούνταν σε αυτές [στις οποίες ήταν οργανωμένες] Η παραγωγή και οι πωλήσεις συνέχιζαν σε κάθε μία. Αλλά σύντομα ήταν καθαρό ότι η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα εργοστάσια… δημιουργώντας αντιζηλίες που ήταν ασυμβίβαστες με την σοσιαλιστική και ελευθεριακή προοπτική. Έτσι η CNT λάνσαρε το σύνθημα: “όλες οι βιομηχανίες πρέπει να διακλαδίζονται με τα Συνδικάτα, απόλυτα κοινωνικοποιημένες, και το καθεστώς της αλληλεγγύης που έχουμε υπερασπίσει πρέπει να θεμελιωθεί μία και για πάντα.” [10]

Η ανάγκη να διορθωθεί αυτή η κατάσταση – που ενώ οι εργαζόμενοι είχαν πάρει τον έλεγχο των εργασιακών χώρων συχνά λειτουργούσαν ανεξάρτητα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους – και η ολοκλήρωση της διαδικασίας κοινωνικοποίησης για να αποφύγουμε τους κινδύνους των μερικά μόνο κολλεκτιβοποιήσεων ήταν ένα καθήκον που πολλοί εργάτες έντονα συνειδητοποιούσαν. Ένα μανιφέστο του Συνδικάτου της βιομηχανίας ξύλου που τυπώθηκε το Δεκέμβρη του 36 τονίζει την απουσία συντονισμού και αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργάτες των διαφορετικών βιομηχανιών και εργοστασίων θα οδηγούσε σε μία κατάσταση όπου οι εργάτες στις πιο ευνοημένες και επιτυχημένες βιομηχανίες θα γινόταν οι νέοι προνομιούχοι, αφήνοντας πίσω εκείνους χωρίς πρώτες ύλες στις δυσκολίες τους, και αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε στη δημιουργία δύο τάξεων: “των νέων πλούσιων και των πάντα φτωχών-φτωχών” [11]

Μπροστά σε αυτή την επίδραση έγιναν μεγάλες προσπάθειες από τις κολλεκτίβες να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα κέρδη αλλά και να μοιράζονται τις υπεραξίες κατά μήκος όλων των βιομηχανιών. Έτσι το παράδειγμα των τραμ της Βαρκελώνης, που ήταν ιδιαίτερα επιτυχές, συνεισέφερε οικονομικά στην ανάπτυξη των άλλων συστημάτων μεταφοράς στη Βαρκελώνη και τις βοήθησε με τις προσωρινές τους δυσκολίες. Υπήρχαν επίσης πολλές περιπτώσεις αλληλεγγύης κατά μήκος όλων των βιομηχανιών. Στην Alcoy, για παράδειγμα, όταν το Συνδικάτο τυπογραφίας, χάρτου και χαρτονιού είχε δυσκολίες τα υπόλοιπα 16 συνδικάτα που σχημάτιζαν την τοπική ομοσπονδία της Alcoy έδωσαν οικονομική βοήθεια, που κατέστησε ικανό το Συνδικάτο τυπογραφίας να επιβιώσει.

Ωστόσο το να φέρουν την αναρχική κοινωνία ένα βήμα κοντύτερα ήταν επίσης θέμα αποδοτικής βιομηχανικής οργάνωσης. Στο μανιφέστο που τυπώθηκε από το Συνδικάτο της βιομηχανίας ξύλου δηλωνόταν: “Το συνδικάτο ξύλου έχει θελήσει να προηγηθεί όχι μόνο κατά το δρόμο της επανάστασης, αλλά επίσης να προσανατολίσει την επανάσταση στα συμφέροντα της οικονομίας μας, της λαϊκής οικονομίας” [12] Τον Δεκέμβρη του 36 έγινε μία γενική συνέλευση των συνδικάτων, όπου αναλύθηκε η ανάγκη να αναδιοργανωθεί ολοκληρωτικά το μη αποδοτικό καπιταλιστικό βιομηχανικό σύστημα και να πιεστεί προς την ολική κοινωνικοποίηση. Η αναφορά της συνέλευσης δήλωνε:
«το βασικό ελάττωμα των μικρών βιοτεχνικών καταστημάτων είναι η τμηματοποίηση και η απουσία τεχνικής και εμπορικής προετοιμασίας. Αυτό αποτρέπει τον εκσυγχρονισμό και την σταθεροποίηση σε καλύτερες και αποδοτικότερες μονάδες παραγωγής, με καλύτερες λειτουργίες και συντονισμό… Για εμάς, η κοινωνικοποίηση πρέπει να διορθώσει αυτά τα ελαττώματα και τα συστήματα οργάνωσης σε κάθε βιομηχανία… Για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, πρέπει να σταθεροποιήσουμε τις διαφορετικές μονάδες κάθε κλάδου της βιομηχανίας σύμφωνα με το γενικό και οργανικό πλάνο που θα αποφύγει τον ανταγωνισμό και άλλες δυσκολίες που παρακωλύουν την καλή και αποδοτική οργάνωση της παραγωγής και της κατανομής…»[13]

Η προσπάθεια που έγινε για να τελειώσουν με τα μικρά, ανθυγιεινά και ακριβά εργαστήρια και εργοστάσια ήταν σημαντικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της βιομηχανικής κολλεκτιβοποίησης. Όπως και με την περίπτωση της καλλιέργειας της γης, ήταν αισθητό ότι με τη λειτουργία των εργαστηρίων και των εργοστασίων “η διάχυση των δυνάμεων αντιπροσώπευε μία τεράστια απώλεια ενέργειας, μία ανορθολογική χρήση ανθρώπινης εργασίας, μηχανών και πρώτων υλών, έναν άχρηστο διπλασιασμό των προσπαθειών” [14] Για παράδειγμα, στην πόλη του Granollers “Όλα τα είδη των πρωτοβουλιών που έτειναν να βελτιώσουν τη λειτουργία και τη δομή της τοπικής οικονομίας θα μπορούσαν να αποδοθούν στο …[συνδικάτο]. Επομένως σε ένα σύντομο διάστημα, εφτά κολλεκτιβοποιημένα κομμωτήρια στήθηκαν μέσω των προσπαθειών τους, αντικαθιστώντας έναν άγνωστο αριθμό παλιών εγκαταστάσεων. Όλα τα εργαστήρια και τα μικρά εργοστάσια στην παραγωγή παπουτσιών αντικαταστάθηκαν από μία μεγάλη βιομηχανία στην οποία χρησιμοποιούνταν μόνο οι καλύτερες μηχανές, και όπου έγιναν οι αναγκαίες υγειονομικές προβλέψεις για τους εργάτες. Παρόμοιες βελτιώσεις έγιναν στη μηχανική βιομηχανία όπου ένας μεγάλος αριθμός μικρών, σκοτεινών και πνιγερών χυτηρίων αντικαταστάθηκαν από μερικές μεγάλες μονάδες εργασίας στις οποίες ο αέρας και ο ήλιος περνούσαν ελεύθερα… η κοινωνικοποίηση πήγαινε χέρι-χέρι με τον εξορθολογισμό” [15]

barcelonapublictransitposterΗ δημιουργική οδήγηση απελευθερώνεται

Τα τραμ της Βαρκελώνης

Όπως και στην περίπτωση με τις κολλεκτίβες της υπαίθρου, η αυτοδιαχείριση των εργαζόμενων στις πόλεις συνοδεύτηκε με αξιοσημείωτες βελτιώσεις στις εργασιακές συνθήκες, στην παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα επιτεύγματα των τραμ της Βαρκελώνης. Μόλις πέντε μέρες μετά τη λήξη των συγκρούσεων, οι γραμμές των τραμ είχαν καθαριστεί και επιδιορθωθεί και εφτακόσια τραμ, δηλαδή εκατό παραπάνω από τα συνήθη εξακόσια, εμφανίστηκαν στο δρόμο, όλα βαμμένα διαγώνια με τα κοκκινόμαυρα χρώματα των CNT-FAI. Η τεχνική οργάνωση των τραμ και η κυκλοφοριακή λειτουργία βελτιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό, νέα συστήματα ασφάλειας και σηματοδότησης εισήχθησαν και οι γραμμές του τραμ ενισχύθηκαν. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κολλεκτιβοποίησης των τραμ ήταν η απόλυση των υψηλόμισθων στελεχών της εταιρείας, γεγονός που επέτρεψε στην κολλεκτίβα να μειώσει τα εισιτήρια των επιβατών. Οι μισθοί πλησίασαν τη βασική ισοτιμία με τους ειδικευμένους εργαζόμενους, που κέρδιζαν μία πεσέτα επιπλέον από τους ανειδίκευτους. Οι εργασιακές συνθήκες βελτιώθηκαν πάρα πολύ, με τους εργαζόμενους να εφοδιάζονται με καλύτερες ανέσεις, και μερικές νέες δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες οργανώθηκαν που δεν εξυπηρετούσαν μόνο τους εργαζόμενους των τραμ αλλά και τις οικογένειες τους.

Η κοινωνικοποίηση της Ιατρικής

Η κοινωνικοποίηση της ιατρικής ήταν ένα ακόμα διακεκριμένο επίτευγμα της επανάστασης. Μετά τη 19η Ιουλίου το θρησκευόμενο προσωπικό που είχε διευθύνει τις υπηρεσίες υγιεινής εξαφανίστηκε μέσα σε μία νύχτα από τα νοσοκομεία, τα φαρμακεία και άλλους φιλανθρωπικούς θεσμούς, κάνοντας αναγκαία την άμεση βελτίωση νέων μεθόδων οργάνωσης. Μπροστά σε αυτή την επίδραση δημιουργήθηκε το Συνδικάτο των Υγειονομικών Υπηρεσιών στη Βαρκελώνη το Σεπτέμβριο του 1936. Μέσα σε μερικούς μήνες είχε 7000 ειδικευμένα ιατρικά επαγγελματικά μέλη, πάνω από 1000 ήταν γιατροί διαφορετικών ειδικοτήτων. Εμπνευσμένο από το μεγάλο κοινωνικό ιδανικό ο σκοπός του Συνδικάτου ήταν να αναδιοργανώσει ουσιαστικά ολόκληρη την πρακτική της ιατρικής και των υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Το Συνδικάτο ήταν μέρος της Εθνικής Ομοσπονδίας για τη Δημόσια Υγεία, ένα τμήμα της CNT που το 1937 είχε 40.000 μέλη.

Η περιοχή της Καταλωνίας χωρίστηκε σε 35 κέντρα μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας, εξαρτώμενων από την πυκνότητα του πληθυσμού, με ένα τέτοιο τρόπο που κανένα χωριό ή χωριουδάκι να μην είναι χωρίς υγειονομική προστασία ή ιατρική φροντίδα. Σε ένα χρόνο, στη Βαρκελώνη μόνο, έξι νέα νοσοκομεία δημιουργήθηκαν, συμπεριλαμβάνοντας δύο στρατιωτικά για τις πολεμικές απώλειες. Εννέα νέα σανατόρια εγκαταστάθηκαν σε απαλλοτριωμένες ιδιοκτησίες σε διαφορετικά μέρη της Καταλωνίας. Ενώ πριν την επανάσταση οι γιατροί συγκεντρωνόταν σε πλούσιες περιοχές, τώρα στέλνονταν όπου ήταν περισσότερο απαραίτητοι.

Εργοστάσια και εργαστήρια

Στα εργοστάσια επίσης έγιναν μεγάλες καινοτομίες. Πολλοί εργασιακοί χώροι, με τον έλεγχο των εργαζόμενων, μετατράπηκαν σε παραγωγή πολεμικού υλικού για τα αντιφασιστικά στρατεύματα. Αυτή ήταν η περίπτωση της μεταλλοβιομηχανίας στην Καταλωνία που ανοικοδομήθηκε ολοκληρωτικά. Μόνο μερικές μέρες μετά τη 19η Ιουλίου, για παράδειγμα, η αυτοκινοτοβιομηχανία Hispano-Suiza μετατράπηκε σε εργοστάσιο για θωρακισμένα αυτοκίνητα, ασθενοφόρα, όπλα, και πυρομαχικά για το πολεμικό μέτωπο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η οπτική βιομηχανία η οποία δεν υπήρχε πριν τη βιομηχανία. Τα μικρά διασκορπισμένα εργαστήρια που υπήρχαν πριν μετατράπηκαν εθελοντικά σε μία κολλεκτίβα που κατασκεύασε ένα νέο εργοστάσιο. “Σε μικρό χρόνο το εργοστάσιο παρήγαγε γυαλιά για την όπερα, κυάλια, τηλέμετρα, όργανα έρευνας, βιομηχανικό γυαλί σε διαφορετικά χρώματα, και ειδικά επιστημονικά όργανα. Επίσης κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε οπτικό εξοπλισμό για το μέτωπο… ότι είχαν αποτύχει οι καπιταλιστές να κάνουν, κατορθώθηκε από τη δημιουργική ικανότητα των μελών του Σωματείου των Οπτικών εργαζόμενων της CNT” [16]

Ένα καλό παράδειγμα του επιπέδου μερικών βιομηχανικών κολλεκτίβων είναι η κλωστοϋφαντουργία, που λειτουργούσε αποδοτικά και απασχολούσε “σχεδόν το ένα τέταρτο ενός εκατομμυρίου κλωστοϋφαντουργών σε εργοστάσια διασκορπισμένα σε έναν αριθμό πόλεων… Η κολλεκτιβοποίηση της κλωστοϋφαντουργίας θρυμμάτισε μια και για πάντα το μύθο ότι οι εργάτες ήταν ανίκανοι να διαχειριστούν μία μεγάλη και πολύπλοκη εταιρεία.” [17]

Ένα από τα πρώτα βήματα προς την οικοδόμηση μίας αναρχικής κοινωνίας είναι η ισοστάθμιση των μισθών. Αυτό είναι αναγκαίο για να μπει ένα τέλος με τις διαιρέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη, διαιρέσεις που υπηρετούν μόνο στην αποδυνάμωση της τάξης ως σύνολο. Στις βιομηχανικές κολλεκτίβες αυτό δεν συνέβαινε αμέσως και υπήρχαν αρκετές φορές σχετικά μικρές διαφορές στους μισθούς ανάμεσα στους τεχνικούς και τους ειδικευμένους εργάτες. Οι μισθοί αποφασίζονταν από τους ίδιους τους εργάτες στις γενικές συνελεύσεις των Συνδικάτων. Συχνά οι διαφορές στους μισθούς ανάμεσα στους εργάτες με τεχνική ευθύνη και αυτούς χωρίς, αποφασιζόταν από την πλειοψηφία των εργατών ως ένα προσωρινό μέτρο για να αποφύγουν σε αυτό το στάδιο της επανάστασης τις προκλητικές διαμάχες, και να εξασφαλίσουν με κάθε κόστος την ομαλή λειτουργία της παραγωγής. Οι υψηλόμισθοι διευθυντές ωστόσο απολύθηκαν, και στα πρώην αφεντικά δόθηκε η επιλογή ή να φύγουν ή να δουλέψουν ως κανονικοί εργάτες, το οποίο συχνά αποδεχόταν.

Οι βιομηχανίες, με το ατομικό κέρδος ως παράγοντα υποκίνησης στην οργάνωση της βιομηχανίας να έχει χαθεί, μπορούσαν να αναδιοργανωθούν με πιο αποδοτικό και ορθολογικό τρόπο. Για παράδειγμα υπήρχαν πολλοί σταθμοί ηλεκτρικών γεννητριών διασκορπισμένων σε ολόκληρη την Καταλωνία που παρήγαγαν μικρά και ασήμαντα αποτελέσματα και οι οποίοι, αν και προσαρμοζόταν στα ιδιωτικά συμφέροντα, δεν ήταν στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος. Το σύστημα ηλεκτροδότησης αναδιοργανώθηκε πλήρως με μερικούς από τους μη αποδοτικούς σταθμούς να κλείνουν. Αυτό σήμαινε τελικά ότι η εξοικονόμηση εργασίας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για βελτιώσεις όπως η κατασκευή ενός φράγματος κοντά στο Flix από 700 εργάτες, που προέκυψαν από την αξιοσημείωτη αύξηση της προσφερόμενης ενέργειας.

Συμμετοχή των γυναικών στις κολλεκτίβεςMujeres-Libres-CNT-Mujeres-Vuestra-familia-la-constituyer-todos-los-luchadores-de-la-Libertad

Μία από τις κύριες αλλαγές κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν η μεγάλη εισαγωγή γυναικών στην εργασία. Η CNT άρχισε να ωθεί σοβαρά τη συνδικαλιστικοποίηση των γυναικών εργατριών. Στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία, καταργήθηκε η δουλειά με το κομμάτι για τις γυναίκες και η εργασία στο σπίτι ενσωματώθηκε στα εργοστάσια, κάτι που γενικά σήμαινε βελτίωση των μισθών και των ωρών εργασίας. Ωστόσο η ευθύνη της φροντίδας των παιδιών και του σπιτιού είχε μείνει ακόμα στις γυναίκες και πολλές έβρισκαν δύσκολο να εξισορροπήσουν τους πολλαπλούς τους ρόλους. Μερικές φορές η φροντίδα των παιδιών παρεχόταν από τις κολλεκτίβες. Για παράδειγμα, τα σωματεία ξύλου και οικοδομής στη Βαρκελώνη κατασκεύασαν μία περιοχή ψυχαγωγίας με πισίνα, και μετέτρεψαν επίσης μία εκκλησία σε κέντρο καθημερινής φροντίδας και σχολείο για τα παιδιά των εργατών.

Οι Mujeres Libres, η αναρχική οργάνωση των γυναικών, οργανώθηκε σε secciones de trabajo (τομείς εργασίας ) με ευθύνες για συγκεκριμένα σωματεία και βιομηχανίες που συνεργαζόταν με σχετικά συνδικάτα της CNT. Αυτοί οι τομείς εργασίας βοήθησαν να φτιαχτούν κέντρα παιδικής φροντίδας σε εργοστάσια και εργαστήρια καθώς και να λειτουργήσουν σχολεία και προγράμματα εκπαίδευσης (μαθητείας) για να προετοιμάσουν τις γυναίκες για εργασία σε βιομηχανίες. Τα προγράμματα μαθητείας βοήθησαν στην πρόσβαση στην εργασία των γυναικών που είχαν πριν περιοριστεί από τους άντρες τους. Για παράδειγμα, μία από τις πρώτες γυναίκες που οδήγησαν τραμ στη Βαρκελώνη περιγράφει την εργασία της: “έπαιρναν τους ανθρώπους ως μαθητευόμενους, μηχανικούς και οδηγούς, και μας μάθαιναν τι να κάνουμε. Εάν έβλεπες μόνο τα πρόσωπα των επιβατών [όταν έβλεπαν γυναίκες οδηγούς], σκεφτόμουν τους συντρόφους στη μεταφορά, που ήταν τόσο ευγενικοί και συνεργάσιμοι μαζί μας, κυριολεκτικά τους κλωτσούσαν έξω.” [18]

Ωστόσο δεν είναι αλήθεια να πούμε ότι οι γυναίκες στις βιομηχανικές κολλεκτίβες πέτυχαν ισότητα με τους άνδρες. Οι διαφορές στους μισθούς ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες συνέχισαν να υπάρχουν. Επίσης εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνταν στις εργοστασιακές επιτροπές και σε άλλες εκλέξιμες θέσεις μέσα στις κολλεκτίβες. Η συνέχιση των παραδοσιακών οικιακών ρόλων των γυναικών ήταν χωρία αμφιβολία ένας από τους παράγοντες, που συνεισέφεραν στην αποτροπή της ενεργότερης συμμετοχής των γυναικών στις κολλεκτίβες και εκείνα τα θέματα, καθώς και άλλα που επιδρούσαν στις γυναίκες πιο συγκεκριμένα (όπως η άδεια μητρότητας) δεν είχαν προτεραιότητα. Αν και μεγάλοι αριθμοί γυναικών εισήχθησαν στην εργατική δύναμη κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ισότιμη συμμετοχή στην πληρωμένη εργατική δύναμη δεν επιτεύχθηκε γιατί επίσης η αναρχοσυνδικαλιστική οπτική της κοινωνικής οργάνωσης βασιζόταν στην εργατική δύναμη, και οι άνθρωποι έξω από τις βιομηχανικές κολλεκτίβες αποκλείστηκαν αποτελεσματικά από τις κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες λήψεις των αποφάσεων.

Δυσκολίες και Αδυναμίες

Περιορισμοί

Η επανάσταση στην ύπαιθρο ήταν πιο προχωρημένη από τις κολλεκτιβοποιήσεις που έλαβαν χώρα στις βιομηχανικές περιοχές. Πολλές από τις αγροτικές κολλεκτίβες πέτυχαν να φτάσουν το στάδιο του ελευθεριακού κομμουνισμού, λειτουργώντας με την αρχή “από τον καθένα ανάλογα με την ικανότητα του στον καθένα σύμφωνα με την ανάγκη του” Τόσο η κατανάλωση όσο και η παραγωγή κοινωνικοποιήθηκαν. “Σε αυτές δε συναντούσες διαφορετικά υλικά στάνταρντ της ζωής ή ανταμοιβές, ούτε συγκρουόμενα συμφέροντα περισσότερο ή λιγότερο χωρισμένων ομάδων” [19] Αυτό δε συνέβαινε με την περίπτωση της κολλεκτιβοποίησης στους χώρους εργασίας μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, στους εργάτες που λειτουργούσαν εργοστάσια, και πωλούσαν αγαθά και μοιραζόταν τα κέρδη. Αυτό οδήγησε τον Gastov Leval να περιγράψει τις βιομηχανικές κολλεκτίβες ως ένα είδος “εργαζόμενων νεο-καπιταλιστών, μία αυτοδιαχείριση που πατούσε στις δύο βάρκες καπιταλισμού και σοσιαλισμού, που υποστηρίζουμε ότι δεν θα είχε συμβεί εάν η επανάσταση δεν ήταν ικανή να επεκταθεί εξ ολοκλήρου κάτω από την καθοδήγηση των Συνδικάτων” [20]

Τι έγινε…?

Η επανάσταση ωστόσο, ήταν ανίκανη να επεκταθεί λόγω του γεγονότος ότι ενώ η βάση είχε τον έλεγχο των εργοστασίων και επεδίωκε την εργασία της κοινωνικοποίησης, υπήρχε η αποτυχία να σταθεροποιήσει εκείνα τα οφέλη πολιτικά. Αντί την κατάργηση του κράτους στο ξέσπασμα της επανάστασης, όταν χάθηκε η αξιοπιστία του και υπήρχε μόνο στο όνομα, του επιτρέψαν να συνεχίσει να υπάρχει, με την ταξική συνεργασία της ηγεσίας της CNT (στο όνομα της αντιφασιστικής ενότητας) δανείζοντας του νομιμοποίηση. Επομένως υπήρχε μία περίοδο δυαδικής εξουσίας, όπου οι εργαζόμενοι είχαν το μεγάλο στοιχείο ελέγχου στις βιομηχανίες και τους δρόμους αλλά όπου το κράτος ήταν αργά ικανό να ανοικοδομήσει την βάση της εξουσίας μέχρι να μπορέσει να κινηθεί ενάντια στην επανάσταση και να πάρει την εξουσία πίσω. Τα οικονομικά ελαττώματα της επανάστασης: το γεγονός ότι το οικονομικό σύστημα δεν είχε κοινωνικοποιηθεί, ότι η κολλεκτιβοποίηση δεν είχε ενοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο, ότι οι βιομηχανικές κολλεκτίβες δεν προχώρησαν παραπέρα, στην καλύτερη, ο συντονισμός στο επίπεδο της βιομηχανίας, συνδεόταν ανεξήγητα με αυτό το κύριο πολιτικό λάθος και την προδοσία των αναρχικών αρχών.

Προκειμένου να επιτευχθεί ο ελευθεριακός κομμουνισμός με την παραγωγή να βασίζεται στην ανάγκη και την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής καθώς και αυτό που παράγεται ήταν αναγκαίο να αντικαταστήσει ολόκληρο το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα με μία εναλλακτική κοινωνικοποιημένη οικονομία βασισμένη στην ομοσπονδιακή ενότητα όλης της εργατικής δύναμης, όπως και ένας τρόπος να παίρνονται συλλογικές αποφάσεις για ολόκληρη την οικονομία. Αυτό απαιτούσε την εγκατάσταση εργατικών συνεδρίων και μία ομοσπονδιακή δομή συντονισμού που θα μπορούσε να ενοποιήσει τις κολλεκτίβες όλης της χώρας και θα επέτρεπε τον αποδοτικό συντονισμό και σχεδιασμό της οικονομίας ως όλου. Αυτό το νέο σύστημα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης πρέπει να αντικαταστήσει την κυβέρνηση και την καπιταλιστική οικονομίας της αγοράς. Όπως έλεγε ο Κροπότκιν “μία νέα μορφή οικονομικής οργάνωσης αναγκαστικά απαιτεί μία νέα μορφή πολιτικής δομής” [21] Ωστόσο, όσο η καπιταλιστική πολιτική δομή – η κρατική εξουσία – παρέμενε, η νέα οικονομική οργάνωση δεν μπορούσε να αναπτυχθεί και ο ολικός συντονισμός της οικονομίας παρέμεινε στάσιμος.

Η αντεπανάσταση

Οι βιομηχανικές κολλεκτίβες παρεμποδίστηκαν να προχωρήσουν με τον ίδιο τρόπο όπως οι αγροτικές κολλεκτίβες “ως συνέπεια των αντιφατικών παραγόντων και της αντίθεσης που δημιουργήθηκε από τη συνύπαρξη κοινωνικών ρευμάτων που προερχόταν από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.” [22] Στη βιομηχανική πόλη της Alcoy, για παράδειγμα, όπου τα Συνδικάτα είχαν κερδίσει άμεσα τον έλεγχο όλων των βιομηχανιών χωρίς εξαίρεση, η οργάνωση της παραγωγής ήταν ιδανική. Ωστόσο ο Leval σημειώνει: “το αδύνατο σημείο ήταν, όπως και σε άλλους τόπους, η οργάνωση της διανομής. Χωρίς την αντίθεση των εμπόρων και των πολιτικών κομμάτων, που όλοι τρόμαξαν από τον κίνδυνο της συνολικής κοινωνικοποίησης, που θα ανταγωνιζόταν αυτό “το επίσης επαναστατικό” πρόγραμμα, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι καλύτερο… Οι σοσιαλιστές, δημοκρατικοί και κομμουνιστές πολιτικοί έψαχναν ενεργά να βρουν τρόπο να αποτρέψουν την επιτυχία μας, αλλά και να αποκαταστήσουν την παλιά τάξη ή έστω να διατηρήσουν ό,τι είχε απομείνει από αυτή.” [23] Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις ήταν ικανές να ενώσουν την αντεπίθεση τους στις επαναστατικές αλλαγές που γινόταν στην Ισπανία χρησιμοποιώντας την εξουσία του κράτους για να επιτεθούν στις κολλεκτίβες. Από την αρχή το Κράτος παρέμεινε στον έλεγχο κάποιων πηγών, όπως τα αποθέματα χρυσού της χώρας. Μέσω του ελέγχου των αποθεμάτων χρυσού και τη μονοπώληση της πίστωσης από το Ρεπουμπλικανικό κράτος ήταν ικανό να παίρνει πλευρές της οικονομίας από τον έλεγχο της εργατικής τάξης και επομένως να υπονομεύει την εξέλιξη της επανάστασης.

Προκειμένου να κερδίσει τον έλεγχο πάνω στις κολλεκτίβες, να μειώσει το σκοπό τους και να αντιτεθεί στις κινήσεις της εργατικής τάξης στην κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης και της συνολικής ρύθμισης της από τα κάτω, το Καταλανικό κράτος θέσπισε το Διάταγμα Κολλεκτιβοποίησης του Οκτωβρίου του 1936. Το διάταγμα που “νομιμοποιούσε” τις κολλεκτίβες, τις απέτρεψε από το να αναπτυχθούν ελεύθερα προς τον ελευθεριακό κομμουνισμό μέσω της υποχρέωσης κάθε εργαστηρίου και κάθε εργοστασίου να πουλάει αυτό που παρήγαγε ανεξάρτητα. Το κράτος προσπάθησε να ελέγξει τις κολλεκτίβες μέσω του διατάγματος δημιουργώντας επιτροπές διαχείρισης που ήταν υπόλογες στο Υπουργείο Οικονομίας. Το διάταγμα επίσης επέτρεπε μόνο στα εργοστάσια πάνω των 100 εργαζόμενων να κολλεκτιβοποιηθούν.

Όπως ειπώθηκε νωρίτερα, οι αγωνιστές της CNT πάλεψαν ενάντια σε αυτό το σύστημα και για μεγαλύτερο συντονισμό ανάμεσα στους εργασιακούς χώρους. Στον τύπο και στις συναντήσεις τους στα σωματεία τους και τις κολλεκτίβες εργαζόταν να πείσουν τους συναδέλφους τους για τους κινδύνους της μερικής κολλεκτιβοποίησης, της αναγκαιότητας να κρατήσουν τον έλεγχο της παραγωγής συνολικά στα δικά τους χέρια και της εξάλειψης της εργατικής γραφειοκρατίας που το διάταγμα “κολλεκτιβοποίησης” προσπαθούσε να δημιουργήσει. Οι προσπάθειες τους ήταν μερικά επιτυχημένες, και η βιομηχανική κολλεκτίβα έτεινε προς μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση. Ωστόσο υπέφεραν τόσο από την αυξανόμενη δυσκολία να εξασφαλίσουν πρώτες ύλες όσο και από τις συνεχόμενες αντεπαναστατικές επιθέσεις. Έγιναν προσπάθειες να σαμποταριστεί η λειτουργία των κολλεκτίβων. Αυτό συμπεριλάμβανε εσκεμμένες διαλύσεις των ανταλλαγών μεταξύ πόλης και υπαίθρου και τη συστηματική άρνηση εργατικού κεφαλαίου και πρώτων υλών σε πολλές κολλεκτίβες, ακόμα και σε πολεμικές βιομηχανίες, μέχρι να συμφωνήσουν να μπουν κάτω από κρατικό έλεγχο.

Το Μάιο του 37, ξέσπασαν οδομαχίες όταν τα κυβερνητικά στρατεύματα κινήθηκαν ενάντια στις κολλεκτίβες των πόλεων, όπως αυτή της τηλεφωνίας που έλεγχε η CNT στη Βαρκελώνη. Τον Αύγουστο του 1938, όλες οι σχετικές με τον πόλεμο βιομηχανίες τέθηκαν κάτω από τον πλήρη κυβερνητικό έλεγχο.

“Σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι κολλεκτίβες υπονομεύθηκαν, υπήρχαν ουσιαστικές πτώσεις τόσο την παραγωγή όσο και στο ηθικό: ένας παράγοντας που σίγουρα συνεισέφερε στην τελική ήττα της Ισπανικής Δημοκρατίας από τις φρανκικές δυνάμεις το 1939” [24]

Συμπέρασμα

Παρά τους περιορισμούς της βιομηχανικής επανάστασης στην Ισπανία, φάνηκε καθαρά ότι η εργατική τάξη είναι ικανή να λειτουργήσει εργοστάσια, εργαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες χωρίς τα αφεντικά ή τους διευθυντές να τους καθοδηγούν. Αποδείχτηκε ότι οι αναρχικές μέθοδοι οργάνωσης, με αποφάσεις που παίρνονται από τα κάτω προς τα πάνω, μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία συμπεριλαμβανόμενου του συντονισμού χιλιάδων εργατών σε πολλές διαφορετικές μικρές και μεγάλες πόλεις. Η επανάσταση επίσης μας δίνει μια ματιά στη δημιουργική και κατασκευαστική δύναμη των απλών ανθρώπων όταν έχουν τον έλεγχο πάνω στις ζωές τους. Η Ισπανική εργατική τάξη όχι μόνο κράτησε την παραγωγή μέσα στον πόλεμο αλλά σε πολλές περιπτώσεις την αύξησε μέσα από τη διαχείριση της. Βελτίωσαν τις εργατικές συνθήκες και δημιούργησαν νέες τεχνικές και διαδικασίες στους εργασιακούς χώρους. Δημιούργησαν από το τίποτα, μία πολεμική βιομηχανία χωρίς την οποία ο πόλεμος ενάντια στον φασισμό δεν θα μπορούσε να γίνει. Η επανάσταση έδειξε επίσης ότι χωρίς τον ανταγωνισμό που θρέφεται από τον καπιταλισμό, η βιομηχανία μπορεί να τρέξει με πολύ πιο ορθολογικό τρόπο. Τελικά φανέρωσε πως η οργανωμένη εργατική τάξη εμπνευσμένη από ένα μεγάλο ιδανικό έχει τη δύναμη να μετασχηματίσει την κοινωνία.

Σημείωσεις – Αναφορές

(1) Gaston Leval, Collectives in Spain,
http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/leval/collectives.html επίσης μπορεί να ανακτηθεί και από το http://libcom.org/library/collectives-spanish-revolution-gaston-leval
(2) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ. 2, σελ 54.
(3) Kevin Doyle, The Revolution in Spain, http://www.struggle.ws/talks/spain_feb99.html
(4) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 12, σελ 254
(5) ο.π, κεφάλαιο 4,σελ 80.
(6) Flood et al, Augustin Souchy στο.. I.8.3,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci83

(7) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 11, σελ 234.
(8) Robert Alexander στο the Anarchist FAQ, I.8.3,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci83

(9) Gaston Leval, Collectives in Spain,

http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/leval/collectives.html

(10) Gaston Leval στο the anarchist FAQ, I.8.4
(11) From the Manifesto of the CNT Syndicate of the wood industry, απόσπασμα στο Collectives in
the Spanish Revolution, Gaston Leval, Freedom Press, 1975, κεφ 11, σελ 231.
(12) ο.π, κεφ 11, σελ 230.
(13) Παρατίθεται από Souchy, στο the Anarchist FAQ, section I.8.3,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci83

(14) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 12, σελ 259
(15) ο.π, κεφ 13, σελ 287.
(16) The Anarchist Collectives: Workers’ Self-management in the Spanish Revolution, 1936-
1939, επιμ. Sam Dolgoff, Free Life Editions, 1974, κεφ 7.

http://www.struggle.ws/spain/coll_innov.html

(17) Augustin Souchy, Collectivization in Catalonia, http://www.struggle.ws/spain/coll_catalonia_ dolgoff.html
(18) Pura Perez Arcos στο Martha A. Ackelsberg, Free Women of Spain, anarchism and the struggle for the emancipation of women, Indiana University Press, 1991, κεφ 5, σελ 125.
(19) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ. 11, σελ 227.
(20) ο.π, κεφ 11, σελ 227.
(21) Kropotkin στο the anarchist FAQ, I.8.14,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci814

(22) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 11, σελ 227
(23) ο.π, κεφ 11, σελ 239.
(24) Lucien Van Der Walt, The Collectives in Revolutionary Spain, http://www.struggle.ws/spain/coll_l.html

του Deirdre Hogan

το κείμενο στα αγγλικά, στο libcom.org

Μετάφραση – επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Αναδημοσίευση από autopoiesis.squat.gr

Πηγή: Eagainst.com

Ψηφίζουν οι αναρχικοί; ένα κείμενο του Eduardo Colombo

To κείμενο που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί μέρος του βιβλίου “Η βούληση του λαού – Δημοκρατία και Αναρχία” του Eduardo Colombo, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες. Ο αυθεντικός τίτλος του κειμένου είναι “Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία”

 Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!» Ακούμε αρκετά συχνά αυτή τη διαβεβαίωση. Είναι αλήθεια;

Η ψήφος

Ας δούμε αρχικά τι θα πει ψηφίζω.
1. Η ψήφος είναι μια διαδικασία που επιτρέπει την έκφρα- ση μιας γνώμης ή μιας βούλησης. Στη λατινική ετυμολο- γία, votum είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος vovere: επικαλούμαι (Λιτρέ), κάνω ευχή, δίνω ή αρνούμαι την ευχή μου. Ψηφίζοντας, παραχωρεί κανείς τη φωνή του στο σώμα των ιερέων (στις αρχαίες χριστιανικές αδελφό- τητες). Μπορεί κανείς να ψηφίσει με ποικίλους τρόπους – για παράδειγμα, κατά παραγγελία ή αυτοπροσώπως. Η ψηφοφορία, ή ψήφος, είναι μια μέθοδος που συνήθως χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας (σχετι- κής, απλής, 3/4 κ.ο.κ.). Δεν έχει νόημα παρά μόνο στις περιπτώσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη μιας πλειοψηφικής γνώμης χρειάζεται ώστε να απαντηθεί το ερώτημα που τίθεται.

2. Το να ψηφίζει, λοιπόν, κανείς σημαίνει να εκφράζει άποψη (με την ευρεία έννοια) για κάτι ή για κάποιον, γενικά με σκοπό τη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας. Το να δίνεις την ψήφο σου μπορεί να χρησιμεύσει σε μια διαβούλευση ή σε μια εκλογή: στην τελευταία περίπτωση, αυτό επιτρέπει την επιλογή (οι λέξεις electio και eligere σημαίνουν αντίστοιχα «επιλογή» και «επιλέγω») μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων που θέτουν υποψηφιότητα για ένα θεσμικό αξίωμα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να επιλεχθεί μια στρατηγική ή, ακόμα, για να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί μια άποψη.

3. Η ψήφος χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας, καλώς· αλλά σε τι χρησιμεύει μια «πλειοψηφία»; Οπωσδήποτε όχι στο να έχει δίκιο. Όμως εκεί όπου διίστανται οι απόψεις πάνω σε ζητήματα επικαιρότητας ή τακτικής, εκεί όπου τα επιχειρήματα δεν πείθουν –και, γι’ άλλη μια φορά, δεν πρόκειται για ζητήματα αρχών ή αξιών– για παράδειγμα, προκειμένου να αποφασιστεί ποια μέρα θα ξεκινήσει μια απεργία ή για να διαπιστωθεί αν υπάρχει συμφωνία για την έκδοση κάποιου ειδικού τεύχους ενός περιοδικού, η απόφαση με πλειοψηφία αποδεικνύεται χρήσιμη μέθοδος.

4. Επομένως, για τους αναρχικούς, η ψήφος πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την ορθότητα μιας πλειοψηφίας.

Πρώτον: Ο νόμος της πλειοψηφίας (ευάλωτος στην κριτική και υφιστάμενος κριτική στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας του αναρχισμού) που προσιδιάζει στην άμεση ή έμμεση δημοκρατία δεν είναι ένας «νόμος» που επιβάλλεται στους αναρχικούς: οποιαδήποτε απόφαση, οποια- δήποτε δέσμευση, πρέπει να κατακτάται ή να γίνεται δεκτή ελεύθερα.

Δεύτερον: Η ελεύθερη συμφωνία αποκλείει την τυπική πλειοψηφία που επιτυγχάνεται με την ψήφο. Αμέτρητες αποφάσεις, καταστάσεις, συνθήκες, ξεφεύγουν από οποιαδήποτε επίκληση οποιασδήποτε πλειοψηφίας. Η «πλειοψηφία» προσώπων, η πλειοψηφία μιας συνέλευσης, δεν κατέχει την αλήθεια ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει δίκιο, δεν γνωρίζει καλύτερα τι πρέπει να γίνει από εμένα, εσένα, εσάς. (Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια συνέλευση σοφών έχει τη νοημοσύνη του πιο αδύνατου από τα μέλη της.)

Τρίτον: Το να ζητά κανείς τη λήψη μιας απόφασης «με πλειοψηφία» σε θέματα που αφορούν αξίες, «αρχές», γνώσεις, είναι ανοησία. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία στην οποία θα έπρεπε να αποφασιστεί αν η ελευθερία είναι προτιμότερη από την σκλαβιά ή αν η ανοσολογική θεωρία της «κλωνικής επιλογής» είναι αληθής.

Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με συλλογικά στρατηγικά διακυβεύματα, αν χρειάζεται να αναλάβουμε κοινές δραστηριότητες, αν χρειάζεται να συμφωνήσουμε για να επιλέξουμε μια κατεύθυνση αντί για μια άλλη –και εγώ ως άτομο δεν θεωρώ ότι αυτή η επιλογή θίγει τις αξίες μου (τις αρχές μου)–, μπορώ κάλλιστα να δεχτώ ως χρήσιμη μέθοδο τη συμμετοχή σε μια απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία.

Συμπέρασμα: Σε μια αναρχική ομάδα ή σε μια συνέλευση, αν έχει από κοινού αποφασιστεί να βγει μια απόφαση με πλειοψηφία και προσωπικά δέχομαι να συμμετάσχω στην ψηφοφορία, τότε δεσμεύομαι να τηρήσω την πλειοψηφική απόφαση (κάτι που αποτελεί κανόνα ηθικής ευ- θύνης).

Η μυστική ψηφοφορία

Η ψηφοφορία πρέπει να είναι δημόσια ή μυστική;
«Είναι μεγάλο ζήτημα», έλεγε ο Μοντεσκιέ (πρβλ. Το πνεύμα των νόμων, βιβλίο 2ο, 2) ο οποίος προσέγγιζε το πρόβλημα βασιζόμενος στον Κικέρωνα. Ο τελευταίος γράφει στο Βιβλίο Γ’ του Περί νόμων: «Το καλύτερο είναι να ψηφίζει κανείς δια βοής· μπορούμε όμως να εξασφαλίσουμε ότι αυτός θα είναι ο κανόνας;». Και μερικές σειρές παρακάτω προσθέτει: «Ποτέ ένας ελεύθερος λαός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη» ενός νόμου που να καθιερώνει τη «μυστική ψηφοφορία»· «τη ζητά με επιμονή όταν καταπιέζεται από τη δύναμη και την κυριαρχία των ισχυρών». Ο Μοντεσκιέ επιδοκιμάζει: «Αναμφίβολα, όταν ο λαός ψηφίζει, η ψήφος του πρέπει να είναι δημόσια, και αυτός πρέπει να θεωρείται ένας θεμελιώδης νόμος της δημοκρατίας».[1]

Αλλά ούτε ο Κικέρων ούτε ο Μοντεσκιέ νιώθουν κανένα θερμό πάθος για την ισότητα και βρίσκουν ελαφρυντικά για όσους επικαλούνται τη μυστική ψηφοφορία. Η μυστική ψηφοφορία, πιστεύει ο Μοντεσκιέ, προλαμβάνει τις δολοπλοκίες, όταν, σε μια αριστοκρατία το σώμα των ευγενών πρέπει να δώσει την ψήφο του, αφού «όλα γίνονται με δολοπλοκία και μηχανορραφίες μεταξύ των ισχυρών» (Λεσάζ). Αντίθετα, ο Μακιαβέλι, που είχε εντρυφήσει σε τέτοιες υποθέσεις, ήξερε ότι κάτω από τον μανδύα του μυστικού εξυφαίνονται οι φραξιονιστικές έριδες. Στις Φλωρεντινές ιστορίες (βιβλίο 7ο, ΙΙ), διαβάζουμε για τον Κόζιμο των Μεδίκων και τον Νέρι Καπόνι: «Ο Νέρι ήταν μεταξύ αυτών που είχαν κατακτήσει τη δημοτικότητά τους δια της νόμιμης οδού, με τέτοιο τρόπο ώστε είχε πολλούς φίλους αλλά ελάχιστους οπαδούς. Ο Κόζιμο (…), έχοντας κατακτήσει τη δημοτικότητά του τόσο με μυστικά μέσα όσο και στο φως της μέρας, είχε πλήθος φίλων και οπαδών».

Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τόσο παλιάς ιστορίας, η δημόσια ή μυστική ψηφοφορία παραχωρήθηκε ή θεσμοθετήθηκε από βασιλείς, τυράννους ή κυρίαρχες ολιγαρχίες, ανάλογα με την κοινωνική περίσταση ή την πολιτική συγκυρία και, προφανώς, τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Η κυρίαρχη αριστοκρατική ή ολιγαρχική ομάδα ελέγχει καλύτερα μια συνέλευση έξωθεν με τη δημόσια ψηφοφορία (όπως υπενθυμίζει ο Μοντεσκιέ: οι Τριάκοντα Τύραννοι των Αθηνών θέλησαν οι ψηφοφορίες των Αρεοπαγιτών να είναι δημόσιες για να τους κατευθύνουν κατά την αρέσκειά τους) και έσωθεν με τη μυστική ψηφοφορία.

Όσο πιο μεγάλη η εξουσία, τόσο πιο ακραία η μυστικότητα: Το Ιερό Κολέγιο των Καρδιναλίων συνέρχεται σε Κονκλάβιο (con clave = κλειδαμπαρωμένο) για να εκλέξει τον Πάπα.

Το προοδευτικό, σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα αντιτέθηκε αρχικά στη μυστική ψήφο γιατί διευκόλυνε την ανευθυνότητα και την υποκρισία, και δεν την έκανε δεκτή στις δικές του συνελεύσεις, όπως συνεχίζουν να πράττουν οι αναρχικοί· όμως, μπροστά στην προοδευτική κατάκτηση του λεγόμενου καθολικού εκλογικού δικαιώματος και την πραγματικότητα της καταπίεσης, της εξαθλίωσης και της εκμετάλλευσης, αναγκάστηκε να δεχτεί ότι ο μυστικός χαρακτήρας της ψήφου συνιστά προστασία για τον εργάτη ή τον αγρότη, που μπορούσε έτσι να γλιτώσει από την οργή του αφεντικού ή του φεουδάρχη, όταν αυτός έκρινε την ψήφο «μη αρεστή».

Σε μια συνέλευση, η μυστική ψήφος επιτρέπει την αποσύνδεση λόγων και έργων, άποψης και δράσης: μπορεί κανείς να εκφράζει την άποψή του δημοσίως σύμφωνα με ορθά κριτήρια και με σύνεση, και να ψηφίζει με την κάλυψη που παρέχει ο μυστικός χαρακτήρας σύμφωνα με τα πιο άμεσα συμφέροντα ή τα πιο ανομολόγητα πάθη.

Για τους αδύναμους και τους ευρισκόμενους υπό εκμετάλλευση, η μυστική ψήφος είναι μια προστασία που τους επιτρέπει να εκφράσουν μια γνώμη της οποίας την ευθύνη δεν είναι σε θέση να αναλάβουν. Για τους ελεύθερους και τους ίσους, η μυστική ψήφος είναι τροχοπέδη που τους αναγκάζει να υπολογίζουν την καχυποψία και την κατηγορία.

Με δύο λόγια, η μυστική ψήφος είναι αναγκαία για τους αδύναμους και βίτσιο των Δόγηδων και των Παπών. Στην άμεση δημοκρατία (τόσο στην αγορά της πόλεως όσο και στις συγκεντρώσεις της εκκλησίας του δήμου, ο λόγος ήταν ελεύθερος [παρρησία] και ίσος [ισηγορία], όπως και στις συνελεύσεις των Αβράκωτων ή στο επαναστατικό εργατικό κίνημα)[2], ψηφίζαν δημόσια, με ανάταση της χειρός, ενώπιον των υπολοίπων, των ίσων, των ομοίων.

Η καθολική ψηφοφορία

«Αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτα, θα ήταν παράνομες.»
Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν! Και είναι αλήθεια: όταν πρόκειται για καθολική ψηφοφορία, οι αναρχικοί προπαγανδίζουν την επαναστατική αποχή. Ο αναρχικός αρνείται να χρησιμοποιήσει το ψηφοδέλτιο για ν’ αλλάξει κάτι ή για να συμμετάσχει στην έκφραση της «λαϊκής βούλησης», επειδή γνωρίζει ότι αυτές οι δύο αυταπάτες είναι μια τεράστια πλάνη, συστατική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Οι νοικοκυραίοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν, αλλά δεν το ξέρουν. Ένα ελεύθερο πνεύμα δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί κοιτάζοντας γύρω του, όπου, μολονότι συνεχώς καταπατείται και περιοδικά εξαπατείται, η εμπιστοσύνη του εκλογέα επιβιώνει σε πείσμα των επαναλαμβανόμενων απογοητεύσεων και της δικής του καθημερινής μεμψιμοιρίας.

Τα κοινοβουλευτικά σώματα διαδέχονται το ένα το άλλο, καθένα αφήνοντας πίσω του την ίδια ματαίωση, την ίδια μομφή (Σεμπαστιάν Φωρ). Και, σαν αξιοθρήνητος Σίσυφος, ο εκλογέας εξακολουθεί να ψηφίζει όποτε η πολιτική εξουσία τού ζητά να το κάνει.

Γνωρίζουμε ότι τα επιχειρήματά μας είναι ισχυρά, αλλά η λογική δεν επαρκεί. Η συνήθεια, το έθιμο, επιβάλλονται από μόνα τους, για τον λόγο ότι ο πολίτης τα βρίσκει ήδη εκεί στον κοινωνικό ιστό, τα προσλαμβάνει μό- λις γεννιέται και ακολουθεί τον νόμο που η εξουσία τού έχει ορίσει. «Όμως, οι νόμοι –έγραφε ο Μονταίν– τηρούνται από πίστη· όχι επειδή είναι δίκαιοι, αλλά επειδή είναι νόμοι. Αυτό είναι το απόκρυφο θεμέλιο της αυθεντίας τους· δεν έχουν άλλο κανένα».[3]

Το καθεστώς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης αφαιρεί από τον λαό την ικανότητά του να φτιάχνει ή να εγκαθιδρύει τους δικούς του κανόνες. Ήδη κατά την Επανάσταση, στις απαρχές της Δημοκρατίας, η ιακωβίνικη μπουρζουαζία αντιτίθεται στο δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις.[4] «Αν οι συνελεύσεις βάσης –λέει ο Ροβεσπιέρος– συγκαλούνταν για να κρίνουν ζητήματα του κράτους, η Συμβατική Συνέλευση θα καταστρεφόταν». Οι λέξεις αυτές προκάλεσαν το ακόλουθο σχόλιο του Προυντόν: «Είναι σαφές. Αν ο λαός γίνει νομοθέτης, σε τι χρησιμεύουν οι αντιπρόσωποι; Αν κυβερνά ο ίδιος, σε τι χρησιμεύουν οι υπουργοί;».[5]

Ωστόσο, η κυβέρνηση είναι απαραίτητη, μας λένε, για να διατηρηθεί η τάξη στην κοινωνία και να διασφαλιστεί η υπακοή στην αυθεντία, ακόμη κι αν αυτή η τάξη και η υπακοή καθαγιάζουν «την υποταγή του φτωχού στον πλούσιο, του ελεύθερου χωρικού στον ευγενή, του εργάτη στο αφεντικό, του λαϊκού στον κληρικό». Εν ολίγοις, η κρατική τάξη είναι η κοινωνική ιεραρχία, η εξαθλίωση για τις μάζες, η ευμάρεια για λίγους.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που βασίζεται στην καθολική ψηφοφορία, δεν μπορεί παρά να ενδυναμώνει αυτή την ιεραρχία. Ο Μπακούνιν πίστευε ότι «ο κυβερνητικός δεσποτισμός δεν είναι ποτέ τόσο φοβερός και βίαιος όσο όταν στηρίζεται στην υποτιθέμενη αντιπροσώπευση της ψευδο-βούλησης του λαού».[6]

Γιατί όμως η καθολική ψηφοφορία δεν μπορεί να εκφράζει παρά μόνο μια ψευδο-βούληση; Επειδή εμπεριέχει μια τριπλή φενάκη, τρεις καλά κρυμμένες παγίδες.

1. Ένα άτομο (ένας πολίτης, μία πολίτης), μία ψήφος. Η αριθμητική ισότητα του συλλογικού θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας καταφέρνει να κατασκευάσει ποικίλες αφηρημένες ενότητες –πλειοψηφία, μειοψηφία, οπαδοί της αποχής– με αφετηρία μια σειριακή τάξη η οποία διαχωρίζει, απομονώνει συγκεκριμένα και πραγματικά άτομα. Τα άτομα αυτά είναι φορείς ποικίλων κοινωνικών πρακτικών, εντάσσονται σε κοινωνικές ομάδες, συγκροτούν ένα δίκτυο συναισθηματικών και γνωστικών σχέσεων, εργασίας και δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, και αυτές οι ομάδες ενέχουν τεράστιες ανισότητες ως προς τη γνώση, τις δυνατότητες ενημέρωσης, το χρήμα. Έτσι, η αφηρημένη και τεχνητά κατασκευασμένη ενότητα που προκύπτει από την κάλπη χρησιμεύει αποκλειστικά στην επιλογή, με κόστος μικρότερο απ’ ό,τι η ανοιχτή πάλη, μεταξύ των ποικίλων πολιτικών και οικονομικών ομάδων της κυρίαρχης τάξης που μάχονται για να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ, της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Οι «αντιπροσωπευτικές» ολιγαρχίες που είναι γνωστές στον βιομηχανοποιημένο κόσμο με την ονομασία «δημοκρατικά καθεστώτα» στηρίζονται σε αυτή την ψευδοβούληση του λαού –αποτέλεσμα της εξίσωσης ή ομογενοποίησης που επιβάλλεται από την καθολική ψηφοφορία με την αριθμητική αφαίρεση με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής ιεραρχίας και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης της συλλογικής εργασίας.

2. Η επιλογή του εκλογέα κατευθύνεται, στην πράξη, σε υποψηφίους που έχουν εκ των προτέρων επιλεγεί από τα πολιτικά κόμματα. Οι υποψήφιοι αυτοί (με εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές μικρών πόλεων) έχουν μακρά πολιτική καριέρα, που υπαγορεύεται από τις θεσμικές απαιτήσεις αυτών των κομμάτων, και δύσκολα βλέπουμε κάποιον απείθαρχο, κάποιον αντάρτη, να φτάνει μακριά σε μια τέτοια πορεία. Τα κόμματα είναι που διαλέγουν τους «αντιπροσώπους του λαού», τα κόμματα είναι αυτά που εκλιπαρούν για τη φωνή των εκλογέων.

Η λαϊκή βούληση, έχοντας ήδη υποβαθμιστεί σε μια αριθμητική ενότητα –ο ίδιος ο λαός δεν διαβουλεύεται, δεν αποφασίζει, αυτό το καθήκον επιφυλάσσεται για τους υποτιθέμενους αντιπροσώπους του–, έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να εκφραστεί, να επιλέξει σε τελική ανά- λυση μεταξύ δύο ή τριών πολιτικών, και επιλέγει, όπως λέμε, το μικρότερο κακό. Το να επιλέγει κανείς το μικρότερο κακό σημαίνει, λογικά, να επιλέγει πάντα το κακό. Και μπορούμε μετά να προσποιούμαστε ότι αυτό είναι η λαϊκή βούληση;

3. Η αντιπροσώπευση που προκύπτει από την καθολική ψηφοφορία είναι μια συνολική ανάθεση της εξουσίας του εκλογέα (της ικανότητάς του να αποφασίζει) στο πρόσωπο του αντιπροσώπου για τη χρονική περίοδο της εντολής. Έχουν ξεχαστεί οι απαιτήσεις των εντολέων των τομέων του Παρισιού του 1789, οι οποίοι πρόσταζαν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους να συμμορφώνονται στη βούληση των συνελεύσεων βάσης. Έχει ξεχαστεί η κατηγορηματική εντολή του ελέγχου. Οι «συνελεύσεις βάσης» ανήκουν πλέον στα πολιτικά κόμματα (αν μπορούμε ακόμα ν’ αποκαλούμε έτσι αυτές τις συναθροίσεις που συγκαλούνται από τους κομματάρχες). Ο λαός, που θεωρείται ανήλικος, τίθεται υπό κηδεμονία. Έχει διαλέξει τον αφέντη του. Το βουλώνει μέχρι το επόμενο κάλεσμα από την πολιτική εξουσία.

Ονομάζουμε αντιπροσωπευτική ή έμμεση δημοκρατία αυτό τον θεσμό στον οποίο η βούληση του λαού έχει υπεξαιρεθεί από την αλχημεία της καθολικής ψηφοφορίας.

Ο αναρχικός δεν θέλει να παίζει θέατρο. Δεν υποκλίνεται μπροστά στη θεσμική αυθεντία.

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!»

 

***

Σημειώσεις:

[1] Montesquieu, Œuvres complètes, Seuil, Παρίσι 1964, σ. 534.

[2] Πρβλ. E. Colombo, «Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.

[3] Montaigne, Essais, III, XIII: «Περί εμπειρίας».

[4] Κατά τη Μεγάλη Επανάσταση, το δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις είχε διακηρυχτεί παντού στη Γαλλία από τις 25 Ιου- λίου 1792. Τον Σεπτέμβριο του 1793, με πρωτοβουλία του Δαντόν και της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας, αποφασίζεται ότι οι συνελεύσεις των τομέων δεν θα είναι πια μόνιμες, αλλά θα γίνονται μόνο δύο φορές την εβδομάδα, μεταξύ 5 και 10 το βράδυ. Οι Αβράκωτοι αγωνιστές, για να παρακάμψουν τον νόμο, αποφασίζουν τότε να δημιουργήσουν τους λαϊκούς συνεταιρισμούς και να βρίσκονται σε λαϊκές συνελεύσεις.

Όπως διαπιστώνει ο Αλμπέρ Σαμπούλ: «Δύο αντιλήψεις αντιπαρα- τίθενται: η αντίληψη των Αβράκωτων, την οποία ερμηνεύει ο Βαρλέ: ο λαός μπορεί να συγκεντρώνεται όπου και όποτε θέλει, η κυριαρχία του δεν μπορεί να περιορίζεται… Αυτή την αντίληψη περί απόλυτης λαϊκής κυριαρχίας, ούτε η Συμβατική Συνέλευση ούτε οι Επιτροπές της Κυβέρ- νησης μπορούσαν να τη δεχτούν, διαφορετικά κινδύνευε να εξουδετερω- θεί κάθε κυβερνητική δράση. Θιασώτες μιας αστικής και κοινοβουλευτικής αντίληψης, από τη στιγμή που η θεωρητική κυριαρχία του λαού είχε διακηρυχθεί και οι εξουσίες του είχαν εκχωρηθεί, του αρνούνταν αυτό το δικαίωμα εποπτείας που τόσο περιφρουρούσαν οι Αβράκωτοι». (Βλ. E. Colombo, “Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.)

[5] Pierre-Joseph Proudhon, Idée générale de la révolution au XIXe siècle, Édi- tions de la Fédération Anarchiste Française, Παρίσι 1979, σ. 119.

[6] Michel Bakounine, Étatisme et Anarchie. Œuvres complètes, Champ Libre, Παρίσι 1976, τόμος 4ος, σ. 221.

 

Ungovernable2

ψηφίζουν οι αναρχικοί; ένα κείμενο του Eduardo Colombo