Αρχείο ετικέτας ανάλυση

Η γέννηση της αυτονομίας στον ελληνικό χώρο

11021228_10203618499758511_5792309803805306089_n

Απλά πράγματα…

Τώρα και πάντα…

Τάξη εναντίον Τάξης..

Η γέννηση της αυτονομίας στον ελληνικό χώρο.

Το βασικό μειονέκτημα όλων εμάς είναι ότι δεν τα πάμε καλά με την ιστορία. Δεν εννοούμε προφανώς ότι αγνοούμε τα ιστορικά γεγονότα του απώτερου παρελθόντος – όχι. Η μεγάλη μας πληγή είναι η αδυναμία κατανόησης των βαθιών κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Υπάρχουν βέβαια σοβαρά ελαφρυντικά. Οι περισσότεροι από μας γεννήθηκαν στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν βίωσαν, παρά μόνον ίσως σα θολή ανάμνηση, τη μετάβαση του ελληνικού κράτους από δικτατορία σε δημοκρατία δυτικού τύπου. Προσθέστε εδώ το δυστύχημα ότι οι πολιτικές οργανώσεις της εποχής στην ουσία φυτοζωούσαν• ότι τα σχολικά εγχειρίδια τελείωναν την ιστορική τους αφήγηση με την “τραγωδία της Κύπρου”• κι ότι σε γενικές γραμμές η ελληνική κοινωνία ήταν απασχολημένη με οτιδήποτε άλλο (βασικά να περνάει καλά), πλην του να μελετάει την ιστορία της και τα ελαφρυντικά μοιάζουν να οδηγούν σε αθώωση.

Από την άλλη, ελαφρυντικά – ξεελαφρυντικά, η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Το ελληνικό κράτος της δεκαετίας του ’80 έπαιρνε μια εξόφθαλμα διαφορετική μορφή απ’ αυτήν που το συνόδευε σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Δε μιλάμε εδώ για διαφορές επουσιώδεις: μια τεράστια αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού ωρίμαζε στο συλλογικό νου της ελληνικής αστικής τάξης, αλλαγή που ξεκίναγε από τη λειτουργία που θα πρέπει να διαδραματίζει το πολιτικό σύστημα και τελείωνε στη φύση που θα πρέπει να αποκτήσει η ελληνική κοινωνία. Σειρά “αδιανόητων” εξελίξεων ακολούθησε έκτοτε. Ο Καραμανλής ο Α νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Παπανδρέου ο Β αναγνώρισε την “εθνική αντίσταση”. Η χώρα ύστερα από δεκαετίες ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην κορυφή της, απέκτησε “σοσιαλιστική” κυβέρνηση. Και τελικά, στα τέλη της “ακατανόητης” δεκαετίας του ’80 το ελληνικό compromesso storico έγινε κι αυτό πραγματικότητα: το δεξί κομμάτι του ελληνικού πολιτικού συστήματος αγκάλιασε το αριστερό, ο καρπός της αγάπης τους ονομάστηκε “οικουμενική κυβέρνηση” και οι άλλοτε μισητοί εχθροί ενώθηκαν εις σάρκαν μία.

Όποιος μπορούσε να καταλάβει τη σημασία εκείνων των αλλαγών, λογικά δε θα νιωθε και ιδιαίτερα ευχάριστα. Η συνειδητοποίηση ότι το ελληνικό κράτος ολοκληρωνόταν, ότι εγκόλπωνε στο modus vivendi του το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, δεν ήταν απ’ τις συνειδητοποιήσεις που λυτρώνουν, εκτός βέβαια αν υιοθετεί κανείς την αριστερή οπτική. Αυτό που οι Ιταλοί αυτόνομοι περιέγραψαν ως το κράτος των κομμάτων χτιζόταν με τον ειδικό του τρόπο και στα καθ’ ημάς. Και φυσικά δεν περιελάμβανε ομόνοια και κοινούς στόχους μοναχά στις ανώτερες βαθμίδες, αλλά απαιτούσε εξίσου συστράτευση και άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας. Ίσως πια σήμερα να μας φαίνεται ασήμαντο, ωστόσο η ενσωμάτωση της αριστεράς και των πολιτικών της οργανώσεων στο σκληρό πυρήνα του ελληνικού κράτους υπήρξε η πιο κομβική στιγμή των τελευταίων σαράντα χρόνων. Κι αυτό γιατί μετά από περίπου έξι δεκαετίες διαρκούς εμφυλίου πολέμου, μετά από ποταμούς αίματος και μίσους απύθμενου, μετά από ανταρτοπόλεμο και τάγματα ασφαλείας, μετά από εθνικό διχασμό και παρολίγον διάσπαση, το ελληνικό κράτος απέκτησε εσωτερική συνοχή, κοινούς (ή περίπου κοινούς…) στόχους για την εξωτερική του πολιτική, κοινή (ή περίπου κοινή…) γνώμη για την ταξική εκμετάλλευση, κοινές (ή περίπου κοινές…) προοπτικές. Και επίσης άλλαξε στελεχικό δυναμικό. Τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλα των χουντικών συνταγματαρχών αντικαταστάθηκαν από τριχωτές κεφαλές, τα κλαρίνα από ροκ συναυλίες με κρατική επιχορήγηση και ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός από πρωτόγνωρη σεξουαλική απελευθέρωση.

Βέβαια αυτά ήταν απλώς τα επιφαινόμενα. Γιατί κατά τα άλλα, η ολοκλήρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σήμαινε επίσης καθολική επίθεση στις δυνατότητες αυτονομίας του προλεταριάτου. Πράγματι, με την ταξική ειρήνη να δίνει αέρα στα πανιά του, το ελληνικό κράτος μπόρεσε για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να θέσει σε κίνηση τις ιμπεριαλιστικές του βλέψεις στα βόρεια και στα ανατολικά του σύνορα. Η ομογενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας έδωσε μορφή και περιεχόμενο στο καταναλωτικό όνειρο και δόξασε το lifestyle ως Θεό. Ο ταξικός ανταγωνισμός ανετέθη επί μισθώ στις επίσημες συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες σαν ανταπόδοση κοιτούσαν να τον κατευθύνουν σε ανώδυνες ατραπούς. Η εργασία κατασυκοφαντήθηκε, το τέλος της δοξάστηκε σαν την έλευση του Θεανθρώπου, την ίδια στιγμή που η καθολική εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών μετατράπηκε στην ανομολόγητη προϋπόθεση ευμάρειας και πλουτισμού. Εντωμεταξύ, ο ρατσισμός και η μικροαστικοποίηση κάλπαζαν, η απουσία εργατικού κινήματος έβγαζε μάτι, η μεταφυσική πεποίθηση ότι το μέλλον μας θα βαίνει από το καλό στο καλύτερο είχε αποκτήσει ισχύ αυτονόητου.

Τολμούμε να πούμε ότι αυτή η no way out προοπτική, η ολοκλήρωση δηλαδή του ελληνικού κράτους ταυτόχρονα με την ομογενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, υπήρξε η γενέθλια συνθήκη για τις ιδέες και τiς πρακτικές της αυτονομίας, όπως αυτές εκφράζονται σ’ αυτό και σε άλλα περιοδικά κι όπως εκφράζονται στο δρόμο από μας και από δεκάδες άλλους συντρόφους και συντρόφισσες. Τολμούμε να πούμε ότι οι πρώτες απόπειρες εναντίωσης στη μετάλλαξη του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας, από τις αρχές του ’90 και μετά, ήταν στην ουσία τους τα πρώτα ανεπεξέργαστα σκιρτήματα της ανάγκης για αυτονομία. Για να το πούμε αλλιώς, μας φαίνεται ότι ήταν η ίδια η καπιταλιστική ολοκλήρωση αλά ελληνικά που γέννησε τον εχθρό που της αντιστοιχούσε. Και μάλιστα σε μια ιστορική συγκυρία που η εκμηδένιση του εσωτερικού εχθρού είχε πανηγυριστεί σα θρίαμβος. Για να προλάβουμε τυχόν παρανοήσεις: δεν εννοούμε τις αυτόνομες ιδέες και πρακτικές σα μια μετωπική σύγκρουση δίχως αύριο. Κάθε άλλο. Στο μυαλό μας οι αυτόνομες ιδέες και πρακτικές των αρχών της δεκαετίας του ’90 ήταν μια διάχυτη και ενστικτώδης άρνηση εγκλωβισμού, μια ασχεδίαστη αναζήτηση διεξόδου κινδύνου απέναντι σε ένα κράτος και μια κοινωνία που έκλεινε κάθε πόρο αυτονομίας. Ήταν ένα μείγμα διαίσθησης και εμπειρισμού, που όσο εύκολα μπορούσε να καταλάβει τους εχθρούς του, άλλο τόσο δύσκολα ήταν σε θέση να εξηγήσει τον εαυτό του: την ιστορική του προέλευση και την πολιτική του κατεύθυνση.

Έτσι όπως εξετάζουμε την ιστορία, νομίζουμε ότι η αυτονομία στην Ελλάδα δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν ένα σώμα ιδεών γύρω απ’ το οποίο συγκεντρώθηκαν οι πρώτοι αυτόνομοι. Μπορεί να μην ήταν σχεδιασμένο, αλλά οι βασικές θεωρητικές και πρακτικές κατευθύνσεις των αυτόνομων στρέφονταν, στο μέτρο που τους αναλογούσε, ακριβώς ενάντια στο τέρας που παρήγαγε η κρατική ολοκλήρωση και η κοινωνική ομογενοποίηση. Την ίδια στιγμή που εξελίσσονταν τα μακεδονικά συλλαλητήρια και παιζόταν η στρατιωτική εισβολή στη Μακεδονία, γεννήθηκαν οι απόψεις των αυτόνομων για τον ιμπεριαλισμό του ελληνικού κράτους. Την ίδια στιγμή που ο ρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους επέλαυνε, σχηματίστηκαν οι πρώτες ομάδες και τα πρώτα έντυπα που πολεμούσαν το ρατσισμό στο δρόμο και στα μυαλά. Την ίδια στιγμή που κυριαρχούσαν οι κρατικές θεωρίες περί τέλους της ιστορίας και τέλους της εργασίας, δημοσιεύονταν δειλά δειλά κείμενα και αφίσες που έβαζαν την εργασία και την εκμετάλλευσή της στο κέντρο της επιχειρηματολογίας τους. Την ίδια στιγμή που η αριστερή σκέψη και οργάνωση είχαν μετατραπεί σε οργανικό κομμάτι του ελληνικού κράτους και του ελληνικού καπιταλισμού, η αυτόνομη οπτική τις αντιμετώπιζε ως εχθρικά μορφώματα κι όχι ως “συντρόφους που δεν ασκούν βία”. Την ίδια στιγμή που οι μεσολαβήσεις πύκνωναν σε βαθμό που είχε μαυρίσει ο ορίζοντας, οι αυτόνομοι κοιτούσαν να αποδράσουν, στα λόγια και στα έργα, από την τυραννία της κυρίαρχης αλήθειας.

Η γέννηση της αυτονομίας στην Ελλάδα ήταν μια διαδικασία μακρά, επώδυνη, κι όχι πάντοτε επιτυχημένη. Όμως υπήρξε. Κι όπως μας είπε ένας φίλος, το πιο ενδιαφέρον δεν είναι ότι υπήρξε. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι είχε τόσο μικρή απήχηση..

Αναδημοσίευση από : Ταξικό Μίσος

ΣΥΡΙΖΑ: η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων

Δημοσιεύεται εδώ το άρθρο του Αντώνη Δρακωνάκη, όπως μπορεί να το διαβάσει κανείς στο τελευταίο τεύχος της Πολιτικής Επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός» των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ. Περισσότερες πληροφορίες για την έκδοση μπορείτε να βρείτε στο τέλος της ανάρτησης.

****

του Αντώνη Δρακωνάκη

Κόμμα και εκλογική βάση

Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες […]. Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο. Βασίζεται στις ίδιες σχέσεις παραγωγής, στο ίδιο σύστημα αξιών. Σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος, για την εδραίωση του μονοπωλιακού κι ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό οι περιθωριακές αλλαγές, που προωθεί η σοσιαλδημοκρατία, αλλαγές που αποσκοπούν στη συγκάλυψη των αντιθέσεων και των αδυναμιών του συστήματος, δεν αποτελούν βήματα προς τον σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα μέτρα για την αποσόβησή του […]. Και κάτι που δεν θα’ πρεπε να ξεχάσουμε: τα σοσιαλδημοκρατικά πειράματα είναι εφικτά στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού όπου υπάρχουν οι δυνατότητες για ‘ευγενικά προσωπεία’. Σε εξαρτημένες περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. – Ανδρέας Παπανδρέου, 1975 [1]

Στο ίδιο μήκος κύματος με τις απόψεις που θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί το νέο ΠΑΣΟΚ, δεν θα’ ταν παράλογο να περιμένουμε δηλώσεις όπως αυτή του Α. Παπανδρέου από τα χείλη του κυρίου Τσίπρα· μολαταύτα, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Όσο κι αν ένα (μπερδεμένο) μειοψηφικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί φειδωλά να επαναφέρει τη λέξη «καπιταλισμός» (άρα και τον αντικαπιταλιστικό λόγο) στη σύγχρονη ορολογία του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ την τρέμει· αντ’ αυτού, προτιμά να μιλά για «νεοφιλελευθερισμό» την ίδια στιγμή που συνδιαλέγεται επίσημα με το κεφάλαιο στους διαδρόμους του ΣΕΒ (Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων). Η αδυναμία λοιπόν -και επιλογή- του ΣΥΡΙΖΑ να μην αρθρώσει, έστω και στοιχειωδώς, κάποιο σοβαρό αντικαπιταλιστικό λόγο, αποδεικνύει ότι φοβάται να φτάσει ακόμα και στα επίπεδα της παπανδρεϊκής «επαναστατικής» ρητορικής, γεγονός που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον όχι σε όλα τα επίπεδα· κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ηγέτης του φοβάται να οξύνει ιδεολογικά τον λόγο του, όπως έπραττε θεαματικά ο κύριος Α. Παπανδρέου, αλλά γιατί ο πρώτος δεν έχει το πορτοφόλι του δεύτερου. Η σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου, φύσει αντεπαναστατική και δημαγωγική, βασίστηκε σ’ ένα γεμάτο κρατικό θησαυροφυλάκιο, προκειμένου να εξαγοράσει την κοινωνική συνείδηση· ενέπνευσε, δηλαδή, με πεντοχίλιαρα τα «πεινασμένα» πλήθη, υποκαθιστώντας τα βιβλία και τους κοινωνικούς αγώνες. Βασιζόμενο στις «δωρεές» κρατικού χρήματος, τη γενικευμένη κολακεία, τον φθηνό πατριωτισμό και τον ψευδεπίγραφο ριζοσπαστικό λόγο, το ΠΑΣΟΚ του ’81 κατάφερε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση και, κατ’ επέκταση, τη διακυβέρνηση της χώρας για αρκετό διάστημα.
Αντιστοίχως, με την ίδια ακριβώς συνταγή αλλά χωρίς δραχμή στο ταμείο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό. Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να εμπνεύσει προεκλογικά, δεν έχει τον «παρά» για να κρατήσει τους ψηφοφόρους του στη συνέχεια.
Αυτό που δεν έχει καταλάβει ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι το κενό μεταξύ κόμματος και ψηφοφόρων, που χαρακτηρίζει κάθε διαχωρισμένο πολιτικό μόρφωμα όπως ένα κόμμα –η έλλειψη δηλαδή οργανικής σχέσης μεταξύ φορέα και κοινωνίας- αποκαθίσταται είτε με επαναστατική αλλαγή είτε με χρήμα. Στην περίπτωση μιας επίδοξης σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ ’81, ΣΥΡΙΖΑ τώρα), προϋποθέτει το δεύτερο. Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τους ψηφοφόρους του να ενεργοποιηθούν και να στηρίξουν έμπρακτα τον αγώνα για την αναγέννηση της χώρας, το εν λόγω κοινό δεν παύει να είναι μέχρι σήμερα, πάνω απ’ όλα εκλογικό, άρα αποστασιοποιημένο από τους κοινωνικούς αγώνες, διαχωρισμένο από τη ζωή και την εργασία του και αλλοτριωμένο από την ετερονομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μετατραπεί από τη μια μέρα στην άλλη, σε ένα ενεργό πλήθος, εμπνευσμένο από τα «ριζοσπαστικά» προτάγματα μιας νέας (sic) πολιτικής δύναμης, τη στιγμή, μάλιστα, που αυτή η δύναμη δεν έχει καν πραγματικά ριζοσπαστικά προτάγματα που θα μπορούσαν ίσως να γεννήσουν ένα κίνημα, αλλά εκκλήσεις για ανώδυνα τσιμπήματα στο σώμα ενός ασθμαίνοντος καπιταλισμού. O ΣΥΡΙΖΑ των 1.655.086 ψήφων δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια κίνημα, αντιθέτως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα εκλογικό «αντι-κίνημα».
Αν από το 26% (εκλογές Ιουνίου 2012) του ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρέσουμε το 4,5% της περιόδου πριν το 2012, μένει ένα 21,5% που δεν αποτελεί παρά ένα άρτι αποκτηθέν εκλογικό εμπόρευμα, εξαγορασμένο με κολακεία και «ενωτισμό». Σε ποια βάση όμως να ενωθούμε; Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά: α) εθνική ενότητα, β) ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου. Μπορεί το δεύτερο να μην χρήζει ιδιαίτερου προβληματισμού, σε ό,τι αφορά όμως το πρώτο, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο και να αναλογιστούμε την καθολικότητα της πατριωτικής ρητορικής στο πεδίο της πολιτικής στην Ελλάδα:

Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες [στην Ελλάδα], οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.[2]

Συνομιλώντας με μέλη που είναι στο κόμμα από την εποχή του Συνασπισμού, θα ακούσουμε ότι προφανώς ο Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματος δεν είναι αφελή· δεν στηρίζουν ιδεολογικά καμιά εθνική ενότητα εις βάρος μιας προοδευτικής-αριστερής κοινωνικής συσπείρωσης· αλλά πώς αλλιώς μπορείς να βγεις κυβέρνηση αν δεν αποκτήσεις μια έστω στοιχειώδη, πατριωτική ρητορική; Απ’ αυτό, φαίνεται ξεκάθαρα και ο κεντρικός στρατηγικός πυλώνας, πάνω στον οποίο δομήθηκε ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα θεματικά πεδία: «όλοι μέσα» και βλέπουμε.
Μετά το 26% ο χρόνος πίεζε και το κόμμα βρέθηκε μπροστά σε δύο επιλογές· ή θα διατηρούσε ένα αυτόνομο αριστερό προφίλ, κρατώντας αποστάσεις από τη δυναστεία της κεντρο-αριστεράς ή θα γινόταν το πιο «ατίθασο» κομμάτι της και, συνεπώς, ένα κόμμα εξουσίας. Φυσικά επέλεξε το δεύτερο: άμβλυνση των πολιτικών συγκρούσεων (ενωτισμός), ιδεολογική εκεχειρία υπό το βάρος του αντιμνημονιακού λαβάρου (βλ. φλερτ με Ανεξάρτητους Έλληνες), διαμόρφωση κυβερνητικού image (απορρόφηση των «καθαρών» του ΠΑΣΟΚ), διαταξική κολακεία (συνομιλίες με ΣΕΒ), δηλώσεις νομιμότητας στην ΕΕ και φθηνός πατριωτισμός με νεανικό προφίλ.
Με αυτά τα τερτίπια, ένα κόμμα που, μέχρι πρότινος, εξέφραζε -είναι αλήθεια- ένα πραγματικά προοδευτικό (και μέχρι εκεί) κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (αν και με μηδενική εσωτερική συσπείρωση), αποφάσισε να τους εκφράσει όλους. Πήρε, λοιπόν, το ρίσκο να δομήσει ένα πολιτικό μόρφωμα με ατροφικό κορμό και μεγάλο κεφάλι· ένα πολιτικό μόρφωμα που επιχειρεί να βολέψει στο ίδιο σώμα, το κυβερνητικό και το κινηματικό προφίλ· δεν βρισκόμαστε όμως στη Νικαράγουα των Σαντινίστας.
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μια σαθρή εκλογική βάση -και μάλλον εκεί θα παραμείνει- που θα τον προδώσει στην πρώτη ευκαιρία. Κι αυτό γιατί, αφενός δεν προέρχεται από καμιά μαζική κινηματική δύναμη (κίνημα) με εμπειρία στον δρόμο και τους κοινωνικούς αγώνες και, αφετέρου, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει -άμεσα- το εκλογικό του σώμα (διανομή κρατικού χρήματος), χτίζοντας έναν πελατειακό μηχανισμό -αλά ΠΑΣΟΚ- που να μπορέσει να συσπειρώσει τη βάση στο όνομα της «ταμπακέρας».
Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν έναν πληθυσμό πιστωτών που, μόλις δουν τις αξιώσεις τους να καταρρέουν, θα αποσύρουν την πίστωση. Η μικροαστική ανυπομονησία για αλλαγή, βασισμένη στην άρνηση για προσωπική συμμετοχή στον κοινωνικό αγώνα, είναι τυφλή και αδηφάγος· δεν την ενδιαφέρει το χρώμα του μεσσία, αρκεί να εμφανίζεται ως μεσσίας και δεν καταλαβαίνει τις παρακλήσεις του για υπομονή· θέλει ευημερία εδώ και τώρα, αλλιώς αλλάζει ψηφοδέλτιο.
Εκλογικοί πληθυσμοί όπως αυτοί, δεν μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από έναν πολιτικό φορέα στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινού ιδεώδους· αρχικά, γιατί δεν διαθέτουν -τουλάχιστον στην επαναστατική τους εκδοχή- τίποτα από τα δύο. Η αλληλεγγύη και το ιδεώδες δηλαδή, δεν έχει γι’ αυτούς ούτε ταξικό πρόσημο ούτε το στοιχείο μιας ολιστικής, αξιακής αμφισβήτησης. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως φιλανθρωπία και τα ιδεώδη ως σχετικολογικά υπαρξιακά ευχολόγια.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός δεν χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της αλληλεγγύης· απλώς δεν μπορεί η αλληλεγγύη στην παρούσα μορφή, να τον ιδεολογικοποιήσει προς την απελευθερωτική κατεύθυνση. Για όλα αυτά, δεν επιρρίπτουμε φυσικά την ευθύνη, αποκλειστικά στους ίδιους τους ψηφοφόρους· αντιθέτως αντιλαμβανόμαστε την αλλοτριωτική δυναμική του καταμερισμού της εργασίας και των ηγεμονικών μηχανισμών (Gramsci) με τους οποίους το καπιταλιστικό κράτος πολτοποιεί τον μέσο ανθρώπινο νου.
Η αστραπιαία μαζικοποίηση μιας πολιτικής δύναμης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με καθαρά εκλογικούς όρους, οξύνει τη διάσταση κόμματος και ψηφοφόρων· κάνει, δηλαδή, ακόμα πιο έκδηλη, την έλλειψη οργανικής σχέσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογική του βάση. Αρκεί να κοιτάξουμε τις πωλήσεις της Αυγής, τον αριθμό των μελών της νεολαίας του, το μέγεθος των μπλοκ του στον δρόμο ή, ακόμα καλύτερα, το πόσο εύκολα κινητοποιεί τον κόσμο του· και υπενθυμίζουμε ότι μιλάμε για ένα κόμμα 1,5 εκατομμυρίου ψήφων. [3]
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ελάχιστα στην πραγματική διάσταση των κοινωνικών αγώνων (όπως και στην όξυνσή τους) και αυτή είναι η ξερή αλήθεια. Πέρα από κάποιους ενεργούς δημότες που συμμετέχουν στις λαϊκές συνελεύσεις της γειτονιάς τους και κάποιους γιατρούς, δικηγόρους που δραστηριοποιούνται σε κοινωνικά ιατρεία και ομάδες νομικής υποστήριξης (χωρίς φυσικά να υποτιμάμε τίποτα απ’ τα δύο), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να επιδείξει κάποια αξιοσημείωτη εμπειρία ή τεχνογνωσία, στην από-τα-κάτω δόμηση των κοινωνικών αγώνων· δεν είναι τυχαίο ότι έχει ξεπατικώσει κάθε ιδέα και πρακτική που αναπτύσσεται εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία χρόνια.
Εντούτοις, η αυτοοργάνωση δεν απαντάται σε καμία εσωτερική διαδικασία ή πρακτική του κόμματος, την ίδια στιγμή που η έννοια της κοινωνικής αυτοοργάνωσης έχει γίνει σημαία του, ενώ τα βίαια και συγκρουσιακά ρεπερτόρια δράσης της Κερατέας και των Σκουριών γίνονται αποδεκτά στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που το γραφείο τύπου του καταδικάζει τη βία και υποστηρίζει ότι υπονομεύει τους κοινωνικούς αγώνες. Όποιος έχει έστω και την παραμικρή αντίληψη, καταλαβαίνει ότι χωρίς την κοινωνική αντιβία και τις ακραίες μορφές αντίστασης των κατοίκων της λαυρεωτικής και της Χαλκιδικής, που όξυναν τον αγώνα και τον έκαναν γνωστό σε όλη την Ελλάδα, τα εν λόγω κινήματα θα είχαν ατονήσει. «Οι πέτρες, οι μολότοφ και οι εμπρησμοί δεν έχουν θέση στις λαϊκές κινητοποιήσεις, δεν φέρουν κανένα αποτέλεσμα και ανακόπτουν τον αγώνα» – ναι, γι’ αυτό ανεστάλησαν οι εργασίες κατασκευής των ΧΥΤΑ σε Κερατέα και Λευκίμμη· γι’ αυτό το κίνημα των Σκουριών εισέπραξε τέτοια αλληλεγγύη και πήρε τέτοιες διαστάσεις.[4]
Παρά τα θεωρητικά τσουβαλιάσματα και παρ’ όλες τις επανειλημμένες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει ιδεολογικά τα νεοαναδυόμενα κοινωνικά κινήματα, κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει παταγωδώς· αντίθετα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός στο να αντλεί θεαματικά, την πολιτική υπεραξία της κινηματικής δράσης εν γένει, φυσικά στα πλαίσια της εκλογικίστικης, αντιληπτικής ικανότητας του μέσου τηλεθεατή.
Το τέλος των κινημάτων

Υπήρξαν δυνάμεις –κυρίως του αναρχικού χώρου- εντός των κινημάτων, που στην προσπάθεια να επιβάλλουν τις δικές τους αντιλήψεις και πρακτικές στα κινήματα, υπεριδεολογικοποιούν και υπερπολιτικοποιούν τους τοπικούς αγώνες, δημιουργώντας τους όρους απομαζικοποίησής τους και εξ αυτού υπονομεύοντας την επιτυχή έκβαση αυτών των αγώνων. Η πολιτική αντιπαράθεση με αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές, που θεωρούν οποιαδήποτε συνάρθρωση δομών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας και οποιοδήποτε αίτημα απευθύνεται στα αρμόδια (κρατικά) όργανα, εκ προοιμίου ενάντια στους αγώνες, είναι καθοριστική για να συνεχίσουν τα τοπικά κινήματα να έχουν πλατιά κοινωνική απεύθυνση και να διαμορφώνουν συνθήκες νίκης.[5]

Όταν ένα αριστερό κόμμα, που έχει γαλουχηθεί για χρόνια στην αντιπολίτευση, φιλοξενείται ξαφνικά στα έδρανα της κυβέρνησης, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά από αντιφάσεις· μια απ’ αυτές είναι η σχέση του με τα κοινωνικά κινήματα.[6]

Η εν λόγω αντίφαση προκύπτει από την ίδια τη φύση των κινημάτων που, ως επί το πλείστον, απευθύνονται στις αρχές. Εν προκειμένω, εξετάζουμε την περίπτωση ριζοσπαστικών κινημάτων, με αιτήματα που συνάδουν με το αγωνιστικό πλαίσιο μιας αριστερής πολιτικής δύναμης (π.χ. Σκουριές, Κερατέα) και όχι, λόγου χάρη, ένα κίνημα ενάντια στην ανέγερση τζαμιών στην Αθήνα.
Όντας στη θέση της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται αυτομάτως σε δέκτη της διαμαρτυρίας και των αιτημάτων ενός κινήματος. Έτσι, από προωθητική δύναμη της κινηματικής δράσης, εμφανίζεται ως παθητικός φορέας λήψης αποφάσεων. Βρίσκεται, λοιπόν, δυνητικά, μπροστά σε ένα αξιοσημείωτο υπαρξιακό ζήτημα: αν πυροδοτήσει ή στηρίξει ένα κίνημα που στρέφεται προς την κυβέρνηση είναι σαν να διαμαρτύρεται στον εαυτό του. Αν πάλι, ικανοποιήσει άμεσα τα αιτήματά κάποιου κινήματος, τότε σημαίνει ότι το κίνημα σταματάει αυτόματα· παύει δηλαδή η κινηματική δράση.
Ιδού λοιπόν το ερώτημα· πώς μπορεί μια κινηματική δύναμη, που υποτίθεται πως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, να αποτελεί πυροκροτητή των λαϊκών διεκδικήσεων και των κινημάτων, όταν αναλαμβάνει τα ηνία του κράτους; Πώς μπορεί μια δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στα τοπικά κινήματα, να τα στηρίζει από την πλευρά της κυβέρνησης; Θα ήταν τουλάχιστον αστείο να βλέπαμε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να στέλνει τα στελέχη της δίπλα στους αγωνιζόμενους κατοίκους μιας περιοχής, για να στηρίξουν τον αγώνα τους ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση. Απαντούμε, λοιπόν, γρήγορα και ξεκάθαρα:
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δομική σύγκρουση με ένα κίνημα ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί με το περιεχόμενο των αιτημάτων του, γιατί το απειλεί ήδη σε οντολογικό επίπεδο· στέκεται, δηλαδή, ανταγωνιστικά στην ίδια την ουσία του κοινωνικού κινήματος που είναι ο εξωθεσμικός του χαρακτήρας. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίξει ένα κίνημα, παρά μόνο για να το αποφορτίσει -έστω και μέσω της διαπραγμάτευσης- και να το μετατρέψει σε μια μη-κινηματική ομάδα πίεσης.
Δεν υπάρχουν θεσμικά «κινήματα», δηλαδή κύτταρα συλλογικής δράσης και κινητοποίησης εντός του θεσμικού (κυβερνητικού, κρατικού, διοικητικού κλπ.) πεδίου. Η μόνη σχέση ενός κινήματος με τους θεσμούς είναι αποκλειστικά είτε μια πιθανή στήριξη της εξωθεσμικής του δράσης από θεσμικούς φορείς (π.χ. δήμαρχος) είτε η επικουρική-εργαλειακή χρήση της θεσμικής οδού (π.χ. προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Το «κίνημα», λοιπόν, είναι και θα παραμείνει μια εξωθεσμική συλλογική μορφή πάλης για τους καταπιεσμένους.
Μια κυβέρνηση έχει δύο επιλογές απέναντι σ’ ένα νεοεμφανιζόμενο κίνημα· ή να ικανοποιήσει τα αιτήματά του ή να συγκρουστεί μαζί του. Μέση λύση δεν υπάρχει· είτε συγκρούεται μαζί του, ανοίγοντας άλλο ένα μέτωπο, είτε ικανοποιεί συνολικά ή εν μέρει τα αιτήματά του, σταματώντας το ολοκληρωτικά, ή το αναστέλλει προσωρινά.
Ας εξετάσουμε λίγο τις εν λόγω επιλογές, με φόντο τις κινητοποιήσεις ενάντια στα μεταλλεία των Σκουριών. Μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε φυσικά (αν δεν θέλει να γίνει περίγελος) παρά να στραφεί κατά των αξιώσεων της «El dorado gold» και να εμποδίσει τη διεξαγωγή των εργασιών της εκ των άνω, ικανοποιώντας τα αιτήματα του κινήματος κατά των μεταλλείων. Όπως είναι προφανές, αυτό θα σήμανε αυτόματα και το τέλος του αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής· το κράτος (ΣΥΡΙΖΑ) θα λάμβανε τα εύσημα από τη, μέχρι πρότινος, μαχόμενη τοπική κοινωνία και όλα θα λύνονταν διά της θεσμικής οδού. Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι αυτή η τακτική συνεχίζεται για κάποιο διάστημα· ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, καταφέρνει να δομήσει μια κυβέρνηση αδιάφθορη και φερέγγυα ως προς το «ριζοσπαστικό» της προφίλ, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα. Τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση;
Θα είχαμε την πλήρη απαξίωση της κινηματικής δράσης ως ρεπερτόριο δράσης και, παράλληλα, την εδραίωση μιας τακτικής, απευθείας προσφυγής στα διαπραγματευτικά όργανα της κυβέρνησης από την πλευρά των πολιτών. Και τώρα θα ρωτήσει κανείς: μα γιατί να υπάρχουν κινήματα αν η κυβέρνηση είναι συγκαταβατική; Η κινηματική δράση είναι αυτοσκοπός;
Ασφαλώς ναι, στον βαθμό που ριζοσπαστικοποιεί και διαπαιδαγωγεί την κοινωνία σε μια κουλτούρα αντίστασης, μαχητικότητας και αυτοοργάνωσης· στον βαθμό που κρατάει ζωντανό το ένστικτο της εξέγερσης (Μπακούνιν) και εμποτίζει έναν λαό με πολιτική συνείδηση[7] (το αναγκαίο έτερον ήμισυ της ταξικής συνείδησης που, εν τη ενώσει τους, μας δίνουν την επαναστατική συνείδηση)· στον βαθμό, τέλος, που ένας λαός μέσω της κινηματικής δράσης, συνηθίζει να αντιστέκεται, δημιουργώντας μια παράδοση –αυτή τη φορά- κινηματική, ένα «έθιμο» αντίστασης.
Η κινηματική δράση και το ένστικτο της εξέγερσης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως περίσταση, αλλά ως απόδειξη της ζωτικότητας μιας κοινωνίας· η συλλογική δράση και η εξέγερση, δηλαδή, αποδεικνύουν ότι μια κοινωνία είναι ζωντανή.[8] Ακόμα, διατηρούν αναμμένη τη φλόγα της εξεγερσιακής προοπτικής σε διεθνές επίπεδο· συντηρούν, δηλαδή, τη διεθνιστική διάσταση του κοινωνικού αγώνα και του προτάγματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον μαχόμενο ευρωπαϊκό νότο, στις εύρωστες σκανδιναβικές χώρες η συλλογική δράση κινείται σε μηδενικά επίπεδα· η κοινωνική νηνεμία του βορρά δεν μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση ότι συμβάλλει ιδιαιτέρως στην προοπτική της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ή, ευρύτερα διεθνούς, ανατρεπτικού κινήματος. Τι μπορεί να προσθέσει η Ολλανδία ή η Δανία στον αγώνα των εξεγερμένων ανά τον κόσμο;
Συνεχίζοντας την απάντησή μας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι μια περίοδος μπορεί να χαρακτηρίζεται από κυβερνητική συγκαταβατικότητα (π.χ. πιθανώς το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ), τα χρόνια όμως περνούν και η μια περίοδος διαδέχεται την άλλη. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίζονταν από βαθιά συναίνεση ως προς τις λαϊκές διεκδικήσεις, μερικά χρόνια αργότερα όμως, το κράτος έδειξε και πάλι την πραγματική του μορφή. Όσοι έχουν τη διάθεση να επενδύσουν για άλλη μια φορά στο ευγενικό του προσωπείο ας το κάνουν· οι αναρχικοί θα συνεχίσουν να κοιτούν ξεροκέφαλα την ιστορία και την αλήθεια της.
Στη διακυβέρνηση της αριστεράς, τα κινήματα θα προβάλλονται από το κράτος ως δυνητικά μέσα αγώνα ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση ή, ακόμα χειρότερα ίσως, υπονομευθούν από συντηρητικές και ακροδεξιές –αντιπολιτευτικές- δυνάμεις. Οι αυτοοργανωμένες λαϊκές συνελεύσεις θα στήνονται με την ευλογία του κράτους, θα οργανώνουν «δημόσιους διαλόγους» και όχι κινητοποιήσεις, και δεν θα στήνουν κανένα «Άπαρτο κάστρο»[9]· αντίθετα, θα συνεδριάζουν στις αίθουσες των δημοτικών συμβουλίων και θα λειτουργούν ως όργανα συλλογικής αυτομόρφωσης πάνω στην κρατική προπαγάνδα.
Τι να κάνουμε;
Στην περίπτωση που μια κυβέρνηση αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθήσει συναινετική προς τα κινήματα στρατηγική (τουλάχιστον στην αρχή), σημαίνει πως η ριζοσπαστική κινηματική δράση στην Ελλάδα τίθεται αυτομάτως σε ύφεση ή και σε διαρκή αναστολή. Μια κυβερνητική στρατηγική ικανοποίησης και συνεργασίας με τα κινήματα, θα σημάνει αυτόματα την εξάλειψη των κινημάτων εν τη γενέσει τους ή, ακόμα χειρότερα, την προληπτική τους κατάσβεση πριν καν προλάβουν να ξεσπάσουν.
Η αυτοοργάνωση, η αυτοδιαχείριση και η άμεση δημοκρατία, θα συνδεθούν στη λαϊκή συνείδηση με το κράτος και μάλιστα στην πιο ακάθαρτη, αντεπαναστατική τους μορφή· ο κοινωνικός επαναστατικός αγώνας θα πάει για άλλη μια φορά μερικά βήματα πίσω. Η συνειδησιακή διαπλαστική δυναμική του κράτους, θα περιβληθεί αριστερο-προοδευτικό-κινηματικό μανδύα και κάθε κίνηση κρατικής αυθαιρεσίας θα «χρεώνεται» στις ευρύτερες ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Για όλα αυτά και για χιλιάδες άλλους λόγους, η θέση των αναρχικών σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι σταθερή και αμετακίνητη. Καμία υποχώρηση, καμία συναίνεση και καμιά ανοχή στο κράτος και τους επίδοξους διαχειριστές του. Η αυτοοργάνωση, η εργατική αυτοδιαχείριση, η κοινωνική αλληλεγγύη και ο ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο και τον στρατό του, δεν γίνεται με κρατική χρηματοδότηση και χαμόγελα προς κάθε κατεύθυνση, αλλά με αγώνες, συγκρούσεις και στερήσεις· όχι στα πλαίσια μιας αιώνιας αναμονής για την παγκόσμια επανάσταση, αλλά και όχι στην υποχώρηση της μικροαστικής ανυπομονησίας για μια κάποια αλλαγή.

Σημειώσεις:

[1] Συνέντευξη στην εφημερίδα Τα Νέα, 3.11.75 του Παπανδρέου Α., Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, Αθήνα, εκδ. Αιχμή, 1977, σ. 45-46.

[2] Κονδύλης Π., Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2007, σ. 31.

[3] Αν εξετάσουμε το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκεται σε αρκετά διαφορετική θέση από γνωστές, ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις των ημερών μας. Έχει ελάχιστη επιρροή στο συνδικαλιστικό πεδίο και οι δυνάμεις του στον δρόμο δεν ξεπερνούν τη δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απέχει πόρρω, για παράδειγμα, τόσο από τον ισπανικό Συνασπισμό της αριστεράς (IU) όσο και από το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα(PCF), που έχουν και τα δύο ισχυρή παρουσία στο συνδικαλιστικό πεδίο. Βλ. Izquierd Unida(η μεγαλύτερη δύναμη του συνασπισμού είναι το γνωστό από την εποχή του εμφυλίου, Ισπανικό Κομμουνιστικό κόμμα – PCE) και Parti Communiste Francais. Τα συνδικάτα που βρίσκονται κοντά στα δύο κόμματα είναι τα CCOO (Comisiones Obreras) στην Ισπανία και η CGT(Confederation Generale Du Travail) στη Γαλλία, αντίστοιχα.

[4] Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι πριν τον εμπρησμό του εργοταξίου στις 15 Φεβρουαρίου του 2013, το θέμα είχε θαφτεί από τα ΜΜΕ, ενώ οι πορείες αλληλεγγύης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη(Ιούνιος 2012) αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Μετά από τον εμπρησμό και τις διαστάσεις που πήρε το ζήτημα, πραγματοποιήθηκαν δύο μαζικότατες πορείες αλληλεγγύης με χιλιάδες κόσμου σε Αθήνα (12Μαρτίου 2013) και Θεσσαλονίκη(9 Μαρτίου 2013). Στην πορεία της Θεσσαλονίκης συμμετείχαν πάνω από 10 χιλιάδες άτομα.

[5] Κείμενα θέσεων του 6ου συνεδρίου της νεολαίας ΣΥΝ, Κεφάλαιο 2 – «Κινήματα πόλης και οικολογικοί αγώνες»,http://archive-gr.com/page/1903877/2013-04-22/http://www.neolaiasyn.gr/theseis.php?id=714 . Στο εν λόγω εδάφιο, η νεολαία ΣΥΝ προφανώς μπερδεύει τον αναρχικό χώρο με το ΚΚΕ(τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος). Αν, λοιπόν, τα παραπάνω γραφόμενα δεν είναι προϊόν παραδρομής, θα παρακαλούσαμε τη νεολαία να μας δώσει το παράδειγμα ενός τοπικού αγώνα που απομαζικοποιήθηκε λόγω της υπονομευτικής δυναμικής του αναρχικού χώρου.

[6] Υπάρχουν και κοινωνικά κινήματα που δεν απευθύνονται αναγκαστικά στις αρχές. Στον απρόν κείμενο, όμως, αναφερόμαστε στα κοινωνικά κινήματα με πολιτική διάσταση, σε όσα δηλαδή στρέφονται προς τις αρχές για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Βλ. Neveu E., Η κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων, Αθήνα, εκδ. Σαββάλας, 2010.

[7] Βλ. Μπακούνιν Μ., Μαρξισμός, ελευθερία και κράτος, στο anthostoukakou.blogspot.gr/2012/07/1.html.

[8] «[…] ένας λαός, ο οποίος κάτω από ένα οποιοδήποτε πρόσχημα, μπορεί να υποφέρει την τυραννία, αναγκαία χάνει τελικά τη σωτήρια συνήθεια της εξέγερσης, ακόμα και το ίδιο το ένστικτο της εξέγερσης», Μπακούνιν, στο ίδιο.

[9] Το ανταγωνιστικό πολιτικό στέκι «Άπαρτο Κάστρο» ήταν ένας αυτοσχέδιος χώρος, που λειτούργησε ως κέντρο αγώνα για τους κατοίκους της Κερατέας, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στον ΧΥΤΑ.

****

Πολιτική Επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός», τεύχος 3.

cover_small3

Κυκλοφόρησε από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ το 3ο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός», έχοντας ως κύρια θεματική το έμφυλο ζήτημα. Τα άρθρα του 3ου τεύχους είναι:

Σημείωμα της Συντακτικής Ομάδας
Εξουσία και Σεξουαλικότητα: εισαγωγικές δοκιμές σε μια συζήτηση, του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Η ερωτική απελευθέρωση ως ζητούμενο όλων, του Άρη Σαδίκη
Φτιάχνοντας κινήματα, οργανώνοντας κοινότητες, της ομάδας Queertrans
Το έμφυλο ζήτημα στον λόγο της Χρυσής Αυγής (How I Learned to Stop Worrying and Love the mop), της Νεφέλης-Μυρτώς Πανδίρη
Φύλο και εξουσία: Εισαγωγικές παρατηρήσεις περί της υπαγωγής των φύλων στην υποτέλεια, της Αθανασίας Δανελάτου
Μujeres Libres της Ισπανίας: «να απελευθερώσουμε τις γυναίκες από τη δικτατορία της μετριότητας», του Νίκου Νικολαΐδη
Ο φεμινισμός και η ανάπτυξη του γυναικείου θεάτρου, της Ασπασίας Λυκουργιώτη
ΣΥΡΙΖΑ: Η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων, του Αντώνη Δρακωνάκη
Κοινωνικές τάξεις και αναρχική οργάνωση, του Κώστα Πολίτη
Κρίση και ρήξεις: Ρωγμές για την εποικοδομητική πολιτική πράξη του αναρχισμού, του Juan Cruz López. Από το θεωρητικό περιοδικό της CNT, «Estudios», τ.2, 2012. Η μετάφραση έγινε από τη Βενετία Ποσταντζόγλου
Για την ιστορία της ληστείας και τις σημασίες της. Μια ανάγνωση στους Ληστές του E. Hobsbawm, του Παναγιώτη Διδάχου
ΑΡΧΕΙΟ: Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους, του Φίλιππα Κυρίτση. Από το περιοδικό «Κράξιμο», τ.8, Μάιος 1988.
Τέχνη, φεμινισμός και άλλα παραμύθια. Η περίπτωση της Barbara Kruger, της Α.Α.
Η εικονογράφηση του τεύχους περιλαμβάνει έργα της Barbara Kruger.

Όποιος/όποια επιθυμεί να διακινήσει την πολιτική επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός» και τα υπόλοιπα βιβλία των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ σε στέκια, καταλήψεις, κοινωνικούς χώρους αλλά και χέρι με χέρι, μπορεί να επικοινωνήσει στο koursal@hotmail.com και στο τηλέφωνο 6984816962.

Εν μεγάλω Ελληνικώ Κράτος, 2014 μ.χ

Ίσως οι περισσότεροι να θυμάστε την καμπάνια του ιδρύματος Ωνάση και του αρχείου Κ.Π.Καβάφη (που ανήκει στο Ίδρυμα) τον Οκτώβρη του 2013, όπου οι στίχοι του ποιητή κυκλοφορούσαν σε μετρό, λεωφορεία και άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε γιγαντοαφίσες ή πόστερ και άλλα διάφορα.

Θα θυμάστε επίσης την διάσταση που πήρε το ζήτημα, καθώς η σχετική πρωτοβουλία πραγματοποίησε μια αυθαίρετη κοπτοραπτική επάνω στην ποίηση του Καβάφη-που κατ’ αρχήν αποτελεί εχθρική πράξη ενάντια στο πολυσήμαντο έργο του ποιητή αλλά ας το προσπεράσουμε για λόγους οικονομίας.

Θα θυμάστε στη συνέχεια τις άπειρες φωτοσοπιές που κυκλοφόρησαν αντιγράφοντας ειρωνευόμενες το παράδειγμα του Ιδρύματος, ευτυχώς όχι με στίχους του ποιητή αλλά με ό,τι ατάκα ήθελε ο καθένας. Και κάπως έτσι γέμισαν τα σόσιαλ μίντια με εκείνο το κόκκινο λεωφορείο που έφερε επάνω τον κουτσουρεμένο στίχο ‘’είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία’’απ’ το ποίημα ‘’Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.’’ όπου βέβαια εννοεί κυρίως τη βιασύνη, παρά τη φυσική βία.

Ως απάντηση στις ‘’αντιδράσεις’’ το Ίδρυμα τότε ανέφερε πως δεν υπάρχει καμιά πολιτική σκοπιμότητα γύρω από αυτή την πράξη, και τέλος πάντων, ένας στίχος είναι βρε αδερφέ. Βέβαια, είναι χαρακτηριστικό του πόσο κωθώνια πρέπει να θεωρεί τον ‘’λαουτζίκο’’ το Ίδρυμα Ωνάση για να προχωρήσει σε μια τέτοια μίνι προβοκάτσια.

Τώρα, ποια η σχέση αυτού του γεγονότος με τα… δρώμενα του Πολυτεχνείου πριν και κατά την 17ή Νοέμβρη: Άμεση και πάνω απ’ όλα διαλεκτική

Το Ίδρυμα Ωνάση μπορούμε να το θεωρήσουμε χοντρικά-χοντρικά ως ένα φορέα του αστικού πολιτισμού, ένα πόλο της κυριαρχίας που απ’ το δικό του μετερίζι προσφέρει στην πλουραλιστική μάχη του Κεφαλαίου ενάντια στην Εργασία. Η κοπτοραπτική του στα ποιήματα του Καβάφη συγκαταλέγεται και ακολουθεί τα trends του ιδεολογικού οπλοστασίου των αφεντικών ενάντια στην εργατική τάξη και κάθε κοινωνική ανταρσία που ξεπηδά απ’ τα σπλάχνα της. Συμβαδίζει απόλυτα, ολοκληρωτικά και μάλιστα αναπαράγει την ιδεολογική κυριαρχία του συμπλέγματος Κράτος-Κεφάλαιο. Ο λόγος, για την βία ως αναλυτικό /ερμηνευτικό εργαλείο της κοινωνικής κίνησης και τη θεωρία των δύο άκρων που αποτελεί αποκύημά της.

Την αρχή ενδεχομένως να την έκανε ο ιστορικός Στάθης Καλύβας πριν καμιά δεκαριά χρόνια με αφορμή την ‘’επίθεσή’’ του στην κυρίαρχη ιστορική αφήγηση της αντίστασης και του εμφυλίου, όπου και εισήγαγε τη βία ως μέτρο για πάσαν νόσο και πάσαν μαλακίαν. Βασικό στόχος του Καλύβα (και του Κράτους) ήταν και παραμένει η απενοχοποίηση των ταγματασφαλιτών και γενικά των συνεργατών των ναζί και η καταγγελία της ‘’κόκκινης τρομοκρατίας’’.

Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, το θαύμα του ελληνικού καπιταλισμού άρχισε να πνέει τα λοίσθια και κάπου μετά την απογείωση του 2004 άρχισε η βάρκα να μπάζει. Σαφώς, κομβικό σημείο για τα ιδεολογικά όπλα (και όχι μόνο) του Κεφαλαίου αποτέλεσε η εξέγερση του Δεκέμβρη ως άρνηση και ταυτόχρονα προεικόνιση όσων θα ακολουθούσαν και κάπου εκεί τα αφεντικά αποφάσισαν να προετοιμαστούν και έτσι βρήκε την πραγματική της εφαρμογή η ριζοσπαστική θεωρία του απολογητή Σ.Καλύβα και των ομοίων του.

Κάπως έτσι φτάνουμε στην τρέχουσα περίοδο όπου το νήμα της αφήγησης του Καλύβα συναντά την κοπτοραπτική του Καβάφη, τα εξώφυλλα της lifo για τους δύο ξένους στην ίδια πόλη, όλη την ιδεολογική τρομοκρατία των μμε υπό τον γενικό τίτλο η θεωρία των δύο άκρων, τις προκλητικές συμπεριφορές της αστυνομίας της αριστερής αφήγησης και βέβαια την καταστολή κάθε είδους που το Κράτος εξαπέλυσε τα τελευταία χρόνια ενάντια σε κάθε κοινωνικό αγώνα.

Η κυρίαρχη προπαγάνδα συγκεντρώθηκε γύρω από την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, γύρω από μια δημοκρατική επίφαση της καταδίκης των ακραίων στοιχείων, γύρω από έναν ομογενοποιητικό χυλό εξίσωσης των μαφιόζων/δολοφόνων φασιστών με κάθε μορφή κοινωνικής αντίδρασης του προλεταριάτου ενάντια στην επίθεση του Κεφαλαίου (απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, αυτοοργανωμένα εγχειρήματα κ.ο.κ).

Σήμερα, ύστερα από την εμπειρία των τελευταίων χρόνων καταλαβαίνουμε πως αυτό έγινε για έναν βασικό λόγο: την ανεμπόδιστη χωρίς πολιτικά κόστη ολοκληρωτική στροφή του Κράτους προκειμένου να διαχειριστεί με την μπότα της καταστολής τη μαινόμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση ενάντια στην εργατική τάξη και το προλεταριάτο και βέβαια τις όποιες αντιστάσεις προκύψουν

Έτσι, μέσα στο πλαίσιο του καταρρέοντος κοινωνικού συμβολαίου τα ιδεολογικά όπλα των αφεντικών μετασχηματίζονται προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο της γενικευμένης κοινωνικής επίθεσης του Κράτους. Προκειμένου να προσφέρουν την απαραίτητη νομιμοποίηση της ασύλληπτης καταστολής ενάντια σε όποιον τολμά να αντιπαραθέσει βία στην βία της εξουσίας ή έστω μια διαφορετική οπτική. Και βέβαια, τα όπλα αυτά είναι τόσο αποτελεσματικά που καταφέρνουν, την ίδια στιγμή, η δημοκρατική λειτουργία του Κράτους να διατηρείται ακέραιη και μάλιστα εκ νέου επίκαιρη.

Ακριβώς επειδή τίποτα δεν αντλεί την αιώνια ύπαρξή του από κάποια σφαίρα των ιδεών, το δημοκρατικό καθεστώς έπρεπε και αυτό να μετασχηματιστεί, να εκσυγχρονιστεί σύμφωνα με τις τωρινές ανάγκες αναπαραγωγής του Κράτους και του Κεφαλαίου. Η βία ως ερμηνευτικό εργαλείο των αφεντικών καταφέρνει να πραγματοποιήσει ταυτόχρονα δυο αποστολές: Από τη μια το ομαλό ξεπέρασμα της απαραίτητης κατάρρευσης της μεταπολίτευσης ως κοινωνικό συμβόλαιο (σαφώς και με την βοήθεια των εκλογών) και η ανανέωση των δημοκρατικών διαδικασιών επάνω στο μαξιλαράκι της βίας των από κάτω δίχως πολιτικό κόστος και, απ’ την άλλη, η σχιζοφρενική βία των δυνάμεων καταστολής, τα συνεχόμενα δικαστικά πραξικοπήματα ενάντια σε όποιον το Κράτος θεωρεί εχθρό, η ολοκληρωτική στροφή του κρατικού μηχανισμού, οι φασίστες, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο εν γένει αποκλεισμός απ’ τη …Δημοκρατία (ως χώρου αναπαραγωγής των κοινωνικών αναγκών) όσον επιλέγουν να αντισταθούν στην ισοπέδωση των ζωών τους.

Με λίγα λόγια τα αφεντικά δημιούργησαν έναν κοινωνικό χώρο, σχηματικά κάτω από το δημοκρατικό καθεστώς, όπου για την εξουσία όλα επιτρέπονται. Η Δημοκρατία τους ύψωσε τα τείχη της προκειμένου το Κεφάλαιο να ολοκληρώσει την αναγκαία αναδιάρθρωση: λυσσαλέα επίθεση στην εργατική τάξη και στις υποχρεώσεις αναπαραγωγής της. Για’ αυτό οι μπάτσοι μπορούν πολύ εύκολα να εξαπολύουν πογκρόμ εναντίων των φοιτητών στις 13 και 14 Νοέμβρη, της πορείας του Πολυτεχνείου και όσων βρέθηκαν στα Εξάρχεια την 17ή απροσχημάτιστα και χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό κόστος.

Για’ αυτό και είναι γελοίες οι αναφορές περί προκλητικής στάσης της αστυνομίας. Γι’ αυτό είναι γελοίες οι επικλήσεις στη Δημοκρατία, στα δικαιώματα του πολίτη* κ.ο.κ. Γίνονται μόνο από αυτούς που έχουν ξεμείνει στο προηγούμενο καθεστώς διαχείρισης, τότε που η αριστερά και το εργατικό κίνημα μπορούσε να συνδιαλλέγεται με το Κράτος (την εκάστοτε κυβέρνηση) και όντως να αποκομίζει οφέλη. Ενδεχομένως βέβαια το κομμάτι αυτό που επιμένει σε αυτή την ανάγνωση μπορεί ακόμα να το κάνει για λογαριασμό του, για τους υπόλοιπους υπάρχουν μόνο τα γκλόπς των μπάτσων.

* είναι άλλο πράγμα η τακτική και άλλο πράγμα τι εργαλεία χρησιμοποιείς προκειμένου να εξηγήσεις τον κόσμο και αντίστοιχα να αναλάβεις δράση.

Δεσμώτης

http://misostaksiko.com/2014/11/19/en_megalo_ellhniko_kratos_2014/

Αστικές Επιρροές στον Αναρχισμό στο Σήμερα

(από halastor.blogspot.com)

Μετάφραση kostav. Το παρακάτω κείμενο εκδόθηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Μοrtar της ειδικής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης CommonCause που δραστηριοποιείται στον Καναδά. Το αρχικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στοhttp://zabalazabooks.net/2014/07/02/bourgeoisinfluenceonanarchismredux/
Διαβάζοντας κάποιος στον Καναδά τον Λουίτζι Φάμπρι σήμερα, έναν αναρχικό του επαναστατικού κομμουνισμού, είναι πιθανό να διακατέχεται από ένα αίσθημα αυτάρεσκης ικανοποίησης μαζί με μια ανάπαυλα αλαζονικής δυσαρέσκειας. Ο τρόπος με τον οποίο θέτει τις απόψεις του σχετικά με την υποτίμηση της πολιτικής μας παράδοσης είναι ικανή να μας κάνει να πιστέψουμε πως διαβάζουμε τα λόγια ενός ομοϊδεάτη μας, μιας και η πολεμική του μας φαντάζει άκρως σωστή και χιουμοριστική και ιδιαίτερα λόγω του ότι είχε γίνει σχεδόν πριν από ένα αιώνα. Ωστόσο έχουμε πραγματικά “κερδίσει” αυτά τα αυτάρεσκα καταφατικά κουνήματα του κεφαλιού καθώς και τα γέλια τα οποία συνοδεύουν την ανάγνωση του βιβλίου “αστικές επιρροές στον αναρχισμό”; O Φάμπρι ασκεί κριτική στο αυξανόμενο αίσθημα εντός της αναρχικής παράδοσης του δοξασμού των παρανόμων, των βομβιστών και των εκτελεστών των ημερών του. Την οποία βλέπουμε και εμείς να συνεχίζεται μέσω των αντι-οργανωτικών, των πουριτανών του black block, καθώς και πράσινων αντιδραστικών. Όμως είναι αυτές όντως οι σύγχρονες αντίστοιχες αστικές επιρροές εντός τουαναρχισμού;
O Λουίτζι Φάμπρι είναι ένας αναρχικός κομμουνιστής του παρελθόντος, ο οποίος δεν μοιραζόταν μόνο τον επαναστατικό ζήλο και την ίδια γλώσσα με τον σύντροφό του Ερρίκο Μαλατέστα, αλλά επίσης και μια αξιοσημείωτη πολιτική σκέψη και ανάλυση. Το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο του 1917 στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω νομίζουμε πως αρκεί για να αναδείξει την ικανότητα του, καθώς και να δώσει και μια σύντομη περιγραφή για το περιεχόμενο του κειμένου:
“Τα μυαλά των ανθρώπων, ιδίως των νέων, διψάνε για το μυστήριο και το ασυνήθιστο, επιτρέποντας στους εαυτούς τους να παρασυρθούν από το πάθος τους για κάτι το νέο, το οποίο εάν το αναλύσουν ψύχραιμα μετέπειτα από τον αρχικό ενθουσιασμό, σίγουρα θα το απορρίψουν. Αυτή η επιθυμία για νέα πράγματα, αυτό το ριψοκίνδυνο πνεύμα, αυτός ο ζήλος για το ασυνήθιστο, έχει φέρει στον αναρχικό χώρο τους πιο πραγματικά ευαίσθητους ανθρώπους και ταυτόχρονα και τους πιο ξεροκέφαλους και επιπόλαιους, άτομα τα οποία δεν τους απωθεί το παράλογο, αλλά αντίθετα καταπιάνονται με αυτό. Έλκονται από εγχειρήματα και ιδέες ακριβώς επειδή είναι παράλογες, με αποτέλεσμα ο αναρχισμός να γίνεται γνωστός για τον παράλογο χαρακτήρα και την γελοιότητα, τις οποίες  προσέδωσαν στις αναρχικές ιδέες, η άγνοια και οι αστικές διαστρεβλώσεις και συκοφαντίες.”
Η πιο αληθινή μεταφρασμένη λέξη
Σε αντίθεση με την Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, ο αναρχικός χώρος των αρχών του 21ου αιώνα δεν είναι γεμάτος από απεγνωσμένους εκτελεστές-ποιητές ή λαθραίους μυστικούς βομβιστές που απομάκρυναν το προλεταριάτο με τις τολμηρές και βίαιες πράξεις τους. Σήμερα, ο αναρχισμός κουβαλάει όλων των ειδών τους επιτήδειους και πεσιμιστές καταστροφολόγους, τους οποίους οι γείτονες και οι συνάδελφοι μας πιο πολύ θεωρούν ενοχλητικούς παρά φοβούνται. Ίσως να πιάνουμε κιόλας τους εαυτούς μας στις πιο αδύναμες στιγμές μας να φανταζόμαστε νοσταλγικά πως συμμετέχουμε σε κάποια επαναστατική συνωμοσία του παρελθόντος, μιας και κάτι τέτοιο μπορεί να παραβλέψει την σκληρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας όπου έχουμε μπλέξει με ένα εκνευριστικά ορατό τσούρμο των ηλιθίων.
Σήμερα ο απεγνωσμένος τρόμος και η οργή των συνωμοσιολόγων, οι συνταγές της υγείας και της ευζωίας των ψευτοεπιστημόνων ή αντιεπιστημόνων μυστικιστών και οι αφηρημένες θεωρητικές καινοτομίες των ακαδημαϊκών σκοταδιστών αφήνουν τα αντίστοιχα σημάδια τους σε πολλά από τα κινήματα που οργανώνουμε και μέσα σε αυτά που αγωνιζόμαστε ως επαναστάτες. Η πρόθεσή μας με αυτό το άρθρο είναι να μην επιτρέψουμε σε αυτά τα σημάδια να μείνουν ανεξίτηλα, αλλά αντ΄ αυτού να τα διαγράψουμε.
Τα μέλη του τμήματος του Common Cause στο Τορόντο έγιναν μάρτυρες του χάους που δημιουργήθηκε όταν οι τρεις προαναφερόμενες κατηγορίες ανθρώπων βρέθηκαν στο πάρκο του  St. James στο Occupy Toronto. Εκεί βρέθηκαν συνωμοσιολόγοι της 11ης Σεπτεμβρίου και άτομα που χρησιμοποιούσαν τον διαλογισμό ως ένα μέσο αντίστασης όπου είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν για ολόκληρες βδομάδες το μίσος και φόβο τους για την φθορίωση και τα εμβόλια, με διάφορους φοιτητές να παρατηρούν παρά να συμμετέχουν αφού έκαναν τα σχόλια τους σχετικά με τις προοπτικές και τις αποτυχίες του occupy, μιας και αυτό συσχετιζόταν με την ακαδημαϊκή τους έρευνα. Όλα αυτά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του μέσου κάτοικου του Τορόντο στην προσπάθεια του να κατανοήσει το τι σημαίνει οικονομική ανισότητα και διαφθορά, αφήνοντας τον κάτι παραπάνω από μπερδεμένο με την είσοδο του στον χώρο.
Οι αναρχικοί που συμμετείχαν στο  Occupy Toronto δεν τα πήγαν καλύτερα. Η συμπεριφορά μας ήταν η τυπική συμπεριφορά  που έχουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτές τις συγκεκριμένες καταστάσεις. Αμφιταλαντευόμασταν μεταξύ απέχθειας και παρωδίας και μιας αόριστης ιδέας για μια κάποια προοπτική. Επηρεασμένοι από μια κάποια ριζοσπαστική αντίληψη, αποφασίσαμε να δούμε το μέρος ως μια ευκαιρία και αισθανθήκαμε μια υποχρέωση να συμμετάσχουμε σε αυτό. Παρολα αυτά επικρατούσε μια αναποφασιστικότητα, λόγω της δυσκολίας της αναγνώρισης των ιδεών που επικρατούσαν στον χώρο και τελικώς καταλήξαμε να αναπαράγουμε μια προβληματική συμπεριφορά καθώς και αρκετούς διαξιφισμούς. Όπως συμβαίνει συχνά είναι δύσκολο να διαχωρίσεις εντελώς το ποιες ιδέες δεν έχουν καμία προοπτική μεταστροφής και ποιες αξίζουν τον κόπο να καταπιαστείς μαζί τους. Οι θεωρίες συνωμοσίας μερικές φορές αναφέρονται σε πραγματικά ζητήματα οικονομικής εκμετάλλευσης, σε πολέμους και περιβαλλοντολογικά θέματα, ο  ιατρικός μυστικισμός κριτικάρει σωστά την σκευωρία του κράτους και του κεφαλαίου που ελέγχουν σχεδόν ολόκληρη την “κύρια” παγκόσμια ιατρική επιστήμη και η υποτιθέμενη πνευματική πολυπλοκότητα και αυστηρότητα των αριστερών ακαδημαϊκών την οποία προσδίδουν στον εαυτό τους έχει μια κάποια αξία αν την πάρουμε ως ένα πνευματικό ιδανικό στο οποίο όλοι οι επαναστάτες πρέπει να στοχεύουν ως την αυτομόρφωση τους. Παρά τις υποτιθέμενες προοπτικές,  καταλήξαμε ότι οι παραπάνω τρεις κατηγορίες ανθρώπων προσφέρουν μόνο αδιέξοδα.
Όσο ανησυχητική ήταν η εμπειρία μας από την συμμετοχή μας στο Occupy, τόσο και ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός πως γενικά θα πρέπει να κατηγορήσουμε και τους εαυτούς μας για όλη αυτή την κατάσταση. Ενώ η πολεμική του Φάμπρι στρεφόταν προς αυτό το οποίο θεωρούσε ως ένα είδος πνευματικής και στρατηγικής αναπαραγωγής  της αστικής σκέψης πάνω στον αγαπημένο του προλεταριακό αναρχισμό, αυτό το οποίο σήμερα μας απασχολεί είναι οι εσωτερικές συνθήκες. Από πολλές απόψεις, φλερτάρουμε με αυτές τις προβληματικές ιδέες άμεσα, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις το εν λόγω πρόβλημα είναι λιγότερο εμφανές και άμεσο. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα όρκο αίματος- αποκηρύσσοντας τα αλουμινένια καπέλα (στμ με αυτόν τον όρο αναφέρονται ως ένα είδος συμβολισμού των συνομωσιολόγων), τις αντιπαθητικές πολυλογίες,  και την μαγεία – μόνο για να παραμείνουμε στη μέση μια πολιτικής δίνης που συνεχίζει αργά αλλά σταθερά να φέρνει τα αστικά “απόβλητα” προς το μέρος μας.
Σκοπός και έργο μας δεν είναι να αναγνωρίσουμε τα συμπτώματα των (κοινωνικών) παθήσεων μας (τρία εκ των οποίων είναι οι θεωρίες συνωμοσίας, ο γνωσιακός σκοταδισμός και ο μυστικισμός) αλλά να αναγνωρίσουμε την παθογένεια. Δεν βρισκόμαστε απλά στην κατάσταση που επέφερε μια ιστορική διαφωνία ως προς τον ορισμό της αναρχίας και ούτε μόνο καταπιεζόμαστε και καταστελλόμαστε από εξωτερικές δυνάμεις. Έχουμε πλαισιώσει ένα περιβάλλον με τις δικές μας προδιαθέσεις, το οποίο και μπορεί να  ταιριάξει σε αυτούς που μας δίνουν μια περαιτέρω τροφή για σκέψη έστω και μέσω καταστάσεων που θεωρούμε αρνητικές και ανησυχητικές. Είμαστε περιτριγυρισμένοι από άτομα με τα οποία μπορεί να διαφωνούμε, αλλά μοιραζόμαστε κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Η αμφιβολία και η δυσπιστία μας σε αυτό το θέμα μόνο να μας εμποδίσει μπορεί από το να απαλλαγούμε οριστικά από αυτό.
Οπότε, ας μιλήσουμε ξεκάθαρα και ωμά, πώς στο διάολο συνεχίζουμε να ξανακαταλήγουμε εδώ;
I. Σε ποιον αναφερόμαστε;
Για να αποφύγουμε λοιπόν μια αναποτελεσματική αναποφασιστικότητα, πρέπει καταρχήν να δώσουμε μια υπόσταση στις ανησυχίες μας. Στο παρών κείμενο έχουμε αναγνωρίσει την συνωμοσιολογική, την σκοταδιστική και την μυστικιστική σκέψη ως τα βασικά μας ζητήματα προς ενασχόληση. Όμως το να τις χρησιμοποιούμε ως γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να περιγράψουν την κατάσταση απόλυτα δεν θεωρούμε πως είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Εάν η προσέγγιση μας θέλουμε να οδηγήσει στην κατανόηση των εν λόγω ζητημάτων πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα σοβαρά στοχεύοντας στην ανάλυση του περιεχομένου του. Για παράδειγμα όσον αφορά τον ακαδημαϊκό σκοταδισμό δεν αναφερόμαστε στην ανώτερη εκπαίδευση ή την πνευματικότητα, τέτοια άτομα μπορεί να μην έχουν πάει ποτέ στην ζωή τους σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αρκετοί ακαδημαϊκοί όπως ο  Noam Chomsky και ο Ian Hacking έχουν κάνει αρκετές σημαντικές αναφορές στο εν λόγω ζήτημα. Η δική μας ανάλυση δεν πρέπει να εστιάσει τόσο στο ποιοι είναι αυτοί που αναπαράγουν αυτό το είδος σκέψης, αλλά το ποιο είναι το περιεχόμενο της και το τι βρίσκεται πίσω από αυτό.
Κάποια από τα βασικά στοιχεία που θεωρούμε πως το τρίπτυχο συνωμοσιολόγων, σκοταδιστών και μυστικιστών μοιράζεται είναι η άρνηση της εκλογίκευσης, η πεποίθηση πως η απόψεις τους είναι άκρως σημαντικές και η διάδοση τους είναι ό,τι σημαντικότερο μπορούν να κάνουν, η υποστήριξη απόψεων που είναι ταυτόχρονα γενικές και άπειρα ελαστικές, η αντιμετώπιση όσων δεν μοιράζονται τις απόψεις του ως χαζά πρόβατα ή κομφορμιστές, καθώς και η ύπαρξη ενός πέπλου πνευματικότητας και διανοητικότητας το οποίο γρήγορα πέφτει και αντικαθίσταται από μια συναισθηματική και ηθική χειραγώγηση. Εάν μια ιδέα λοιπόν και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται έχει αυτά τα χαρακτηριστικά την συμπεριλαμβάνουμε σε αυτή την κατηγορία ανεξαρτήτως της πηγής της.
Ευφυής Σχεδιασμός
Οι θεωρίες συνωμοσίας προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση σε συγκεκριμένα γεγονότα η οποία να τα ανάγει σε μια γενική αλήθεια σχετικά με την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αρνούμενη την ύπαρξη συμπτώσεων ή δυναμικών ιστορικών συνθηκών, κάθε γεγονός ή αξιοσημείωτο επίτευγμα και εξέλιξη οφείλεται σε μια μεθοδευμένη στρατηγική αυτών που βρίσκονται στην εξουσία. Οι θεωρίες συνωμοσίας συνήθως στηρίζονται σε ερμηνείες ιστορικών γεγονότων βάσει ψευτοεπιστημονικών στοιχείων που υποστηρίζουν υπερφυσικά ή εξωγήινα στοιχεία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που είναι εξίσου συχνό και πιο ανησυχητικό- λόγω των συχνών ρατσιστικών υπαινιγμών του- είναι στοιχεία που συσχετίζονται με αιματική (και άρα βιολογική), εθνική και θρησκευτική γενεαλογία ως βάση της θεωρίας συνωμοσίας. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι ταυτόχρονα μια γενική αλήθεια αλλά επίσης και εντελώς εύκαμπτες, εξορισμού μπορούν να γενικευτούν και να αναπτυχθούν αρκετά ώστε να εξηγήσουν σχεδόν κάθε φυσικό, οικονομικό ή πολιτιστικό γεγονός το οποίοι βάζουν στο μυαλό τους.
Οι θεωρίες συνωμοσίας ανθούν σε έναν κόσμο στον οποίο η εργατική τάξη έρχεται αντιμέτωπη με την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση, τον πόλεμο, τη σεξουαλική βία, τη βαρβαρότητα του νομικού συστήματος, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη διαφθορά και πολλά άλλα. Η τεράστια αποδοχή που οι υποτιθέμενες συνωμοσίες έχουν, εκμεταλλεύεται τον αντίστοιχα μεγάλο φόβο και το μίσος το οποίο μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης αισθάνεται προς την πραγματικότητα που ζει. Βέβαια, ακόμα και οι θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες είναι ενάντιες στο κράτος και το κεφάλαιο το κάνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαστε εκ διαμέτρου διαφορετικοί και ενάντιοι ως αναρχικοί. Οι συνωμοσιολόγοι τείνουν να αντιμετωπίζουν τα άτομα ως μέρη κάποιας ταινίας και όχι ως μέρη μιας διευρυμένης κοινωνικής δομής. Έτσι για παράδειγμα αντί να μιλάνε για αφεντικά που επωφελούνται από τον καπιταλισμό και εργάτες που χάνουν από αυτόν, αναφέρονται σε μυστικές συμφωνίες μεταξύ συγκεκριμένων οικογενειών ολόκληρων γενιών,  ως βασικούς ένοχους και πρωταρχικής σημασίας ζητήματα.
Η απολυτότητα των θεωριών συνωμοσίας και η τάση τους προς την προσωποποίηση, δεν είναι ένα ασήμαντο θέμα. Όσοι πείθονται και εντάσσονται στο κοπάδι των συνωμοσιολόγων τείνουν να πιστεύουν πως το μυστικό το οποίο μόλις έμαθαν είναι υψίστης σημασίας, και γι αυτό η περαιτέρω διάδοση του είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορούν να κάνουν. Με το αναπόφευκτο που δημιουργεί η εμβέλεια της ελίτ, σε συνδυασμό με τον άμεσο έλεγχό της ελίτ πάνω σε όλους τους προηγούμενους αγώνες (ειδικά του κομμουνισμού), η μόνη λύση για τους συνωμοσιολόγους είναι να αφυπνίσουν την κοιμισμένη μάζα (sheeple) προωθώντας την αλήθεια της συνωμοσίας. Αυτή η εμμονή με την συνωμοσία δεν είναι μόνο εκ των πραγμάτων λανθασμένη, αλλά καταστρέφει και τις δυνατότητες για την πραγματική οργάνωση και αφήνει μόνο τον προσηλυτισμό. Μετατοπίζει την εστίαση από τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες- όπως η φτώχεια, η εκμετάλλευση κλπ- σε μια εντελώς ιδεολογική πάλη, στην οποία αποδεικνύει πως η ίδια η συνωμοσία είναι πολύ πιο σημαντική από οποιοδήποτε από τα αποτελέσματά της. Οι συνωμοσιολόγοι μπορεί να ξεκινήσουν κριτικάροντας κάποιες πραγματικές συνθήκες, αλλά αντί να τις θέσουν σε μια πορεία προς έναν αγώνα, παγιδεύονται και οι ίδιοι στην ασταμάτητη  προώθηση των όλο και πιο πολύπλοκων θεωριών συνωμοσίας.
Οι πραγματικοί πιστοί
H εστίαση σε εναλλακτικές μορφές υγείας ως ένα είδος ακτιβισμού έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές εντός της αντιεξουσιαστικής αριστεράς. Το σύστημα υγείας μας σίγουρα απέχει πολύ από το να είναι τέλειο, οι γιατροί σε πολλές περιπτώσεις πιο πολύ βλάπτουν παρά παρέχουν περίθαλψη- μερικές φορές λόγω έλλειψης εμπειρίας ή εξοπλισμού ή ακόμα και αλαζονείας. Και ο κύριος υπαίτιος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η πίεση και ο έλεγχος που ασκείται στο σύστημα υγείας από τις οικονομικές και πολιτικές δομές. Η δηλητηρίαση και παραμόρφωση νεογέννητων μωρών από την συνταγογράφηση του thalidomide (στμ φάρμακο που είχε χορηγηθεί σε αρκετές χιλιάδες εγκύους κατά την δεκαετία του 1950 και στις αρχές του 1960, κυρίως στις δυτικές χώρες και είχε ως συνέπεια τη γέννηση παιδιών με παραμορφωμένα άκρα) και η μόλυνση των παραληπτών αίματος από την υπηρεσία μετάγγισης αίματος του Καναδά, είναι μόνο δυο από τα πολλά παραδείγματα. Η κριτική της σχέσης του κλάδου της ιατρικής με το κεφάλαιο και το κράτος είναι σίγουρα ένα άκρως σημαντικό ταξικό ζήτημα για εμάς, όμως ακριβώς όπως με του συνωμοσιολόγους τα συμπεράσματα που βγάζουν οι μυστικιστές της υγείας είναι “επικίνδυνα”. Οι μέθοδες που χρησιμοποιούν για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους είναι άκρως ελαττωματικές και οι τρόποι με τους οποίους τις προπαγανδίζουν μπορούν να είναι άκρως επιβλαβείς.
Ο ιατρικός μυστικισμός συμπεριλαμβάνει τρεις διαφορετικούς, αν και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενους, τρόπους σκέψης. Ο πρώτος είναι ένα είδος καθαρού μυστικισμού, όπου οι διάφορες πέτρες και κρύσταλλοι που οι διάφοροι μυστικιστές χρησιμοποιούν λειτουργούν με τρόπους που είναι ασύνδετοι με την επιστήμη. Συχνά αυτή αποτελεί κάποιου είδους περιθωριακή θρησκευτική πίστη. Ο δεύτερος αποτελεί ένα ψευτοεπιστημονικό τρόπο σκέψης, συμπεριλαμβάνοντας ιδέες που παρουσιάζονται ως επιστημονικές, αλλά παρέχοντας ελάχιστες και ασταθείς αποδείξεις για την απόδειξη τους. Ενώ ο τελευταίος είναι καθαρά αντιεπιστημονικός και απορρίπτει απόλυτα την επιστήμη βάσει φιλοσοφικών, θρησκευτικών ή πολιτικών λόγων. Σίγουρα αυτές οι απόψεις είναι σε κάποιο βαθμό αλληλεπικαλυπτόμενες- κάποιος που υποστηρίζει αντιεπιστημονικές ιδέες είναι αρκετά πιθανό να ασχολείται με πρακτικές εναλλακτικής ιατρικής επίσης- όμως είναι διαφορετικές μεταξύ τους και η πίστη στην μια δεν συνεπάγεται την πίστη και στις υπόλοιπες. Ως ατομικές επιλογές μπορεί να ακούγονται απλά λάθος, όμως όταν προωθούνται μαζικά στον κόσμο μπορούν να γίνουν επικίνδυνες.
Μεταξύ των πιο ανησυχητικών και αποτελεσματικών τακτικών αυτών των “πραγματικών πιστών” είναι η συναισθηματική και ηθική χειραγώγηση που χρησιμοποιούν στην προσπάθεια προσέλκυσης ατόμων. Οι συνωμοσιολόγοι αναφέρονται σε όσους δεν πιστεύουν στις θεωρίες τους ως πρόβατα, χαζούς κλπ. Οι μυστικιστές της ιατρικής ακολουθούν μια αντίστοιχη ρητορική, όμως η εστίαση τους στις προσωπικές και κοινωνικά πιεσμένες επιλογές κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η εστίαση τους στην μητρότητα και τα παιδιά είναι γεμάτη με τέτοια παραδείγματα, όπου οι περισσότερες από τις επιλογές που οι μητέρες παίρνουν (για τα παιδιά τους) είναι βαθιά χρωματισμένες πολιτικά θετικά ή αρνητικά. Αυτό θέτει μια έντονη και αχρείαστη πίεση στις μητέρες που ανήκουν στην εργατική τάξη, οι οποίες ενώ ήδη υπόκεινται την εργασιακή εκμετάλλευση και βρίσκονται και κοινωνικά περιορισμένες και μερικές φορές περιθωριοποιημένες σε αυτόν τον ρόλο, πλέον υπόκεινται και μια αμφισβήτηση ως προς την φροντίδα που παρέχουν στα παιδιά τους. Όταν κάποιες πράξεις που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη των παιδιών των οποίων η αναγκαιότητα είναι ένα ανοικτό υπό συζήτηση θέμα, όπως ο θηλασμός και η “φυσική” γέννα, γίνονται ηθικές προσταγές, η ηθική των μητέρων που δεν μπορούν να παρέχουν αυτές τις πράξεις τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η ενοχή και οι τύψεις γίνονται ένα όργανο καταναγκασμού από τους μυστικιστές για να επεκτείνουν την επιρροή τους, φορτίζοντας διάφορες επιλογές με ένα ηθικό βάρος που καμία μητέρα δεν θα έπρεπε να έχει.
Οι εκστρατείες ενάντια στον εμβολιασμό προσφέρουν ένα κατεξοχήν παράδειγμα των ολέθριων συνεπειών που μπορούν αυτές οι ιδέες και πρακτικές να έχουν σε κοινότητες της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με μια έρευνα στην Αγγλία που έγινε το 2007 οι εκστρατείες ενάντια στον εμβολιασμό οργανώνονται κυρίως από άτομα που είναι αναμειγμένα με τον ακτιβισμό σε ζητήματα όπως τα μεταλλαγμένα τρόφιμα (GMO), την εναλλακτική ιατρική κλπ. Το εν λόγω έρχεται σε αντίθεση με τις περισσότερες ομάδες που εστιάζουν σε κάποιες μεταρρυθμίσεις στην υγεία, και συνήθως αποτελούνται από γονείς που θεωρούν πως κάποιο εμβόλιο είχε κάποια αρνητική επίπτωση στα παιδιά τους. Οι ακτιβιστικές ομάδες που εναντιώνονται στους εμβολιασμούς θεωρούν πως η επιλογή του εμβολιασμού πρόκειται για μια υποταγή στους γιατρούς και την κυβέρνηση, που προέρχεται από την τυφλή εμπιστοσύνη προς αυτούς χωρίς να παίρνουν στα σοβαρά την υγεία των παιδιών τους και όντας οι ίδιοι “πρόβατα”. Η άρνηση στον εμβολιασμό νοείται ως μια μορφή αντίστασης, δύναμης και αμφισβήτησης της εξουσίας. Αυτή η διχοτόμηση μεταξύ των “προβάτων” και των “σκεπτόμενων” μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη των συνωμοσιολόγων, και αν και μπορεί να το αντιλαμβάνονται κάπως διαφορετικά, και με αυτή των ακαδημαϊκών σχετικά με τους αμόρφωτους απλούς ανθρώπους που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να φτάσουν το υποτιθέμενο υψηλό επίπεδο της ακαδημαϊκής τους σκέψης. Οι ακτιβιστές που εναντιώνονται στους εμβολιασμούς βλέπουν την θεωρία των μικροβίων (στμ. βασική ιατρική θεωρεία της δυτικής επιστήμης σχετικά με τον τρόπο μόλυνσης μέσω μικροοργανισμών) αρνητικά, τάσσονται υπέρ μιας εναλλακτικής “ολιστικής” ιατρικής.
Βέβαια η εν λόγω στάση έχει αποβεί εντελώς ανθυγιεινή. Τα ποσοστά των εμβολιασμένων ανθρώπων έχουν πέσει σε αρκετά μέρη της Ευρώπης και της β. Αμερικής, έχοντας ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα θανατηφόρων ασθενειών όπως κοκίτη και ιλαρά. Το ακόμα πιο επίφοβο είναι πως το γεγονός πως αυτές οι ασθένειες είναι και πάλι ενεργές δημιουργεί τον κίνδυνο μετάλλαξης μικροβίων που θα είναι ανθεκτικά στα εμβόλια, θέτοντας έτσι το σύνολο του πληθυσμού σε κίνδυνο. Η ζημιά την οποία τα κινήματα εναντίον των εμβολιασμών προκαλούνε είναι εντελώς πραγματική και υλική, ενώ οι σκοποί του είναι εντελώς μη υλικοί και ηθικοί. Το ίδιο βέβαια ισχύει για πολλές εναλλακτικές πρακτικές ιατρικής, οι οποίες είτε έμμεσα είτε άμεσα έχουν προκαλέσει τον θάνατο σε ανθρώπους, επιλέγοντας τις εν λόγω πρακτικές ιατρικής αντί των συμβατικών μεθόδων θεραπείας.
Η φτώχεια και η ταξική θέση είναι οι πλέον καθοριστικοί παράγοντες της υγείας, έτσι λοιπόν οι αντιεξουσιαστές ακτιβιστές θα έπρεπε να εστιάσουμε τις ενέργειες μας σε αυτούς ακριβώς τους παράγοντες. Αυξάνοντας την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε μετανάστες, ανέργους, αδήλωτους εργαζόμενους, προωθώντας την ιατρική που στηρίζεται στην τεκμηρίωση κλπ, όπως πχ εκπαιδευμένες μαίες που μπορούν να βοηθήσουν τις μελλοντικές μητέρες στη γέννα και στην υγεία τους, ή πχ στην δωρεάν οδοντιατρική ή φυσιοθεραπευτική περίθαλψη. Αντί αυτού, βλέπουμε τους αναρχικούς που ενδιαφέρονται με τα ζητήματα της υγείας, να λαμβάνουν μια εκ διαμέτρου διαφορετική, και κάπως τρομακτική στροφή, ασκώντας σε μικρές συλλογικότητες τον βελονισμό και την μαιευτική απορρίπτοντας οποιαδήποτε σύγχρονη πρακτική. Αναπαράγοντας μια επικριτική και πατερναλιστική στάση που ασκώντας έντονη κριτική σε εκείνους των οποίων η προσωπική υγειονομική περίθαλψη δεν είναι “φυσική”, ούτε εναλλακτική, και όπως έχει κατά κάποιο τρόπο έρχονται να δείξει, όχι επαναστατική. Αντιγράφοντας τις επικριτικές και πατερναλιστικές συμπεριφορές που ασκούν κριτική σε όσους δεν επιλέγουν μια ιατρική περίθαλψη που να είναι “φυσική”, ή εναλλακτική, και όπως οι ίδιοι έχουν κατά κάποιον τρόπο επιδείξει, επαναστατική.
Οι φλύαροι πολυλογάδες
Ο σκοταδισμός αναφέρεται στην διαδικασία κατά την οποία κάποιος εσκεμμένα παρεμποδίζει την δημοσιοποίηση κάποιων γεγονότων πάνω σε ένα ζήτημα, είτε ενημερώνοντας μόνο μερικώς τους ενδιαφερόμενους είτε παρουσιάζοντας τα πράγματα με έναν σκόπιμα ασαφή τρόπο. Η συγκεκριμένη στάση είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο στους κύκλους των αριστερών ακαδημαϊκών και προφανώς μας βρίσκει εντελώς ενάντιους. Για να είμαστε λίγο πιο σαφείς με την κριτική μας πάνω στους ακαδημαϊκούς, δεν απορρίπτουμε γενικά την ανώτερη εκπαίδευση. Δεν αναφερόμαστε στις προσπάθειες ανάλυσης και κατανόησης των συνθηκών της εργατικής τάξης που μπορεί να γίνονται στα πλαίσια κάποια ακαδημαϊκής (ή και όχι) μελέτης, άλλα ούτε ακόμα και στην χρήση ενός πιο σύνθετου και μερικές φορές δυσνόητου λεξιλογίου που υπάρχει στην ακαδημία, μιας και η χρήση τεχνικών όρων είναι απαραίτητη σε αρκετά πεδία και αν αυτοί οι όροι είναι απαραίτητοι για την έκφραση μιας ιδέας, τότε δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε την χρήση τους. Για να παραφράσουμε τον Τσόμσκι, δεν είμαστε ενάντιοι της θεωρίας αλλά της πόζας και της προσπάθειας επίδειξης. Η αντίθεση μας βρίσκεται απέναντι σε θεωρίες που παρουσιάζονται ως θεωρίες με άκρως επαναστατικό περιεχόμενο, αλλά συνήθως έχουν έστω και το ελάχιστο περιεχόμενο.
Πολλά στοιχεία του ακαδημαϊκού σκοταδισμού και της ασάφειάς του έχουν αναλυθεί και συζητηθεί σε διάφορα ακαδημαϊκά πεδία. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχει παίξει ο μεταμοντερνισμός με την προώθηση της σχετικότητας όλων των ιδεών και θεωριών. Έτσι ο ακαδημαϊκός σκοταδισμός προωθεί ουσιαστικά την ιδέα ότι ο λόγος και η έκφραση των ιδεών είναι πολύ σημαντικότερος από την υλική πραγματικότητα στην οποία αυτές οι ιδέες απευθύνονται και συνδέονται, με αποτέλεσμα οι ιδέες να μην χρειάζεται να συσχετίζονται με τίποτα απολύτως. Αυτή είναι και η σημασία του όρου του σκοταδισμού, δηλαδή πως αυτές οι ιδέες εκφράζονται με τρόπους που κάνουν το περιεχόμενο τους σχεδόν ακατανόητο. Εντός της επιστημονικής κοινότητας έχουν υπάρξει κατά καιρούς αρκετές συζητήσεις σχετικά με την σχετικότητα των επιστημονικών θεωριών. Στο βιβλίο του “TheSocialConstructionofWhat” ο Ιan Hacking εξετάζει το πως η ιδέα ενός κοινωνικού κατασκευάσματος, η οποία έχει μια δυνητική αξία στο να βοηθήσει τους καταπιεσμένους να αντιληφθούν πως οι συνθήκες της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης τους δεν είναι φυσικές, έχει εφαρμοστεί τόσο ευρέως τόσο στις κοινωνικές όσο και στις φυσικές επιστήμες που έχει πλέον χάσει αρκετό μέρος από την χρήση και την σημασία του. Αντί να είναι ένα εννοιολογικό πλαίσιο που χρησιμοποιείται για να διευρύνει την πολιτική μας, η φράση πως κάτι είναι κοινωνικό κατασκεύασμα χρησιμοποιείται πλέον για να τερματίσει μια συζήτηση και η έννοια αυτής της φράσης σπάνια αναλύεται ή αμφισβητείται.
Ο ακαδημαϊκός σκοταδισμός βασίζεται τόσο έντονα στην εξειδικευμένη γλώσσα του και τις ιδέες του, που συνήθως είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει κατανοητός από άτομα που δεν έχουν το ίδιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Η προώθηση, καθώς και η δυσφήμιση συγκεκριμένων ακαδημαϊκών ρευμάτων μέσω παράδοξων και προκλητικών επιχειρημάτων, έχει γίνει μια δοκιμασμένη και πραγματική μέθοδος ικανοποίησης της ανταγωνιστικής παρόρμησης που έχει δημιουργηθεί εντός της ακαδημίας. Συχνά αυτό παρουσιάζεται ως ένα είδος επιμέλειας, αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εντελώς ασταθής. Οι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται πως έχουν υψηλά στάνταρτς στην δουλειά τους, και προσεγγίζουν τα πράγματα από ένα πιο πνευματικό πλαίσιο στα κείμενα και τις παρουσιάσεις τους, όμως τείνουν να καταφεύγουν στην συναισθηματική χειραγώγηση όταν οι ιδέες τους αμφισβητούνται έξω από τους επίσημους θεσμικούς τους χώρους.
Για να το θέσουμε απλά, οι ιδέες τους συχνά έχουν εντελώς σαθρές βάσεις και όταν αυτές οι ιδέες αμφισβητούνται, δεν έχουν τίποτα πραγματικό να απαντήσουν. Και αυτές οι ιδέες αμφισβητούνται συχνά. Ένα κατεξοχήν παράδειγμα αυτής της κατάστασης μπορούμε να βρούμε στις περιπτώσεις που αριστεροί ακαδημαϊκοί εισέρχονται σε οργανωμένους χώρους. Η πολυπλοκότητα των ιδεών τους προφανώς δεν μπορεί να έχει κάποια απήχηση στον κόσμο. Οι ίδιοι είναι ανίκανοι να εξηγήσουν τις ιδέες τους σε κάποιον που δεν έχει το ακαδημαϊκό τους υπόβαθρο και προφανώς όχι επειδή οι συνομιλητές τους είναι ηλίθιοι, αλλά επειδή αν ο συνομιλητής δεν είναι εντελώς εξοικειωμένος με την ακαδημαϊκή ορολογία κλπ οι ιδέες που ακούει δεν βγάζουν το παραμικρό νόημα. Έτσι αρκετοί ακαδημαϊκοί καταλήγουν να κατηγορούν τους υπόλοιπους ως σεξιστές ή ρατσιστές, προσπαθώντας να τους χειραγωγήσουν στο να πιστεύουν πως είναι ανίκανοι να καταλάβουν ή να υποχωρήσουν στα λεγόμενα των ακαδημαϊκών.
Το πρώτο βήμα…
Είναι να αναγνωρίσουμε και να παραδεχτούμε πως έχουμε ένα πρόβλημα. Όχι απλά πως υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά πως έχουμε εμείς ένα πρόβλημα. Μπορεί να μην βλέπουμε την οποιαδήποτε ιδεολογική συγγένεια με αυτούς που πιστεύουν και φοβούνται τους “ψεκασμούς”, με γονείς που οργανώνουν “πάρτυ” ιλαράς και άλλων μεταδοτικών ασθενειών για τα παιδιά τους ως εναλλακτική στα εμβόλια ή με τους συγγραφείς μαρξιστικών εξετάσεων της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στο Jersey Shore (στμ αμερικάνικο ριάλιτι), όμως αυτοί σίγουρα μας βλέπουν ως συνοδοιπόρους τους. Ούτε οι συνωμοσίες ούτε οι συμπτώσεις μπορούν να εξηγήσουν αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο. Οι συμπεριφορές και οι κατευθύνσεις μας θα πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση εάν τελικώς δημιουργούν μια οικειότητα προς αυτούς που μας απωθούν.
Στον Εξτρεμισμό
Μπορούμε ειλικρινά να πούμε πως ο τρόπος που οργανωνόμαστε δεν τείνει μερικές φορές προς μια πιο σοβαρή και “ριζοσπαστική” επίδειξη; Η ιστορικά σωστή άρνηση μας προς οποιονδήποτε ταξικό αγώνα που συνεργάζεται με το κεφάλαιο και το κράτος, φαίνεται να μας έχει δημιουργήσει μια καχυποψία προς οτιδήποτε δεν μοιάζει ως μια πράξη που να κατευθύνεται εντελώς προς τα άκρα. Αυτή η ανησυχία μπορεί να γίνει ακόμα και πρωταρχικό μας μέλημα και ζήτημα. Ανεξάρτητα από την εκάστοτε δράση ή την πιθανή επιτυχία, μπορούμε πάντα να καταφύγουμε σε μια τακτική αξιολόγηση μέσω μιας λυδίας λίθου (litmus test) που προσμετράει την “ριζοσπαστικότητα” της.
Οι μορφές του εξτρεμισμού δεν απεικονίζουν μόνο τις δράσεις μας αλλά και τα επιχειρήματα μας επίσης. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάποια κατηγορία ή λεκτική επίθεση από κάποιο μέλος αριστερής οργάνωσης ή κόμματος, μπορεί να βρεθούμε στην “’ένοχη” θέση να καταφύγουμε σε κάποια υπεραριστερή θέση, μόνο και μόνο για να σιγουρευτούμε πως κανείς δεν θα παρεξηγήσει τις αξεπέραστες διαφορές ανάμεσα σε εμάς και την “αριστερά”. Με αποτέλεσμα να δίνουμε μια κάποια αξιοπιστία στην “υπεραριστερά” ως κάτι το υποτιμητικό που περιγράφει κάποιο τρόπο και μέσο μιας ανώριμης αντιδραστικής κατεύθυνσης. Έτσι πολλές φορές οι πολιτικές μας γίνονται ριζοσπαστικές απλά για χάρη του ριζοσπαστισμού, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν να παρουσιάσουν πραγματικά ριζοσπαστικά επιχειρήματα που θα προσφέρουν και ανάλογα συμπεράσματα. Τα συνθήματα μας πολλές φορές φτάνουν στο σημείο να εκφράζουν θέσεις που είναι πολύ μακρύτερα από ό,τι οι ιδέες μας θα μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις. Με αποτέλεσμα οι τακτικές μας στην συνέχεια να προσπαθούν να πραγματώσουν τα εν λόγω συνθήματα σε πράξεις. Όταν για παράδειγμα η ανεξαρτησία μας από την εργατική γραφειοκρατία δεν αποτελεί αποτέλεσμα κάποιου συμπεράσματος και καταντάει να είναι απλά μια καταναγκαστική τάση, τότε υποπίπτουμε στην διανοητικά οπισθοδρομική σφαίρα του φανατισμού.
Αρετή & Αχρειότητα
Δεν είμαστε και τόσο πολύ ενάρετοι, επίσης; Με την απόλυτη προσήλωση μας σε δράσεις που είναι ενδεικτικές της τόλμης, η ταξική μας θέση, ταυτότητα και η επαναστατική μας παράδοση, γίνονται οι οριοθετήσεις της αρετής μας. Οι τρόποι με τους οποίους διαχωρίζουμε τους φίλους από τους εχθρούς είναι σπάνια όσο διακριτοί και διακριτικοί νομίζουμε και ίσως όχι όσο πολιτικοί θα θέλαμε να πιστεύουμε. Αισθανόμενοι συχνά διχασμένοι ανάμεσα στις επιλογές του τι είναι αρκετά ριζοσπαστικό ή μη, αποτυγχάνουμε να σκεφτούμε το τι είναι πραγματικά λογικό, ειλικρινές, σωστό κλπ. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο αναρχισμός να παύει να είναι ένα συμπέρασμα στο οποίο έχουμε καταλήξει, και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια αρετή που πρέπει να τηρήσουμε πάση θυσία. Ο αναρχικός επαναστάτης πρέπει να “τοποθετήσει την σημαία του” μεταξύ του κενού ανάμεσα στον φανατικό και τον θεωρητικό σοφιστή. Αυτό βέβαια απαιτεί σεβασμό, στοχασμό, ειλικρίνεια, καθώς και συνεργασία με όσους είναι με το μέρος μας, τις (αναρχικές) μας οργανώσεις, την αριστερά και ίσως πιο σημαντικά από όλα, την τάξη μας γενικότερα.
Σίγουρα κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να διατηρηθεί απόλυτα και μερικές φορές είναι ακόμα και εξαντλητικό. Όταν η κατάσταση φαίνεται κρίσιμη και σοβαρή, ένα ηθικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (στμ στα αγγλικά zero sum game και αναφέρεται σε μια υποκατηγορία των προβλημάτων που προϋπαντιούνται στην θεωρία παιγνίων, στα οποία δυο ή περισσότεροι παίκτες έχουν μια σειρά από πιθανές στρατηγικές και σκοπός τους είναι να επιλέξουν αυτήν που θα τους αποκομίσει το μέγιστο όφελος. Σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος η δομή των επιλογών είναι τέτοια που οι παίκτες δεν μπορούν να επιλέξουν κάποια τακτική μεταξύ τους συνεργασίας)  μπορεί να φαίνεται δελεαστικό να το παίξει κανείς. Το να παίξει κανείς ένα τέτοιο παιχνίδι είναι μια ανοικτή πρόσκληση σε όλους όσους χρησιμοποιούν την ηθική χειραγώγηση ως πολιτικό τους μέσο και την υποκριτική διαπόμπευση ως μέσο αγώνα τους.
Άσκοπη απλουστευτικότητα- Ατελείωτη Προσαρμοστικότητα
Δεν μπορούμε επίσης να πούμε πως διατηρούμε και μια εξαγνισμένη μορφή του αναρχισμού μας, η οποία μας φαντάζει ως κάτι το αναγκαστικά επαρκές σχετικά με όλες τις ταξικές μας ανησυχίες; Ως “αναρχικοί του ταξικού αγώνα” μπορεί πολλές φορές να βρεθούμε ένοχοι στο ότι κρατάμε μια στάση η οποία απλά υπερασπίζεται αυτές τις ακλόνητες αξίες,  καθώς και όλες τις περικλειόμενες εφαρμογές, του δικού μας “ταξικού αγώνα”. Μια πολιτική στάση που μπορεί συχνά να χρεωθεί με επίμονες αναγωγικές και απλουστευτικές ιδιότητες. Αποικιοκρατία; Ταξικός Αγώνας. Ανεργία; Ταξικός Αγώνας. Έμφυλη βία; Ταξικός Αγώνας. Μη επαρκής απάντηση; Προφανώς μιλάς με κάποιον lifestyle αναρχικό, προχωρά παρακάτω.
Mια τέτοια είδους ακαμψία μας αφήνει περιθώρια για δράσεις και δημιουργικότητα ενός πολύ επιφανειακού τύπου, που γενικά υπαγορεύεται από την προαναφερόμενη επιχειρηματολογία. Μπορεί να ενστερνιζόμαστε την διαθεματικότητα ως μέσο έκφρασης και στοχασμού της ταξικής μας πολιτικής, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να δράσει για εμάς (παρόλο που δεν είμαστε μόνοι σε αυτό) ως μια βιτρίνα για την συνέχιση της απλούστευσης της ταξικής ανάλυσης. Και σίγουρα δεν εύκολο να βρούμε τις κατάλληλες ισορροπίες έτσι ώστε να μην καταλήξουμε με τα αντίθετα αποτελέσματα. Τα οποία αντίθετα αποτελέσματα απαιτούν να έχουμε μια περιστασιακή ρητορική φανφάρα, συναισθηματική επίκληση, μια διαστρεβλωτική επιχειρηματολογία και μια κατάλληλη αλυσίδα γεγονότων που θα κρύψουν την ρηχότητα του. Αυτές οι δεξιότητες δεν είναι ούτε πνευματικές ούτε διανοητικές, αλλά ένα φτηνό τρικ, το οποίο το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι απλά ανούσιες συζητήσεις σε μπαρ με φοιτητές κοινωνικών επιστημών σχετικά με το πόσο πολύπλοκο κοινωνικά ήταν το Wire (αμερικάνικη κοινωνική σειρά). Ωστόσο τίποτα πέρα από αυτό. Όταν εμείς οι ίδιο προσαρμόζουμε τους εαυτούς μας στα εμπορεύματα του ακαδημαϊκού ψευτοπολιτικού οπορτουνισμού, θέτουμε τις βάσεις για ένα κίνημα το οποίο δεν διαφέρει και πολύ από τους διάφορους ενοχλητικούς πλασιέδες.
Ο πραγματικός στοχασμός και η ευφυΐα παράγει συμπεράσματα. Ίσως πολύπλοκα συμπεράσματα, αλλά πάραυτα συμπεράσματα. Η ανάλυση μας πρέπει να είναι πραγματοποιήσιμη. Πολλά από όσα γράφονται στην επαναστατική θεωρία σήμερα δεν αποσκοπούν σε πράγματα που μπορούμε να εφαρμόσουμε στην πράξη, αλλά σε ό,τι μπορεί πνευματικά να αναλυθεί, με σκοπό την επιβεβαίωση του ενός μέρους σε κάποια ιδεολογική διαμάχη συνήθως μέσω μπερδεμένων επιχειρημάτων, πράγμα που αποτελεί μια άσκοπη κατεύθυνση την οποία και πρέπει να βλέπουμε ως κάτι το οπισθοδρομικό με το οποίο δεν θέλουμε να έχουμε κάποια σχέση.
II. Για ποιους θα έπρεπε να μιλήσουμε
Αυτές οι μορφές σκέψης δεν εμφανίζονται από το πουθενά και αυτό που τις κάνει ελκυστικές είναι το γεγονός πως αναγνωρίζουν πραγματικά προβλήματα όπως ο πόλεμος, η οικονομική ανισότητα, η πολιτική διαφθορά, οι περιβαλλοντολογικές κρίσεις, η καταστολή και οι φυλακές, η κουλτούρα, η υγεία κλπ. Επιπρόσθετα μπορούν να αναγνωρίσουν σωστά πως υπάρχει μια σχέση μεταξύ αυτών των ζητημάτων και στο πως αυτά αναπαριστούνται με την πάροδο του χρόνου και κατά μήκος της υφηλίου. Συχνά το πρόβλημα δεν βρίσκεται αναγκαστικά στον αναγνωρισμένο σκοπό ή ζήτημα, αλλά στην φύση των σχέσεων των οποίων και αναγνωρίζουν. Οι συνωμοσιολόγοι έχουν την τάση να εστιάζουν σε ατομικές, διαπροσωπικές συνδέσεις οι οποίες και κάνουν τις θεωρίες συνωμοσίας πολύ πιο γαργαλιστικές, ενώ επίσης συνήθως προσάπτουν και διαβολικές προθέσεις στα άτομα τα οποία επιδεικνύουν ως υπαίτιους της εκάστοτε συνωμοσιολογίας. Μια δομική ανάλυση αντιθέτως εστιάζει κυρίως στους συστημικούς παράγοντες που προκαλούν τις εκάστοτε συνθήκες. Στην ουσία εστιάζοντας στην λογική που υπάρχει πίσω από αυτά τα ζητήματα και όχι στις εκάστοτε κακοπροαίρετες προθέσεις.
Συχνά μπορεί να αγνοήσουμε παραδείγματα αγώνων που διεξήχθησαν από την τάξη μας και αμφισβήτησαν ευθέως και άμεσα τις συνθήκες τις οποίες οι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως υποδεικνύουν, μεταξύ αυτών είναι ο περιβαλλοντικός ρατσισμός (στμ πρόκειται για την συνήθη κρατική πολιτική περιθωριοποίησης κοινοτήτων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων εκθέτοντας τους σε άμεσους κινδύνους υγείας μέσω της υποτίμησης του περιβάλλοντος που ζουν, πχ μέσω της εγκατάστασης ΧΥΤΑ στην περιοχή τους, βλέπε Κερατέα), το φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα κλπ. Στα προαναφερόμενα παραδείγματα υπάρχει άμεσα η συντονισμένη δράση του κράτους και του επιχειρηματικού τομέα, ενώ επίσης τα κοινωνικά κατασκευάσματα της φυλής, του φύλου, της σεξουαλικότητας και της αναπηρίας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες. Αυτές οι οργανωτικές επιτυχίες επιτεύχθηκαν από τους άμεσα επηρεαζόμενους  -με την κατανόηση της πολυπλοκότητας της κατάστασης τους, αλλά και της σημαντικότητας της- ενώ οργανώθηκαν άμεσα ενάντια στους στόχους τους.
Το φοιτητικό κίνημα του  Quebec του 2012, το οποίο οργάνωσε τους φοιτητές γύρω από τις υλικές τους συνθήκες, αποτελεί ένα παράδειγμα του τρόπου συμμετοχής στην οργάνωση του πανεπιστημιακού χώρου. Ο ακτιβισμός του HIV/AIDS στις δεκαετίες του 1980 και 1990 δείχνει το πως παρά το γεγονός της ύπαρξης θεωριών συνωμοσίας, ιατρικού μυστικισμού, συνεργασίας  φαρμακευτικών και κυβερνήσεων, κοινωνικού στιγματισμού, καθώς και μιας πραγματικά καταστροφικής και θανατηφόρας ασθένειας, κάποιοι ακτιβιστές κατάφεραν εντός όλου αυτού του πλέγματος να παράγουν μια ισχυρή ανάλυση και στρατηγική και να καταφέρουν κάποιες σημαντικές νίκες.
Η Σχολική Αίθουσα του Ταξικού Αγώνα
Οι εμπειρίες του κόσμου με το πανεπιστήμιο είναι αρκετά διαπαιδαγωγικές σχετικά με τις πολιτικές τους αντιλήψεις και την ανάλυση της πραγματικότητας τους, καθώς επίσης και με τον μελλοντικό τους ακτιβισμό. Γι αυτό και θα έπρεπε να ασχοληθούμε με το τι αντίκτυπο έχει αυτό στην αριστερά και στον χώρο μας, ειδικότερα βάση του γεγονότος πως το 34% της νεολαίας της εργατικής τάξης φτάνει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σύμφωνα με μια έρευνα του 2009 του Queen’s University. Θεωρούμε πως το πανεπιστήμιο πρόκειται όντως για ένα μέρος διαπαιδαγώγησης τόσο λόγω του σχηματισμού ιδεών και συνολικά εμπειριών -οι οποίες συχνά συμπεριλαμβάνουν και part-time δουλειές, υπέρογκα δάνεια και χρέη καθώς και πολύ περιορισμένες προοπτικές εργασίας μετά την αποφοίτηση.
Οι ακαδημαϊκοί σκοταδιστές συνήθως παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο εδώ, οι φοιτητές των ανθρωπιστικών επιστημών διδάσκονται θεωρίες που αμφισβητούν τον καπιταλισμό και την καταπίεση, αλλά με έναν πολύ αφηρημένο τρόπο. Το είδος της ριζοσπαστικότητας που διδάσκουν αυτοί οι ακαδημαϊκοί έχει να κάνει με την δημιουργία μιας επιθετικής επιχειρηματολογίας για την ιδεολογική νίκη σε έναν διάλογο και σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με την πολιτική της καθημερινής πραγματικότητας. Αυτή η εκδοχή της ριζοσπαστικότητας είναι κατάλληλη μόνο για ακαδημαϊκή χρήση και σε καμία περίπτωση για νεαρούς ενήλικες της εργατικής τάξης που πρόκειται να αποφοιτήσουν και να εγκαταλείψουν τον ακαδημαϊκό χώρο.
Η φοιτητική απεργία στο  Quebec του 2012 αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα του πως οι άνθρωποι μπορούν να ριζοσπαστικοποιηθούν μέσω των αγώνων τους οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα τις ζωές τους και έχουν ένα άμεσο υλικό αντίκτυπο σε αυτές. Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να επαναστικοποιήσουμε την κοινωνία μόνο μέσω της συζήτησης και της θεωρητικής προσέγγισης.  Η φοιτητική απεργία στο  Quebec ξεκίνησε ως απάντηση στην αύξηση των διδάκτρων την οποία ήθελε να επιβάλει η φιλελεύθερη τοπική κυβέρνηση. Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια και στα κολέγια αποφάσισαν να κατέβουν σε απεργία μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, η οποία απεργία διήρκεσε 8 μήνες, μέχρι που η φιλελεύθερη τοπική κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει πρόωρες εκλογές τις οποίες και έχασε. Πέραν της εκλογικής πολιτικής διαδικασίας, οι φοιτητές έμαθαν πολλά περισσότερα σχετικά με την άμεση δημοκρατία, τον ριζοσπαστικό αγώνα, την αλληλεγγύη, καθώς και τις επαναστατικές ιδέες μέσω αυτού του δικού τους αγώνα, πράγματα που προφανώς δεν θα μπορούσαν να διδαχτούν ποτέ μέσω των θεωρητικών ακαδημαϊκών τους βιβλίων. Ενώ αρκετοί ακαδημαϊκοί έκαναν αμφιλεγόμενα και ασαφή σχόλια στην κριτική τους πάνω στο φοιτητικό κίνημα του Quebec σχετικά με την υποτιθέμενη μη επισήμανση της λευκής υπεροχής και πατριαρχίας εντός της απεργίας, σε καμία περίπτωση δεν παρέθεσαν το παραμικρό παράδειγμα για το πως οι απεργοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα.
Η Association pour une solidarité syndicale étudiante (ASSÉ, Ένωση για μια συνδικαλιστική φοιτητική αλληλεγγύη) δημιούργησε την  Coalition large de l’Association pour une solidarité syndicale étudiante (CLASSE, Ευρύς Συνασπισμός της ASSÉ) για την αντιμετώπιση μελλοντικών αυξήσεων στα δίδακτρα, έχοντας δομηθεί έτσι ώστε να μπορέσουν να αντισταθούν σε κάποια μελλοντική οικονομική επιβολή η οποία θα επηρέαζε όλους τους υπάρχοντες και μελλοντικούς φοιτητές στο Quebec. H πορεία αυτού του αγώνα θα έβλεπε την  CLASSE να γίνεται ο βασικός φορέας όχι μόνο των δημοκρατικών φοιτητικών κινημάτων που συμμετείχαν σε άμεσους αγώνες, αλλά και σε αγώνες ενάντια στην βίαιη καταστολή όλων των κινημάτων γενικότερα. Η CLASSE δεν δομήθηκε με τρόπο ώστε να συμμετάσχει σε παρεκβατικούς αγώνες με προνόμια. Εάν κάτι τέτοιο είχε συμβεί τότε θα κατέληγε κατά πάσα πιθανότητα να είναι κάτι σαν τις φοιτητικές οργανώσεις που υπάρχουν στο Ontario, οι οποίες είναι ομάδες που συσπειρώνονται γύρω από ασαφείς αρχές, παρά γύρω από μια πρόθεση να αγωνιστούν με σοβαρότητα και πάθος. Αναμφισβήτητα, οι συμμετέχοντες και στους δυο αυτούς τύπους οργανώσεων θα ριζοσπαστικοποιούνταν μέσω της συμμετοχής τους σε αγώνες, ενώ επίσης θα ριζοσπαστικοποιούνταν και οι πολιτικές τους αντιλήψεις σχετικά με το τι είναι κατάλληλο για μελλοντικούς αγώνες. Η πρώτη περίπτωση οργάνωσης θεωρούμε πως αποτελεί μια προσέγγιση που εκπαιδεύει τους συμμετέχοντες σε αγώνες που έχουν ένα ριζοσπαστικό αντίκτυπο. Ενώ η δεύτερη εκπαιδεύει τους συμμετέχοντες σε μια ριζοσπαστική προσποίηση.
Η Ομάδα των Ταξικών Ηρώων
Την εποχή όπου ο φόβος μιας “γκέι επιδημίας” ήταν στο πικ του στην Αμερική, μια συνέλευση 300 ατόμων στην Νέα Υόρκη αντέδρασε με την δημιουργία του Συνασπισμού του AIDS για την Απελευθέρωση Δύναμης (ACT UP – AIDS Coalition to Unleash Power). Τα χρόνια που ακολούθησαν τα μέλη της οργάνωσης προέβησαν σε αλλεπάλληλες δυναμικές άμεσες δράσεις όπως δυναμικές κινητοποιήσεις, καταλήψεις, δημόσιες ενημερώσεις, εκστρατείες ενημερώσεις κλπ. Έχοντας να αντιμετωπίσουν μια κουλτούρα μίσους,  φόβου και άγνοιας που κατευθυνόταν ξεκάθαρα εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα χτυπημένοι και από τις επιπτώσεις της μόλυνσης του HIV και του AIDS, τα άτομα με ΑΙDS (στμ. στην συνέχεια του κειμένου θα ακολουθήσουμε την αγγλική συντομογραφία PWA όπως γίνεται και στο αρχικό κείμενο για αυτά τα άτομα) καθώς και οι αλληλέγγυοι σε αυτούς (κυρίως η LGBT κοινότητα) απάντησαν συλλογικά  με έναν αγώνα που κατευθυνόταν εναντίον μιας φάλαγγας από κυβερνητικά μέλη, οικονομικούς οργανισμούς και θρησκευτικές οργανώσεις. Ένας αγώνας που είχε ως κύρια αιτήματα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μέσα προφύλαξης και στέγαση καθώς και εναντιωνόταν στον ετεροσεξισμό, τον μισογυνισμό και τα διάφορα λευκά ρατσιστικά ερείσματα μιας καπιταλιστικής κοινωνίας που ήταν περισσότερο από πρόθυμη να βρεθεί απέναντι τους ή και να επωφεληθεί οικονομικά από τον επερχόμενο μαζικό θάνατο των queer, των έγχρωμων ανθρώπων, των φτωχών και των φυλακισμένων.
Παράλληλα με την πολιτική δράση, οι PWA σε όλη την ήπειρο οργάνωσαν δίκτυα αλληλοβοήθειας για να βελτιώσουν την άθλια κατάσταση υγείας και τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του AIDS. Διαμοιρασμός τροφίμων, υποστήριξη και προώθηση στεγαστικών καταλήψεων καθώς και συλλογικότητες που βοηθούσαν στην ιατρική περίθαλψη τέθηκαν σε λειτουργία σε πολλές γειτονιές του Καναδά και της Αμερικής. Οι μόλις πρόσφατα διάσημες “Ομάδες Αγοραστών” (Buyers Clubs) της εποχής αποτελούσαν ακριβώς αυτού του είδους τα δίκτυα. Αν και η ταινία του Xόλιγουντ “TheDallasBuyersClub” απεικονίζει έναν στρέιτ άντρα, ο οποίος αρχικά πλούτιζε μέσω των πωλήσεων φαρμάκων κατά του AIDS στα οποία οι PWA δεν είχαν πρόσβαση με άλλον τρόπο, η πραγματικότητα προφανώς ήταν εντελώς διαφορετική.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, οι PWA  οργάνωσαν ομάδες και δομές αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης, όπου αντάλλαζαν φάρμακα, συνταγογραφήσεις, μοιράζονταν και ερευνούσαν νέες θεραπευτικές μεθόδους, συσσώρευαν οικονομικούς πόρους για την αγορά ακριβών φαρμάκων σε μεγάλα αποθέματα, ενώ πολλοί γιατροί, και νοσοκόμοι προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Αυτές ήταν οι πραγματικές “Ομάδες Αγοραστών”. Αντιμέτωποι με το κοινωνικό μίσος, την καπιταλιστική οικονομική εκμετάλλευση, και την άγνοια της ιατρικής κοινότητας, οι PWA απάντησαν με την μαχητική τους άμεση δράση, την αλληλοβοήθεια, και μια ακατάπαυστη αλληλεγγύη και θάρρος. Ο αγώνας τους απαίτησε και κατάφερε να κερδίσει επιστημονικές έρευνες και θεραπείες, στέγαση για τους PWA, μια τεράστια μείωση στις τιμές των θεραπειών του AIDS, διαπαιδαγώγηση σε ζητήματα μετάδοσης σεξουαλικών νοσημάτων, και επίσης την αποσαφήνιση πως το HIV και το AIDS δεν είναι κάποια “γκέι επιδημία”, άλλα ένας πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος για όλους. Έτσι μοιάζουν οι πραγματικοί αγώνες για την υγεία.
III. Εν απουσία ενός Καλύτερου Κόσμου: Συμπέρασμα
Ο κόσμος των συνωμοσιολόγων είναι ένα τρομακτικός κόσμος, αεροπλάνα σκορπούν τον θάνατο από τον ουρανό, το φαΐ καταστρέφει την υγεία μας, η αστυνομία ακούει την κάθε μας λέξη και εντοπίζει κάθε μας βήμα, η εξάπλωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης κοντοζυγώνει, τα μίντια διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και αποκρύπτουν την αλήθεια προς όφελος της άρχουσας τάξης,  ενώ πόλεμοι που διεξάγονται βασισμένοι σε ψέματα οδηγούν στην σφαγή αμέτρητου πληθυσμού με σκοπό τον πλουτισμό των λίγων και ούτω καθεξής. Όλα τα παραπάνω είναι αλήθεια. Ακριβώς η αλήθεια αυτών των γεγονότων προσδίδουν στις θεωρίες συνωμοσίας οποιαδήποτε βάση έχουν. Μόνο που αυτές οι αλήθειες δεν ξεσκεπάστηκαν από τους συνωμοσιολόγους. Οι επονομαζόμενες συνωμοσίες τους -με τις γενεαλογίες του αίματος, τις σαδιστικές σκευωρίες κλπ – δεν αποκρύπτουν μόνο τα αίτια αυτών των αληθειών, αλλά επίσης και τον τρόπο επίλυσης τους.
Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν ορίζονται από τις απειλές και τις επιθέσεις που υποδεικνύουν, αλλά από αυτά που ισχυρίζονται πως είναι τα αίτια τους. Πως ο πολυεθνικός γίγαντας Μονσάντο δηλητηριάζει ταμπλέτες νερού, εκτοπίζει ολόκληρους πληθυσμούς, καταστρέφει τις τοπικές καλλιέργειες, και τοποθετεί επικίνδυνα τρόφιμα στο πιάτο μας, όλα αυτά είναι πραγματικά γεγονότα και όχι κάποια θεωρία συνωμοσίας. Το ότι όλα αυτά γίνονται μέσω γενετικής χειραγώγησης μας, ελέγχου της σκέψης ή απλά λόγω γενικευμένου σαδισμού, αυτό αποτελεί θεωρία συνωμοσίας. Τα παραπάνω αληθινά γεγονότα αποκαλύφθηκαν από αγώνες των ιθαγενών, των γεωργών, εργατών της Μονσάντο και επιστήμονες. Διάφοροι μπλόγκερς, συγγραφείς βιβλίων συνωμοσιολογιάς, “ειδικοί” καθώς και διάφοροι φανς της οργανικής διατροφής, εν συνεχεία επινόησαν την συνωμοσία για τους δικούς τους σκοπούς. Οι αγώνες ενάντια στον Μονσάντο μπορούν να αναδείξουν ως λύση έναν κομμουνισμό ο οποίος είναι επιστημονικά οικολογικός. Οι θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το Μονσάντο σίγουρα δεν μπορούν κάτι τέτοιο.
Εάν εσφαλμένα θεωρήσουμε πως οποιαδήποτε θεωρία συνωμοσίας προέρχεται από τους αγώνες όσων δέχονται την επίθεση του κεφαλαίου και των διαφόρων δυνάμεων εντός του καπιταλισμό όπως οι βιομηχανίες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, οι φαρμακοβιομηχανίες, το φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και τη βιομηχανία όπλων, τότε θα επιτρέψουμε την παρασιτική οπισθοδρόμηση της σκέψης. Οι εν λόγω θεωρίες συνωμοσίας αποσυντονίζουν και καταστρέφουν τους συλλογικούς αγώνες, οι οποίοι και είναι πραγματικά σημαντικοί για την τάξη μας, μετατρέποντας τους σε απομονωμένο και άμορφο φόβο ή και οργή προς το “σύστημα”. Σε καμία περίπτωση δεν είναι οι θεωρίες συνωμοσίας αφηγήσεις που ανταγωνίζονται τις “δικές μας” σχετικά με τους κινδύνους της ανθρωπότητας. Και ούτε βέβαια πρόκειται για κάποιο καλό σημείο εκκίνησης που φεύγει από την καπιταλιστική σκέψη. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι νάρκες που βρίσκονται μπροστά σε ήδη υπάρχοντες δρόμους αγώνα. Ως επαναστάτες πρέπει να βρισκόμαστε εντός αυτών των αγώνων και να αναγνωρίζουμε τους κινδύνους αποπροσανατολισμού που ενέχονται μέσα σε αυτούς ενώ παράλληλα συνεχίζουμε τον αγώνα.
Ο καπιταλισμός καταστρέφει την σωματική και ψυχική υγεία της εργατικής τάξης, δηλητηριάζοντας και αποκτηνώνοντας μας ατομικά και συλλογικά. Εμπορευματοποιεί την υγεία μας και οριοθετεί και περιορίζει την πρόσβαση μας στην υγειονομική περίθαλψη. Σίγουρα το ζήτημα της υγείας είναι και αυτό ένα σημαντικό ζήτημα του ταξικού αγώνα, οι ταξικοί αγώνες για την υγεία όμως δεν έχουν καμία σχέση με τα διάφορα τσάκρα κλπ αλλά προφανώς έχουν να κάνουν με τις πραγματικές σωματικές μας ανάγκες. Η εργατική τάξη έχει εναντιωθεί συστηματικά ανά τα χρόνια ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, τις ιατροφαρμακευτικές και την εκκλησία σε ζητήματα που αφορούν την υγεία. Οι αγώνες αυτοί είχαν κινηθεί, και συνεχίζουν να κινούνται, ενάντια στον πλουτισμό των διαφόρων ιατροφαρμακευτικών εταιριών, τον περιβαλλοντικό ρατσισμό, την βιομηχανοποίηση του συστήματος πνευματικής περίθαλψης, το μισογυνισμό, το ρατσισμό και  την ετεροκανονικότητα στα συστήματα υγείας και στην κοινωνία γενικότερα. Οι αγώνες αυτοί απαίτησαν και απαιτούν, δημόσια πρόσβαση σε θεραπείες, επιστημονικά τεκμηριωμένες θεραπείες, έλεγχο των γεννήσεων. Αυτοί είναι οι αγώνες που η τάξη μας έχει δώσει γύρω από το ζήτημα της υγείας,
Οι αγωνιστές του HIV/AIDS είχαν προβεί σε κατάληψη του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και ενός εθνικού δικτύου ειδήσεων για να αντιταχθούν στον πλουτισμό των πολυεθνικών από τον θάνατο τους. Οι μαύροι πάνθηρες οργάνωναν ελεύθερα γεύματα και ελεύθερη πρόσβαση σε κάποιες βασικές εξετάσεις υγείας. Φεμινίστριες σε όλη την Αμερική και τον Καναδά ενημέρωναν τις γυναίκες σχετικά με θέματα πρόληψης και αντισύλληψης ενώ οργάνωναν δίκτυα όπου οι γυναίκες μπορούσαν να κάνουν έκτρωση. Οι αγώνες της εργατικής τάξης σχετικά με την υγεία είναι ιστορικοί και συλλογικοί. Το γεγονός πως μεγάλο κομμάτι της αριστεράς πλέον έχει κατευθύνει τον αγώνα της υγείας στην άρνηση εμβολιασμών, την κατανάλωση οργανικών τροφών, τον βελονισμό κλπ είναι πραγματικά κάτι το τραγικό. Ενώ επίσης το γεγονός πως και αυτοί επικαλούνται τους προαναφερόμενους ταξικούς αγώνες χωρίς να συμβάλλουν καθόλου σε αυτούς είναι επίσης άθλιο.
Η ηπατίτιδα, ο καρκίνος, ο διαβήτης, και ο HIV- για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα- είναι πραγματικοί και κίνδυνοι για την τάξη μας. Η πρόσβαση στις εκτρώσεις και την αντισύλληψη, τις τοπικές ιατρικές υπηρεσίες και τα φάρμακα, η πρόσβαση των ανασφάλιστων σε υπηρεσίες υγείας, βελτίωση των άθλιων συνθηκών  στις φυλακές και στο δρόμο δέχονται όλα επίθεση. Η απουσία μιας ευρείας ταξικής και αντικαπιταλιστικής συνεισφοράς στην οργάνωση αυτών των αντιστάσεων δεν αποτελεί μια ακόμα χαμένη ευκαιρία, αλλά μια προδοσία και παρέκκλιση από το ότι η πολιτική και η ιστορία μας επιβάλλει. Ως επαναστάτες θα έπρεπε όσον αφορά τα εν λόγω ζητήματα να συμμετάσχουμε άμεσα στους ταξικούς αγώνες της υγείας και όχι σε κάποιες αφηρημένες και τρέντυ  ασχολίες που αφορούν δήθεν προοδευτικές μπουτίκ υγείας.
Για πολλούς στην αριστερά η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί μια πολιτικοποιημένη εμπειρία, με τους μαθητές να περνάνε στην διαδικασία ενηλικίωσης δημιουργώντας την δική τους οπτική του κόσμου και βρίσκοντας την θέση τους μέσα σε αυτόν. Βρισκόμενοι μέσα στις σπουδές τους και στους διάφορους αγώνες γύρω από αυτές αρχίζουν να δημιουργούν τα πρώτα τους συμπεράσματα σχετικά με το τι θα κάνουν με όλα όσα έχουν αφομοιώσει, καταλάβει και μάθει. Αυτή η διαδικασία μπορεί να αποτελέσει τόσο μια ανατρεπτική περίοδο όσο και μια περίοδο προσαρμογής και συστημικής αφομοίωσης. Οι πολιτικές και οι μέθοδοι στις οποίες διαπαιδαγωγούνται θα είναι παρόμοιες με αυτές που θα εφαρμόσουν στους δρόμους και στους χώρους εργασίας τους στο μέλλον. Ως επαναστάτες πρέπει να κατανοήσουμε του τι είναι πραγματικά αυτοί οι αγώνες και πως οι φοιτητές δέχονται αυτά τα μαθήματα.
Σε καμία περίπτωση δεν βοηθάει σε κάτι τον ταξικό μας αγώνα να έχουμε τους νέους σε ένα περιβάλλον που τους μαθαίνει να εστιάζουν όχι στις ιδέες αλλά απλά στο πως να χρησιμοποιούν  περίτεχνα τον λόγο τους, στο πως οι λύσεις στα περισσότερα προβλήματα είναι αφηρημένες, πως οι δικοί τους αγώνες είναι δευτερευούσης σημασίας κλπ. Εάν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το πανεπιστήμιο ως ένα είδος εργοστασίου, τότε σίγουρα και οι αγώνες εντός αυτού πρέπει να είναι άμεσοι, δημοκρατικοί και μαζικοί έχοντας ένα υλικό και ξεκάθαρο περιεχόμενο. Αυτό ήταν στο οποίο στόχευαν και οι φοιτητές του Quebec, το οποίο και κατάφεραν με μεγάλη επιτυχία. Ένας αγώνας που οργανώνεται γύρω από τις πραγματικές ανάγκες και ενδιαφέροντα των φοιτητών μέσω πραγματικά δημοκρατικών δομών είναι απαραίτητος τόσο για ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα όσο και για μια πραγματικά πολιτική και θετικά “επιμορφωτική” εμπειρία για όσους συμμετέχουν σε αυτό.
Πέρα από αυτό, η συμμετοχή σε μια επαναστατική οργάνωση πρέπει να είναι μια συνεχόμενη “κατατοπιστική” εμπειρία. Πρέπει οι ίδιοι να αμφισβητήσουμε τα όποια δόγματα μας σε πνευματικό επίπεδο για να κατανοήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες βρισκόμαστε, καθώς και τους τρόπους για να προχωρήσουμε παραπέρα. Οι οργανώσεις μας πρέπει να είναι χώροι όπου αυτομορφωνόμαστε σε όλα τα επίπεδα, ενώ επίσης πρέπει να βρούμε τους κατάλληλους τρόπους  και τα μέσα, έτσι ώστε τα (πολιτικά) συμπεράσματα που εξάγουμε να μπορούμε να τα κοινωνικοποιούμε και να τα εφαρμόσουμε στην πράξη. Έτσι ώστε να πλαισιωνόμαστε από μια λογική και εφαρμόσιμη πολιτική που δεν πουλάει ούτε διαδίδει κανένα αφηρημένο ιδεαλισμό ούτε κάποιο συντηρητισμό, ανταυτού θεωρούμε πως πρέπει να στοχεύουμε στον  πνευματικό πραγματισμό. Η “πολιτική εξέλιξη” εντός των οργανώσεων μας πρέπει να αποτελεί μια αναζωογονητική διαδικασία τόσο σε ατομικό όσο και σε  συλλογικό επίπεδο ως οργάνωση. Με την επαναστατική θεωρία να αποτελεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μια συλλογική διαδικασία τόσο στον διάλογο όσο και στην αναπαραγωγή της. Πρέπει να αποφύγουμε τον μιμητισμό του ακαδημαϊκού σκοταδισμού, χωρίς να καταφύγουμε σε μια αναγωγική αντιπνευματικότητα και αυτό πρέπει να το κάνουμε από κοινού συλλογικά. Αυτό είναι ένα από τα πολλά καθήκοντα που η οργάνωση μας (Common Cause) ελπίζει να επιτύχει. Είναι και ο λόγος που εκδίδουμε αυτό το περιοδικό, αλλά και γιατί το κάνουμε με τον τρόπο που κάνουμε. Δεν είναι κάτι που το κάνουμε τέλεια, αλλά το κάνουμε συλλογικά, υπεύθυνα και ελπίζουμε με κάποιο θετικό και παραγωγικό αντίκτυπο.
https://athens.indymedia.org/post/1530818/

ΜΜΕ, η πολιτική ως θέαμα, και οι προκλήσεις για την αντιπληροφόρηση – κινηματική ενημέρωση

Ο καπιταλισμός, τουλάχιστον στη νεωτερική και σύγχρονη φάση του, είναι οργανωμένος ως θέαμα. Παράγει και εγκαθιστά έναν ορισμένο τρόπο επικοινωνίας και διάδοσης της πληροφορίας, ο οποίος γίνεται αναγκαίο οργανικό στοιχείο της λειτουργίας του και της αναπαραγωγής του. Τα σύγχρονα αστικά πολιτικά συστήματα, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσαν να σταθούν ούτε λεπτό χωρίς τον πολύπλευρα υποστηρικτικό ρόλο των ΜΜΕ. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της προπαγάνδας-διαστρέβλωσης-απόκρυψης, αλλά και του ακόμη βαθύτερου (και πιο κρυμμένου) ρόλου τους στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή ενός ολόκληρου συστήματος αξιών και τρόπων ζωής, δίχως τα οποία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ο καπιταλισμός.

Συνηθίζουμε τελευταία, λόγω των εξελίξεων, να αναδεικνύουμε το ρόλο των ΜΜΕ στη νομιμοποίηση και διάδοση αντιδραστικών, ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και χωρίς την προσφυγή σε τέτοιους λόγους, τα ΜΜΕ νομιμοποιούν και διαδίδουν μαζικά τις βασικές αξίες και ορίζουσες της αστικής κοινωνίας, καθιστώντας τες αυτονόητες και άρα εκτός αναστοχασμού, όπως τον ανταγωνισμό ως φυσική κατάσταση του ανθρώπου, την ιερότητα της ιδιοκτησίας, την ανισότητα ως αναγκαία συνθήκη της λεγόμενης αξιοκρατίας, το ιδιωτικό κέρδος ως φυσικό και αναγκαίο αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας, και πολλά άλλα.

Από την εποχή δε της ανάδυσης της μαζικής πολιτικής, τα ΜΜΕ έχουν λάβει μια καίρια καταστατική θέση εντός της έννοιας της “δημοκρατίας”, αφού σύμφωνα τουλάχιστον με τη φιλελεύθερη θέση η δημοκρατία για να λειτουργήσει απαιτεί την ελεύθερη και όσο πιο πλήρη ενημέρωση του πολίτη, και ταυτόχρονα τον υποτιθέμενο ανεξάρτητο έλεγχό της από τα ΜΜΕ. Το ίδιο το κοινοβουλευτικό παιχνίδι δεν θα μπορούσε να έχει τις διαστάσεις που έχει παρά μόνο ως θέαμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια και τα αυτιά εκατομμυρίων ανθρώπων, ικανό να συγκινήσει και να συνεπάρει μαζικά στην “εθνική πολιτική ζωή”, με τους “ηρωϊσμούς” και τις “μεγάλες ιδέες” της αλλά και με τις ίντριγκες και τα παρασκήνιά της.

Όπως αναφέρει σε ένα βιβλίο του ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, είναι σαν να έχει αντιστραφεί το “πανοπτικόν” του Μπένθαμ, δηλ. η παρακολούθηση των πολλών από τους λίγους (όπως σε μια φυλακή), και να έχουμε περάσει σε μια κατάσταση όπου οι λίγοι (οι “διάσημοι”, οι “διακεκριμένοι”) παρακολουθούνται από τους πολλούς, διαρκώς εκτεθειμένοι στο άγρυπνο μάτι της δημοσιότητας. Ιδιαίτερα δε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, φαίνεται να γίνεται πράξη το “ουδέν κρυπτόν υπό του ήλιου”, αφού τα πάντα μπορούν να γίνουν αμέσως γνωστά σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, οπουδήποτε κι αν συνέβησαν και όσο κρυφά κι αν οργανώθηκαν.

Έτσι, δίπλα στην παραδοσιακή διάσταση των ΜΜΕ ως “στυλοβάτη της δημοκρατίας” έχουμε πλέον και τη διάσταση της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος “παγκόσμιας διαφάνειας”, που δίνει υποτίθεται για πρώτη φορά την ευκαιρία ενός μαζικού δημοκρατικού ελέγχου όχι μόνο της “εθνικής ζωής” αλλά και των παγκόσμιων υποθέσεων.

Όσους κλονισμούς κι αν έχει δεχθεί αυτή η αφήγηση, λόγω των αυξανόμενων αποκαλύψεων για τον συγκεντρωτικό οικονομικό και πολιτικό έλεγχο των ΜΜΕ, παραμένει ωστόσο κυρίαρχη, ενώ τα ίδια τα ΜΜΕ παρά τη φθορά τους εξακολουθούν να ελέγχουν την καρδιά και το νου της τεράστιας πλειοψηφίας. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει μεταλλαχθεί η ίδια η φύση των ιδιωτών καταναλωτών σε “θεαματικούς καταναλωτές”, δηλ. σε ανθρώπους συνηθισμένους να αποκτούν πρόσβαση στην καταναλωτική ζωή, και άρα και στην πολιτική ως καταναλωτικό θέαμα, με τη μεσολάβηση των ΜΜΕ.

Γιατί “θέαμα” δεν σημαίνει μόνο έλεγχο, καθοδήγηση και εμπορευματική αξιοποίηση της επικοινωνίας και της πληροφορίας, αλλά και έναν ορισμένο τρόπο τυποποίησης της πληροφορίας και της ενημέρωσης, και κυρίως ενοποίησής τους με τον πολιτισμό, την οικονομία και την πολιτική. Ακόμη και η πιο “αθώα” είδηση, αλλά ακόμη και η πιο “αθώα” διαφήμιση, εμπεριέχει και τα τρία αυτά στοιχεία: πολιτισμικές αξίες, οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές στάσεις. Αυτό που διαφέρει κάθε φορά είναι η αναλογία τους. Το “θέαμα”, λοιπόν, δεν είναι ένα συγκεκριμένο προϊόν αλλά ο κώδικας μέσω του οποίου κωδικοποιούνται περιεχόμενα με τρόπο που να ξεφεύγουν από το στοχασμό και την κριτική. Γι’ αυτό άλλωστε ο κώδικας αυτός δίνει προνομιακή αξία και θέση στην εικόνα, που μπορεί να επιβάλλεται βίαια, καταιγιστικά και με λιγότερες αντιστάσεις…

Όλα αυτά, πέρα από το επίπεδο της αναγκαίας αποκάλυψης και καταγγελίας, θέτουν σοβαρά ερωτήματα για τον τύπο της πληροφόρησης-ενημέρωσης που αντιστοιχεί στα μέσα και τους σκοπούς του ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό κινήματος.

Υπάρχουν δύο τουλάχιστον κεντρικές προσεγγίσεις (με πολλά παρακλάδια και συνδυασμούς μεταξύ τους): 1) να αναγκάσουμε τα κυρίαρχα ΜΜΕ να ασχοληθούν με “μας”, να πιέσουμε με διάφορους τρόπους για να φτάσει η φωνή μας εκεί, 2) να οργανώσουμε τα ανεξάρτητα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης του κινήματος.

Η πρώτη προσέγγιση οδηγεί απευθείας στο φετιχισμό του κυρίαρχου θεάματος. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, πόσες φορές έχουν γίνει πράγματα (συμβολικές εντελώς συγκρούσεις, θεαματικές ενέργειες, κ.λπ) μόνο και μόνο για να παιχτούν στην τηλεόραση. Ας σκεφτούμε όμως και ότι ακόμη κι αν φτάσει η φωνή του κινήματος στα ΜΜΕ, ακόμη κι αν δεν γίνει το σύνηθες και κραυγαλέο που είναι τα κοψίματα, η διαστρέβλωση κ.λπ., ο αντιπολιτευτικός λόγος δεν διακόπτει τη ροή και το νόημα του θεάματος αλλά λειτουργεί νομιμοποιητικά για το κυρίαρχο θέαμα δίνοντάς του δημοκρατικές περγαμηνές (η μόνιμη επωδός των ΜΜΕ είναι “εμείς δίνουμε μικρόφωνο σε όλες τις απόψεις”). Ή ακόμη, πώς προσαρμόζεται ο αντιπολιτευτικός λόγος προκειμένου να γίνει σχετικά σεβαστός στα ΜΜΕ…

Δε λείπουν τα “φωτογενή” ή “επικοινωνιακά” πρόσωπα. Είναι η ίδια η φύση αυτού του τύπου της επικοινωνίας-ενημέρωσης που είναι εχθρική προς έναν ουσιαστικό αντικαπιταλιστικό και αντιεξουσιαστικό λόγο και παρουσία, γιατί υποβαστάζεται από νοητικές και αισθητικές προϋποθέσεις που εξοβελίζουν κάθε κριτική, ώστε αυτός ο λόγος όταν φιλοξενηθεί εκεί είτε παρουσιάζεται ως “γραφικότητα”, είτε γελοιοποιείται, είτε αποτελεί μια ασήμαντη λεπτομέρεια μέσα στη συνολική ροή του θεάματος.

Η δεύτερη προσέγγιση, που είναι προφανώς σωστή, έρχεται αντιμέτωπη με ένα βαθύτερο ζήτημα από το οποίο έχουν ταλαιπωρηθεί και διαστρεβλωθεί πολλές προσπάθειες μέχρι τώρα. Είναι η υιοθέτηση του ίδιου κώδικα απλώς με διαφορετικά περιεχόμενα, η οποία ενέχει τον κίνδυνο της “θεαματικοποίησης” του κινήματος, δηλαδή της απορρόφησής του εντός του συστημικού θεάματος τελικά. Ο ίδιος φετιχισμός του θεάματος που πριν απευθυνόταν στα κυρίαρχα ΜΜΕ, τώρα απευθύνεται στα δικά μας μέσα ενημέρωσης (π.χ., κάνουμε κάτι μόνο και μόνο για να μπει στο Indymedia…). Αναπαράγεται ο ίδιος διαχωρισμός μιας κεντρικής πηγής πληροφόρησης και καταναλωτών πληροφόρησης, απλώς εναλλακτικής τώρα. Ο ίδιος καταμερισμός “ειδικών”, “διανοουμένων”, “δημοσιογράφων” και “αδαών”. Το ίδιο κυνήγι της θεαματικότητας-ακροαματικότητας.

Τα κινηματικά ανταγωνιστικά μέσα επικοινωνίας-πληροφόρησης δεν πρέπει να είναι ένας αντιπολιτευτικός κρίκος της αλυσίδας του θεάματος, αλλά η εκρίζωση του θεάματος από το χώρο της επικοινωνίας-πληροφόρησης. Η άρση όλων των παραπάνω διαχωρισμών και καταμερισμών, η διαμόρφωση μιας διαφορετικού τύπου δημόσιας σφαίρας ισότιμων δρώντων υποκειμένων, δημιουργών και συνομιλητών, με στόχο τον εμπλουτισμό της θεωρίας και πράξης του κινήματος και την άμεση δράση, και όχι τη διαμόρφωση μιας νέας ιεραρχίας γεγονότων, λόγων, προσώπων ή ομάδων.

Τα δικά μας μέσα δε “δίνουν μικρόφωνο”, γιατί θέλουμε να καταργηθεί το “μικρόφωνο” ως μέσο που κατέχουν κάποιοι διαχωρισμένα από το ίδιο το κίνημα και την πράξη του, γιατί θέλουμε το “μικρόφωνο” να διαχυθεί παντού όπου καθημερινά παράγεται λόγος και πράξη αντικαπιταλιστική-αντιεξουσιαστική, και η έκφρασή τους να είναι όσο το δυνατόν πιο άμεση και αδιαμεσολάβητη.

Τα δικά μας μέσα δε θέλουμε να αντικαταστήσουν απλώς τα κυρίαρχα, αλλά να συμβάλουν στη δημιουργία μιας κουλτούρας που δεν θα έχει ανάγκη τη διαμεσολάβηση του θεάματος, ούτε τη θεαματική επιβεβαίωση, αλλά θα έχει στο κέντρο της την ελεύθερη ανταλλαγή και το μοίρασμα των εμπειριών, των σκέψεων και των αγωνιών αγωνιζόμενων υποκειμένων.

Στον επικοινωνιακό-πληροφορικό καπιταλισμό της εποχής μας, άλλωστε, ακόμη και η εναλλακτική πληροφόρηση ενσωματώνεται στην αξία των εμπορευματοποιημένων ψηφιακών κοινωνικών δικτύων. Στο περίφημο ερώτημα της “αξίας του Facebook”, η απάντηση (όπως έχει δείξει ο Μισέλ Μπάουενς) είναι ότι το περιεχόμενο πληροφορίας που εμείς παράγουμε δίνει την εμπορευματική αξία στο δίκτυο. Και μάλιστα, όσο περισσότερο παράγουμε και διακινούμε τέτοιο περιεχόμενο, τόσο μεγαλύτερη αξία παράγεται. Σήμερα, λοιπόν, το Facebook και το Twitter είναι γεμάτο ανεξάρτητους παραγωγούς εναλλακτικής πληροφόρησης, πολιτισμικού περιεχομένου και ιδεών, και αυτή η άμισθη συνεισφορά τους μετατρέπεται σε οικονομικό κέρδος για τους κατόχους των δικτύων αυτών (για να μην αναφερθούμε στις τεράστιες βάσεις δεδομένων και αυτοφακελώματος που δημιουργούμε). Η απελευθέρωση αυτού του εκρηκτικού, εν δυνάμει επαναστατικού, δυναμικού ανεξάρτητης επικοινωνίας-πληροφόρησης-δημιουργίας από τα δεσμά των εταιριών και του κράτους, η εξάπλωση και σε άλλους τομείς της ζωής των σχέσεων ελεύθερου μοιράσματος που υποβαστάζει αυτά τα δίκτυα, πρέπει να είναι ο στόχος των ανταγωνιστικών κινηματικών μέσων, κάτι που αποτελεί αναγκαίο υλικό όρο για την ανεξαρτησία και την αυτονομία του κινήματος.

Τοποθέτηση στη συζήτηση “Συστημική προπαγάνδα VS κινηματική δημοσιογραφία” που έγινε στο πλαίσιο του φεστιβάλ του Ράδιο Ένταση, στις 25 Απριλίου, στη Νομική.

Πηγή: Eagainst

Πατρίδα μας η ελευθερία

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κρίση του καπιταλισμού και η προσπάθεια βίαιης αναδιάρθρωσής του οδηγεί στην εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερων κοινωνικών τμημάτων. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ως ένας βασικός πυλώνας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αναδιοργανώνεται, προσπαθώντας να καταργήσει κάθε εργασιακό δικαίωμα, πληρώνοντας εξευτελιστικούς μισθούς, ιδιωτικοποιώντας κοινωνικά αγαθά (νερό, ρεύμα, υγεία, εκπαίδευση) και μετατρέποντάς τα σε είδη πολυτελείας, λεηλατώντας τη φύση για να  αυξήσει τα κέρδη του. Το κράτος και τα αφεντικά προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Η καταστολή απέναντι σε οτιδήποτε ριζοσπαστικό οξύνεται, με την εθνικιστική και ρατσιστική προπαγάνδα και την ξενοφοβία, με την άνοδο των φασιστικών και νεοναζιστικών μορφωμάτων, με τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας και στρατοπέδων συγκέντρωσης για όσους το σύστημα θεωρεί είτε επικίνδυνους, είτε περισσευούμενους.

Στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και παγκόσμια οι εξεγέρσεις που ξεσπούν, δίνουν το μήνυμα πως ο κύκλος των αγώνων ενάντια στις βίαιες πολιτικές και οικονομικές επιλογές της εξουσίας δεν έχει κλείσει. Στην Βοσνία- Ερζεγοβίνη η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, η ανεργία, η απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για το μέλλον, η καταπίεση, η αδιαλλαξία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας οδήγησαν τον Φλεβάρη στο ξέσπασμα της συσσωρευμένης κοινωνικής οργής. Έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ενός από τα πιο πολυεθνικά κράτη. Στην μεταπολεμική Βοσνία- Ερζεγοβίνη, η διευθέτηση που επιβλήθηκε έφερε βίαιες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων. Η αναγνώρισή της ως ανεξάρτητο κράτος το 1992 πυροδότησε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των κατοίκων: Σέρβων, Βόσνιων και Κροατών. Οι εμφύλιες συρράξεις συνεχίστηκαν ως το 1995, όπου με την συνθήκη του Dayton επιβλήθηκε και επίσημα η εθνοτική και θρησκευτική διαίρεση του πληθυσμού της Βοσνίας. Η λεγόμενη ειρήνευση βασίστηκε στην εδραίωση των διαχωρισμών και την διάχυση του εθνικιστικού λόγου. Έτσι, με διαιρεμένο το κοινωνικό σώμα, η πολιτική εξουσία και οι ανερχόμενες στην περιοχή οικονομικές ελίτ κατάφεραν να προωθήσουν τα συμφέροντα τους και να κρατήσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους καρέκλες.

Η ιδιωτικοποίηση και στην συνέχεια η χρεωκοπία των εργοστασίων στις βιομηχανικές περιοχές της Βοσνίας, καταδίκασε την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού στην φτώχια και την εξαθλίωση. Ο πλούτος συγκεντρώθηκε μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις στα χέρια πολυεθνικών εταιριών και μιας νέας άρχουσας τάξης, ενώ για τους εργάτες και τις εργάτριες αυτό μεταφράστηκε σε απολύσεις, κακοπληρωμένη ή ακόμα και απλήρωτη εργασία. Το 53% των νέων είναι άνεργοι/ες ακολουθώντας τα ποσοστά ανεργίας της
Ελλάδας και της Ισπανίας.

Η Tuzla, ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι το σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα. Η πόλη αυτή κατάφερε να κρατήσει το έδαφος της αφιλόξενο για τον εθνικισμό, και να διατηρήσει μια παράδοση οργάνωσης της εργατικής τάξης σε εργατικά σωματεία. Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων είχε άμεσο αντίκτυπο στην ζωή των κατοίκων της πόλης. Οι εργάτες και οι εργάτριες στα εργοστάσια της Tuzla για χρόνια προσπαθούσαν ειρηνικά, μέσα από απεργίες, διαμαρτυρίες έξω από κυβερνητικά κτίρια και απεργίες πείνας να διεκδικήσουν τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας τους. Οι μακροχρόνιες αλλά μικρής έντασης κινητοποιήσεις τους συναντούσαν ως τον Φλεβάρη την αδιαλλαξία της εξουσίας.

Η πορεία ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις που κάλεσαν για τις 05/02 προπαγανδίστηκε από το διαδίκτυο και αγκαλιάστηκε από ένα ετερόκλητο πλήθος κόσμου: πλήθος που θέλησε να μετατρέψει την πολύχρονη σιωπή σε ριζοσπαστική πράξη, σε εξέγερση.

Οι χιλιάδες διαδηλωτών/τριών, με μικρή προηγούμενη οργάνωση ήκινηματική εμπειρία, πέρασαν από την βίαιη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής και τους εμπρησμούς κυβερνητικών κτιρίων και κομματικών γραφείων – κέντρων λήψεων αποφάσεων σε τουλάχιστον 20 πόλεις, στην μεγάλη συμμετοχή στις ανοιχτές συνελεύσεις πόλης (plenums), στην περιθωριοποίηση των πολιτικών κομμάτων, στην οριζόντια λήψη αποφάσεων. Τα κυβερνητικά κτίρια που οι εξεγερμένοι και οι εξεγερμένες οικειοποιήθηκαν δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να φιλοξενήσουν τις συνελεύσεις. Και ένα σημείο πολύ σημαντικό: Οι εξεγερμένοι/ες της Βοσνίας κατάφεραν γρήγορα να υπερβούν την εθνική διαίρεση που από το 1995 είχε επιβληθεί, να αμφισβητήσουν και να εναντιωθούν στον εθνικιστικό λόγο, προτάσσοντας απέναντι του τα κοινωνικά/ταξικά αιτήματα, πραγματώνοντας την αλληλεγγύη μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, απομακρυσμένων πόλεων, διαφορετικών εθνικοτήτων.

Η εξέγερση που ξέσπασε ταυτόχρονα, σε διαφορετικές πόλεις κατάφερε να τρέψει πολιτικούς σε φυγή από την χώρα, ή να τους αναγκάσει σε «οικειοθελείς» μειώσεις των παχυλών μισθών τους και σε διαπραγματεύσεις για το πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων. Η έντασή της έδωσε σαφές μήνυμα στην θεσμική αριστερά και στα καθεστωτικά συνδικάτα πως η κοινωνική οργή έχει ξεφύγει από τον έλεγχο τους. Οι υποχωρήσεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν έφεραν μεγάλες αλλαγές στην ζωή των κατοίκων της Βοσνίας. Αυτό που αλλάζει το κοινωνικό τοπίο είναι η αλλαγή του κλίματος ηττοπάθειας, η μεταφορά του φόβου στοστρατόπεδο της κυριαρχίας, η αναζήτηση κοινών σημείων αναφοράς για τους από κάτω, η ριζοσπαστικοποίηση των τρόπων οργάνωσης και αγώνα ενός ετερόκλητου πλήθους ανθρώπων.

Ενώ ο ξεσηκωμός στη Βοσνία είχε σαφή αντι-εθνικιστικά χαρακτηριστικά η χρονικά κοντινή εξέγερση στην Ουκρανία πήρε εντελώς διαφορετική τροπή. Στις συγκρούσεις στις κεντρικές πλατείες και τους δρόμους, οι φασίστες κατάφεραν να εδραιώσουν την παρουσία τους και να δημιουργήσουν αφιλόξενο έδαφος για οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Οι εκφραστές των ιδεολογημάτων της καθαρής φυλής, του έθνους, του αντι- κομμουνισμού, με την στήριξη της Ε.Ε και των ΗΠΑ και την ισχύ των όπλων επέβαλλαν την δική τους ατζέντα στην εξέγερση και ισχυροποίησαν την θέση τους στην εξουσία.

Τα δύο ακροδεξιά κόμματα ( Σβομπόντα και ο νεοναζιστικός Δεξιός τομέας ) έπιασαν κομβικές κυβερνητικές καρέκλες, προβάλλοντας έτσι και θεσμικά τις πολιτικές τους επιδιώξεις, κηρύσσοντας τον πόλεμο στις εθνοτικές μειονότητες, στην αριστερά, στους αναρχικούς. Η στρατιωτική κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία ενδυνάμωσε το κίνημα του Maidan. Ο κόσμος συσπειρώθηκε προκειμένου να «υπερασπιστεί» την Ουκρανία, διευρύνοντας το πεδίο στο οποίο οι ακροδεξιοί και οι νεοναζιστές διαχέουν την προπαγάνδα τους και στρατολογούν κόσμο.

Ως άλλος πόλος δημιουργήθηκε το αντι- Maidan, κίνημα το οποίο συγκροτούν παραστρατιωτικοί και μπάτσοι, λούμπεν προλετάριοι και στηρίζεται οικονομικά από τις τοπικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες ασφάλειας. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης αυτού του κινήματος, ούτε αυτό έχει ξεκάθαρα ρωσικά εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Τα κίνητρα δράσης είναι κυρίως οικονομικά, καθώς οι ένστολοι θέλουν προαγωγές και αυξήσεις, οι επιχειρήσεις τους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία (με χαμηλές τιμές στις πρώτες ύλες και το αέριο), οι προλετάριοι να βρουν μια δουλειά στην Ρωσία. Όλοι αυτοί συσπειρώνονται γύρω από έναν ασαφή λαϊκιστικό και φιλο-ρωσικό λόγο.

Όσον αφορά στα γεγονότα της Οδησσού την 2η Μάη στην Οδησσό, ο κόσμος που συντάχθηκε είτε με τις ομάδες αυτοάμυνας του Maidan είτε με τις παραστρατιωτικές ομάδες και την τοπική αστυνομία, καθοδηγήθηκε και οπλίστηκε από αυτές και προχώρησε σε μάχη μέχρις εσχάτων, με απολογισμό 40 ανθρώπους νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Το πλήθος των ανθρώπων που βγαίνει στους δρόμους ουσιαστικά σέρνεται πίσω από τις αποφάσεις και τις επιλογές είτε της ακραίας αντίδρασης είτε του ρωσικού επεκτατισμού πολεμώντας για τα συμφέροντα των οικονομικών ολιγαρχιών. Οι εξελίξεις δείχνουν πως οι προλετάριοι/ες δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από τέτοιου είδους αναμετρήσεις, αντίθετα αυτές εκμηδενίζουν οποιαδήποτε προοπτική για την αντίσταση και την οργάνωση των από κάτω.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα αποτελέσει ήττα για την εργατική τάξη, αν αυτή δεν οργανωθεί στην βάση των κοινών συμφερόντων της και αν δεν στραφεί ενάντια σε οποιουδήποτε είδους οπλισμένους σωτήρες είτε αυτοί είναι τα τάγματα εφόδου και οι πολιτικοί ηγέτες των νεοναζιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, είτε η ευρωπαϊκή ένωση, είτε ο στρατός της Ρωσίας ή οι φιλο-Ρώσοι στρατιωτικοί και μπάτσοι.

Στην Ισπανία, το αρχικό σοκ της κρίσης διαδέχτηκε η προσπάθεια των ανθρώπων να μην επιτρέψουν την εξαθλίωση της ζωής τους. Μέσα από τις κινητοποιήσεις τον Μάρτη του 2011 διαμορφώθηκε το κίνημα των indignados. Ενόψει των εκλογών για τις περιφερειακές κυβερνήσεις της Ισπανίας στις 22 Μάη, οι συγκεντρώσεις και οι
διαδηλώσεις στην Μαδρίτη και σε άλλες πόλεις έγιναν πιο μαζικές και επίμονες. Τα πουλημένα συνδικάτα αναγκάστηκαν να κηρύξουν πολυήμερη απεργία. Η απεργία αξιοποιήθηκε με μεγάλες πορείες σε διάφορες πόλεις, οι οποίες όμως δέχτηκαν την άγρια καταστολή της αστυνομίας με τη χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών.

Το κίνημα των αγανακτισμένων στην Ισπανία, σε αντιστοιχία με το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, βρέθηκε αντιμέτωπο με τις προβληματικές της ειρηνικής διαπραγμάτευσης.

Τρία χρόνια αργότερα στην Ισπανία όπου οποιαδήποτε κοινωνική συνάθροιση χρειάζεται κρατική άδεια, ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων διαδηλώνει και καταλαμβάνει δημόσιους χώρους κόντρα στην απαγόρευση της αστυνομίας. Οι λόγοι που βγάζουν τους ανθρώπους στον δρόμο είναι πολλοί: τα μέτρα λιτότητας, η ποινικοποίηση των εκτρώσεων, οι αλλαγές στην εκπαίδευση, η διαφθορά των πολιτικών, η άνοδος του φασισμού, η καταστολή. Ο κόσμος που συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες έρχεται αντιμέτωπος με την τρομοκράτηση από τους μπάτσους, και την απαξίωση και την συκοφάντηση από τα ΜΜΕ. Απαντά με την επίμονη παρουσία του στο δρόμο, με τη χρήση μέσων αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας, με οδοφράγματα και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.

Ο κόσμος που συγκεντρώνεται στους δρόμους και τις κεντρικές πλατείες διεκδικεί τη βελτίωση της ζωής του ενάντια σε ένα σύστημα που τον εξαθλιώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο και την δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία δεν θα βασίζεται στο ατομικό συμφέρον, το κέρδος και τον ανταγωνισμό. Οι κινητοποιήσεις στους δρόμους της Ισπανίας δημιουργούν το έδαφος για την ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων των συγκεντρωμένων και ενισχύουν τους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους.

Η Ισπανία αποτελεί μια ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό των ξεσηκωμών σε Ευρώπη, Βαλκάνια και ανά τον κόσμο: από την Σλοβενία στην Τουρκία και από την Βουλγαρία και την Ρουμανία στην Βοσνία και την Ισπανία και στις πιο μακρινές μας Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή. Το παράδειγμα της Ουκρανίας υπογραμμίζει τον κίνδυνο οι απαντήσεις των κατώτερων στρωμάτων στις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποβάθμιση της ζωής τους. Είτε όταν ποδηγετούνται από νεοναζιστικά
μορφώματα (Maidan), είτε όταν, ελλείψει ταξικής συνείδησης, σύρονται στην έμμεση ή άμεση υποστήριξη εθνικιστικών/καπιταλιστικών συμφερόντων (αντι- Maidan).

Στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και ανά τον κόσμο, οι απαντήσεις που αξίζουν να ακουστούν, οι κραυγές που μπορούν να προκαλέσουν ρωγμές, οι κινήσεις που προκαλούν τριγμούς στις καρέκλες των εξουσιαστών, είναι αυτές που οργανώνονται στην βάση της κοινωνίας και εκφράζονται από αυτήν χωρίς τη μεσολάβηση νέων κομμάτων, «ανθρωπιστών» πολιτικών, αυτόκλητων ή καλεσμένων σωτήρων. Αυτές δηλαδή που εκφράζουν την ανάγκη διαχείρισης κάθε πτυχής της ζωής από την κοινωνία για την κοινωνία .

Καθ’οδόν για τις ακρατικές αταξικές κοινωνίες που θέλουμε να οικοδομήσουμε, ζητούμενο είναι η τάξη μας να εκφράσει τον δικό της λόγο για την εργασία, τις υποδομές που καλύπτουν τις βασικές μας ανάγκες, τον χώρο που ζούμε και τις κοινωνικές σχέσεις που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Και προκειμένου να κάνουμε αυτόν τον λόγο πράξη, να τον εδαφικοποιήσουμε μέσα από την δημιουργία οριζόντιων δομών αντίστασης και αγώνας στις σχολές στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές μας. Αλλά και να τον υπερασπιστούμε οργανώνοντας την άμυνα μας, την κοινωνική αντιβία απέναντι στην κρατική καταστολή, την βία των ναζιστών και των ακροδεξιών, την αντιδραστική προπαγάνδα. Αυτή η οργάνωση είναι που μπορεί να καθορίσει την έκβαση των τωρινών και των μελλοντικών συγκρούσεων με τον κόσμο της εξουσίας. Τον κόσμο που εμείς θα γκρεμίσουμε για να χτίσουμε στα συντρίμμια μια νέα κοινωνία, στην βάση της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης.

Πανό σε plenum στο Mostar: «Η ελευθερία είναι το έθνος μου»

Αναδημοσίευση από: kathodon