Αρχείο ετικέτας συριζα

Καταγγελία κρατουμένων ενάντια στις φυλακές τύπου Γ και τα ψέμματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ

Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, οι εισαγγελείς στέλνουν εγγράφως σε κρατούμενους ότι η παραμονή τους σε καθεστώς τύπου Γ θα συνεχιστεί για τα επόμενα δυο χρόνια

Και όλα αυτά ενώ οι κρατούμενοι βρίσκονται μόλις μερικούς μήνες σε αυτό το καθεστώς.

Ποίος ο λόγος να ανανεωθεί εκ νέου η παραμονή τους στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία εφόσον ούτως ή άλλος με βάση το φασιστικό νομοσχέδιο του Αθανασίου η παραμονή των κρατουμένων σε καθεστώς τύπου Γ εξετάζεται κάθε δυο χρόνια?

Πρόκειται για κάποιου είδους πίεση των εισαγγελέων στη κυβέρνηση ή μήπως οι πτέρυγες υψίστης ασφαλείας που έχει εξαγγείλει ο υπουργός είναι μια δημιουργική ασάφεια που συγκεκριμενοποιούν οι εισαγγελείς?

Παραθέτουμε το ένα από τα συγκεκριμένα έγγραφα στο οποίο έχουν σβηστεί μόνο τα προσωπικά στοιχεία του κρατούμενου Θα ακολουθήσουν και τα επόμενα το συντομότερο δυνατόν

αλληλέγγυοι ενάντια στις φυλακές τύπου Γ

Στάλθηκε στην mpalothia

Η ελπίδα έρχεται μόνο με την ταξική πάλη

25 Ιανουαρίου. Μία μέρα ιστορική, κατά πολλούς. Ο κόσμος με την ψήφο του καταδικάζει τα «μνημονιακά» κόμματα, αποφασίζει να στηρίξει τις ελπίδες του σε κάτι διαφορετικό και νέο και να στραφεί πρώτη φορά «αριστερά»…

Τα τελευταία χρόνια, πολλές χώρες τις Ε.Ε ήρθαν αντιμέτωπες με το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού. Λιτότητα, φτώχεια, ανεργία, έλλειψη παροχών υγείας και παιδείας, καταστολή εργατικών αγώνων. Και όσο ο καπιταλισμός σαπίζει και ο κόσμος απελπίζεται καταλαβαίνουμε απόλυτα το τυράκι που θα μας πετούσε η τάξη τους. Η εργατική τάξη δεν έχει να περιμένει τίποτα από μια «νέα» σοσιαλδημοκρατία που θα φέρει τα πράγματα στα νεοφιλελεύθερα μέτρα της.

Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Δ.Ε.Θ. είχε απ’ όλα.  Δωρεάν ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας, πρόγραμμα επιδότησης διατροφής με κουπόνια σίτισης σε 300.000 άπορες οικογένειες, δωρεάν ιατρική περίθαλψη για όλους και δραστική μείωση συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη, πρόγραμμα εξασφάλισης στέγης, στήριξη χαμηλοσυνταξιούχων,  ειδική κάρτα μετακίνησης με τα μαζικά μέσα μεταφοράς, κατάργηση της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, επαναφορά αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ για όλους, επαναφορά κατώτατου μισθού. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να πεισθεί ο κόσμος, να νιώσει ότι μπορεί κάπου να στηριχθεί, ότι θα πάρει μια ανάσα. Και έτσι λοιπόν ο κόσμος αποφασίζει να ταχθεί υπέρ της «αριστερής κυβέρνησης», και χωρίς να δείξει εμπιστοσύνη στην ταξική του δύναμη, επιλέγει να την στηρίξει. Κάπως έτσι θα φτάσουμε στην νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι συμβολικές πράξεις της νέας αυτής κυβέρνησης, οι οποίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από λαϊκισμοί, δεν άργησαν να έρθουν… Η παρουσία του νέου πρωθυπουργού μετά την ορκωμοσία του στην Καισαριανή για να «τιμήσει» τους 200 πεσόντες κομμουνιστές μόνο αηδία μπορεί να μας προκαλέσει. Τα ιδανικά των ανθρώπων εκείνων, η στάση τους μπροστά στα όπλα των εκμεταλλευτών, ο Αγώνας τους ενάντια στους ιμπεριαλιστές δεν θα τιμηθεί με τα στεφάνια της σοσιαλδημοκρατίας.

Στη συνέχεια καταργεί την σιδερόφραχτη βουλή των δεξιών, που είναι το λιγότερο κακό μπροστά στην σιδεροδέσμια ζωή των εργατών και εργατριών, εξαφανίζει δια μαγείας τους μπάτσους από τις διαδηλώσεις και από την περιοχή των Εξαρχείων, ενώ παράλληλα ο νέος υπουργός δημοσίας τάξης, Πανούσης, δηλώνει:

«Πρέπει να υπάρξει μια πολιτική λύση στο ζήτημα της σχεδόν 40ετούς παρουσίας των πολυπληθών αναρχικών ομάδων και των υποστηρικτών της επαναστατικής βίας που πολλές φορές προχωρούν σε επεισόδια ή τροφοδοτούν τις ένοπλες οργανώσεις».

Πρώτος στόχος της κυβέρνησης προεκλογικά ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Τώρα ο πρώτος αυτός στόχος έγινε σταδιακή αύξηση από το 2016, που ταυτόχρονα θα φέρει και δωράκια σε επιχειρηματίες όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και ρυθμίσεις χρεών.

«Η ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου κορυφώνει την βάρβαρη επίθεσή της ενάντια στον κόσμο της εργασίας, ισοπεδώνοντας και τα τελευταία υπολείμματα των εργασιακών δικαιωμάτων.

Με το τελευταίο πολυνομοσχέδιο-μνημόνιο καθιερώνεται μεταξύ πολλών άλλων η Κυριακάτικη λειτουργία όλων των καταστημάτων στις τουριστικές περιοχές όλες τις Κυριακές του χρόνου, δρομολογώντας την πλήρη κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας σε όλες τις περιοχές της χώρας.

Απέναντι σε αυτήν την πολιτική που εξυπηρετεί αποκλειστικά τις πολυεθνικές αλυσίδες και τα πολυκαταστήματα, καταργώντας την κυριακάτικη αργία είμαστε οργισμένοι και αποφασισμένοι. Αποφασισμένοι να αντισταθούμε και να αντεπιτεθούμε μέχρι την νίκη. Οι αγώνες των εργαζομένων θα καταργήσουν αυτές τις αντεργατικές ρυθμίσεις και θα ανοίξουν τον δρόμο για την προοδευτική ανατροπή!

ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΨΩΝΙΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ

ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ!»

Ανακοίνωση του τμήματος εργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ 11/4/2014

Αυτή ήταν η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ για την κυριακάτικη αργία σχεδόν ένα χρόνο πριν. Ένα χρόνο μετά, ο υπουργός Σταθάκης ανακοινώνει ότι η κυριακάτικη αργία θα διατηρηθεί μεν, αλλά με εξαίρεση τις τουριστικές περιοχές όπου το ωράριο θα αποφασίζεται από την τοπική κοινωνία, τον τοπικό εμπορικό σύλλογο και την περιφέρεια. Μετά από συνάντηση του με τα σωματεία εμπορίου και αυτοαπασχολουμένων (26/2),  δήλωσε ότι θα εισηγηθεί στην βουλή το άνοιγμα των καταστημάτων 5 Κυριακές τον χρόνο αντί για 7,  υποστηρίζοντας πως με την πρόταση αυτή συμφωνούν και οι εργοδοτικοί φορείς του εμπορίου (!)

«Το λέω με όλη τη δύναμη της φωνής μου ότι η χώρα πράγματι είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτικό πλαίσιο, ανήκει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται»…

Αλέξης Τσίπρας λίγο πριν τις ευρωεκλογές του Μάη του 2014

«Μας δεσμεύουν οι κανόνες της ΕΕ, θα τους σεβαστούμε, αλλά θα παλέψουμε να τους αλλάξουμε» (… ) Εγγυόμαστε φρένο στις θυσίες χωρίς αποτέλεσμα που έκαναν οι Έλληνες, αλλά εγγυόμαστε και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας».

Αλέξης Τσίπρας μετά την εκλογή του, ομιλία στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ

Στο μόνο λοιπόν που έμεινε σταθερός ο Τσίπρας πριν και μετά την εκλογή του ήταν σε ότι αφορά την Ε.Ε. Σεβόμενος τους κανόνες της Ε.Ε. θα καταφέρει να κάνει πιο φιλολαϊκή την τακτική των ευρωπαίων κατά τα λεγόμενα του, και τονίζει ότι ο λαός δεν θα υποστεί άλλες θυσίες χωρίς αποτέλεσμα. Όμως όλες οι θυσίες που γίνονται για την κερδοφορία του κεφαλαίου και την ενίσχυση των μονοπωλίων είναι θυσίες χωρίς αποτέλεσμα που δεν αφορούν και δεν πρέπει να βαραίνουν κανέναν εργαζόμενο/η, άνεργο/η  της τάξης μας.

Η νέα κυβέρνηση δεν έφερε μαζί της καμία αλλαγή. Ο καπιταλισμός είναι εδώ, οι μηχανισμοί του επίσης και εχθρός αυτών σίγουρα δεν είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ και η ατζέντα για την καλύτερη διαπραγμάτευση του.

Βέβαια δεν θα μπορούσαμε να μην σταθούμε στα κινήματα των πλατειών που εξαπλώνονται τόσο γρήγορα σε πρωτεύουσα, επαρχία και εξωτερικό. Πλήθος κόσμου γεμίζει τις πλατείες και μας θυμίζει εικόνες από τους αγανακτισμένους του 2011. Παρατηρείται η ίδια διαταξικότητα, το τερτίπι της «εθνικής ενότητας», η έντονη προβολή από τα ΜΜΕ. Αυτή την φορά ο κόσμος που πλαισιώνει αυτά τα καλέσματα, εσκεμμένα ή άθελα του στηρίζει αυτή την συγκεκριμένη πολιτική της καλύτερης διαπραγμάτευσης του καπιταλιστικού συστήματος. Τότε με το μηδενιστικό σύνθημα «έξω τα κόμματα», τώρα με την ανοιχτή συμπόρευση με την κυβέρνηση, το σίγουρο είναι πως η ταξική πάλη στις πλατείες μένει στην απ έξω.

Η ασυδοσία των αφεντικών παραμένει το ίδιο ωμή. Απολύσεις, εντατικοποίηση της εργασίας, εργατικά «ατυχήματα», απλήρωτες εργατοώρες, μισθοί πείνας, ημιαπασχόληση, προγράμματα voucher και κοινωφελής εργασία. Αυτά είναι που έχει να προσφέρει και η σοσιαλδημοκρατία. Οι εκμεταλλευόμενοι δεν πρέπει να ελπίζουν και να επαναπαύονται στις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που το καλύτερο που μπορούν να του προσφέρουν είναι μια «νέα» πλαστή ευμάρεια σε επίπεδα «προ κρίσης» που δεν θα αναιρέσει τίποτα από τα παραπάνω.

 

Η τακτική της ανάθεσης σταυρώνοντας ψηφοδέλτια μαζί και χέρια (και μιλώντας περισσότερο για όσους θέλουν να ανήκουν στο ταξικό κίνημα) θα πρέπει να ανακοπεί από τις δυνάμεις αυτές που αντιλαμβάνονται ιστορικά τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας σαν φρενάρισμα στις μαζικές ταξικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, τις μόνες που μπορούν να λειτουργήσουν θετικά προς το συμφέρον της. Αυτές είναι οι θέσεις που πρέπει να ισχυροποιηθούν στην παρούσα πολιτική κατάσταση. Οι διεκδικήσεις στους χώρους της δουλειάς, η ενίσχυση των σωματείων, η οργάνωση από τα κάτω είναι τακτικές που μπορούν να φέρουν την αληθινή ελπίδα στον εργατόκοσμο.

http://proletconnect.blogspot.gr/2015/03/blog-post_4.html

Aριστερός πατριωτισμός: τραγωδία ή φάρσα;

newego_LARGE_t_1101_54461917

 

Πίσω στο 2012, σε μια εκδήλωση για την ”άνοδο του φασισμού” και την έκπληξη αρκετών γύρω από αυτό το φαινόμενο, είχε ειπωθεί ανάμεσα στα άλλα πως η αριστερά δεν πρέπει να αφήσει το έθνος στους φασίστες και τους ακροδεξιούς. Και πως το έθνος είναι άλλο ένα σημείο πάλης όπου οι αριστεροί πρέπει να παρέμβουν και να του προσδώσουν διαφορετικό, φιλολαϊκό, νόημα.

Το παραπάνω είναι ενδεικτικό μιας γενικότερης πολιτικής αντίληψης που επικρατεί σε κομμάτια της αριστεράς, ενσωματωμένα πλήρως εδώ και πολλές δεκαετίες στο Κράτος με διάφορους τρόπους. Μια πατριωτική, εθνικιστική αντίληψη που εκπορεύεται (και) μέσα από την ιστορική πρόσδεσή της στους αστικούς θεσμούς. Πως αλλιώς θα αντιλαμβανόταν το έθνος ως κάτι που είναι προς διεκδίκηση από τους φασίστες και τους ακροδεξιούς.

Και αν τότε, αυτή η θέση, αποκρούστηκε από τοποθετήσεις που την αποδόμησαν, σήμερα έρχεται να εισβάλει στην ‘’κεντρική πολιτική ατζέντα’’ και να δικαιωθεί πανηγυρικά.

Η αριστερά που εγκόλπωνε τέτοιες θέσεις είναι πλέον η εξουσία του τόπου και το έθνος απέκτησε την πλατιά αριστερή του νομιμοποίηση.

Έτσι, από τη μια, η ακροδεξιά πατερίτσα των ΑΝΕΛ, ο Καμμένος στο υπουργείο άμυνας και τα στεφάνια στα Ίμια, και από την άλλη οι κυβερνητικές συγκεντρώσεις στήριξης της εθνικής διαπραγμάτευσης.

Η διαδικασία απόσπασης της συναίνεσης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αφεντικών, δεν ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση και το ξεπέρασμα της κρίσης της αντιπροσώπευσης και του τέλους της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία όξυνσης του πατριωτισμού με ‘’αριστερό πρόσημο’’. Σε αυτό το σχέδιο επιστρατεύτηκε τόσο το θέαμα και η αριστοτεχνική μετεκλογική προπαγάνδα της κυβέρνησης όσο η δομημένη από καιρό εθνικιστική ρητορική του ‘’Έθνους υπό νέα γερμανική κατοχή’’ κ.ο.κ.

Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε εθνικό λαϊκό-pop σύμβολο αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές συμπυκνώνοντας θεαματικά την εθνική ονείρωξη των μεσαίων και μικρομεσαίων τάξεων.

Αντίστοιχα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε σύμβολο ‘’λαομίσητο’’ παρουσιαζόμενος ως ναζί που θέλει την καταστροφή της χώρας.

avgi1_3 (1)

Με αυτό τον τρόπο, τόσο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ‘’διαπραγμάτευση’’ όσο απέκτησε ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση η πολιτική ατζέντα των αφεντικών ενδυόμενη τα εθνικά συμφέροντα.

Η πρώτη φιλοκυβερνητική συγκέντρωση της μεταπολίτευσης που πραγματοποιήθηκε στις 5/2, είχε ως άξονα την κυβερνητική ατζέντα της διαπραγμάτευσης με κεντρικό σύνθημα «Δεν εκβιαζόμαστε, δεν υποκύπτουμε, δεν φοβόμαστε, δεν κάνουμε πίσω, νικάμε». Εννοώντας πως η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός δεν εκβιάζονται αλλά ενωμένοι νικάνε, ως απάντηση στους ‘’εκβιασμούς του τραπεζίτη Ντράγκι’’ και της ΕΚΤ.

Η ουσία, βέβαια, βρίσκεται μακριά από το θέαμα: στον ανταγωνισμό των αφεντικών για πιο πλάνο ανάπτυξης θα επικρατήσει στην Ε.Ε: η συνέχιση της σφιχτής λιτότητας, με κύριο εκφραστή την γερμανική αστική τάξη , που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της ή η φιλανθρωπική ανακούφιση των …λαών από την ‘’ανθρωπιστική κρίση’’ και η χαλάρωση της τόσο σφιχτής λιτότητας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα άλλων αστικών τάξεων στον ανταγωνισμό τους με τη γερμανική -της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης (πάντα στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε).

Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής και δεν είναι άλλος από αυτόν της σφοδρής ταξικής υποτίμησης των εργατών πανευρωπαϊκά, έτσι όπως εμείς τη ζήσαμε τα τελευταία χρόνια της εν ελλάδι εκδοχής της καπιταλιστικής κρίσης.

Οπότε είναι απορίας άξιο ποιο ήταν το περιεχόμενο και οι επιδιώξεις των φιλοκυβερνητικών που κατέβηκαν στο σύνταγμα και θα ξανακατέβουν στις 11/2 εφόσον δεν είναι έλληνες (sic) τραπεζίτες.  Είναι δε χαρακτηριστικό πως το κάλεσμα της συγκέντρωσης της 5/2 δημοσιεύτηκε ακόμα και στον καθεστωτικό ηλεκτρονικό τύπο, όπως το έθνος και η ναυτεμπορική.

Η απάντηση είναι πως δεν χρειάζεται να εξεταστεί το καθορισμένο πολιτικό πλαίσιο μιας πράξης και σε τι ακριβώς αυτή προσφέρει υποστήριξη και νομιμοποίηση.

Αρκεί η συναισθηματική επίκληση στις αξίες του έθνους-κράτους, η θυματοποίηση του λαού, η ιστορικιστική αναβίωση των ναζί κατακτητών στα πρόσωπα της γερμανικής κυβέρνησης και βέβαια, το γνήσιο μικροαστικό ένστικτο επιβίωσης, που αγωνιά για την τύχη του ελληνικού κεφάλαιο-κρατικού σχηματισμού και τις προσοδικές κοινωνικές σχέσεις που αυτός εκφράζει και διατηρεί, προκειμένου 7-8 χιλιάδες κόσμου να συγκεντρωθούν έξω από τη βουλή σε μια αναβίωση των αγανακτισμένων. Αυτή τη φόρα, όμως, όχι ενάντια των κακών πολιτικών -μιας και τώρα έχουμε την καλή αριστερή κυβέρνηση, αλλά ενάντια των κακών ξένων δυναστών του έθνους που δεν αφήνουν τις τράπεζές μας να πάρουν ανάσα και υπέρ της κυβέρνησης που προσπαθεί να δώσει τέρμα στα βάσανα του λαού.

Ο Μαρξ έγραψε, συμπληρώνοντας τον Χέγκελ, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία και ύστερα ως φάρσα. Δεν ξέρουμε σε πιο στάδιο επανάληψης της ιστορίας του αριστερού πατριωτισμού είμαστε, αυτό της τραγωδίας ή της φάρσας. Σε κάθε περίπτωση η εποχή για τέτοιου είδους νομιμοποίηση του εθνικισμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.

Γιατί αν τα ‘’μνημόνια’’, η καταγγελία τους και ο ‘’αντιμνημονιακός αγώνας’’ ήταν το πρώτο μέρος ενός αριστερού πατριωτισμού, η κυβερνητική στήριξη στις εθνικές διαπραγματεύσεις υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και η υπαναχώρηση της ταξικής ανάλυσης έναντι του διαταξικού χυλού, είναι το δεύτερο μέρος. Συμπληρωματικό του πρώτου, σε κάθε περίπτωση.

Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, με βάση την ταξική ανάλυση, η διακηρυγμένη συμμετοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις πατριωτικές συγκεντρώσεις τις 11/2. Εκτός βέβαια και αν τα λαϊκά μέτωπα μπορούν να μεταφραστούν σε πατριωτικά -και κάπως έτσι είναι.

Όπως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η δικαιολόγηση και στήριξη των συγκεντρώσεων αυτών αλλά και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από κάθε είδους και πολιτικής κατεύθυνσης κομματιών του κινήματος.

Από την άλλη, αναρωτιόμαστε που πήγε η περίφημη αριστερή στροφή της κοινωνίας όταν μπροστά στην εθνική διαπραγμάτευση έφτασαν να συναινούν ακόμα και κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Σαφέστατα, δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια. Αντίθετα βαίνει προς ολοκλήρωση η ιστορική πατριωτική στροφή της αριστεράς. Αναγκαστικά λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στο Κράτος και της ανάληψης καθηκόντων εξυπηρέτησης των συμφερόντων των αφεντικών. Σε καιρούς βέβαια εξαιρετικά επικινδύνους είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε ελλαδικό επίπεδο. Με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά να καλπάζει και την εγχώρια να έχει σταθεροποιήσει την ύπαρξή της εκφραζόμενη στα ποσοστά των ναζί σε αυτά του ποταμιού και της νέας δημοκρατίας. Και σε κάθε περίπτωση στην πολιτική των αφεντικών.

Αντιλαμβανόμαστε έτσι, μετά από τη πρόχειρη σκιαγράφηση του υπάρχοντος πολιτικού πλαισίου, πως οι ευθύνες των επιλογών είναι τέτοιες που δεν γίνεται να λαμβάνονται ελαφρά τη καρδία. Στο όνομα μιας λαϊκής κυριαρχίας ενός λαϊκού μετώπου και μιας εθνικής διαπραγμάτευσης ή μιας οπορτουνιστικής παρέμβασης στα κυβερνητικά πλαίσια των φιλοκυβερνητικών συγκεντρώσεων και ”ζύμωσης” στο χύμα. Το κίνημα των πλατειών δεν ήταν αθώο, πόσο μάλλον η ξεκάθαρη εθνικοπατριωτική αναβίωσή του με κρατική επικύρωση.

Η εργατική τάξη πρέπει να αντιληφθεί την ιστορική παγίδα των αφεντικών και να μην συναινέσει στην πατριωτική διέξοδο από την κρίση προς την ανάπτυξη. Γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την έρημο της σκληρής εκμετάλλευσης και της αβίωτης κοινωνικής συνθήκης για κάθε προλετάριο και προλετάρια.

Το οργανωμένο πολιτικά και συνδικαλιστικά κομμάτι της εργατικής τάξης, πιστό σε μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση οφείλει να καταδείξει τους κινδύνους και τις αντιφάσεις της συγκυρίας και να δουλέψει για την κοινωνική επανάσταση: τη μόνη ρεαλιστική πολιτική.

Μίσος Ταξικό

http://www.provo.gr/aristeros-patriotismos-tragodia-h-farsa/

Παραμύθι η αύξηση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ!

Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε πολύ με το χαρτί της επαναφοράς του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ (Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας) από 586 σε 751 ευρώ και μετεκλογικά συνεχίζει να παίζει με το ίδιο χαρτί, με δηλώσεις ότι είναι μέσα στις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Τα κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να επαναφέρουν τον κατώτατο μισθό της ΕΓΣΣΕ στα 751 ευρώ (από 586 για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και 511 για τους κάτω των 25 ετών).
Γιατί στις ΕΓΣΣΕ του 2013 και του 2014, που υπογράφτηκαν από τους αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ, υπάρχει ρήτρα που προβλέπει ότι σε περίπτωση που καταργηθούν οι διατάξεις με τις οποίες ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% (32% για τους κάτω των 25) θα γίνουν διαπραγματεύσεις μέσω των οποίων θα καθοριστεί το νέο ύψος του.

Ιδού η ρήτρα που μπήκε στην ΕΓΣΣΕ του 2013:

«Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη ρητώς συμφωνούν ότι, εάν κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσας ΕΓΣΣΕ, με οποιοδήποτε τρόπο αρθεί οποιαδήποτε περιοριστική διάταξη, που έχει επιβληθεί με νομοθετική παρέμβαση στο περιεχόμενο της ΕΓΣΣΕ 2010-2011-2012, τότε θα ξεκινήσουν άμεσες διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθολογικών όρων της ΕΓΣΣΕ, με βάση το πλαίσιο που θα έχει τυχόν διαμορφωθεί».

Η περιοριστική διάταξη που μπήκε στην ΕΓΣΣΕ αναφέρεται στην αρχή της Σύμβασης και είναι η εξής:

 

«Στο περιεχόμενο της ΕΓΣΣΕ, 2010-2012 επιβλήθηκαν νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως ενδεικτικά, η μείωση κατά 22% των κατώτατων αμοιβών και κατά 32% για τους νέους, καθώς και η αναστολή ισχύος της ρήτρας για τις τριετίες, ανάμεσα σε άλλα».

Αυτές οι εξοντωτικές μειώσεις στην ΕΓΣΣΕ επιβλήθηκαν με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 38Α, 28.2.2012).

Επομένως, οι καπιταλιστές του ΣΕΒ και οι αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ συμφώνησαν ότι σε περίπτωση που καταργηθεί μερικά ή ολοκληρωτικά η 6η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, δε θα επανέλθει αυτόματα ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ, αλλά θα γίνουν νέες διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα αυξήσουν ελάχιστα τα 586 και 511 ευρώ της ΕΓΣΣΕ, ώστε να υπολείπονται κατά πολύ των 751 ευρώ! Οπως θα δούμε στη συνέχεια, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ έσπευσε να δικαιολογήσει αυτή τη στάση των αστογραφειοκρατών συνδικαλιστών.

 

Η ρήτρα αυτή μπήκε και στην ΕΓΣΣΕ του 2014, ως άρθρο 5 και όχι ως προοίμιο, με το ίδιο ακριβώς  (και λεκτικά) περιεχόμενο, γιατί προφανώς οι καπιταλιστές και οι αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ οσφραίνονταν πολιτικές εξελίξεις και κυβερνητική αλλαγή και ήθελαν να προστατεύσουν το νέο πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου από την εργατική κατακραυγή, παίρνοντας πάνω τους την ευθύνη.

 

Το Σεπτέμβρη του 2014, σχετικά πρόσφατα δηλαδή, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ι. Παναγόπουλος συναντήθηκε με τον τότε υπουργό Ανάπτυξης της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ Ν. Δένδια. Οταν στη συνέντευξη που δόθηκε ο Παναγόπουλος κλήθηκε να σχολιάσει την υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ με νομοθετική ρύθμιση, απάντησε:

«Εγώ θα έλεγα ότι η νομοθετική παρέμβαση απαιτείται για την επαναφορά, δίνοντας επίσης κι ένα πολιτικό μήνυμα, αλλά από εκεί και πέρα πρέπει ελεύθερα ν’ αφεθούν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι να συνάπτουν τις συλλογικές συμβάσεις».

Εκανε μια παύση και έσπευσε να διευκρινίσει τι εννοεί με το «από εκεί και πέρα»:

«Οπως το πετσόκομμα του κατώτερου μισθού με νόμο προκάλεσε σοκ, ενδεχομένως και η επαναφορά με νόμο να προκαλέσει άλλο σοκ που δεν ξέρω αν η αγορά εργασίας μπορεί να το αντέξει. Θα έπρεπε όμως να γίνει ως πολιτικό μήνυμα και ας καθίσουμε ταυτόχρονα και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Δεν παρέλειψε να πετάξει και τη μπηχτή του στο ΣΥΡΙΖΑ:

«Πολύ φοβούμαι ότι κάποιοι δεν ξέρουν και την πραγματικότητα στην αγορά εργασίας».

Εσπευσε δε να εξηγήσει τι εννοεί:

«Και εάν βρισκόταν κάποιος κι έλεγε να κάνουμε 1.000 ευρώ τον κατώτερο μισθό, θα τον πλήρωνε η αγορά; Και σήμερα που είναι 510 για τους νέους μέχρι 24 ετών και 586 από κει και παραπάνω, ξέρετε ότι έχουμε διαρκείς καταγγελίες, ότι δεν τα πληρώνουν οι εργοδότες; Αρα δεν είναι ένας νομικός βολονταρισμός η λύση, η λύση είναι να μπορέσουμε να βρούμε το πραγματικό επίπεδο ισορροπίας που θα δίνει και ανάσα στους εργαζόμενους και θα διατίθενται και πόροι προς την κατανάλωση, αλλά βεβαίως να μπορεί και η αγορά να τους πληρώνει χωρίς να καταστρέφουμε την παραγωγική διαδικασία»!

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά σχολιάζοντας τα λεγόμενα αυτού του ξεδιάντροπου εργατοπατέρα που δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα, φτάνοντας στο σημείο να ισχυρίζεται ότι τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ δεν μπορεί να τον πληρώσει η αγορά (δηλαδή οι καπιταλιστές εργοδότες) και πως αν δοθούν τα 751 ευρώ θα καταστραφεί η παραγωγική διαδικασία!

Παίρνοντας αφορμή από τα λεγόμενά του ότι η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει τα 751 ευρώ και ότι εάν το κάνει θα καταστραφεί η παραγωγική διαδικασία, θυμίζουμε πως η ΕΓΣΣΕ μέχρι τέλος του 2009 κάλυπτε μόνο ένα 15% της εργατικής τάξης, ενώ το 85% καλυπτόταν από τις κλαδικές και άλλου τύπου συμβάσεις. Ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο μεροκάματο των κλαδικών συμβάσεων ήταν μεγαλύτερα απ’ αυτά που δίνονταν σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ. Αφού λοιπόν, σύμφωνα με τον Παναγόπουλο, ο κατώτατος μισθός της ΕΓΣΣΣΕ καταστρέφει την παραγωγική διαδικασία, αντιλαμβάνεστε τι θα συνέβαινε αν σήμερα, σε περίοδο κρίσης, οι καπιταλιστές αναγκάζονταν να πληρώνουν το 85% των εργατών και εργαζόμενων με βάση τις κλαδικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και ο φίλος των καπιταλιστών, που ενδιαφέρεται πρωτίστως (για να μην πούμε αποκλειστικά) για τα συμφέροντά τους, πέταξε στο πυρ το εξώτερον τις κλαδικές συμβάσεις.

Είναι φανερό ότι το αποτέλεσμα μιας νέας διαπραγμάτευσης των καπιταλιστών του ΣΕΒ και των άλλων τμημάτων της αστικής τάξης με τους εργατοπατέρες τύπου Παναγόπουλου για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, θα είναι αποτυχημένο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα καταλήξουν σε συμφωνία για λίγα ευρώ παραπάνω από τα 586 και 511. Αυτό το γνωρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό ανήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ νομοθετική ρύθμιση για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

Η εργατική τάξη δεν πρέπει να δει μόνο το τυράκι. Πρέπει να δει και τη φάκα. Και ποτέ να μην ξεχνάει τα σοφά λόγια του Μαρξ: αντί για το συντηρητικό σύνθημα «ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη ημέρα», η εργατική τάξη πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα «κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».

http://www.eksegersi.gr

 

Ενα μικρό σχόλιο, πέρα από την αναγκαία νομοθετική ρύθμιση θα απαιτηθεί σειρά νόμων και αποφάσεων που σημαίνει μια χρονοβόρα διαδικασία που μπορεί να κρατήσει χρόνια ή να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Ετσι, περιμένουμε πως ο κρατικός μηχανισμός θα παρέμβει σε επίπεδο συμβουλευτικό μόνο.

Παραμύθι η αύξηση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ!

ΣΥΡΙΖΑ: η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων

Δημοσιεύεται εδώ το άρθρο του Αντώνη Δρακωνάκη, όπως μπορεί να το διαβάσει κανείς στο τελευταίο τεύχος της Πολιτικής Επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός» των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ. Περισσότερες πληροφορίες για την έκδοση μπορείτε να βρείτε στο τέλος της ανάρτησης.

****

του Αντώνη Δρακωνάκη

Κόμμα και εκλογική βάση

Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες […]. Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο. Βασίζεται στις ίδιες σχέσεις παραγωγής, στο ίδιο σύστημα αξιών. Σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος, για την εδραίωση του μονοπωλιακού κι ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό οι περιθωριακές αλλαγές, που προωθεί η σοσιαλδημοκρατία, αλλαγές που αποσκοπούν στη συγκάλυψη των αντιθέσεων και των αδυναμιών του συστήματος, δεν αποτελούν βήματα προς τον σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα μέτρα για την αποσόβησή του […]. Και κάτι που δεν θα’ πρεπε να ξεχάσουμε: τα σοσιαλδημοκρατικά πειράματα είναι εφικτά στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού όπου υπάρχουν οι δυνατότητες για ‘ευγενικά προσωπεία’. Σε εξαρτημένες περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. – Ανδρέας Παπανδρέου, 1975 [1]

Στο ίδιο μήκος κύματος με τις απόψεις που θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί το νέο ΠΑΣΟΚ, δεν θα’ ταν παράλογο να περιμένουμε δηλώσεις όπως αυτή του Α. Παπανδρέου από τα χείλη του κυρίου Τσίπρα· μολαταύτα, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Όσο κι αν ένα (μπερδεμένο) μειοψηφικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί φειδωλά να επαναφέρει τη λέξη «καπιταλισμός» (άρα και τον αντικαπιταλιστικό λόγο) στη σύγχρονη ορολογία του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ την τρέμει· αντ’ αυτού, προτιμά να μιλά για «νεοφιλελευθερισμό» την ίδια στιγμή που συνδιαλέγεται επίσημα με το κεφάλαιο στους διαδρόμους του ΣΕΒ (Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων). Η αδυναμία λοιπόν -και επιλογή- του ΣΥΡΙΖΑ να μην αρθρώσει, έστω και στοιχειωδώς, κάποιο σοβαρό αντικαπιταλιστικό λόγο, αποδεικνύει ότι φοβάται να φτάσει ακόμα και στα επίπεδα της παπανδρεϊκής «επαναστατικής» ρητορικής, γεγονός που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον όχι σε όλα τα επίπεδα· κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ηγέτης του φοβάται να οξύνει ιδεολογικά τον λόγο του, όπως έπραττε θεαματικά ο κύριος Α. Παπανδρέου, αλλά γιατί ο πρώτος δεν έχει το πορτοφόλι του δεύτερου. Η σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου, φύσει αντεπαναστατική και δημαγωγική, βασίστηκε σ’ ένα γεμάτο κρατικό θησαυροφυλάκιο, προκειμένου να εξαγοράσει την κοινωνική συνείδηση· ενέπνευσε, δηλαδή, με πεντοχίλιαρα τα «πεινασμένα» πλήθη, υποκαθιστώντας τα βιβλία και τους κοινωνικούς αγώνες. Βασιζόμενο στις «δωρεές» κρατικού χρήματος, τη γενικευμένη κολακεία, τον φθηνό πατριωτισμό και τον ψευδεπίγραφο ριζοσπαστικό λόγο, το ΠΑΣΟΚ του ’81 κατάφερε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση και, κατ’ επέκταση, τη διακυβέρνηση της χώρας για αρκετό διάστημα.
Αντιστοίχως, με την ίδια ακριβώς συνταγή αλλά χωρίς δραχμή στο ταμείο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό. Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να εμπνεύσει προεκλογικά, δεν έχει τον «παρά» για να κρατήσει τους ψηφοφόρους του στη συνέχεια.
Αυτό που δεν έχει καταλάβει ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι το κενό μεταξύ κόμματος και ψηφοφόρων, που χαρακτηρίζει κάθε διαχωρισμένο πολιτικό μόρφωμα όπως ένα κόμμα –η έλλειψη δηλαδή οργανικής σχέσης μεταξύ φορέα και κοινωνίας- αποκαθίσταται είτε με επαναστατική αλλαγή είτε με χρήμα. Στην περίπτωση μιας επίδοξης σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ ’81, ΣΥΡΙΖΑ τώρα), προϋποθέτει το δεύτερο. Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τους ψηφοφόρους του να ενεργοποιηθούν και να στηρίξουν έμπρακτα τον αγώνα για την αναγέννηση της χώρας, το εν λόγω κοινό δεν παύει να είναι μέχρι σήμερα, πάνω απ’ όλα εκλογικό, άρα αποστασιοποιημένο από τους κοινωνικούς αγώνες, διαχωρισμένο από τη ζωή και την εργασία του και αλλοτριωμένο από την ετερονομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μετατραπεί από τη μια μέρα στην άλλη, σε ένα ενεργό πλήθος, εμπνευσμένο από τα «ριζοσπαστικά» προτάγματα μιας νέας (sic) πολιτικής δύναμης, τη στιγμή, μάλιστα, που αυτή η δύναμη δεν έχει καν πραγματικά ριζοσπαστικά προτάγματα που θα μπορούσαν ίσως να γεννήσουν ένα κίνημα, αλλά εκκλήσεις για ανώδυνα τσιμπήματα στο σώμα ενός ασθμαίνοντος καπιταλισμού. O ΣΥΡΙΖΑ των 1.655.086 ψήφων δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια κίνημα, αντιθέτως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα εκλογικό «αντι-κίνημα».
Αν από το 26% (εκλογές Ιουνίου 2012) του ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρέσουμε το 4,5% της περιόδου πριν το 2012, μένει ένα 21,5% που δεν αποτελεί παρά ένα άρτι αποκτηθέν εκλογικό εμπόρευμα, εξαγορασμένο με κολακεία και «ενωτισμό». Σε ποια βάση όμως να ενωθούμε; Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά: α) εθνική ενότητα, β) ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου. Μπορεί το δεύτερο να μην χρήζει ιδιαίτερου προβληματισμού, σε ό,τι αφορά όμως το πρώτο, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο και να αναλογιστούμε την καθολικότητα της πατριωτικής ρητορικής στο πεδίο της πολιτικής στην Ελλάδα:

Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες [στην Ελλάδα], οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.[2]

Συνομιλώντας με μέλη που είναι στο κόμμα από την εποχή του Συνασπισμού, θα ακούσουμε ότι προφανώς ο Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματος δεν είναι αφελή· δεν στηρίζουν ιδεολογικά καμιά εθνική ενότητα εις βάρος μιας προοδευτικής-αριστερής κοινωνικής συσπείρωσης· αλλά πώς αλλιώς μπορείς να βγεις κυβέρνηση αν δεν αποκτήσεις μια έστω στοιχειώδη, πατριωτική ρητορική; Απ’ αυτό, φαίνεται ξεκάθαρα και ο κεντρικός στρατηγικός πυλώνας, πάνω στον οποίο δομήθηκε ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα θεματικά πεδία: «όλοι μέσα» και βλέπουμε.
Μετά το 26% ο χρόνος πίεζε και το κόμμα βρέθηκε μπροστά σε δύο επιλογές· ή θα διατηρούσε ένα αυτόνομο αριστερό προφίλ, κρατώντας αποστάσεις από τη δυναστεία της κεντρο-αριστεράς ή θα γινόταν το πιο «ατίθασο» κομμάτι της και, συνεπώς, ένα κόμμα εξουσίας. Φυσικά επέλεξε το δεύτερο: άμβλυνση των πολιτικών συγκρούσεων (ενωτισμός), ιδεολογική εκεχειρία υπό το βάρος του αντιμνημονιακού λαβάρου (βλ. φλερτ με Ανεξάρτητους Έλληνες), διαμόρφωση κυβερνητικού image (απορρόφηση των «καθαρών» του ΠΑΣΟΚ), διαταξική κολακεία (συνομιλίες με ΣΕΒ), δηλώσεις νομιμότητας στην ΕΕ και φθηνός πατριωτισμός με νεανικό προφίλ.
Με αυτά τα τερτίπια, ένα κόμμα που, μέχρι πρότινος, εξέφραζε -είναι αλήθεια- ένα πραγματικά προοδευτικό (και μέχρι εκεί) κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (αν και με μηδενική εσωτερική συσπείρωση), αποφάσισε να τους εκφράσει όλους. Πήρε, λοιπόν, το ρίσκο να δομήσει ένα πολιτικό μόρφωμα με ατροφικό κορμό και μεγάλο κεφάλι· ένα πολιτικό μόρφωμα που επιχειρεί να βολέψει στο ίδιο σώμα, το κυβερνητικό και το κινηματικό προφίλ· δεν βρισκόμαστε όμως στη Νικαράγουα των Σαντινίστας.
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μια σαθρή εκλογική βάση -και μάλλον εκεί θα παραμείνει- που θα τον προδώσει στην πρώτη ευκαιρία. Κι αυτό γιατί, αφενός δεν προέρχεται από καμιά μαζική κινηματική δύναμη (κίνημα) με εμπειρία στον δρόμο και τους κοινωνικούς αγώνες και, αφετέρου, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει -άμεσα- το εκλογικό του σώμα (διανομή κρατικού χρήματος), χτίζοντας έναν πελατειακό μηχανισμό -αλά ΠΑΣΟΚ- που να μπορέσει να συσπειρώσει τη βάση στο όνομα της «ταμπακέρας».
Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν έναν πληθυσμό πιστωτών που, μόλις δουν τις αξιώσεις τους να καταρρέουν, θα αποσύρουν την πίστωση. Η μικροαστική ανυπομονησία για αλλαγή, βασισμένη στην άρνηση για προσωπική συμμετοχή στον κοινωνικό αγώνα, είναι τυφλή και αδηφάγος· δεν την ενδιαφέρει το χρώμα του μεσσία, αρκεί να εμφανίζεται ως μεσσίας και δεν καταλαβαίνει τις παρακλήσεις του για υπομονή· θέλει ευημερία εδώ και τώρα, αλλιώς αλλάζει ψηφοδέλτιο.
Εκλογικοί πληθυσμοί όπως αυτοί, δεν μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από έναν πολιτικό φορέα στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινού ιδεώδους· αρχικά, γιατί δεν διαθέτουν -τουλάχιστον στην επαναστατική τους εκδοχή- τίποτα από τα δύο. Η αλληλεγγύη και το ιδεώδες δηλαδή, δεν έχει γι’ αυτούς ούτε ταξικό πρόσημο ούτε το στοιχείο μιας ολιστικής, αξιακής αμφισβήτησης. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως φιλανθρωπία και τα ιδεώδη ως σχετικολογικά υπαρξιακά ευχολόγια.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός δεν χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της αλληλεγγύης· απλώς δεν μπορεί η αλληλεγγύη στην παρούσα μορφή, να τον ιδεολογικοποιήσει προς την απελευθερωτική κατεύθυνση. Για όλα αυτά, δεν επιρρίπτουμε φυσικά την ευθύνη, αποκλειστικά στους ίδιους τους ψηφοφόρους· αντιθέτως αντιλαμβανόμαστε την αλλοτριωτική δυναμική του καταμερισμού της εργασίας και των ηγεμονικών μηχανισμών (Gramsci) με τους οποίους το καπιταλιστικό κράτος πολτοποιεί τον μέσο ανθρώπινο νου.
Η αστραπιαία μαζικοποίηση μιας πολιτικής δύναμης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με καθαρά εκλογικούς όρους, οξύνει τη διάσταση κόμματος και ψηφοφόρων· κάνει, δηλαδή, ακόμα πιο έκδηλη, την έλλειψη οργανικής σχέσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογική του βάση. Αρκεί να κοιτάξουμε τις πωλήσεις της Αυγής, τον αριθμό των μελών της νεολαίας του, το μέγεθος των μπλοκ του στον δρόμο ή, ακόμα καλύτερα, το πόσο εύκολα κινητοποιεί τον κόσμο του· και υπενθυμίζουμε ότι μιλάμε για ένα κόμμα 1,5 εκατομμυρίου ψήφων. [3]
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ελάχιστα στην πραγματική διάσταση των κοινωνικών αγώνων (όπως και στην όξυνσή τους) και αυτή είναι η ξερή αλήθεια. Πέρα από κάποιους ενεργούς δημότες που συμμετέχουν στις λαϊκές συνελεύσεις της γειτονιάς τους και κάποιους γιατρούς, δικηγόρους που δραστηριοποιούνται σε κοινωνικά ιατρεία και ομάδες νομικής υποστήριξης (χωρίς φυσικά να υποτιμάμε τίποτα απ’ τα δύο), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να επιδείξει κάποια αξιοσημείωτη εμπειρία ή τεχνογνωσία, στην από-τα-κάτω δόμηση των κοινωνικών αγώνων· δεν είναι τυχαίο ότι έχει ξεπατικώσει κάθε ιδέα και πρακτική που αναπτύσσεται εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία χρόνια.
Εντούτοις, η αυτοοργάνωση δεν απαντάται σε καμία εσωτερική διαδικασία ή πρακτική του κόμματος, την ίδια στιγμή που η έννοια της κοινωνικής αυτοοργάνωσης έχει γίνει σημαία του, ενώ τα βίαια και συγκρουσιακά ρεπερτόρια δράσης της Κερατέας και των Σκουριών γίνονται αποδεκτά στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που το γραφείο τύπου του καταδικάζει τη βία και υποστηρίζει ότι υπονομεύει τους κοινωνικούς αγώνες. Όποιος έχει έστω και την παραμικρή αντίληψη, καταλαβαίνει ότι χωρίς την κοινωνική αντιβία και τις ακραίες μορφές αντίστασης των κατοίκων της λαυρεωτικής και της Χαλκιδικής, που όξυναν τον αγώνα και τον έκαναν γνωστό σε όλη την Ελλάδα, τα εν λόγω κινήματα θα είχαν ατονήσει. «Οι πέτρες, οι μολότοφ και οι εμπρησμοί δεν έχουν θέση στις λαϊκές κινητοποιήσεις, δεν φέρουν κανένα αποτέλεσμα και ανακόπτουν τον αγώνα» – ναι, γι’ αυτό ανεστάλησαν οι εργασίες κατασκευής των ΧΥΤΑ σε Κερατέα και Λευκίμμη· γι’ αυτό το κίνημα των Σκουριών εισέπραξε τέτοια αλληλεγγύη και πήρε τέτοιες διαστάσεις.[4]
Παρά τα θεωρητικά τσουβαλιάσματα και παρ’ όλες τις επανειλημμένες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει ιδεολογικά τα νεοαναδυόμενα κοινωνικά κινήματα, κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει παταγωδώς· αντίθετα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός στο να αντλεί θεαματικά, την πολιτική υπεραξία της κινηματικής δράσης εν γένει, φυσικά στα πλαίσια της εκλογικίστικης, αντιληπτικής ικανότητας του μέσου τηλεθεατή.
Το τέλος των κινημάτων

Υπήρξαν δυνάμεις –κυρίως του αναρχικού χώρου- εντός των κινημάτων, που στην προσπάθεια να επιβάλλουν τις δικές τους αντιλήψεις και πρακτικές στα κινήματα, υπεριδεολογικοποιούν και υπερπολιτικοποιούν τους τοπικούς αγώνες, δημιουργώντας τους όρους απομαζικοποίησής τους και εξ αυτού υπονομεύοντας την επιτυχή έκβαση αυτών των αγώνων. Η πολιτική αντιπαράθεση με αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές, που θεωρούν οποιαδήποτε συνάρθρωση δομών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας και οποιοδήποτε αίτημα απευθύνεται στα αρμόδια (κρατικά) όργανα, εκ προοιμίου ενάντια στους αγώνες, είναι καθοριστική για να συνεχίσουν τα τοπικά κινήματα να έχουν πλατιά κοινωνική απεύθυνση και να διαμορφώνουν συνθήκες νίκης.[5]

Όταν ένα αριστερό κόμμα, που έχει γαλουχηθεί για χρόνια στην αντιπολίτευση, φιλοξενείται ξαφνικά στα έδρανα της κυβέρνησης, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά από αντιφάσεις· μια απ’ αυτές είναι η σχέση του με τα κοινωνικά κινήματα.[6]

Η εν λόγω αντίφαση προκύπτει από την ίδια τη φύση των κινημάτων που, ως επί το πλείστον, απευθύνονται στις αρχές. Εν προκειμένω, εξετάζουμε την περίπτωση ριζοσπαστικών κινημάτων, με αιτήματα που συνάδουν με το αγωνιστικό πλαίσιο μιας αριστερής πολιτικής δύναμης (π.χ. Σκουριές, Κερατέα) και όχι, λόγου χάρη, ένα κίνημα ενάντια στην ανέγερση τζαμιών στην Αθήνα.
Όντας στη θέση της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται αυτομάτως σε δέκτη της διαμαρτυρίας και των αιτημάτων ενός κινήματος. Έτσι, από προωθητική δύναμη της κινηματικής δράσης, εμφανίζεται ως παθητικός φορέας λήψης αποφάσεων. Βρίσκεται, λοιπόν, δυνητικά, μπροστά σε ένα αξιοσημείωτο υπαρξιακό ζήτημα: αν πυροδοτήσει ή στηρίξει ένα κίνημα που στρέφεται προς την κυβέρνηση είναι σαν να διαμαρτύρεται στον εαυτό του. Αν πάλι, ικανοποιήσει άμεσα τα αιτήματά κάποιου κινήματος, τότε σημαίνει ότι το κίνημα σταματάει αυτόματα· παύει δηλαδή η κινηματική δράση.
Ιδού λοιπόν το ερώτημα· πώς μπορεί μια κινηματική δύναμη, που υποτίθεται πως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, να αποτελεί πυροκροτητή των λαϊκών διεκδικήσεων και των κινημάτων, όταν αναλαμβάνει τα ηνία του κράτους; Πώς μπορεί μια δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στα τοπικά κινήματα, να τα στηρίζει από την πλευρά της κυβέρνησης; Θα ήταν τουλάχιστον αστείο να βλέπαμε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να στέλνει τα στελέχη της δίπλα στους αγωνιζόμενους κατοίκους μιας περιοχής, για να στηρίξουν τον αγώνα τους ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση. Απαντούμε, λοιπόν, γρήγορα και ξεκάθαρα:
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δομική σύγκρουση με ένα κίνημα ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί με το περιεχόμενο των αιτημάτων του, γιατί το απειλεί ήδη σε οντολογικό επίπεδο· στέκεται, δηλαδή, ανταγωνιστικά στην ίδια την ουσία του κοινωνικού κινήματος που είναι ο εξωθεσμικός του χαρακτήρας. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίξει ένα κίνημα, παρά μόνο για να το αποφορτίσει -έστω και μέσω της διαπραγμάτευσης- και να το μετατρέψει σε μια μη-κινηματική ομάδα πίεσης.
Δεν υπάρχουν θεσμικά «κινήματα», δηλαδή κύτταρα συλλογικής δράσης και κινητοποίησης εντός του θεσμικού (κυβερνητικού, κρατικού, διοικητικού κλπ.) πεδίου. Η μόνη σχέση ενός κινήματος με τους θεσμούς είναι αποκλειστικά είτε μια πιθανή στήριξη της εξωθεσμικής του δράσης από θεσμικούς φορείς (π.χ. δήμαρχος) είτε η επικουρική-εργαλειακή χρήση της θεσμικής οδού (π.χ. προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Το «κίνημα», λοιπόν, είναι και θα παραμείνει μια εξωθεσμική συλλογική μορφή πάλης για τους καταπιεσμένους.
Μια κυβέρνηση έχει δύο επιλογές απέναντι σ’ ένα νεοεμφανιζόμενο κίνημα· ή να ικανοποιήσει τα αιτήματά του ή να συγκρουστεί μαζί του. Μέση λύση δεν υπάρχει· είτε συγκρούεται μαζί του, ανοίγοντας άλλο ένα μέτωπο, είτε ικανοποιεί συνολικά ή εν μέρει τα αιτήματά του, σταματώντας το ολοκληρωτικά, ή το αναστέλλει προσωρινά.
Ας εξετάσουμε λίγο τις εν λόγω επιλογές, με φόντο τις κινητοποιήσεις ενάντια στα μεταλλεία των Σκουριών. Μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε φυσικά (αν δεν θέλει να γίνει περίγελος) παρά να στραφεί κατά των αξιώσεων της «El dorado gold» και να εμποδίσει τη διεξαγωγή των εργασιών της εκ των άνω, ικανοποιώντας τα αιτήματα του κινήματος κατά των μεταλλείων. Όπως είναι προφανές, αυτό θα σήμανε αυτόματα και το τέλος του αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής· το κράτος (ΣΥΡΙΖΑ) θα λάμβανε τα εύσημα από τη, μέχρι πρότινος, μαχόμενη τοπική κοινωνία και όλα θα λύνονταν διά της θεσμικής οδού. Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι αυτή η τακτική συνεχίζεται για κάποιο διάστημα· ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, καταφέρνει να δομήσει μια κυβέρνηση αδιάφθορη και φερέγγυα ως προς το «ριζοσπαστικό» της προφίλ, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα. Τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση;
Θα είχαμε την πλήρη απαξίωση της κινηματικής δράσης ως ρεπερτόριο δράσης και, παράλληλα, την εδραίωση μιας τακτικής, απευθείας προσφυγής στα διαπραγματευτικά όργανα της κυβέρνησης από την πλευρά των πολιτών. Και τώρα θα ρωτήσει κανείς: μα γιατί να υπάρχουν κινήματα αν η κυβέρνηση είναι συγκαταβατική; Η κινηματική δράση είναι αυτοσκοπός;
Ασφαλώς ναι, στον βαθμό που ριζοσπαστικοποιεί και διαπαιδαγωγεί την κοινωνία σε μια κουλτούρα αντίστασης, μαχητικότητας και αυτοοργάνωσης· στον βαθμό που κρατάει ζωντανό το ένστικτο της εξέγερσης (Μπακούνιν) και εμποτίζει έναν λαό με πολιτική συνείδηση[7] (το αναγκαίο έτερον ήμισυ της ταξικής συνείδησης που, εν τη ενώσει τους, μας δίνουν την επαναστατική συνείδηση)· στον βαθμό, τέλος, που ένας λαός μέσω της κινηματικής δράσης, συνηθίζει να αντιστέκεται, δημιουργώντας μια παράδοση –αυτή τη φορά- κινηματική, ένα «έθιμο» αντίστασης.
Η κινηματική δράση και το ένστικτο της εξέγερσης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως περίσταση, αλλά ως απόδειξη της ζωτικότητας μιας κοινωνίας· η συλλογική δράση και η εξέγερση, δηλαδή, αποδεικνύουν ότι μια κοινωνία είναι ζωντανή.[8] Ακόμα, διατηρούν αναμμένη τη φλόγα της εξεγερσιακής προοπτικής σε διεθνές επίπεδο· συντηρούν, δηλαδή, τη διεθνιστική διάσταση του κοινωνικού αγώνα και του προτάγματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον μαχόμενο ευρωπαϊκό νότο, στις εύρωστες σκανδιναβικές χώρες η συλλογική δράση κινείται σε μηδενικά επίπεδα· η κοινωνική νηνεμία του βορρά δεν μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση ότι συμβάλλει ιδιαιτέρως στην προοπτική της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ή, ευρύτερα διεθνούς, ανατρεπτικού κινήματος. Τι μπορεί να προσθέσει η Ολλανδία ή η Δανία στον αγώνα των εξεγερμένων ανά τον κόσμο;
Συνεχίζοντας την απάντησή μας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι μια περίοδος μπορεί να χαρακτηρίζεται από κυβερνητική συγκαταβατικότητα (π.χ. πιθανώς το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ), τα χρόνια όμως περνούν και η μια περίοδος διαδέχεται την άλλη. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίζονταν από βαθιά συναίνεση ως προς τις λαϊκές διεκδικήσεις, μερικά χρόνια αργότερα όμως, το κράτος έδειξε και πάλι την πραγματική του μορφή. Όσοι έχουν τη διάθεση να επενδύσουν για άλλη μια φορά στο ευγενικό του προσωπείο ας το κάνουν· οι αναρχικοί θα συνεχίσουν να κοιτούν ξεροκέφαλα την ιστορία και την αλήθεια της.
Στη διακυβέρνηση της αριστεράς, τα κινήματα θα προβάλλονται από το κράτος ως δυνητικά μέσα αγώνα ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση ή, ακόμα χειρότερα ίσως, υπονομευθούν από συντηρητικές και ακροδεξιές –αντιπολιτευτικές- δυνάμεις. Οι αυτοοργανωμένες λαϊκές συνελεύσεις θα στήνονται με την ευλογία του κράτους, θα οργανώνουν «δημόσιους διαλόγους» και όχι κινητοποιήσεις, και δεν θα στήνουν κανένα «Άπαρτο κάστρο»[9]· αντίθετα, θα συνεδριάζουν στις αίθουσες των δημοτικών συμβουλίων και θα λειτουργούν ως όργανα συλλογικής αυτομόρφωσης πάνω στην κρατική προπαγάνδα.
Τι να κάνουμε;
Στην περίπτωση που μια κυβέρνηση αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθήσει συναινετική προς τα κινήματα στρατηγική (τουλάχιστον στην αρχή), σημαίνει πως η ριζοσπαστική κινηματική δράση στην Ελλάδα τίθεται αυτομάτως σε ύφεση ή και σε διαρκή αναστολή. Μια κυβερνητική στρατηγική ικανοποίησης και συνεργασίας με τα κινήματα, θα σημάνει αυτόματα την εξάλειψη των κινημάτων εν τη γενέσει τους ή, ακόμα χειρότερα, την προληπτική τους κατάσβεση πριν καν προλάβουν να ξεσπάσουν.
Η αυτοοργάνωση, η αυτοδιαχείριση και η άμεση δημοκρατία, θα συνδεθούν στη λαϊκή συνείδηση με το κράτος και μάλιστα στην πιο ακάθαρτη, αντεπαναστατική τους μορφή· ο κοινωνικός επαναστατικός αγώνας θα πάει για άλλη μια φορά μερικά βήματα πίσω. Η συνειδησιακή διαπλαστική δυναμική του κράτους, θα περιβληθεί αριστερο-προοδευτικό-κινηματικό μανδύα και κάθε κίνηση κρατικής αυθαιρεσίας θα «χρεώνεται» στις ευρύτερες ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Για όλα αυτά και για χιλιάδες άλλους λόγους, η θέση των αναρχικών σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι σταθερή και αμετακίνητη. Καμία υποχώρηση, καμία συναίνεση και καμιά ανοχή στο κράτος και τους επίδοξους διαχειριστές του. Η αυτοοργάνωση, η εργατική αυτοδιαχείριση, η κοινωνική αλληλεγγύη και ο ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο και τον στρατό του, δεν γίνεται με κρατική χρηματοδότηση και χαμόγελα προς κάθε κατεύθυνση, αλλά με αγώνες, συγκρούσεις και στερήσεις· όχι στα πλαίσια μιας αιώνιας αναμονής για την παγκόσμια επανάσταση, αλλά και όχι στην υποχώρηση της μικροαστικής ανυπομονησίας για μια κάποια αλλαγή.

Σημειώσεις:

[1] Συνέντευξη στην εφημερίδα Τα Νέα, 3.11.75 του Παπανδρέου Α., Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, Αθήνα, εκδ. Αιχμή, 1977, σ. 45-46.

[2] Κονδύλης Π., Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2007, σ. 31.

[3] Αν εξετάσουμε το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκεται σε αρκετά διαφορετική θέση από γνωστές, ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις των ημερών μας. Έχει ελάχιστη επιρροή στο συνδικαλιστικό πεδίο και οι δυνάμεις του στον δρόμο δεν ξεπερνούν τη δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απέχει πόρρω, για παράδειγμα, τόσο από τον ισπανικό Συνασπισμό της αριστεράς (IU) όσο και από το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα(PCF), που έχουν και τα δύο ισχυρή παρουσία στο συνδικαλιστικό πεδίο. Βλ. Izquierd Unida(η μεγαλύτερη δύναμη του συνασπισμού είναι το γνωστό από την εποχή του εμφυλίου, Ισπανικό Κομμουνιστικό κόμμα – PCE) και Parti Communiste Francais. Τα συνδικάτα που βρίσκονται κοντά στα δύο κόμματα είναι τα CCOO (Comisiones Obreras) στην Ισπανία και η CGT(Confederation Generale Du Travail) στη Γαλλία, αντίστοιχα.

[4] Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι πριν τον εμπρησμό του εργοταξίου στις 15 Φεβρουαρίου του 2013, το θέμα είχε θαφτεί από τα ΜΜΕ, ενώ οι πορείες αλληλεγγύης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη(Ιούνιος 2012) αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Μετά από τον εμπρησμό και τις διαστάσεις που πήρε το ζήτημα, πραγματοποιήθηκαν δύο μαζικότατες πορείες αλληλεγγύης με χιλιάδες κόσμου σε Αθήνα (12Μαρτίου 2013) και Θεσσαλονίκη(9 Μαρτίου 2013). Στην πορεία της Θεσσαλονίκης συμμετείχαν πάνω από 10 χιλιάδες άτομα.

[5] Κείμενα θέσεων του 6ου συνεδρίου της νεολαίας ΣΥΝ, Κεφάλαιο 2 – «Κινήματα πόλης και οικολογικοί αγώνες»,http://archive-gr.com/page/1903877/2013-04-22/http://www.neolaiasyn.gr/theseis.php?id=714 . Στο εν λόγω εδάφιο, η νεολαία ΣΥΝ προφανώς μπερδεύει τον αναρχικό χώρο με το ΚΚΕ(τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος). Αν, λοιπόν, τα παραπάνω γραφόμενα δεν είναι προϊόν παραδρομής, θα παρακαλούσαμε τη νεολαία να μας δώσει το παράδειγμα ενός τοπικού αγώνα που απομαζικοποιήθηκε λόγω της υπονομευτικής δυναμικής του αναρχικού χώρου.

[6] Υπάρχουν και κοινωνικά κινήματα που δεν απευθύνονται αναγκαστικά στις αρχές. Στον απρόν κείμενο, όμως, αναφερόμαστε στα κοινωνικά κινήματα με πολιτική διάσταση, σε όσα δηλαδή στρέφονται προς τις αρχές για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Βλ. Neveu E., Η κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων, Αθήνα, εκδ. Σαββάλας, 2010.

[7] Βλ. Μπακούνιν Μ., Μαρξισμός, ελευθερία και κράτος, στο anthostoukakou.blogspot.gr/2012/07/1.html.

[8] «[…] ένας λαός, ο οποίος κάτω από ένα οποιοδήποτε πρόσχημα, μπορεί να υποφέρει την τυραννία, αναγκαία χάνει τελικά τη σωτήρια συνήθεια της εξέγερσης, ακόμα και το ίδιο το ένστικτο της εξέγερσης», Μπακούνιν, στο ίδιο.

[9] Το ανταγωνιστικό πολιτικό στέκι «Άπαρτο Κάστρο» ήταν ένας αυτοσχέδιος χώρος, που λειτούργησε ως κέντρο αγώνα για τους κατοίκους της Κερατέας, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στον ΧΥΤΑ.

****

Πολιτική Επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός», τεύχος 3.

cover_small3

Κυκλοφόρησε από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ το 3ο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός», έχοντας ως κύρια θεματική το έμφυλο ζήτημα. Τα άρθρα του 3ου τεύχους είναι:

Σημείωμα της Συντακτικής Ομάδας
Εξουσία και Σεξουαλικότητα: εισαγωγικές δοκιμές σε μια συζήτηση, του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Η ερωτική απελευθέρωση ως ζητούμενο όλων, του Άρη Σαδίκη
Φτιάχνοντας κινήματα, οργανώνοντας κοινότητες, της ομάδας Queertrans
Το έμφυλο ζήτημα στον λόγο της Χρυσής Αυγής (How I Learned to Stop Worrying and Love the mop), της Νεφέλης-Μυρτώς Πανδίρη
Φύλο και εξουσία: Εισαγωγικές παρατηρήσεις περί της υπαγωγής των φύλων στην υποτέλεια, της Αθανασίας Δανελάτου
Μujeres Libres της Ισπανίας: «να απελευθερώσουμε τις γυναίκες από τη δικτατορία της μετριότητας», του Νίκου Νικολαΐδη
Ο φεμινισμός και η ανάπτυξη του γυναικείου θεάτρου, της Ασπασίας Λυκουργιώτη
ΣΥΡΙΖΑ: Η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων, του Αντώνη Δρακωνάκη
Κοινωνικές τάξεις και αναρχική οργάνωση, του Κώστα Πολίτη
Κρίση και ρήξεις: Ρωγμές για την εποικοδομητική πολιτική πράξη του αναρχισμού, του Juan Cruz López. Από το θεωρητικό περιοδικό της CNT, «Estudios», τ.2, 2012. Η μετάφραση έγινε από τη Βενετία Ποσταντζόγλου
Για την ιστορία της ληστείας και τις σημασίες της. Μια ανάγνωση στους Ληστές του E. Hobsbawm, του Παναγιώτη Διδάχου
ΑΡΧΕΙΟ: Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους, του Φίλιππα Κυρίτση. Από το περιοδικό «Κράξιμο», τ.8, Μάιος 1988.
Τέχνη, φεμινισμός και άλλα παραμύθια. Η περίπτωση της Barbara Kruger, της Α.Α.
Η εικονογράφηση του τεύχους περιλαμβάνει έργα της Barbara Kruger.

Όποιος/όποια επιθυμεί να διακινήσει την πολιτική επιθεώρηση «Κοινωνικός Αναρχισμός» και τα υπόλοιπα βιβλία των Ελευθεριακών Εκδόσεων Κουρσάλ σε στέκια, καταλήψεις, κοινωνικούς χώρους αλλά και χέρι με χέρι, μπορεί να επικοινωνήσει στο koursal@hotmail.com και στο τηλέφωνο 6984816962.