Αρχείο κατηγορίας ιστορικά

Οι διαμάχες της CNT-FAI, και ο ρόλος των σταλινικών και ρεπουμπλικανικών δυνάμεων στην αντεπανάσταση. Μία συνέντευξη του José Peirats στον Josep Alemany

aaaaaaaaaa

Αναδημοσίευση από : eagainst.com

Μετάφραση- επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Αναδημοσίευση από Autopoiesis, The Autonomy Way of Life

Πηγή στα Ισπανικά Alasbarricadas

Ένα ολοκληρωμένο αντίγραφο μίας συνέντευξης του 1977 με τον José Peirats, στην οποία ο Ισπανός ιστορικός και πρώην μαχητής της CNT και της FAI αναπολεί τη νεότητα του και συζητάει πολλές από τις διαμάχες που μάστισαν τη CNT πριν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, συμπεριλαμβάνοντας και την επιρροή της Ρωσικής Επανάστασης, την αποστολή του Angel Pestaña στη Ρωσία το 1920, την εξέγερση της Αστουρίας τον Οκτώβρη του 1934, την πολιτική συνεργασίας της CNT με την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου, και το ρόλο των Σταλινικών στην αντεπανάσταση του ρεπουμπλικανικού κυβερνητικού συνασπισμού ενάντια στα επιτεύγματα της αναρχικής επανάστασης του Ιούλη του 1936.

Εισαγωγικό σημείωμα

Η συνέντευξη αυτή έγινε στη Βαρκελώνη, σε ένα διαμέρισμα του Carretera de Collblanc, όπου μένει η οικογένεια του Peirats από πριν τον πόλεμο. Μέρος αυτής της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στην Καταλωνία. Στο Revista d’Opinió Confederal, CNT-AIT, Series II, May 1977, no. 4, pp. 12-24. Το υπόλοιπο μισό σχεδόν της συνέντευξης, δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Οι επιμελητές του Anthropos , έχουν μεταφράσει το αρχικό καταλανικό κείμενο στα Ισπανικά, και με την άδεια του συγγραφέα, έχουν αναδιαρθρώσει την αρχική διάταξη της συνέντευξης με σκοπό να παρέχουν μία πιο συνεκτική εκδοχή, που συμφωνεί με τα θέματα που αντιμετωπίζονται.

Στο πρώτο μέρος παρουσιάζουμε όλα τα άμεσα αυτοβιογραφικά μέρη της συνέντευξης και εκείνα που εκφράζουν κάποιες από τις θεμελιώδεις ιδέες του Peirats· στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης ο αναγνώστης θα βρει τις απόψεις και μαρτυρίες του José Peirats για διάφορα συγκεκριμένα θέματα.

Σε τι ιδεολογικό περιβάλλον έζησες νέος, πώς μεγάλωναν και πώς ήταν οι νέοι τότε;

Στο ιδεολογικό μου περιβάλλον υπήρχαν πολλές φάσεις αλλά όλες με έναν συγκλίνοντα προσανατολισμό στον αναρχισμό. Στην οικογένεια μου υπήρχαν σοσιαλιστές και ρεπουμπλικανοί ακόμη και αναρχικοί. Κανένας από αυτούς δεν κατάφερε να με επηρεάσει άμεσα. Αλλά σε αυτούς οφείλω την προτίμηση μου στο διάβασμα από νεαρή ηλικία, πριν από την εφηβεία μου. Τα υπόλοιπα ήρθαν αργότερα. Θεωρώ ότι ανήκω στη γενιά του Primo de Rivera. [i]  Εκείνες τις μέρες έκανα πολλούς καλούς φίλους, που διψούσαν αληθινά για διάβασμα. Οι αγαπημένοι μας συγγραφείς, πριν ανακαλύψουμε τους μουσάτους αναρχικούς, ήταν οι διάσημοι Γάλλοι μυθιστοριογράφοι του περασμένου αιώνα. Ποτέ στη ζωή μου δεν φλέρταρα με το μαρξισμό. Τον μελέτησα όμως σε βάθος, με αναφορά στον αναρχισμό, που από τότε είχε κερδίσει την καρδιά μου. Παρά το γεγονός ότι ήμουν πολύ νέος όταν εντάχθηκα στην ομοσπονδιακή οργάνωση, πάντα με προσέλκυαν περισσότερο οι πολιτισμικές δραστηριότητες της: τα ορθολογικά σχολεία, τα κοινωνικά κέντρα (ίδρυσα ένα στο La Torrassa L’Hospitalet) και η ελευθεριακή νεολαία. Αυτό ήταν το ιδεολογικό μου πλαίσιο. H FAI ήρθε αργότερα, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν ένιωσα άνετα μέσα της, αφού δεν έκανε κάποιες πραγματικές αναρχικές προτάσεις. Η FAI ήταν πάνω από όλα τα άλλα, μία επαναστατική οργάνωση που δήλωνε αναρχική.

Με τι δράσεις ανακατεύτηκες στο ελευθεριακό κίνημα;

Ξεκίνησα τη ζωή μου ως ακτιβιστής εργαζόμενος με τους χτίστες συντρόφους, γράφοντας στο δελτίο τους. Αυτό ήταν το ντεμπούτο μου ως συγγραφέας. Στο κοινωνικό κέντρο La Torrassa τις νύχτες ήμουν δάσκαλος και έπαιζα σε θεατρικά έργα. Ως συνδικαλιστής συμμετείχα στην οργάνωση απεργιών, μποϋκοτάζ και δράσεων σαμποτάζ. Όταν ήταν απαραίτητο κουβαλούσα ένα μικρό πιστόλι στην τσέπη μου, αν και ποτέ δεν πυροβόλησα κάποιον. Ήταν η μόδα της εποχής. Σου είπα για τις εμπειρίες μου στην ελευθεριακή νεολαία και τις αναρχικές ομάδες. Τι άλλο; Φυσικά πέρασα δυο χρόνια ως επιμελητής της Solidaridad Obrera, της ομοσπονδιακής εφημερίδας της Βαρκελώνης και συμμετείχα σε πολλές άλλες εκδόσεις.[ii] Προτιμώ να μην μιλήσω για τα βιβλία μου.

Ποιος ήταν ο προσανατολισμός και το είδος των αναγνωστών στους οποίους στόχευαν οι διάφορες εκδοτικές προσπάθειες;

Οφείλω να παραδεχτώ ότι οι εκδόσεις μας ήταν γενικά χαμηλής ποιότητας με την εξαίρεση των Estudios (Generación Consciente) στη Βαλένθια.[iii] Δεν μας είχε συμβεί να γράψουμε για ένα ευρύτερο κοινό. Οι εκδόσεις μας αφορούσαν κυρίως τους σκοπούς της μάχης και σε μεγάλο βαθμό ήταν σεχταριστικές και δημαγωγικές. Αυτό μας προκάλεσε μεγάλη ζημιά. Ήταν ατυχία να χάσουμε την παράδοση της συγγραφής στα Καταλανικά. Οι Ισπανοί ομιλητές είχαν κυριαρχήσει.

Νομίζω πως η παράβλεψη αυτή κόστισε, να χάσουμε τους Καταλανούς χωρικούς, προσφέροντας τους στο πιάτο των πολιτικών της Esquerra.[iv] Αυτό είναι ένα μάθημα που πρέπει να προσέξουμε.
Μπορείς να μας πεις λίγο για την εμπειρία των κολλεκτιβοποιήσεων;

Η εμπειρία της κολλεκτιβοποίησης γίνεται ξεκάθαρη αν διαβάσεις ολόκληρο τον ελευθεριακό τύπο πριν από την 19 Ιουλίου: την καμπάνια του Isaac Puente με την περίφημη μπροσούρα του, Ελευθεριακός Κομμουνισμός, τα άρθρα του Carbó στη Estudios στη Βαλένθια, τα άρθρα του Martínez Rizo, αν και δεν ήταν αναρχικός… Κοντολογίς, υπήρχε μία ομάδα ανθρώπων που τόλμησαν να προεικονίσουν ένα ελευθεριακό κομμουνιστικό μέλλον. Σε αυτή την περίοδο διαμορφωνόταν ένα περιβάλλον που ευνοούσε το στοχασμό σχετικά με το ζήτημα του τρόπου οικοδόμησης του μέλλοντος. Το περιβάλλον αυτό διαπερνούσε τους ανθρώπους και όταν έφτασε η 19η Ιουλίου το κάναμε πράξη, χωρίς εντολές από οποιαδήποτε επιτροπή. Υπάρχει ένα πράγμα που λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν και αυτό είναι πως δεν υπήρχε καμία έκδοση ντιρεκτίβας… Έχω ερευνήσει πολύ προσεκτικά τα αρχεία αυτής της εποχής και δεν έχω βρει καμία ντιρεκτίβα από οποιαδήποτε ομοσπονδιακή επιτροπή (αναφέρομαι στις τοπικές, περιφερειακές, και εθνικές ομοσπονδίες, όχι στις επιτροπές των συνδικάτων στις επιχειρήσεις, τις επιτροπές βάσης των εργατών…) ούτε μία ντιρεκτίβα που να έδωσε το σήμα να πραγματοποιηθούν οι κολλεκτιβοποιήσεις.

Οι κολλεκτιβοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν αυθόρμητα από τους εργάτες. Για δύο λόγους: πρώτα γιατί το ήθελαν· και δεύτερα, γιατί οι αστοί, έχοντας τραπεί σε φυγή, άφησαν ελεύθερο το δρόμο για αυτές. Ξέρεις πως όταν κάποιος ανοίγει ένα νέο δρόμο, τον μιμούνται όλοι· ο κολλεκτιβισμός επεκτάθηκε και έγινε μία πραγματικότητα.

Τώρα, η εμπλοκή σε μία μεθοδολογική μελέτη του κολλεκτιβισμού, νομίζω είναι μια δουλειά που δεν έχει ακόμα επιχειρηθεί γιατί λείπουν πολλά στοιχεία να κριθούν Η επανάσταση πραγματοποιήθηκε με έναν τρόπο για να έρθουν έπειτα οι ιστορικοί να τη μελετήσουν. Αυτοί που κάνουν την επανάσταση δεν την γράφουν, την κάνουν. Και αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Τώρα, είναι ο καιρός να πραγματοποιήσουμε αυτό το έργο, να συγκεντρώσουμε όσα στοιχεία της εποχής μπορούμε. Ψάχνουν για μαρτυρίες· οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί αναζητώντας έγγραφα. Έρχονται σε μένα και λένε: “Που μπορούμε να βρούμε…;” Υπάρχουν εκείνοι που ενδιαφέρονται για την παιδαγωγική δουλειά της επανάστασης… Όλοι συζητάνε για τον Φερέρ και το Μοντέρνο Σχολείο. Δύσκολα κάποιος μιλάει για τον τρόπου που δομήθηκε η “Comité de l’Escola Nova Unificada” (CENU – επιτροπή για το Νέο Ενιαίο Σχολείο)[v]

Πριν τον πόλεμο, τα συνδικάτα, τα ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, και επίσης συγκεκριμένα άτομα, προώθησαν και μερικές φορές χρηματοδότησαν τα ορθολογικά σχολεία, που είχαν εμπνευστεί από την παιδαγωγική του Φρανσίσκο Φερέρ. Σε αυτά, διδάχτηκαν αγόρια και κορίτσια χωρίς θρησκευτικά και επίσημα δόγματα κάθε είδους, και η διδασκαλία πραγματοποιήθηκε με όσο πιο επιστημονικό τρόπο ήταν δυνατό. Τα σχολεία αυτά αναγνωρίστηκαν όταν σχηματίστηκε επίσημα η CENU και οι καθηγητές της έλαβαν την επίσημη αναγνώριση, που πολλοί από αυτούς δεν είχαν.
Πολιτοφυλακές ή λαϊκός στρατός; Σωστά είχε τεθεί το δίλημμα: πόλεμος ή επανάσταση;

Κάθε επανάσταση είναι ένας πόλεμος και κάθε πόλεμος είναι αντεπαναστατικός. Αυτή η αρχή μπορεί να μας οδηγήσει να καταραστούμε την επανάσταση. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος μας επιβλήθηκε. Γνωρίζω μόνο δύο τρόπους να κάνεις έναν πόλεμο: μέσω των συνεχών μετώπων ή σε αντάρτικη βάση. Η δεύτερη είναι πιο συνεπής με το Ισπανικό ταπεραμέντο. Σε έναν πόλεμο συνεχών μετώπων, νικητής είναι ο καλύτερος στρατός. Από αυτή την άποψη ήταν λάθος να αποδεχθείς τον κλασικό πόλεμο. Ο ανταρτοπόλεμος θα είχε καλύτερα αποτελέσματα. Στην εποχή της αεροπορίας, έχει τις αδυναμίες του, αλλά είναι ο μοναδικός τρόπος να εξαρθρώσεις έναν καλύτερα οργανωμένο στρατό. Οι αντάρτες πρώτα κερδίζουν ένα έδαφος, και μετά πραγματοποιούν αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Αλλά η προετοιμασία είναι απαραίτητη. Η CNT και η FAI δεν εκπαίδευαν τους ανθρώπους τους για ανταρτοπόλεμο αλλά για μάχες στα οδοφράγματα σε μικρές ή μεγάλες πόλεις. Αυτός ήταν λάθος από μέρος των στρατηγών μας.

Πόλεμος ή επανάσταση; Και τα δύο. Εάν κάποιος κάνει πόλεμο αντί για επανάσταση, οι πολιτικοποιημένοι πολιτοφύλακες ή στρατιώτες θα ξέρουν ότι δεν θα γίνει καμιά επανάσταση κι επομένως θα χάσουν τη θέληση τους για μάχη. Στην περίπτωση μας, η αντεπανάσταση στις οπισθοφυλακές ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες της ήττας.
Ποια είναι η ισορροπία των δράσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα χρόνια της εξορίας;

Πέρα από τις πολυάριθμες αναμετρήσεις, διαμάχες και διαφωνίες, όσον αφορά τη CNT, νομίζω ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα σαράντα χρόνια διαχωρισμού από τη γη που γεννηθήκαμε, η μετανάστευση μας μπορεί να προσφέρει μία θετική ισορροπία στο επίπεδο των πολιτισμικών και άλλων καθηκόντων. Ποτέ δεν σταμάτησε η έκδοση εφημερίδων, μπροσούρων, περιοδικών και βιβλίων, μερικά από τα οποία είναι ακόμα πρωτότυπα. Από την άλλη πλευρά, στην εξορία είχαμε παιδιά, ανιψιές και ανιψιούς που δεν θα είναι πια Ισπανοί και θα έχουν ενσωματωθεί σε όλες τις τάξεις και τα επαγγέλματα των χωρών που μας υποδέχτηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Αρκετά σύντομα οι απόγονοι μας δεν θα νιώθουν την ισπανική επιρροή σε πολλές χώρες. Στη Γαλλία έχει ήδη σημειωθεί κατά τη διάρκεια του Μάη του 68. Νομίζω, πως εκτός από την Ιουδαϊκή διασπορά, η περίπτωση μας είναι η πιο σημαντική στην ιστορία των μεταναστεύσεων.

Αν αναλογιστούμε την ανάπτυξη του σύγχρονου συνδικαλισμού, που έχει γίνει ένα εργαλείο ενσωμάτωσης στο σύστημα και έχει οδηγήσει στη ανάδυση της γραφειοκρατίας που ελέγχει τους εργάτες, σε ποιο βαθμό οι έννοιες του αναρχισμού και του συνδικαλισμού είναι αντιθετικές;

Το θέμα αυτό ήταν πάντα ζήτημα πολεμικής και θα πιθανά θα συνεχίσει να είναι. Θυμάμαι αρκετά έντονα, όταν πρωτοέγινα αναρχικός, γύρω στα 1927-28: αποδεχόμασταν το πλαίσιο του συνδικαλισμού γιατί δεν υπήρχαν άλλα. Στους λόγους μας στις συνελεύσεις των χτιστών, για παράδειγμα, μιλούσαμε πάντα για τον Ρουσώ, τον Han Ryder, τον Βολταίρο και τους κλασικούς της Ρωσικής Επανάστασης. Και οι χτίστες, με ανέκφραστο βλέμμα μας έλεγαν: “Καλώς θα δούμε όταν τελειώσετε!” Το δελτίο που εκδίδαμε γραφόταν με το ίδιο στυλ. Με αυτό εννοώ, ότι, σε έναν νέο άνθρωπο, καθετί που είχε να κάνει με τα συνδικάτα, την οικονομία, τη βιομηχανία… του φαινόταν ξένο. Τέτοια θέματα φαινόταν να ταιριάζουν περισσότερο σε ανθρώπους με σταθερές ζωές παρά σε ρομαντικούς που γεννήθηκαν για δράση. Αλλά στην ιστορία του αναρχισμού έχουν συνυπάρξει πάντα και οι δύο τάσεις. Η τάση, που συνηθίζαμε να αποκαλούμε παλιούς αναρχικούς· αναφέρομαι στην αρχή του αιώνα, στο 1905-07 και ακόμα νωρίτερα, όταν έγινε η διάσημη απεργία των μεταλλεργατών στα 1902. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου φτιάχτηκε η ομάδα “Tierra y Libertad”, ήταν οι καθαροί δεν ήθελαν να ακούσουν ή να συζητήσουν καθόλου για συνδικάτα, διακήρυσσαν ότι είναι ακέραιοι, καθαροί και συγκεκριμένοι αναρχικοί, και ποιος ξέρει τι άλλο. Και επίσης υπήρχαν οι συνδικαλιστές, οι αναρχοσυνδικαλιστές, επηρεασμένοι σίγουρα σε ένα βαθμό από τη γαλλική CGT, που τότε ήταν αναρχοσυνδικαλιστική. Έτειναν να ασχολούνται με προβλήματα συνδικαλιστικού τύπου, πάντα τόσο άγρια.

Στο βιβλίο του Xavier Quadrat, Socialismo y Anarquismo en Catalunya: Los orígenes de la CNT, υπάρχει μία συζήτηση για την οργάνωση της “Solidaridad Obrera”, που τυπικά ιδρύθηκε το 1907, αλλά που φαίνεται να λειτουργούσε πραγματικά από το 1904. Η οργάνωση εκείνη, με το πέρασμα των χρόνων έγινε η CNT. Υπήρχαν δύο τάσεις μέσα της: οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί. Οι σοσιαλιστές…

Μαρξιστές σοσιαλιστές;

Ναι έτσι περιγράφανε τον εαυτό τους. Ήταν σοσιαλιστές που συνδεόταν με τον Pablo Iglesias. Η UGT σχηματίστηκε το 1888 στη Βαρκελώνη, και η “Solidaridad Obrera” ιδρύθηκε αργότερα, όπως ανέφερα.[vi] Και αυτό που θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης του βιβλίου του X. Quadrat είναι: πώς είναι δυνατό να υπήρχαν σοσιαλιστές στην Solidaridad Obrera, ο συγγραφέας δίνει περισσότερο ή μεγαλύτερη σημασία σε αυτούς από ότι στους αναρχικούς. Και από την άλλη πλευρά γιατί ο συγγραφέας δεν τοποθετείται στο πώς αυτοί οι Καταλανοί σοσιαλιστές δεν εντάχθηκαν στις γραμμές της UGT; Δίνει τη δικαιολογία – ή πιο σωστά το επιχείρημα, αφού είναι ένα καλά τεκμηριωμένο βιβλίο – ότι ο λόγος είναι ο συγκεντρωτισμός του Pablo Iglesias, που ζούσε στη Μαδρίτη, και που έβλεπε τα πάντα από την οπτική του κέντρου, ενώ εδώ οι Καταλανοί σοσιαλιστές έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά, και προτίμησαν να είναι στην “Solidaridad Obrera” παρά στην UGT.
Είσαι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που θεωρούν πως η είσοδος της CNT στην κυβέρνηση και το ρεπουμπλικανικό κράτος ήταν καταστροφική για το Ελευθεριακό Κίνημα. Σε ποιο βαθμό, ωστόσο, η γραφειοκρατικοποίηση και ο απολυταρχισμός που διέφθειραν τη CNT απλά τονίζουν μία τάση και μία πραγματικότητα που ήδη υπήρχε;

Προφανώς τίποτα δεν συμβαίνει αυθόρμητα. Θυμάμαι ότι πριν ξεσπάσει το κίνημα είχα ήδη κάνει κριτική σε συγκεκριμένες τάσεις που σίγουρα ευνοούσαν κρυφά σε ένα βαθμό τη συνεργασία με τους πολιτικούς. Και ο Carbó επίσης. (ο Carbó κι εγώ εκδίδαμε μία εφημερίδα που λεγόταν Más Lejos (Μακρύτερα). Ακόμα δημοσίευσα ένα άρθρο κριτικής στον García Oliver, που τον κατέκρινα για κάποιες διακηρύξεις που έκανε και οι οποίες έδειχναν πως συνηγορούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Αυτό το άρθρο παρουσιάστηκε στα πρακτικά του συνεδρίου της Σαραγόσα. Η αντιπροσωπεία του συνδικάτου των βυρσοδεψών της Βαρκελώνης εξέδωσε μία πρόκληση για μένα: “Προκαλούμε τον εκπρόσωπο του L’Hospitalet.” “Εντάξει ας δούμε γιατί; Εξηγήστε μου” “Για αυτό” Και άρχισαν να διαβάζουν το άρθρο μου. Το συνέδριο ξέσπασε σε γέλιο. Ο ίδιος ο García Oliver ανέβηκε στο βήμα και είπε: “Παρακαλώ σύντροφοι, αρκετά, σταματήστε να γελοιοποιείτε τους εαυτούς σας” Ο García Oliver είχε ήδη αποκαλύψει τον εαυτό του, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ως υποστηριχτή της κατάληψης της εξουσίας· εμείς (μπορούμε να πούμε οι ρεντσκινς) αυτό το αποκαλούσαμε αναρχομπολσεβικισμό. Δηλαδή, η τάση αυτή εκφράστηκε καθαρά. Και αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποδεδειγμένη ολίσθηση του τμήματος των ρεφορμιστών, των Τρειντίστας, εκείνων που επιτάχυναν τη διάσπαση (λοιπόν, δεν ξέρω ποιος έφερε τη διάσπαση· σίγουρα όλοι αυτοί) Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε ήταν πως υπήρχαν πολλές τάσεις που τις αρνιόταν συχνά, αλλά αυτές οι αρνήσεις δεν έπειθαν κανένα, όπως στην περίπτωση των Pestaña, Juan López, που είχε παρατηρηθεί να συμβιβάζονται ιδιαίτερα με τις αρχές, ειδικά στην Καταλωνία.

Τέλος πάντων, ξεκίνησα λέγοντας ότι τίποτα δεν συμβαίνει αυθόρμητα. Όλα τα κινήματα έχουν την ιστορία τους. … Ο αναρχισμός, σε τελική ανάλυση, είναι ένα κίνημα ανθρώπων, και οι άνθρωποι είναι πολύπλοκοι και όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας.

largocaballerocabinetministers1

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι (μία από τις πιο ρωμαλέες κριτικές του συνδικαλισμού που συζητιούνται είναι αυτή του Richards, C. Semprún…) που ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή της CNT στην κρατική εξουσία και η αποδοχή – τουλάχιστον από ένα μέρος της CNT- της εξουσιαστικής πειθαρχίας, οφειλόταν όχι μόνο στο γεγονός των εξουσιαστικών τάσεων που ήδη είχαν αναδυθεί μέσα στα συνδικάτα, αλλά και στην ίδια τη φύση του συνδικαλισμού.

Η άποψη αυτή βλέπει τα πράγματα με μία συγκεκριμένη ματιά. Βλέπει τα ελαττώματα παρά τις αρετές. Αν και ότι είπες είναι αλήθεια, υπάρχει επίσης και η αντίθετη τάση. Υπάρχουν άνθρωποι που θα θυσίαζαν τα πάντα για τις ιδέες τους. Ήταν τόσο καχύποπτοι που κατηγορούσαν τους πάντες, σαν να είχαν πρόθεση. Σε κάποιες περιπτώσεις οι συνέπειες αυτής της στάσης ήταν ότι οδηγούσαν το άτομο που κριτίκαραν στο να κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο το κατηγορούσαν. Αυτή είναι η περίπτωση του Medína González, ενός Ανδαλουσιανού που έγραψε μία μπροσούρα και κάποια αμφίσημα άρθρα. Όλοι όρμησαν πάνω του και νομίζω πως τελικά αυτό το παιδί κατέληξε στα χέρια των κομμουνιστών. Άλλο παράδειγμα είναι αυτό που έγινε με τον Sender. O Sender δεν καλωσορίστηκε από εμάς. Δούλευε για την Solidaridad Obrera, και ήταν ο κύριος ανταποκριτής της στη Μαδρίτη για πάνω από ένα χρόνο· και όταν η εκδοτική ομάδα των μετριοπαθών, καθοδηγούμενη από τον Peiró, σαρώθηκε από το κύμα των εξτρεμιστών, που καθοδηγούνταν από τον Felipe Alaiz, το πρώτο πράγμα που έκανε ο δεύτερος ήταν να αρνηθεί τα άρθρα του Sender. Ο Alaiz ήταν μεγάλος συγγραφέας, ένα άτομο που η εργασία του ήταν φωτεινή· στην πραγματικότητα, ήμουν μαθητής του σε κάποιο βαθμό. Αλλά αυτό δεν με απέτρεψε από το να αντιλαμβάνομαι τα πολλά του ελαττώματα, με την έννοια ότι ήταν κάποιος που έφτασε στην κορυφή, και έπειτα βυθίστηκε.

Κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών υπήρχε μεγάλη αναταραχή που προκαλούνταν από τα πρακτικά προβλήματα. Υπήρχε μία μαξιμαλιστική τάση υπέρ της δράσης, μπορείς να την αποκαλέσεις Μπακουνική, που ισχυριζόταν πως η καταστροφή θα οδηγούσε στην οικοδόμηση. Την ίδια περίοδο, υπήρχαν εκείνοι που έλεγαν, “όχι, είναι αναγκαία για εμάς να έχουμε όσο πιο ακριβή γίνεται την ιδέα και το σχέδιο της επανάστασης που θα πραγματοποιήσουμε”. Εδώ έρχεται ο Isaac Puente. Ο ίδιος ο Carbó έγραψε μία σειρά από φουτουριστικά άρθρα. Και το ίδιο έκανε ο Higinio Noja Ruiz, ένας από τους καλύτερους αναρχικούς συγγραφείς της δεκαετίας του τριάντα. Ήταν η κινητήρια μηχανή πίσω από το περιοδικό Estudios. Ήταν ο μοναδικός αναρχικός αυτής της περιόδου, που έγραψε νουβέλες για μαζικό κοινό. Ενδιαφερόταν για οικονομικά προβλήματα δομικού τύπου, και ήταν επιτυχημένος τόσο όσο δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης όσο και ως μυθιστοριογράφος. Επομένως όλες αυτές οι τάσεις υπήρχαν ήδη πριν από τον πόλεμο.

Επομένως τι μαθήματα μπορούμε να πάρουμε από τη συμμετοχή της CNT στην εξουσία;

Καταστροφικά, ολοκληρωτικά καταστροφικά, αφού η CNT ανέλαβε ένα θλιβερό βάρος. Η CNT δεν ήταν σε κατάσταση να αφήσει το δικό της έδαφος και να τοποθετηθεί σε ένα άλλο που ήταν γεμάτο παγίδες και δόλο. Η CNT δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σε ένα μήνα, ή σε δύο χρόνια, ή ακόμα και σε τέσσερα χρόνια. Δεν μπορούσε να κάνει αυτή τη μετάβαση, αυτή την αντιστροφή πολιτικού και δεσποτικού τύπου, με τις απάτες και τα ψέμματα της. Ήταν ανίκανη να το κάνει.

Πρώτα από όλα γιατί ήταν συγκρουόμενη με τη δική της ψυχολογία· δευτερευόντως γιατί δεν μπορούσε να αναλάβει ένα πρόγραμμα αυτο-επαναεκπαίδευσης, για επιταχυνόμενη μετατροπή σε μία πολιτική οργάνωση με όλα τα προαπαιτούμενα της, όπως οι υπόλοιπες. Αυτά όλα υποθέτουν ότι η CNT ήταν στο σωστό δρόμο – νομίζω πως όχι. Η CNT δεν μπορούσε ούτε από την τακτική πλευρά ούτε από την πλευρά των αξιών, να αποδεχτεί μία απεριόριστη συνεργασία. Η CNT ήταν ικανή να εμπλακεί σε μία περιορισμένη συνεργασία, χωρίς την ανάγκη να ντύσει τους μαχητές της σαν κλόουν και να τους καθίσει στο σκαμνί, κάνοντας τους να στοιχειώνουν τους διαδρόμους των κυβερνήσεων σαν φαντάσματα.

H CNT θα μπορούσε να εμπλακεί σε μία θετική εργασία χωρίς να αφήνει το δικό της έδαφος, που ήταν τα συνδικάτα, και η οικονομία· η δεύτερη ήταν αποφασιστικός παράγοντας για τον πόλεμο και την επανάσταση.

Και αφήνοντας αυτό το έδαφος όχι μόνο άφηνε τη δική της περιοχή αλλά επίσης υποχρεωνόταν να συγκρουστεί με τους συντρόφους της. Χρειάζεται μόνο να θυμηθούμε εκείνες τις ομιλίες των Μαρξιστών στις οποίες επιτίθενται σε εκείνους που τόλμησαν να κρατήσουν την κλασική θέση.

Δηλαδή, χωρίς εξτρεμισμό, χωρίς να κάνει το τρομακτικό παιδί, χωρίς να κλειστούμε σε μία 100% αδιάλλακτη θέση από φιλοσοφική άποψη, η CNT, με το οικονομικό μοχλό στα χέρια της, με τις κολλεκτίβες, και με τόσα άλλα πράγματα που είχε στην εμβέλεια της, μπορούσε να εξαπολύσει μία αποτελεσματική αντιπολίτευση, ενώ δρώντας διαφορετικά οι εχθροί της CNT κατάφεραν να συντρίψουν την αντιπολίτευση της και να στρέψουν τους ομοσπονδιακούς θεσμούς της εναντίον της. Συμπέρασμα, η συμμετοχή στην κυβέρνηση ήταν αρνητική από κάθε πλευρά.

Η Federica τώρα λέει ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Αυτό σημαίνει ότι σε μία παρόμοια κατάσταση θα έκανε το ίδιο πράγμα. Αναρωτιέμαι: πώς μπορεί κάποια να αποκαλεί τον εαυτό της αναρχική όταν αποδέχεται όχι μόνο το γεγονός πως ήταν υπουργός, αλλά και ότι θα ξαναγινόταν μια ακόμα φορά;

Ποιος εκπροσωπεί τη FAI μέσα στο ελευθεριακό κίνημα και ποιες τάσεις υπήρχαν μέσα της; Δεν νομίζεις πως η ομάδα που αποκαλούσες αναρχομπολσεβίκους ήταν από μερικές απόψεις πολύ ελευθεριακοί; Σε ρωτάω για την FAI γιατί μετά τον πόλεμο τόσο οι αστοί όσο και οι μαρξιστές, απεικόνισαν τους μαχητές της FAI ως τέρατα κι εκείνους της CNT ως ευπρεπείς συντρόφους.

Αυτό ανοίγει ένα ολόκληρο αστυνομικό μυθιστόρημα. Εδώ μπροστά σου έχεις δύο ανθρώπους που ήταν μέλη της FAI (κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο J. Peirats συνοδευόταν από τον φίλο του Canela)· ήμουν γραμματέας της τοπικής ομοσπονδίας των ομάδων και ο φίλος μου Canela ήταν γραμματέας της περιφερειακής ομοσπονδίας. Ήμασταν συνολικά αντίθετοι σε έναν ορισμένο τύπο προπαγάνδας της FAI που δεν εκπεμπόταν ακριβώς από την ίδια την FAI. Δηλαδή, υπήρχαν άτομα που δεν ανήκαν στη FAI και επειδή εγώ ήμουν, από την τοπική ομοσπονδία, στη θέση να τους ελέγχω αλλά ήμουν ανίκανος να το κάνω, και υποθέτω ο Canela δεν μπορούσε επίσης να τους ελέγξει από τη θέση της περιφερειακής ομοσπονδίας.

Τα άτομα αυτά ήταν εκείνα που ανέβαιναν στο βήμα, και μιλούσαν στο όνομα της FAI. Και όλα αυτά τα συνειδητοποιήσαμε μέσα από τις εφημερίδες, φτάνοντας στο σημείο μία μέρα να κάνουμε μία συνάντηση με τους Ascaso, García Oliver and Aurelio Fernández στην τοπική ομοσπονδία. Και τους είπαμε αυτό έπρεπε να σταματήσει, δηλαδή πως προκειμένου να μιλάνε με τον τρόπο που μιλούσαν όφειλαν πρώτα να ξεκαθαρίζουν σε τι οργάνωση ανήκαν και ποιον εκπροσωπούσαν. Και η απάντηση τους ήταν πως δεν εκπροσωπούσαν τη FAI, αλλά ήταν σίγουρα εξουσιοδοτημένοι από της Επιτροπές άμυνας, οργανώσεις που υπήρχαν εκείνη την εποχή, και δημιουργήθηκαν ειδικά για να δρουν, σε απεργίες και περιόδους αναταραχών, και πρέπει να το παραδεχτούμε πως σε ένα σημείο ήταν αποτελεσματικές: στις 19 Ιούλη αυτές οι επιτροπές εργάστηκαν αρκετά καλά.

Δηλαδή, υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν με ένα τρόπο που ανέφερα πιο πάνω, δίνοντας την εντύπωση πως η FAI ήταν μία μυστική Μασονική ή Γιακωβίνικη ομάδα. Μιλούσαν στο όνομα της FAI. Αλλά η αλήθεια είναι πως εμείς, στην τοπική ομοσπονδία, δεν τους ελέγχαμε, αν και είχαν υποστηριχτές μέσα στις γραμμές μας.

Επομένως, όσον αφορά το ερώτημα της επιρροής της CNT και της FAI: η CNT είναι η οργάνωση που σχηματίστηκε το 1910. Επομένως από κοινωνική άποψη είναι μία από τις παλιότερες επαναστατικές οργανώσεις, που έχει υπάρξει ποτέ στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα, η CNT και η FAI ήταν δύο ξεχωριστές οργανώσεις. Η σχέση ανάμεσα τους έχει παραποιηθεί μεροληπτικά, αφού η δημιουργία της FAI αποδίδεται στην ανάγκη να ελεγχθεί η CNT. Αυτό είναι λάθος. Όχι και πολύ καιρό πριν, ανακάλυψα τις περιλήψεις των πρακτικών του συνεδρίου της Βαλένθια του Ιουλίου του 1927, όταν ιδρύθηκε η FAI. Ολόκληρα τα πρακτικά αυτού του συνεδρίου δεν υπάρχουν. Έχουν χαθεί. Ευτυχώς, κάποιος συνέταξε τις περιλήψεις αυτές που έπεσαν στα χέρια μου όταν ήμουν γραμματέας της FAI το 1933-36. Σε αυτή την περίληψη των πρακτικών αναφερόταν οι επιτροπές της CNT-FAI, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Δηλαδή, αναφερόταν η συνεργασία παρά η υπαγωγή της μίας οργάνωσης στην άλλη.

Κατά την επανάσταση, η FAI υιοθέτησε την ίδια πολιτική με τη CNT. Και αυτό μου επέτρεψε να φτάσω σε ένα συμπέρασμα το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον. Έχει ειπωθεί πως η FAI ήταν αυτή που καθοδηγούσε την CNT. Πάντα υποστήριζα το αντίθετο: ήταν η CNT που έδωσε τις εντολές στη FAI· ήταν η CNT που επηρέασε, απορρόφησε και αποτύπωσε στη FAI τα διακριτικά της χνάρια. Η CNT ήταν μία οργάνωση συνδικαλιστικού τύπου και η FAI όφειλε να είναι μία οργάνωση ιδεολογικού τύπου. Προβλήματα οικονομικού τύπου και εκείνα που αναδύθηκαν από το επαναστατικό πλαίσιο της στιγμής που επηρέασαν τη CNT απορροφήθηκαν επίσης και από τη FAI. Επιπλέον όλοι οι μαχητές της FAI προερχόταν από τη CNT: και για τους δύο λόγους, η FAI όφειλε να είναι η αντανάκλαση της CNT. Για αυτό πάντα υποστήριξα ότι η δεν ήταν η FAI που κυριαρχούσε στη CNT, αλλά η CNT κυριάρχησε στη FAI. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου: ήταν η CNT που πήρε τα ηνία, και η FAI δεν ήταν τίποτα παρά ένας συνταξιδιώτης, ένας φίλος, μία φτωχή σχέση της FAI.

Έτσι εκείνοι που πήραν την απόφαση να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση – οι García Oliver, Federica Montseny – δεν ήταν μέλη της FAI; Το αναφέρω μόνο γιατί κάποιοι κανονικά τους συνδέουν με τη FAI.

Οι García Oliver, Ascaso και άλλοι είχαν τη δική τους FAI: την ομάδα “Los Solidarios”. Σε κάθε γεγονός, το έχω πει επανειλημμένα ότι υπήρχαν δύο υπουργοί από τη CNT στην κυβέρνηση και δύο υπουργοί της FAI. Επίσημα, ωστόσο, υπήρχαν τέσσερις υπουργοί της CNT. Το γεγονός πως οι υπουργοί ήταν οι Peiró και López από τη μία πλευρά και οι García Oliver και Federica Montseny από την άλλη, δείχνει ξεκάθαρα ότι υπήρχαν δύο ρεύματα: το ρεύμα της FAI και το ρεύμα των συνδικάτων. Είναι αλήθεια πως η Federica Montseny πάντα ταυτιζόταν με τις δράσεις της FAI, αλλά δεν πιστεύω ότι ανήκε σε οποιαδήποτε ομάδα της FAI πριν το κίνημα του 1936.

Όσο για τους García Oliver, Ascaso, Durruti κλπ πάντα υποστήριζα πως είχαν τη δική τους FAI. Ήταν περίπου 30 μέλη. Και αυτή η ομάδα εργαζόταν αυτόνομα. Μιλούσε στο όνομα της FAI, γιατί η FAI ήταν η ασπίδα της, το σπαθί και ο μύθος της. Και φυσικά, ήταν δύσκολο για αυτούς να επινοήσουν μία νέα οργάνωση.

Οι αναρχομπολσεβίκοι ταυτιζόταν με την FAI, αν και η Federica Montseny δεν ήταν μέλος της τάσης αυτής και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήταν στην πλευρά του García Oliver. Ο García Oliver, πριν και κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της επανάστασης, είχε ήδη προσδιορίσει τον εαυτό του ως υποστηρικτή της κατάκτησης της εξουσίας. Νομίζω όμως πως είναι αμφισβητήσιμο πόσο ειλικρινής ήταν. Πάντα έλεγα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, πως ο García Oliver ήταν υποστηρικτής της κατάκτησης της εξουσίας κατά τη διάρκεια των πρώτων μερών του Ιουλίου, γιατί ήξερε πως η CNT δεν μπορούσε να κρατήσει την εξουσία μόνη της. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο García όχι μόνο άλλαξε τη γνώμη του αλλά και κατέληξε στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο Canela εγώ και τέσσερις ή πέντε ακόμα φτιάξαμε την ομάδα, “Afinitat”. Ήμασταν πάντα σε αντίθεση μέσα στη FAI. Ισχυριζόμασταν πως η FAI θα έπρεπε να υλοποιεί δουλειά ιδεολογικού, αναρχικού και δογματικού τύπου με σκοπό να μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη δύο οργανώσεων: η μία που θα μιλούσε για ιδέες και η άλλη που θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα συνδικαλιστικού τύπου σαν τη CNT. Πιστεύαμε πως η FAI δεν έπρεπε να είναι ένα αντίγραφο της CNT, γιατί μία από τις δύο θα ήταν περιττή.

Πώς αντέδρασε η CNT στην πορεία των γεγονότων της Ρωσίας που ξεκίνησαν το 1917, όσον αφορά τα νέα της εξόντωσης των Ρώσων ελευθεριακών από τους Μαρξιστές Μπολσεβίκους; Και γενικότερα, τι θέση πήρε η CNT σε σχέση με τη Ρωσική Επανάσταση και τη γραφειοκρατική αντεπανάσταση των Μαρξιστών;

Η ρωσική επανάσταση, όπως όλες οι επαναστάσεις, πάντα, έφερε συγχύσεις ιδεολογικού και τακτικού τύπου. Σε αυτή την εποχή ήμουν πολύ νέο παιδί. Το 1917, δεν ήμουν ακόμα μέλος κάποιας οργάνωσης· συνδέθηκα με κάποια το 1922 στην ηλικία των δεκατεσσάρων. Σε αυτή την ηλικία ήταν αδύνατο να καταλαβαίνω πραγματικά αυτά τα θέματα. Ήμουν σε θέση να τα γνωρίσω αργότερα, μέσω ντοκουμέντων.

Θυμάμαι αρκετά καλά, ως αίτιο σύγχυσις, όταν ο ξάδερφος μου, που ήταν μαχητής, ήρθε στο σπίτι (ήμουν πολύ νέος τότε), και μίλησε στη μητέρα μου για τα σοβιέτ. Ο ξάδερφος μου ήταν μέλος της CNT · είχε ήδη συλληφθεί, και είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός. Μίλησε στη μητέρα μου για όλα εκείνα τα πράγματα και για πρώτη φορά άκουσα να μιλάνε για τη δικτατορία του προλεταριάτου, και η ιδέα αυτή σταθεροποιήθηκε στο μυαλό μου. “Γιατί”, είπε ο ξάδερφος μου, “υπάρχει μία καθολική δικτατορία και μία καθολική ψηφοφορία” (είπα στον εαυτό μου: “καθολική ψηφοφορία; Αυτό θα πρέπει να είναι κάποιο είδος κατσαρόλας ή κάτι τέτοιο”) “Υπάρχει η τάση του Μπακούνιν και υπάρχει η τάση του Κάρλ Μάρξ και του Λένιν.” Και τα άκουγα όλα αυτά, και σάστιζα αλλά δεν καταλάβαινα. Αυτές ήταν οι πρώτες μνήμες μου. Αργότερα, όταν πήρα το σπαθί μου και ξεκίνησα για περιπέτεια, τότε ήταν που αναζήτησα τεκμηρίωση για όλα αυτά τα γεγονότα.

Στην Ισπανία ήταν μία εποχή μεγάλης σύγχυσης. Κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης, οι εδώ αναρχικοί οπλίστηκαν ως μπλοκ, γιατί οι Μπολσεβίκοι την ίδια στιγμή έλεγαν πως ήταν αναρχικοί και Μαρξιστές. Eκείνη την περίοδο και οι αναρχικοί και οι CNTίστας αυτοαποκαλούνταν Μπολσεβίκοι όσο και αναρχικοί. Δηλαδή, δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα τους. Εάν έχεις διαβάσει το βιβλίο του Λένιν, Κράτος και επανάσταση, θα συμφωνήσεις ότι είναι ένα κείμενο, που σίγουρα χρησιμοποιούσε αναρχίζουσα φρασεολογία, αν και το αληθινό του πρόσωπο αποκαλύφθηκε, αυτό το βιβλίο δημιούργησε μεγάλη σύγχυση γιατί εκδόθηκε ακριβώς το 1917. Και το 1918 βγήκε η δεύτερη έκδοση του. Αλλά το Κράτος και επανάσταση δεν τελείωσε ποτέ, διακόπηκε. Ο Λένιν εξήγησε ότι αυτό έγινε γιατί η επανάσταση δεν είχε τελειώσει ακόμα. Αλλά αποδείχθηκε ότι το 1918 έγινε μία δεύτερη έκδοση, στην οποία δεν πρόσθεσε ή αναθεώρησε κάτι, που να δείχνει πως ήδη είχε σύμπλεγμα ενοχής.

Αλλά το βιβλίο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την νοοτροπία της εποχής, τον πυρετό της δράσης που υπήρχε τότε (η ρωσική επανάσταση, η αναταραχή στη Γερμανία και την Ιταλία), μεγάλωνε μόνο τη σύγχυση. Οι σοσιαλιστές καθεαυτοί στην Ισπανία ένιωθαν την πίεση από τους υποστηριχτές της Τρίτης Διεθνούς. Μέχρι ένα σημείο αυτό είναι κατανοητό.

Η συνέπεια όλως αυτών ήταν ότι η CNT αντιμετώπισε επίσημα το πρόβλημα για πρώτη φορά στο συνέδριο του 1919, που αποκαλούμε Κωμωδία, γιατί διεξάχθηκε στην Κωμωδία της Μαδρίτης (οι σοσιαλιστές πάντα το αποκαλούσαν “συνέδριο της κωμωδίας”, θέλοντας να πουν με τον τρόπο τους πως ήμασταν ένα μάτσο κωμικών). Εκεί έγινε μία πολλή διεξοδική συζήτηση. Σε αυτό μπορεί κάποιος να καταλάβει τον αποπροσανατολισμό που επέδρασε σε κάθε άνθρωπο που είχε μία ξεκάθαρη ματιά των πραγμάτων όπως ο Carbó και ο Buenacasa. Ο Carbó έλεγε: “Θέλουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου, την αγαπάμε, την υπερασπιζόμαστε, και θα την υπερασπιζόμαστε.” Αυτό έλεγε· κάποιος που ήξερε τον Carbó, και γνώριζε πως ήταν αναρχικός από την κεφαλή μέχρι τα νύχια, θα αναρωτιόταν: πώς ήταν δυνατό ο Carbó να έλεγε ένα τόσο αντιφατικό πράγμα εκείνη τη στιγμή; Οι λόγοι του Buenacasa ήταν επίσης καταστροφικοί. Αντίθετα, υπήρχε ο λόγος του Quintanilla που ήταν ηγέτης της αντιπολίτευσης. Οι λόγοι του Quintanilla του παλιού Αστουριανού συνδικαλιστή, είναι πιο ξεκάθαροι. Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ριζωμένος στο δόγμα (θεωρία) και με όραμα για το μέλλον. Έβλεπε την ανάπτυξη της διαδικασίας της επανάστασης στη Ρωσία και επέτρεψε στον εαυτό του να την κρίνει και να αντιμετωπίσει το ρεύμα των μπολσεβίκων που οδηγούνταν με ακρίβεια από τον Hilari Arlandís (ο οποίος αργότερα θα γινόταν μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος)

Οι λόγοι υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν το αποτέλεσμα της απουσίας πληροφόρησης και της δημαγωγίας των μπολσεβίκων. Η λέξη επανάσταση είναι κάτι το οποίο κινεί τα μυαλά των ανθρώπων. Όταν μια επανάσταση συμβαίνει, αρχικά υπάρχει μία σύγχυση που ωστόσο αργότερα σκορπίζει. Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός της επανάστασης είναι ότι προκαλεί στους ανθρώπους βρασμό και κοχλασμό. Έχει μία τεράστια ελκυστική δύναμη. Και αυτοί οι άνθρωποι ήταν στη μέση αυτής της φάσης. Νομίζω – δεν έχω δει πολλά αντίγραφα αυτού – πως είχε τυπωθεί και ένα περιοδικό που λεγόταν El Soviet. Είχε εκδοθεί από τη CNT.

Τελοσπάντων, η πολεμική που αναπτύχθηκε στο Συνέδριο συνοψίζεται στο λόγο του El Noi del Sucre (ζαχαρόπαιδου), Seguí. Ο Segui φαίνεται πως προσπάθησε να ενώσει τις δύο τάσεις. Πρότεινε η CNT να ζητήσει από την Τρίτη Διεθνή να είναι προσωρινό μέλος, ενώ περίμεναν τη σύγκλιση ενός διεθνούς συνεδρίου στην Ισπανία, ώστε η Διεθνής θα έχει ένα συνεπές δόγμα, που θα αναγνωρίζεται από όλες τις συστατικές ομάδες.

Αυτή ήταν η αιτία της αποστολής του Pestaña. Ο Pestaña πήγε στη Ρωσία, και σύντομα μετά την άφιξη του ξεκίνησε να παρατηρεί μία σειρά ανωμαλιών. Εκεί έκανε φυσικά επαφή με τους αναρχικούς, που είχαν υποστεί τη σφαγή του 1918. Η αντίδραση ενάντια στους Ρώσους αναρχικούς ξεκίνησε το 1918. Και το 1919, όσοι αναρχικοί δεν ήταν φυλακισμένοι ή πεθαμένοι, ξεκίνησαν τον αντιμπολσεβίκικο αγώνα.

Ανάμεσα τους βρίσκουμε για παράδειγμα την Emma Goldman και τον Alexander Berkman, που είχαν απελαθεί από της ΗΠΑ στην χώρα προέλευσης τους, γιατί διεξήγαγαν προπαγάνδα ενάντια στον πόλεμο.
Οι Goldman και Berkman, παρά τις μπολσεβίκικες τάσεις τους (στις ΗΠΑ, η Goldman είχε δημοσιεύσει μία μπροσούρα που υπερασπιζόταν τους Μπολσεβίκους) όταν έφτασαν στη Ρωσία αναγνώρισαν γρήγορα τι γινόταν πραγματικά· η Goldman αντέδρασε πρώτη, αφού ο Berkman ήταν πιο σκεπτικός, του πήρε λίγο περισσότερο να αντιμετωπίσει τα γεγονότα, γιατί σκεφτόταν πως η κατάσταση μπορεί να ήταν το προϊόν αυτοσχεδιασμού, που με το πέρασμα του χρόνου θα έβρισκε το σημείο ισορροπίας της, και η επανάσταση υποβαλλόμενη σε αλλαγές τελικά θα έφτανε τον πραγματικό της σκοπό. Στο τέλος, ωστόσο, πείστηκε πως η κατάσταση ήταν μη αντιστρέψιμη.

Όταν ο Pestaña έφτασε στη Ρωσία το 1920, βρήκε εκεί όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και οι μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν πια να τον αποπλανήσουν. Έκανε επαφή με του συντρόφους. Τον πληροφόρησαν για την κατάσταση. Οι ίδιοι οι Goldman και Berkman ήταν σε επαφή με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ρωσική αντίσταση. Το ίδιο κι ο Κροπότκιν που ζούσε ακόμα. ο Pestaña τον επισκέφτηκε επίσης. Έτσι όταν ο Pestaña επέστρεψε από τη Ρωσία έφερε μαζί του τη διόρθωση. Όταν έφτασε η Βαρκελώνη, βρισκόταν κάτω από τη δικτατορία του Martínez Anido και έτσι ο Pestaña δεν μπορούσε να φέρει την αναφορά του. Η οργάνωση ήταν παράνομη. Λίγο καιρό μετά, η αναφορά του δημοσιεύθηκε με τη μορφή μπροσούρας. Ο Pestaña στάλθηκε στη Ρωσία για να λάβει μέρος στο Δεύτερο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς, όπου εκπροσωπούσε τη CNT. Στην αναφορά του εξηγεί όλες τις αποτρόπαιες και ύπουλες μηχανορραφίες που οι μπολσεβίκοι και οι λακέδες τους πραγματοποιούσαν πίσω από τις κλειστές πόρτες στο συνέδριο όπου είχαν απόλυτο έλεγχο των διαδικασιών. Η κατάσταση οδήγησε τον Pestaña να γράψει πως “η προεδρία ήταν το συνέδριο και το συνέδριο ήταν μία καρικατούρα.” Δεν αναφέρομαι στο βιβλίο του, Εβδομήντα μέρες στη Ρωσία, αλλά στην επίσημη αναφορά που υπέβαλλε με το όνομα του στην επιτροπή της CNT.

Η μπροσούρα αυτή του Pestaña, δυστυχώς δεν μπόρεσε να τυπωθεί παρά μόνο πολύ αργότερα. Η αναφορά είναι του 1921 από τη φυλακή. Αυτό σημαίνει πως δεν τυπώθηκε ποτέ μέχρι το Ομοσπονδιακό συνέδριο της Σαραγόζα το 1922. Το 1921 ήδη είχε υπάρξει μία αντίδραση γιατί οι Ρώσοι αναρχικοί που δεν είχαν τουφεκιστεί πέτυχαν, με μία απεργία πείνας στην φυλακή της Μόσχας να τραβήξουν την προσοχή στην κατάσταση και τη δίωξη την οποία είχαν υποστεί.

Το 1921 μία άλλη αντιπροσωπεία της CNT πήγε στη Ρωσία. Η αντιπροσωπεία αυτή αποτελούνταν από τους Nin, Maurín, Ibáñez και Hilari Arlandís. Εάν ο Pestaña μπορούσε να μεταφέρει την αναφορά του το 1921, είναι πιθανό πως η οργάνωση θα τη λάμβανε υπόψη ώστε να μην στείλει τους συγκεκριμένους εκπροσώπους, αφού κάποιοι από αυτούς ήταν γνωστοί για της μπολσεβίκικες τάσεις τους. Επίσης, η αποστολή αυτή έγινε κατά τη διάρκεια μίας πολύ άγριας καταστολής με τα πιο σημαντικά στοιχεία της οργάνωσης να είναι στη φυλακή ενώ κάποιοι είχαν δολοφονηθεί κάτω από το νόμο της διαφυγής: αυτή ήταν η μοίρα του Evelio Boal (ενός από τους καλύτερους γραμματείς που είχε η οργάνωση ποτέ, σύμφωνα με τον Buenacasa)

Αυτές ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν τον Nin να γίνει γραμματέας της CNT κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γιατί η οργάνωση ήταν νέα και τα άπειρα μέλη τον ψήφισαν. Η αναγγελία που αφορούσε την σύγκλιση της Ολομέλειας δήλωνε ότι θα διεξαχθεί στη Βαρκελώνη, αλλά η τοποθεσία στη συνέχεια άλλαξε στη Lérida, όπου ο Maurín είχε μεγάλη επιρροή. Έτσι υπάρχει κάτι πολύ ύποπτο στην ιστορία της εποχής. Τελοσπάντων, αφού η αναφορά του Pestana δεν ήταν ακόμη ευρέως διαδεδομένη, διορίστηκε αυτή η αντιπροσωπεία, που αναχώρησε για τη Ρωσία για να παρακολουθήσει το Πρώτο Συνέδριο της Ένωσης Διεθνούς Συνδικάτων.

Η αποστολή αυτή δεν ήταν ολική καταστροφή αφού η αντιπροσωπεία πρόσβαλε τον ίδιο τον Τρότσκυ. Κάποια στιγμή, ακριβώς στη μέση των διαδικασιών του συνεδρίου, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών της Emma Goldman και άλλων αναρχικών που κρυβόταν, έγινε μία ισχυρή διαδήλωση που απαιτούσε την απελευθέρωση των φυλακισμένων που κρατούνταν στις φυλακές Checa στην Taganka. Απειλούσαν, ακριβώς στη μέση του συνεδρίου, ότι εάν οι φυλακισμένοι δεν απελευθερώνονταν θα μιλούσαν μέχρι να αποκαλύπτονταν ολόκληρη η υπόθεση. Οι μπολσεβίκοι φοβήθηκαν και υποσχέθηκαν να τους απελευθερώσουν. Πριν την ικανοποίηση της υπόσχεσης έγιναν πολλές μηχανορραφίες. Η αντιπροσωπεία του Nin έπαιξε ένα ρόλο στην καμπάνια. Αυτό ήταν σχετικά ένα άγνωστο γεγονός που η Emma Goldman σχολιάζει στις αναμνήσεις της… Για τους μπολσεβίκους όλοι οι φυλακισμένοι ήταν συμμορίτες.

Όταν το συνέδριο διακόπηκε οι φυλακισμένοι απελευθερώθηκαν, αλλά τους δόθηκαν πλαστά διαβατήρια. Όταν έφτασαν στους προορισμούς τους, οι αρχές προειδοποιήθηκαν ότι ήταν σοβιετικοί κατάσκοποι. Δηλαδή, ο Λένιν τους έδωσε μερικά διαβατήρια με σκοπό να τους καθηλώσει έξω από τη Σοβιετική Ένωση. Επομένως, για παράδειγμα, όταν οι Goldman και Berkman έφτασαν στη Λιθουανία φυλακίστηκαν. Τελικά, χάρη σε διάφορες διαδηλώσεις, εκείνοι οι σύντροφοι θα μπορούσαν να ζήσουν νόμιμα σε άλλες χώρες.

Εκείνη την εποχή στη Γερμανία υπήρχε μία πολύ μικρή αλλά ενδιαφέρουσα δραστήρια οργάνωση: η FAUD. Η ηγετική της φιγούρα ήταν ο Rocker. Είχε μερικούς ικανούς άνδρες, άνδρες που ήταν στην πραγματικότητα θεμελιωτές του νέου αναρχοσυνδικαλισμού, αφού ο παλιός αναρχοσυνδικαλισμός της CGT ήταν σε υποχώρηση: οι σοσιαλιστές τον ανέλαβαν και εκείνοι που ήταν πρώτα μέρος της αναρχικής τάσης όπως ο Monatte, κινήθηκαν προς τον μπολσεβικισμό.

Η οργάνωση αυτή FAUD, είχε άμεσες σχέσεις με τους Ρώσους αναρχικούς· η γεωγραφική εγγύτητα τους επέτρεπε να θεμελιώσουν κανάλια για την ανταλλαγή πληροφοριών. Η FAUD ήταν η πιο καλά πληροφορημένη οργάνωση χάρη στη Ρωσική πραγματικότητα, που τη διέδιδε σε ολόκληρο τον κόσμο. Δημοσίευσε τις μπροσούρες του Rocker, Μπολσεβικισμός και Αναρχισμός και Σοβιέτ ή Δικτατορία. Έπειτα δημοσίευσε το βιβλίο του Arsinov για το κίνημα του Μακχοβινισμού, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην ισπανική γλώσσα στην Αργεντινή.

Το 1922 το εθνικό συνέδριο της CNT έγινε στη Σαραγόζα, μετά την πτώση του καθεστώτος του δήμιου Martínez Anido. Σε αυτό το συνέδριο κάθε τι μπορούσε να λεχθεί. Ο Nin δεν ήταν παρών γιατί παρέμενε στη Ρωσία· ούτε o Maurin ήταν εκεί, πιθανά γιατί δεν είχε καν προσκληθεί. Το μόνο μέρος της αντιπροσωπείας στη διεθνή των κόκκινων συνδικάτων που έλαβε μέρος στο συνέδριο ήταν ο Arlandís: ήταν ολοκληρωτικά συγκλονισμένος. Ο Pestaña και ο Peiró ήταν εκεί. Ο Leval υπέβαλλε μία αναφορά που προκάλεσε φασαρία. Τότε η απόφαση του 1919, που ήταν προσωρινή, αναθεωρήθηκε.

Κάποιοι λένε ότι ο Salvador Seguí ήταν “μαρξιστής avant la lettre”. Νομίζεις ότι αυτή η άποψη είναι αληθινή;

Ειλικρινά, αυτή είναι μία παράλογη άποψη. ο Segui δεν ήταν ποτέ μαρξιστής. Ήταν ένας άνδρας που τοποθετούσε τον εαυτό του στο κέντρο. Πίστευε στην οργάνωση. Απεχθανόταν τον εξτρεμισμό, ήταν ένας εποικοδομητικός άνθρωπος, συνδικαλιστής πάνω από όλα. Δεν υπήρχε τίποτα μαρξιστικό σε αυτόν.

Γιατί οι Ρώσοι αναρχικοί, ακόμα και αν ήταν περισσότεροι από τους μπολσεβίκους, συντρίφθηκαν από τους τελευταίους;

Κοίτα δεν ξέρω αν ήταν περισσότεροι. Συντρίφθηκαν γιατί οι πιο βάρβαροι συντρίβουν πάντα τους λιγότερο βάρβαρους. Εάν αναλύσεις πιο λεπτομερώς τις συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργούσαν οι μπολσεβίκοι, τις πολιτικές τους ικανότητες, τον Ιησουτισμό τους, την ατελείωτη απεραντολογία τους, τα κίνητρα που επικαλούνταν για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, θα καταλάβεις τη δύσκολη και μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονταν οι αναρχικοί. Πρώτα από όλα, για παράδειγμα, υπήρχε η φτώχεια των ανθρώπων, που απαιτούσε περισσότερες θυσίες. Έπειτα, υπήρχε η Λευκή επίθεση που προσπάθησε να κατακτήσει την περιοχή· και η διεθνής συνωμοσία όλων των μεγάλων δυνάμεων, και τόσοι άλλοι παράγοντες. Όλα αυτά μοιάζανε με τον πόλεμο μας , όταν είχαμε συγκλονιστεί από το θέαμα της Federica Montseny και όλων των άλλων που ήταν στην κυβέρνηση κακολογώντας τις συλλογικότητες. Λέγαμε στους εαυτούς μας: “Τι θέλετε;” Εάν επιλέξουμε κάθε άλλο δρόμο, ολόκληρος ο κόσμος θα στραφεί εναντίον μας, θα πρέπει να σπάσουμε την πολιτική συνεργασιών μας, και η συνεργασία είναι το μόνο πράγμα που κρατάει τον πόλεμο και ο πόλεμος […]” Τελοσπάντων εκείνοι από εμάς που είχαν περάσει μέσω μία τέτοιας κατάστασης θα κατανοούν καλά τη ρωσικής περίπτωση. Οι επαναστάσεις είναι επικίνδυνες γιατί μας οδηγούν σε ένα είδος ψυχολογικής κατάστασης όχι μόνο στο μαζικό επίπεδο, αλλά και στο ατομικό. Η πείνα για παράδειγμα. “Υπάρχει πείνα γιατί η οικονομία δεν έχει ακόμα ανοικοδομηθεί”· ο φόβος των αντιδραστικών δυνάμεων: “πρέπει να συγκεντρώσουμε την κρατική εξουσία σε μία σιδερένια γροθιά προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις στρατιές των Λευκών στρατηγών”· και η απουσία προετοιμασίας του λαού· και το διεθνές εμπάργκο. Και όλα αυτά είναι κρίσιμα, όπως ήταν κρίσιμα στον πόλεμο μας. Χτυπούσαμε τα κεφάλια μας. “Πηγαίναμε προς την καταστροφή” λέγαμε στους εαυτούς μας, “προς την άρνηση αυτού που ήμασταν κάποτε”. Δεν παράπαιε η μάζα του λαού μόνο, αλλά και πολλά άτομα, αρχής γενομένης από τους αρχηγούς, που έκαναν στροφή 180 μοιρών.

Ποιος ήταν ο λόγος για την σταλινική καταστολή και τη δολοφονική εκστρατεία ενάντια στους POUμιστας και τους ελευθεριακούς, ιδιαίτερα ακολουθώντας την πολιτική ηγεμονία των σταλινικών που επιτευχθεί στα γεγονότα του Μάη του 1937;

Οι λόγοι για όλα αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν στην επιρροή της GPU, της ρώσικης μυστικής αστυνομίας, στα χέρια της οποίας μπορούμε να πούμε πως δόθηκε η δύναμη της λήψης αποφάσεων όσον αφορά τη δημόσια τάξη. Οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν στα χέρια αυτών των ανθρώπων. Δηλαδή, είχαν διεισδύσει τόσο πολύ στο ρεπουμπλικανικό καθεστώς που ήρθε η στιγμή που η κυβέρνηση δεν ήταν πλέον κυβέρνηση. (εάν δεχτούμε ότι μία κυβέρνηση μπορεί να πάψει να είναι κυβέρνηση). Υπήρχε ένα κράτος μέσα στο κράτος. Και αυτό το κράτος μέσα στο κράτος αποτελούνταν, για παράδειγμα από τις μοχθηρές δυνάμεις που απελευθερώθηκαν εδώ από τον Στάλιν, και με την νοοτροπία του Στάλιν, όλα έχουν εξήγηση. Αυτό που συνέβη εδώ δεν ήταν παρά μία αντανάκλαση της ίδιας πολιτικής που είχε εφαρμόσει ο Στάλιν στη Ρωσία. Ξέρεις ότι στη Ρωσία, αντίθετα από τι μπορεί να υποθέσει κάποιος, ο Στάλιν ενάντια στα ίδια τα συμφέροντα της Ρωσίας, δολοφόνησε τους πάντες, ακόμα και τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους. Η Ρωσία χρειαζόταν στρατηγούς, αξιωματικούς και αντί για αυτό ο Στάλιν τους ξεφορτώθηκε. Ήταν μία μη πραγματική πραγματικότητα.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ενεργήσουν με άλλο τρόπο. Ήταν η φυσική εξόντωση όχι μόνο όσων ήταν εχθροί αλλά και όσων από εκείνους δεν θεώρησαν ποτέ τους εαυτούς τους εχθρούς. Ήταν εκκαθάριση απλά και ξεκάθαρα. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για να εφαρμοστεί αυτή η εκκαθάριση· δεν είναι οι οι ίδιοι Ρώσοι που έκαναν τη δουλειά. Οι Ισπανοί επίσης ήταν ικανοί να δράσουν με τον ίδιο τρόπο σε συγκεκριμένες καταστάσεις, όταν υπάρχει φανατισμός, όπως υπήρχε τότε, ειδικά εάν δημιουργούνται συμφέροντα γραφειοκρατικού τύπου.

Ποια κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα υποτίθεται υπηρετούσαν οι πράξεις των σταλινικών;

Οι σταλινικοί στην Ισπανία δεν είχαν δικές τους προσωπικότητες. Εκτελούσαν τις διαταγές της Μόσχας και ήταν ικανοποιημένοι με την απόκτηση πολιτικών και στρατιωτικών θέσεων. Τα συμφέροντα τους ήταν εκείνα του σοβιετικού κράτους, όχι εκείνα που είχαν ως Ισπανοί. Ήταν κούκλες ελεγχόμενες από τον Στάλιν, που κολάκευε τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Γενικά μπορούμε να πούμε πως υπήρχαν εκείνοι που δρούσαν κι εκείνοι που σταματούσαν να δρουν. Εκείνοι που δρούσαν ήταν φυσικά οι κομμουνιστές, που από την πλευρά τους δρούσαν εκ μέρους των μυστικών πρακτόρων της CPU. Και εκείνοι που έπαυαν να δρουν ήταν οι ελευθεριακές και οι αστικές δυνάμεις – που φοβόταν την επανάσταση και προτιμούσαν την αντίδραση σε μία πραγματική επανάσταση. Αναφέρομαι πάνω από όλα στους μικροαστούς, όπως η Esquerra Republicana de Catalunya και οι ρεπουμπλικανοί γενικότερα. Σε αυτούς τους ανθρώπους η επανάσταση προκαλούσε μεγαλύτερο φόβο από το φασισμό· ήταν η επανάσταση που τους τρομοκρατούσε πάνω από όλα, σε τέτοιο βαθμό που όταν ήρθε η 19η Ιουλίου, ξέρεις ο Martínez Barrio πρόσφερε στον στρατηγό Mola το υπουργείο πολέμου. Αυτό δείχνει πόσο φοβόταν την επανάσταση· δεν ήθελαν αν συνεχιστεί.

Αργότερα υπήρχε κι ένας ακόμα παράγοντας. Οι κομμουνιστές είχαν έναν τρόπο να δρομολογούν τα πράγματα σε τέτοιες καταστάσεις. Αυτό εκδηλώθηκε επίσης στο Μάη του 68 στο Παρίσι: δεν άφησαν να υπάρξει ένα αριστερίστικο κίνημα στα αριστερά τους. Δεν μπορούν να ανεχθούν την ύπαρξη μίας επανάστασης δίπλα στη δική τους. Πιστεύω πως αυτός ήταν ο λόγος για τη διακήρυξη του πολέμου ενάντια στη CNT. Γιατί ο πόλεμος ήταν ενάντια στη CNT, όχι ενάντια στο POUM. Το POUM βρέθηκε ανάμεσα στη διασταύρωση των πυρών ως ο αδύναμος κρίκος. Αυτό αναλύθηκε αρκετά καλά από τους Broué and Temime στο βιβλίο τους, La révolution et la guerre d’Espagne. Είναι η τεχνική του λουκάνικου να κόβεις ένα μικρό κομμάτι κάθε φορά· καθένας κοιτάζει τον εαυτό του και δεν μπορεί κανείς να τους σταματήσει· κόβουν τα πιο αδύναμα κομμάτια. Όταν οι ρεπουμπλικανοί ήταν στα χέρια τους και είδαν ότι έχουν διαχειριστεί τους σοσιαλιστές, τότε κατευθύνθηκαν προς τη CNT. Το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν ήδη διαιρεμένο πριν τον πόλεμο. Αλλά καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος, οι κομμουνιστές εκμεταλλεύτηκαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κλίκες του Prieto και του Caballero.

O Prieto (o προστάτης του Negrin) είναι το μόνο κύριο υπεύθυνο πρόσωπο για τον σοσιαλιστικό κρυπτοκομμουνισμό του πολέμου. Ο Prieto δεν ήταν στην πραγματικότητα νεγριστής. Ήταν ένας άνθρωπος με έχθρα ενάντια στον Largo Caballero και διώχτηκε για αυτή την έχθρα στο βαθμό που έπαιζε το παιχνίδι των άλλων, ακριβώς εκείνων που αργότερα, με πλήρη δικαιοσύνη, θα απαλλαχτούν από αυτόν. Η πολιτική του Prieto είναι η πολιτική της εκδίκησης. Ο Largo Caballero ήδη τον είχε αποφύγει πολύ πριν τον πόλεμο. Θυμάσαι τη συνάντηση στην Egea που πραγματοποιήθηκε από την φατρία Cabalero όπου συνελήφθησαν οι Νέοι Σοσιαλιστές; Δεν το ξέχασε ποτέ. Και εκείνοι οι νέοι Σοσιαλιστές ήταν νέοι σοσιαλιστές, αλλά τότε ήταν νέοι ενωμένοι σοσιαλιστές: δηλαδή εκρωσισμένοι. Ο Largo Caballero ενεπλάκει σε αυτή τη μανούβρα της ένωσης των δύο νεολαιίστικων οργανώσεων με την πεποίθηση πως θα απορροφούσε τους κομμουνιστές γιατί οι σοσιαλιστές ήταν η πλειοψηφία. Και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο: οι σοσιαλιστές καταβροχθίστηκαν. Αυτή είναι μία επιπλέον απόδειξη πως δεν μπορείς να παίζεις την ενότητα με τους κομμουνιστές. Είναι περισσότερο πανούργοι και πάντα περνάει το δικό τους.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι κομμουνιστές πέτυχαν να διαιρέσουν το σοσιαλιστικό κόμμα και το UGT. Και αυτό τους έκανε ισχυρούς… Και τελικά επιτέθηκαν στην Κυβέρνηση της Καταλωνίας. Είναι ψέμα πως o νόμος της αυτονομίας καταλύθηκε από τον Φράνκο: είχε ήδη καταλυθεί από τη Ρεπούμπλικα την ίδια, από τον Negrín. Και αν τον κατέλυσε ο Negrín, αυτό έγινε γιατί ο Companys το έκανε πριν την κίνηση του ενάντια στην CNT και το POUM. Ο Companys έσκαβε τον τάφο του. Ο Companys ήταν το χέρι των κομμουνιστών κατά τα γεγονότα του Μαΐου. Ο Companys ήταν το αντεπαναστατικό χέρι για να ανακαλύψει αργότερα πως όταν έφτασε η αντεπανάσταση, ο νόμος της αυτονομίας είχε ακυρωθεί.

Για τους πιο αντικειμενικούς ειδικούς, τα γεγονότα του Μαΐου συνιστούσαν μία πρόκληση, της οποίας στρατηγός και οργανωτής ήταν ο Antonov Ovseenko. Οι σύντροφοι, δηλαδή οι σύντροφοι της ομοσπονδίας, αντέδρασαν, μερικοί με την πίστη πως ήταν μία άλλη 19 Ιουλίου, πως η επανάσταση ήταν σε κίνδυνο, και πως όφειλαν να την υπερασπιστούν· άλλοι που μπορούμε να τους αναφέρουμε ως γραφειοκράτες της οργάνωσης, κατέφυγαν στα δικά τους επιχειρήματα, που για εμένα δεν ήταν πολύ ειλικρινή: είπαν πως είναι καλύτερο να μην αντιδράσουν στην πρόκληση. Νομίζω πως αυτή ήταν η γνώμη εκείνων που είχαν άνετες θέσεις και είχαν γραφειοκρατικοποιηθεί.

Υπήρχε επίσης η ομάδα “οι φίλοι του Ντουρούτι” για την οποία έχουν ειπωθεί σχετικά πολλά αλλά ειλικρινά δεν της δίνω τόσο μεγάλη σημασία. Ήταν άνθρωποι που δεν ανήκαν στην CNT και μιλούσαν μία Γιακωβίνικη γλώσσα: “ας κόψουμε τα κεφάλια τους, να σπάσουμε τις επιτροπές, να τους εκτελέσουμε” Γνωρίζοντας αυτούς τους ανθρώπους, δεν ήταν σίγουρα οι πιο ικανοί να διεξάγουν μία συνεπή εκστρατεία.

Η αγριότερη καταστολή κατευθύνθηκε ενάντια στο POUM. Οι συνθήκες γύρω από τη σύλληψη της κεντρικής επιτροπής του POUM και η απαγωγή του Nin είναι καλά γνωστές. Σκότωσαν τον αναρχικό Berneri σαν λαγό. Υπάρχουν αποδείξεις πως τον απήγαγαν· αυτά τα στοιχεία του PSUC (Partido Socialista Unificado de Cataluña) τον καταδίωξαν και τον έπιασαν.[vii] Όπως έπιασαν και όλους τους ομήρους της ελευθεριακής νεολαίας που την είχαν στα χέρια τους, και πολλοί από αυτούς ξαναεμφανίστηκαν στο νεκροταφείο του Cerdanyola. Ο Alfred Martínez δεν βρέθηκε ποτέ. Εξαφανίστηκε.

Όταν οι δυνάμεις εκστρατείας την κυβέρνησης της Βαλένθια ήταν στο δρόμο για τη Βαρκελώνη, σε κάθε περιοχή από την οποία πέρασαν τα στοιχεία της PSUC και οι ρεμπουμπλικάνοι της Esquerra ενθαρύνθηκαν και κυνήγησαν τα ελευθεριακά στοιχεία.

Δεν μπορούσαν να καταδιώξουν τους ελευθεριακούς εδώ στη Βαρκελώνη γιατί τους φοβόταν πολύ. Εκείνη την εποχή ήμουν στη Lérida. Στη Lérida τους κάναμε να υποχωρήσουν. Δεν τόλμησαν να μας επιτεθούν. Σε εκείνη την πόλη το POUM ήταν η πιο ισχυρή δύναμη, εμείς ήμασταν η δεύτερη πιο ισχυρή δύναμη και αυτοί είχαν μερικούς υποστηριχτές. H PSUC στη Lérida εισήχθηκε.
Υπάρχει μία σύγχρονη εκστρατεία να μυθοποιηθεί ο πρόεδρος Companys. Εκμεταλλεύονται συγκεκριμένα το γεγονός ότι πυροβολήθηκε από τους φασίστες. Ποια είναι η θέση σου για τον πολιτικό ρόλο του πρόεδρου Companys και τη μυθοποίηση της μνήμης του που είναι σε εξέλιξη;

Νομίζω πως θα πετύχουν να δημιουργήσουν το μύθο του Companys. Ωστόσο, μιλώντας όχι μόνο ως αναρχικός αλλά και ως πολίτης, νομίζω πως η πολιτική του πρόεδρου Companys χαρακτηρίζεται από πολλά λάθη κι όχι μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ας εστιάσουμε στα γεγονότα του Οκτωβρίου (1934): κανένας πολιτικός άντρας με το κεφάλι στη θέση του, δεν θα συμμετείχε σε ένα τέτοιο σχήμα και με τη συμμετοχή τέτοιων ανθρώπων, όπως έκανε αυτός, βασιζόμενος στις λιγοστές δυνάμεις που είχε στη διάθεση του. Ήταν μία καταστροφική κίνηση. Πρόσθετα, ο Companys δεν θα μπορούσε να νιώθει πως εκπροσωπείται από εκείνους που πολέμησαν στην Αστουρία. Δεν θα μπορούσε να νιώθει πως θα εκπροσωπείται από ό,τι έκαναν ή δεν έκαναν οι σοσιαλιστές στη Μαδρίτη, αφού αμφιβάλλω πως είχαν ιδέα του τι κάνουν. Και ακόμα δεν γνωρίζουμε σήμερα τι σκεφτόταν πως θα κερδίσουν από τα γεγονότα του Οκτωβρίου.

Σε κάθε γεγονός οι πράξεις ενός ατόμου μπορεί να είναι συζητήσιμες όπως σου αρέσει, αλλά εάν έχουν ένα τραγικό αποτέλεσμα, είναι κατανοητό να αναδύονται κάποιες σκέψεις ανθρωπιστικού τύπου. Νομίζω πως όλοι συμπαθούμε τον θάνατο του. Η εκτέλεση του Companys είναι κάτι ατιμωτικό, ντροπιαστικό, εξωφρενικό, βάλε ότι επίθετο θέλεις… Τέλος πάντων, πέρα από αυτό, η δράση του δεν είναι εντυπωσιακή.

Νομίζω πως δεν ήταν ποτέ ο πολιτικός με την κλασική έννοια της λέξης. Έκανε πολλές γκάφες. Επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί από τα στοιχεία που πίστεψε πως μπορούσαν να τον βοηθήσουν αλλά στην πραγματικότητα ήταν αυτά τα στοιχεία που τον ανάγκασαν να παραπαίει. Αυτό έκανε το PSUC. Ο Companys ήταν αυτός που τους έδωσε φτερά. Και ήταν ο Companys που τους βοήθησε και προς το τέλος, το PSUC ήταν ακόμα πιο ισχυρό από την Esquerra Republicana, δεδομένου πως η τελευταία δεν είχε μία μάζα μαχητών που θα μπορούσε να κινητοποιήσει οποιαδήποτε στιγμή, ενώ το PSUC είχε την UGT. Το PSUC είχε καταφέρει να προσελκύσει τα πιο ενεργά στοιχεία των μικροαστών και της αγροτιάς και είχε κατασκευάσει με επιτυχία ένα ισχυρό UGT. Και φυσικά, αυτοί είχαν πάντα υπάρξει η βάση της Esquerra – χωρικοί, εργάτες του λευκού κολάρου – αλλά το PSUC τους κέρδισε με την πλευρά του. Το PSUC διεξήγαγε μία προπαγάνδα ενάντια στους FAIστας κολακεύοντας τους μικρούς και μεγάλους γαιοκτήμονες, σε ένα τομέα που ήταν επίφοβος ανταγωνιστής της Esquerra. Υπονόμευσε τη θέση της και ο Companys συνέχιζε να παίζει το παιχνίδι τους. Ο Companys θα μπορούσε να βασιστεί σε άλλες δυνάμεις.

Επιστρέφοντας στα γεγονότα του Οκτωβρίου· σύμφωνα με τον Munis, το σοσιαλιστικό κόμμα απείλησε να εξεγερθεί, εκτός αν η κυβέρνηση αποδεχόταν την συμμετοχή στο υπουργικό συμβούλιο· στο βορρά η εξέγερση έπαιρνε σοβαρό προβάδισμα μόνο στις περιοχές όπου η γραφειοκρατία του σοσιαλιστικού κόμματος δεν έλεγχε τη βάση. Οι εργάτες ξεκίνησαν την επανάσταση αλλά ο Largo Caballero και η παρέα του χρησιμοποίησαν την εξέγερση των Αστουριανών εργατών ως μοχλό για να αναγκάσουν τον πρόεδρο της ρεπούμπλικας να αποδεχτεί έναν άλλο ρεπουμπλικανικό σοσιαλιστικό κυβερνητικό συνασπισμό.

Αυτή είναι η θέση του βιβλίου μου. Νομίζω πως εκείνοι οι άνθρωποι δεν είχαν πρόθεση να ξεκινήσουν την επανάσταση. Αλλά επίσης προσθέτω ένα ακόμα επιχείρημα· προτιμώ να αναφέρομαι στο έγγραφο του Prieto, που αντέγραψα από μία μπροσούρα του Llopis, που περιλαμβάνει το πρόγραμμα του κινήματος. Εάν το εξετάσεις με λεπτομέρεια θα δεις πως είναι ολοκληρωτικά ένα αστικό πρόγραμμα. Δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στην κοινωνική επανάσταση. Και εκτός αυτού, στην πραγματικότητα ούτε η Μαδρίτη ούτε οπουδήποτε αλλού στην Ισπανία οι σοσιαλιστές δεν κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους.

Νομίζω πως οι λίγοι ηγέτες που κινητοποιήθηκαν σύρθηκαν από τη βάση, μία συγκεκριμένη βάση. Η προέλευση του αστουριανού σοσιαλιστικού κινήματος ήταν βασικά αναρχική. Δηλαδή, στην Αστούρια ήταν αντίθετα από ό,τι ήταν στην Καταλωνία. Όπως στην Καταλωνία οι σοσιαλιστές ήταν ενεργοί αλλά οι αναρχικοί τελικά κυριάρχησαν ως οργάνωση, στην Αστούρια συνέβη το αντίθετο, οι αναρχικοί άναψαν τη φωτιά, οι αναρχικοί εκπαίδευσαν το αστουριανό ταπεραμέντο: αλλά έπειτα έφτασαν οι σοσιαλιστές με τις εκλογικές τους υποσχέσεις και κατέκτησαν το κίνημα των ορυχείων και άφησαν μόνο τα νησιά La Felguera and Gijón. Σε κάθε περίπτωση, ο αστουριανός ανθρακωρύχος ήταν πάντα ένα επαναστατικό στοιχείο. Και άφησε τους αρχηγούς πίσω του. Γιατί αυτό δεν το ήθελαν οι ηγέτες του: ήθελαν απλά να καταφέρουν το φόβο στις καρδιές του Gil Robles και της συντροφιάς του, με σκοπό να τους κάνουν να υποχωρήσουν.

Ο Cruells στο El 6 d’octobre a Catalunya αναφέρει το σύμπλεγμα κατωτερότητας της UGT σε σχέση με τη CNT, όσον αφορά το επαναστατικό ζήτημα, λόγω του γεγονότος πως η UGT (Largo Cabalero) είχε συνεργαστεί με τον Primo de Rivera και μετά με την αστική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση. Για να υπερβούν αυτό το σύμπλεγμα έπρεπε να κάνουν κάτι.

Μοιράζομαι την άποψη αυτή γιατί οι σοσιαλιστές συνιστούσαν το στυλοβάτη της ρεπουμπλικανικής θέσης· η κυβέρνηση ήταν ρεπουμπλικανική-σοσιαλιστική. Αυτό τους αποθάρρυνε και ακόμα τους έκανε δύσπιστους γιατί η ρεπούμπλικα έπρεπε να καταφύγει στα όπλα για να καταστείλει την εξέγερση.

Έπειτα, στο Κέντρο, που ήταν η ιδιωτική περιοχή του σοσιαλιστικού κόμματος, η οργάνωση της CNT, ήταν εκεί πάντα μειονότητα, άρχισε να σηκώνει το κεφάλι της – αρχίζοντας με το συνδικάτο οικοδόμων και συνεχίζοντας με τους υπόλοιπους – κερδίζοντας έδαφος.

Και αυτό φυσικά προκάλεσε στους σοσιαλιστές, εάν όχι ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, τουλάχιστον ένα σίγουρο βαθμό συναγερμού. Εκείνοι οι άνθρωποι ταράχτηκαν από το συναγερμό και είπαν:
“Εντάξει, εδώ, πρέπει να κάνουμε κάτι ενάντια στη CNT που είναι πάντα στους δρόμους, με απεργίες, συγκρούσεις και έχει μία κρίσιμη στάση και ελκύει τις μάζες.” Ήταν το πλαίσιο που διατύπωσε ο Largo Caballero στις εμπρηστικές ομιλίες του σχετικά με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ήταν το πλέον καταστροφικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Βαθμιαία γινόταν πιο καθαρό πόσο ανειλικρινής ήταν. Νομίζω ότι ήταν εκλογική προπαγάνδα. Καθένας ήξερε πως ο Largo Caballero ανακάλυψε τον Λένιν ενώ ήταν στη φυλακή.

Πριν τον Ιούλιο του 1936 έγινε πιθανή μία συμμαχία ανάμεσα στην CNT και την UGT, που σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, θα μπορούσε να έχει αποτρέψει την “ένδοξη εθνική εξέγερση;”

Το γεγονός ότι η UGT ήταν εξάρτημα της PSOE και περιλάμβανε την εκλογική της βάση, καθιστούσε ένα σύμφωνο CNT-UGT σχεδόν απίθανο. Εκτός από αυτό, η CNT, στο συνέδριο της Σαραγόζα, έθεσε ως συνθήκη ενός τέτοιου συμφώνου, τον πρακτικό διαχωρισμό της UGT από το PSOE. Δεν νομίζω πως το σύμφωνο CNT-UGT θα μπορούσε να αποτρέψει το στρατιωτικό πραξικόπημα. Αντί αυτού θα το είχε επισπεύσει. Το επαναστατικό σύμφωνο ανάμεσα σε CNT και UGT στην Αστούρια τρομοκράτησε τα δεξιά στοιχεία, που αστραπιαία ενθάρρυναν το στρατό να ξεσηκωθεί. Έχουμε ήδη δει τι συνέβη το 1934 με το καταστροφικό σχέδιο. Και το λέω με όλο το σεβασμό σε αυτούς που θυσίασαν τις ζωές τους εκεί.

Σε ποιους παράγοντες αποδίδεις την απώλεια εδάφους από το οργανωμένο αναρχικό εργατικό κίνημα μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο;

Ο κομμουνισμός κάνοντας χρήση της λαϊκιστικής του δημαγωγίας, είχε κλονίσει όλα τα σοσιαλιστικά και πολιτικά θεμέλια του κόσμου. Αυτό που είναι λυπηρό είναι ότι , κάνοντας το, οι κλασικές ανθρωπιστικές αξίες καταπιέστηκαν, περισσότερο από όσο κάποιος φαντάζεται. Αυτοί οι σχολαστικιστές και Ιησουίτες τους 20ου αιώνα μας λήστεψαν τη σημαία της ελευθερίας με σκοπό να της δώσουν ένα σύγχρονο ρετουσάρισμα. Ό,τι δεν έχουν μπορέσει να κατακτήσουν το έχουν συντρίψει. Αυτή η καταραμένη εισβολή, που επηρέασε τις τάξεις των διανοούμενων σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει μετατρέψει το νόημα της επαναστατικής αίγλης, που αντιπροσώπευε η αιχμή του δόρατος του αναρχοσυνδικαλισμού, με αποτέλεσμα το εργατικό στρατόπεδο να έχει αποδυναμωθεί.

Από την άλλη πλευρά οι αναρχικοί έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή με την εσωστρέφεια και τη διεξαγωγή ενός κυνηγιού μαγισσών ενάντια σε πρόσωπα και πράγματα που υποπτεύονται ως αιρετικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αναδυθούν νέες αξίες και να συνεχίζουμε να τρεφόμαστε με την κληρονομιά των παλιών δασκάλων. Εάν αυτή η ολέθρια τάση δεν πάψει και ο άνθρωπος δεν ανακαλύψει την αίσθηση του προσανατολισμού, θα είναι δύσκολο για τον ελευθεριακό συνδικαλισμό να κάνει πρόοδο ξανά. Ένας άλλος παράγοντας της πτώσης είναι ότι το κράτος έχει εισβάλλει σε όλες τις περιοχές. Οι νόμοι της κοινωνικής μεταρρύθμισης έχουν ωφελήσει πολύ τους εργάτες αλλά έχουν κατευνάσει το ασυμβίβαστο πνεύμα τους, εντείνοντας τη διαδικασία της αστικοποίησης μέσα στην καταναλωτική κοινωνία. Τελικά, η βιομηχανοποίηση, με τη συνοδευόμενη τεχνοκρατία, θρυμμάτισε την εργατική τάξη σε κομμάτια, μετατρέποντας την σε θρυμματισμένες κατηγορίες, κι επομένως οδηγώντας την σε απώλεια της ενότητας της. Οι αναρχικοί δεν έχουν βρει ακόμα την τακτική ισορροπία μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικός Anthropos no. 102, November 1989, pp. 26-35.
Μεταφράστηκε από τα ισπανικά τον Οκτώβριο Νοέμβριο του 2013
Πηγή στα Ισπανικά. Alasbarricadas
Επανέκδοση από Libcom.org

 

Σημειώσεις του μεταφραστή

[i]

Ο Primo de Rivera ήταν στρατιωτικός, αριστοκράτης και δικτάτορας της Ισπανίας από το 1923-1930.

[ii]

Η εφημερίδα Solidaridad Obrera ιδρύθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1907, στη Βαρκελώνη, από την εργατική συνδικαλιστική οργάνωση Solidaridad Obrera. Πρωτεργάτες της εφημερίδας ήταν οι Anselmo Lorenzo, Ricardo Mella, και ο José Prat. Η εφημερίδα έχει τυπωθεί, σε διάφορες μορφές μέχρι σήμερα. Από το 2005 εκδίδεται ηλεκτρονικά, και σε έντυπη δωρεάν μορφή. H ηλεκτρονική της διεύθυνση είναι http://soliobrera.cnt.es/

[iii]

Το περιοδικό Generación Consciente από το 1922 είχε αναρχικό χαρακτήρα και επηρέασε τους ελευθεριακούς κύκλους στην Ισπανία. Το Δεκέβριο του 1928 εξέδωσε το τελευταίο της τεύχος (62) και άλλαξε τον τίτλο της σε Estudios Revista Ecléctica μετά την καταστολή και λογοκρισία του τύπου από τη δικτατορία του Primo de Rivera. Οι βασικοί του σκοποί ήταν η εκπαιδευτική, φυσική και πνευματική αναγέννηση των λαϊκών τάξεων. Η ύλη της απλωνόταν από τη σεξουαλικότητα, την ιατρική και την επιστήμη, μέχρι την τέχνη, την εκπαίδευση και την ιστορία. Στις σελίδες της βρίσκει κανείς άρθρα για τον γυμνισμό, την ολιστική ιατρική, τον ελεύθερο έρωτα, τη σεξουαλική εκπαίδευση, τον αντιρατσισμό, τη φυσική τροφή, το φεμινισμό, την ορθολογική εκπαίδευση και άλλα. Με 70.000 αντίγραφα κάθε μήνα η Estudios επηρέασε βαθιά την εργατική τάξη της Ισπανίας. Περισσότερα στοhttps://www.digitaliapublishing.com/recurso/pagina/estudiosgc.pdf

[iv]

Esquerra Republicana de Catalunya (Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλωνίας), το κόμμα του Lluís Companys, που είχε ως στόχο τη διακήρυξη της αυτονομίας της Καταλωνίας, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού ισπανικού κράτους.

[v]

El Consell de l’Escola Nova Unificada (CENU) Επιτροπή που συστάθηκε τον Ιούλιο του 1936 από αντιπροσώπους των εκπαιδευτικών: τέσσερις της CNT, τέσσερις της UGT και τέσσερις της Κυβέρνησης της Καταλωνίας. Ένας από τους αντιπρόσωπους της CNT ήταν ο ορθολογιστής δάσκαλος Philip Ignacio Díez Codina. Το CENU προσπάθησε να καθιερώσει τη βασική εκπαίδευση από την βρεφική μέχρι την ηλικία των 15 ετών, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τεχνική κι επαγγελματική, πανεπιστημιακή και καλλιτεχνική εκπαίδευση. Οι δάσκαλοι της CENU εμπνεόταν από τη φιλοσοφική και ορθολογική πρωτοπορία του Μοντέρνου Σχολείου. Η διακήρυξη της CENU έλεγε: “Η επαναστατική θέληση του λαού καταπιέζεται από το θρησκευτικό σχολείο. Είναι ώρα για ένα νέο σχολείο, που θα εμπνέεται από τις αξίες του ορθολογισμού και της οικουμενικής αδελφοσύνης. Είναι ανάγκη να χτίσουμε το νέο ενιαίο σχολείο που όχι μόνο θα αντικαθιστά το σχολικό σύστημα που κατεδαφίζεται από το λαό, αλλά να δημιουργήσουμε μια σχολική ζωή που εμπνέεται από την καθολική αίσθηση της αλληλεγγύης και να συμφωνήσουμε με τις ανησυχίες της ανθρώπινης κοινωνίας για την εξαφάνιση κάθε είδους προνομίων.” Το βασικό τους σύνθημα ήταν: “από την 1η Οκτώβρη, κανένα παιδί έξω από το σχολείο” Περισσότερα βλέπε στοhttp://cgtense.pangea.org/spip.php?article3060

[vi]

H UGT (Γενική συνομοσπονδία εργατών) ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1888 από τον Pablo Iglesias Posse, έχοντας για βάση το μαρξισμό. Η UGT συνδέθηκε άμεσα με το Σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα (PSOE) και μέχρι το συνέδριο του 1920 δεν συνέδεε το συνδικαλισμό με την ταξική πάλη. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Primo de Rivera διατήρησε μία στάση συνεργασίας με το καθεστώς προκειμένου να παραμείνει νόμιμη, σε αντιδιαστολή με την αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία CNT. Αντιφατική και διφορούμενη ήταν η στάση καθ’όλη τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, γεγονός που εξετάζεται και πιο κάτω.

[vii]

Συγκροτήθηκε στις 23 Ιουλίου το 1936, μέσω της ενοποίησης των τεσσάρων αριστερών ομάδων: την καταλανική ομοσπονδία του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (PSOE), το Partit Comunista de Catalunya (Κομμουνιστικό Κόμμα της Καταλωνίας, παράρτημα της Καταλωνίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, PCE), τη  Unió Socialista de Catalunya (Σοσιαλιστική Ένωση της Καταλωνίας) και το Partit Proletari Català (Καταλανικό Προλεταριακό Κόμμα).

Το κείμενο στα αγγλικά:

Interview with José Peirats – Josep Alemany

Interview with José Peirats – Josep Alemany

 CNTa-1024x1024

 

A complete transcript of a 1977 interview with José Peirats, in which the Spanish historian and former militant of the CNT and FAI reminisces about his youth and discusses many of the controversies that plagued the CNT before as well as during the civil war, including the impact of the Russian Revolution, Angel Pestaña’s mission to Russia in 1920, the Asturian insurrection of October 1934, the CNT’s policy of collaboration with the government during the war, and the role of the Stalinists in the Republican coalition government’s counterrevolution against the anarchist revolutionary achievements of July 1936.

Introductory Note

This interview took place in Barcelona, in an apartment on the Carretera de Collblanc, where the Peirats family has resided since before the war. Part of this interview was published in Catalunya. Revista d’Opinió Confederal, CNT-AIT, Series II, May 1977, no. 4, pp. 12-24. The rest of the interview, approximately half, is published here for the first time.

The editors of Anthropos have translated the original Catalan text to Castilian, and, with the permission of the author, have restructured the original order of the interview in order to provide a more cohesive arrangement of the various topics that are addressed.

We consolidated all the most directly autobiographical parts of the interview and those that express some of Peirats’ fundamental ideas, and present them first; in the second part of the interview the reader will find the opinions and testimonies of José Peirats concerning more diverse and specific topics.

What kind of ideological environment did you experience in your youth and how were the young people raised and what were they like?

In my ideological environment there are many phases but all with a convergent orientation towards anarchism. In my family there were socialists and republicans and even anarchists. None of them was able to influence me directly. But to them I owe my predilection for reading from a very young age, from before adolescence. The rest came later. I consider myself to be of the generation of Primo de Rivera. In those days I made very close friends, with a true hunger for reading. Our favorite authors, before we discovered the bearded ones of anarchy, were the famous French novelists of the previous century. Never in my life did I even flirt with Marxism. But I studied Marxism in depth, with reference to anarchism, which had by then won my heart. Despite the fact that I was very young when I joined the confederal organization I was always most attracted to its cultural activities: rationalist schools, social centers (I founded the one at La Torrassa L’Hospitalet) and the libertarian youth. That was my ideological context. The FAI came later although in fact I never really felt comfortable in it, since it did not make any truly anarchist proposals. The FAI was, above all else, a revolutionary organization that called itself anarchist.

In what kinds of activities were you involved in the libertarian movement?

I began my life as an activist working with the bricklayer comrades. I started by writing in their Bulletin. That was my debut as a writer. At the La Torrassa Social Center I taught at night and acted in plays. As a trade unionist I participated in the organization of strikes, boycotts and acts of sabotage. When necessary I carried a small pistol in my pocket, although I have never fired a gun at anybody. It was the fashion at the time. I told you about my experiences in the Libertarian Youth and the anarchist groups. What else? Oh, I spent two years as editor of Solidaridad Obrera, the confederal newspaper of Barcelona, and I contributed to numerous other publications. I would prefer not to speak of my books.

What was the orientation and kind of reader that the various libertarian publications were aimed at?

I have to admit that our publications were generally of low quality with the exception of Estudios (Generación Consciente) in Valencia. It did not occur to us to write for a broader audience. Our press was principally for combat purposes and was largely sectarian and demagogic. This caused us much harm. It was a misfortune to lose the tradition of writing in Catalan. The Castilian speakers dominated us.

I think that this oversight caused us to lose the Catalan peasantry, whom we served up on a platter to the politicians of the Esquerra. This is a lesson that we must heed.

Could you tell us a little about the experience of the Collectivizations?

The collectivist experience is made clear if you read the entire libertarian press from before July 19: the campaign of Isaac Puente with his famous pamphlet, Libertarian Communism, the articles by Carbó in Estudios in Valencia, the contributions of Martínez Rizo, even though he was not an anarchist…. In short, there was a group of people who dared to prefigure a libertarian communist future. At that time an environment was taking shape that was favorable to reflection concerning the question of how to structure the future. This environment was penetrating the people and when July 19 arrived we put it into practice, without orders from any committee. There is one thing that very few people are aware of and that is that there was no directive issued … I have very carefully scrutinized the documentary record of that time and I have not found any directive from any confederal committee (I am referring to the Local, Regional and National Federations, not to the enterprise trade union committees, the rank and file committees…), not one directive that gave the signal to carry out collectivizations.

The collectivizations were carried out spontaneously by the workers. For two reasons: first, because they wanted to; second, because the bourgeoisie, having fled, had cleared the way for them. Everyone knows that when someone opens up a new road, everyone imitates him; collectivism was amplified and became a reality.

However, to engage in a methodical study of this collectivism, I think is a project that has not yet been undertaken, because many elements are lacking for judgment. The revolution was carried out one way and then the historians come along and study it. Those who make revolution do not write it, they make it. This is the problem we face. Now is the time to carry out this labor, to unite all the elements of judgment of those times that we can.

They are looking for testimonies; people are running around like crazy looking for documents. They come to me and say: “Where can we find…?” There are those who are interested in the pedagogical work of the revolution…. Everyone talks about Ferrer and the Modern School. Hardly anyone talks about how the “Comité de l’Escola Nova Unificada” [Committee of the Unified New School] was structured.

Before the war, the trade unions, the libertarian social centers, and also certain individuals, promoted and sometimes even financed the rationalist schools inspired by the pedagogy of Francesc Ferrer. There, boys and girls were taught without religious or official dogmas of any kind, and teaching was carried out in the most scientific way possible. These schools were officially recognized when the CENU was formed and its teachers were granted the official recognition that many of them lacked.

Militias or popular army? Was the dilemma correctly posed: war or revolution?

Every revolution is a war and every war is counterrevolutionary. This principle might lead us to curse the revolution. On the other hand, war can be imposed upon us. I only know two ways to wage war: by means of continuous fronts or on the basis of guerrillas. The latter method is more consistent with the Spanish temperament. In a war of continuous fronts, the winner is the better army. From this point of view it was a mistake to accept classic warfare. Guerrilla war would have had better results. In the era of aviation, it has its shortcomings, but it is the only way to dislocate a better-organized army. The guerrillas first yield ground, and then carry out surprise attacks. But preparation is needed. The CNT and the FAI did not train their people for guerrilla war but for barricade combat in small or large cities. This was an error on the part of our strategists.

War or Revolution? Both. If one wages war instead of the revolution, the politicized militiaman or soldier will know that there will be no revolution and thus loses his will to fight. In our case, the counterrevolution in the rearguard was one of the main factors of the defeat.

What is the balance sheet of activities carried out during the years of exile?

Despite the numerous confrontations, conflicts and disagreements, as far as the CNT is concerned, I think that, taking into account the forty years of being separated from the land where we were born, our emigration can offer a positive balance at the level of cultural and other tasks. It never stopped publishing newspapers, pamphlets, journals and books, some of which were even original. On the other hand, in exile we had children and nieces and nephews who will no longer be Spanish but who have been integrated in all the classes and professions of the countries throughout the world that welcomed us. Soon enough our descendants will no longer feel the Spanish influence in so many countries. But in France I noted this during the events of May ’68. I think that, aside from the Jewish diaspora, our case is one of the most meaningful in the history of emigrations.

Considering the development of modern trade unionism, which has become an instrument of integration into the system and has given rise to a bureaucracy that controls the workers, to what extent are the concepts of anarchism and anarchosyndicalism antithetical?

This topic has always been the subject of polemics and will probably continue to be. I recall quite vividly, when I first became an anarchist, around 1927-1928: we accepted the trade unionist framework because there were no others. In our speeches at the assemblies of the bricklayers, for example, we always spoke of Rousseau, Han Ryder, Voltaire and the Russian revolutionary classics. And the bricklayers, with vacant stares, told us: “Good, we’ll see when you are done!”. The bulletin that we published was written in the same style. By this I mean that, to a young person, anything that had to do with the trade unions, economics, industry … seemed foreign. Such topics seemed to be more suited to people with more settled lives rather than romantics who were born for action. But in the history of anarchism both tendencies have always coexisted. The anarchist tendency, that we used to call the old anarchists; I am referring to the turn of the century, in 1905-1907 and even before, when the famous metal workers strike took place in 1902. During that time the group, “Tierra y Libertad” was formed, they were the purists, they did not even want to hear or talk about trade unions, they proclaimed they were integral, pure and specifically anarchists and who knows what else. And there were also the syndicalists, the anarchosyndicalists, influenced to a certain degree by the French CGT, which was then anarchosyndicalist. They tended to deal with trade union type problems, which entailed a lot of violence then.

In the book by Xavier Quadrat, Socialismo y Anarquismo en Catalunya: Los orígenes de la CNT, there is a discussion of the “Solidaridad Obrera” organization, which was formally constituted in 1907, but which seems to have been really operative since 1904. That organization, with the passing years, became the CNT. There were two tendencies within it: socialists and anarchists. The socialists….

Marxist socialists?

Yes, that is how they described themselves. They were the socialists associated with Pablo Iglesias. The UGT was formed in 1888 in Barcelona, and “Solidaridad Obrera” was founded later, as I mentioned. And this is what the reader of the book by X. Quadrat will ask himself: how is it possible that there were socialists in Solidaridad Obrera, the author grants them as much or more importance than the anarchists, and on the other hand why does he not tell us why these Catalan socialists did not join the ranks of the UGT? He gives the excuse—or more correctly, the argument, since it is a very well-documented book—that the reason for this was the centralism of Pablo Iglesias, who lived in Madrid, and who saw everything from the point of view of the center, and here the Catalan socialists saw things differently, and preferred to be in “Solidaridad Obrera” instead of the UGT.

You are one of those people who think that the entry of the CNT in the government and the republican state was disastrous for the Libertarian Movement. To what extent, however, did the bureaucratization and authoritarianism that corrupted the CNT merely highlight a tendency and a reality that had already existed?

Obviously, nothing is created by spontaneous generation. I recall that before the movement erupted, I had already criticized certain tendencies that were surreptitiously favorable to a certain degree of collaboration with the politicians. And Carbó did, too (Carbó and I published a newspaper called Más Lejos [Further]). I even published an article critical of García Oliver, whom I reproached for some declarations he made that indicated he was an advocate of the seizure of power. This article turned up in the proceedings at the Zaragoza Congress. The delegate of the Leatherworkers Trade Union of Barcelona issued a challenge to me: “We challenge the delegate of L’Hospitalet.” “All right, let’s see, why? Explain it to me.” “Because of this!” And he began to read my article. The Congress broke out in laughter. García Oliver himself mounted the podium and said: “Please, comrades, enough, stop making fools of yourselves”. García Oliver had already revealed himself, during that period, as a supporter of the seizure of power; we (we may say we were the redskins) called this anarcho-bolshevism. That is, this tendency was clearly expressed. And this is not even taking into account the backsliding evidenced by the sector of the reformists, the Treintistas, of those who precipitated the split (well, I don’t know who brought about the split; surely all of them). In fact, what happened was that there were many tendencies that were often rebuffed, but finally these refutations convinced nobody, as in the case of Pestaña, Juan López … who were noted to have a certain understanding with the authorities, especially in Catalunya.

Anyway, I began by saying that nothing is created by spontaneous generation. All movements have their antecedents…. Anarchism, in the final analysis, is a movement of men, and men are complex and we have our weaknesses.

Caballero government ministers (November 1936). From left to right: Jaume Aigudé i Miró (ERC), Federica Montseny (CNT-FAI), Joan García Oliver (CNT-FAI) and Anastasio de Gracia (PSOE)

There are some people (this is most forcefully argued by such critics of syndicalism as Richards, C. Semprún…) who claim that the fact that the CNT participated in state power and accepted—at least part of the CNT—authoritarian discipline, this was due not just to the fact that authoritarian tendencies had already previously arisen within the trade unions, but also to the very nature of syndicalism itself.

This is looking at things with a very particular focus. It is looking at the defects rather than the virtues. While what you say is true, there is also an opposite tendency. There are people who would sacrifice everything for their ideas. They were so suspicious that they condemned anyone, as if they were trying people for thought crimes. And on occasions the consequences of this attitude were that they really did drive the individual they were criticizing to do precisely what they were accusing him of wanting to do. This was the case with Medína González, an Andalusian who wrote a pamphlet and some quite dubious articles. Everyone put him down and I think that this guy finally ended up in the hands of the communists. Another example is what happened to Sender. Sender did not get a warm welcome from us. He worked for Solidaridad Obrera, and was its chief correspondent in Madrid for more than a year; and just when the editorial team of the moderates, led by Peiró, was swept away by the wave of the extremists, led by Felipe Alaiz, the first thing the latter did was to refuse to accept any more of Sender’s articles. Alaiz was a great writer, an individual whose work was very illuminating; in fact, I was a disciple of his to some extent. But this did not prevent me from perceiving his many defects, in the sense that someone who has risen very high, can then fall very far.

During those days there was a great deal of unrest caused by practical problems. There was a maximalist tendency in favor of action, you could call it a Bakuninist tendency, which claimed that destruction would lead to construction. At the same time, there were those who said, “no, it is necessary for us to have as accurate as possible of an idea and a design of the revolution that we are going to carry out”. This is where Isaac Puente comes in. Carbó himself wrote a series of futuristic articles. And so did Higinio Noja Ruiz, one of the best anarchist writers of the thirties. He was the driving force behind the journal Estudios. He is the only anarchist of that period who wrote novels for a mass audience. He was concerned with economic problems of a constructive type, and he was just as accomplished a journalist and art critic as he was a novelist.

So all these tendencies already existed before the war.

So what lessons can we learn from the CNT’s participation in power?

Catastrophic, overwhelmingly catastrophic, since the CNT took on a heart-rending burden. The CNT was in no condition to leave its own terrain and take up a position on another terrain that was full of traps and deceits. The CNT could not adapt in one month, or in two years, or even in four years. It could not make this transition, this involution of a political, despotic type, with its deceptions and fakery. It was incapable of doing this.

First of all, because it conflicted with its own psychology; secondly, because it could not undertake a program of self-reeducation for an accelerated conversion into a political organization with all the prerequisites of such an organization, like the others. All of this is assuming that the CNT was on the right road—I think it was not. The CNT could not, neither from the tactical point of view nor that of principles, accept unlimited collaboration. The CNT was capable of engaging in limited collaboration, without the need to have to dress up their militants like clowns and make them sit on stools, and make them haunt the hallways of government like ghosts.

The CNT could have engaged in very positive work without leaving its own terrain, which was that of the trade unions, and the economy; the latter was the decisive factor in the war and in the revolution.

And by leaving this terrain not only did it leave its own home territory but it also was obliged to combat its own comrades. We need only recall those speeches of the Marxists in which they insulted those who dared to uphold a classic position.

That is, without extremism, without throwing temper tantrums, without closing ourselves off in a 100% intransigent position from the philosophical point of view, the CNT, with the economic lever in its hands, with the collectives, and with so many things that it had in its reach, could have mounted an effective opposition, while by acting otherwise its enemies managed to crush the opposition of the CNT and turn the confederal institutions against it. In conclusion, participation in the government was negative from every point of view.

Federica now says that it could not have been done any other way. This means that in a similar situation she would do the same thing. I ask myself: how could someone call herself an anarchist when she accepts not just that she was, but even that she would once again be a minister?

Who represented the FAI within the libertarian movement and what tendencies existed within it? Don’t you think that the group that you call anarcho-bolshevik was in some respects very libertarian? I am asking you about the FAI because after the war both the bourgeoisie as well as the Marxists have depicted the militants of the FAI as monsters and those of the CNT as decent fellows.

This opens up a whole detective novel. Here you have right before you two persons who were members of the FAI (during the interview, J. Peirats was accompanied by his friend Canela); I was the secretary of the Local Federation of Groups and my friend Canela was the secretary of the Regional Federation of Groups. We were totally opposed to a certain kind of FAIsta propaganda that was not exactly emitted by the FAI itself. That is, there were individuals who did not even belong to the FAI, because I was, from the Local Federation, in a position to control them but was actually unable to do so, and I assume that Canela could not control them, either, from his position in the Regional Federation.

These individuals were the ones who mounted the podiums, who spoke in the name of the FAI. And we became aware of all of this through the newspapers, and it reached the point where one day we held a meeting with Ascaso, García Oliver and Aurelio Fernández at the Local Federation. And we told them that this had to stop, that in order to speak the way they were speaking they had to first make it clear what organization they belonged to and who they represented. And their response was that they did not represent the FAI, but certain authorized Defense Committees, which were organizations that existed at the time, created specifically for action, for strikes and times of unrest, and up to a point we must admit that they were effective: on July 19, for example, these committees worked quite well.

That is, there were people who were speaking in the manner I mentioned above, thus giving the impression that the FAI was a secret Masonic or Jacobin group. They spoke in the name of the FAI. But the truth is that we, at the Local Federation, had no control over them, although they had their supporters among our ranks.

So, with respect to the question of the influence of the CNT and the FAI: the CNT is an organization that was formed in 1910. It is therefore one of the oldest revolutionary organizations, socially speaking, that has ever existed in Spain. Actually, the CNT and the FAI were two separate organizations. The relation between them has been tendentiously falsified, since the creation of the FAI has been attributed to the need to control the CNT. This is false. Not long ago I discovered the summaries of the minutes of the Valencia Conference of July 1927 where the FAI was founded. The complete minutes of this conference do not exist. They were lost. Fortunately someone drafted summaries of them that fell into my hands when I was secretary of the FAI in 1933-1934. In this summary of the minutes CNT-FAI Committees are mentioned, at local, regional and national levels. That is, it mentioned collaboration, rather than the subordination of one organization to the other.

During the revolution, the FAI adopted the same policy as the CNT. And this allowed me to reach a conclusion that is very interesting. It has been claimed that the FAI was the one that dictated orders to the CNT. I always maintained the opposite: it was the CNT that gave the orders to the FAI; it was the CNT that influenced, absorbed and impressed the FAI with its own distinctive traits. The CNT was an organization of a syndicalist revolutionary type and the FAI had to be an organization of an ideological type. Problems of an economic nature and those that arose from the revolutionary context of the moment that affected the CNT also absorbed the FAI. Furthermore, all the militants of the FAI came from the CNT: for both these reasons, the FAI had to be the reflection of the CNT. That is why I always maintained that it was not the FAI that dominated the CNT, but the CNT that dominated the FAI. This was confirmed during the revolutionary period: it was the CNT that took the lead, and the FAI was nothing but a fellow traveler, a friend, a poor relation of the CNT.

So those who made the decision to join the government—García Oliver, Federica Montseny—were not members of the FAI? I only mention this because people normally associate them with the FAI.

García Oliver, Ascaso and others had their own FAI: the group, “Los Solidarios”. In any event, I have always said that there were two ministers from the CNT in the government, and two ministers from the FAI. Officially, however, there were four ministers from the CNT. The fact that the ministers were Peiró and López, on the one side, and García Oliver and Federica Montseny, on the other, clearly shows that there were two currents: the FAIsta and the trade union currents. It is true that Federica Montseny had always identified herself with the activities of the FAI, but I do not believe she belonged to any FAI grouping prior to the movement of 1936.

As for García Oliver, Ascaso, Durruti, etc., I have already mentioned that they had their own FAI. It had about thirty members. And this group worked autonomously. It spoke in the name of the FAI, because the FAI was its shield, its sword and its myth. And, of course, it would have been hard for them to invent a new organization.

The anarcho-bolsheviks identified with the FAI, although Federica Montseny was not a member of this tendency and could not be considered to be on the side of García Oliver. García Oliver, before and even during the first few days of the revolution, had already defined himself as an advocate of the seizure of power. I think that it is quite questionable whether he was sincere about this, however. I have always said, half seriously and half jokingly, that García Oliver was an advocate of the seizure of power during the first few days of July, because he knew that the CNT could not hold power alone. This is demonstrated by the fact that García changed his mind and not only changed his mind, but ended up where he did: in the cabinet.

Canela, myself, and four or five other people formed the group, “Afinitat”. We were always in the opposition within the FAI. We argued that the FAI should carry out work of an ideological, anarchist and doctrinal type in order to thus be capable of justifying the existence of two organizations: one that spoke of ideas and the other that addressed problems of a trade union type like the CNT. We believed that there should not be an FAI that is a copy of the CNT, because then one of the two was superfluous.

How did the CNT react to the course of events in Russia beginning in 1917, and with regard to the news of the extermination of the Russian libertarians at the hands of the Marxist Bolsheviks? And more generally, what position did the CNT take with regard to the Russian Revolution and the bureaucratic counterrevolution of the Marxists?

The Russian Revolution, like all revolutions, always, entailed confusions of an ideological and tactical type. At the time I was a very young child. In 1917, I was not yet a member of the organization; I joined it in 1922 at the age of 14. At the age of fourteen I was incapable of really understanding these things. I was only to get to know them later, through documents.

I remember quite well, as a cause of commotion, that my cousin, who was a militant, came to this very house (I was very young then), and spoke to my mother about the soviets. My cousin was a member of the CNT; he had already been arrested, and had already passed through his baptism of fire. He spoke to my mother about all these things and for the first time I heard talk of the dictatorship of the proletariat, and this idea became fixed in my mind. “Because,” my cousin told her, “there is universal dictatorship and universal suffrage.” (I said to myself: “Universal suffrage? That must be some kind of casserole or something.”) “There is the tendency of Bakunin and there is the tendency of Karl Marx and Lenin.” And I heard all this, and I was bemused but did not understand it. These were my first memories. Later, when I began to take up the sword and go in search of adventures, that was when we informed ourselves about these things.

In Spain it was a time of great confusion. During the Russian Revolution, the anarchists here were quite agitated because the Bolsheviks would say they were anarchists at one time and Marxists at another time. The anarchists of that period and the cenetistas both called themselves Bolsheviks as well as anarchists. That is, they made no distinctions between them. If you have read Lenin’s book, The State and Revolution, you will agree that it is a text that utilizes an anarchoid phraseology, although its true colors show through, and this book certainly created a great deal of confusion because it was published precisely in 1917. And in 1918 a second edition was published. But The State and Revolution was never finished, it was interrupted. Lenin explained that this was because the revolution itself was still not finished. But it turned out that in 1918 there was a second edition, and he neither added nor revised anything, which indicates that he already had a bad conscience about it.

But this book, taking into account the mentality of that era, the fever for action that existed then (the Russian Revolution, the unrest in Germany and Italy), only increased the confusion. The socialists themselves in Spain felt the pressure from the supporters of the Third International. Up to a point this is understandable.

The consequence of all this was that the CNT officially confronted this problem for the first time at its 1919 Congress, the Congress that we call the Comedia, because it was held at the Comedia de Madrid (the socialists always call it the “Congress of the Comedy”, which is their way of saying that we were just a bunch of comedians). There, a very comprehensive debate took place. There one could perceive the disorientation that affected even people who had a clear view of things like Carbó and Buenacasa. Carbó himself said: “We want the dictatorship of the proletariat, we love it, we defend it, we shall defend it.” That is what he said; anyone who knows Carbó, who knows that he was an anarchist from head to toe, would ask himself: how is it possible that Carbó would say such a contradictory thing at that moment? Buenacasa’s speeches were also catastrophic. In opposition, there was the speech of Quintanilla, who was a leader of the opposition. The speeches of Quintanilla, the old Asturian syndicalist, are much more clear. He was a man more firmly rooted in doctrine and with a vision of the future. He saw the development of the process of the revolution in Russia and he allowed himself to criticize it and to confront the Bolshevizing current that was led by precisely Hilari Arlandís (who was later to join the Communist Party).

The speeches in favor of the dictatorship of the proletariat were the result of a lack of information and the demagogy of the Bolsheviks. The word revolution is something that moves the minds of men. Whenever a revolution takes place there is confusion at first, although this confusion is later dissipated. But the mere fact of a revolution is something that causes men to seethe and to boil. It has an enormous attractive force. And these men were in the midst of this phase. I think—I have not seen any copies of it—that a newspaper was even published that was called El Soviet. It was published by the CNT.

Anyway, this polemic that developed at the Congress is summarized in a speech by El Noi del Sucre [“the sugar boy’], Seguí. It appears that he was trying to unite the two tendencies. He proposed that the CNT request provisional membership in the Third International, while awaiting the convocation in Spain of an international congress so that the International would have a consistent doctrine recognized by all its component groups.

This was the reason for Pestaña’s mission. Pestaña went to Russia, and soon after his arrival he began to notice a series of irregularities. While he was there he naturally made contact with the anarchists, who had been subjected to a massacre in 1918. The reaction against the Russian anarchists began in 1918. And in 1919, the anarchists, those who were not dead or in prison, began to wage an anti-Bolshevik struggle.

Among them we find, for example, Emma Goldman and Alexander Berkman, who had been deported from the United States to their country of origin, for having carried out propaganda against the war.

Goldman and Berkman, despite their Bolshevoid tendencies (in the United States, Goldman had published a pamphlet defending the Bolsheviks), once having arrived in Russia quickly recognized what was really going on there; Goldman was the first to react, since Berkman, who was more sceptical, took a little longer to face the facts, because he thought that the situation might have been the product of improvisation, but that with the passage of time it would find its equilibrium point, undergoing changes and that finally the revolution would reach its true goal. Finally, however, he became convinced that the situation was irreversible.

When Pestaña arrived in Russia in 1920, he found all these people there. And the Bolsheviks could no longer deceive him. He made contact with the comrades. They informed him about the situation. Goldman and Berkman themselves were in contact with what we could call the anarchist resistance. So was Kropotkin, who was still living then. Pestaña visited him, too. So when Pestaña returned from Russia, he brought with him a rectification. What happened was that when he arrived in Barcelona, it was under the dictatorship of Martínez Anido, so Pestaña could not deliver his report. The organization was underground. Some time later, his report was published in the form of a pamphlet. Pestaña was dispatched to Russia to attend the Second Congress of the Third International, where he was the delegate of the CNT. In his report he explains all the outrages and underhanded machinations carried out behind closed doors by the Bolsheviks and their lackeys, at a congress where they had complete control over the proceedings. This situation led Pestaña to write that “the presidency was the congress and the congress was a caricature”. I am not referring here to his book, Seventy Days in Russia, but to the official report he submitted in his name to the Committee of the CNT.

This pamphlet by Pestaña, unfortunately, could not be published until much later. The report is dated 1921, from prison. This means that it was not published until the Confederal Conference of Zaragoza in 1922. In 1921 there had already been a reaction because the Russian anarchists who had not been shot succeeded, by means of a hunger strike in the Moscow prison, in drawing attention to their plight and the persecution to which they were subjected.

In 1921 another CNT delegation went to Russia. This delegation was composed of Nin, Maurín, Ibáñez and Hilari Arlandís. If Pestaña could have delivered his report in 1921, it is possible that the organization would have taken care not to send these particular delegates, since some of them were known for their Bolshevoid tendencies. Also, this was during a period of harsh repression and the most important elements of the organization were in jail and some had been assassinated under the “law of flight”: such was the fate of Evelio Boal (who was one of the best secretaries the Organization had ever had, according to Buenacasa).

It was these circumstances that allowed Nin to become the secretary of the CNT during that period, because the organization was young and its inexperienced members voted for him. The notice concerning the convocation of the Plenum stated that it would be held in Barcelona, but its location was then changed to Lérida, where Maurín had a lot of influence. So there is something very fishy about the whole history of this era. Anyway, since Pestaña’s report was not yet widely disseminated, this delegation was appointed, which left for Russia to attend the First Congress of the Red Trade Union International.

This mission was not a total catastrophe, since the delegation insulted Trotsky himself. At one point, right in the middle of the congress proceedings, as a result of the efforts of Emma Goldman and other anarchists who were in hiding, a loud protest was staged to obtain the release of the prisoners held in the Cheka prison at Taganka. They threatened, right in the middle of the congress, that if the prisoners were not freed they would speak out until the whole affair was totally exposed. The Bolsheviks were frightened and promised to free the prisoners. There were many machinations before they fulfilled their promise. Nin’s delegation played a role in the campaign. This is a relatively unknown fact that Emma Goldman comments on in her memoirs…. To the Bolsheviks, all the prisoners were bandits….

When the Congress adjourned the prisoners were released, but they were given bogus passports. When they arrived at their destinations, the authorities were warned that they were Soviet spies. That is, Lenin gave them some passports in order to screw them once they were outside of the Soviet Union. Thus, for example, when Goldman and Berkman arrived in Lithuania they were imprisoned. Finally, thanks to various protests, these comrades could finally live legally in other countries.

At that time in Germany there was a very small but most interesting and active organization: the FAUD. Its leading figure was Rocker. It had some very capable men, men who were actually the founders of the new anarchosyndicalism, since the old anarchosyndicalism of the CGT was in decline: the socialists were taking it over and those who were at first part of the anarchist tendency, like Monatte, were moving towards Bolshevism….

This organization, the FAUD, had direct contacts with the Russian anarchists; their geographical proximity allowed them to establish channels for the exchange of information. The FAUD was the organization that was most well informed with regard to the Russian reality and was engaged in making it known to the world. It published Rocker’s pamphlets, Bolshevism and Anarchism and Soviet or Dictatorship. Then it published Arshinov’s book about the Makhnovist movement, which was first published in a Spanish language edition in Argentina.

In 1922, the National Conference of the CNT was held in Zaragoza, after the fall of the regime of the executioner Martínez Anido. At this Conference everything could be told. Nin was not present because he remained in Russia; Maurín was not there, either, certainly because he had not even been invited. The only member of the delegation to the Red Trade Union International who attended the Conference was Arlandís: he was totally overwhelmed. Pestaña was there, and so was Peiró. Leval submitted a report that caused an uproar. That was when the 1919 resolution, which was provisional, was revised.

Some people say that Salvador Seguí was a “Marxist avant la lettre”. Do you think there is any truth to this opinion?

Frankly, this is an absurd opinion. Seguí was never a Marxist. He was a man who positioned himself in the center. He believed in the organization. He abhorred extremism, he was a constructive man, a syndicalist most of all. There was nothing Marxist about him.

Why were the Russian anarchists, even though they were more numerous than the Bolsheviks, crushed by them?

Look, I don’t know if there were more numerous. They were crushed because the more brutal will always crush those who are less brutal. If you analyze in a little more detail the conditions within which the Bolsheviks operated, their political skills, their Jesuitism, their endless verbiage, the motives they adduced to justify their actions, one will understand the difficult and disadvantageous situation faced by the anarchists. First of all, for example, there was the poverty of the people, which required many sacrifices. Then, there was the White offensive that attempted to conquer territory; and the international conspiracy of all the great powers, and so many other reasons. All of this was like our war, when we were appalled by the sight of Federica Montseny and all the others who were in the government bad-mouthing the collectives. We told ourselves: “What do you want? If we choose any other way, the whole world will turn against us, we will have to break with our policy of collaboration, and collaboration is the only thing that keeps the war going and the war […]” Anyway, those of us who have passed through such a situation will have a good understanding of the Russian case. Revolutions are dangerous because they lead to this kind of psychological situation not just on a mass level, but on the individual level as well. Hunger, for instance. “There is hunger because the economy has not yet been reconstructed”; fear of the reactionary forces: “We have to concentrate state power in an iron grip in order to confront the troops of the White generals”; and the lack of preparation of the people; and the international embargo. All of these things are crucial, just as they were crucial in our war. We were beating ourselves over the head. “We are heading for catastrophe”, we said to ourselves, “towards the negation of what we once were.” Not only did the mass of the people falter, so did many individuals, starting with the leaders, who made a 180-degree turn.

What was the reason for the Stalinist repression and assassination campaign directed against the POUMistas and the libertarians, especially following the political hegemony the Stalinists achieved after the events of May 1937?

The reasons for all these things must be sought in the influence of the GPU, the Russian secret police, in whose hands one might say that the decision-making powers regarding public order had been placed. The police forces were in the hands of these people. That is, they had so thoroughly infiltrated the republican regime that the time came when the government was no longer a government (if we grant that a government can cease to be a government). There was a state within a state. And this state within a state was composed, for example, of the sinister forces unleashed here by Stalin, and with the mentality of Stalin, everything has an explanation. What happened here was nothing but a reflection of the same policies that Stalin had implemented in Russia. You know that in Russia, contrary to what one would assume, against Russia’s own interests, Stalin murdered everyone, even the most talented people. Russia needed generals, officers and instead Stalin did away with them. It was an unreal reality.

These people could not have proceeded any other way. It was the physical elimination not just of the enemy but also of those who never considered themselves to be enemies. It was a purge, pure and simple. There are people who are ready to offer their services to carry out this purge; it was not the Russians themselves who did the work. The Spaniards are also capable of acting in this manner in certain circumstances, when there is fanaticism, as there was at the time, especially if interests of a bureaucratic type are created.

What social and political interests were the actions of the Stalinists supposed to serve?

The Stalinists in Spain did not have their own personalities. They executed the orders of Moscow and they were satisfied with the acquisition of political and military positions. Their interests were those of the Soviet state, not those that they might have had as Spaniards. They were puppets manipulated by Stalin, who flattered their personal ambitions. In general one can say that there were those who acted and those who ceased to act. Those who acted were, naturally, the communists, who were for their part acting on behalf of the secret agents of the GPU. And those who ceased to act were the liberal and bourgeois forces who feared the revolution and who preferred reaction to an actual revolution. I am referring above all to the petty bourgeoisie, such as the Esquerra Republicana de Catalunya, and the republicans more generally. To these people the revolution caused greater terror than fascism; it was the revolution that terrorized them first of all, to such an extent that when July 19 came around, you know that Martínez Barrio offered general Mola the Ministry of War. This shows how afraid they were of the revolution; they did not want it to continue.

Later there was another factor. The communists have a way of going about things that is always manifested in such situations. It was also manifested in May ’68 in Paris: they do not allow a leftist movement to their left to exist. They cannot tolerate the existence of a revolution alongside their revolution. I believe this was the reason for their declaration of war against the CNT. Because the war was against the CNT, not against the POUM. The POUM was caught in the crossfire, the weakest force. This was analyzed quite well by Broué and Temime in their book, La révolution et la guerre d’Espagne. It is the technique of the sausage that cuts one little slice at a time; everyone looks out for themselves and no one stops them; they cut off the weakest parts. When the republicans were in their hands and they saw how they had managed to divide the socialists, then they went straight for the CNT. The socialist party was already divided before the war. But as the war progressed, the communists exploited the rivalries between the Prieto and Caballero factions.

Prieto (Negrín’s patron) is the single person who is most responsible for the socialist crypto-communism of the war. Prieto was not really a Negrinist. He was a man with a grudge against Largo Caballero and prosecuted this grudge to the extent of playing the game of the others, precisely those who would later, with complete justice, get rid of him. The policy of Prieto is the policy of vengeance. Largo Caballero already shunned him even before the war. Do you remember that meeting in Egea held by the Caballero faction where they captured the Young Socialists? He never forgot this. And those young socialists were young socialists, but then they were young unified socialists, that is: Russified. Largo Caballero engaged in that maneuver of uniting the two youth organizations with the conviction that he would absorb the communists because the socialists were in the majority. And the result was just the opposite; the socialists were devoured. This is just one more proof that you cannot play with unity with the communists. They are more sly and always get their way.

During the war the communists succeeded in dividing the socialist party and the UGT. And this made them powerful…. And finally they attacked the Generalitat of Catalunya. It is a lie that the Statute of Autonomy was abolished by Franco: it had already been abolished by the Republic itself, it was abolished by Negrín. And if Negrín abolished it, this was because Companys had to do it after he made his move against the CNT and the POUM. Companys dug his own grave. It was Companys who played the communist hand during the May Events. Companys played the counterrevolutionary hand and then discovered that when the counterrevolution arrived the Statute of Autonomy was annulled.

For the most objective specialists, the May Events constituted a provocation, whose strategist and organizer was Antonov Ovseenko. The comrades, that is, the confederal comrades, reacted, some with the belief that it was another July 19, that the revolution was in danger and that it had to be defended; others, whom we may refer to as the bureaucrats of the organization, came out with other arguments, which in my view were not very sincere: they said that it is better not to respond to this provocation. I think that this was the opinion of those who had comfortable positions and were bureaucratized.

There was also the Group, “The Friends of Durruti”, concerning which a great deal has been said but to which I frankly do not grant much importance. There were people who were not from the CNT, and they spoke a Jacobin language: “Let’s cut off their heads, smash the committees, shoot them”. Knowing these people, they were certainly not the most capable of waging a coherent campaign.

The harshest repression was directed against the POUM. The circumstances surrounding the arrest of the POUM central committee and the kidnapping of Nin are well known. They killed the anarchist Berneri like a rabbit. There is evidence that they kidnapped him; that elements of the PSUC went after him and they got him. Just as they caught all the hostages of the libertarian youth that they had in their hands, and many of them reappeared in the cemetery of Cerdanyola. Alfred Martínez was never found. He disappeared.

When the expeditionary forces of the Valencia Government were on their way to Barcelona, in every area they passed through the elements of the PSUC and the republicans of the Esquerra were emboldened and hunted down the libertarian elements.

They could not go after the libertarians here in Barcelona because they were afraid to do so. At that time I was in Lérida. In Lérida we made them back down. They did not dare to attack us. In that city the POUM was the most powerful force, we were the second most powerful force and they had few supporters. The PSUC, in Lérida, was an import.

There is currently a campaign underway to mythologize President Companys. They are particularly exploiting the fact that he was shot by the fascists. What is your view of the political role of President Companys and the mythologization of his memory that is currently underway?

I think that they will succeed in creating a myth of Companys. However, speaking not just as an anarchist but as a citizen, I think that the policies of President Companys featured many errors and not just during the war.

Let’s just focus on the events of October [1934]: no statesman with his head screwed on right would participate in such a scheme and join such people, the way he did, counting on such sparse forces as he had at his disposal. It was a catastrophic movement. In addition, Companys could not have felt that he would have the support of those who were fighting in Asturias. He could not have felt that he would have the support of what the socialists in Madrid did or did not do, since I doubt that they had any idea of what they were doing. And we still do not know today what they thought they could gain from the events of October.

In any event, the actions of an individual can be as debatable as you like, but if they have a tragic outcome, some considerations of a humanist type arise which are quite understandable. I think that we all sympathize with his death. The shooting of Companys is something ignominious, shameful, outrageous, any adjective you want…. Anyway, except for that, his activity is not very impressive.

I think that he never was a politician in the classical meaning of the word. He committed many blunders. He allowed himself to be dragged along by elements that he believed could help him but it was in fact just those elements that caused him to falter. That is what the PSUC did. Companys was the one they heaped praise upon. And it was Companys whom they helped to undermine and towards the end, the PSUC was even more powerful than the Esquerra Republicana itself, since the latter did not possess a mass of militants that it could mobilize at a moment’s notice, while the PSUC had the UGT. It had managed to attract the most active elements of the petty bourgeoisie and the peasantry and had successfully constructed a powerful UGT. And of course, this base had always been the base of the Esquerra—the peasants, the white-collar workers—but the PSUC won it over to its side. The PSUC conducted an anti-FAIsta propaganda that flattered the small and large landowners and in this sector it was a formidable competitor of the Esquerra itself. It went on undermining his position and Companys kept playing its game. Companys could have relied on other forces….

Getting back to the events of October; according to Munis, the socialist party threatened to revolt unless the government accepted its participation in the cabinet; in the north, the insurrection only made serious headway in those locations where the bureaucracy of the socialist party could not control the rank and file. The workers started a revolution, but Largo Caballero and company used the insurrection of the Asturian workers as leverage to compel the President of the Republic to accept another republican socialist coalition government.

This is the thesis of my book. I think that those people did not really intend to start a revolution. And I also add one other argument; I am referring to the document of Prieto, which I copied from a pamphlet by Llopis, which includes the program of that movement. If you examine it in detail, you will see that it is a completely bourgeois program. There is no mention of a social revolution. And besides, it is a fact that neither in Madrid nor anywhere else in Spain did the socialists mobilize their forces.

I think that the few leaders who did mobilize were dragged along by the rank and file, a particular kind of rank and file. The origin of the Asturian socialist movement is basically anarchist. That is, in Asturias it was the opposite of the way it was in Catalonia. Just as in Catalonia the socialists were active but it was the anarchists who finally dominated the organization, in Asturias the opposite was the case, the anarchists lit the fire, it was the anarchists who trained the Asturian temperament: but then the socialists arrived with electoral promises and they conquered the miners movement and only left the islands of La Felguera and Gijón. In any event, the Asturian miner had always been a revolutionary element. And he left his leaders behind. Because this is not what his leaders wanted: they just wanted to strike fear into the hearts of Gil Robles and company, in order to get them to back down.

Cruells, in El 6 d’octobre a Catalunya, mentions the inferiority complex of the UGT with respect to the CNT, with reference to the revolutionary question, due to the fact that the UGT (Largo Caballero) had collaborated with Primo de Rivera and then with the republican-bourgeois government. To overcome this complex, they had to do something….

I share this opinion because the socialists constituted the pillar of the republican position; the government was republican-socialist. This discouraged them and even discredited them because the Republic had to resort to arms to suppress the insurrection.

Then, in the Center, which had been the private preserve of the socialist party, the organization, the CNT, which had always been in a minority there, began to raise its head—beginning with the construction trade union and continuing with the rest of them—and it was gaining ground.

And this naturally aroused in the socialists, if not an inferiority complex, at least a certain degree of alarm. These people became alarmed and said: “OK, here, against a CNT that is always in the streets, with strikes, which fights and has a critical attitude and attracts the masses, we have to do something.” It was in this context that Largo Caballero delivered those incendiary speeches about the dictatorship of the proletariat. That was the most catastrophic thing he could have done. Gradually it was becoming more and more clear just how insincere he was. I think that it was electoral propaganda. Everyone knows that Largo Caballero discovered Lenin while he was in prison.

Before July 1936, was an alliance between the CNT and the UGT possible, which, according to some historians, could have prevented the “glorious national uprising”?

The fact that the UGT was an appendage of the PSOE and comprised its electoral base, rendered a CNT-UGT pact almost impossible. Besides, the CNT, at its congress of Zaragoza, imposed, as a condition for such a pact, the practical separation of the UGT from the PSOE. I don’t think that a CNT-UGT pact would have prevented the military coup d’état. Instead, it would have precipitated it. The revolutionary pact between the CNT and the UGT in Asturias horrified all the right wing elements, who rapidly encouraged the military to revolt. We already saw what happened in 1934 with that catastrophic plan. And I say that with all due respect for those who sacrificed their lives there.

To what factors do you attribute the loss of ground by the organized anarchist workers movement after the Second World War?

Communism, making use of its populist demagogy, has shaken all the social and political foundations of the world. What is unfortunate is that, by doing so, the classic humanitarian values have been suppressed, more than one might think.

These scholastics and Jesuits of the 20th century have robbed us of the flag of liberty in order to give it a modern touch-up. What they have not been able to conquer they have crushed. This accursed invasion, which has even affected the intellectual classes of the entire world, has transformed the meaning of the revolutionary mystique that represented the spearhead of anarchosyndicalism, and the workers camp has been seriously weakened as a result.

On the other hand, the anarchists have attempted to confront this situation by withdrawing into themselves and carrying out a witch-hunt against all those persons and things that are suspected of heresy. The result has been that new values have not arisen and that we continue to nourish ourselves on the legacy of the old masters. Unless this pernicious trend ceases and unless man recovers his sense of direction, it will be hard for libertarian syndicalism to once again make progress. Another factor of decline has been the invasion of all domains by the state. Social reform laws have brought many benefits to the workers but they have tranquilized their non-conformist spirit, intensified the process of their embourgeoisification within consumer society. Finally, industrialization, with its accompanying technocracy, has shattered the proletarian class into little pieces, transforming it into a scattering of categories, and it thus lost its unity. The anarchists have not yet found their tactical equilibrium within this constantly shifting context.

Published in Anthropos, no. 102, November 1989, pp. 26-35.

Translated from the Spanish in October-November 2013.

Source in spanish, Alasbarricadas

Republication from Libcom.org

Πηγή:eagainst.com

Διαβάστε σχετικά:Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού/ του Murray Bookchin / (μέρος πρώτο)

Το Φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού / του Murray Bookchin / (μέρος δεύτερο)

ΜΑΡΕΪ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ: ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936

Mερικές κριτικές σημειώσεις πάνω στο φάντασμα του Αναρχοσυνδικαλισμού του Μ.Μπούκτσιν

ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ *

Δείτε σχετικά:Αναρχία και αναρχοσυνδικαλισμός

Ο ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

 

 

 

Βιομηχανική κολλεκτιβοποίηση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης

phoca_thumb_l_kollektivbetrieb8[1]

Αν και ήταν στην ύπαιθρο όπου έλαβε χώρα η μεγαλύτερη αναρχική κοινωνικοποίηση, η επανάσταση έγινε στις μεγάλες και μικρές πόλεις. Σε αυτή την περίοδο σχεδόν 2 εκατομμύρια από τον συνολικό πληθυσμό των 24 εκατομμυρίων εργαζόταν στη βιομηχανία, 70% των οποίων συγκεντρωνόταν στην περιοχή της Καταλωνίας. Εκεί μέσα σε ώρες από τη φασιστική επίθεση οι εργάτες κατέλαβαν υπό τον έλεγχο τους 3000 επιχειρήσεις. Αυτό συμπεριλάμβανε όλες τις υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών, ναυσιπλοΐα, ηλεκτρικές και εταιρείες ενέργειας, εργασίες αερίου και νερού, εργοστάσια μηχανών και αυτοκινήτων, ανθρακωρυχεία, τσιμεντοβιομηχανίες, κλωστοϋφαντουργίες και βιομηχανίες χαρτιού, ηλεκτρικών και χημικών προϊόντων, εργοστάσια υαλοποιίας και αρωματοποιίας, τροφίμων και μπυραρίες.

Σε αυτές τις βιομηχανικές περιοχές έγιναν κάποιες από τις πρώτες κολλεκτιβοποιήσεις. Παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος κηρύχτηκε από την CNT γενική απεργία. Όμως μόλις τελείωσε η πρώτη περίοδος της σύγκρουσης ήταν καθαρό ότι το επόμενο ζωτικό βήμα ήταν η συνέχιση της παραγωγής. Πολλοί από τους αστούς που συμπαθούσαν τον Φράνκο μετά την ήττα των στρατιωτικών δυνάμεων το σκάσανε. Αμέσως τα εργοστάσια και τα εργαστήρια τους καταλήφθηκαν και λειτούργησαν από τους εργαζόμενους. Κάποιες άλλες μερίδες των αστών ήταν απρόθυμες να κρατήσουν τα εργοστάσια ανοιχτά και κλείνοντας τα προσπάθησαν να συνεισφέρουν έμμεσα στο στόχο του Φράνκο. Κλείνοντας τα εργοστάσια και τα εργαστήρια θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ανεργία και φτώχεια, που θα μπορούσε να βοηθήσει τον εχθρό. “Οι εργάτες το κατάλαβαν ενστικτωδώς, και ίδρυσαν σχεδόν σε όλα τα εργαστήρια, επιτροπές ελέγχου, που είχαν ως σκοπό να επιτηρούν την πρόοδο της παραγωγής, και να ελέγχουν την οικονομική θέση του ιδιοκτήτη κάθε εγκατάστασης. Σε πολλές περιπτώσεις, ο έλεγχος πέρασε γρήγορα από την επιτροπή ελέγχου, σε μία επιτροπή διαχείρισης, όπου ο εργοδότης συμμετείχε και αμοιβόταν με τον ίδιο μισθό. Με αυτόν τον τρόπο ένας αριθμός εργοστασίων και εργαστηρίων στην Καταλωνία πέρασε στα χέρια των εργατών, που συμμετείχαν σε αυτά.” [1]

Επίσης ήταν μεγάλης σημασίας να δημιουργηθεί χωρίς καθυστέρηση, η πολεμική βιομηχανία με σκοπό να τροφοδοτεί το μέτωπο και να ξανακινήσει το σύστημα μεταφορών προκειμένου πολιτοφύλακες και εφόδια να φτάνουν στο μέτωπο. Επομένως οι πρώτες απαλλοτριώσεις βιομηχανιών και δημόσιων υπηρεσιών έγιναν για να εξασφαλίσουν τη νίκη απέναντι στο φασισμό, με τους αναρχικούς αγωνιστές να αποκτούν πλεονέκτημα της κατάστασης, για να την σπρώξουν άμεσα προς τους σκοπούς της επανάστασης.

Ο ρόλος της CNT

Η κοινωνική επανάσταση μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή στο πλαίσιο της σχετικά μεγάλης ιστορίας της οργάνωσης και της κοινωνικής πάλης των εργατών στην Ισπανία. Η CNT που ήταν η κύρια δύναμη των κολλεκτιβοποιήσεων, υπήρχε από το 1910 και το 1936 μετρούσε 1.5 εκατομμύρια μέλη. Το αναρχικο-συνδικαλιστικό κίνημα υπήρχε στην Ισπανία από το 1870, και από τη γέννηση του ως τη (μερική) πραγματοποίηση του τελικού ιδανικού του κατά τη διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης, είχε μία ιστορία αδιάκοπης συμμετοχής στην έντονη κοινωνική πάλη – “μερικές και γενικές απεργίες, σαμποτάζ, δημόσιες διαμαρτυρίες, συσκέψεις, πάλη ενάντια στους απεργοσπάστες…, φυλακίσεις, μετατοπίσεις, δίκες, εξεγέρσεις, λοκ αουτς, μερικές ένοπλες ενέργειες (attentat)” [2].

Το 1936 οι αναρχικές ιδέες ήταν διάχυτες. Η κυκλοφορία αναρχικών εκδόσεων σε αυτή την εποχή δίνει μία ιδέα: υπήρχαν δύο αναρχικές καθημερινές εφημερίδες, μία στη Βαρκελώνη και μία στη Μαδρίτη, και οι δύο όργανα της CNT με κυκλοφορία μεταξύ 30 έως και 50 χιλιάδες φύλλα. Υπήρχαν περίπου 10 περιοδικά, πρόσθετα στις διάφορες αναρχικές επιθεωρήσεις με κυκλοφορίες πάνω από 70.000 κομμάτια. Σε όλα τα αναρχικά κείμενα, μπροσούρες και βιβλία, καθώς και σε κάθε σύσκεψη σωματείου ή ομάδας, συζητιόταν διαρκώς και συστηματικά το πρόβλημα της κοινωνικής επανάστασης. Επομένως η ριζοσπαστική φύση της ισπανικής εργατικής τάξης, πολιτικοποιημένης μέσω της πάλης και της αναμέτρησης, καθώς και η επιρροή των αναρχικών ιδεών σήμαινε ότι σε μία επαναστατική κατάσταση οι αναρχικοί μπορούσαν να έχουν μαζική λαϊκή υποστήριξη.

Στον πυρήνα της CNT υπήρχε μία μεγάλη δημοκρατική παράδοση. Οι αποφάσεις σε όλα τα τοπικά και άμεσα θέματα όπως οι μισθοί και οι συνθήκες ήταν στα χέρια των τοπικών μελών που συναντιόταν τακτικά στη γενική συνέλευση. Η αμοιβαία βοήθεια και η αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες ενθαρρυνόταν και τοποθετούνταν ως ο κύριος δρόμος για νικηφόρες απεργίες. Η CNT οργάνωνε όλους τους εργαζόμενους άσχετα με την ειδικότητα. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι ενθαρρυνόταν να διαμορφώσουν ένα γενικό σωματείο από τους τομείς σε κάθε συγκεκριμένη βιομηχανία, παρά χωριστά σωματεία για κάθε διαφορετική δουλειά. Τόσο η δημοκρατική παράδοση όσο και η βιομηχανική φύση της οργάνωσης των σωματείων επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις επαναστατικές κολλεκτίβες, που γενικά βγήκαν μέσα και σχηματίστηκαν από τα βιομηχανικά σωματεία που ήδη υπήρχαν.

Μία επίσης σημαντική πλευρά της CNT που μετρούσε στη δύναμη της επανάστασης ήταν η χρήση της άμεσης δράσης. “Η CNT πάντα υπερασπιζόταν “την άμεση δράση των εργαζόμενων” ως μέσο επίλυσης των διαφορών. Η πολιτική αυτή ενθάρρυνε την αυτο-εκτίμηση και την αυτοπεποίθηση στα σωματεία και τα μέλη τους – υπήρχε μία επικρατούσα κουλτούρα του “εάν θέλουμε κάτι να επιλυθεί πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας” [3] Τελικά η ομοσπονδιακή δομή της CNT που βασίστηκε στην τοπική αυτονομία και που δημιούργησε μία σταθερή αλλά επίσης υψηλά αποκεντρωτική μορφή, ενθάρρυνε την αυτοεκτίμηση και την πρωτοβουλία, απαραίτητες ιδιότητες που συνεισέφεραν τα μέγιστα στην επιτυχία της επανάστασης.

Ο Gaston Leval φωτίζει τη σημασία που είχε η κουλτούρας της άμεσης δημοκρατίας και η αυτοεκτίμηση μέσα στην επαναστατική κατάσταση, όταν συγκρίνει το ρόλο της CNT και αυτό της UGT στην κοινωνικοποίηση των σιδηρόδρομων. Περιγράφοντας τον υψηλά οργανωμένο, αποδοτικό και υπεύθυνο τρόπο με τον οποίο η βιομηχανία των σιδηροδρόμων μπήκε μέσα σε λίγες μέρες ξανά σε τροχιά κάτω από τον επαναστατικό έλεγχο γράφει: “Όλα αυτά επιτεύχθηκαν με τη μοναδική πρωτοβουλία του Συνδικάτου και των αγωνιστών της CNT. Οι άλλοι της UGT στους οποίους κυριαρχούσε ως στοιχείο το προσωπικό των διευθύνσεων είχαν παραμείνει παθητικοί, συνήθως μεταφέραν εντολές από πάνω, και περίμεναν. Όταν δεν ερχόταν ούτε εντολές ούτε αντιεντολές, και οι σύντροφοι μας προηγούνταν, αυτοί απλά ακολουθούσαν το ισχυρό ρεύμα που μετέφεραν μαζί τους.” [4]

Η ιστορία της πάλης και της οργάνωσης και η αναρχοσυνδικαλιστική φύση των σωματείων έδωσε στους αγωνιστές της CNT την αναγκαία εμπειρία της αυτοοργάνωσης και της πρωτοβουλίας, που όταν έφτασε ο καιρός μπορούσε να χρησιμοποιηθεί φυσικά και αποτελεσματικά στην αναδιοργάνωση της κοινωνίας με βάση τις αναρχικές γραμμές. “Είναι ξεκάθαρο, η κοινωνική επανάσταση που έλαβε χώρα τότε, δεν προήλθε από την απόφαση των ηγετικών οργανισμών της CNT… ξέσπασε αυθόρμητα, φυσικά, όχι… γιατί “ο λαός” γενικά έγινε ξαφνικά ικανός να κάνει θαύματα, χάρη στην επαναστατική θεώρηση που ξαφνικά τον ενέπνευσε, αλλά γιατί, και αξίζει να το επαναλαμβάνουμε, ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους υπήρχε μία μεγάλη μειονότητα, που ήταν δραστήρια, δυνατή, οδηγούμενη από το ιδανικό που συνέχιζε μέσα από την πάλη που ξεκίνησε από την εποχή του Μπακούνιν και της Πρώτης Διεθνούς” [5]

Η αναρχική δημοκρατία σε δράση μέσα στις κολλεκτίβες.

Οι κολλεκτίβες βασιζόταν στη εργατική αυτοδιαχείριση των εργασιακών χώρων. Ο Augustin Souchy γράφει: “Οι κολλεκτίβες που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιο ήταν οικονομικές ενώσεις των εργατών χωρίς ατομική ιδιοκτησία. Το γεγονός ότι τα κολλεκτιβίστικα εργοστάσια διαχειρίζονταν από αυτούς που τα δούλευαν δεν σήμαινε ότι αυτές οι εγκαταστάσεις έγιναν ατομική τους ιδιοκτησία. Η κολλεκτίβα δεν είχε κανένα δικαίωμα να πουλήσει ή να νοικιάσει οποιοδήποτε μέρος του κολλεκτιβοποιημένου εργοστασίου ή εργαστηρίου. Ο νόμιμος φύλακας ήταν η CNT η Εθνική Συνομοσπονδία των Εργατικών Ενώσεων. Αλλά ούτε η CNT είχε το δικαίωμα να κάνει ό,τι την ευχαριστούσε. Κάθε τι έπρεπε να αποφασίζεται και να επικυρώνεται από τους εργαζόμενους μέσω συνεδρίων και συσκέψεων.” [6]

Ακολουθώντας τη δημοκρατική παράδοση της CNT οι βιομηχανικές κολλεκτίβες είχαν μία από τα κάτω προς τα πάνω οργανωτική δομή εκπροσώπησης. Η βασική μονάδα λήψης αποφάσεων ήταν η συνέλευση των εργατών, που με τη σειρά της εξέλεγε τους εκπροσώπους για τη διαχείριση των επιτροπών που θα επιτηρούσαν την καθημερινή δραστηριότητα του εργοστασίου. Αυτές οι εκλεγμένες επιτροπές διαχείρισης εξουσιοδοτούνταν με το να φέρουν σε πέρας τις εντολές που αποφασιζόταν από τις συνελεύσεις και όφειλε να αναφέρεται πίσω και να λογοδοτεί στη συνέλευση των εργαζόμενων. Οι επιτροπές διαχείρισης επίσης επικοινωνούσαν τις παρατηρήσεις τους στην κεντρική επιτροπή διαχείρισης.

Γενικά, κάθε βιομηχανία είχε μία κεντρική επιτροπή διαχείρισης που απαρτιζόταν από εκπροσώπους από κάθε κλάδο εργασίας και εργαζόμενους αυτής της βιομηχανίας. Για παράδειγμα, στην κλωστοϋφαντουργία στην Alcoy υπήρχαν 5 γενικοί κλάδοι εργασίας: ύφανση, παραγωγή νήματος, πλέξιμο, εμπορία πλεκτών και λανάρισμα. Οι εργαζόμενοι σε κάθε μία από αυτές τις ειδικευμένες περιοχές εξέλεγαν έναν εκπρόσωπο να τους εκπροσωπεί στην ευρύτερη βιομηχανική επιτροπή διαχείρισης. Ο ρόλος αυτής της επιτροπής, που είχε επίσης και μερικούς ειδικούς- τεχνικούς, συμπεριλάμβανε την καθοδήγηση της παραγωγής σύμφωνα με τις οδηγίες που παίρναν από τις γενικές συνελεύσεις των εργατών, να συντάσσουν αναφορές και στατιστικές για την πρόοδο της εργασίας και να ασχολούνται με θέματα που αφορούν τα οικονομικά και τον συντονισμό. Με τα λόγια του Gustav Leval “Η γενική οργάνωση βρισκόταν για αυτό από τη μία πλευρά στην εργασία και από την άλλη στη συνθετική βιομηχανική δομή” [7]

Σε όλα τα στάδια, η γενική συνέλευση των εργαζόμενων του Συνδικάτου ήταν το τελικό σώμα λήψης των αποφάσεων. “όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τις γενικές συνελεύσεις των εργατών,…[που] τις παρακολουθούσαν ευρύτερα και γινόταν τακτικά.. εάν ένας διαχειριστής έκανε κάτι που η γενική συνέλευση δεν τον εξουσιοδότησε, εκθρονιζόταν στην επόμενη συνάντηση” [8] Οι αναφορές από τις διάφορες επιτροπές εξεταζόταν και συζητιόταν στις γενικές συνελεύσεις και τελικά εισαγόταν εάν η πλειοψηφία τις ενέκρινε για χρήση. “Δεν αντιμετωπίζαμε έτσι μία διευθυντική δικτατορία, αλλά μάλλον μία λειτουργική δημοκρατία, στην οποία οι ειδικευμένες εργασίες έπαιζαν το ρόλο τους, τον οποίο ρυθμίζαμε μετά από γενική εξέταση στη συνέλευση” [9]

Προχωρώντας για την Επανάσταση

Το στάδιο της ευρύτερης κοινωνικοποίησης της βιομηχανίας δεν έγινε μέσα σε μία νύχτα αλλά ήταν μία βαθμιαία και εξελικτική διαδικασία. Ούτε όλες οι βιομηχανικές κολλεκτίβες προχώρησαν με τον ίδιο τρόπο παντού, ο βαθμός κοινωνικοποίησης και η ακριβής μέθοδος ποίκιλλε από χώρο σε χώρο. Όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή, ενώ κάποιοι εργασιακοί χώροι καταλήφθηκαν άμεσα από τους εργαζόμενους, σε άλλους πήραν τον έλεγχο φτιάχνοντας πρώτα μία επιτροπή ελέγχου, που στόχευε στο να εξασφαλίσει τη συνέχιση της παραγωγής. Από αυτό το επόμενο φυσικό βήμα ήταν να καταληφθεί ο χώρος ολοκληρωτικά από τους εργαζόμενους.

Αρχικά, όταν η συνέχιση της παραγωγής ήταν το πιο πιεστικό καθήκον, υπήρχε μικρός τυπικός συντονισμός ανάμεσα στα διαφορετικά εργαστήρια και τις βιομηχανίες. Η έλλειψη συντονισμού δημιούργησε πολλά προβλήματα όπως σημειώνει ο Leval: “Οι τοπικές βιομηχανίες πήγαν μέσω βημάτων που υϊοθετήθηκαν σχεδόν καθολικά από την επανάσταση… Στην πρώτη φάση, οι επιτροπές προτείνονταν από τους εργαζόμενους που απασχολούνταν σε αυτές [στις οποίες ήταν οργανωμένες] Η παραγωγή και οι πωλήσεις συνέχιζαν σε κάθε μία. Αλλά σύντομα ήταν καθαρό ότι η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα εργοστάσια… δημιουργώντας αντιζηλίες που ήταν ασυμβίβαστες με την σοσιαλιστική και ελευθεριακή προοπτική. Έτσι η CNT λάνσαρε το σύνθημα: “όλες οι βιομηχανίες πρέπει να διακλαδίζονται με τα Συνδικάτα, απόλυτα κοινωνικοποιημένες, και το καθεστώς της αλληλεγγύης που έχουμε υπερασπίσει πρέπει να θεμελιωθεί μία και για πάντα.” [10]

Η ανάγκη να διορθωθεί αυτή η κατάσταση – που ενώ οι εργαζόμενοι είχαν πάρει τον έλεγχο των εργασιακών χώρων συχνά λειτουργούσαν ανεξάρτητα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους – και η ολοκλήρωση της διαδικασίας κοινωνικοποίησης για να αποφύγουμε τους κινδύνους των μερικά μόνο κολλεκτιβοποιήσεων ήταν ένα καθήκον που πολλοί εργάτες έντονα συνειδητοποιούσαν. Ένα μανιφέστο του Συνδικάτου της βιομηχανίας ξύλου που τυπώθηκε το Δεκέμβρη του 36 τονίζει την απουσία συντονισμού και αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργάτες των διαφορετικών βιομηχανιών και εργοστασίων θα οδηγούσε σε μία κατάσταση όπου οι εργάτες στις πιο ευνοημένες και επιτυχημένες βιομηχανίες θα γινόταν οι νέοι προνομιούχοι, αφήνοντας πίσω εκείνους χωρίς πρώτες ύλες στις δυσκολίες τους, και αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε στη δημιουργία δύο τάξεων: “των νέων πλούσιων και των πάντα φτωχών-φτωχών” [11]

Μπροστά σε αυτή την επίδραση έγιναν μεγάλες προσπάθειες από τις κολλεκτίβες να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα κέρδη αλλά και να μοιράζονται τις υπεραξίες κατά μήκος όλων των βιομηχανιών. Έτσι το παράδειγμα των τραμ της Βαρκελώνης, που ήταν ιδιαίτερα επιτυχές, συνεισέφερε οικονομικά στην ανάπτυξη των άλλων συστημάτων μεταφοράς στη Βαρκελώνη και τις βοήθησε με τις προσωρινές τους δυσκολίες. Υπήρχαν επίσης πολλές περιπτώσεις αλληλεγγύης κατά μήκος όλων των βιομηχανιών. Στην Alcoy, για παράδειγμα, όταν το Συνδικάτο τυπογραφίας, χάρτου και χαρτονιού είχε δυσκολίες τα υπόλοιπα 16 συνδικάτα που σχημάτιζαν την τοπική ομοσπονδία της Alcoy έδωσαν οικονομική βοήθεια, που κατέστησε ικανό το Συνδικάτο τυπογραφίας να επιβιώσει.

Ωστόσο το να φέρουν την αναρχική κοινωνία ένα βήμα κοντύτερα ήταν επίσης θέμα αποδοτικής βιομηχανικής οργάνωσης. Στο μανιφέστο που τυπώθηκε από το Συνδικάτο της βιομηχανίας ξύλου δηλωνόταν: “Το συνδικάτο ξύλου έχει θελήσει να προηγηθεί όχι μόνο κατά το δρόμο της επανάστασης, αλλά επίσης να προσανατολίσει την επανάσταση στα συμφέροντα της οικονομίας μας, της λαϊκής οικονομίας” [12] Τον Δεκέμβρη του 36 έγινε μία γενική συνέλευση των συνδικάτων, όπου αναλύθηκε η ανάγκη να αναδιοργανωθεί ολοκληρωτικά το μη αποδοτικό καπιταλιστικό βιομηχανικό σύστημα και να πιεστεί προς την ολική κοινωνικοποίηση. Η αναφορά της συνέλευσης δήλωνε:
«το βασικό ελάττωμα των μικρών βιοτεχνικών καταστημάτων είναι η τμηματοποίηση και η απουσία τεχνικής και εμπορικής προετοιμασίας. Αυτό αποτρέπει τον εκσυγχρονισμό και την σταθεροποίηση σε καλύτερες και αποδοτικότερες μονάδες παραγωγής, με καλύτερες λειτουργίες και συντονισμό… Για εμάς, η κοινωνικοποίηση πρέπει να διορθώσει αυτά τα ελαττώματα και τα συστήματα οργάνωσης σε κάθε βιομηχανία… Για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, πρέπει να σταθεροποιήσουμε τις διαφορετικές μονάδες κάθε κλάδου της βιομηχανίας σύμφωνα με το γενικό και οργανικό πλάνο που θα αποφύγει τον ανταγωνισμό και άλλες δυσκολίες που παρακωλύουν την καλή και αποδοτική οργάνωση της παραγωγής και της κατανομής…»[13]

Η προσπάθεια που έγινε για να τελειώσουν με τα μικρά, ανθυγιεινά και ακριβά εργαστήρια και εργοστάσια ήταν σημαντικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της βιομηχανικής κολλεκτιβοποίησης. Όπως και με την περίπτωση της καλλιέργειας της γης, ήταν αισθητό ότι με τη λειτουργία των εργαστηρίων και των εργοστασίων “η διάχυση των δυνάμεων αντιπροσώπευε μία τεράστια απώλεια ενέργειας, μία ανορθολογική χρήση ανθρώπινης εργασίας, μηχανών και πρώτων υλών, έναν άχρηστο διπλασιασμό των προσπαθειών” [14] Για παράδειγμα, στην πόλη του Granollers “Όλα τα είδη των πρωτοβουλιών που έτειναν να βελτιώσουν τη λειτουργία και τη δομή της τοπικής οικονομίας θα μπορούσαν να αποδοθούν στο …[συνδικάτο]. Επομένως σε ένα σύντομο διάστημα, εφτά κολλεκτιβοποιημένα κομμωτήρια στήθηκαν μέσω των προσπαθειών τους, αντικαθιστώντας έναν άγνωστο αριθμό παλιών εγκαταστάσεων. Όλα τα εργαστήρια και τα μικρά εργοστάσια στην παραγωγή παπουτσιών αντικαταστάθηκαν από μία μεγάλη βιομηχανία στην οποία χρησιμοποιούνταν μόνο οι καλύτερες μηχανές, και όπου έγιναν οι αναγκαίες υγειονομικές προβλέψεις για τους εργάτες. Παρόμοιες βελτιώσεις έγιναν στη μηχανική βιομηχανία όπου ένας μεγάλος αριθμός μικρών, σκοτεινών και πνιγερών χυτηρίων αντικαταστάθηκαν από μερικές μεγάλες μονάδες εργασίας στις οποίες ο αέρας και ο ήλιος περνούσαν ελεύθερα… η κοινωνικοποίηση πήγαινε χέρι-χέρι με τον εξορθολογισμό” [15]

barcelonapublictransitposterΗ δημιουργική οδήγηση απελευθερώνεται

Τα τραμ της Βαρκελώνης

Όπως και στην περίπτωση με τις κολλεκτίβες της υπαίθρου, η αυτοδιαχείριση των εργαζόμενων στις πόλεις συνοδεύτηκε με αξιοσημείωτες βελτιώσεις στις εργασιακές συνθήκες, στην παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα επιτεύγματα των τραμ της Βαρκελώνης. Μόλις πέντε μέρες μετά τη λήξη των συγκρούσεων, οι γραμμές των τραμ είχαν καθαριστεί και επιδιορθωθεί και εφτακόσια τραμ, δηλαδή εκατό παραπάνω από τα συνήθη εξακόσια, εμφανίστηκαν στο δρόμο, όλα βαμμένα διαγώνια με τα κοκκινόμαυρα χρώματα των CNT-FAI. Η τεχνική οργάνωση των τραμ και η κυκλοφοριακή λειτουργία βελτιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό, νέα συστήματα ασφάλειας και σηματοδότησης εισήχθησαν και οι γραμμές του τραμ ενισχύθηκαν. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κολλεκτιβοποίησης των τραμ ήταν η απόλυση των υψηλόμισθων στελεχών της εταιρείας, γεγονός που επέτρεψε στην κολλεκτίβα να μειώσει τα εισιτήρια των επιβατών. Οι μισθοί πλησίασαν τη βασική ισοτιμία με τους ειδικευμένους εργαζόμενους, που κέρδιζαν μία πεσέτα επιπλέον από τους ανειδίκευτους. Οι εργασιακές συνθήκες βελτιώθηκαν πάρα πολύ, με τους εργαζόμενους να εφοδιάζονται με καλύτερες ανέσεις, και μερικές νέες δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες οργανώθηκαν που δεν εξυπηρετούσαν μόνο τους εργαζόμενους των τραμ αλλά και τις οικογένειες τους.

Η κοινωνικοποίηση της Ιατρικής

Η κοινωνικοποίηση της ιατρικής ήταν ένα ακόμα διακεκριμένο επίτευγμα της επανάστασης. Μετά τη 19η Ιουλίου το θρησκευόμενο προσωπικό που είχε διευθύνει τις υπηρεσίες υγιεινής εξαφανίστηκε μέσα σε μία νύχτα από τα νοσοκομεία, τα φαρμακεία και άλλους φιλανθρωπικούς θεσμούς, κάνοντας αναγκαία την άμεση βελτίωση νέων μεθόδων οργάνωσης. Μπροστά σε αυτή την επίδραση δημιουργήθηκε το Συνδικάτο των Υγειονομικών Υπηρεσιών στη Βαρκελώνη το Σεπτέμβριο του 1936. Μέσα σε μερικούς μήνες είχε 7000 ειδικευμένα ιατρικά επαγγελματικά μέλη, πάνω από 1000 ήταν γιατροί διαφορετικών ειδικοτήτων. Εμπνευσμένο από το μεγάλο κοινωνικό ιδανικό ο σκοπός του Συνδικάτου ήταν να αναδιοργανώσει ουσιαστικά ολόκληρη την πρακτική της ιατρικής και των υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Το Συνδικάτο ήταν μέρος της Εθνικής Ομοσπονδίας για τη Δημόσια Υγεία, ένα τμήμα της CNT που το 1937 είχε 40.000 μέλη.

Η περιοχή της Καταλωνίας χωρίστηκε σε 35 κέντρα μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας, εξαρτώμενων από την πυκνότητα του πληθυσμού, με ένα τέτοιο τρόπο που κανένα χωριό ή χωριουδάκι να μην είναι χωρίς υγειονομική προστασία ή ιατρική φροντίδα. Σε ένα χρόνο, στη Βαρκελώνη μόνο, έξι νέα νοσοκομεία δημιουργήθηκαν, συμπεριλαμβάνοντας δύο στρατιωτικά για τις πολεμικές απώλειες. Εννέα νέα σανατόρια εγκαταστάθηκαν σε απαλλοτριωμένες ιδιοκτησίες σε διαφορετικά μέρη της Καταλωνίας. Ενώ πριν την επανάσταση οι γιατροί συγκεντρωνόταν σε πλούσιες περιοχές, τώρα στέλνονταν όπου ήταν περισσότερο απαραίτητοι.

Εργοστάσια και εργαστήρια

Στα εργοστάσια επίσης έγιναν μεγάλες καινοτομίες. Πολλοί εργασιακοί χώροι, με τον έλεγχο των εργαζόμενων, μετατράπηκαν σε παραγωγή πολεμικού υλικού για τα αντιφασιστικά στρατεύματα. Αυτή ήταν η περίπτωση της μεταλλοβιομηχανίας στην Καταλωνία που ανοικοδομήθηκε ολοκληρωτικά. Μόνο μερικές μέρες μετά τη 19η Ιουλίου, για παράδειγμα, η αυτοκινοτοβιομηχανία Hispano-Suiza μετατράπηκε σε εργοστάσιο για θωρακισμένα αυτοκίνητα, ασθενοφόρα, όπλα, και πυρομαχικά για το πολεμικό μέτωπο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η οπτική βιομηχανία η οποία δεν υπήρχε πριν τη βιομηχανία. Τα μικρά διασκορπισμένα εργαστήρια που υπήρχαν πριν μετατράπηκαν εθελοντικά σε μία κολλεκτίβα που κατασκεύασε ένα νέο εργοστάσιο. “Σε μικρό χρόνο το εργοστάσιο παρήγαγε γυαλιά για την όπερα, κυάλια, τηλέμετρα, όργανα έρευνας, βιομηχανικό γυαλί σε διαφορετικά χρώματα, και ειδικά επιστημονικά όργανα. Επίσης κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε οπτικό εξοπλισμό για το μέτωπο… ότι είχαν αποτύχει οι καπιταλιστές να κάνουν, κατορθώθηκε από τη δημιουργική ικανότητα των μελών του Σωματείου των Οπτικών εργαζόμενων της CNT” [16]

Ένα καλό παράδειγμα του επιπέδου μερικών βιομηχανικών κολλεκτίβων είναι η κλωστοϋφαντουργία, που λειτουργούσε αποδοτικά και απασχολούσε “σχεδόν το ένα τέταρτο ενός εκατομμυρίου κλωστοϋφαντουργών σε εργοστάσια διασκορπισμένα σε έναν αριθμό πόλεων… Η κολλεκτιβοποίηση της κλωστοϋφαντουργίας θρυμμάτισε μια και για πάντα το μύθο ότι οι εργάτες ήταν ανίκανοι να διαχειριστούν μία μεγάλη και πολύπλοκη εταιρεία.” [17]

Ένα από τα πρώτα βήματα προς την οικοδόμηση μίας αναρχικής κοινωνίας είναι η ισοστάθμιση των μισθών. Αυτό είναι αναγκαίο για να μπει ένα τέλος με τις διαιρέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη, διαιρέσεις που υπηρετούν μόνο στην αποδυνάμωση της τάξης ως σύνολο. Στις βιομηχανικές κολλεκτίβες αυτό δεν συνέβαινε αμέσως και υπήρχαν αρκετές φορές σχετικά μικρές διαφορές στους μισθούς ανάμεσα στους τεχνικούς και τους ειδικευμένους εργάτες. Οι μισθοί αποφασίζονταν από τους ίδιους τους εργάτες στις γενικές συνελεύσεις των Συνδικάτων. Συχνά οι διαφορές στους μισθούς ανάμεσα στους εργάτες με τεχνική ευθύνη και αυτούς χωρίς, αποφασιζόταν από την πλειοψηφία των εργατών ως ένα προσωρινό μέτρο για να αποφύγουν σε αυτό το στάδιο της επανάστασης τις προκλητικές διαμάχες, και να εξασφαλίσουν με κάθε κόστος την ομαλή λειτουργία της παραγωγής. Οι υψηλόμισθοι διευθυντές ωστόσο απολύθηκαν, και στα πρώην αφεντικά δόθηκε η επιλογή ή να φύγουν ή να δουλέψουν ως κανονικοί εργάτες, το οποίο συχνά αποδεχόταν.

Οι βιομηχανίες, με το ατομικό κέρδος ως παράγοντα υποκίνησης στην οργάνωση της βιομηχανίας να έχει χαθεί, μπορούσαν να αναδιοργανωθούν με πιο αποδοτικό και ορθολογικό τρόπο. Για παράδειγμα υπήρχαν πολλοί σταθμοί ηλεκτρικών γεννητριών διασκορπισμένων σε ολόκληρη την Καταλωνία που παρήγαγαν μικρά και ασήμαντα αποτελέσματα και οι οποίοι, αν και προσαρμοζόταν στα ιδιωτικά συμφέροντα, δεν ήταν στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος. Το σύστημα ηλεκτροδότησης αναδιοργανώθηκε πλήρως με μερικούς από τους μη αποδοτικούς σταθμούς να κλείνουν. Αυτό σήμαινε τελικά ότι η εξοικονόμηση εργασίας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για βελτιώσεις όπως η κατασκευή ενός φράγματος κοντά στο Flix από 700 εργάτες, που προέκυψαν από την αξιοσημείωτη αύξηση της προσφερόμενης ενέργειας.

Συμμετοχή των γυναικών στις κολλεκτίβεςMujeres-Libres-CNT-Mujeres-Vuestra-familia-la-constituyer-todos-los-luchadores-de-la-Libertad

Μία από τις κύριες αλλαγές κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν η μεγάλη εισαγωγή γυναικών στην εργασία. Η CNT άρχισε να ωθεί σοβαρά τη συνδικαλιστικοποίηση των γυναικών εργατριών. Στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία, καταργήθηκε η δουλειά με το κομμάτι για τις γυναίκες και η εργασία στο σπίτι ενσωματώθηκε στα εργοστάσια, κάτι που γενικά σήμαινε βελτίωση των μισθών και των ωρών εργασίας. Ωστόσο η ευθύνη της φροντίδας των παιδιών και του σπιτιού είχε μείνει ακόμα στις γυναίκες και πολλές έβρισκαν δύσκολο να εξισορροπήσουν τους πολλαπλούς τους ρόλους. Μερικές φορές η φροντίδα των παιδιών παρεχόταν από τις κολλεκτίβες. Για παράδειγμα, τα σωματεία ξύλου και οικοδομής στη Βαρκελώνη κατασκεύασαν μία περιοχή ψυχαγωγίας με πισίνα, και μετέτρεψαν επίσης μία εκκλησία σε κέντρο καθημερινής φροντίδας και σχολείο για τα παιδιά των εργατών.

Οι Mujeres Libres, η αναρχική οργάνωση των γυναικών, οργανώθηκε σε secciones de trabajo (τομείς εργασίας ) με ευθύνες για συγκεκριμένα σωματεία και βιομηχανίες που συνεργαζόταν με σχετικά συνδικάτα της CNT. Αυτοί οι τομείς εργασίας βοήθησαν να φτιαχτούν κέντρα παιδικής φροντίδας σε εργοστάσια και εργαστήρια καθώς και να λειτουργήσουν σχολεία και προγράμματα εκπαίδευσης (μαθητείας) για να προετοιμάσουν τις γυναίκες για εργασία σε βιομηχανίες. Τα προγράμματα μαθητείας βοήθησαν στην πρόσβαση στην εργασία των γυναικών που είχαν πριν περιοριστεί από τους άντρες τους. Για παράδειγμα, μία από τις πρώτες γυναίκες που οδήγησαν τραμ στη Βαρκελώνη περιγράφει την εργασία της: “έπαιρναν τους ανθρώπους ως μαθητευόμενους, μηχανικούς και οδηγούς, και μας μάθαιναν τι να κάνουμε. Εάν έβλεπες μόνο τα πρόσωπα των επιβατών [όταν έβλεπαν γυναίκες οδηγούς], σκεφτόμουν τους συντρόφους στη μεταφορά, που ήταν τόσο ευγενικοί και συνεργάσιμοι μαζί μας, κυριολεκτικά τους κλωτσούσαν έξω.” [18]

Ωστόσο δεν είναι αλήθεια να πούμε ότι οι γυναίκες στις βιομηχανικές κολλεκτίβες πέτυχαν ισότητα με τους άνδρες. Οι διαφορές στους μισθούς ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες συνέχισαν να υπάρχουν. Επίσης εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνταν στις εργοστασιακές επιτροπές και σε άλλες εκλέξιμες θέσεις μέσα στις κολλεκτίβες. Η συνέχιση των παραδοσιακών οικιακών ρόλων των γυναικών ήταν χωρία αμφιβολία ένας από τους παράγοντες, που συνεισέφεραν στην αποτροπή της ενεργότερης συμμετοχής των γυναικών στις κολλεκτίβες και εκείνα τα θέματα, καθώς και άλλα που επιδρούσαν στις γυναίκες πιο συγκεκριμένα (όπως η άδεια μητρότητας) δεν είχαν προτεραιότητα. Αν και μεγάλοι αριθμοί γυναικών εισήχθησαν στην εργατική δύναμη κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ισότιμη συμμετοχή στην πληρωμένη εργατική δύναμη δεν επιτεύχθηκε γιατί επίσης η αναρχοσυνδικαλιστική οπτική της κοινωνικής οργάνωσης βασιζόταν στην εργατική δύναμη, και οι άνθρωποι έξω από τις βιομηχανικές κολλεκτίβες αποκλείστηκαν αποτελεσματικά από τις κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες λήψεις των αποφάσεων.

Δυσκολίες και Αδυναμίες

Περιορισμοί

Η επανάσταση στην ύπαιθρο ήταν πιο προχωρημένη από τις κολλεκτιβοποιήσεις που έλαβαν χώρα στις βιομηχανικές περιοχές. Πολλές από τις αγροτικές κολλεκτίβες πέτυχαν να φτάσουν το στάδιο του ελευθεριακού κομμουνισμού, λειτουργώντας με την αρχή “από τον καθένα ανάλογα με την ικανότητα του στον καθένα σύμφωνα με την ανάγκη του” Τόσο η κατανάλωση όσο και η παραγωγή κοινωνικοποιήθηκαν. “Σε αυτές δε συναντούσες διαφορετικά υλικά στάνταρντ της ζωής ή ανταμοιβές, ούτε συγκρουόμενα συμφέροντα περισσότερο ή λιγότερο χωρισμένων ομάδων” [19] Αυτό δε συνέβαινε με την περίπτωση της κολλεκτιβοποίησης στους χώρους εργασίας μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, στους εργάτες που λειτουργούσαν εργοστάσια, και πωλούσαν αγαθά και μοιραζόταν τα κέρδη. Αυτό οδήγησε τον Gastov Leval να περιγράψει τις βιομηχανικές κολλεκτίβες ως ένα είδος “εργαζόμενων νεο-καπιταλιστών, μία αυτοδιαχείριση που πατούσε στις δύο βάρκες καπιταλισμού και σοσιαλισμού, που υποστηρίζουμε ότι δεν θα είχε συμβεί εάν η επανάσταση δεν ήταν ικανή να επεκταθεί εξ ολοκλήρου κάτω από την καθοδήγηση των Συνδικάτων” [20]

Τι έγινε…?

Η επανάσταση ωστόσο, ήταν ανίκανη να επεκταθεί λόγω του γεγονότος ότι ενώ η βάση είχε τον έλεγχο των εργοστασίων και επεδίωκε την εργασία της κοινωνικοποίησης, υπήρχε η αποτυχία να σταθεροποιήσει εκείνα τα οφέλη πολιτικά. Αντί την κατάργηση του κράτους στο ξέσπασμα της επανάστασης, όταν χάθηκε η αξιοπιστία του και υπήρχε μόνο στο όνομα, του επιτρέψαν να συνεχίσει να υπάρχει, με την ταξική συνεργασία της ηγεσίας της CNT (στο όνομα της αντιφασιστικής ενότητας) δανείζοντας του νομιμοποίηση. Επομένως υπήρχε μία περίοδο δυαδικής εξουσίας, όπου οι εργαζόμενοι είχαν το μεγάλο στοιχείο ελέγχου στις βιομηχανίες και τους δρόμους αλλά όπου το κράτος ήταν αργά ικανό να ανοικοδομήσει την βάση της εξουσίας μέχρι να μπορέσει να κινηθεί ενάντια στην επανάσταση και να πάρει την εξουσία πίσω. Τα οικονομικά ελαττώματα της επανάστασης: το γεγονός ότι το οικονομικό σύστημα δεν είχε κοινωνικοποιηθεί, ότι η κολλεκτιβοποίηση δεν είχε ενοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο, ότι οι βιομηχανικές κολλεκτίβες δεν προχώρησαν παραπέρα, στην καλύτερη, ο συντονισμός στο επίπεδο της βιομηχανίας, συνδεόταν ανεξήγητα με αυτό το κύριο πολιτικό λάθος και την προδοσία των αναρχικών αρχών.

Προκειμένου να επιτευχθεί ο ελευθεριακός κομμουνισμός με την παραγωγή να βασίζεται στην ανάγκη και την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής καθώς και αυτό που παράγεται ήταν αναγκαίο να αντικαταστήσει ολόκληρο το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα με μία εναλλακτική κοινωνικοποιημένη οικονομία βασισμένη στην ομοσπονδιακή ενότητα όλης της εργατικής δύναμης, όπως και ένας τρόπος να παίρνονται συλλογικές αποφάσεις για ολόκληρη την οικονομία. Αυτό απαιτούσε την εγκατάσταση εργατικών συνεδρίων και μία ομοσπονδιακή δομή συντονισμού που θα μπορούσε να ενοποιήσει τις κολλεκτίβες όλης της χώρας και θα επέτρεπε τον αποδοτικό συντονισμό και σχεδιασμό της οικονομίας ως όλου. Αυτό το νέο σύστημα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης πρέπει να αντικαταστήσει την κυβέρνηση και την καπιταλιστική οικονομίας της αγοράς. Όπως έλεγε ο Κροπότκιν “μία νέα μορφή οικονομικής οργάνωσης αναγκαστικά απαιτεί μία νέα μορφή πολιτικής δομής” [21] Ωστόσο, όσο η καπιταλιστική πολιτική δομή – η κρατική εξουσία – παρέμενε, η νέα οικονομική οργάνωση δεν μπορούσε να αναπτυχθεί και ο ολικός συντονισμός της οικονομίας παρέμεινε στάσιμος.

Η αντεπανάσταση

Οι βιομηχανικές κολλεκτίβες παρεμποδίστηκαν να προχωρήσουν με τον ίδιο τρόπο όπως οι αγροτικές κολλεκτίβες “ως συνέπεια των αντιφατικών παραγόντων και της αντίθεσης που δημιουργήθηκε από τη συνύπαρξη κοινωνικών ρευμάτων που προερχόταν από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.” [22] Στη βιομηχανική πόλη της Alcoy, για παράδειγμα, όπου τα Συνδικάτα είχαν κερδίσει άμεσα τον έλεγχο όλων των βιομηχανιών χωρίς εξαίρεση, η οργάνωση της παραγωγής ήταν ιδανική. Ωστόσο ο Leval σημειώνει: “το αδύνατο σημείο ήταν, όπως και σε άλλους τόπους, η οργάνωση της διανομής. Χωρίς την αντίθεση των εμπόρων και των πολιτικών κομμάτων, που όλοι τρόμαξαν από τον κίνδυνο της συνολικής κοινωνικοποίησης, που θα ανταγωνιζόταν αυτό “το επίσης επαναστατικό” πρόγραμμα, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι καλύτερο… Οι σοσιαλιστές, δημοκρατικοί και κομμουνιστές πολιτικοί έψαχναν ενεργά να βρουν τρόπο να αποτρέψουν την επιτυχία μας, αλλά και να αποκαταστήσουν την παλιά τάξη ή έστω να διατηρήσουν ό,τι είχε απομείνει από αυτή.” [23] Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις ήταν ικανές να ενώσουν την αντεπίθεση τους στις επαναστατικές αλλαγές που γινόταν στην Ισπανία χρησιμοποιώντας την εξουσία του κράτους για να επιτεθούν στις κολλεκτίβες. Από την αρχή το Κράτος παρέμεινε στον έλεγχο κάποιων πηγών, όπως τα αποθέματα χρυσού της χώρας. Μέσω του ελέγχου των αποθεμάτων χρυσού και τη μονοπώληση της πίστωσης από το Ρεπουμπλικανικό κράτος ήταν ικανό να παίρνει πλευρές της οικονομίας από τον έλεγχο της εργατικής τάξης και επομένως να υπονομεύει την εξέλιξη της επανάστασης.

Προκειμένου να κερδίσει τον έλεγχο πάνω στις κολλεκτίβες, να μειώσει το σκοπό τους και να αντιτεθεί στις κινήσεις της εργατικής τάξης στην κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης και της συνολικής ρύθμισης της από τα κάτω, το Καταλανικό κράτος θέσπισε το Διάταγμα Κολλεκτιβοποίησης του Οκτωβρίου του 1936. Το διάταγμα που “νομιμοποιούσε” τις κολλεκτίβες, τις απέτρεψε από το να αναπτυχθούν ελεύθερα προς τον ελευθεριακό κομμουνισμό μέσω της υποχρέωσης κάθε εργαστηρίου και κάθε εργοστασίου να πουλάει αυτό που παρήγαγε ανεξάρτητα. Το κράτος προσπάθησε να ελέγξει τις κολλεκτίβες μέσω του διατάγματος δημιουργώντας επιτροπές διαχείρισης που ήταν υπόλογες στο Υπουργείο Οικονομίας. Το διάταγμα επίσης επέτρεπε μόνο στα εργοστάσια πάνω των 100 εργαζόμενων να κολλεκτιβοποιηθούν.

Όπως ειπώθηκε νωρίτερα, οι αγωνιστές της CNT πάλεψαν ενάντια σε αυτό το σύστημα και για μεγαλύτερο συντονισμό ανάμεσα στους εργασιακούς χώρους. Στον τύπο και στις συναντήσεις τους στα σωματεία τους και τις κολλεκτίβες εργαζόταν να πείσουν τους συναδέλφους τους για τους κινδύνους της μερικής κολλεκτιβοποίησης, της αναγκαιότητας να κρατήσουν τον έλεγχο της παραγωγής συνολικά στα δικά τους χέρια και της εξάλειψης της εργατικής γραφειοκρατίας που το διάταγμα “κολλεκτιβοποίησης” προσπαθούσε να δημιουργήσει. Οι προσπάθειες τους ήταν μερικά επιτυχημένες, και η βιομηχανική κολλεκτίβα έτεινε προς μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση. Ωστόσο υπέφεραν τόσο από την αυξανόμενη δυσκολία να εξασφαλίσουν πρώτες ύλες όσο και από τις συνεχόμενες αντεπαναστατικές επιθέσεις. Έγιναν προσπάθειες να σαμποταριστεί η λειτουργία των κολλεκτίβων. Αυτό συμπεριλάμβανε εσκεμμένες διαλύσεις των ανταλλαγών μεταξύ πόλης και υπαίθρου και τη συστηματική άρνηση εργατικού κεφαλαίου και πρώτων υλών σε πολλές κολλεκτίβες, ακόμα και σε πολεμικές βιομηχανίες, μέχρι να συμφωνήσουν να μπουν κάτω από κρατικό έλεγχο.

Το Μάιο του 37, ξέσπασαν οδομαχίες όταν τα κυβερνητικά στρατεύματα κινήθηκαν ενάντια στις κολλεκτίβες των πόλεων, όπως αυτή της τηλεφωνίας που έλεγχε η CNT στη Βαρκελώνη. Τον Αύγουστο του 1938, όλες οι σχετικές με τον πόλεμο βιομηχανίες τέθηκαν κάτω από τον πλήρη κυβερνητικό έλεγχο.

“Σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι κολλεκτίβες υπονομεύθηκαν, υπήρχαν ουσιαστικές πτώσεις τόσο την παραγωγή όσο και στο ηθικό: ένας παράγοντας που σίγουρα συνεισέφερε στην τελική ήττα της Ισπανικής Δημοκρατίας από τις φρανκικές δυνάμεις το 1939” [24]

Συμπέρασμα

Παρά τους περιορισμούς της βιομηχανικής επανάστασης στην Ισπανία, φάνηκε καθαρά ότι η εργατική τάξη είναι ικανή να λειτουργήσει εργοστάσια, εργαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες χωρίς τα αφεντικά ή τους διευθυντές να τους καθοδηγούν. Αποδείχτηκε ότι οι αναρχικές μέθοδοι οργάνωσης, με αποφάσεις που παίρνονται από τα κάτω προς τα πάνω, μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία συμπεριλαμβανόμενου του συντονισμού χιλιάδων εργατών σε πολλές διαφορετικές μικρές και μεγάλες πόλεις. Η επανάσταση επίσης μας δίνει μια ματιά στη δημιουργική και κατασκευαστική δύναμη των απλών ανθρώπων όταν έχουν τον έλεγχο πάνω στις ζωές τους. Η Ισπανική εργατική τάξη όχι μόνο κράτησε την παραγωγή μέσα στον πόλεμο αλλά σε πολλές περιπτώσεις την αύξησε μέσα από τη διαχείριση της. Βελτίωσαν τις εργατικές συνθήκες και δημιούργησαν νέες τεχνικές και διαδικασίες στους εργασιακούς χώρους. Δημιούργησαν από το τίποτα, μία πολεμική βιομηχανία χωρίς την οποία ο πόλεμος ενάντια στον φασισμό δεν θα μπορούσε να γίνει. Η επανάσταση έδειξε επίσης ότι χωρίς τον ανταγωνισμό που θρέφεται από τον καπιταλισμό, η βιομηχανία μπορεί να τρέξει με πολύ πιο ορθολογικό τρόπο. Τελικά φανέρωσε πως η οργανωμένη εργατική τάξη εμπνευσμένη από ένα μεγάλο ιδανικό έχει τη δύναμη να μετασχηματίσει την κοινωνία.

Σημείωσεις – Αναφορές

(1) Gaston Leval, Collectives in Spain,
http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/leval/collectives.html επίσης μπορεί να ανακτηθεί και από το http://libcom.org/library/collectives-spanish-revolution-gaston-leval
(2) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ. 2, σελ 54.
(3) Kevin Doyle, The Revolution in Spain, http://www.struggle.ws/talks/spain_feb99.html
(4) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 12, σελ 254
(5) ο.π, κεφάλαιο 4,σελ 80.
(6) Flood et al, Augustin Souchy στο.. I.8.3,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci83

(7) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 11, σελ 234.
(8) Robert Alexander στο the Anarchist FAQ, I.8.3,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci83

(9) Gaston Leval, Collectives in Spain,

http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/leval/collectives.html

(10) Gaston Leval στο the anarchist FAQ, I.8.4
(11) From the Manifesto of the CNT Syndicate of the wood industry, απόσπασμα στο Collectives in
the Spanish Revolution, Gaston Leval, Freedom Press, 1975, κεφ 11, σελ 231.
(12) ο.π, κεφ 11, σελ 230.
(13) Παρατίθεται από Souchy, στο the Anarchist FAQ, section I.8.3,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci83

(14) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 12, σελ 259
(15) ο.π, κεφ 13, σελ 287.
(16) The Anarchist Collectives: Workers’ Self-management in the Spanish Revolution, 1936-
1939, επιμ. Sam Dolgoff, Free Life Editions, 1974, κεφ 7.

http://www.struggle.ws/spain/coll_innov.html

(17) Augustin Souchy, Collectivization in Catalonia, http://www.struggle.ws/spain/coll_catalonia_ dolgoff.html
(18) Pura Perez Arcos στο Martha A. Ackelsberg, Free Women of Spain, anarchism and the struggle for the emancipation of women, Indiana University Press, 1991, κεφ 5, σελ 125.
(19) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ. 11, σελ 227.
(20) ο.π, κεφ 11, σελ 227.
(21) Kropotkin στο the anarchist FAQ, I.8.14,

http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci814

(22) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, κεφ 11, σελ 227
(23) ο.π, κεφ 11, σελ 239.
(24) Lucien Van Der Walt, The Collectives in Revolutionary Spain, http://www.struggle.ws/spain/coll_l.html

του Deirdre Hogan

το κείμενο στα αγγλικά, στο libcom.org

Μετάφραση – επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Αναδημοσίευση από autopoiesis.squat.gr

Πηγή: Eagainst.com

ΜΑΡΕΪ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ: ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936

images(Ο δεύτερος ιστορικός πλους των εκδόσεων Βιβλιοπέλαγος)

 TOY Μ. Κορακιανίτη

Όταν έχεις να κάνεις με ένα επαναστατικό κίνημα, όπως το ισπανικό αναρχικό κίνημα που για ένα χρονικό διάστημα 68 ετών (τα χρόνια που ο Μάρεϊ Μπούκτσιν χαρακτηρίζει «ηρωικά) προετοίμαζε καθημερινά στα έγκατα της κοινωνίας την τελική του έφοδο, δεν νομίζω ότι έχει τόση σημασία να εμμείνεις στην ήττα αυτού του κινήματος και στα αίτιά της.

Για να καταλάβουμε πόσο αφοσιωμένοι ήταν οι ισπανοί εργάτες {για παράδειγμα στη «μαύρη» (καθαρά αναρχική) Σαραγόσα} στην Ιδέα , δηλαδή στο σχέδιο ανατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας, αρκεί να παραθέσουμε το σχόλιο του άγγλου ιστορικού Ρεϊμόντ Καρ ο οποίος υπογράμμιζε ότι «οι απεργίες χαρακτηρίζονταν από την περιφρόνηση απέναντι στα οικονομικά αιτήματα και από τη δύναμη της επαναστατικής τους αλληλεγγύης: οι απεργίες για τους φυλακισμένους συντρόφους ήταν πιο δημοφιλείς από τις απεργίες για καλύτερες συνθήκες».

Όταν η CNT είχε φτάσει να απαριθμεί ένα εκατομμύριο μέλη, βρισκόταν ήδη κάτω από την ανεξίτηλη επίδραση των αναρχικών της FAI και παρόλο που αυτοί οι τελευταίοι δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα χιλιάδες και παρόλο που από το ένα εκατομμύριο μέλη της αναρχοσυνδικαλιστικής ομοσπονδίας μόνο ένας περιορισμένος αριθμός μελών θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποφασισμένοι αναρχικοί αγωνιστές, η CNT βρισκόταν κάτω από την άμεση επιρροή των αναρχοκομμουνιστικών, αντικρατιστικών, αποκεντρωτικών και αμεσοδημοκρατικών ιδεών και στην πράξη λειτουργούσε σε εντυπωσιακό βαθμό μέσα από αντιεξουσιαστικές δομές.

Σε ό,τι αφορά την ήττα αυτού του ζωντανού, σύνθετου κινήματος με το διαρκή ανταγωνισμό, διασταύρωση κι ώσμωση ανάμεσα στις «μεταρρυθμιστικές» και «ανατρεπτικές» κατευθύνσεις, ο Μπούκτσιν. στον πρόλογο του βιβλίου του για τους ισπανούς αναρχικούς αναφέρει: « ..η αλήθεια είναι ότι δεν έφταιγε η οργάνωση ή το πρόγραμμα τους για την ήττα τους, αλλά η αναποφασιστικότητα των αυτοχρισμένων «ηγετών» τους, για να μην αναφερθώ στις καλά εξοπλισμένες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις που ρίχτηκαν στη μάχη εναντίον τους, συμπεριλαμβανομένων των μισθοφορικών μαυριτανικών στρατευμάτων και της ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων που είχαν τρομακτική προϊστορία μαζικών εκτελέσεων στη Βόρεια Αφρική και αργότερα στην Ισπανία.»

Επειδή όταν αναφερόμαστε στον ισπανικό αναρχισμό ως περίοδο ηρωική, επαναστατικής έξαρσης, έχουμε στο νου μας τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ 1936-1939, κάνει εντύπωση η εξομολόγηση του Μπούκτσιν στον πρόλογο του βιβλίου. Γράφει «δεν έγραψα το δεύτερο τόμο αυτού του βιβλίου με θέμα τον εμφύλιο πόλεμο όπως αρχικά είχα την πρόθεση, καθώς μου έγινε σαφές ότι η ηγεσία της CNT-FAI υπέστη έναν τραγικό ξεπεσμό τόσο στις αρχές όσο και στην πρακτική της μετά από το τέλος του καλοκαιριού του 1936. Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον ο αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός στην Ισπανία είχαν φτάσει στα πιο εκπληκτικά και ηρωικά ύψη στην προ του 1936 ιστορία τους..». Προφανώς ο Μπούκτσιν αναφέρεται σε αυτό που ένας άλλος αναρχικός μελετητής της ισπανικής επανάστασης, ο Άγγλος Βέρνον Ρίτσαρντς, (Διδάγματα από την Ισπανική Επανάσταση, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος), περιγράφει σαν ροπή της ηγεσίας της CNT σε ορισμένες περιστάσεις να εγκαταλείπει τις αρχές χάριν της τακτικής.

Σε αυτό το σημείο εντούτοις αξίζει να σημειώσουμε ότι οι αναρχικοί στην Ισπανία είχαν στην κυριολεξία αλλεργία με εκείνους τους συντρόφους, συνδικαλιστές για παράδειγμα, που τύχαινε να καταλαμβάνουν νευραλγικές, υπεύθυνες, θέσεις- και γι’ αυτό πίστευαν στη διαρκή παρακολούθηση αυτών των συντρόφων και στο διαρκή έλεγχό τους από τα κάτω. Είναι από αυτήν την άποψη χαρακτηριστική η κριτική ενός αναρχοσυνδικαλιστή του Μπουενακάσα, ο οποίος επιχειρηματολογώντας υπέρ της απομάκρυνσης από την αρχισυνταξία της κεντρικής αναρχοσυνδικαλιστικής εφημερίδας, Solidaridad Obrera, του καταξιωμένου αγωνιστή Άνχελ Πεστάνια, εκπροσώπου της μετριοπαθούς αναρχοσυνδικαλιστικής πτέρυγας, ανέφερε- ανάμεσα στα άλλα- ότι ο σύντροφος είχε πέντε χρόνια να δουλέψει ως ωρολογοποιός κι επομένως είχε περιχαρακωθεί στο μηχανισμό της CNT. O ίδιος ο Πεστάνια, ως εκπρόσωπος πάντα μιας μετριοπαθούς, περισσότερο ρεφορμιστικής τάσης, είχε σε άλλη συγκυρία εξοργιστεί με εργαζόμενους που συμμετείχαν σε εργατικές επιτροπές ως έμμισθα στελέχη.

Στην ιστορία του ισπανικού αναρχισμού συναρπαστική και διδακτική ήταν η εκρηκτική συχνά συνύπαρξη αυτών των δύο οργανώσεων, της CNT και της FAI, μέχρι την τελική τους συμπόρευση το 1936. Από τη μια οι μαχητικοί αναρχικοί της FAI, οι οποίοι- δρώντας κυρίως μέσα από τα grupo de afinidad, τις ομάδες εκλεκτικής συγγένειας, με τις σφιχτοδεμένες διαπροσωπικές σχέσεις- ήταν ολόψυχα αφοσιωμένοι στην ανατροπή του καπιταλισμού και γι’ αυτό διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν την άμεση δράση σε όλες τις εκφάνσεις της. Και από την άλλη μια μαζική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση, η οποία- παράλληλα με τον γενικό αντιεξουσιαστικό και αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της- ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να αγωνίζεται για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και εξάλλου χάρη σε αυτήν την ικανότητά της συγκέντρωνε τόσους πολλούς εργάτες. Εντέλει οι αναρχικοί στην Ισπανία-κι αυτό δείχνει τον πλούτο και το μεγαλείο του κινήματός τους-κατόρθωσαν να συνενώσουν αυτές τις διαφορετικές τάσεις, τις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές, τις περισσότερο ή λιγότερο διαλλακτικές, σε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο -παρά τις όποιες ελλείψεις του- εξακολούθησε μέχρι το τέλος να συνιστά ένα μοναδικό κοινωνικό πείραμα απελευθέρωσης ιδεών, δυνάμεων και δυνατοτήτων, που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στην ισπανική κοινωνία.

Από τις πιο όμορφες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που περιγράφουν τόσο την προσωπικότητα και την περιπετειώδη ζωή του ελευθεριακού παιδαγωγού και ιδρυτή του Escuela Moderna, «Σύγχρονου Σχολείου», Φρανθίσκο Φερέρ, όσο και το δίχτυο των πενήντα σχολείων που τελικά ιδρύθηκαν στην Ισπανία, κυρίως στην Καταλονία, βασισμένα στις αρχές του Σύγχρονου Σχολείου. Στα ελευθεριακά αυτά σχολεία δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της διδασκαλίας που ενθάρρυνε την κριτική, ορθολογική σκέψη, αλλά και το γεγονός ότι όταν στα κρατικά σχολεία (που στα περισσότερα η διεύθυνση βρισκόταν στα χέρια κληρικών) οι «απείθαρχοι» μαθητές αναγκάζονταν να γονατίσουν σε στάση μετάνοιας και έπειτα ξυλοκοπούνταν, το Σύγχρονο σχολείο προειδοποιούσε τους δασκάλους ότι έπρεπε να «απέχουν από κάθε υλική ή ηθική τιμωρία διαφορετικά κινδύνευαν να κριθούν ακατάλληλοι για πάντα».

Μια στάση που θα ήταν τελείως αντίθετη με το πνεύμα, που οι ίδιοι οι ισπανοί αναρχικοί καλλιέργησαν, θα ήταν εκείνη της άκριτης εξιδανίκευσης του ισπανικού αναρχισμού . Όπως το θέτει εξάλλου ο Μπούκτσιν στην εισαγωγή του βιβλίου του, όπως σε όλες τις ισπανικές οργανώσεις έτσι και μέσα στις αναρχικές οργανώσεις υπήρξαν τυχοδιώκτες με ιδιοτελή κίνητρα οι οποίοι, όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει, «πρόδωσαν τα ελευθεριακά τους ιδεώδη σε κρίσιμες στιγμές του αγώνα».

Όμως η μοναδική αξία του αναρχικού ισπανικού κινήματος βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν αντιμετώπισε την υπόθεση των επαναστατικών αλλαγών αποστειρωμένα, με τους αγωνιστές να είναι πιόνια σε μια ιστορική σκακιέρα, στην οποία οι κινήσεις υπαγορεύονται από την αποκλειστική γνώση των ειδικών και από άνωθεν ντιρεκτίβες . Γι’ αυτό ο ισπανικός αναρχισμός όχι μόνο διατήρησε τη φλόγα και τον πλούτο του βιώματος, αλλά και μετέφερε το κέντρο βάρους των ανατροπών στο προσωπικό, σωματικό θα έλεγα, επίπεδο του καθενός, ακριβώς όπως είχε πάντα την τάση να μεταφέρει το κέντρο βάρους των συλλογικών αποφάσεων στη βάση της κοινωνίας, στο καθημερινό, τοπικό επίπεδο. Όπως σημειώνει ο Μπούκτσιν: « Σε αντίθεση με τα μαρξιστικά κινήματα, ο ισπανικός αναρχισμός έδινε μεγάλη σημασία στον τρόπο ζωής, στην πλήρη αναδόμηση του ατόμου σύμφωνα με τις ελευθεριακές κατευθύνσεις. Έδινε ιδιαίτερη αξία στον αυθορμητισμό, στο πάθος και στην πρωτοβουλία της βάσης….. Οι ισπανοί αναρχικοί συζητούσαν με πάθος και τις παραμικρές αλλαγές που θα έφερνε η επανάσταση στον καθημερινό τρόπο ζωής τους και πολλοί από αυτούς εφάρμοζαν όσο ήταν δυνατό αυτές τις αρχές άμεσα στην πράξη… Πολλοί τελειοποιήθηκαν στη γλώσσα εσπεράντο με την πεποίθηση ότι μετά την επανάσταση θα καταργούνταν τα εθνικά σύνορα των χωρών, οι άνθρωποι θα μιλούσαν μια κοινή γλώσσα και θα μοιράζονταν μια κοινή πολιτιστική παράδοση…. Ουδέποτε χρησιμοποιούσαν στις καθημερινές συζητήσεις τους τη λέξη «θεός», έλεγαν salud (= γεια σου) και όχι adios (=στην ευχή του θεού), απέφευγαν τις σχέσεις με τους κληρικούς και τις κρατικές αρχές, δεν νομιμοποιούσαν με το γάμο τις «ελεύθερες ενώσεις» τους, δε βάφτιζαν ούτε νομιμοποιούσαν τα παιδιά τους». Και καταλήγει ο Μπ. « Πρέπει να γνωρίζει κανείς την καθολική Ισπανία για να αντιληφθεί πόσο μεγαλεπήβολη ήταν αυτή η αυτό-επιβαλλόμενη ηθική…».

Στους καιρούς της εξαχρείωσης και του παραλογισμού που ζούμε σήμερα, δεν μπορούμε να μην κάνουμε μια σύγκριση με αυτό που εμείς εδώ στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, βλέπαμε και ζούσαμε. Σύγκριση για να δώσουμε έδαφος στη φαντασία και στη σκέψη να απεγκλωβιστούν και να αντιπαρατεθούν κριτικά στο παρόν, κι όχι βέβαια για να μπούμε στο μάλλον γελοίο παιχνίδι της μηχανικής μεταφοράς και των εισαγόμενων θαυματουργών λύσεων.

Για μια σκιαγράφηση του που πατάμε εμείς σήμερα και που βρίσκονταν οι ισπανοί αναρχικοί τότε, θα παραθέσω πάλι ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Μπoύκτσιν στο βιβλίο του. Γράφει: « Ο καπιταλισμός σήμερα έχει διεισδύσει στην καθημερινή ζωή περισσότερο από ποτέ. Έχει διαρρήξει τους ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς… Εκείνα τα χρόνια το κεφάλαιο πολιορκούσε μια προφανώς προβιομηχανική κοινωνία, η οποία μπορούσε να του αντισταθεί με την πλούσια ποικιλία της ζωής στις γειτονιές της, στις πόλεις και στα χωριά της. Σήμερα εκείνη η προβιομηχανική κοινωνία παραχωρεί ραγδαία τη θέση της σε μια ιδιαίτερα εμπορευματοποιημένη κοινωνία της αγοράς- όχι απλά σε μια οικονομία της αγοράς- που έχει μετατρέψει ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου σε ένα γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ με τους υποταγμένους και μίζερους τρόπους ζωής».

Για να έρθουμε εδώ στα δικά μας, αρκετοί από εμάς γνωρίζουμε στο πετσί μας για το πώς στήθηκε το δικό μας «γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ» με τις τραγικές συνέπειες που είχε στις συνειδήσεις, στον τρόπο ζωής και στην ίδια την ανεξάρτητη και κριτική σκέψη.

Κι όταν λέω αρκετοί από εμάς έχουμε γνωρίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτής της άνευ όρων και ορίων εμπορευματοποίησης στο πετσί μας, εννοώ από άποψη ηλικίας, γιατί αυτή η γενικευμένη πλέον επιδρομή του κεφαλαίου χρονικά δεν τοποθετείται μακριά- εγώ θα έλεγα ότι μπαίνει στην τελική της ευθεία μετά το 1981, με όχημα το λαϊκιστικό μόρφωμα του ΠΑΣΟΚ και του «λαϊκού καπιταλισμού» που αυτό εδραίωσε .

Γνωρίζουμε λοιπόν την τεράστια αφομοιωτική δύναμη αυτού του κυρίαρχου κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος με τα απροκάλυπτα ληστρικά του χαρακτηριστικά και τις αποπροσανατολιστικές, αποκοιμιστικές συναινέσεις. ΄Ενα σύστημα, το οποίο μέσα από μια αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση των πάντων και ταυτόχρονα γραφειοκρατικοποίηση πολλών όψεων της κοινωνικής ζωής, εξαγόραζε και νάρκωνε τους υπηκόους του με παραμύθια περασμένων εθνικών μεγαλείων, με εορτοδάνεια-διακοποδάνεια και άφθονο πλαστικό χρήμα, με πελατειακές σχέσεις και πάσης φύσεως εξατομικευμένα ή συντεχνιακά αλισβερίσια με την εκάστοτε Εξουσία, με μια συντηρούμενη από τα πάνω ανομία από την οποία μόνον οι ισχυροί και οι ανάλγητοι έβγαιναν και θα βγαίνουν κερδισμένοι.

Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να μην κάνει αυτή τη σύγκριση…. και από τη μια να μην απελπιστεί συνειδητοποιώντας πόσο χαμηλά βρίσκεται η ηθική, η αξιοπρέπεια, η φαντασία, η συνείδηση και τα ανακλαστικά αντίστασης της κοινωνίας μας σήμερα (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) και από την άλλη, διαβάζοντας τις προσπάθειες και τα εγχειρήματα αυτών των ανθρώπων στην Ισπανία, να μην συνεχίσει αθεράπευτα να ελπίζει, γιατί όπως έλεγε κι ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του : «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει». Δηλαδή «τίποτα δεν είναι πιο τρομερό, θαυμάσιο, ικανο-πραγματοποιητικό απ’ τον άνθρωπο», όπως αυτό το «ανθρώπου δεινότερον» το ερμηνεύει ο Καστοριάδης, χαρτογραφώντας τη δημοκρατική πολιτική σκέψη και στάση ως μια στάση που μαζί με τους άλλους ( στο ίσον φρονείν κι όχι στο μόνος φρονείν) αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών της και δεν αναζητά έξωθεν νομιμοποιήσεις, θεούς, προφήτες και πάσης φύσεως εθνοσωτήρες.

Ικανός δηλαδή ο κάθε άνθρωπος για το υψηλότερο κι ευγενέστερο, όπως στην Ισπανία τα ηρωικά χρόνια, ικανός να αναλάβει την ευθύνη και τη τύχη της ύπαρξής του και μέσα από αυθεντικές συλλογικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες να χαράξει ο ίδιος τον κοινό δρόμο του. Και από την άλλη ικανός για την πιο χαμερπή κατρακύλα, για την πιο στυγνή υποταγή, να τρέχει να κρύβεται στην ποδιά των ισχυρών, ενός οποιουδήποτε χιτλερίσκου ή λαοφιλή «παντογνώστη» ηγέτη ή κομματόσκυλου ή στην ποδιά μιας φανταστικής υπερπροστατευτικής (αλλά φυσικά τυραννικής) μητέρας, ή ενός φανταστικού, από μηχανής θεού, πατέρα που παραλύει τη σκέψη και την πρωτοβουλία.

Δεν μπορεί κανείς να μην κάνει αυτή τη σύγκριση διαβάζοντας το βιβλίο του Μάρει Μπούκτσιν για τους Ισπανούς Αναρχικούς: τη σύγκριση ανάμεσα στα ηρωικά εκείνα χρόνια και τα χρόνια που εμείς σήμερα σερνόμαστε πίσω από σαθρές (όπως τώρα περίτρανα αποδεικνύεται) « κυρίαρχες αναπτυξιακές επιλογές», που μας τις φόρεσαν σαν ζουρλομανδύα με αντάλλαγμα μια ψευδαίσθηση συμμετοχής σε ένα βιοτικό επίπεδο που ακόμη κι όταν το είχαμε (όσοι από εμάς το είχανε) το πληρώναμε ακριβά με την ηθική, ψυχική και αισθητική υποβάθμιση της ζωής μας.

Σε αυτή τη γραμμή πλεύσης, που προανέφερα – ότι δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει απαραίτητα ο προορισμός, το τέλος, « η Ιθάκες» , αλλά το ταξίδι, ο «πηγαιμός για την Ιθάκη»- θα ήθελα να αναφέρω ορισμένες ακόμη όψεις αυτής της μεγάλης πορείας προς τη «γη της ελευθερίας» των ισπανών αναρχοσυνδικαλιστών…..

Μια από τις αρχές των Ισπανών Αναρχικών αφορούσε την ακλόνητη πεποίθησή τους ότι τα μέσα που υιοθετούσαν, οι μέθοδοι πάλης, όχι μόνο δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από την ελευθεριακή κοινωνία στην οποία απέβλεπαν, αλλά όφειλαν να απεικονίζουν και να ενσωματώνουν τις βασικές όψεις του comunismo libertario, τον οποίο επιζητούσαν να πραγματώσουν. Γράφει ο Μπούκτσιν: «Αν ένα κίνημα επιδίωκε να δημιουργήσει έναν κόσμο ενωμένο στη βάση της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, όφειλε να διέπεται από τις αρχές του. Αν επιδίωκε μια αποκεντρωτική, αντιεξουσιαστική, ακρατική κοινωνία, όφειλε να είναι δομημένο πάνω σε αυτούς τους στόχους….. οι αναρχικοί τόνιζαν συνεχώς τη σημασία της εκπαίδευσης και την ανάγκη να ζουν σύμφωνα με τις αναρχικές επιταγές- με άλλα λόγια τη ανάγκη να δημιουργήσουν μια αντικοινωνία που θα εξασφάλιζε το χώρο που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ανακαλύψουν και να δημιουργήσουν εκ νέου τον εαυτό τους. Επομένως έδιναν μεγαλύτερη σημασία στον ελεύθερο χρόνο και στην ηθική υπεροχή. Περιφρονούσαν τους σοσιαλιστές επειδή τα αιτήματά τους επικεντρώνονταν πρωταρχικά στις μισθολογικές αυξήσεις και τις υλικές βελτιώσεις. Στα μάτια των αναρχικών, η ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας ήταν πολύ πιο σημαντική, γιατί σύμφωνα με τον Ανσέλμο Λορένθο, τον «παππού» του ισπανικού αναρχισμού (1842-1914), οι άνθρωποι «θα έχουν τον ελεύθερο χρόνο να σκέφτονται, να μελετούν….. να ικανοποιούν τα ηθικά τους ένστικτα»

Και σε ένα άλλο απόσπασμα στο τέλος του βιβλίου, στα Συμπεράσματα, ο Μπούκτσιν εξετάζει το κατά πόσο ήταν εφικτή μια κομμουνιστική επανάσταση σε μια βιομηχανικά υπανάπτυκτη χώρα κι αναφέρει πάνω στο ίδιο θέμα τις σκέψεις του διακεκριμένου αναρχικού θεωρητικού Αμπάδ δε Σαντιγιάν, ο οποίος σε ένα έργο με τίτλο Μετά την Επανάσταση, το οποίο συζητήθηκε εκτενώς στα πλαίσια του ισπανικού αναρχικού κινήματος, έγραφε «Κάθε περίοδο στέρησης και φτώχειας παράγει βαρβαρότητα, ηθική οπισθοδρόμηση και μια άγρια μάχη όλων για το καθημερινό ψωμί…. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στοχεύουμε να εγκαθιδρύσουμε τις καλύτερες οικονομικές συνθήκες, οι οποίες θα λειτουργήσουν ως εγγύηση ίσων και σταθερών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν θα πάψουμε να είμαστε αναρχικοί ακόμη και με άδεια στομάχια, αλλά δεν μας αρέσει να έχουμε άδεια στομάχια». Συνεχίζοντας το συλλογισμό του Σαντιγιάν, ο Μπούκτσιν καταλήγει: « Τέλος, σε μια οικονομία αφθονίας, που θα μπορεί να καλύπτει τις προσωπικές ανάγκες με αντίτιμο ένα στοιχειώδη μόχθο, το άτομο μπορεί να αποκτήσει τον ελεύθερο χρόνο για την πνευματική του καλλιέργεια και την πλήρη συμμετοχή του στην άμεση διαχείριση της κοινωνικής ζωής » Και στη συνέχεια ο Μπούκτσιν, αφού προσυπογράφει την προειδοποίηση του Σαντιγιάν, την άνοιξη του 1936, ότι «ο κομμουνισμός θα είναι το αποτέλεσμα της αφθονίας και χωρίς αυτήν θα παραμείνει απλώς ένα ιδανικό», αναφέρεται στο διφυή, και γόνιμα αντιφατικό χαρακτήρα του αναρχικού οράματος. Γράφει: «Πίστευαν στον «ελεύθερο έρωτα» επειδή πίστευαν στην ελευθερία του ζευγαρώματος πέρα από την πολιτική ή θρησκευτική επικύρωση, αλλά απέφευγαν την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας και τις πολυγαμικές σχέσεις. Οραματίζονταν την ευθυμία στον εργασιακό χώρο, αλλά θαύμαζαν την σκληρή εργασία και σχεδόν εξυμνούσαν τις εξαγνιστικές της ιδιότητες. Στην κοινωνία της «Αρκαδίας» δεν θα υπήρχαν «δικαιώματα χωρίς καθήκοντα και καθήκοντα χωρίς δικαιώματα»… Εντούτοις οι ισπανοί αναρχικοί άφησαν πίσω τους μια απτή πραγματικότητα που έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της. Τα «ηρωικά χρόνια» του κινήματος από το 1868 μέχρι το 1936, σημαδεύτηκαν από μια συναρπαστική διαδικασία πειραματισμού σε οργανωτικές δομές, τεχνικές λήψης αποφάσεων, προσωπικές αξίες, εκπαιδευτικούς στόχους και μεθόδους πάλης».

Δύο αξιοσημείωτα για μένα συμπεράσματα:

1ο) Ο θεσμός όσο δημοκρατικός, αμεσοδημοκρατικός, κι αν είναι, όσο κι αν στη σύλληψη και στην εφαρμογή του αγγίζει το ιδεώδες, παραμένει πάντα ένα κέλυφος, μια εξωτερική μορφή, που αν οι συμμετέχοντες σε αυτόν, οι ζωντανοί, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, δε δραστηριοποιούνται, δε φροντίζουν, δεν αγωνίζονται να δώσουν σάρκα και οστά σε αυτό το εξωτερικό κέλυφος, ο θεσμός αργά ή γρήγορα θα εκφυλιστεί και θα αδειάσει από το όποιο απελευθερωτικό περιεχόμενό του. Ακόμη κι ο πιο τέλεια σχεδιασμένος θεσμός. Αυτό οι cenetistas φαίνεται να το γνώριζαν αρκετά καλά.

Στον πρόλογο για το βιβλίο του Σαμ Ντόλγκοφ «Αναρχικές Κολεκτίβες» (Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη) ο Μπούκτσιν σημειώνει « Ο όρος «ολοκληρωμένη προσωπικότητα» παρουσιάζεται συχνά στα ντοκουμέντα των Ισπανών αναρχικών και έγιναν ακούραστες προσπάθειες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των ατόμων, τα οποία, όχι μόνο έπρεπε να ενστερνιστούν τις αντιεξουσιαστικές αρχές, αλλά και να δοκιμάζουν να τις εφαρμόζουν στην πράξη. Κατά συνέπεια το οργανωτικό πλαίσιο του κινήματος (όπως εκφράστηκε στην «πρώτη Διεθνή», τη CNT και τη FAI) έπρεπε να είναι αποκεντρωμένο και να επιτρέπει το μεγαλύτερο βαθμό πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων στη βάση και να παρέχει δομικές εγγυήσεις ενάντια στο σχηματισμό γραφειοκρατίας»

2ο) Ο δρόμος για τη ριζική κοινωνική αλλαγή δεν είναι μια ευθεία. Και δεν πρόκειται ούτε για μια μαγική στιγμή, ούτε για ένα βίαιο συμβάν που, στο όνομα μιας ερμητικής ερμηνείας της Ιστορίας, κάποιοι έρχονται να το εφαρμόσουν πάνω στην κοινωνία σαν ένα είδος ηλεκτροσόκ. Ο Μπούκτσιν και σε αυτό το βιβλίο, αλλά και σε άλλα κείμενά του για το ισπανικό αναρχικό κίνημα, υπογραμμίζει πώς οι ισπανοί αναρχικοί προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν τις απαιτήσεις ανάμεσα σε μια αυθεντική δημοκρατία «από τα κάτω» με αποκεντρωμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και την ανάγκη για συντονισμό και αποτελεσματική κοινή δράση. Όπως σημειώνει « η CNT δοκίμασε να λύσει τα προβλήματά της και στη διάρκεια ευνοϊκών περιόδων το κατάφερε. Υπήρξαν όμως και περίοδοι καταστολής, απότομες και πολλές φορές κρίσιμες στροφές των γεγονότων που την ανάγκασαν να καταργήσει τα ετήσια καθώς και τα τοπικά συνέδρια και να περιοριστεί στη λήψη αποφάσεων από ηγετικές επιτροπές ή «συνέδρια», τα οποία διέφεραν ελάχιστα από απροετοίμαστες συνδιασκέψεις. Ορισμένοι ηγέτες, σε όλα τα επίπεδα της οργάνωσης, ενεργούσαν περίπου με γραφειοκρατικό τρόπο. Η ίδια η συνδικαλιστική δομή δεν είναι απαλλαγμένη από γραφειοκρατικές παραμορφώσεις».

Όπως δείχνει το ισπανικό παράδειγμα η κοινωνική επανάσταση, η αναμόχλευση των πάντων μέχρι να βρεθεί εκείνη η νέα ισορροπία, αρμονία αν θέλετε, που θα απελευθερώνει όσο γίνεται περισσότερες συλλογικές δυνατότητες και θα ελαχιστοποιεί τον αποκλεισμό και την αδικία, αυτή η κοινωνική επανάσταση είναι μια δαιδαλώδης διαδικασία. Ένας δρόμος που περιλαμβάνει πολλά κάθετα και παράλληλα μονοπάτια, πολλούς παράδρομους βαθύτατων πολιτισμικών ανατροπών που θέτουν σε αμφιβολία και διερώτηση το κυρίαρχο φαντασιακό, δηλαδή το συνολικό τρόπο ζωής, τις κυρίαρχες αξίες και αντιλήψεις, τον ίδιο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από τον καθένα από εμάς.

Γι’ αυτό και στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας σε τελευταία ανάλυση δεν μπορεί να βρίσκεται η απροκάλυπτη ή συγκαλυμμένη επιβολή, αλλά η πειθώ. Τίποτα δεν μπορεί να είναι δεδομένο, με την έννοια του θέσφατου ή του ταμπού για το οποίο απαγορεύεται να σκεφτείς και να μιλήσεις, και τίποτα δεν μπορεί να είναι οριστικό με την έννοια ενός τεχνητού παραδείσου στη μήτρα του οποίου όλες οι αντιφάσεις και τα προβλήματα έχουν διαπαντός επιλυθεί.

Προκειμένου να παραμείνουν τα ξυπνητήρια μιας κοινωνίας που αγνοεί τις ελλοχεύουσες δυνατότητές της, προκειμένου δηλαδή να είναι αυτοί που δείχνουν ένα δρόμο, κι όχι εκείνοι που παίρνουν εργολαβία το όλο εγχείρημα, οι ισπανοί αναρχικοί προτίμησαν να αποφύγουν την καθησυχαστική λαϊκιστική ρητορική περί «της έλευσης γήινων παραδείσων»-ιδιαίτερα όταν γνώριζαν ότι αυτοί οι παράδεισοι, όπου τους έφεραν οι αυτοχρισμένοι κομματικοί γκουρού, οδήγησαν σε νέες επαχθέστερες μορφές σκλαβιάς.

ΠΗΓΗ:Ελευθεριακός Κόσμος

logofinal

Ζωολογικοί κήποι με ανθρώπους; Φυσικά και υπήρξαν!

Οι ανθρώπινοι «ζωολογικοί» κήποι, που ονομάζονταν επίσης «εθνολογικές εκθέσεις» ή «Negro Villages», ήταν χώροι (περιφραγμένα θεματικά πάρκα) στα οποία εκθέτονταν δημόσια ζωντανοί άνθρωποι τον 180, τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό συνέβαινε ώστε οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι να δείξουν και να τονίσουν τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ εκείνων δηλαδή του δυτικού πολιτισμού και των μη ευρωπαϊκών λαών. Όπως ήταν επόμενο αυτά τα θεματικά πάρκα χρησιμοποιήθηκαν συχνά ή μόνο για ρατσιστικούς σκοπούς και για να επιβεβαιώσουν έτσι την θεωρία του Δαρβίνου.

Ανθρώπινους ζωολογικούς κήπους βρίσκουμε στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, τη Βαρσοβία, τη Βαρκελώνη, το Αμβούργο και άλλες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Ένα «Negro Village» ήταν ο πόλος έλξης για τους παριζιάνους το 1889. Πάνω από 28 εκατομμύρια τον επισκέφτηκαν.

Τους Αφρικανούς τους φωτογράφιζαν δίπλα σε πιθήκους και χιμπατζήδες για να δείξουν στους επισκέπτες, ότι ήταν πιο «συγγενείς» με τα ζώα παρά με τον άνθρωπο. Το 1860, ο Ζωολογικός Κήπος του Παρισιού περιελάμβανε και αιχμάλωτους Ζουλού, Σενεγαλέζους και μαύρους από την Γκαμπόν. Το 1878 στον Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου βρίσκονταν Λάπωνες και Πυγμαίοι.

Το ίδιο έτος, ένας περιοδεύων ζωολογικός κήπος περιέφερε στη Γερμανία Νούβιους, Λάπωνες, Εσκιμώους, Καλμούχους, βουδιστές μοναχούς, Σουδανούς και Ινδιάνους, τους οποίους μάλιστα παρουσίαζε ως εξωτικά είδη. Ευτυχώς το αίσχος αυτό σταμάτησε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι όμως και για τα ζώα.

Για τα ζώα το μαρτύριο συνεχίζεται…

Η αιχμαλωσία ζώων έχει τις ρίζες της στους αρχαίους χρόνους. Το πρώτο θηριοτροφείο θεμελιώθηκε την εποχή των φαραώ, από γυναίκα φαραώ. Αλλού αναφέρεται, ότι πρώτος ο Μέγας Αλέξανδρος δημιούργησε θηριοτροφείο στη Βαβυλώνα, κι αλλού ότι ο πρώτος ζωολογικός κήπος ανήκε στην αρχαία Κίνα.

Τα περιοδεύοντα θηριοτροφεία εμφανίστηκαν στην Ευρώπη ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Ήταν οι πρόδρομοι των σύγχρονων τσίρκο, τα οποία συνήθως συμπεριλάμβαναν όχι μόνο την έκθεση ζώων, αλλά και πρωτόγονων ανθρώπινων φυλών, καθώς και εκθέσεις ανθρώπων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Freakshows).

Στους νεότερους χρόνους, στις περισσότερες πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις υπήρχαν ζωολογικοί κήποι με μεγάλους αριθμούς άγριων ζώων. Σήμερα τα ζωολογικά πάρκα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα κολαστήρια των ζωολογικών κήπων τού χθες. Όμως για τα ζώα δεν αλλάζει τίποτε, αφού γεννιούνται και πεθαίνουν ως ζωντανά μουσειακά εκθέματα, αιχμάλωτα στα χέρια των ανθρώπων.

Σήμερα πλέον, οι ζωολογικοί κήποι έχουν πάψει να εκθέτουν μέλη του δικού μας είδους σε κλουβιά, αλλά συνεχίζεται η σύλληψη άλλων ζώων, η φυλάκισή τους, ο «εγκλιματισμός» τους και η χρήση τους για λόγους ψυχαγωγίας ή απλώς για την ικανοποίηση της ανθρώπινης περιέργειας. Στη νέα ηθική που εδραιώνεται στις μέρες μας, τα ζωολογικά πάρκα δεν έχουν καμιά θέση.

Αλμπερτ Σβάιτσερ: «Ποτέ δεν πάω σε ζωολογικό κήπο, γιατί δεν αντέχω τη λυπηρή εικόνα των ζώων σε αιχμαλωσία».

Πηγές:
– Ρόζα Μηνακούλη, περιοδικό «Γεωτρόπιο» τεύχος 418 Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας, 19 Απριλίου 2008
– Άρθρο «Ο Κήπος των Ζώων» σελ. 18-24


Πηγή: Ζωολογικοί κήποι με ανθρώπους; Φυσικά και υπήρξαν! | www.zoosos.gr 

Πατρίδα μας η ελευθερία

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κρίση του καπιταλισμού και η προσπάθεια βίαιης αναδιάρθρωσής του οδηγεί στην εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερων κοινωνικών τμημάτων. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ως ένας βασικός πυλώνας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αναδιοργανώνεται, προσπαθώντας να καταργήσει κάθε εργασιακό δικαίωμα, πληρώνοντας εξευτελιστικούς μισθούς, ιδιωτικοποιώντας κοινωνικά αγαθά (νερό, ρεύμα, υγεία, εκπαίδευση) και μετατρέποντάς τα σε είδη πολυτελείας, λεηλατώντας τη φύση για να  αυξήσει τα κέρδη του. Το κράτος και τα αφεντικά προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Η καταστολή απέναντι σε οτιδήποτε ριζοσπαστικό οξύνεται, με την εθνικιστική και ρατσιστική προπαγάνδα και την ξενοφοβία, με την άνοδο των φασιστικών και νεοναζιστικών μορφωμάτων, με τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας και στρατοπέδων συγκέντρωσης για όσους το σύστημα θεωρεί είτε επικίνδυνους, είτε περισσευούμενους.

Στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και παγκόσμια οι εξεγέρσεις που ξεσπούν, δίνουν το μήνυμα πως ο κύκλος των αγώνων ενάντια στις βίαιες πολιτικές και οικονομικές επιλογές της εξουσίας δεν έχει κλείσει. Στην Βοσνία- Ερζεγοβίνη η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, η ανεργία, η απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για το μέλλον, η καταπίεση, η αδιαλλαξία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας οδήγησαν τον Φλεβάρη στο ξέσπασμα της συσσωρευμένης κοινωνικής οργής. Έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ενός από τα πιο πολυεθνικά κράτη. Στην μεταπολεμική Βοσνία- Ερζεγοβίνη, η διευθέτηση που επιβλήθηκε έφερε βίαιες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων. Η αναγνώρισή της ως ανεξάρτητο κράτος το 1992 πυροδότησε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των κατοίκων: Σέρβων, Βόσνιων και Κροατών. Οι εμφύλιες συρράξεις συνεχίστηκαν ως το 1995, όπου με την συνθήκη του Dayton επιβλήθηκε και επίσημα η εθνοτική και θρησκευτική διαίρεση του πληθυσμού της Βοσνίας. Η λεγόμενη ειρήνευση βασίστηκε στην εδραίωση των διαχωρισμών και την διάχυση του εθνικιστικού λόγου. Έτσι, με διαιρεμένο το κοινωνικό σώμα, η πολιτική εξουσία και οι ανερχόμενες στην περιοχή οικονομικές ελίτ κατάφεραν να προωθήσουν τα συμφέροντα τους και να κρατήσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους καρέκλες.

Η ιδιωτικοποίηση και στην συνέχεια η χρεωκοπία των εργοστασίων στις βιομηχανικές περιοχές της Βοσνίας, καταδίκασε την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού στην φτώχια και την εξαθλίωση. Ο πλούτος συγκεντρώθηκε μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις στα χέρια πολυεθνικών εταιριών και μιας νέας άρχουσας τάξης, ενώ για τους εργάτες και τις εργάτριες αυτό μεταφράστηκε σε απολύσεις, κακοπληρωμένη ή ακόμα και απλήρωτη εργασία. Το 53% των νέων είναι άνεργοι/ες ακολουθώντας τα ποσοστά ανεργίας της
Ελλάδας και της Ισπανίας.

Η Tuzla, ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι το σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα. Η πόλη αυτή κατάφερε να κρατήσει το έδαφος της αφιλόξενο για τον εθνικισμό, και να διατηρήσει μια παράδοση οργάνωσης της εργατικής τάξης σε εργατικά σωματεία. Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων είχε άμεσο αντίκτυπο στην ζωή των κατοίκων της πόλης. Οι εργάτες και οι εργάτριες στα εργοστάσια της Tuzla για χρόνια προσπαθούσαν ειρηνικά, μέσα από απεργίες, διαμαρτυρίες έξω από κυβερνητικά κτίρια και απεργίες πείνας να διεκδικήσουν τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας τους. Οι μακροχρόνιες αλλά μικρής έντασης κινητοποιήσεις τους συναντούσαν ως τον Φλεβάρη την αδιαλλαξία της εξουσίας.

Η πορεία ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις που κάλεσαν για τις 05/02 προπαγανδίστηκε από το διαδίκτυο και αγκαλιάστηκε από ένα ετερόκλητο πλήθος κόσμου: πλήθος που θέλησε να μετατρέψει την πολύχρονη σιωπή σε ριζοσπαστική πράξη, σε εξέγερση.

Οι χιλιάδες διαδηλωτών/τριών, με μικρή προηγούμενη οργάνωση ήκινηματική εμπειρία, πέρασαν από την βίαιη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής και τους εμπρησμούς κυβερνητικών κτιρίων και κομματικών γραφείων – κέντρων λήψεων αποφάσεων σε τουλάχιστον 20 πόλεις, στην μεγάλη συμμετοχή στις ανοιχτές συνελεύσεις πόλης (plenums), στην περιθωριοποίηση των πολιτικών κομμάτων, στην οριζόντια λήψη αποφάσεων. Τα κυβερνητικά κτίρια που οι εξεγερμένοι και οι εξεγερμένες οικειοποιήθηκαν δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να φιλοξενήσουν τις συνελεύσεις. Και ένα σημείο πολύ σημαντικό: Οι εξεγερμένοι/ες της Βοσνίας κατάφεραν γρήγορα να υπερβούν την εθνική διαίρεση που από το 1995 είχε επιβληθεί, να αμφισβητήσουν και να εναντιωθούν στον εθνικιστικό λόγο, προτάσσοντας απέναντι του τα κοινωνικά/ταξικά αιτήματα, πραγματώνοντας την αλληλεγγύη μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, απομακρυσμένων πόλεων, διαφορετικών εθνικοτήτων.

Η εξέγερση που ξέσπασε ταυτόχρονα, σε διαφορετικές πόλεις κατάφερε να τρέψει πολιτικούς σε φυγή από την χώρα, ή να τους αναγκάσει σε «οικειοθελείς» μειώσεις των παχυλών μισθών τους και σε διαπραγματεύσεις για το πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων. Η έντασή της έδωσε σαφές μήνυμα στην θεσμική αριστερά και στα καθεστωτικά συνδικάτα πως η κοινωνική οργή έχει ξεφύγει από τον έλεγχο τους. Οι υποχωρήσεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν έφεραν μεγάλες αλλαγές στην ζωή των κατοίκων της Βοσνίας. Αυτό που αλλάζει το κοινωνικό τοπίο είναι η αλλαγή του κλίματος ηττοπάθειας, η μεταφορά του φόβου στοστρατόπεδο της κυριαρχίας, η αναζήτηση κοινών σημείων αναφοράς για τους από κάτω, η ριζοσπαστικοποίηση των τρόπων οργάνωσης και αγώνα ενός ετερόκλητου πλήθους ανθρώπων.

Ενώ ο ξεσηκωμός στη Βοσνία είχε σαφή αντι-εθνικιστικά χαρακτηριστικά η χρονικά κοντινή εξέγερση στην Ουκρανία πήρε εντελώς διαφορετική τροπή. Στις συγκρούσεις στις κεντρικές πλατείες και τους δρόμους, οι φασίστες κατάφεραν να εδραιώσουν την παρουσία τους και να δημιουργήσουν αφιλόξενο έδαφος για οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Οι εκφραστές των ιδεολογημάτων της καθαρής φυλής, του έθνους, του αντι- κομμουνισμού, με την στήριξη της Ε.Ε και των ΗΠΑ και την ισχύ των όπλων επέβαλλαν την δική τους ατζέντα στην εξέγερση και ισχυροποίησαν την θέση τους στην εξουσία.

Τα δύο ακροδεξιά κόμματα ( Σβομπόντα και ο νεοναζιστικός Δεξιός τομέας ) έπιασαν κομβικές κυβερνητικές καρέκλες, προβάλλοντας έτσι και θεσμικά τις πολιτικές τους επιδιώξεις, κηρύσσοντας τον πόλεμο στις εθνοτικές μειονότητες, στην αριστερά, στους αναρχικούς. Η στρατιωτική κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία ενδυνάμωσε το κίνημα του Maidan. Ο κόσμος συσπειρώθηκε προκειμένου να «υπερασπιστεί» την Ουκρανία, διευρύνοντας το πεδίο στο οποίο οι ακροδεξιοί και οι νεοναζιστές διαχέουν την προπαγάνδα τους και στρατολογούν κόσμο.

Ως άλλος πόλος δημιουργήθηκε το αντι- Maidan, κίνημα το οποίο συγκροτούν παραστρατιωτικοί και μπάτσοι, λούμπεν προλετάριοι και στηρίζεται οικονομικά από τις τοπικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες ασφάλειας. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης αυτού του κινήματος, ούτε αυτό έχει ξεκάθαρα ρωσικά εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Τα κίνητρα δράσης είναι κυρίως οικονομικά, καθώς οι ένστολοι θέλουν προαγωγές και αυξήσεις, οι επιχειρήσεις τους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία (με χαμηλές τιμές στις πρώτες ύλες και το αέριο), οι προλετάριοι να βρουν μια δουλειά στην Ρωσία. Όλοι αυτοί συσπειρώνονται γύρω από έναν ασαφή λαϊκιστικό και φιλο-ρωσικό λόγο.

Όσον αφορά στα γεγονότα της Οδησσού την 2η Μάη στην Οδησσό, ο κόσμος που συντάχθηκε είτε με τις ομάδες αυτοάμυνας του Maidan είτε με τις παραστρατιωτικές ομάδες και την τοπική αστυνομία, καθοδηγήθηκε και οπλίστηκε από αυτές και προχώρησε σε μάχη μέχρις εσχάτων, με απολογισμό 40 ανθρώπους νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Το πλήθος των ανθρώπων που βγαίνει στους δρόμους ουσιαστικά σέρνεται πίσω από τις αποφάσεις και τις επιλογές είτε της ακραίας αντίδρασης είτε του ρωσικού επεκτατισμού πολεμώντας για τα συμφέροντα των οικονομικών ολιγαρχιών. Οι εξελίξεις δείχνουν πως οι προλετάριοι/ες δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από τέτοιου είδους αναμετρήσεις, αντίθετα αυτές εκμηδενίζουν οποιαδήποτε προοπτική για την αντίσταση και την οργάνωση των από κάτω.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα αποτελέσει ήττα για την εργατική τάξη, αν αυτή δεν οργανωθεί στην βάση των κοινών συμφερόντων της και αν δεν στραφεί ενάντια σε οποιουδήποτε είδους οπλισμένους σωτήρες είτε αυτοί είναι τα τάγματα εφόδου και οι πολιτικοί ηγέτες των νεοναζιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, είτε η ευρωπαϊκή ένωση, είτε ο στρατός της Ρωσίας ή οι φιλο-Ρώσοι στρατιωτικοί και μπάτσοι.

Στην Ισπανία, το αρχικό σοκ της κρίσης διαδέχτηκε η προσπάθεια των ανθρώπων να μην επιτρέψουν την εξαθλίωση της ζωής τους. Μέσα από τις κινητοποιήσεις τον Μάρτη του 2011 διαμορφώθηκε το κίνημα των indignados. Ενόψει των εκλογών για τις περιφερειακές κυβερνήσεις της Ισπανίας στις 22 Μάη, οι συγκεντρώσεις και οι
διαδηλώσεις στην Μαδρίτη και σε άλλες πόλεις έγιναν πιο μαζικές και επίμονες. Τα πουλημένα συνδικάτα αναγκάστηκαν να κηρύξουν πολυήμερη απεργία. Η απεργία αξιοποιήθηκε με μεγάλες πορείες σε διάφορες πόλεις, οι οποίες όμως δέχτηκαν την άγρια καταστολή της αστυνομίας με τη χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών.

Το κίνημα των αγανακτισμένων στην Ισπανία, σε αντιστοιχία με το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, βρέθηκε αντιμέτωπο με τις προβληματικές της ειρηνικής διαπραγμάτευσης.

Τρία χρόνια αργότερα στην Ισπανία όπου οποιαδήποτε κοινωνική συνάθροιση χρειάζεται κρατική άδεια, ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων διαδηλώνει και καταλαμβάνει δημόσιους χώρους κόντρα στην απαγόρευση της αστυνομίας. Οι λόγοι που βγάζουν τους ανθρώπους στον δρόμο είναι πολλοί: τα μέτρα λιτότητας, η ποινικοποίηση των εκτρώσεων, οι αλλαγές στην εκπαίδευση, η διαφθορά των πολιτικών, η άνοδος του φασισμού, η καταστολή. Ο κόσμος που συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες έρχεται αντιμέτωπος με την τρομοκράτηση από τους μπάτσους, και την απαξίωση και την συκοφάντηση από τα ΜΜΕ. Απαντά με την επίμονη παρουσία του στο δρόμο, με τη χρήση μέσων αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας, με οδοφράγματα και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.

Ο κόσμος που συγκεντρώνεται στους δρόμους και τις κεντρικές πλατείες διεκδικεί τη βελτίωση της ζωής του ενάντια σε ένα σύστημα που τον εξαθλιώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο και την δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία δεν θα βασίζεται στο ατομικό συμφέρον, το κέρδος και τον ανταγωνισμό. Οι κινητοποιήσεις στους δρόμους της Ισπανίας δημιουργούν το έδαφος για την ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων των συγκεντρωμένων και ενισχύουν τους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους.

Η Ισπανία αποτελεί μια ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό των ξεσηκωμών σε Ευρώπη, Βαλκάνια και ανά τον κόσμο: από την Σλοβενία στην Τουρκία και από την Βουλγαρία και την Ρουμανία στην Βοσνία και την Ισπανία και στις πιο μακρινές μας Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή. Το παράδειγμα της Ουκρανίας υπογραμμίζει τον κίνδυνο οι απαντήσεις των κατώτερων στρωμάτων στις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποβάθμιση της ζωής τους. Είτε όταν ποδηγετούνται από νεοναζιστικά
μορφώματα (Maidan), είτε όταν, ελλείψει ταξικής συνείδησης, σύρονται στην έμμεση ή άμεση υποστήριξη εθνικιστικών/καπιταλιστικών συμφερόντων (αντι- Maidan).

Στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και ανά τον κόσμο, οι απαντήσεις που αξίζουν να ακουστούν, οι κραυγές που μπορούν να προκαλέσουν ρωγμές, οι κινήσεις που προκαλούν τριγμούς στις καρέκλες των εξουσιαστών, είναι αυτές που οργανώνονται στην βάση της κοινωνίας και εκφράζονται από αυτήν χωρίς τη μεσολάβηση νέων κομμάτων, «ανθρωπιστών» πολιτικών, αυτόκλητων ή καλεσμένων σωτήρων. Αυτές δηλαδή που εκφράζουν την ανάγκη διαχείρισης κάθε πτυχής της ζωής από την κοινωνία για την κοινωνία .

Καθ’οδόν για τις ακρατικές αταξικές κοινωνίες που θέλουμε να οικοδομήσουμε, ζητούμενο είναι η τάξη μας να εκφράσει τον δικό της λόγο για την εργασία, τις υποδομές που καλύπτουν τις βασικές μας ανάγκες, τον χώρο που ζούμε και τις κοινωνικές σχέσεις που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Και προκειμένου να κάνουμε αυτόν τον λόγο πράξη, να τον εδαφικοποιήσουμε μέσα από την δημιουργία οριζόντιων δομών αντίστασης και αγώνας στις σχολές στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές μας. Αλλά και να τον υπερασπιστούμε οργανώνοντας την άμυνα μας, την κοινωνική αντιβία απέναντι στην κρατική καταστολή, την βία των ναζιστών και των ακροδεξιών, την αντιδραστική προπαγάνδα. Αυτή η οργάνωση είναι που μπορεί να καθορίσει την έκβαση των τωρινών και των μελλοντικών συγκρούσεων με τον κόσμο της εξουσίας. Τον κόσμο που εμείς θα γκρεμίσουμε για να χτίσουμε στα συντρίμμια μια νέα κοινωνία, στην βάση της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης.

Πανό σε plenum στο Mostar: «Η ελευθερία είναι το έθνος μου»

Αναδημοσίευση από: kathodon

109 Χρόνια Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW)

iww1

 

Oι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial Workers of the World) αποτελούν το συνώνυμο του ριζοσπαστικού εργατικού συνδικαλισμού στην Αμερική. Πρόκειται για μια άγνωστη και αθέατη πλευρά της Αμερικής και ενός διαχρονικού οράματος για οργάνωση και χειραφέτηση των εργαζομένων.

Οι απαρχές της ίδρυσης.

Από το 1870 και μετά, η οικονομική, πολιτική και κοινωνική αστάθεια κυριαρχούσε στις ΗΠΑ. Από την μία, υπήρχε έντονο ενδιαφέρον στους εργάτες για τις σοσιαλιστικές και τις αναρχικές ιδέες με αποτέλεσμα την μεγάλη εργατική εξέγερση του 1877, τα γεγονότα στο Σικάγο την Πρωτομαγιά του 1886, την απεργία Pullman το 1894, καθώς και τις αιματηρές απεργίες των ανθρακωρύχων στις δυτικές περιοχές των ΗΠΑ το 1890. Από την άλλη, με την καταστολή να εντείνεται, πολλά από τα συνδικάτα που συμμετείχαν στην καθεστωτική Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labour) -κάτι αντίστοιχο με την ΓΣΕΕ- επέλεξαν τον δρόμο της υποταγής, τον συντηρητισμό, τα κλαδικά μικροσυμφέροντα, και τον αποκλεισμό γυναικών, μαύρων και άλλων εθνικών ομάδων.

iww2

Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην ανάγκη ενός δυνατού συνδικαλιστικού κινήματος, ως απάντηση στην γενικευμένη καταστολή των αφεντικών και οδήγησαν στην δημιουργία των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World). Στην ιδρυτική συνάντηση στο Σικάγο τον Ιούνιο του 1905, συμμετείχαν διακόσοι αντιπρόσωποι από την Ομοσπονδία Ανθρακωρύχων των Δυτικών περιοχών των ΗΠΑ και από άλλα μικρότερα συνδικάτα, αναρχικοί και σοσιαλιστές. Με στόχο την οργάνωση ενάντια στον καπιταλισμό και τον εξαρτημένο συνδικαλισμό, το ιστορικό προοίμιο (Preamble) της IWW ήταν και παραμένει διαχρονικό:

«Η εργατική τάξη και τα αφεντικά δεν έχουν τίποτα το κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ειρήνη εφ” όσον η πείνα και η ανέχεια συνυπάρχουν ανάμεσα στα εκατομμύρια των εργαζόμενων, ενώ οι λίγοι, που αποτελούν την εργοδοτική τάξη κατέχουν όλο τον παραγόμενο πλούτο. Μεταξύ αυτών των δύο τάξεων η πάλη πρέπει να συνεχιστεί έως ότου οργανωθούν όλοι οι εργαζόμενοι του κόσμου, πάρουν την κατοχή των μέσων παραγωγής, καταργήσουν το σύστημα της μισθωτής εργασίας και ζήσουν σε αρμονία με τη φύση. Αντί του ιδεολογήματος, «μια δίκαιη αμοιβή ανά εργάσιμη ημέρα», πρέπει να υιοθετηθεί το διαρκές επαναστατικό πρόταγμα:Κατάργηση της Μισθωτής  Εργασίας.»

iww3

 

Η επιλογή του τρόπου οργάνωσης

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες επέλεξαν να οργανωθούν με βάση τον Επαναστατικό Βιομηχανικό Συνδικαλισμό (Revolutionary Industrial Unionism) και την μέθοδο του «ενός δυνατού και ενιαίου συνδικάτου» (One Big Union) ανά Βιομηχανική δραστηριότητα  (πχ ναυτιλία) και όχι  ανά επιμέρους κλάδο ξεχωριστά ή ειδικότητα (πχ ναυτεργάτες, ή ασυρματιστές). Στόχος ήταν ο συνδυασμός και η ανάπτυξη της άμεσης δράσης και η δημιουργία τοπικών  τμημάτων οργανωμένων από την βάση χωρίς ιεραρχικές διαδικασίες. Οι πρωτεργάτες της IWW πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό θα πετύχαιναν καλύτερα αποτελέσματα και οι διεκδικήσεις τους θα ήταν πιο απειλητικές για την εργοδοσία,  με στόχο την νίκη έναντι του καπιταλισμού διαμέσου της γενικής απεργίας.

iww4

Λίγοι γνωρίζουν ότι με βάση το μοντέλο του Επαναστατικού Βιομηχανικού Συνδικαλισμού, οργανώθηκαν αργότερα μεγάλες Αναρχοσυνδικαλιστικές ομοσπονδίες της Ευρώπης όπως η CNT Ισπανίας που προσπάθησαν να το εφαρμόσουν στην πράξη σύμφωνα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Η οικονομική άνθιση της παραγωγής κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου αποδίδεται ως αποτέλεσμα του αγροτικού κολεκτιβισμού, αλλά οφείλεται και στον Επαναστατικό Βιομηχανικό Συνδικαλισμό που ως οργανωσιακή μέθοδος, επιζητά  την ολιστική οργάνωση της παραγωγής από τους εργαζομένους «για να συνεχίσουν την παραγωγή όταν θα έχει νικηθεί ολοκληρωτικά ο καπιταλισμός ώστε να  διαμορφωθεί η δομή της νέας κοινωνίας μέσα στο κέλυφος της παλαιάς». Για τον λόγο αυτό ως την μέγιστη υποστήριξη στους εργαζομένους της CNT Ισπανίας κατά την διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου υπήρξε η “αδελφοποίηση” των δυο συνδικάτων και η αποστολή εθελοντών της IWW στην Καταλονία.

iww5iww6

Ως αποτέλεσμα αυτού του αντιεξουσιαστικού και αντιεραρχικού τρόπου αυτοοργάνωσης από την βάση, δημιουργήθηκαν οι πρώτες τριβές με αφορμή την ιδεολογική στροφή που επιχειρήθηκε από μέλη της σοσιαλιστικής παράταξης, οι οποίοι επιζήτησαν να δημιουργήσουν ένα συνδικάτο που θα είχε σχέση με πολιτικά κόμματα και εκπροσώπηση, κάτι που ο ριζοσπαστικός πυρήνας της IWW αρνήθηκε να αποδεχτεί. Αυτό οδήγησε, στην απόσχιση μικρού αριθμού συνδικαλιστών και την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου κατήγγειλαν τους μπολσεβίκους ότι πρόδωσαν την επανάσταση του 1917, ενώ αρνήθηκαν τα καλέσματα για συμμετοχή στην «κομουνιστική» Τρίτη διεθνή, ενώ από το 1989 υπερψηφίστηκε στην γενική συνέλευση η συνεργασία με την Διεθνή Ένωση Εργαζομένων (IWA – AIT και της φίλιας σχέσης με τον Αναρχοσυνδικαλισμό. Πρέπει να διευκρινιστεί όμως ότι η IWW δεν αποτελεί Αναρχική Πολιτική Οργάνωση, αλλά ούτε κάποια «αριστερή» παραφυάδα.

iww7

Οι δυναμικές κινητοποιήσεις

Παρόλες τις εσωτερικές διαμάχες εντός του συνδικάτου, οι οποίες έληξαν γρήγορα και άδοξα όπως ξεκίνησαν, οι Βιομηχανικοί Εργάτες συμμετείχαν σε πολλές απεργίες όπως αυτή του 1906 στο εργοστάσιο της General Electric στην Νέα Υόρκη. Πρόκειται για την πρώτη καταγεγραμμένη καθιστική διαμαρτυρία στις ΗΠΑ. Η δυναμική της άμεσης δράσης, γρήγορα δυνάμωσε την φήμη της IWW με αποτέλεσμα την αθρόα συμμετοχή εργατών. Την περίοδο από το 1911 ως το 1917, η IWW «σαρώνει» κυριολεκτικά στον Αμερικανικό συνδικαλισμό έχοντας μέσα σε έξι χρόνια 100.000 οργανωμένα μέλη και πλήθος συμπαθούντων και υποστηρικτών, οι οποίοι συμμετείχαν δυναμικά στην μεγάλη απεργία στις υφαντουργίες της περιοχής Lawrence το 1912,  απεργία διάσημη και ως  “Bread & Roses” από την ανακοίνωση των εργατών ότι θέλουν «ψωμί και τριαντάφυλλα» (συμβολισμός για το οικονομικό και βιοτικό επίπεδο που διεκδικούσαν). Η συνέχιση του αγώνα την επόμενη χρονιά στην  μεταξουργία Paterson καθώς και η οργάνωση των μεταναστών εργατών στον Νότο, των μεταλλωρύχων και των εργατών στην εξόρυξη πετρελαίου στα Νοτιοδυτικά, των  υπηρετριών στο Denver και των ξυλεργατών  στην Δύση ανέδειξαν την IWW ως ένα επικίνδυνο κοινωνικό αντίπαλο, αντίθετο στο Αμερικανικό όνειρο που οδηγούσε στην οικονομική εκμετάλλευση εργαζομένων και μεταναστών. Η δύναμη της IWW ήταν οι μετανάστες και οι αποκλεισμένοι από τα καθεστωτικά συνδικάτα.

iww8

 

Η επιτυχία των παρεμβάσεων των Βιομηχανικών Εργατών δημιούργησε πολλές αντιδράσεις. Η ρητορική περί του ταξικού πολέμου, η συντριβή του καπιταλισμού και το sabotage (με το οποίο η IWW εννοούσε την αναποτελεσματικότητα στην παραγωγή διαμέσου της δράσης και όχι την καταστροφή της παραγωγής), αποτέλεσε το φόβητρο των εργοδοτών, της κοινωνικής ελίτ και του κράτους. Για τηνIWW, ο ακηδεμόνευτος συνδικαλισμός, ο αντιιεραρχικός τρόπος οργάνωσης, η άμεση δράση και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, αποτέλεσαν τα συστατικά στοιχεία, ενάντια στο Αμερικανικό όνειρο.

Η ποινικοποίηση & η καταστολή. 

Για τον λόγο αυτό, διατάξεις σε τοπικό επίπεδο ψηφίστηκαν για την περιστολή των δημόσιων εκδηλώσεων και διαδηλώσεων με στόχο την αποδυνάμωση του δικαιώματος του ελεύθερου λόγου (Free Speech). Η IWW οδήγησε τον αγώνα για το δικαίωμα  έκφρασης σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης ιδεών, κάτι που οι σημερινοί Αμερικανοί θεωρούν ως δεδομένο..

iww9

Ως συνέπεια  της γενικευμένης αντίστασης από την IWW και με τον αριθμό των μελών του συνδικάτου να έχει σχεδόν διπλασιαστεί το 1923, πολλές πολιτείες ψήφισαν νόμους ενάντια στον συνδικαλισμό τον οποίο σε πολλές περιπτώσεις παρομοίωσαν ως εγκληματική δραστηριότητα. Στην συνέχεια πολλά ομοσπονδιακά δικαστήρια χαρακτήρισαν τους Βιομηχανικούς Εργάτες, ως ανατρεπτική οργάνωση, οδηγώντας στην σύλληψη πολλών μελών του συνδικάτου, με αποκορύφωμα την επίθεση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ με αφορμή την δυναμική εναντίωση του συνδικάτου στην εμπλοκή των ΗΠΑ στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου πλήρωσαν ακριβά το αντίτιμο του διεθνισμού τους αρνούμενοι οποιαδήποτε ανάμιξη ή συμμετοχή στον Πόλεμο των αφεντικών.Η βαθιά εργατική & διεθνιστική τους αλληλεγγύη υπαγόρευσε έναν άνισο αγώνα ενάντια στην καθοδηγούμενη προσπάθεια να εμφανιστούν οι ΗΠΑ για πρώτη φορά ως έθνος. Σε αυτήν την απαρχή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού η IWW επέλεξε τον δρόμο της αντίστασης με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ως φιλογερμανική και να επακολουθήσει η γενικευμένη διαπόμπευση και φημολογία εναντίων του συνδικάτου και τις δολοφονίες πολλών υποστηρικτών της.

iww10

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου σήμερα

Πολλοί νομίζουν ότι μετά την καταστολή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η IWW διαλύθηκε. Είναι γεγονός ότι την δεκαετία του ’30 το συνδικάτο συρρικνώθηκε με πολλά μέλη του να αποσύρονται από την ενεργή συνδικαλιστική δράση ή να επιλέγουν έναν πιο «νομιμόφρον» αγώνα μέσα στα καθεστωτικά συνδικάτα. Η πρώτη ιστορική της περίοδο τελειώνει με το τέλος τους Ισπανικού εμφύλιου κατά την διάρκεια του οποίου, ανέπτυξε ιδιαίτερα δυναμική προπαγάνδα υπέρ των Ισπανών εργατών και της CNT, τους οποίους αυτόματα θεώρησε και ως δικούς της, -μετά το τέλος του Ισπανικού εμφυλίου- φροντίζοντας για όσους μετανάστευσαν στην Αμερική να βρουν εργασία και να έχουν την ίδια συνδικαλιστική προστασία όπως όλα τα εν ενεργεία μέλη του συνδικάτου.

Μετά το τέλος του δευτέρου πολέμου και μέχρι το 1950 η IWW συνεχίζει να υπάρχει, αλλά η απεύθυνση της είναι μικρή και ξεκινάει την οργάνωση της από την αρχή. Στην εποχή του ψυχρού πολέμου, για μια ακόμα φορά έχουμε την επίθεση του Μακαρθισμού με το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου. Η IWW από φιλογερμανική, μετονομάζεται σε κομμουνιστικό υποχείριο με στόχο την δημόσια καταδίκη. Το 1950 με πρόφαση την κομμουνιστική απειλή, αφαιρείται από την IWW το δικαίωμα της εθνικής συλλογικής διαπραγμάτευσης. Η δεκαετία του ’60 δημιουργεί πρόσφορο έδαφος διαμέσου του αντιπολεμικού κινήματος και τον αγώνα για τα κοινωνικά δικαιώματα. Η επιστροφή στον ριζοσπαστικό συνδικαλισμό γίνεται αυτή την φορά μέσα από ένα πυρήνα νέων εργαζομένων, οι οποίοι βάζουν ξανά την αυτοργάνωση στο προσκήνιο. Δυστυχώς τα ναρκωτικά και η επίφαση της σεξουαλικής απελευθέρωσης οδηγούν την νεανική εξέγερση σε άλλα μονοπάτια εκτός του εργασιακού.

 

iww111

 

Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’80 και ύστερα υπάρχει μια σταδιακή ανάπτυξη του συνδικάτου το οποίο επιλέγει να συνεχίζει να δρα τοπικά, αν και έχει κερδίσει το δικαίωμα συμμετοχής στις εθνικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, για λόγους διαφάνειας και ελέγχου (Η Αμερικανική Ένωση Εργασίας έχει κατά καιρούς κατηγορηθεί ότι υποστηρίζεται από την Μαφία ή ότι δέχεται χρηματοδότηση από πολυεθνικές). Επιπλέον μετά από αναθεώρηση πολλών δικαστικών αποφάσεων, αρκετές πολιτείες και ομοσπονδιακά δικαστήρια αναγκάστηκαν να παραδεχτούν μεροληπτικές αποφάσεις και σκευωρίες εναντίων μελλών της IWW όπως η καταδίκη σε θάνατο του αγωνιστή Joe Hill το 1915 ή η δολοφονία της οικολόγου Judi Bari από το FBI την δεκαετία του 1970. Σήμερα η IWW δραστηριοποιείται στις ΗΠΑ εκπροσωπώντας τοπικά  (ανά περιοχή και πολιτεία) διάφορα συνδικάτα στον χώρο της τυπογραφίας, της ναυτιλίας, του λιανικού εμπορίου και του πανεπιστημιακού κλάδου. Εκτός Αμερικής υπάρχουν τμήματα στην Αγγλία, τον Καναδά, την Αυστραλία, και την Ηπειρωτική Ευρώπη, αριθμώντας μερικές χιλιάδες μέλη. Μια πιο εκτενή αναφορά  στην πολιτιστική – καλλιτεχνική συνεισφορά και στην δημιουργική εργατική προπαγάνδα των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου έχει ξεκινήσει με το άρθρο «Solidarity Forever» σχετικά με την μουσική των Wobblies, και θα συνεχιστεί με την παρουσίαση του εικαστικού έργου (αφίσες κλπ), σημαντικού μέρους της ιστορίας του συνδικάτου μας. Αξίζει να αναφερθεί ότι η γνωστή μαύρη γάτα (sabocat) της άμεσης δράσης είναι εικαστικό και λεκτικό δημιούργημα  της IWW.

 

iww12

 

Σε μια εποχή εξατομίκευσης, εσωστρέφειας και lifestyle, οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου, αποτελούν μια ιστορική, ηρωική σελίδα στον αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Τα λόγια του Joe Hill παραμένουν διαχρονικά: «Μην θρηνείται – Οργανωθείτε!!!» και όπως φαίνεται τίποτα δεν έχει τελειώσει για τον ριζοσπαστικό και όχι μόνο συνδικαλισμό.

Αργύρης Αργυριάδης

http://iww.org.gr/?p=803

Αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες και δράση στην Κωνσταντινούπολη-Anarchosendicalist notions and action in Constantinople

579463_417851918246983_902613417_nΣτις 25 Ιουλίου 1910, κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη, μια επαναστατική εργατική δεκαπενθήμερη εφημερίδα, ο «Εργάτης», με πρωτοσέλιδο σύνθημα «Εργάτες της Τουρκίας ενωθείτε!». Στην εκδοτική ομάδα, η οποία συγκροτήθηκε τον προηγούμενο χρόνο (1909) από τους Στέφανο Παπαδόπουλο, Ζαχαρία Βεζεστένη, Νίκο Γιαννιό και Β. Κουντούρη, συμμετείχαν κυρίως Έλληνες (τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων), αλλά δεν αποκλείονταν Τούρκοι, Αρμένιοι και άλλοι. Από τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η εφημερίδα έγινε το εκφραστικό όργανο του Σοσιαλιστικού Κέντρου Τουρκίας, στο οποίο συμμετείχε ένα συνδικάτο τυπογράφων με «ηγέτη» τον Ζ. Βεζεστένη καθώς και μια ομάδα εκπαιδευτικών η οποία απαρτίζεται από τους Χ. Θεοδωρίδη, Σ. Γιαννακάκη, Ιορδανίδη, Ιωσήφ Ραφτόπουλο, Αφροδίτη Ικεντζόγλου και Υπατία Αδαμαντίδου.
Όμως τον Δεκέμβριο του 1910, η νεοτουρκική εξουσία με αφορμή ένα επικριτικό άρθρο του Ν. Γιαννιού προς την τότε τουρκική κυβέρνηση στον «Εργάτη», έκλεισε και το Κέντρο και την εφημερίδα και συνελήφθησαν τα μέλη της εκδοτικής ομάδας, από τα οποία ο Β. Κουντούρης φυλακίστηκε, ο δε Γιαννιός απελάθηκε στην Ελλάδα (κατά άλλους δραπέτευσε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του).
Ο Ζαχαρίας Βεζεστένης, παρά τις συνεχείς διώξεις, συνέχισε τις δραστηριότητές του, μετονόμασε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Τουρκίας σε Ομάδα Κοινωνικών Μελετών, αλλά λίγο αργότερα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση της Διεθνούς Πανεργατικής Ένωσης, η οποία είχε μέλη κυρίως Έλληνες και μερικούς Εβραίους.
Ήταν μια καθαρά συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας η πλειοψηφία των μελών ήταν προσκείμενη στον αναρχοσυνδικαλισμό. Μάλιστα, η οργάνωση βρισκόταν από την αρχή της συγκρότησής της σε άμεση επαφή με τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW) των ΗΠΑ, από όπου προμηθευόταν έντυπο υλικό και πληροφορίες που μεταφράζονταν και δημοσιεύονταν στην εφημερίδα της οργάνωσης «Ελεύθερος Άνθρωπος», κυρίως με την ευθύνη του Ζ. Βεζεστένη. Επίσης, ο Ζ. Βεζεστένης είχε επαφές και έστελνε ανταποκρίσεις σε γαλλικές αναρχικές και εργατικές εφημερίδες όπως το «Le Temps Nouveaux» («Οι Νέοι Καιροί») και «Bataille Syndicaliste» («Συνδικαλιστική Μάχη»). Ο ίδιος έγραψε και την μπροσούρα «I.W.W. Πανεργατική. Ο σκοπός, η οργάνωσις και το πρόγραμμά της», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1920.

.
Όπως εξιστορεί ο Κώστας Σκλάβος (στο βιβλίο του Νάσου Μπράτσου «Εργατικές Ιστορίες»), η Πανεργατική ήταν μια αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση υψηλού επιπέδου, με εσωτερική λειτουργία, συσκέψεις, συζητήσεις μελών κ.λπ. Ο ίδιος ήταν μέλος της κατά το 1920, αλλά είναι άγνωστο πότε, πώς και γιατί διαλύθηκε η οργάνωση αυτή. Κατά πληροφορίες, από την οργάνωση αυτή πέρασαν φυσιογνωμίες του κατοπινού ελληνικού αριστερού κινήματος, όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος και άλλοι. Τέλος, με την οργάνωση φέρεται να συνεργάστηκε και ο Έλληνας αναρχικός του Καΐρου Σταύρος Κουχτσόγλους.
Οι αναρχικές ιδέες διαδόθηκαν, επίσης, ανάμεσα στους αρμενικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Η αρμενική κοινότητα αριθμούσε τότε περίπου 100.000 άτομα, ενώ στη Θεσσαλονίκη οι Αρμένιοι ήσαν μόνο λίγες εκατοντάδες. Αναρχικοί στην πλειοψηφία τους αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Αρμενικού Κόμματος «Χιντσάκ», που είχε ιδρυθεί το 1885 στη Γενεύη και εξέδιδε εφημερίδα με το ίδιο όνομα και η οποία το διάστημα 1893-1894 εκδιδόταν στην Αθήνα.

Anarchosendicalist notions and action in Constantinople

On 25 July,1910 a revolutionary labor’s bi-monthly newspaper with the name “The Worker” was released, having as a front page banner “Turkish workers unite!”. In the publishing group which was created a year before (1909) by Stefanos Papadopoulos, Zaharias Vezestenis, Nikos Yannios and V.Kountouri were participating mostly Greeks (2/3 of the participants), while Turks, Armenians and others were not excluded. During September the newspaper became the vehicle of expression of the “Socialist Center of Turkey” in which a syndicate of publishers was participating with Z. Vezestenis “in head” together with a group of teachers including H. Theodoridi, S. Yannakaki, Iordanidi, Iosif Raftopoulos, Afroditi Iketzoglu and Ipatya Adamantidou.

However, during December of 1910, the Young Turks power, in the pretext of an article criticizing them written by N. Yannios in the “Worker” newspaper against the Ottoman government, members of the publisher’s group were arrested, while the newspaper and the Socialist Center were banned. Members of the publishing group such as V Kountiris were imprisoned, while Yannios was deported to Greece (according to others, he escaped when the prosecution process was initiated).

Despite the perpetual prosecutions against him, Zaharias Vezestenis kept his political activities ongoing, renaming the “Socialist Center of Turkey” to “Group of Social Studies”. Later on he contributed in the formation of the “International Labor Union”, in which Greeks and Jewish citizens mainly took part.

It was a pure syndicalist organization ,while the majority of its members were adherent to anarchosendicalism. From the very start, the organization created bonds with the Industrial World Workers (IWW) of the USA, obtaining printed material and information which was translated and issued in the newspaper of the organization “Eleftheros Anthropos” (Free Man) on behalf of Z. Vezestenis. Furthermore, Vezestenis was keeping contact and sending reports to French anarchist and working newspapers such as «Le Temps Nouveaux» (New Times) and “Bataille Syndicaliste” (Sendicalists’ Battle). What is more he published the “I.W.W- Labor. Targets, Organization and Program” issued at Constantinople in 1920.

As Kostas Sklavos mentions in the book of Nasos Bratsos “Labor Stories”, Panergatiki was an anarchosendicalist organization very well-organized, with internal operation, meetings and debates in between its members etc.  He himself was a member of it in the year 1920,however, it is uknown when, how and why this organization was dismantled. According to information, figures of the following Greek leftist movement, such as Serafim Maximos had a short stay passage   in the organization. Last Stavros Kuhtsoglu, an eminent anarchist from Cairo is known to have collaborated with the syndicate.

Anarchist notions were widespread as well in the circles of the Armenian community of Constantinople. The Armenian community was counting approximately 100.000 citizens in Constantinople, while in Salonica we notice that their numbers were only a few hundred. The anarchists in their majority were parts of the leftist wing of Social-democratic Armenian Party (Hinjak), which was founded in 1885 in Geneva, issuing a newspaper with the same name. We have to note here that during the period 1893-1894 the aforementioned newspaper was issued in Athens.

traslated in English and

posted by efes_dark

ΠΗΓΗ: http://ngnm.vrahokipos.net/apend04.html?start=5

ΠΗΓΗ:https://istanbulizein.wordpress.com/2010/06/15/αναρχοσυνδικαλιστικές-ιδέες-και-δρά/

Απόσπασμα από το βιβλίο “Για μία ιστορία του Αναρχικού κινήματος του Ελλαδικού χώρου”

Ένας Οκτώβρης, 73 χρόνια μετά

 

74385_433428493394921_1811388157_nΜεγάλο εξωτερικό χρέος, χρόνιο εμπορικό έλλειμμα, κρίση δημοσίων εσόδων λόγω της θεσμοθετημένης φοροαπαλλαγής του μεγάλου κεφαλαίου, υψηλή ανεργία, κρατική παρέμβαση για να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα.  Τα δύο τρίτα των κρατικών δαπανών αφιερώνονται στην πληρωμή των τοκοχρεολυσίων, τα φορολογικά έσοδα του κράτους είναι χαμηλά γιατί οι πλούσιοι ζούσαν ουσιαστικά αφορολόγητοι, οι έμμεσοι φόροι αποτελούν περίπου το 50% από τα έξοδα των εργαζομένων. Η φασιστική δικτατορία είναι τοποθετημένη και ελεγχόμενη από τον αγγλόφιλο βασιλιά και στέλνει τους ανθρώπους σε μπουντρούμια και εξορίες.

 

Αυτός ο λαός όμως στις 28 Οκτώβρη του ’40 αποφάσισε να αντισταθεί στους ιταλούς φασίστες και ηττήθηκε μόνο όταν επιτέθηκαν και οι γερμανοί ναζί. Αγωνιζόμενοι εν μέσω τριπλής φασιστικής κατοχής και πληρώνοντας με ζωές και καμένα χωριά, οι αντιστεκόμενοι έλληνες κατάφεραν να είμαστε η μοναδική κατεχόμενη χώρα που δεν επιστρατεύτηκε ο πληθυσμός για λογαριασμό των κατακτητών.

 

-Οκτώβρης 2013, η «ελεύθερη» Ελλάδα, σε περίληψη:

 

Άνθρωποι τρέφονται από τα σκουπίδια και κοιμούνται στον δρόμο. Μαθητές συλλαμβάνονται έπειτα από κάλεσμα της αστυνομίας από διευθυντές σχολείων (!!!) επειδή συμμετείχαν σε κατάληψη και άλλοι αποβάλλονται γιατί δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην προσευχή. Η εξέταση σε δημόσιο νοσοκομείο-όσα έχουν απομείνει- απαιτεί εισιτήριο εισόδου. Η εργασία απαξιώνεται, δεν πληρώνεται, φορολογείται βίαια. Οι άνεργοι είναι ενάμιση εκατομμύριο απελπισμένοι άνθρωποι και οι ανασφάλιστοι τρία εκατομμύρια. Τα δημόσια αγαθά (ενέργεια, νερό, μεταφορές, παιδεία, υγεία) ξεπουλιούνται συστηματικά στους παλιούς και νέους «επενδυτές». Η «κοινοβουλευτική δημοκρατία» έχει εκχωρήσει την εξουσία σε τραπεζίτες έλληνες και ξένους. Όποιος αντιστέκεται στο ξεπούλημα και την καταστροφή του τόπου του βαφτίζεται τρομοκράτης. Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης καταργήθηκαν μόλις αμφισβήτησαν την «κυβερνητική» προπαγάνδα. Και περίπου τετρακόσιες χιλιάδες έλληνες επέλεξαν να εκπροσωπηθούν στη βουλή από νεοναζιστές τους οποίους εξέθρεψαν τα καθεστωτικά ιδιωτικά μέσα παραπληροφόρησης.

 

Σήμερα όμως κάποια κόκαλα θα τρίζουν… γιατί οι πολιτικοί που διαχειρίστηκαν την εξουσία έχουν καταστήσει την Ελλάδα την πρώτη ευρωπαϊκή αποικία και θα σταθούν σε προσοχή να τιμήσουν όσους αντιστάθηκαν 73 χρόνια πίσω.

 

 Ή θα αφήσουμε τους τραπεζίτες και τα πολιτικά υποχείριά τους να καταστρέφουν το μέλλον των παιδιών μας,  ή ενωμένοι και με αποφασιστικότητα θα πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, θα γυρίσουμε την πολιτική εκεί που πρέπει, στα χέρια των Πολιτών.

Υ.Γ. : Θεωρούμε αυτονόητο ότι η περυσινή Ύβρις – κατάθεση στεφάνου από τους νοσταλγούς των ναζί και των ταγματασφαλιτών και μάλιστα λίγα μέτρα δίπλα από το άγαλμα του μητροπολίτη του ΕΑΜ Ιωακείμ – δεν θα επαναληφθεί.

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ– ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Συντονιστικό πρωτοβάθμιων σωματείων

Η αναρχική οργάνωση στην Ελλάδα 1970 – 1990

 

 
ΟΜΑΔΕΣ, ΕΝΤΥΠΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

Στοχεύουμε εδώ να δώσουμε μια εικόνα – όσο πιο ανάγλυφη γίνεται – των οργανωτικών προσπαθειών στη δεκαετία του 1980, στους κύκλους των αναρχικών ομάδων και ατόμων, στον ελλαδικό χώρο, αλλά κυρίως στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της, που έθεσαν – με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο – το ζήτημα της οργάνωσης και της ξεκάθαρης παρέμβασης στην κοινωνία.
Βέβαια, κατά τη δεκαετία του 1980, ο λεγόμενος αναρχικός “χώρος” στην Αθήνα (και Πειραιά) δεν έτυχε της κατά θεαματικό τρόπο ογκώδους αριθμητικά δύναμης που ευτύχησε να έχει τις αμέσως δύο-τρεις επόμενες δεκαετίες, με την πληθώρα των ομάδων, πυρήνων, εντύπων, σε κάθε γεωγραφικό και άλλο κοινωνικό χώρο, που συναντάμε σήμερα, ούτε είχε προσβάσεις σε τόσα τμήματα της κοινωνίας όσο σήμερα.
Βέβαια, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη υπήρχαν αναρχικές ομάδες, διαφορετικής μεταξύ τους ιδεολογικής, θεωρητικής και πρακτικής κατεύθυνσης, μερικά βραχύβια (τα περισσότερα) έντυπα, αλλά δεν ήταν ίδια η απεύθυνση και η πρόσβαση. Τα μόνα μέσα διάχυσης των αναρχικών ιδεών στην κοινωνία ήταν, εκτός από τα διάφορα έντυπα, η προκήρυξη, η αφίσα και το σύνθημα στον τοίχο. Δεν υπήρχαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ιστοσελίδες και blogspots. Δεν υπήρχαν τόσες πολλές ευκαιρίες, τρόποι και μέσα πληροφόρησης όπως αργότερα.

ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Πριν προχωρήσουμε όμως στο κυρίως θέμα μας, να πούμε δυό λόγια σχετικά με την εμφάνιση των πρώτων αναρχικών στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας. Η εμφάνιση αυτή αποτελεί ένα γεγονός ιδιαίτερης σημασίας αν αναλογιστεί κανείς ότι η τελευταία οργανωμένη εμφάνιση αναρχικών είχε σημειωθεί τη δεκαετία του 1920 τόσο με την παρέμβαση των αναρχοσυνδικαλιστών (Κ. Σπέρα, Γ. Φανουράκη και άλλων) στα συνέδρια της ΓΣΕΕ, όσο και με τη δράση του αναρχικού κομμουνιστή Σταύρου Κουχτσόγλους.
Από εκεί και πέρα, η σχεδόν παντελής απουσία αναρχικών ομάδων ή έστω παρεών ή κλειστών κύκλων, έγινε πολύ πιο έντονη κατά τη δεκαετία του 1930. Πολύ απλά, οι αναρχικοί και η αναρχική δραστηριότητα μετατράπηκαν σε είδος υπό εξαφάνιση στον ελλαδικό χώρο. Ο κύριος λόγος ήταν η πλήρης κυριαρχία του ΚΚΕ ειδικά στο συνδικαλιστικό χώρο καθώς και η επιχείρηση σταλινοποίησης του εργατικού κινήματος και πρόσδεσής του στο άρμα των εκάστοτε πολιτικών επιλογών του κόμματος αυτού. Η κατάσταση αυτή παγιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 με την πλήρη πλέον επικράτηση του ΚΚΕ.
Θεωρούμε ότι ο μόνος που όλες αυτές τις δεκαετίες κράτησε άσβηστη τη φλόγα του επαναστατικού συνδικαλισμού, των εργατικών συμβουλίων και του διεθνιστικού κομμουνισμού και από τον οποίο εμπνεύστηκαν οι περισσότεροι από τους αναρχικούς εκείνους που εμφανίστηκαν στα χρόνια της χούντας, ήταν αναμφισβήτητα ο Άγις Στίνας (Σπύρος Πρίφτης), ίσως η μεγαλύτερη φυσιογνωμία επαναστάτη που γέννησε ποτέ το ελληνικό επαναστατικό κοινωνικό κίνημα.
Οι πρώτοι αναρχικοί λοιπόν, εμφανίστηκαν σχεδόν στα τέλη του 1971, αλλά χωρίς καμιά ιστορική παράδοση, καμιά συνέχεια από το αναρχικό κίνημα της Δυτικής Πελοποννήσου στα τέλη του 19ου αιώνα ή τις αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες της δεκαετίας του 1920, κανένα συνδετικό νήμα που να τους ενώνει με κάτι. Αρκετά νέοι όλοι, εμπνέονται περισσότερο από τα κινήματα της δεκαετίας του 1960, τον Μάη του 1968 – και λίγο αργότερα το γερμανικό και ιταλικό κίνημα – μερικοί από κάποιες καταστασιακές και συμβουλιακές απόψεις – κυρίως της Λούξεμπουργκ – κι αυτό χάρη στον Άγι Στίνα – αλλά και τον Καστοριάδη – και ελάχιστοι σε κάποιες απόψεις των κλασικών Μπακούνιν, Κροπότκιν, Μαλατέστα κ.ά.
Έτσι, στα τέλη του 1971 δημιουργείται στην Αθήνα η εκδοτική και πολιτική ομάδα «Διεθνής Βιβλιοθήκη», με πιο βασική φυσιογνωμία αυτή του Χρήστου Κωνσταντινίδη και βασικούς μεταφραστές τον Άγι Στίνα, τον Νίκο Μπαλή και τον Θέμη Μιχαήλ, ενώ στη Θεσσαλονίκη δημιουργείται η εκδοτική ομάδα «Πράξη». Οι ομάδες αυτές υφίστανται, φυσικά, κάθε είδους καταστολή και διώξεις, ενώ αναρχικοί που συμμετέχουν σε ομάδες αντίστασης στο καθεστώς συλλαμβάνονται και καταδικάζονται σε πολύχρονες φυλακίσεις, όπως οι Βασίλης Καραπλής και Κάτια Καμπιώτου. Ελευθεριακές ιδέες κυκλοφορούν ακόμα και σε ένοπλες γενικά αριστερές οργανώσεις όπως η «Λαϊκή Πάλη» στη Θεσσαλονίκη (Τάσος Δαρβέρης και Λευτέρης Καπώνης).
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973 (αλλά και πριν, στην κατάληψη της Νομικής) έδρασε μια ολιγάριθμη αναρχική ομάδα, με βασικό προεξάρχοντα τον Χρήστο Κωνσταντινίδη, με συνθήματα, πανώ και πλακάτ, με τα γνωστά σήμερα σε όλους συνθήματα «Κάτω το Κράτος», «Κάτω το Κεφάλαιο», Κάτω η Εξουσία», «Κάτω ο Στρατός», «Εξέγερση», «Μάης ‘68» και άλλα.
Αλλά βασικά από το 1974 με την πτώση της δικτατορίας και μετά και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, άρχισαν να εμφανίζονται αναρχικές ομάδες, αν και οι αναρχικοί στην Αθήνα δεν ξεπέρασαν εκείνη την εποχή τα 100 άτομα.
Φυσικά, καθώς ο ελληνικός αναρχισμός εμφανίστηκε από το τίποτα, καθώς δεν είχε καμιά συνέχεια και καμιά παράδοση με την οποία να συνδέεται και επειδή βάδιζε ανοργάνωτα και σπασμωδικά, δεν έχουμε κάποια αποκρυστάλλωση μιας ιδιαίτερης τάσης και αυτό που προσπαθεί να «κυριαρχήσει» είναι ένα μίγμα ιδεών και πρακτικών εμπνευσμένων από τους καταστασιακούς, το Μάη του 1968, τα κινήματα αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60, μαζί με ανάκατες απόψεις και ιδέες από όλες σχεδόν τις ιστορικές τάσεις του αναρχισμού. Η δε συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων είναι φοιτητές, μερικοί μαθητές και ελάχιστοι εργάτες. Πολλές κινήσεις, βέβαια, εκείνης της εποχής μπορεί να χαρακτηρίζονται από καυστικό χιούμορ και ευρηματικότητα, αλλά ο ελληνικός αναρχισμός αυτής της περιόδου ασχολήθηκε κυρίως με ζητήματα τρόπου ζωής, πολιτισμού, καλλιτεχνικά και άλλα παρεμφερή.
Ιδρύονται τα πρώτα βιβλιοπωλεία, όπως τα Octapus Press στην οδό Κωλέττη στα Εξάρχεια, από τον συγγραφέα Τέο Ρόμβο, καθώς και το «Ρήγμα» στην Κοκκινιά από τον Κυριάκο Βασιλειάδη, ενώ στέκια αναρχικών της εποχής ήταν μερικά παμπ, δισκάδικα και καφενεία στα Εξάρχεια και την Πλάκα. Κυκλοφορούν τα πρώτα έντυπα. «Η Επίθεση» του Γιάννη Γαλανόπουλου, το «Πεζοδρόμιο» του Χ. Κωνσταντινίδη, το «Πολικό Αστέρι», το «Όταν ο Τελευταίος Καπιταλιστής Στραγγαλιστεί με τα Έντερα του Τελευταίου Γραφειοκράτη, η Ανθρωπότητα θα Ευτυχήσει» του Ν. Μπαλή, λίγο πιο μετά (1977) το «Εδώ και Τώρα» του Κυριάκου Βασιλειάδη. Κατά τη γνώμη μας, το πιο σοβαρό περιοδικό της εποχής ήταν το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» με υπεύθυνο έκδοσης τον Ηρώδη Μπακογιάννη και με βασικό συμμετέχοντα τον Άγι Στίνα.  Από το περιοδικό αυτό κυκλοφόρησαν τρία (ή μάλλον τέσσερα) τεύχη. Δημοσιεύονταν σ’ αυτό αναλύσεις, άρθρα γνώμης. Κυκλοφορούν, επίσης, οι πρώτες προκηρύξεις και κείμενα, γίνονται οι πρώτες διαδηλώσεις κ.λπ.
Στις 4 Μάη 1976 καλείται η πρώτη αυτόνομη αναρχική συγκέντρωση στα Προπύλαια με ξεκάθαρα πολιτικό περιεχόμενο. Μια αντιπολεμική συγκέντρωση, εν μέσω μάλιστα των άσχημων ελληνοτουρκικών σχέσεων εκείνης της περιόδου, με βασικά συνθήματα «Τούρκοι εργάτες αδέλφια μας» και το πρωτότυπο «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του». Βασικά, όμως, τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται οι πρώτοι αυτοί αναρχικοί είναι θέματα αντικουλτούρας και πολιτιστικά, φεμινιστικά και άλλα παρεμφερή, όχι εργατικά και οργανωτικά.
Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, πιστεύουμε ότι αρκετά ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι αναρχικοί που συμμετείχαν στις προσπάθειες συγκρότησης ανεξάρτητου και αυτόνομου εργατικού πόλου, μέσα από την ίδρυση εργοστασιακών σωματείων και την κήρυξη άγριων ανεξέλεγκτων από κόμματα απεργιών και κινητοποιήσεων. Τελικά, το ΚΚΕ, μέσω του πανίσχυρου μηχανισμού που διέθετε τότε, συνέτριψε τις προσπάθειες αυτές.
Και, φυσικά, οι αναρχικοί καταπιάστηκαν επίσης και με ζητήματα συμπαράστασης και αλληλεγγύης αρχής γενομένης από τον Μάη του 1976 με τις κινήσεις συμπαράστασης στους Γερμανούς αντάρτες πόλης της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός» (RAF), αλλά και στον φυγάδα Ρολ Πόλε, που συνελήφθη τον Ιούλη του 1976 στην Αθήνα. Βέβαια, οι λιγοστοί τότε αναρχικοί θα συμμετέχουν και στα αιματηρά και βίαια γεγονότα, με μια νεκρή (Τσιβίκα) και αρκετές συλλήψεις, στις 25 Μάη 1976 στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή τον αντεργατικό νόμο 330 που προσπάθησε να επιβάλει η τότε κυβέρνηση Κων. Καραμανλή. Στα δε οδοφράγματα στην περιοχή Εξαρχείων, στους αναρχικούς και ελάχιστους αριστεριστές που συμμάχησαν μαζί τους μαζί με την αστυνομία επιτίθεται και το μαοϊκό ΕΚΚΕ.
Η δε υπόθεση με τους λεγόμενους «συνήθεις ύποπτους» ξεκινά τον Οκτώβρη του 1977, όταν με την κρατική σκευωρία ενάντια στον Γιάννη Σερίφη, συλλαμβάνονται και προφυλακίζονται όλοι οι εκδότες αναρχικών εντύπων της εποχής (Κυριάκος Βασιλειάδης, Νίκος Μπαλής, Ηρώδης Μπακογιάννης και Μιχάλης Πρωτοψάλτης), ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος καθώς και οι τροτσκιστές εκδότες Γιάννης Φελέκης και Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν για ηθική αυτουργία στα επεισόδια που έγιναν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης μετά τη δολοφονία των μελών της RAF στα δυτικογερμανικά λευκά κελιά. Το δε Μάρτη του 1978 συνελήφθησαν οι Φίλιππας και Σοφία Κυρίτση, με τον Γιάννη Σκανδάλη, που θα χαρακτηριστούν τρομοκράτες και θα καταδικαστούν σε εξοντωτικές ποινές. Έτσι, με όλα αυτά, αλλά και με την πρώτη οργανωμένη κρατική απόπειρα να διοχετευθεί ηρωίνη στα Εξάρχεια, κάτι που έγινε το 1977 και έπεσαν στην παγίδα αρκετοί αναρχικοί,  δημιουργήθηκε και το πρώτο κίνημα των φυλακών, το οποίο διευρύνθηκε μερικά χρόνια αργότερα, ενώ το ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη στην εξουσία, με την προσθήκη και μερικών ποινικών.
Το διάστημα αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σοβαρή προσπάθεια οργανωτικής και πολιτικής συγκρότησης των αναρχικών. Τις μόνες εξαιρέσεις φιλοδόξησαν να αποτελέσουν τα περιοδικά «Για τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό» του Νίκου Μπαλή, στο μοναδικό τεύχος του οποίου δημοσιεύτηκαν σημαντικά κείμενα – κυρίως μεταφράσεις, καθώς και το περιοδικό «Μαύρος Ήλιος» (του ίδιου), από το οποίο κυκλοφόρησαν δύο τεύχη, χωρίς όμως συνέχεια.
Κάποιες ομάδες που προσπάθησαν να φανούν πιο εξειδικευμένες, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με αρχές του 1980, όπως η Ομάδα Συμβουλιακών Αναρχικών και η Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών (οι οποίες μάλλον διαλύθηκαν το 1982-1983), πέρα από κάποια κείμενα που εξέδωσαν και κάποιες δραστηριότητες που οργάνωσαν ή συμμετείχαν, δεν φαίνεται ότι άφησαν κάποια παράδοση ή προοπτική.

Η ΟΜΑΔΑ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ

Για την Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς και πώς οργανώθηκε. Τα κατοπινά χρόνια γνωρίσαμε κάποια μέλη της. Τα δε κείμενά της που παρουσιάζουμε εδώ τα αντλήσαμε από διάφορα έντυπα (όπως το «Ιδεοδρόμιο» του Λεωνίδα Χρηστάκη) ή ανατυπώθηκαν μεταγενέστερα σε μορφή μπροσούρας (όπως το κείμενο για τον επαναστατικό συνδικαλισμό). Παραθέτουμε, λοιπόν, πρώτα το κείμενο για το ζήτημα της υγείας στην Ελλάδα (συγγραφέας του οποίου φέρεται ο Περικλής Κυριακόπουλος):

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Η Υγεία στην Ελλάδα μετά την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» ασθενεί όπως και πριν. Αυτό το αναγνωρίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που βρίσκονται στα πράγματα και που μασάνε. Να τι γράφει στις 31/1/1976 η καραμανλική εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ: «Δημόσια Υγεία: Αθεράπευτη Πληγή». «Διακρίσεις στην περίθαλψη και άνιση κατανομή του επιστημονικού δυναμικού και των θεραπευτηρίων κάνουν την περίθαλψη τραγέλαφο». Να τι γράφει η δεξιά εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ της 15,16,17/3/1978: «ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Πεθαίνουν στα χειρουργεία, στα χέρια ανειδίκευτων γιατρών». Να τι γράφει με τεράστια γράμματα η φιλοκυβερνητική εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της 12/1/1977 στην πρώτη της σελίδα: «Μαύρα χάλια στα νοσοκομεία διαπιστώνει ο ίδιος ο Καραμανλής και δίνει οδηγίες».
Η κατάσταση αυτή στον τομέα της υγείας είναι ένα λογικό φαινόμενο αφού και η ιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα λειτουργεί με βάση το χρυσό κανόνα της κεφαλαιοκρατίας: το κέρδος. Τα πράγματα σε γενικές γραμμές έχουν όπως ακολουθεί;

α) Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ

Υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα 725 νοσοκομεία και 56.000 κρεβάτια. Απ’ αυτά τα 215 περίπου πιο μεγάλα με 28.000 κρεβάτια βρίσκονται στο Νομό Αττικής. Παρατηρούμε αμέσως-αμέσως ένα άνισο γεωγραφικό μοίρασμα των νοσοκομείων. Στις αγροτικές περιοχές υπάρχουν ελάχιστα ή δεν υπάρχουν καθόλου. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα, η αγροτο-εργατική περιοχή της Μεγαρίδας με 100.000 κατοίκους δεν έχει ούτε ένα νοσοκομείο.
Τα περισσότερα από τα νοσοκομεία, κυρίως τα επαρχιακά, είναι ακατάλληλα γι’ αυτή τη δουλειά από κτιριακή άποψη. «Το νοσοκομείο του Αιγίου – λένε στο Α’ Πανοσοκομειακό Συνέδριο στις 15-1-1977 οι γιατροί – που καλύπτει, πληθυσμό 20.000 κατοίκων, στεγάζεται σ’ ένα κτίριο του περασμένου αιώνα με 50 κρεβάτια. Δεν έχει αποχετευτικό σύστημα με αποτέλεσμα οι υπόνομοι να πέφτουν στο ημιυπόγειο όπου βρίσκεται η κουζίνα και το μικροβιολογικό, το ακτινολογικό και το αιματολογικό εργαστήριο. Στα υπόγειά του και στο χειρουργείο κυκλοφορούν ανενόχλητα οι γάτες, οι κατσαρίδες και τα ποντίκια. Το νοσοκομείο Αιγίου, όπως πολλά άλλα νοσοκομεία της χώρας, είναι, εστία μολύνσεως και όχι εστία θεραπείας».
Από τα 725 νοσοκομεία τα 485 είναι ιδιωτικές κλινικές οι οποίες σε γενικό κανόνα δεν δέχονται τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ και στο ΟΓΑ. Γιατί; Γιατί και η περίθαλψη στην Ελλάδα, όπως είπαμε, λειτουργεί με βάση το νόμο του κέρδους. Για ποιο λόγο ο κλινικάρχης να βάλει στο νοσοκομείο του ένα φτωχό, έναν αγρότη, έναν εργάτη, που θα του αφήσει λιγότερο κέρδος, αντί για έναν πλούσιο που θα του αφήσει πολλά λεφτά;
Αλλά και στα κρατικά νοσοκομεία από εργατική σκοπιά η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Γιατί και εκεί τα κρεβάτια είναι χωρισμένα σε Α’, Β’ και Γ’ κατηγορίες. Για να εισαχθεί κανείς πρέπει να περάσει από το γραφείο του κυρίου διευθυντή, που πολλές φορές είναι ένας ανεκπαίδευτος στα νοσοκομειακά θέματα καραβανάς, είτε με μέσον, είτε αφήνοντάς του το καθιερωμένο πλέον φακελάκι. Εννοείται ότι ο εργαζόμενος, αν φυσικά κατορθώσει να μπει, για να μην εξανεμιστούν όλες οι οικονομίες του ή για να μη χρεωθεί, μπορεί να πάει μόνο σε κρεβάτι Γ’ κατηγορίας σε διάδρομο ή σε θάλαμο 5 με 20 ατόμων. Η κυβερνητική εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ που προαναφέραμε, γράφει ότι «…Υπάρχουν διακρίσεις, πολλές φορές εξευτελιστικές. Οι άρρωστοι των μεγάλων αστικών κέντρων όσο και των επαρχιών, αν δεν διαθέτουν ισχυρό πορτοφόλι ή ισχυρό μέσον (ρουσφέτι) μπορεί να ταλαιπωρούνται ημέρες ολόκληρες με το χαρτί απορίας, ακόμα μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις και με το εισιτήριο στο χέρι τους – και να μην κατορθώνουν να βρουν θέση. Τα κρεβάτια τρίτης θέσεως ή τα δωρεάν είναι πολύ λίγα σε σχέση με τη ζήτηση. Έτσι ο άρρωστος είτε θα αναγκασθεί να πάρει κρεβάτι Α’ ή Β’ κατηγορίας που φυσικά θα αλμυροπληρώσει ή θα μπει σε ιδιωτική κλινική. Υπολογίζεται ότι από τους 350.000 ασθενείς που νοσηλεύονται το χρόνο οι 330.000 μπαίνουν σε ιδιωτικές κλινικές ή αλλιώς λεγόμενες Ανώνυμες Νοσοκομειακές Εταιρίες.

β) Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Η ιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα, όπως είπαμε, λειτουργεί με βάση το νόμο του κέρδος. Αυτό σημαίνει ότι η υγεία του ανθρώπου είναι ένα προϊόν της αγοράς που πουλιέται και αγοράζεται όπως τα άλλα προϊόντα, όπως το στάρι, η βρώμη, το κρέας, π.χ. Με βάση το νόμο του κέρδους, το βασικό νόμο της αγοράς, οι νοσοκομειακοί επιχειρηματίες ή οι έμποροι της υγείας όπως θα μπορούσαμε να πούμε, προσπαθούν να ξοδεύουν όσο το δυνατό λιγότερα και να κερδίζουν όσο το δυνατό περισσότερα. Μιλώντας για το αγροτικό και το εργατικό πρόβλημα, είπαμε ότι οι επιχειρηματίες προσπαθούν να γδάρουν κυριολεκτικά τον άνθρωπο και να του τα πάρουν όλα. Με άλλα λόγια, στον τομέα της παραγωγής οι κεφαλαιοκράτες και οι εξουσιαστές τρώνε τον άνθρωπο ζωντανό μεν αλλά υγιή.
Στην περίπτωση, όμως, της ιατρικής περίθαλψης, που εξετάζουμε τώρα, οι ισχυροί (οι κεφαλαιοκράτες και οι εξουσιαστές) τρώνε τον άνθρωπο ασθενή και αδύνατο και πολλές φορές νεκρό, σε σημείο που να μπορούμε δίκαια να τους αποκαλέσουμε σύγχρονους ανθρωποφάγους και σύγχρονους νεκροφάγους (βλέπε τις καθημερινές φιλονικίες των νεκροθαφτικών εταιρειών πάνω από το κρεβάτι του ετοιμοθάνατου ή του νεκρού στο νοσοκομείο, που πολλές φορές καταλήγουν στην απαγωγή και εξαφάνιση του πτώματος. Βλέπε επίσης φιλονικίες μεταξύ ιδιοκτητών τάφων και παπάδων στα νεκροταφεία). Σπείρες κεφαλαιοκρατών, εξουσιαστών, γιατρών, κομπογιαννιτών και παπάδων, έχουν διαπιστώσει ότι οι ιατρικές επιχειρήσεις «αποδίδουν» και όντας πονηροί και απάνθρωποι έχουν οσφρυσθεί την οσμή των πληγών και έχουν συσπειρωθεί γύρω από τους ασθενείς.
Στην περίπτωση των εγκαταστάσεων είπαμε ότι οι ισχυροί, το κράτος, η κυβέρνηση και οι ιδιώτες, δεν ξοδεύουν πολλά. Στον τομέα του τεχνικού εξοπλισμού η κατάσταση είναι επίσης αποκαρδιωτική. Τα ελληνικά νοσοκομεία δεν διαθέτουν ούτε τον πιο στοιχειώδη ιατρικό εξοπλισμό (φωτόμετρα, ηλεκτροκαρδιογράφους, ακτινολογικά μηχανήματα κ.λπ.). Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη στα επαρχιακά νοσοκομεία, πράγμα που έχει σαν λογικό επακόλουθο οι κάτοικοι να πηγαίνουν για θεραπεία στις μεγάλες πόλεις και οι γιατροί να μη δέχονται, για ένα πρόσθετο λόγο, να υπηρετήσουν εκεί. Πώς π.χ. θα μπορούσε ένας χειρουργός να χειρουργήσει εκεί όταν δεν υπάρχουν χειρουργικά εργαλεία;
Έτσι, η γεωγραφική κατανομή του θεραπευτικού προσωπικού στην Ελλάδα παρουσιάζεται όπως ακολουθεί: από τους 18.000 γιατρούς οι 15.000 βρίσκονται στην περιοχή Αττικής. Αυτό σημαίνει ότι στην επαρχία δεν υπάρχει ο απαραίτητος αριθμός γιατρών και ότι η θνησιμότητα εκεί είναι αναπτυγμένη (κατά κύριο λόγο στα νησιά και στην Χαλκιδική όπου αντιστοιχεί ένας γιατρός σε 1.700 κατοίκους). Επομένως, είχε απόλυτο δίκιο η καθημερινή εφημερίδα της Δεξιάς ΒΡΑΔΥΝΗ όταν στις 8 Σεπτέμβρη 1975 έγραφε με μεγάλα γράμματα: «Ζητούνται γιατροί για τους “αζήτητους” ψυχασθενείς. Είναι οι ψυχασθενείς της Λέρου – “αζήτητοι.” από τις οικογένειές τους, προδομένοι από την κοινωνία, ξεχασμένοι από το Κράτος – που σέρνουν τη φρικτή ζωή τους και πεθαίνουν χωρίς μια υποτυπώδη έστω – ιατρική περίθαλψι…» Απ’ ό,τι μας πληροφορεί η παραπάνω κυβερνητική εφημερίδα, το ιατρικό δυναμικό για τους 2.500 αυτούς ασθενείς της Λέρου είναι μόνο 9 γιατροί από τους οποίους οι 8 είναι ανειδίκευτοι που κάνουν την αγροτική τους υπηρεσία, δηλαδή εδώ έχουμε αναλογία ενός γιατρού προς 277 ασθενείς.
Γενικά παρατηρείται ότι χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία ιατρικό και νοσοκομειακό προσωπικό ανεκπαίδευτο. Αυτό συμβαίνει γιατί στην Ελλάδα, για την οποία μιλάμε, η ιατρική εκπαίδευση είναι πρωτόγονη, αλλά και γιατί το ανεκπαίδευτο προσωπικό πληρώνεται από τους εμπόρους της υγείας με μικρότερο μεροκάματο (από τις 12.500 νοσοκόμες, οι 9.500 είναι πρακτικές). Οι νοσοκομειακοί επιχειρηματίες, λοιπόν, για να πληρώσουν όσο το δυνατό λιγότερα παίρνουν ανεκπαίδευτους εργαζομένους (γιατρούς και νοσοκόμες) που λόγω της θέσης τους δεν μπορούν να ζητήσουν περισσότερα. Επίσης παίρνουν όσο το δυνατό πιο λιγότερους και τους αναγκάζουν να βγάζουν όλη τη δουλειά. Το νοσοκομείο του εμπορικού ναυτικού π.χ. ενώ έχει 200 κρεβάτια εξυπηρετείται επί όλο το εικοσιτετράωρο μόνο από 5 νοσοκόμες.

γ) Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Τα φάρμακα στην Ελλάδα είναι δηλητήριο, τόσο από οικονομική άποψη όσο και από ποιοτική άποψη. Ενώ η κυβέρνηση φροντίζει τα αγροτικά προϊόντα να δίνουν κέρδος στους παραγωγούς μόνο μέχρι 5% και πολλές φορές όχι μόνο να τους αφήνουν 0% κέρδος, αλλά και παθητικό, υπολογίζεται ότι τα κέρδη των φαρμακευτικών βιομηχανιών ξεπερνούν το 2.000%. Έτσι, σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών (συνέντευξη τύπου τον Γενάρη του ‘76) ενώ το κόστος παραγωγής μιας αντιβιοτικής κάψουλας είναι 30 λεπτά τελικά πουλιέται λιανικά 18-20 δραχμές. Υπολογίζεται- ακόμα ότι λόγω της συμπαιγνίας των κρατικών και κυβερνητικών οργάνων, των γιατρών και των εμπόρων, αντί ένας ασθενής να πληρώνει μεταξύ 50 και 80 δραχμών για φάρμακα κατά μέσο όρο, τελικά πληρώνει μεταξύ 500 και 800 δραχμών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η ολική κατανάλωση φαρμάκων στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 6 και 8 δισεκατομμύρια δραχμές το χρόνο.
Από ποιοτική άποψη, όπως είπαμε, η κατάσταση δεν είναι απλώς απογοητευτική, αλλά ανησυχητική. Εδώ οι έμποροι της υγείας με τη συνεργασία του κράτους και των γιατρών και φαρμακοποιών «επιστημόνων», μετατρέπονται σε εμπόρους του θανάτου. Πιο ψηλά βρίσκεσαι στην Κρατική, Κυβερνητική και Κεφαλαιοκρατική ιεραρχία, πιο πολλά μασάς. Οι 72 μεγάλες βιομηχανίες φαρμάκων και μια πληθώρα βιοτεχνών και εργαστηρίων που λειτουργούν νόμιμα ή παράνομα, παρασκευάζουν δηλητήρια και τα πουλάνε για φάρμακα. Υπολογίζεται ότι τα ιδιοσκευάσματα που παράγονται στην Ελλάδα είναι γύρω στα 9.500. Η περίοδος μεταξύ 1974-77 χαρακτηρίζεται από καθημερινές αποκαλύψεις σκανδάλων σχετικά με φάρμακα επικίνδυνα για την υγεία του ανθρώπου, δηλαδή σχετικά με δηλητήρια. Υπάρχει περίπτωση 55 πολυβιταμινούχων «φαρμάκων» που κρίθηκαν από το ΚΕΕΦ (Κρατικό ‘Εργαστήριο Ελέγχου Φαρμάκων) σαν επικίνδυνα. Γι’ αυτό το λόγο, ο υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Κων. Χρυσανθόπουλος, αναγκάστηκε να ανακαλέσει την άδεια κυκλοφορίας, παρασκευής και εισαγωγής τους. Αν όμως τα «φάρμακα» αυτά αποσυρόντουσαν από την κυκλοφορία αμέσως τότε θα ζημιωνόντουσαν τα συμφέροντα των βιομηχανιών που τα παρασκεύαζαν και τα προωθούσαν. Το Κράτος όμως και η κυβέρνηση είναι απλά εκτελεστικά και συντονιστικά όργανα του Κεφαλαίου και προκειμένου να ζημιωθούν τα οικονομικά συμφέροντά τους προτιμούν να ζημιωθεί η υγεία των εργαζομένων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αξιότιμος κύριος υπουργός διευκρίνισε ότι παρ’ ότι τα 55 αυτά «φάρμακα» είναι. επικίνδυνα θα αποσυρθούν από την αγορά μετά από 6 μήνες, προθεσμία πού τελικά παρατάθηκε επανειλημμένα. Ο διάδοχός του Κων. Στεφανόπουλος, διαπίστωσε με τη σειρά του, ότι τα πράγματα στον τομέα του φαρμακευτικού κυκλώματος δεν πάνε καλά, απέκρουσε όμως με τη σειρά του πρόταση του ΠΑΣΟΚ για κοινωνικοποίησή του υπεραμυνόμενο; την «ελευθερία» παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας των «φαρμάκων».

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Είδαμε ότι ζωή μας και η υγεία μας και όπως θα δούμε σε άλλη μελέτη μας, ακόμα και η σκέψη μας, βρίσκονται στα χέρια των κεφαλαιοκρατών και των εξουσιαστών μας (των εμπόρων και των κρατικών οργάνων). Στο παρόν κεφαλαιοκρατικό σύστημα η ζωή μας και η υγεία μας είναι απλά προϊόντα που ζυγίζονται με το καντάρι της αγοράς και που δέχονται την επίδραση των βασικών νόμων της (ο νόμος του κέρδους π.χ.). Είναι λογικά επόμενο ότι όσο καιρό η ζωή μας και η υγεία μας θα εξαρτώνται από τους εμπόρους και τους εξουσιαστές θα συνεχίζεται η κατάσταση που είδαμε σε γενικές γραμμές: το χάος, η φτώχεια και η αθλιότητα. Η χώρα θα καλύπτεται από ένα πλατύ δίκτυο νοσοκομείων-εστιών μολύνσεως, νεκροταφείων, αστυνομικών τμημάτων και στρατοπέδων συγκέντρωσης, στοιχεία απαραίτητα σε κάθε εξουσιαστικό σύστημα (φιλελεύθερο ή μαρξιστικό).
Αυτό όμως που είναι λογικό για τους ισχυρούς για μας τους εργαζόμενους δεν μπορεί να είναι παρά παράλογο. Έχοντας εναποθέσει τη ζωή μας και την υγεία μας στα χέρια τους είναι φυσικό να μας εκμεταλλευτούν και να μας καταπιέσουν. Αντί να μας δίνουν φάρμακα να μας δίνουν δηλητήρια. Αντί να χτίζουν νοσοκομεία και θεραπευτήρια με τα λεφτά μας, να χτίζουν αστυνομικά τμήματα και φυλακές για να μας ρίχνουν μέσα. Και αυτοί μεν (οι έμποροι, και οι εξουσιαστές) από τη δική τους σκοπιά κάνουν τη δουλειά τους. Έχουν δίκιο. Βρίσκουν την ευκαιρία και μασάνε.
Έχοντας την πρωτοβουλία, αυτοί με τα λεφτά μας χτίζουν θέρετρα και κέντρα αναψυχής όπου τρώνε και πίνουν στην υγεία των κορόιδων! Και εμείς οι εργαζόμενοι (αγρότες και εργάτες) σαν λογικά όντα που θέλουμε να λεγόμαστε τι κάνουμε; Εμείς, δίνοντάς τους την πρωτοβουλία, συμμετέχουμε στο δικό τους πολιτικό σύστημα, ψηφίζοντας, να διαλέξουμε μεταξύ των δεξιών και των αριστερών, εκείνους που θα επιμεληθούν για τη ζωή μας και την υγεία μας. Και ενώ τα χωράφια και τα εργοστάσια αποτελούν χώρους συστηματικού ακρωτηριασμού των εργατών και ενώ τα χωριά και οι εργατικές συνοικίες έχουν μεταβληθεί σε γηροκομεία και σε σανατόρια, εμείς παραπονούμαστε ότι αυτοί που μας κυβερνούν δεν κάνουν τίποτα και για μας. Και ενώ, από τη μια μεριά, στον τομέα της υγείας περιμένουμε παθητικά τη λύση από τα πάνω, από την άλλη καταγινόμαστε με ζήλο στην κατασκευή μεταφυσικών χτισμάτων. Φτιάχνουμε εκκλησίες και; μοναστήρια. Για να φτιάξουμε με δική μας πρωτοβουλία πολυδάπανες εκκλησίες και μοναστήρια μπορούμε, για να φτιάξουμε νοσοκομεία και θεραπευτήρια δεν μπορούμε. Για να πληρώσουμε μισθό στους παπάδες τεμπέληδες όλων των βαθμών μπορούμε, για να συντηρήσουμε έναν απαραίτητο για την υγεία μας αριθμό γιατρών και νοσοκόμων δεν μπορούμε. Υπάρχουν χωριά που έχουν δυο και τρεις εκκλησίες και υπάρχουν ολόκληροι νομοί που δεν έχουν ούτε ένα νοσοκομείο. Και ενώ ακόμα και οι ράχες των βουνών γέμισαν από εκκλησίες, μεγάλες εργατουπόλεις όπως αυτή της Ελευσίνας, δεν έχουν ούτε ένα υποτυπώδη σταθμό πρώτων βοηθειών (ο Πόρος π.χ. με 3.000 κατοίκους διαθέτει 40 εκκλησίες – και συνεχίζει, να χτίζει ακόμα – δηλαδή 1 εκκλησία για κάθε 73 κατοίκους, ενώ δεν έχει ούτε ένα νοσοκομείο. Το ίδιο συμβαίνει και στην Πάτμο όπου έχουμε μια εκκλησία για κάθε κάτοικο).

ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ

Είναι φανερό ότι όσο καιρό δεν θα έχουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας εμείς οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, η ζωή μας (και ο θάνατός μας) θα εξαρτάται από αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα που λέγονται κεφαλαιοκράτες (καπιταλιστές) και εξουσιαστές, που έχουν το θράσος να ονομάζουν το οικονομικο-πολιτικό τους σύστημα προοδευτικό και την κοινωνία τους ανθρωπιστική. Παίρνοντας την διαχείριση των υποθέσεών μας στα χέρια μας, η ζωή μας και η υγεία μας παύουν αυτόματα να αποτελούν εμπορεύματα και να παζαρεύονται στην αγορά με βάση το νόμο του κέρδους. Με άλλα λόγια, παίρνοντας εμείς οι ίδιοι την πρωτοβουλία για τη λύση του ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ, εξαλείφουμε και τη βασική αιτία των ασθενειών, καταργούμε ταυτόχρονα τους εκμεταλλευτές και τους εξουσιαστές μας και το νόμο του κέρδους σε θέματα ζωής και υγείας.
Υπολογίζεται ότι το χτίσιμο μιας άχαρης από αρχιτεκτονική άποψη εκκλησίας στο χωριό Καπελέτο Βάρδας Ηλείας κόστισε (χωρίς να υπολογίσει κανείς τη διακόσμηση) γύρω στα δύο εκατομμύρια δραχμές. Το χωριό έχει κι άλλη μια εκκλησία. Το χτίσιμο νοσοκομείου στο ίδιο σημείο κοστίζει πολύ πιο λιγότερα. Προτείνουμε, αντί στο μέλλον οι αγρότες και οι εργάτες να χτίζουν εκκλησιαστικά οικοδομήματα που δεν είναι παραγωγικά, να χτίζουν νοσοκομεία και θεραπευτήρια που θα διαχειρίζονται και θα διοικούν οι ίδιοι. Για πιο μεγάλη αποτελεσματικότητα 2, 3, 5 ή και περισσότερα χωριά μπορούν να χτίζουν και να εξοπλίζουν ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο. Αντί οι εργαζόμενοι με τους φόρους τους να πληρώνουν μισθό στους παπάδες και τους δεσποτάδες προτείνουμε να πληρώνουν τους γιατρούς και τους νοσοκόμες.
Για τις εκκλησίες που ήδη υπάρχουν προτείνουμε να μετατραπούν σε θεραπευτήρια. Όσες είναι ακατάλληλες γι’ αυτό το σκοπό προτείνουμε να μετατραπούν σε βιβλιοθήκες, βρεφοκομικούς και νηπιακούς σταθμούς που λείπουν τόσο στις φτωχογειτονιές ή να τιναχτούν στον αέρα για να χρησιμεύσει ο χώρος για κάτι καλύτερο. Η φτώχεια, η αθλιότητα, και ου αρρώστιες θα πάψουν να βασιλεύουν στις τάξεις των εργαζομένων μόνο όταν πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία στον τομέα της παραγωγής, της κατανάλωσης και της Υγείας. Όταν η μοιρολατρία και η παθητικότητα αντικατασταθούν από την αυτοπεποίθηση και την τόλμη.

(Αυτή η έρευνα του συντρόφου Π.Κ. για το πρόβλημα της υγείας στην Ελλάδα αποτελεί την πρώτη από μια σειρά μπροσούρες που πρόκειται να βγάλει η Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών στα πλαίσια της ενημέρωσης και της αυτοπληροφόρησης μεταξύ των εργαζομένων για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.)

ΟΜΑΔΑ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΏΝ

*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο τεύχος 25 του περιοδικού «Ιδεοδρόμιο» τον Απρίλιο του 1979.

Τελειώνουμε με την Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών με την παράθεση κειμένου μπροσούρας της με τίτλο «Επαναστατικός Συνδικαλισμός και Οργάνωση»:

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών

Πριν λίγες μέρες μάθαμε από τον τύπο ότι ολοκληρώθηκε η απάτη που στήθηκε από τους λακέδες της Γ.Σ.Ε.Ε. και τ’ αφεντικά πίσω από την πλάτη μας.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος οι αυτοδιορισμένοι «προστάτες» μας παζάρεψαν μαζί με τ’ αφεντικά τη τιμή της εργατικής μας δύναμης. Η απάτη τελείωσε με το να καθορίσουν 15% αυξήσεις τη στιγμή που ο τιμάριθμος και τα κέρδη των αφεντικών έχουν ανέβη στα ύψη. Αυτή η απάτη θα συνεχίζεται όσο εμείς θα αφήνουμε να διευθύνουν τον αγώνα μας και να ορίζουν τις τύχες μας οι λακέδες της Γ.Σ.Ε.Ε. και οι ρεφορμιστές όλων των κομμάτων που έχουν καταντήσει τα συνδικάτα γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και κυριολεκτικά αποτελούνται από τα Διοικητικά Συμβούλια, δηλαδή έμπιστους των κομμάτων και των αφεντικών και μια χούφτα ψηφοφόρους που δίνουν στα Δ.Σ. εν λευκώ την έγκρισή τους στ’ όνομα όλων των υπόλοιπων εργατών.
Αυτό είναι ανασταλτικός παράγοντας για τη δημιουργία ενός αυτόνομου μαζικού συνδικαλιστικού κινήματος όπου θα συμμετέχουμε όλοι οι εργαζόμενοι κόντρα στ’ αφεντικά και στα όργανά τους.
Σύντροφοι στη καθημερινή αθλιότητα
Δεν πρέπει να πιστεύουμε στις υποσχέσεις που σκορπίζουν δεξιά και αριστερά οι εργατοπατέρες της Γ.Σ.Ε.Ε. και των κομμάτων αλλά να προωθήσουμε σε κάθε τόπο δουλειάς τη δημιουργία αυτόνομων εργατικών σωματείων που θα εκφράζουν τη θέληση της συνέλευσης όλων των εργατών χωρίς να υπάρχουν μόνιμοι εκπρόσωποι και αρχηγοί και που αυτά θα καθορίζουν την στάση των εργατών απέναντι σε παζαρέματα όπως η συλλογική σύμβαση.
Τη δημιουργία αυτών των αυτόνομων εργοστασιακών σωματείων θα πραγματοποιήσουμε μέσα από την καθημερινή πάλη μας στους χώρους δουλειάς και την καθημερινή ενεργοποίησή μας γύρω από τα προβλήματά μας. Το βασικό επιχείρημα που προβάλλουν οι ρεφορμιστές ενάντια στ’ αυτόνομα σωματεία είναι ότι διασπούν την ενότητα του εργατικού κινήματος.
Αντίθετα όμως τα αυτόνομα σωματεία δεν διασπούν αλλά ενώνουν το εργατικό κίνημα γιατί αυτά συνδέονται μεταξύ τους με άμεσα ανακλητούς αντιπρόσωπους από τους εργάτες, που θα αλλάζουν συνεχώς μέσα από την γενική συνέλευση.

– ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ

– ΚΑΤΩ Η ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

– ΖΗΤΩ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ

– ΖΗΤΏ ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΟΜΑΔΑ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Ι. Μ ι σ θ ω τ ή ε ρ γ α σ ί α κ α ι κ ε φ ά λ α ι ο

1. Το 1886, στο Σικάγο η αστυνομία χτυπούσε τους εξεγερμένους εργάτες στους δρόμους.
2. Σήμερα, εκατό χρόνια από τότε, εξακολουθούμε να ζούμε κάτω απ’ την κυριαρχία της καπιταλιστικής παραγωγής.
Εξακολουθούμε να ζούμε σ’ ένα κόσμο που θα μπορούσε να ονομαστεί «εμπορευματικός κόσμος». Εξακολουθούμε να είμαστε το βασικότερο εμπόρευμα από όλα τα εμπορεύματα. Το εμπόρευμα πού παράγει κέρδος. Και αυτή η σχέση πραγματοποιήται σήμερα με την κατανάλωση που μας ωθεί το σύστημα να κάνουμε ακόμη και σε πράγματα άχρηστα ή επικίνδυνα.
3. Το εργοστάσιο, το γιαπί, το γραφείο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά χώροι στους οποίους καταναλώνεται η εργατική μας δύναμη. Η εργατική μας δύναμη που έχει ήδη
περάσει στην ιδιοκτησία του καπιταλιστή από τη στιγμή που περνάμε την πόρτα αυτών των χώρων.
4. Έτσι η εργατική μας δύναμη έχει χάσει κάθε δημιουργική ικανότητα μπαίνωντας στην υπηρεσία του καπιταλιστή που δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική ευημερία αλλά το κέρδος. π.χ Πολεμική βιομηχανία, χωροταξία, οικολογικό πρόβλημα, γραφειοκρατία κ.λ.π.
5. Ο καπιταλιστής είναι που κατέχει και το προϊόν της εργασίας μας ενώ εμείς είμαστε τελείως αποξενωμένοι απ’ αυτή. Δηλαδή, η εργατική μας δύναμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μορφή του κεφαλαίου και το κεφάλαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μορφή συσωρευμένης εργατικής δύναμης.
6. Σε μας απομένουν τα λίγα ψίχουλα που λέγονται μισθός ή αλλιώς τιμή της εργατικής δύναμης. Αυτή είναι ή διαδικασία της αγοραπωλησίας που λέγεται μισθωτή εργασία.
7. Όσο λοιπόν θα υπάρχει κεφάλαιο θα υπάρχει και μισθωτή εργασία και όσο θα είμαστε υποχρεωμένοι να πουλάμε την ίδια μας την ζωτικότητα και δύναμη για εργασία στ’ αφεντικά. θα στηρίζουμε κι αυτούς που κουμαντάρουν την σημερινή κοινωνία και εξουσιάζουν, με τα μέσα πλύσης εγκεφάλου και καταστολής, τη σκέψη μας και τη θέλησή μας.
8. Μέσα σ’ αυτό το καθεστώς της μισθωτής εργασίας, σε μας δεν μένει ούτε μία στιγμή που η ανθρώπινή μας υπόσταση να πραγματώνεται.
9. Ο βασικός θεσμός πάνω στον οποίο στηρίζεται αυτή η σχέση είναι η ιδιοκτησία. Αυτή είτε είναι ιδιοτική είτε κρατική είναι ο βασικός όρος για την ύπαρξη της σημερινής οργάνωσης της οικονομίας που στηρίζεται στην εκμετάλευση της μισθωτής εργασίας απ’ αυτούς πού κατέχουν τα μέσα παραγωγής.

II. Ι δ ι ο κ τ η σ ί α κ α ι κ ρ ά τ ο ς

1. Το κράτος είναι ο πολιτικοοικονομικός μηχανισμός που με τα όργανά του στηρίζει και καθαγιάζει το σύστημα της εκμετάλευσης.
2. Το κοινοβούλιο – τα δικαστήρια – οι φυλακές – ο στρατός – η αστυνομία – οι νόμοι έχουν ένα και μόνο προορισμό. Να καταστέλλουν την ταξική πάλη. Να κρατάνε όσο μπορούν τους εργάτες υποδουλωμένους στο ζυγό της μισθωτής εργασίας.
3. Η κυριαρχία αυτή του κράτους πάνω σε κάθε εκδήλωση της ζωής είναι και η εξουσία του.
Το κράτος δεν διστάζει σε καμία περίπτωση να επιβάλλει την εξουσία του με τη βία της θεσμοποιημένης τρομοκρατίας (αστυνομία, στρατός, κ.λπ.).
4. Το κράτος λοιπόν είναι μηχανισμός άρρηκτα δεμένος με την μισθωτή εργασία και πρέπει να χτυπηθεί απ’ αυτούς που μάχονται εναντίον της.
5. Στις παλιότερες μορφές ανάπτυξης του κεφαλαίου (ιδιωτική οικονομία-ελεύθερο εμπόριο), η ιδιοκτήτρια τάξη είχε και τη διεύθυνση της παραγωγικής διαδικασίας.
Δηλαδή, ο καπιταλιστής καθόριζε το τι και πόσο θα παράγει χωρίς καμία κεντρική παρέμβαση. Το κράτος περιοριζόταν μόνο στο να επιβάλλει το νόμο και την τάξη που θα στήριζε το κεφάλαιο.
6. Σήμερα η ανάπτυξη των πολυεθνικών εταιρειών (γιγαντισμός) και η τάση της παραγωγής να υποσκελίσει την κατανάλωση καθιστά ολοένα και περισσότερο εμφανή την ανάγκη μιας κρατικής διεύθυνσης της οικονομίας.
7. Αυτή η ανάγκη οδηγεί ώστε το κράτος τείνει να αναλάβει τον ολικό έλεγχο της κοινωνίας επεκτείνοντας την κυριαρχία του ακόμη και στην παραγωγή.
8. Αυτή η τάση αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής παραγωγής ακολουθεί τρία παράλληλα μοντέλα (με σημαντικές ομοιότητες όσο και διαφορές). α) Το μοντέλο της παρέμβασης του κράτους στην παραγωγή (κρατικός παρεμβατισμός – Σουηδία, κ.λπ.). β) Η συγχώνευση της ιδιοκτήτριας και της διευθύνουσας τάξης μέσα στο κράτος (κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός), και γ) Η κρατικοποίηση της παραγωγής (κρατικός καπιταλισμός – Ρωσία).
9. Το αντικαπιταλιστικό – αντικρατιστικό κίνημα πρέπει κατά τη γνώμη μας, να λάβει υπόψη του αυτές τις ουσιαστικές αλλαγές στη φύση του συστήματος για τον καθορισμό των παραπέρα στόχων και της πραχτικής του.

III. Ρ ε φ ο ρ μ ι σ τ ι κ ό ς ή ε π α ν α σ τα α τα ι κ ό ς σ υ ν δ ι κ α λ ι σ μ ό ς.

Ι. Από τις πρώτες κιόλας ταξικές συγκρούσεις δύο ήταν τα βασικά ρεύματα μέσα στον συνδικαλισμό. Ο ρεφορμιστικός (μεταρρυθμιστικός) συνδικαλισμός και ο επαναστατικός συνδικαλισμός.
2. Ο ρεφορμισμός σαν αντίληψη δεν βλέπει το συνδικάτο σαν το όργανο των εργαζομένων για τον αγώνα προς την επανάσταση και για την επανάσταση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, βλέπει το συνδικάτο σαν βοηθητικό όργανο της πολιτικής οργάνωσης (του κόματος) που προωθεί κατ’ αυτόν την αλλαγή (.μαρξισμός -σοσιαλδημοκρατία κ.λπ.).
3. Αφαιρώντας λοιπόν από το συνδικάτο αυτόν τον βασικό (κατά την γνώμη μας) ιστορικό του ρόλο το καθιστά ένα διαιτητικό μεσολαβητικό μηχανισμό, ένα τραστ που ρυθμίζει την τιμή και τις συνθήκες αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης.
4. Αυτό έχει σαν συνέπεια, στο μοντέλο οργάνωσης που προτείνει ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός, να μη δίνει κάποια αντι-ιεραρχική πλατφόρμα για το μέλλον αλλά να
διατηρεί εξουσιαστικές κατακόρυφες οργανωτικές μορφές του καπιταλισμού.
5. Αυτές οι μορφές στηρίζονται στην ιεραρχία και την εκπροσώπηση. Στην έλλειψη κάθε αυτονομίας και στη συγκεντρωτική διαδικασία λήψης των αποφάσεων απ’ την κορυφή.
6. Ακόμα, αυτές οι οργανωτικές μορφές του ρεφορμισμού καταργούν κάθε δικαιοδοσία των οργανώσεων βάσης, που τις καθιστούν φερέφωνα των αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης.
7. Στη σημερινή φάση ανάπτυξης του κεφαλαίου, σε πολλές περιπτώσεις, ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός και τα θεσμοποιημένα συνδικάτα ενσωματώνονται στο κράτος αποτελώντας συστατικά του μέρη (συνδιαχείρηση – Αγγλία, Γερμανία, Σουηδία, κ.λπ.).
8. Στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει παράδοση επαναστατικού συνδικαλισμού. Το συνδικαλιστικό κίνημα το μονοπωλούν οι εκάστοτε ρεφορμιστικές παρατάξεις (κυβερνητικές ή μαρξιστικές).
9. Το μοναδικό ουσιαστικά συνδικάτο, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) είναι ένας θεσμοποιημένος μηχανισμός, παρακλάδι του υπουργείου εργασίας, που καθορίζει τα πράγματα στον κόσμο της εργασίας μέσα από ένα παρασκηνιακό κλίμα.
10. Οι επιμέρους κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές οργανώσεις δεν έχουν ουσιαστική πρόσβαση στους εργαζόμενους και περιλαμβάνουν μόνο τα μέλη και τους οπαδούς των τεσσάρων κύριων παρατάξεων πού δρουν σ’ αυτές (ΑΕΜ, ΕΣΑΚ, ΠΑΣΚΕ, ΠΕΣΠ).
11. Η όλη λειτουργία αυτών οργανώσεων συνίσταται σ’ αυτή τη διαδικασία: μια φορά το χρόνο η βάση καλείται και εκλέγει τα διοικητικά συμβούλια. Από κει και πέρα αυτά αποφασίζουν και η βάση εκτελεί. Αυτά αποφασίζουν τις απεργίες και η βάση υπακούει. Όποτε αυτά κρίνουν αναγκαίο καλούν τη βάση σε συσκέψεις όπου της εκθέτουν την πολιτική τους.
12. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει σε τέτοιο τέλμα το εργατικό κίνημα ώστε σχεδόν καμιά ουσιαστική σύγκρουση δεν έχει γίνει τα τελευταία πέντε χρόνια.
13. Οι λίγες προσπάθειες άμεσης δράσης απ’ την πλευρά των εργατών χτυπιούνται με βία απ’ το κράτος και τα ρεφορμιστικά σωματεία. Π.χ. κινητοποιήσεις του κλάδου των οικιακών συσκευών, των οικοδόμων κ.λπ.

IV. Ε π α ν α σ τ α τ ι κ ό ς σ υ ν δ ι κ α λ ι σ μ ό ς κ α ι ο ρ γ ά ν ω σ η

Ι. Αντίθετα απ’ τον ρεφορμιστικό, ο επαναστατικός συνδικαλισμός εκφράζει την αντίληψη της αλλαγής της κοινωνίας μέσ’ απ’ την κίνηση των επαναστατημένων μαζών.
2. Κατά την άποψή μας, αυτή η αντίληψη δεν είναι απόρροια μιας επαναστατικής ιδεολογίας, αλλά ιστορική έκφραση της πάλης των τάξεων στο οργανωτικό πεδίο. Δηλαδή, ο επαναστατικός συνδικαλισμός δεν είναι μια θεωρία γεννημένη στα μυαλά κάποιων σοφών αλλά ένα επαναστατικό κίνημα γεννημένο μέσα από την πάλη των τάξεων.
3. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός βασίζεται σε δυο πράγματα: α) στην άμεση δράση και β) στην αντιεξουσιαστική οργάνωση.
4. Η άμεση δράση είναι η πρακτική που εξασκείται από τη βάση των εργατών χωρίς τη μεσολάβηση διαιτητών και μεσαζόντων. Το κύριο στοιχείο της είναι η απ’ ευθείας ταξική σύγκρουση των εργατών με τα αφεντικά, που οξύνει τις αντιθέσεις εξασκώντας επαναστατικούς τρόπους πάλης. Άγρια απεργία, σαμποτάζ στην παραγωγή, κ.λπ.
5. Αυτός ο τρόπος δράσης πού χρησιμοποιεί ο επαναστατικός συνδικαλισμός έρχεται σε αντίθεση με τις ρεφορμιστικές μαλακίες περί διαιτησίας και του συνδικαλισμού των τριτοβαθμίων οργάνων.
6.Ο επαναστατικός συνδικαλισμός σαν θεωρία οργάνωσης υποστηρίζει την οργάνωση των εργατών μέσα σε επίπεδα συνδικάτα πού λειτουργούν βάσει των αρχών της αποκέντρωσης, της αυτονομίας, της ανακλητότητας και του πλουραλισμού.
7. Το επαναστατικό συνδικάτο είναι μια ομοσπονδία αυτόνομων οργανώσεων των εργατών στον τόπο παραγωγής.
8. Αυτές οι οργανώσεις αποτελούν τις βασικές ελεύθερες δομές από τις οποίες σχηματίζεται το επαναστατικό συνδικάτο.
9. Η ελεύθερη συμμετοχή των εργαζομένων σ’ αυτά τα συμβούλια βάσης καταργεί το ρόλο του συνδικάτου σαν μεσολαβητή και τραστ της εργατικής δύναμης και το καθιστά όργανο των μαζών για την από κοινού εξάσκηση της άμεσης δράσης.
10. Όλες οι αποφάσεις κατά συνέπεια, παίρνονται από την βάση μέσα απ’ τις συνελεύσεις των συμβουλίων βάσης και συγκεντρώνονται σε τοπικά και ευρύτερα επίπεδα από τους πάντα ανακλητούς και εναλλασσόμενους αντιπροσώπους.
11.Αυτό σημαίνει ότι στο επαναστατικό συνδικάτο όλες οι αρμοδιότητες είναι εκτελεστικές και ποτέ αποφασιστικές. Η μόνη που αποφασίζει είναι η βάση.
12. Η λειτουργία του επαναστατικού συνδικάτου δεν στηρίζεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό αλλά στον επαναστατικό πλουραλισμό. Δηλαδή, κάθε άποψη μπορεί και έχει το δικαίωμα να προπαγανδίζεται στα κοινωνικό πεδίο ανεξάρτητα αν είναι μειοψηφία ή πλειοψηφία.
13. Το επαναστατικό συνδικάτο, λοιπόν, είναι η ελεύθερη οργάνωση των μαζών στο χώρο παραγωγής. Είναι η φυσική οργάνωση των εργαζομένων.

V. Ε π α ν α σ τ α τα ι κ ό ς σ υ ν δ ι κ α λ ι σ μ ό ς, ε ρ γ α τ ι κ έ ς δ ι ε κ δ ι κ ή σ ε ι ς – Γ ε ν ι κ ε υ μ έ ν η α υ τ ο δ ι ε ύ θ υ ν σ η.

1. Για τον επαναστατικό συνδικαλισμό δεν υπάρχουν αιτήματα, υπάρχουν απαιτήσεις.
2. Το επαναστατικό συνδικάτο σαν φυσική οργάνωση των εργαζομένων στο χώρο παραγωγής έχει ένα διπλό προορισμό. α) Την προώθηση των κατακτήσεων των εργαζομένων μέσα απ’ την άμεση δράση και β) την προώθηση της ταξικής πάλης ενάντια στ’ αφεντικά με τελικό στόχο την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και της εκμετάλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, καθώς και την ελεύθερη οργάνωση της κοινωνίας μέσω της γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης.
3. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός συνδυάζει αυτούς τους δύο στόχους ώστε μέσα απ’ την καθημερινή σύγκρουση στο χώρο της παραγωγής να ξεκαθαρίζει όλο και περισσότερο η ανάγκη για την κοινωνική επανάσταση και την γενικευμένη αυτοδιεύθυνση.
4. Η αυτοδιεύθυνση της παραγωγής (και της ζωής) καταργεί την ιδιοποίηση της εργασίας και της δραστηριότητας των εργαζομένων απ’ την ιδιοκτήτρια και διευθύνουσα τάξη χειραφετώντας έτσι την εργασία και καταστρέφοντας την ουσία του εμπορεύματος πού αποτελεί την βάση των σημερινών διαχωρισμένων κοινωνικών σχέσεων.
5. Η από κοινού χρησιμοποίηση του κοινωνικού πλούτου χτυπά τις αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις φέρνοντας στη θέση τους τις ελεύθερες σχέσεις των ανθρώπων.
6. Η μισθωτή εργασία σαν πρωταρχικό ανταλλακτικό εμπόρευμα παύει να υφίσταται και τη θέση της παίρνει η ελεύθερη δημιουργία, όπου στηρίζεται στην αρχή του «απ’ όλους για όλους». Κατά συνέπεια, σ’ ένα τέτοιο σύστημα εργασίας, η κατανάλωση θα είναι αυτή πού θα καθορίζει την παραγωγή ενώ στο σημερινό εκμεταλευτικό σύστημα η παραγωγή καθορίζει την κατανάλωση. Δηλαδή, η παραγωγική διαδικασία θα κρίνεται απ’ τις ανάγκες των ανθρώπων.
7. Η οργάνωση της ζωής θα διευθύνεται απ’ τούς ίδιους τους παραγωγούς και θα συντονίζεται μέσα απ’ τα συμβούλια των παραγωγών.
8. Το κράτος, ο στρατός, η αστυνομία, τα σύνορα, τα σχολεία, η πατρίδα, η οικογένεια γίνονται μουσειακά είδη, κόπρανα μιας εποχής κοινωνικής δυσκοιλιότητας.
9. Σήμερα που ο καπιταλισμός φτάνει στο σημείο έκρηξής του, η αυτοδιεύθυνση είναι η μόνη λύση.

VI. Η Ε λ λ η ν ι κ ή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α κ α ι ο ι ε π α ν α σ τ α τ ι κ έ ς
ε ρ γ ο σ τ α σ ι α κ έ ς ο μ ά δ ε ς.

1. Στην Ελλάδα σήμερα ο εργατικός συνδικαλισμός έχει πέσει κυριολεκτικά σ’ ένα τέλμα.
2. Μετά την καταστολή του εργοστασιακού κινήματος Πίτσος, Α.Ε.G., Εσκιμό, κλπ. και του οικοδομικού (23 Ιούλη – 25 Μάη) χάθηκε ουσιαστικά η ευκαιρία στο να αναπτυχθεί μια άμεση δράση στους χώρους παραγωγής, με αποτέλεσμα σήμερα οι εργάτες να περιορίζονται στο φάντασμα του μεσολαβητικού συνδικαλισμού που διεξάγεται στα παρασκήνια από τα διοικητικά συμβούλια των ρεφορμιστικών συνδικαλιστικών ενώσεων.
3. Παράλληλα το κεφάλαιο αναδιπλώθηκε ανακαινίζοντας και συμπληρώνοντας τα μέσα καταστολής του εργατικού κινήματος. Π.χ. απεργοσπαστικός μηχανισμός, εργατική νομοθεσία, ΜΑΤ, διώξεις συνδικαλιστών, μαζικές απολύσεις κλπ. με αποτέλεσμα μια ανοιχτή άμεση δράση σήμερα στους τόπους παραγωγής να είναι αδύνατη.
4. Σ’ αυτή την κατάσταση η μόνη λύση είναι ή προώθηση επαναστατικών ομάδων μέσα στους τόπους παραγωγής πού θα συσπειρώσουν τους επαναστάτες εργάτες και σαν στόχο τους θα έχουν την προώθηση της άμεσης δράσης
5. Η δράση αυτών των ομάδων πιστεύουμε πως θα συνίσταται στα εξής πράγματα. α) να χτυπήσουν τον ρεφορμιστικό συνδικαλισμό και να ξεσκεπάσουν τα παζάρια του με τα’ αφεντικά, β) Να προωθήσουν επαναστατικές μορφές δράσης όπως τις άγριες απεργίες, τις καταλήψεις, το σαμποτάζ της παραγωγής, κλπ. γ) Να προπαγανδίσουν την λήψη των αποφάσεων από τους ίδιους τους εργάτες μέσω των γενικών συνελεύσεων και να κτυπήσουν το πνεύμα της εκπροσώπισης.
6. Εδώ πρέπει να διευκρινήσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πιστεύουμε ότι αυτές οι ομάδες μπορούν να υποκαταστήσουν τις πραγματικές οργανώσεις των εργατών στους χώρους παραγωγής.
7. Αυτές οι ομάδες από τον ίδιο τον καθορισμό της δράσης τους είναι οι καταλύτες της ζύμωσης για την προώθηση της ταξικής πάλης δια μέσου της άμεσης δράσης».

Η μπροσούρα αυτή ανατυπώθηκε από συντρόφους στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και αρκετά χρόνια μετά δακτυλογραφήθηκε και διασώθηκε ηλεκτρονικά.
Εδώ, μιας και δεν έχουμε άλλα ντοκουμέντα της Ομάδας Αναρχοσυνδικαλιστών στα χέρια μας, τελειώνει η παρουσίαση ντοκουμέντων της Ομάδας, η οποία μάλλον διαλύθηκε κατά το 1982. Από τα μέλη της άλλοι ακολούθησαν διαφορετική πολιτική πορεία και έφτασαν να είναι και υποψήφιοι βουλευτές, άλλοι αναμείχθηκαν στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό και/ή ασχολήθηκαν με τη συγγραφή βιβλίων κ.λπ, όπως ο Περικλής Κυριακόπουλος, ο οποίος έγραψε τα βιβλία «Το Σύνταγμα (και το παρασύνταγμα) του ’75 από εργατική σκοπιά (ή Περί Παρανομίας των Νόμων)» που εκδόθηκε το 1981 από τις Εκδόσεις «Απόπειρα Λόγου» και το βιβλίο «Το Εργατικό Πρόβλημα στην Ελλάδα τα Πρώτα Μεταδικτατορικά Χρόνια» που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος» μάλλον γύρω στο 1985.

Η ΟΜΑΔΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ

Ακολουθεί η Ομάδα Συμβουλιακών Αναρχικών (Ο.Σ.Α.) για την οποία, όμως, έχουμε πλήρη άγνοια, πότε ιδρύθηκε, από ποιους και όλα αυτά τα στοιχεία. Τα μόνα που έχουμε είναι δύο μπροσούρες της, μια για τα γεγονότα της Πολωνίας του 1980-1981 και μια για τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (που σύμφωνα με την ίδια την ομάδα είναι το δελτίο Νο 1 της Ομάδας Συμβουλιακών Αναρχικών, που κυκλοφόρησε το 1983, 18 μήνες την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία). Πιστεύουμε ότι στα κείμενα αυτά διαφαίνεται ο επηρεασμός από τις συμβουλιακές απόψεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ., αλλά και τις απόψεις του Άγι Στίνα. Παραθέτουμε τα κείμενα αυτά ευθύς αμέσως:

Το παρακάτω κείμενο της Ομάδας Συμβουλιακών Αναρχικών (Ο.Σ.Α.) εκδόθηκε σε μπροσούρα, μάλλον, το 1982.

«ΠΟΛΩΝΙΑ

Από την ΟΜΑΔΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ (Ο.Σ.Α.)

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το κείμενο αυτό γράφτηκε συλλογικά από ορισμένα άτομα της ομάδας συμβουλιακών αναρχικών σαν πρώτη προσπάθεια ανάλυσης των γεγονότων της Πολωνίας. Πιστεύουμε ότι αυτή τη στιγμή στην Πολωνία χτυπάει η καρδιά της ιστορίας. Η άμεση κινητοποίηση, κύρια των αντιεξουσιαστών, αμέσως μετά το φασιστικό πραξικόπημα του Δεκέμβρη 1981 δείχνει το αντίκτυπο που έχουν τα τελευταία γεγονότα της Πολωνίας στο παγκόσμιο κίνημα. Αυτό κάνει αναγκαία για μας την άμεση αντιμετώπιση του όλου ζητήματος, ενάντια στο οργανωμένο ψέμα των μέσων μαζικής αποβλάκωσης και στην καπηλεία του αγώνα των Πολωνών εργατών απ’ όλο το φάσμα των πολιτικών κομμάτων κι οργανώσεων.
Κάτω απ’ αυτή τη λογική η όλη δουλειά εκτός απ’ τα στοιχεία πληροφόρησης περιέχει και ορισμένες αναλύσεις και γνώμες δικές μας για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στην Πολωνία. Έτσι δίνονται, όσο γίνεται πιο περιεκτικά, τα γεγονότα απ’ το ‘56 και μετά, αποφεύγοντας στατιστικές, αριθμούς και ονόματα κατά το δυνατό. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται κριτικά ορισμένα στοιχεία που θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικά όπως «η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική» και τα «Εργατικά Συμβούλια».
Το ποιοτικό ανέβασμα της πάλης των Πολωνών εργατών με άμεσο στόχο την ανατροπή της κοινωνίας των αφεντικών, ήταν αυτό που ανάγκασε το… Κομμουνιστικό Κόμμα-Κράτος να δείξει το πραγματικό πρόσωπό του: το φασισμό. Στα γελοία επιχειρήματα των κρατιστών ότι οι εργάτες στην Πολωνία πήραν «αντεπαναστατικό δρόμο», απαντάμε ότι αντεπαναστατικός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην εξουσία και στην ιεραρχία, στη μισθωτή σκλαβιά και στον καταναγκασμό.
Μετά την Κροστάνδη το ‘21, την Ισπανία του ‘36, την Ουγγαρία του ‘56, το γαλλικό Μάη και την Τσεχοσλοβακία το ’68, η Πολωνία επιβεβαιώνει σήμερα με τον πιο ατράνταχτο τρόπο ότι: η κάθε μορφής εξουσία δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να υπερασπίζει το τομάρι της με οποιοδήποτε μέσο απ’ την επερχόμενη θύελλα της κοινωνικής επανάστασης. Δεν είναι όμως μακριά η ώρα που οι εξεγερμένοι εργάτες θα βάλουν τέρμα στην αγωνιώδη προσπάθειά της, καταστρέφοντας την εξουσία και οικοδομώντας μια κοινωνία αυτοδιευθυνόμενη και αντι-ιεραρχική.

ΟΜΑΔΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΩΝ
ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ

Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ

Το πολωνικό εργατικό κίνημα από πολύ παλιά άρχισε να διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο πρόσωπο σε σχέση με τα κινήματα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αυτό οφείλεται αφ’ ενός μεν στη γεωγραφική και ιστορική ιδιαιτερότητα της χώρας (συγκροτείται σαν ανεξάρτητο κράτος το 1922 ενώ την ίδια εποχή το 40% του πληθυσμού είναι εργάτες γης και μικροκαλλιεργητές), αφ’ ετέρου στην αφόρητη πίεση των Αγγλογαλλικών μονοπωλίων και την μαζική «εξαγωγή εργατικών χεριών» απ’ την χώρα. Μ’ αυτό τον τρόπο χιλιάδες πολωνοί εργάτες μεταναστεύουν στη δύση και κύρια στις Η.Π.Α, όπου αποτελούν ένα απ’ τα πιο δυναμικά κομμάτια του εργατικού κινήματος (όπως π.χ. είχαν μεγάλη συμμετοχή στις σκληρές απεργίες των ανθρακωρυχείων).
Εξάλλου ακόμα και το μαρξιστικό κομμάτι του πολωνικού προλεταριάτου είχε ριζοσπαστικές αντιλήψεις πάνω στο ρόλο του κόμματος. Η Πολωνίδα Ρόζα Λούξεμπουργκ κατάγγελνε την προσπάθεια μετατροπής της δικτατορίας του προλεταριάτου σε δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος και υπεραμύνονταν της Συμβουλιακής οργάνωσης της κοινωνίας: «…κατάργηση των κοινοβουλίων και των δημοτικών αρχών. Τις λειτουργίες τους θα τις αναλάβουν τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών… Εκλογές εργατικών συμβουλίων με συμμετοχή όλου του εργατικού πληθυσμού και των δύο φύλων, στην πόλη και στην ύπαιθρο στη βάση κάθε· επιχείρησης… Δικαίωμα των εργατών και στρατιωτών να ανακαλούν κάθε στιγμή τους αντιπροσώπους τους…»
(Απ’ το «Τι ζητάει ο Σπάρτακος» 1918, ιδρυτικό μέλος του οποίου υπήρξε η Λούξεμπουργκ).
Μετά το Β’ ιμπεριαλιστικό πόλεμο ένα μεγάλο μέρος του λαού της κατεστραμμένης Πολωνίας προσφέρει την υποστήριξή του στον ξενόφερτο κρατικό καπιταλισμό πιστεύοντας στην ανόρθωση της οικονομίας της χώρας. Ταυτόχρονα ο Ρώσικος καπιταλισμός δεν έχει συγκεκριμένο τρόπο απομύζησης υπερεργασίας απ’ τις χώρες του Ανατολικού συνασπισμού εκτός απ’ την αρχική λεηλασία τους κατά την «απελευθέρωση». Έτσι παρατηρείται μια κάποια βελτίωση της πολωνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα ο ηγέτης του κόμματος Γκομούλκα απομακρύνθηκε αρκετά απ’ την κολλεκτιβοποίηση της γης και την κρατικοποίηση των επιχειρήσεων. Δημιουργήθηκαν 900.000 μικροϊδιοκτησίες από 3-15 εκτάρια και αρκετές χιλιάδες μικρές (κάτω των 50 εργατών) συντεχνιακές επιχειρήσεις. Σημαντικό ρόλο αρχίζουν να παίζουν μια κάστα διανοούμενων-οικονομολόγων (ιντελλιγκέντσια) και η ισχυρή ρωμαιοκαθολική εκκλησία, σαν μεσάζοντες ανάμεσα στην εξουσία και την εργατική τάξη.
Γρήγορα γίνεται φανερό ότι η Αγγλογαλλική εκμετάλλευση των εργαζομένων, αντικαταστάθηκε με την εκμετάλλευση των Ρώσων και των ντόπιων λακέδων τους, δηλαδή την κομματική γραφειοκρατική κάστα. Αφού απαλλάσσονται από την πίεση του πολέμου οι Ρώσοι καπιταλιστές αρχίζουν να χρησιμοποιούν τους πόρους και το βιομηχανικό δυναμικό των άλλων χωρών της κυριαρχίας τους με τρόπο εντελώς αποικιακό. Ταυτόχρονα η κομματική ηγεσία της Πολωνίας αντικαθίσταται απ’ την σκληρή πτέρυγα (1948-1951) καταργείται η μικροϊδιοκτησία της γης, επιβάλλεται εξοντωτικός ρυθμός εκβιομηχάνισης της χώρας.
Όλα αυτά βέβαια τα πληρώνει ο εργαζόμενος λαός της Πολωνίας με μια κατακόρυφη πτώση της αγοραστικής αξίας το ήδη χαμηλού μισθού του, με εμφανιζόμενη ανεργία, με έλλειψη βασικών ειδών διατροφής από την αγορά.
Τα τελευταία 25 χρόνια η ταξική πάλη δίνεται στην Πολωνία, με δυο ιδιαίτερα έντονα χαρακτηριστικά: την αντίθεση των εργατών στην απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας απ’ το Ρώσικο καπιταλισμό και την πάλη τους ενάντια στην κομματική γραφειοκρατία που καρπούνταν την υπερεργασία τους. Η πολωνική εργατική τάξη με συνεχείς εξεγέρσεις απ’ το 1956 μέχρι σήμερα δείχνει την πραγματικότητα της ταξικής πάλης στις χώρες του κρατικού καπιταλισμού.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1956 -1970

Οι αλλαγές στην ηγεσία του Πολωνικού κόμματος που άρχισαν το 1948 και κράτησαν μέχρι το 1951 φέρνοντας στο προσκήνιο τη σκληρή σταλινική ομάδα, η ωμή εκμετάλλευση απ’ τη μεριά των Ρώσων και η ξέφρενη εκβιομηχάνιση της χώρας οδήγησαν το προλεταριάτο σε κατάσταση εξαθλίωσης. Σ’ αυτό συνέβαλλε και η αντιπαραγωγικότητα της βιομηχανίας λόγω της τερατώδους γραφειοκρατικής οργάνωσης στο επίπεδο του σχεδιασμού. Η παραγωγικότητα του Πολωνικού εργάτη είναι η μισή απ’ την αντίστοιχη του Γερμανού ή Γάλλου, ενώ το βιοτικό του επίπεδο βρίσκεται στο ένα τρίτο του επίπεδου του εργάτη της Γερμανίας. Αυτή την εποχή το 30% του πληθυσμού είναι αγρότες και η αγροτική παραγωγή φτάνει το 21% του εθνικού προϊόντος. Η εκβιομηχάνιση δημιουργεί μια σημαντικής έκτασης προλεταριοποίηση των αγροτών, πλαταίνοντας έτσι την εργατική τάξη. Συνέχεια κομμάτια του πολωνικού λαού ωθούνται προς τις βιομηχανίες και την παραπέρα εξαθλίωση.
Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 και η πάλη ανάμεσα στις φατρίες της άρχουσας τάξης ατή Σ.Ε. σε συνδυασμό μ’ όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα, έδωσαν το έναυσμα για το ξεσήκωμα των εργατών των περιφερειακών κρατών. Το ’53 η εξέγερση του Ανατολικού Βερολίνου, το ‘56 η ουγγρική επανάσταση και η εξέγερση του Πόζναν στην Πολωνία.
Από το Μάρτιο του 1956 άρχισαν να εμφανίζονται έντονες απεργιακές κινητοποιήσεις, διάσπαρτες στις βιομηχανικές περιοχές της Βαρσοβίας και της Σιλεσίας καθώς και στα λιμάνια της Βαλτικής. Οι απεργίες πού ξεκίνησαν απ’ τη βάση των εργατών μέσα από απεργιακές επιτροπές, κατευθύνθηκαν έντεχνα από την ιντελλιγκέντσια και από ένα κομμάτι της άρχουσας τάξης προς την φιλελευθεροποίηση ατά πλαίσια του καθεστώτος. Στις 28 Ιούνη οι εργάτες της σιδηρουργίας-μεταλλουργίας και οι εργάτες της υφαντουργίας στο Πόζναν κατεβαίνουν σε διαδήλωση στην πόλη που καταλήγει σε εξέγερση. Η κρατική καταστολή ήταν άμεση και αιματηρή.
Αποτέλεσμα της πάλης αυτής ήταν: 1) η επάνοδος του Γκομούλκα και των μεταρρυθμιστών στην ηγεσία του κόμματος, 2) μερική αποκολλεκτιβοποίηση της γης, 3) μείωση του ρυθμού εκβιομηχάνισης και 4) η λειτουργία «Εργατικών Συμβουλίων» που ήταν πάγιο αίτημα των εργατών.
Η αποδοχή και νομιμοποίηση απ’ το κράτος των «Ε.Σ.» ήταν προϊόν της γενικότερης ενσωματωτικής προσπάθειας της άρχουσας τάξης. Η λειτουργία τους αποδείχνεται ήττα του κινήματος του ‘56 στο βαθμό πού καταλήγουν να είναι ένα ακόμη γρανάζι κρατικού ελέγχου πάνω στην εργατική τάξη. Οι περισσότερες απεργιακές επιτροπές με τη θεσμοθέτησή τους απ’ την κυβέρνηση δεν είναι τίποτ’ άλλο από τους εγγυητές της εφαρμογής των εντολών της κορυφής και της υποταγής της βάσης. Τα περισσότερα απ’ τα «Συμβούλια» ελέγχονται απ’ τους τεχνικούς και τους διευθυντά- δες σε άμεση εξάρτηση με την κομματική γραφειοκρατία. Σ’ αρκετές περιπτώσεις τα «Συμβούλια» ήταν δημιουργήματα της εργατικής βάσης και προέρχονταν απ’ τις αγωνιστικές απεργιακές επιτροπές. Αυτά τα Συμβούλια προσπάθησαν να συντονισθούν σε εθνική κλίμακα και ήρθαν σε σύγκρουση με το κόμμα και τα επίσημα συνδικάτα. Ο Γκομούλκα στην 9η ολομέλεια του κόμματος τον Μάη του 1957, χαρακτήρισε τις προσπάθειες ανεξαρτοποίησης των Ε.Σ. σαν «αναρχική ουτοπία».
Το ‘58 ο κλονισμός του κράτους έχει περάσει και η εργατική εξέγερση αποτελεί παρελθόν πια. Την άνοιξη αυτής της χρονιάς δημιουργείται το Κ.S.R.. (Συνδιάσκεψη
εργατικής αυτοδιαχείρισης) κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του κράτους, που αποτελεί το τελειωτικό χτύπημα ενάντια στα «Συμβούλια» Μέσα σε λίγο καιρό απ’ τα 90.000 μέλη των «ΕΣ.» μόνο 40.000 είναι εργάτες και οι υπόλοιποι διοικητικά στελέχη. Τα «Συμβούλια» συνεδριάζουν 2-3 φορές το χρόνο με διακοσμητικό ρόλο στον καθορισμό και διανομή των πριμ παραγωγής.
Μέσα σε δυο χρόνια ολοκληρώνεται η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης, κάτω από το δικό της λάθος να προσπαθήσει να πετύχει μια συνύπαρξη του Συμβουλιακού συστήματος με το κράτος. Ο Fabbri έγραφε: «Πρόθεση απατηλή και φρούδα ελπίδα. Να χτυπήσεις την κρατική βδέλλα σε μερικά πλοκάμια, αφήνοντας ζωντανά τ’ άλλα, σημαίνει να τη ξαναδείς να ξαναγεννιέται κάθε ώρα πιο απειλητική να μη τη χτυπάς κατ’ ευθείαν στην κεφαλή σημαίνει να καταδικάζεσαι στο μαρτύριο του Σίσυφου».
Σύντομα η Πολωνία επανέρχεται στην προ του ‘56 κατάσταση. Η, για ένα διάστημα μετά το Πόζναν, άνοδος του βιοτικού επίπεδου εξανεμίζεται με την επάνοδο στους εξοντωτικούς ρυθμούς ανάπτυξης της βιομηχανίας, κάτω απ’ την πίεση των Ρώσων καπιταλιστών. Για να γίνει φανερό τι σημαίνει «εξοντωτικός ρυθμός» αναφέρουμε ότι απ’ το 1944 μέχρι το 1968 δωδεκαπλασιάστηκε η βιομηχανία της χώρας κατατάσσοντας την στην 14η θέση σε παγκόσμια κλίμακα.
Ταυτόχρονα η ιντελλιγκέντσια (διανοούμενοι – οικονομολόγοι) χάνει το σημαντικό ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στο κόμμα και τους εργάτες. Η φιλελευθεροποίηση σταματάει και η κομματική γραφειοκρατία έχει πάρει για καλά το πάνω χέρι. Η αντίθεση ανάμεσα στο κόμμα και την ιντελλιγκέντσια οδήγησε σε γεγονότα που ήταν έξω απ’ την εργατική πάλη και άφησαν αδιάφορο το προλεταριάτο και τις εργαζόμενες μάζες.
Ήταν η εξέγερση φοιτητών και διανοούμενων το ’68 που καταστέλλεται εύκολα από το κράτος. Η εργατική τάξη δεν συμμετέχει, παρ’ ότι οι φοιτητές κάνουν προσπάθειες να την προσεταιριστούν και την ίδια εποχή κηρύσσονται συχνά απεργίες. Σαν εξήγηση στο γιατί οι εργάτες δεν συμμετείχαν στα γεγονότα του ‘68 θα αντιγράψουμε ένα κομμάτι από κείμενο της ολλανδικής ομάδας «Δράση και σκέψη» για το ίδιο θέμα:
«…Αν οι πολωνοί εργάτες δεν υποστήριξαν τους διανοούμενους του Μάρτη του ‘68, και αν οι πολωνοί διανοούμενοι δεν υποστήριξαν τους εργάτες του Γκντανσκ το Δεκέμβρη του 1970 η αιτία είναι απλή: τα ταξικά συμφέροντα των δύο αυτών στρωμάτων είναι τελείως διαφορετικά…».
Η νεανική δομή του πληθυσμού της Πολωνίας και ο κακός σχεδιασμός απ’ τη μεριά της γραφειοκρατίας προσθέτουν δύο νέα προβλήματα στα τόσα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη. Την πενταετία ‘65-‘70 3.500.000 νέοι ενηλικιώνονται και εντάσσονται στην παραγωγή με μισθούς 1.000-3.000 ζλότυ, που δεν αρκούσαν ούτε για ψωμί, νερό και άλλες άμεσες ανάγκες, ενώ οι διευθυντάδες έπαιρναν 20.000-30.000 ζλότυ το μήνα. Ο κακός σχεδιασμός της παραγωγής εμφάνισε και έντονο πρόβλημα ανεργίας: 600.000 άνεργοι το ‘65 και γύρω στο εκατομμύριο το ‘68. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η ταξική πάλη εντείνεται όσο η εκμετάλλευση μεγαλώνει.
Οι σποραδικές και ασυντόνιστες απεργίες στην αρχή γενικεύονται και οδηγούν στην ανοιχτή ρήξη με το κράτος το 1970-1971 στις πόλεις της Βαλτικής κύρια, μα και σ’ ολόκληρη την Πολωνία.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1970 -1971

Ήδη από τις αρχές της χρονιάς του 1970 προωθείται νέο σύστημα πληρωμών «με νόρμες παραγωγής». Μ’ αυτό το τρόπο αυξάνονται τα πριμ αλλά μειώνονται οι μισθοί και καταργούνται οι υπερωρίες, που αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό αποδοχών για τους εργάτες.
Έτσι έχουμε ουσιαστική πτώση των αμοιβών των εργαζομένων. Στις 13 Δεκέμβρη η κυβέρνηση ανακοινώνει νέα πολιτική τιμών. Αυξήσεις μέχρι 30% σε είδη πρώτης ανάγκης (46 είδη ιδίως τρόφιμα και ρουχισμός), μειώσεις σε 40 είδη οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Ταυτόχρονα καλού-κακού αυξάνονται κατά 20% οι μισθοί του 1.000.000 μπάτσων της χώρας. Επειδή είναι φανερό ότι οι αυξήσεις δεν θα περάσουν εύκολα στους εργαζόμενους, η άρχουσα τάξη ενισχύει το κύριο στήριγμα της: τις δυνάμεις καταστολής.
Την ίδια μέρα (13 Δεκέμβρη) τμήμα των ναυπηγείων του Γκντανσκ απεργεί και στέλνει εκλεγμένη επιτροπή στους υπεύθυνους του κόμματος με τα αιτήματά του. Η επιτροπή συλλαμβάνεται. Δευτέρα 14/12: όλο το συγκρότημα των ναυπηγείων απεργεί. Οι εργάτες ξεκινούν διαδήλωση μέσα στην πόλη. Η πολιτοφυλακή επεμβαίνει ενάντια σ’ αυτή. Ακολουθούν συγκρούσεις, πυρπόληση των γραφείων του κόμματος και μεγάλων καταστημάτων, καθώς και απαλλοτριώσεις διαφόρων ειδών από το πλήθος. Η πολιτοφυλακή εξουδετερώνεται 35 τραυματίες μεταφέρονται στο νοσοκομείο. Τρίτη 15/12: γενίκευση της απεργίας σ’ όλη την πόλη και το λιμάνι. Συγκροτείται τεράστια πορεία εργατών που κατακλύζει το Γκντανσκ. Οι συγκρούσεις αρχίζουν βιαιότατες αυτή τη φορά. Το πλήθος επιτίθεται και πυρπολεί το κτίριο της πολιτοφυλακής με σκοπό να λευτερώσει τους φυλακισμένους εργάτες της απεργιακής επιτροπής. Καίει τα γραφεία της Περιφερειακής επιτροπής, το ξενοδοχείο «Μονοπόλ», τράπεζες και μεγάλα καταστήματα, καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό. Στις 3 το απόγευμα, παρ’ όλη τη χρήση των ελικοπτέρων, όπλων, δακρυγόνων, γκλομπς, η αστυνομία και η πολιτοφυλακή έχουν απωθηθεί και οι εξεγερμένοι εργάτες ελέγχουν το Γκντανσκ. Δεκάδες νεκροί εργάτες και ακόμα περισσότεροι πολιτοφύλακες που στραγγαλίζονται, κρεμιούνται, λιθοβολούνται ή ρίχνονται τυλιγμένοι με συρματόπλεγμα στο λιμάνι. Αργότερα την ίδια μέρα επεμβαίνουν τα τανκς και ο στρατός. Σφοδρές συγκρούσεις στην πόλη με ομολογημένους από το κράτος 6 νεκρούς και 300 τραυματίες. Οι εργάτες χάνουν τον έλεγχο της πόλης και καταλαμβάνουν τα ναυπηγεία που κυκλώνονται από τις δυνάμεις κρατικής καταστολής. Τα ναυπηγεία «Λένιν» εκκενώνονται τις πρωινές ώρες της Πέμπτης 17/12 μετά από συμφωνία αρχών – απεργιακών επιτροπών.
(Σημείωση: τα στοιχεία για την εξέγερση προέρχονται απ’ την εφημερίδα «Γκλος Βιμπρζέζα» επίσημη εφημερίδα της περιφερειακής οργάνωσης του κόμματος του Γκντανσκ πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ συντηρητικά προσπαθώντας να μειώσουν την έκταση των γεγονότων).
Ταυτόχρονα με το Γκντανσκ σ’ όλη την Πολωνία η εργατική τάξη ξεσηκώνεται. Στη Βαρσοβία, στο Κατοβίτσε, στο Πόζναν, στη Κρακοβία, στο Σλούποκ, εκατοντάδες εργοστάσια απεργούν και γίνονται συγκρούσεις ανάμεσα σε διαδηλωτές και το στρατό με σημαντικό αριθμό θυμάτων. Για το Σλουπσκ η «Monde» αναφέρει μια νεκρή μεσόκοπη γυναίκα και ήη Δανέζικη «Extra Bladet» μιλάει για άγριο ανθρωποκυνηγητό μιας ώρας των διαδηλωτών από τις δυνάμεις καταστολής. Ευρύτερης έκτασης απεργίες και εξεγέρσεις έχουμε στο Στετίνο, στο Έλμπλαγκ, και στη Γκντύνια. Παρ’ ότι και πάλι οι πληροφορίες προέρχονται από δημοσιεύματα του πολωνικού Τύπου τα στοιχεία αποκαλύπτουν ξεκάθαρα ότι την περίοδο του 1970-1971 ολόκληρη η Πολωνία έχει ξεσηκωθεί.
Στο Έλμπλαγκ: από τις 16 ως 19 Δεκέμβρη ξεσπάν απεργίες στα εργοστάσια Ζάμεκ και στις βιομηχανίες ξύλου. Στις 16 του μήνα η πολιτοφυλακή έχει απώλειες και 6 τραυματίες. Συλλαμβάνονται 65 άτομα. Στις 18 επεμβαίνει ο στρατός. Αποτέλεσμα σύμφωνα με τις επίσημες ομολογίες, ένας νεκρός, τρεις τραυματίες και 134 επιχειρήσεις και γραφεία κατεστραμμένα. «…Οι εργαζόμενοι του εργοστασίου Ζάμεκ έστειλαν μια αντιπροσωπεία στον τοπικό διευθυντή του κόμματος. Αυτός αρνήθηκε να δεχθεί «”ληστές και γκάνγκστρες». Όταν μερικές ώρες αργότερα, πήγε να συναντήσει τους εργάτες μερικοί τον έπιασαν και τον κρέμασαν…» («Κόκκινα Τετράδια», τεύχος 3).
Στη Γκντύνια: η εξέγερση ξεκινάει από τα ναυπηγεία «Παρισινή Κομμούνα» στις 15 του Δεκέμβρη. Η εκλεγμένη απεργιακή επιτροπή συλλαμβάνεται. Την επόμενη μέρα ο στρατός καταλαμβάνει τα ναυπηγεία χτυπώντας απρόκλητα τους εργάτες. Τέσσερις απ’ αυτούς σκοτώνονται από ριπές πολυβόλου καθώς κατευθύνονται προς την «Παρισινή Κομμούνα». Αυτό αποτελεί τη σταγόνα πού κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Τουλάχιστον 10.000 διαδηλωτές συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής, πυρπολούν τραίνα και γραφεία, στήνουν οδοφράγματα και επιτίθενται στο Δημαρχείο. Η κατάσταση έχει ξεφύγει απ’ τα χέρια των κομματικών γραφειοκρατών που δίνουν τη διαταγή μιας πρωτοφανούς σφαγής των εργατών. Τουλάχιστον 210 νεκροί στη Γκντύνια φορτώνονται σε φορτηγά και θάβονται ομαδικά. Το κράτος παραδίνει μόνο μερικά (20 περίπου) πτώματα για ταφή. Μ’ αυτό τον τρόπο το «εργατικό κόμμα» της Πολωνίας οδηγεί τους εργάτες στο «σοσιαλιστικό παράδεισο».
Στο Στετίνο: οι απεργοί των 74 εργοστασίων του Στεττίνο μετά από συγκρούσεις με το στρατό και τη πολιτοφυλακή παίρνουν στα χέρια τους την πόλη. Η μάχη είναι αιματηρή, αλλά οι εργάτες έχοντας την πείρα του Γκντανσκ (στο Στετίνο οι απεργίες άρχισαν 4 μέρες αργότερα) οργανώνονται σε απεργιακές επιτροπές και διατηρούν καίρια πόστα. Τα γραφεία του κόμματος πυρπολούνται και στην πόλη περιπολούν ένοπλες ομάδες εργατικής πολιτοφυλακής.
Μετά 18 μέρες εξέγερσης σ’ όλη την Πολωνία με χιλιάδες νεκρούς (τουλάχιστον χίλιοι στη Γκντύνια, το Γκντανσκ και στ’ άλλα λιμάνια της Βαλτικής) και όχι 45 σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε το Ε.Ε.Κ.Π, χιλιάδες συλληφθέντες και καταστροφές τεράστιες σε υλικό, η τάξη αποκαταστάθηκε στους δρόμους. Ο Γκομούλκα αντικαθίσταται από τον Γκιέρεκ και οι διεφθαρμένοι πρώην ηγέτες επωμίζονται όλη την ευθύνη. Μια κάστα οικονομολόγων έρχεται στο προσκήνιο, ενώ η παπική Εκκλησία και η ιντελλιγκέντσια τηρούν ουδέτερη στάση. Το κόμμα προσπαθώντας να αποκτήσει ερείσματα εγκαινιάζει την «πολιτική του διαλόγου με τη
βάση». Έτσι ο Γκιέρεκ στις 24 Γενάρη 1911, επισκέπτεται τους απεργούς στο Στετίνο. Στην κουβέντα που επακολουθεί οι απεργοί αναγκάζουν τον πρώτο γραμματέα του Ε.Ε.Κ.Π. να ακούσει τα προβλήματα της καθημερινής ζωής τους.
Το κόμμα κάτω από την πίεση των εργατικών αγώνων παίρνει τις εξής αποφάσεις:
1) αύξηση των μισθών στο 40% των χαμηλόμισθων εργατών.
2) απόσυρση του συστήματος οικονομικών κινήτρων.
3) ελεύθερη επιλογή αντιπροσώπων στις επιχειρήσεις και στα εργατικά συμβούλια.
4). απομάκρυνση στελεχών και ανασχηματισμός του κόμματος στο Στετίνο.
Τελικά μετά από μια καινούργια απεργιακή κινητοποίηση στο Λοτζ (10.000 απεργοί καταλαμβάνουν 7 υφαντουργικά εργοστάσια), η κυβέρνηση στις 15 Φλεβάρη ανακαλεί και όλες τις αυξήσεις τιμών του προηγούμενου Δεκέμβρη.
Έτσι ο αγώνας τελειώνει με μια νίκη των εργατών στο διεκδικητικό επίπεδο. Όμως όλο αυτό το διάστημα η εργατική τάξη δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον οικονομισμό της. Η κριτική των εργατών περιορίστηκε σε ορισμένα «κακά» στελέχη του κόμματος και δεν έπιασε πλατύτερα κοινωνικά ζητήματα. Η αμφισβήτηση της εξουσίας, από τη μεριά των εξεγερμένων, έμεινε μόνο στον τρόπο άσκησης της. Ο λαός ζητούσε απλά διάλογο με το κράτος και δεν συγκρούστηκε μ’ αυτό, παρά μόνο μετά από προκλήσεις του στρατού και της αστυνομίας. Η περιορισμένη αυτή αντίληψη πάνω στα ζητήματα ταξικής πάλης οδήγησε την εργατική νίκη σε μια ουσιαστική ήττα. Οι εργατικοί αγώνες όπως και το ‘56 αφού καταστάλθηκαν. αφομοιώθηκαν.

ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΙΟΥΝΗ 1976

Το πρόβλημα για την άρχουσα τάξη βρισκόταν σε δύο επίπεδα μετά τα γεγονότα του ‘70-‘71. Το πρώτο ήταν η αυξανόμενη πίεση ανάμεσα στα ίδια τα κομμάτια της εξουσίας, με τις αντιμαχόμενες φατρίες, το στρατό, τους μεταρρυθμιστές τεχνοκράτες, τους σκληροπυρηνικούς πολιτικούς, την παπική Εκκλησία, τους διανοούμενους που κι αυτοί (Εκκλησία – διανοούμενοι) διεκδικούσαν προνόμια  για τη «συνετή» στάση τους στην περίοδο της εργατικής εξέγερσης. Πρόκειται δηλαδή για ένα πρόβλημα μέσα στα πλαίσια του συστήματος, και σαν τέτοιο, εύκολα ξεπερνιέται. Τα πόστα κατανέμονται ανάμεσα στις διάφορες τάσεις (τεχνοκράτες: Γκιέρεκ, Κοσιόλεκ – πολιτικοί: Μοκζάρ, Όμπζόβοκι – στρατιωτικοί: Γιαρόσεβιτς, Γιαρουζέλσκι), η Εκκλησία πετυχαίνει να της αποδοθεί η περιουσία που είχε κρατικοποιηθεί στη Σιλεσία, η διανόηση ξαναπαίρνει τη θέση που είχε το ‘56. Το δεύτερο ήταν, ότι οι εργάτες δυναμωμένοι από τις διεκδικητικές νίκες, οργανώνονται σε ανεξάρτητες επιτροπές και κατακλύζουν με αιτήματα την κομματική γραφειοκρατία. Το κράτος υπό την απειλή της απεργίας αποδέχεται ένα μέρος απ’ αυτά, ενώ ταυτόχρονα τα στελέχη του κόμματος σκορπίζονται παντού για να πείσουν τους εργάτες για τον «κοινωνικό ρόλο του κόμματος» μέσα στους χώρους παραγωγής. Τα κρατικά πια εργατικά συμβούλια της περιόδου 1956 ξαναενεργοποιούνται, ελεγχόμενα όμως από τους ακτιβιστές.
Το πάγωμα των τιμών, η αγοραστική αύξηση του μισθού των εργαζομένων και η ένταση της ταξικής πάλης καθιστούν προβληματική την καπιταλιστική συσσώρευση για την άρχουσα τάξη της Πολωνίας και ιδιαίτερα μέσα στις γενικότερες αρνητικές συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού (διαφαινόμενη οικονομική κρίση). Η βιομηχανική ανάπτυξη της πενταετίας ‘70-‘75 στρέφεται προς τον καταναλωτισμό, ενώ δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα και στην αγροτική παραγωγή. Η εκσυγχρονιστική ανάγκη του κεφαλαίου δεν μπορεί όμως να ανεχθεί άλλο μια τέτοια κατάσταση. Πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό κέρδους ώστε να μπορούν να κάνουν νέες επενδύσεις, αλλά ταυτόχρονα να χτυπηθεί η αγοραστική δύναμη των εργατών, ώστε οι επενδύσεις να απομακρυνθούν από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών προς άλλες πιο επικερδείς κατευθύνσεις, όπως προηγμένη τεχνολογία, ηλεκτρονικά, αυτοκινητοβιομηχανία.
Στις 24 Ιούνη ο Γιαρόσεβιτς ανακοινώνει μια νέα πολιτική «αλήθειας των τιμών» με αυξήσεις στα είδη διατροφής πρώτης ανάγκης κατά 69%. Οι τιμές θα εφαρμόζονταν από τις 28 Ιούνη, ενώ για την επόμενη μέρα οργανώθηκαν ενημερωτικές συζητήσεις σ’ όλους τους χώρους δουλείας. Μ’ αυτό τον τρόπο η γραφειοκρατική κάστα ήλπιζε πως θ’ αποφύγει καταστάσεις ανάλογες με το ‘70-‘71. Οι εργάτες όμως έδωσαν για μια ακόμα φορά την απάντηση τους. Σ’ όλα τα εργοστάσια οι κομματικοί αντιπρόσωποι γιουχάρονται και ξυλοκοπούνται Από το βράδυ της ίδιας μέρας στο Γκντανσκ, στη Fiat, στην Ursus και αλλού ξεσπάν απεργίες. Όλη η βιομηχανική Πολωνία βρίσκεται σε απεργιακή κινητοποίηση. Εκείνο πού είναι σημαντικό να αναφέρουμε είναι ότι η περιοχή της πρώην Γερμανικής Σιλεσίας, προσωπικό φέουδο του Γκιέρεκ, πρώτη φορά γνωρίζει τέτοιας έκτασης απεργίες. Εκεί όμως που δίνεται το τελεσίγραφο της εργατικής τάξης προς την πολιτική εξουσία είναι το εργοστασιακό συγκρότημα της Ursus κοντά στη Βαρσοβία και στη βιομηχανική πόλη Ράντομ.
Στην Ursus οι εργάτες αφού κηρύσσουν απεργία ξεχύνονται στους δρόμους, καταλαμβάνουν δύο αμαξοστοιχίες και εκτροχιάζουν μια τρίτη εμπορική, από την οποία παίρνουν όσα εμπορεύματα τους είναι χρήσιμα, ιδίως τρόφιμα. Η πόλη (κατά τα Δυτικά πρότυπα το εργοστάσιο αποτελούσε μια ολόκληρη πόλη) καταλαμβάνεται από τους εργάτες, ενώ είναι κυκλωμένη από δυνάμεις της πολιτοφυλακής. Οι εργάτες δηλώνουν ότι θα ξανανοίξουν τις σιδηροδρομικές γραμμές πού έχουν μπλοκάρει, μόνο όταν ανακληθούν οι αυξήσεις των τιμών.
Στο Ράντομ οι εικόνες είναι ανάλογες με εκείνες του Γκντανσκ και της Γκντύνια τον «κόκκινο Δεκέμβρη» του ‘70. Με πρωτοπορία τους εργάτες βιομηχανίας όπλων. όλος ο εργαζόμενος  πληθυσμός, οι νοικοκυρές, οι νέοι άνεργοι της πόλης επιτίθενται ενάντια σ’ ότι συμβολίζει την εξουσία του κόμματος. Πυρπολούνται τα κομματικά γραφεία, αυτοκίνητα της ασφάλειας και της αστυνομίας, στήνονται δεκάδες οδοφράγματα. Οι μνήμες των νεκρών της προηγούμενης εξέγερσης είναι νωπές και οι διαδηλωτές δείχνουν ιδιαίτερο μίσος στους μπάτσους. Ένας πυρπολείται μαζί με τ’ αυτοκίνητό του, ένας άλλος υποκύπτει από χτυπήματα απ’ το ίδιο του γκλομπ. Αργότερα την ίδια μέρα δυνάμεις που μεταφέρθηκαν με αερογέφυρες καταστέλλουν την εξέγερση. Οι απώλειες είναι μεγάλες: 17 νεκροί διαδηλωτές θάβονται ομαδικά εκατοντάδες τραυματίες κατακλύζουν τα νοσοκομεία ανεξακρίβωτος αριθμός νεκρών από τη μεριά της αστυνομίας και 75 τραυματίες από τους οποίους οι 8 βαριά. Τα επεισόδια συνεχίζονται στην πόλη γι’ αρκετές ακόμα μέρες αιματηρά.
Μετά τη ξεκάθαρη αυτή απάντηση της εργατικής τάξης η κυβέρνηση μέσα σε 24 ώρες αναγκάζεται να αποσύρει τις αυξήσεις πού είχε ανακοινώσει.

ΑΠΟ ΤΟ 1976 ΣΤΟ 1980

Η νίκη του εργατικού κινήματος τον Ιούνη του 1976 αποδείχτηκε μερική. Η κυβέρνηση και το κόμμα αναγκάστηκαν βέβαια να αποσύρουν τις αυξήσεις των τιμών αλλά ταυτόχρονα κατάφεραν να καταστείλουν ή να ενσωματώσουν την τεράστια δυναμική της σε φάση γενικευμένης εξέγερσης βρισκόμενης, εργατικής τάξης. Τα ίχνη του καψίματος των κομματικών γραφείων, των διήμερων συγκρούσεων στο Ράντομ, οι δεκάδες νεκροί, σβήστηκαν με μια τρομερή βιασύνη απ’ το Κράτος. Η εξουσία τρομοκρατημένη και παραπαίουσα απ» το αυθόρμητο ξεσήκωμα του λαού ψάχνει απεγνωσμένα να βρει κάποιους υπεύθυνους, κάποιους υποκινητές. Η λογική των μανδαρίνων του κόμματος δεν μπορεί να συλλάβει το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες χωρίς καθοδήγηση και αρχηγούς αμφισβήτησαν τον μύθο της μετάθεσης της λύσης των προβλημάτων τους σε κάποια κομματικά γραφεία. Έτσι κατασκευάζουν δίκες διάφορων «υποκινητών». Εφτά εργάτες της Ursus και έξι διαδηλωτές του Ράντομ κάτω από τρομαχτική αστυνομοκρατία καταδικάζονται σε ποινές από 4-10 χρόνια. Οι δίκες και διώξεις κύρια ενάντια στους εργάτες της Ursus συνεχίζονται για καιρό. Η νίκη των πολωνών εργατών συνοδεύεται από την καταστολή και την προσπάθεια του κόμματος να αποκτήσει τον έλεγχο πάνω στην εργατική τάξη μειώνοντας τον αντίκτυπο της ταξικής πάλης. Όμως τρεις εξεγέρσεις με δεκάδες νεκρούς και χρόνια ασίγαστης πάλης των πολωνών ενάντια στον κρατικό καπιταλισμό αποτελούν μια ιστορική πείρα πού τους οδηγεί στον δρόμο της κοινωνικής επανάστασης. Ξεπερνούν την οικονομίστικη αντίληψη της απλής διεκδίκησης μπαίνουν στη λογική της ανατροπής. Έξω απ’ την αύξηση του μεροκάματου βάζουν στοιχεία αμφισβήτησης κυρίαρχων δομών της κρατικοκαπιταλιστικής κοινωνίας μετατρέποντας την οικονομική κρίση σε κοινωνική. Επειδή πιστεύουμε ότι απ’ το σημείο αυτό και μετά ή ταξική πάλη στην Πολωνία μπαίνει σε καινούργια φάση, της άμεσης πια αντιπαράθεσης, θέλουμε να δώσουμε μια μεγαλύτερη ανάλυση του τι σημαίνει η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Η έννοια της κρίσης ενυπάρχει πάντα και μόνιμα στις καπιταλιστικές κοινωνίες (είτε εκμεταλλευτικές είτε γραφειοκρατικές είναι), στο βαθμό που οι αντιφάσεις του συστήματος δημιουργούν ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα οξύνεται και εξελίσσεται ή ταξική πάλη. Η γενεσιουργός αίτια της κρίσης είναι η ίδια η άρθρωση των καπιταλιστικών σχέσεων και η κρίση είναι κύρια οικονομική. Η συσσώρευση των αντιθέσεων και κύρια η συνεχής πτώση του ποσοστού υπερεργασίας πού καρπούται η άρχουσα τάξη, καθιστούν αναγκαίο για την ύπαρξη του καπιταλισμού το ξέσπασμα της κρίσης για 2 λόγους:
1) η μια είναι η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου σε όρους προσφορότερους γι’ αυτό, δηλαδή επαναπροσδιορισμός της θέσης της ντόπιας άρχουσας τάξης μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και η αποσυμπίεση της έντασης της ταξικής πάλης είτε με την καταστολή είτε με κάποιες μεταρρυθμίσεις.
2) η δεύτερη είναι η αναγκαιότητα αναπαραγωγής του καπιταλισμού, στο ρυθμό που είναι ο μόνος τρόπος ξεπεράσματος των συσσωρευμένων αντιθέσεών του και το προχώρημα σε καινούργιας φάσεις ανάπτυξης. Σ’ αυτό το επίπεδο ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τις κρίσεις του παρατείνοντας την ύπαρξή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου είδους κρίσης είναι η κρίση του ’56 στην Πολωνία.
Η Πολωνική άρχουσα τάξη:
1) επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης με την Σοβιετική Ένωση προς το συμφέρον της, με την εφαρμογή ρεαλιστικών τιμών για τις εξαγωγές της προς αυτήν. Ταυτόχρονα με την καταστολή στο Πόζναν και τη μεταρρύθμιση στην ύπαιθρο και τα συνδικάτα, αποσυμπιέζει την αυξανόμενη λαϊκή πίεση.
2) περνάει από την περίοδο της ανοικοδόμησης και της ανάπτυξης των βασικών βιομηχανιών, σε μια περίοδο ύφεσης, αναγκαίας για την εδραίωση της παντοδυναμίας του κόμματος, ούτως ώστε ισχυρότερη να προχωρήσει σε νέους εξοντωτικούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης, πού την πληρώνουν οι εργαζόμενοι με πτώση του βιοτικού τους επιπέδου.
Η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική είναι αυτή που ανατρέπει την ισορροπία των ταξικών σχέσεων και φέρνει την άρχουσα τάξη στη χειρότερη αμυντική θέση απέναντι στην αναπτυσσόμενη δυναμική της πάλης των εργατών. Η επέμβαση αυτή των εργατών πάνω στην υπάρχουσα οικονομική κρίση με την ένταση της κοινωνικής κριτικής σ’ όλο το φάσμα πια του κρατικού εποικοδομήματος, με την εξέγερσή τους ενάντια στην κοινωνία των αφεντικών, με το ξήλωμα των διευθυντάδων και το στήσιμο εργατικών συμβουλίων, δύο μόνο επιλογές αφήνει στο κράτος και στην άρχουσα τάξη: η πρώτη είναι να προχωρήσει σε μια μεταρρυθμιστική πορεία, ώστε να μπορέσει να καταστείλει και να αφομοιώσει την κίνηση της εργατικής τάξης. Αυτό το καταφέρνει η άρχουσα τάξη της Πολωνίας και το ‘70-’71 και το ‘76 απέναντι στις εργατικές εξεγέρσεις. Αφού τις κατέστειλε βίαια, η ενσωμάτωση έγινε με την ικανοποίηση των οικονομικών όρων, με την αλλαγή φρουράς στην ηγεσία του κόμματος και του κράτους, με την «αποδοχή» της λειτουργίας των εργατικών συμβουλίων. Όταν όμως η συνείδηση των εξεγερμένων εργατών παγιώνεται μέσα από την πείρα τους, τα τεχνάσματα της εξουσίας πέφτουν στο κενό. Η αυτοοργάνωοη των μαζών στη βάση των δικών τους πραγματικών αναγκών, η πάλη για αυτοδιαχείριση και αυτοδιεύθυνση των χώρων δουλειάς μέσα από τα εργατικά συμβούλια του κάθε εξεγερμένου εργοστάσιου, επιτρέπει μόνο τη δεύτερη επιλογή: την απροκάλυπτη κρατική βία, το φασισμό και το στρατιωτικό νόμο, τη μετωπική πια ταξική σύγκρουση.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1980 – 1981

Το απεργιακό κίνημα του Ιούλη-Σεπτέμβρη 1980 ξεκίνησε όπως και τα κινήματα του ‘70-‘7Ί και του ‘76. Σε μια υποβόσκουσα οικονομική κρίση όπου οι μισθοί εξανεμίζονται και οι επενδύσεις κεφαλαίου μειώνονται στη χώρα, όταν η αγροτική πολιτική αποτυγχάνει και το εξωτερικό χρέος φθάνει σε ύψος ρεκόρ (20 δις δολάρια), η εξουσία βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: ή να συμπιέσει ακόμα το εισόδημα των εργαζομένων προκαλώντας ταυτόχρονα έκρηξη της ταξικής πάλης ή να αυτοκαταστραφεί. Ανάμεσα στα δύο προκρίνει το πρώτο και έτσι την 1η Ιούλη του ‘80 ανακοινώνει αυξήσεις τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης που είχαν παγώσει από το ‘76. Οι ανατιμήσεις αυτές ιδίως στο κρέας, φθάνουν το 60%. Ταυτόχρονα οι εργάτες έχοντας συνειδητοποιήσει τις δυνάμεις τους, αντιστέκονται στους ρυθμούς εντατικοποίησης της δουλειάς και μάλλον τους επιβραδύνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σλόγκαν που κυκλοφορούσε πλατειά ανάμεσα στους εργάτες: «είτε δουλεύεις είτε όχι, ο Γκιέρεκ σε πληρώνει γιατί σε φοβάται».
Αυτή η εργατική τάξη έχοντας συνείδηση της δύναμης της απαντά άμεσα στις αυξήσεις. Την άλλη κιόλας μέρα ξεσπάν απεργίες στην Ursus και στην αυτοκινητοβιομηχανία Ζεράν, τις βιομηχανίες της περιοχής του Λοτζ, το εργοστάσιο ηλεκτρολογικού υλικού «Ρ. Λούξεμπουργκ» κ.ά. Το απεργιακό κύμα για λίγο σταματά, αφού δίνονται στους απεργούς αυξήσεις της τάξης του 15-20%. Στις 14 του μήνα έχουμε γενική απεργία στο Λούμπιν (πόλη 300.000) πού σταματά στις 19 του μήνα, αφού οι απεργοί πέτυχαν αυξήσεις 10%. Μετά την απεργία του Λούμπιν, η εξουσία προσπαθώντας να εκτονώσει την αντίδραση δίνει αμέσως τις οικονομικές παροχές πού διεκδικούνται από τις επιμέρους απεργίες, με τη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Όμως οι εξελίξεις είναι ραγδαίες:
14 Αυγούστου: απεργία 17.000 εργατών στα ναυπηγεία «Λένιν» του Γκντανσκ, δημιουργία διεργοστασιακών επιτροπών απεργίας (Δ.Ε.Α.) με 21 αιτήματα, εκ των οποίων μόνο δύο οικονομικά.
20 Αυγούστου: γενίκευση της απεργίας και δημιουργία Δ.Ε.Α, στο Στετίνο, τη Γκντύνια και αλλού, με κύριο αίτημα τη δημιουργία ανεξάρτητου συνδικάτου.
22 Αυγούστου: απεργούν 400 βιομηχανίες.
24 Αυγούστου: αλλαγές στην κυβέρνηση με καθαίρεση του πρωθυπουργού.             26 Αυγούστου: έναρξη συνομιλιών μεταξύ Δ.Ε.Α. και κράτους.
31 Αυγούστου: υπογραφή συμφωνίας με το κράτος στο Γκντανσκ.
5 Σεπτέμβρη: απομακρύνεται ο Γκιέρεκ από γραμματέας του κόμματος και αναλαμβάνει ο Κάνια.
27 Σεπτέμβρη: δημιουργείται η «Αλληλεγγύη».
10 Νοέμβρη: αναγνωρίζεται επίσημα η «Αλληλεγγύη» από το κράτος.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα το κράτος ψάχνει να βρει κάποιους έγκυρους συνομιλητές σαν αντιπρόσωπους της εργατικής τάξης. Τους βρίσκει στα πρόσωπα των «ηγετών» της «Αλληλεγγύης», τύπου Βαλέσα. Οι κύριοι αυτοί που παραιτήθηκαν απ’ τις δουλειές τους για να γίνουν μόνιμα στελέχη του συνδικάτου, με μισθούς διπλάσιους του μέσου εργάτη (8 000 ζλότυ), παίζουν από δω και πέρα το ρόλο του πυροσβέστη στις απεργιακές κινητοποιήσεις της βάσης. Αυτό γίνεται φανερό στις 31 Μάρτη του ‘81 όταν ο Βαλέσα υπογράφει με την κυβέρνηση προσωπική συμφωνία, ματαιώνοντας γενική απεργία που είχε προγραμματιστεί με αφορμή τα γεγονότα του Μπύνγκτος, όπου οι μπάτσοι επιτέθηκαν στους εργάτες στις 19 του ίδιου μήνα με αποτέλεσμα: τρεις βαριά και αρκετούς ελαφρότερα τραυματίες.
Σε πολλές φάσεις η βάση ξεπερνάει την ηγεσία του συνδικάτου και κηρύσσονται απεργίες πού καταδικάζονται απ’ τα … έμμισθα στελέχη του. Ήδη από το καλοκαίρι του ‘81 οι συζητήσεις για την αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων απλώνονται μέσα στην εργατική τάξη. Αποτέλεσμα είναι η υιοθέτηση από το Α’ Εθνικό συνέδριο της «Αλληλεγγύης» της πρότασης για δημοψήφισμα για την εργατική αυτοδιεύθυνση. Η αντίστροφη μέτρηση για τη σύγκρουση αρχίζει:
20 Νοέμβρη: το ΚΚ Πολωνίας αποφασίζει τη ψήφιση νόμου για απαγόρευση των απεργιών.
4 Δεκέμβρη: η «Αλληλεγγύη» παρά την αντίθετη γνώμη του Βαλέσα, αποφασίζει 24ωρη γενική απεργία σε περίπτωση που ψηφιστεί ο νόμος.
8 Δεκέμβρη: δίνεται στη δημοσιότητα μαγνητοταινία με δηλώσεις του Βαλέσα στο Ράντομ, όπου υποστηρίζει ότι «καμμιά αλλαγή στο σύστημα δεν γίνεται χωρίς ρήξη» και κάνει αυτοκριτική απέναντι στη μετριοπαθή στάση που κρατούσε. Η εργατική τάξη μέσα από τη ριζοσπαστικοποίησή της στέλνει τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του, είτε η εξουσία είναι αυτή είτε κάτι ηγετίσκοι σαν τον Βαλέσα. Τα πράγματα γίνονται καθαρά. Η τάξη εναντίον τάξης, οι εργάτες ενάντια στ’ αφεντικά.
13 Δεκέμβρη: τα τανκς του κράτους κατεβαίνουν στους δρόμους στης Βαρσοβίας, του Γκντανσκ, του Κατοβίτσε, όλης της Πολωνίας.

ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ

Απ’ την εποχή της Ρόζας Λούξεμπουργκ και μετά σ’ όλες τις φάσεις της ταξικής πάλης των εργατών της Πολωνίας σημαντικό ρόλο παίζουν τα Εργατικά Συμβούλια. Το ίδιο συμβαίνει παντού όπου η εργατική τάξη εξεγείρεται: Γερμανική επανάσταση του ‘18, Ουγγαρία του ‘56, Τσεχοσλοβακία του 1968. Ταυτόχρονα η ιδέα μιας κοινωνίας που θα ρυθμίζεται μέσα απ’ την λειτουργία των Συμβουλίων, απλώνεται μέσα στο παγκόσμιο αντιεξουσιαστικό κίνημα. Απ’ αυτή τη σκοπιά θέλουμε να δώσουμε ορισμένες θέσεις μας πάνω στο ζήτημα των συμβουλίων.
– ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ;
Τα εργατικά συμβούλια αποτελούν τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και της διαχείρισης απ’ την μεριά της εξεγερμένης εργατικής τάξης, απ’ τη στιγμή που ανατρέπουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και καταστρέφουν τις ιεραρχικές δομές του κράτους. Στη θέση της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας οι εργάτες βάζουν την αυτοδιαχείριση και αυτοδιεύθυνση των χώρων δουλειάς μέσα απ’ τα εργατικά συμβούλια στη βάση κάθε μαζικού χώρου (εργοστάσια, επιχειρήσεις, πολιτοφυλακή, αγροτικές εκμεταλλεύσεις). Στο εργατικό συμβούλιο μετέχουν όσοι λειτουργούν μέσα σ’ αυτό το μαζικό χώρο, ισότιμα. Ανώτατο όργανο του συμβουλίου είναι η γενική συνέλευση. Αυτή καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και εξουσιοδοτεί για την εφαρμογή τους αντιπροσώπους ή επιτροπές άμεσα ανακλητές. Σε τακτά χρονιά διαστήματα τα μέλη των επιτροπών εναλλάσσονται ούτως ώστε να μην δημιουργείται άτυπη ιεραρχία. Τα συμβούλια θα σχηματίζουν με αντιπροσώπους
τους ένα συντονιστικό κεντρικό συμβούλιο των συμβουλίων με αρμοδιότητες εκτελεστικές και συντονιστικές. Ο στρατός και παρεμφερείς δομές καταργούνται και αντικαθίστανται από πλατειά εργατική πολιτοφυλακή που οργανώνει το κάθε εργατικό συμβούλιο. Το ίδιο συμβαίνει και για ζήτημα εκπαίδευσης, υγιεινής, συγκοινωνιών κ.λπ. των οποίων οι ενέργειες συντονίζονται από το Κ.Σ.Σ. Άμεσος στόχος των συμβουλίων είναι να καταπολεμήσουν ιεραρχικές τάσεις και να καταργήσουν το διαχωρισμό ανάμεσα στις πραχτικές και διανοητικές δουλειές. Τα άτομα λειτουργούν μέσ’ το συμβούλιο συλλογικά διατηρώντας την αυτονομία και την ιδιαιτερότητά τους. (Επειδή το ζήτημα των εργατικών συμβουλίων δεν μπορεί να πιαστεί μέσα σε μια τέτοια μπροσούρα παρά μόνο στοιχειωδώς στα επόμενα κείμενα πληροφόρησης της Ο.Σ.Α, θα αναλυθεί εκτενέστερα).
Γίνεται φανερό ότι αυτή η δομή της κοινωνίας είναι το απαραίτητο εργαλείο άρνησης της εργατικής εξουσίας. Εμείς οι συμβουλιακοί αναρχικοί σαν τέτοια δεχόμαστε τα εργατικά συμβούλια. Στη δοσμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού στις βιομηχανικές χώρες απ’ το 1917 και μετά πιστεύουμε ότι η συμβουλιακή δομή της κοινωνίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής επανάστασης. Αποτελεί δηλαδή ταχτικό στόχο κι όχι σκοπό και σαν τέτοιο σ’ ένα μεγάλο βαθμό καθορίζεται απ’ τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών. Η ίδια η φύση των συμβουλίων τα θεσμοθετεί σαν εξουσία, διατηρώντας ένα μεγάλο μέρος των αντιφάσεων και αντιθέσεων πούυ δημιούργησε η  εκμεταλλευτική κοινωνία. Για μας ο δρόμος της κοινωνικής επανάστασης έχει ένα μόνο τέρμα: Το θάνατο κάθε εξουσίας (όσο πλατειά και λαϊκή κι είναι αυτή).
Αντίθετα οι εξουσιαστές συμβουλιακοί ισχυρίζονται ότι η κατάσταση όλης της εξουσίας απ’ τα εργατικά συμβούλια είναι «η κομμουνιστική πορεία της κοινωνίας» (Ρ. Λούξεμπουργκ). Κάτω απ’ αυτή τη λογική πέφτουν σε κάποιο ανάλογο λάθος με την λενινιστική άποψη για την απονέκρωση του κράτους: «Τα συμβούλια αποτελούν ήδη ένα αντι-κράτος, δηλαδή ένα κράτος που αρχίζει να φθείρεται και να εξαφανίζεται» (Pannekoek).
Η αναρχική άποψη συμπυκνώνεται στο εξής κομμάτι από προκήρυξη Ρώσων αναρχικών: «Λαέ της Πετρούπολης το πρώτο σου καθήκον είναι να καταστρέψεις αυτή την κυβέρνηση. Το δεύτερο να μη δημιουργήσεις καμμιά άλλη. Γιατί κάθε εξουσία συνοδεύεται, από την πρώτη μέρα κιόλας, από νόμους και περιορισμούς».

ΠΟΛΩΝΙΑ: ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ Ή ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ;

Στην Πολωνία τα ζητήματα των εργατικών συμβουλίων έχουν πιαστεί από παλιά αλλά και συγκεχυμένα απ’ την εργατική τάξη. Καθοριστικό ρόλο για όλα αυτά έπαιξε το λάθος του ‘56. Οι εργάτες αποδέχτηκαν τη λειτουργία των συμβουλίων σε συνδυασμό με την ύπαρξη κράτους. Η κομματική γραφειοκρατία εκμεταλλεύτηκε στο μάξιμουμ αυτή την κατάσταση. Τα συμβούλια έγιναν όργανα στα χέρια της και χρησιμοποιήθηκαν αντί για μέσο χειραφέτησης σαν μέσο χειραγώγησης του εργατικού κινήματος. Οι απεργιακές επιτροπές και οι εργατικές επιτροπές αγώνα μέσα απ’ τη θεσμοθέτηση τους σαν συμβούλια αλλοιώνονται και περνούν στον κρατικό έλεγχο. Οι εργάτες σε περιόδους ύφεσης φοβούμενοι τις διοικητικές κυρώσεις εκλέγουν στα συμβούλια κύρια τεχνικούς ακτιβιστές και διευθυντάδες. Έτσι συμβαίνει το εξής παράδοξο: οι αντιπρόσωποι του κράτους να… ελέγχουν τον εαυτό τους σαν μέλη των εργατικών συμβουλίων. Ακόμη και στην διανομή των πριμ οι διάφοροι συμβουλάτορες φροντίζουν για τον εαυτό τους:
«Ή πολυμορφία των πριμ είναι ακατανόητη. Τα πριμ δεν φτάνουν ποτέ στα χέρια των εργατών, αλλά στους διάφορους διευθυντές και στο τεχνικό προσωπικό» (ο εκπρόσωπος του W2, στη συνάντηση Γκιέρεκ-απεργών Στετίνου το 1971).
Ήδη από το 1971 φαίνεται πόσο φθαρμένα είναι τα συμβούλια στα μάτια των εργατών (βέβαια τα κρατικά «εργατικά συμβούλια» πόλη απέχουν από το να είναι όργανα αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης των εργατών). Οι απεργοί του Στετίνου δέχονται με αποδοκιμασίες την πρόταση του Γκιέρεκ για συμμετοχή της απεργιακής επιτροπής στα επίσημα εργατικά συμβούλια K.S.R.
Ταυτόχρονα στη βάση αναπτύσσονται οργανωτικές δομές, παράνομες οι περισσότερες, ανάλογες με τα πραγματικά εργατικά συμβούλια.
Στις συζητήσεις ανάμεσα στα μέλη των αριστερών οργανώσεων στο Γκντανσκ και στο Στετίνο πριν απ’ το ξεσήκωμα του 1980 προκρίθηκε από πολλούς εργάτες η οργάνωση ανεξάρτητου συνδικάτου και όχι εργατικών συμβουλίων ακριβώς γιατί είχαν δυσφημισθεί όντας σαν όνομα και μόνο όργανα του κράτους.
Αυτό ήταν τακτική επιλογή κάτω απ’ τις συνθήκες όπως ταχτική επιλογή ήταν και η προσπάθεια αποφυγής της δυναμικής σύγκρουσης με την εξουσία την ίδια περίοδο. Ο ίδιος ο μετριοπαθής Λεχ Βαλέσα σε συνέντευξή του στο «Σπήγκελ» είπε: «το πολιτικό μου πιστεύω συνοψίζεται σε τρία πράγματα: κομμουνισμός, «Αλληλεγγύη» και συμβούλια εργατών» («Ελευθεροτυπία» 25-12-81).
Για μας είναι φανερό ότι οι εργάτες δεν εγκατέλειψαν τα εργατικά συμβούλια σαν μέσο πάλης. Απλώς κάτω απ’ την ιδιαιτερότητα των συνθηκών διάλεξαν το ανεξάρτητο συνδικάτο σαν προσφορότερο εργαλείο για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων τους. Και δεν είναι παράξενο που στην ίδια φάση ο στόχος δεν ήταν η ολομέτωπη ρήξη με το κράτος (όπως το ‘56 και το ‘71) αλλά επί μέρους, δηλαδή πάλη μες τους χώρους δουλειάς και όχι στους δρόμους.
Είναι φανερό ότι η συμβουλιακή οργάνωση σημαίνει άμεση και σε όλα τα επίπεδα σύγκρουση με την άρχουσα τάξη. Κάτι τέτοιο δεν ήταν μέσα στους στόχους της εργατικής τάξης της Πολωνίας τουλάχιστο στις αρχές της γενικής απεργίας του Ιούλη-Σεπτέμβρη του 1980. Οι εργάτες διατηρούν ακόμα το ρολό του συνομιλητή της εξουσίας. Όταν ο διάλογος και οι συμβιβασμοί, όταν ο συνδικαλισμός από τα πάνω ξεπερνιέται απ’ τη βάση και οι ταξικές επιλογές γίνονται ξεκάθαρες για το προλεταριάτο, τότε η εξουσία προσπαθεί να καταστείλει τους ξεσηκωμένους εργάτες και οι εργάτες να ανατρέψουν την εξουσία. Κάπου εκεί ξεκινάει η πραγματική λειτουργία των εργατικών συμβουλίων.

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1981

Στις 13 Δεκέμβρη τα τανκς του Γιαρουζέλσι κατέβηκαν στους δρόμους της Πολωνίας, έζωσαν τις φάμπρικες και τα πανεπιστήμια.
Η Πολωνία αποκλεισμένη απ’ τον άλλο κόσμο ζει μια ιδιαίτερη στιγμή της ιστορίας της. Οι προλετάριοι σφάζονται απ’ τους κομματικούς προστάτες τους. Μόλις στις 17 του μήνα η πρώτη ανακοίνωση 7 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και 45.000 συλληφθέντες. Την ίδια μέρα επέτειο της σφαγής του 1971 στο Γκντανσκ οργανώνεται πορεία:
Να πώς περιγράφει τα γεγονότα το υπ. αρ. 9 δελτίο της «Αλληλεγγύης»: «Από το πρωί, τα μηχανοκίνητα της αστυνομίας είχαν αποκλείσει τις προσβάσεις προς το μνημείο. Το απόγευμα διαρκώς περισσότερα άτομα επιχειρούσαν να φθάσουν ως εκεί, ταυτόχρονα όμως η μηχανοκίνητη αστυνομία («Ζόμα») λάβαινε ενισχύσεις για να αποκλείσει την περιοχή γύρω απ’ το μνημείο. Το πλήθος κραύγαζε «Γκεστάπο» ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Οι πολιτοφύλακες της «Ζόμα» έκαναν χρήση πιστολιών, δακρυγόνων, χειροβομβίδων και επιθετικών χειροβομβίδων, που το πλήθος ξανάριχνε πάνω τους. Κατά το απόγευμα πολλοί συνελήφθησαν ενώ η σύγκρουση γινόταν όλο και πιο σκληρή. Απ’ τη μια πλευρά πέτρες από την άλλη πυροβόλα όπλα. Τώρα έγινε γνωστό το όνομα ενός από τους νεκρούς: Άντονυ Βρόβαρσζυκ 23 ετών».
Το να κάνουμε μια απαρίθμηση των ενεργειών αντίστασης των πολωνών εργατών απέναντι στον στρατιωτικό νομό θα ήταν άχρηστο γιατί αφ’ ενός η πληροφόρηση είναι μερική, αφ’ ετέρου όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε για τις απεργίες στην Ursus, τις καταλήψεις των ορυχείων στο Κατοβίτσε. Η καθολική αντίσταση του πολωνικού λαού (ενεργητική ή παθητική) ενάντια στη χούντα, είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία.
Δύο είναι τα στοιχεία πού πρέπει να τονισθούν εδώ:
– η ομαδική συγχορδία των κρατιστών όλου του κόσμου σε δύση και ανατολή για «εσωτερική υπόθεση» της Πολωνίας και για μη διατάραξη των «παγκόσμιων ισορροπιών. Αυτό δείχνει τον τρόμο των σχεδιαστών της εξουσίας, είτε Μπρέζνιεφ είτε Ρήγκαν λέγονται, μπροστά σε μια εργατική τάξη που χειραφετείται, μπροστά στην επερχόμενη κοινωνική επανάσταση.
– το ξεσκέπασμα μιας απάτης που χρόνια χειραγωγεί το παγκόσμιο προλεταριάτο. Η απάτη του κόμματος προστάτη των εργατικών συμφερόντων, η απάτη των καθοδηγητών και των φωστήρων της εξουσίας. Μετά την Κροστάνδη το ‘21 η Πολωνία σήμερα μας δείχνει την αλήθεια. Όλοι αυτοί δεν έχουν παρά ένα σκοπό να κρατούν τους εργάτες σκλάβους για να μπορούν να ζουν εκείνοι σαν αφέντες.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα γίνει σήμερα ή αύριο στην αποκλεισμένη Πολωνία. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι οι εργάτες της Πολωνίας, οι εργάτες όλου του κόσμου θα νικήσουν.

Η ΠΟΛΩΝΙΑ ΤΟ ΚΚΕ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ

Υπάρχει μια κάστα ανθρώπων που θεωρεί τους άλλους ηλίθιους, υπάρχει και μια άλλη που θεωρεί τον εαυτό της ηλίθιο. Δυστυχώς οι δύο αυτές κάστες συνυπάρχουν έντονα μέσα σ’ ένα σχήμα που λέγεται Κ.Κ Ε.
Έτσι γράφτηκε το σενάριο:
Η ηγεσία, η οποία θεωρεί τους άλλους ηλίθιους, έβγαλε την ντιρεκτίβα: «οι… αντεπαναστάτες στην Πολωνία απειλούσαν το σοσιαλισμό και ο… λαϊκός στρατός έσωσε την εργατική τάξη από τον… ιμπεριαλισμό» και άλλα παρόμοια.
Η βάση (ηλίθιοι όντες) κυριεύτηκε από μένος ενάντια στους αντικομμουνιστές και αντισοβιετικούς «που εξυπηρετούν το έργο των … ιμπεριαλιστικών κέντρων».
Υπήρξαν βέβαια και κάποια άλλοι πού αναστάτωσαν την Αθήνα, την Θεσ/νίκη, το Αγρίνιο κ.λπ. φωνάζοντας κάτι ακατανόητα συνθήματα: «το κόμμα σκοτώνει στους πολωνούς εργάτες» «η αυτοδιεύθυνση των εργατών θα γίνει ο τάφος των καπιταλιστών» κ.λπ.
Όλοι αυτοί ήταν οι χουντοβασιλικοί, ή αλήτες ή τουλάχιστον πράκτορες της C.I.A. Άλλωστε το δήλωσε ο σύντροφος Λεβαντόφσκι, πρεσβευτής, της Λ.Δ. της Πολωνίας:  «πρόθεσή τους δεν είναι να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στους πολωνούς εργάτες, πρόθεσή τους είναι… να σπρώξουν στην αιματοχυσία, ακριβώς για να χυθεί εργατικό αίμα».
Αν λάβει κανείς υπ’ όψη ότι αυτοί οι αλήτες τόλμησαν να κάψουν και κάποιες επιχειρήσεις του Πατερούλη Φλωράκη, του θείου Μπρέζνιεφ και τα λοιπά το πράγμα καταντάει σκανδαλώδες…
Η μανιασμένη… επαναστατική Κ.Ν.Ε. και οι ΕΣΑΚτζήδες ανέλαβαν να τιμωρήσουν τους ένοχους στέλνοντας μερικούς «αλήτες» του Αγρινίου που θέλανε να «υπονομεύσουν» το Κρεμλίνο, στο νοσοκομείο. Έτσι κάποιοι εξασφάλισαν από τώρα εισιτήρια για το επόμενο φεστιβάλ του «Οδηγητή» γιατί υπερασπίσθηκαν με ανδρεία τα κόκκινα τανκς της Πολωνίας.
Όμως για να σοβαρευτούμε το φαινόμενο του Ελληνικού Κ. Κ. είναι μοναδικό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αντί κάποιοι υπέρμαχοι του κρατικού καπιταλισμού να κλειστούν στο καβούκι τους, να αισθανθούν κάποια ντροπή που τόσα χρόνια πιάνουν στο στόμα τους τη λέξη «εργάτης» προκλητικότατα, απειλούν θεούς και δαίμονες για όσους αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Κ.Κ. να προστατεύει την εργατική τάξη από τον… εαυτό της.
Το Κ.Κ.Ε. έχει το θράσος να δηλώνει ότι το κόμμα και το Κράτος είναι το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή η όλη του προσπάθεια είναι να πάρει τη θέση του αφεντικού πάνω το σβέρκο μας.
Έχει το θράσος να απευθύνεται στους εργάτες σαν το δικό τους κόμμα, ενώ είναι φανερό ότι αύριο δεν θα διστάσει να τους αιματοκυλίσει για να υπερασπισθεί τα συμφέροντά του.
Αυτό το κόμμα-νταβάς του λαού δεν διστάζει να βάζει διλήμματα του είδους: «ή υποστηρίζεις τα τανκς του Γιαρουζέλσκι ή υποστηρίζεις τα τανκς της Χιλής και της Τουρκίας».
Σ όλα αυτά μια μόνο είναι η απάντηση:
Ίδια είναι τα αφεντικά σε δύση και ανατολή.
Ίδια είναι τα τανκς στο Αφγανιστάν, την Πολωνία, τη Χιλή και την Τουρκία. Ίδια θάναι και η τύχη του κάθε κρατιστή όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους κομμουνάρους των εργατικών συμβουλίων: ΚΡΕΜΑΛΑ.
«Εκεί στην παγωμένη Βαλτική, μερικές εκατοντάδες μίλια και ακριβώς εξήντα χρόνια χωρίζουν το Γκντανσκ, το θερμοκήπιο της Πολωνικής επανάστασης, από την Κροστάνδη – όπου τον Μάρτη του 1921 ο κόκκινος Στρατός του Λένιν και του Τρότσκι έπνιξε στο αίμα το τελευταίο οχυρό των Σοβιέτ.
Μέσα στο δράμα και στο μεγαλείο της η πολωνική επανάσταση δεν επανέφερε μόνο στην πιο αυθεντική κοίτη του το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα με την πρακτική και τους στόχους της. Με τον τρόπο, που επιχειρείται βίαια η καταστολή της και τις αντιδράσεις, που σημειώνονται διεθνώς, είναι πρόσθετη η συνεισφορά της στην απελευθέρωση των συνειδήσεων… Διαγράφονται έτσι, αδρά οι αντίπερα όχθες.
Ξέρουμε πια ποιοι είναι πλάι μας και ποιοι απέναντι.
Η Πολωνία πού τη φοβούνται εξίσου σ’ Ανατολή και Δύση, δεν αφορά πραγματικά, παρά μόνο όσους αφορά η επανάσταση».
Γ. Βότσης («Ελευθεροτυπία» 3-1-82).

Η ΠΟΛΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

«Εκείνοι οι εμπνευσμένοι νομικοί και ιστορικοί δεν καταλάβαιναν αυτή την απλή αλήθεια, που την εξηγεί και την επιβεβαιώνει όλη η ιστορία, ότι, δηλαδή για να εξουδετερωθεί μια πολιτική δύναμη… δεν υπάρχει παρά ένα μόνο μέσο: να την καταστρέψεις.
Ότι στην πολιτική… τα λόγια, οι όρκοι κι οι υποσχέσεις δεν σημαίνουν τίποτα… ότι εναντίον αυτής της πολιτικής δύναμης, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη εγγύηση έξω απ’ την απόλυτη καταστροφή της».
Μπακούνιν («Κρατισμός και Αναρχία»)
Παντού σ’ ανατολή και δύση ή ταξική κυριαρχία είναι η ίδια: είναι η κυριαρχία μιας άρχουσας τάξης με κύριο ρόλο να ιδιοποιείται την υπερεργασία των εκμεταλλευμένων τάξεων μ’ οποιοδήποτε τρόπο της είναι μπορετό. Παντού μέσ’ το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα οι εργάτες εντείνουν την ταξική τους πάλη ενάντια στην κοινωνία των αφεντικών είτε τα μονοπώλια και οι αστοί είναι αυτοί, είτε οι κομματικοί γραφειοκράτες. Ο μύθος του κόμματος-προστάτη των εργατικών συμφερόντων καταρρέει μπροστά στο πλάτεμα αυτής της πάλης Η πείρα του ξεσηκώματος των πολωνών εργατών, μέσα από τα λάθη και τα πισωγυρίσματα μας φτάνει κατακάθαρη: καμιά συζήτηση με την εξουσία καμιά συμφωνία και υπόσχεση δεν οδηγούν στην εργατική νίκη. Μόνο ο δρόμος της κοινωνικής επανάστασης, η πάλη για μια κοινωνία χωρίς αφεντικά, χωρίς εργατικές στρατιές, χωρίς στρατούς και φυλακές, χωρίς μισθωτή σκλαβιά και ιεραρχία, οδηγεί μακριά από την εκμετάλλευση. Οδηγεί στην κοινωνία που η παραγωγή και η διανομή των αγαθών θα διευθύνεται απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους που δεν θα χρειάζεται το κράτος και οι νόμοι που οι επιθυμίες θα συμβαδίζουν με τις ανάγκες.
Το μήνυμα των εργατών της Πολωνίας προς το παγκόσμιο κίνημα είναι: εργάτες συντρίψτε την εξουσία, τα κόμματα, τους αρχηγούς και τα αφεντικά αλλά και μην επιτρέψετε να ξαναδημιουργηθούν.
«Μόνο αν δεν υπάρχει εξουσία δεν θα έχετε κανέναν από πάνω σας. Και τώρα, πλοία, εργοστάσια, στρατιωτικές μονάδες ενωθείτε. Συζητείστε και συντονίστε την κοινή σας δράση. Επιτεθείτε σε κάθε περιοχή με κάθε όπλο. Η κυβέρνηση θα σας υποδεχθεί με σφαίρες. Μ’ αυτό τον τρόπο υποδέχεται κάθε κυβέρνηση την επανάσταση. Αλλ’ όπως πάντα, αυτό θα είναι το κύκνειο άσμα της. Ας ακολουθήσει η αναρχία το θρίαμβό σας».
(από προκήρυξη αναρχικών της Πετρούπολης 1921)».

ΟΜΑΔΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΩΝ
ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ»

Το δεύτερο κείμενο της ΟΣΑ:

ΟΜΑΔΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ

«ΔΕΛΤΙΟ Νο 1

Γιατί ένας χρόνος σιωπή

Η ιδέα για τη δημιουργία ενός «δρόμου» επικοινωνίας ανάμεσα στην Ο.Σ.Α, και τα πλατύτερα στρώματα του λαού, μέσα από διάφορες εναλλακτικές μορφές πληροφόρησης, ήταν απ’ τις πρώτες αναγκαιότητες που έθεσε η ομάδα μας. Ήδη πέρυσι έγινε μια τέτοια προσπάθεια με κείμενα πληροφόρησης-μπροσούρες και προκηρύξεις. Η προσπάθεια τότε, όσο θετική κι αν ήταν απ’ την πλευρά της εμπειρίας, δεν πέτυχε τον αντικειμενικό της στόχο. Απέτυχε γιατί το θεαματικό ψέμα της «Αλλαγής» που πρόβαλε η άρχουσα τάξη δεν είχε ακόμα απομυθοποιηθεί.
Απέτυχε γιατί η επέμβασή μας πάνω στα γεγονότα χαρακτηρίζονταν από την αδυναμία για ολοκληρωμένη κριτική. Σταθήκαμε λοιπόν απλοί θεατές σε μια από τις σημαντικότερες καμπές ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού του κεφαλαίου στο παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο.
Σήμερα πιστεύουμε ότι οι λόγοι που μας ανάγκασαν να σταματήσουμε πέρυσι έχουν εκλείψει, εφ’ όσον σ’ ένα μεγάλο βαθμό ο μύθος της «Αλλαγής» έχει καταρρεύσει και η δική μας αδυναμία έχει ξεπεραστεί. Ξεκινάμε έτσι μια προσπάθεια με ΔΕΛΤΙΑ και ΚΕΙΜΕΝΑ, στη βάση των πραγματικών αναγκών και επιθυμιών επικοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι τα έντυπά μας δεν θα εκδίδονται σε συγκεκριμένα χρονικά όρια, αλλά όταν και εφ’ όσον υπάρχουν οι αναγκαίοι λόγοι για αυτό.
Σε πρώτη φάση τα ΔΕΛΤΙΑ θα ασχοληθούν με την κρατική εναλλαγή στη χώρα μας και με το πού το πάνε τα αφεντικά. Ταυτόχρονα τα ΚΕΙΜΕΝΑ θα αναφέρονται στον εκσυγχρονισμό του κεφαλαίου και σε θεωρητική δουλειά πάνω σε ζητήματα σχετικά με τα εργατικά συμβούλια, το νέο προλεταριάτο, τον καταναλωτισμό, το εμπόρευμα κ.λπ.

18 μήνες «αλλαγή»

Την τελευταία 20ετία μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα παρουσιάζονται έντονες εκσυγχρονιστικές τάσεις που πηγάζουν κύρια από τις ίδιες τις ανάγκες εξέλιξης του κεφαλαίου και την πίεση των επαναστατικών κινημάτων 1965-1980. Κύριος άξονας της εξέλιξης αυτής είναι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, μέσα από σύγχρονες συγκεντρωτικές μορφές ελέγχου της οικονομίας, γενίκευση του συστήματος της μισθωτής εργασίας με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο άνετη ιδιοποίηση της υπερεργασίας του προλεταριάτου. Μια τέτοια τάση του κεφαλαίου σ’ Ανατολή και Δύση δεν είναι δυνατό παρά να δημιουργήσει και δευτερογενείς κινήσεις μέσα στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στη θέση του διαχειριστή της εξουσίας δεν ήταν παρά μια τέτοια δευτερογενής κίνηση. Δεν ήταν παρά μια απόρροια των εκσυγχρονιστικών τάσεων στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα σε συνδυασμό με την προσπάθεια της ντόπιας μπουρζουαζίας να επαναπροσδιορίσει τη θέση της μέσα σ’ αυτό το σύστημα. Η μόνη εφικτή λύση για τα αφεντικά στη δοσμένη φάση δεν ήταν παρά η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση.
ΓΙΑΤΙ:
Μόνο το ΠΑΣΟΚ με τον σοσιαλιστικό του μανδύα μπορούσε να συντηρήσει το μύθο της «οικονομικής ανάκαμψης» που κρατάει χρόνια εγκλωβισμένη την εργατική τάξη.
Μόνο το ΠΑΣΟΚ στο όνομα της αλλαγής μπορούσε να επιβάλλει τους εξοντωτικούς ρυθμούς παραγωγής, καθιστώντας την ελληνική βιομηχανία ανταγωνιστική προς όφελος των αφεντικών.
Μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να εξαργυρώσει τις εξαγγελίες για «κοινωνικοποίηση και αυτοδιαχείρηση», με την υπομονή και την ανοχή της εργατικής τάξης.
Μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα κύριο κέντρο του εμπορίου προς την Ν.Α. Ασία και να δώσει στους ντόπιους μπουρζουάδες τη δυνατότητα να καρπώνονται ένα σημαντικό μέρος του πλούτου των χωρών αυτών.
Για μας τους αναρχικούς όλα αυτά ήταν αυτονόητα απ’ την πρώτη στιγμή, στο βαθμό που κάθε αλλαγή στα πλαίσια του κράτους δεν είναι παρά μια αλλαγή που θα επιτρέψει στο κεφάλαιο να εκσυγχρονιστεί και να αποκτήσει ερείσματα τέτοια που θα του επιτρέψουν να πραγματοποιήσει, την καπιταλιστική συσσώρευση.
Έτσι στη κριτική μας προς το ΠΑΣΟΚ δεν θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι είναι κακός διαχειριστής της εξουσίας. Απεναντίας πιστεύουμε ότι είναι ικανότατος και ως εκ τούτου πιο επικίνδυνος, θα θίξουμε μερικά σημαντικά κεφάλαια της δράσης του για να επισημάνουμε το ρόλο του στη προσπάθεια αφομοίωσης των νεολαίων και των εργαζομένων, την προσπάθεια αποτροπής της πραγματικής αλλαγής. Αυτή η αλλαγή δεν είναι άλλη από την ανατροπή της κοινωνίας των αφεντικών, το γκρέμισμα κάθε εξουσίας, το χτίσιμο μιας κοινωνίας αυτοδιευθυνόμενης και αντι-ιεραρχικής,

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ – ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα αυτό δεν ήταν άλλη από την προάσπιση και διεύρυνση της κυριαρχίας των αφεντικών. Κίνητρα για επενδύσεις, εντατικοποίηση των ρυθμών παραγωγής, μείωση των απεργιών, δάνεια για εγκαταστάσεις, πάγωμα των μισθών, είναι η «σοσιαλιστική» προσφορά στους πλουτοκράτες.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ: Αύξηση των κερδών κατά 27% στις 5000 μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας (στοιχεία ICAP ). Αυτό έναντι ετήσιας αύξησης επί δεξιάς κατά 20-24%, και. παρά τις δημαγωγικές αυξήσεις μισθών που έδωσε το ΠΑΣΟΚ με την ανάληψη της εξουσίας. Μπορεί κανείς να φαντασθεί τι θα συμβεί το ’85 με τις τιμές να πετάνε στα ύφη, παγωμένα τα μεροκάματα, πτωτικές τάσεις στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Υπερκέρδη λοιπόν για τους μεγαλοβιομήχανους.
ΝΑΥΤΙΛΙΑ: Δήλωση νομιμοφροσύνης Ανδρέα προς εφοπλιστές: «εσείς είστε η βάση της πατρίδας», ως εκ τούτου νέες απαλλαγές για τους εθνικούς ευεργέτες μας.
ΕΜΠΟΡΙΟ: Κατά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής οι μεγαλέμποροι-εισαγωγείς καρπώθηκαν μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια για να συνεχίσουν το θεάρεστο παρασιτικό τους έργο.
ΑΓΡΟΤΙΚΑ: Τα τσιφλίκια στην «σοσιαλιστική» Ελλάδα του 1985 ζουν και βασιλεύουν. Η μισή Ελλάδα ανήκει στους παπάδες και απ’ την άλλη μισή τα 2/5 στους μεγαλοκτηματίες. Όσοι από τους αγρότες υλοποιώντας τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ για «κοινωνικοποίηση», κατέλαβαν ακαλλιέργητα κτήματα, συνελήφθηκαν.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Άθικτος και ο βασικός μηχανισμός κυριαρχίας του κεφαλαίου. Και εδώ δηλώσεις υποταγής του Ανδρέα προς τους στρατοκράτες μέσα από διάφορες παροχές (στεγαστικά επιδόματα – αυξήσεις αμυντικών δαπανών – επαναβεβαίωση πίστης στο ΝΑΤΟ κ.λπ.).Ο μεσαιωνικός στρατιωτικός κανονισμός δεν μεταβάλλεται, το καψόνι οργιάζει στις μονάδες και οι αυτοκτονίες (δολοφονίες του συστήματος) των φαντάρων καθημερινά πολλαπλασιάζονται.
ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΠΕΦΤΟΥΝΕ ΤΟ ΝΕΦΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ. Και μαζί με το νέφος παραμένουν η κρατική καταστολή, το κάτεργο της Κέρκυρας, ο χωροταξικός βιασμός της πόλης, η ασυδοσία και η καταπίεση, η ταξική λειτουργία της δικαιοσύνης. Όχι πως θα περίμενε κανείς τίποτε
καλύτερο. Όπως δεν θα περίμενε τίποτε το διαφορετικό στους τομείς της Υγείας, Παιδείας, Ανεργίας κ.λπ.
Μπορούσε όμως κάλλιστα να περιμένει μια αντίδραση από τη μεριά των εργαζομένων. Κα ι όμως μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν συνέβη έξω από μερικές απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων από μικρά ανεξάρτητα σωματεία. Σ’ αυτή την ΗΣΥΧΙΑ που βασιλεύει (όχι όμως για πολύ) ποντάρουν τα αφεντικά και συνηγορούν οι κομματικοί νταβάδες. Αυτή την ΗΣΥΧΙΑ είναι καθήκον μας να συντρίψουμε για ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, την κατάργηση του συστήματος της ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: την ΑΝΑΡΧΙΑ.

Ο.Σ.Α.

Εκσυγχρονισμοί
Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΑ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

Το κράτος σαν η καλύτερη μέχρι, τώρα οργάνωση του κεφαλαίου της οικονομικής ολιγαρχίας και των αφεντικών, δεν έπαιζε ποτέ μόνο το ρόλο του να δίνει τις καλύτερες λύσεις προς όφελος των αφεντικών σε θέματα εμπορικών συναλλαγών, επενδύσεων κ.λπ. Συνυφασμένη με αυτή του την ιδιότητα, ήταν και είναι πάντα η δράση του στο να καταστέλλει τις λαϊκές μάζες με οποιοδήποτε τρόπο, να εξαπατά τους προλετάριους με διάφορες φορεσιές όλων των χρωμάτων. Γενικά ανέλαβε να εκτελεί επίσημα την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στην υπηρεσία των αφεντικών.
Στο κείμενο αυτό θέλουμε να δούμε απλά τη μια απ’ αυτές τις ιδιότητες του κράτους, σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή και να καταλήξουμε στη σημερινή μορφή που έχει πάρει η κρατική καταστολή.
Αποφεύγοντας τις αιτίες που οδήγησαν τα αφεντικά στο να επιβάλουν τη στρατιωτική δικτατορία του θα σταθούμε μόνο στις μεθόδους καταστολής που χρησιμοποίησε το κράτος αυτή τη περίοδο. Έχουμε να κάνουμε με μια δικτατορία του κεφαλαίου που όλα είναι πιθανά, όλα μπορούν να γίνουν κάτω από τη μπότα του στρατοκράτη που σημαδεύει. Είναι η απροκάλυπτη βία από μεριάς του κράτους ενάντια σε κάθε μορφή αντίστασης του λαού, ατομικά ή μαζικά. Φυλακίσεις, βασανιστήρια, ακόμα και εν ψυχρώ εκτελέσεις αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο.
Αποκορύφωμα όλης αυτής της μακρόχρονης καταστολής είναι η επίθεση του στρατού στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο το 73 και στο λαό που εξεγείρονταν πια, μαζικά και αυθόρμητα. Έτσι περνάει μια περίοδος που η καταστολή είναι απροκάλυπτη, είναι ο ΕΣΑτζής, ο χωροφύλακας, τα 2ΕΑ, ο φασίστας στη γειτονιά και στη πόλη.
Αναγκασμένο το κράτος από τις ίδιες του τις αντιθέσεις και μπροστά στο φόβο μιας γενικότερης λαϊκής εξέγερσης, πέρασε στη μεταπολίτευσή του. Τώρα η καταστολή παίρνει χρώμα πολιτικό υπερασπίζεται τη δημοκρατία του κεφαλαίου. Έχουμε τα ΜΑΤ και τις αύρες που οι εργάτες αντιμετώπισαν αρκετές φορές (‘75, ‘76, ‘77, ‘80) κ.λπ..
Σ’ αυτή τη φάση η καταστολή βρίσκεται στο κατώφλι μας και κτυπά την πόρτα. Τώρα εκτός από εκτελεστές έχει και υποστηρικτές. Τα κόμματα παίζουν πολλές φορές το ρόλο του συμπαραστάτη, κάθε φορά που το κράτος επιτίθεται, αλλά παίρνουν και ενεργό μέρος, από τα πανεπιστήμια μέχρι τα εργοστάσια, από τα σχολεία μέχρι τους δρόμους και τις συνοικίες. Η καταστολή είναι έργο και υποχρέωση όλων αυτών των εχθρών της επαναστατικής σκέψης.
Έτσι έχουμε εκατοντάδες αναρχικούς να σέρνονται στα δικαστήρια και στις φυλακές, εκατοντάδες έρευνες σε σπίτια συντρόφων, κάθε φορά που το κράτος έκρινε απαραίτητο να δώσει ένα μάθημα σ’ αυτούς που δεν πείστηκαν από τα δάκρυα και τις γιορτούλες για το Πολυτεχνείο. Στην περίοδο αυτή ‘74-81 οι εργατικές απεργίες φουντώνουν σε όλα σχεδόν τα εργοστάσια. Οι στόχοι όμως είναι χαμηλά, τα οφέλη των εργατών απ’ αυτές τις κινητοποιήσεις, πολύ λίγα, αν όχι μηδαμινά. Είναι γιατί όπου αποτύγχανε το κράτος να καταστείλει τις εργατικές απεργίες η κομματική καταστολή έπαιζε τέλεια το ρόλο της, με οικονομίστικα συνθήματα και απαιτήσεις, χωρίς τις περισσότερες φορές οι, εργάτες να αποφασίζουν οι ίδιοι για την πορεία του αγώνα τους και για το μέγεθος των απαιτήσεών τους. Πάντα ερχόταν κάποια απεργιακή επιτροπή ή κάποιο σωματείο να δώσει συμβιβαστικές λύσεις, πανάκεια για το κεφάλαιο και τα αφεντικά. Παράλληλα υπάρχει και νομοθετική κάλυψη για κάθε κατασταλτική ενέργεια. Νόμοι όπως ο 550, ο 774 και άλλοι ψηφίζονται παρά τις έντονες αντιδράσεις που συναντούν στη συνείδηση των μαζών. Στα πανεπιστήμια ο νόμος-πλαίσιο δεν περνάει κάτω από την έντονη αντίδραση των φοιτητών, για να περάσει όπως θα δούμε αργότερα από το ΠΑΣΟΚ.
Οι εκλογές του ‘81 μας έφεραν μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Νέα όχι μόνο στις μεθόδους καταστολής, αλλά και στη γενικότερη αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, που δεν είναι πια η καθαρά αντιεργατική αντιλαϊκή πολιτική της δεξιάς αλλά η πολιτική της φιλίας με το κεφάλαιο και την εργοδοσία, στο όνομα του λαού. Είναι ο σοσιαλισμός του κεφαλαίου που το κράτος τον «εξηγεί» καλύτερα στο λαό με πιο προχωρημένη φρασεολογία και αρκετές φορές με μια δόση «επαναστατικότητας».
Σ’ αυτή τη φάση το κράτος οργανώνεται τέλεια, συγκεντρώνει τις δυνάμεις του, προχωράει την καταστολή σε επίπεδα που μέχρι τώρα δεν είχε φτάσει. Χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι η εμφάνιση των Μ.Ε.Α. (Μονάδες Ειδικών Αποστολών) που κανείς δεν ξέρει τις αρμοδιότητές τους. Πρόκειται για χωρίς στολή αστυνομία που βρίσκεται και. κινείται παντού. Πρόκειται γι’ αυτούς που μπαίνουν στις πορείες και βρίσκονται δίπλα σου χωρίς να το ξέρεις, γι’ αυτούς που σε παρακολουθούν τα βράδια στο δρόμο, πρόκειται για τους δήθεν αγανακτισμένους πολίτες που ξυλοφορτώνουν διαδηλωτές και απεργούς. Είναι, οι ίδιοι που στέλνονται ψευδομάρτυρες κατηγορίας κάθε φορά που κάποιοι σύντροφοί μας δικάζονται για τις ιδέες και τις πράξεις τους. Σήμερα η καταστολή δεν φοράει καμμία μάσκα, είναι απρόσωπη, γι’ αυτό και πιο αμείλικτη. Ταυτόχρονα καλλιεργείται ο χαφιεδισμός από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σαν κυρίαρχη ιδεολογία και υποχρέωση του Έλληνα πολίτη. Προσπαθείται έντεχνα να δημιουργηθεί η αντίληψη ότι ο χαφιεδισμός είναι ύψιστο καθήκον κάθε δημοκράτη που αγαπάει το αφεντικό και την πατρίδα του. Σήμερα περνάνε νόμοι στα σχολεία και στα πανεπιστήμια που η δεξιά δεν τόλμησε να περάσει. Είναι γιατί το φοιτητικό κίνημα έχει υποστεί βαρεία τις συνέπειες της καταστολής, είναι γιατί στους ίδιους αυτούς τους χώρους τα φερέφωνα της κυβερνητικής πολιτικής ΠΑΣΠ και ΠΣΚ αποτελείωναν ότι είχε μισοτελειώσει η δεξιά. Στους δήμους και στις γειτονιές περιμένουμε σύντομα τη Δημοτική αστυνομία, που στην αρχή θα μαζεύει σκουπίδια και θα φυτεύει δένδρα, αλλά που αργά ή γρήγορα θα οπλιστεί και θα αποκτήσει εξουσίες για να ελέγχει τη καθημερινή μας ζωή. Το κράτος εκτός απ’ όλα αυτά δεν διορίζει να χρησιμοποιεί την ανοιχτή βία κάθε φορά που κρίνει αναγκαίο, κάθε φορά που αντιμετωπίζει αυτούς που δεν πείστηκαν ότι ο «αγώνας τώρα δικαιώνεται», αυτούς που θέλουν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους.
Η καταστολή επεκτείνεται, τώρα και σε χώρους πιο ευαίσθητους. Το ψέμα και το θέαμα του σύγχρονου καπιταλισμού τείνει να εισβάλλει στα βάθη της σκέψης μας, να καναλιζάρει την επιθυμία μας, επιβάλλοντας έτσι απόλυτο έλεγχο, οδηγώντας μας σε μια καθημερινή παραίτηση απ’ τη δυνατότητα για πραγματική απόλαυση και ελευθερία. Στον εργατικό χώρο συναντάμε μια παντελή έλλειψη επιθυμίας για κοινωνικούς αγώνες ή έστω διεκδικητικούς. Την περίοδο των εντόνων εργατικών κινητοποιήσεων (1974-1980) διαδέχεται σήμερα μια περίοδος «νεκρικής» ησυχίας. Οι εργάτες ενσωματωμένοι όσο ποτέ στο τεράστιο ψέμα της «αλλαγής», παρασυρμένοι στο «σοσιαλιστικό» υπερθέαμα των υποσχέσεων, παρακολουθούν μοιρολατρικά, σχεδόν απαθείς, τα κατακτημένα δικαιώματα τους να εξανεμίζονται.

«..Αν εξακολουθήσουν οι άνθρωποι να εργάζονται μέσα σ’ ιεραρχικές δομές και να παροτρύνονται να αναλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες ευθύνες για την εκπλήρωση των στόχων, ενώ απαγορεύεται σ’ αυτούς αυστηρά να συμβάλουν στη διαμόρφωση των τελικών σκοπών, αν γυρίζουν στο σπίτι κάτω από χαώδεις συνθήκες, που δημιουργήθηκαν και βαθαίνουν ανεξάρτητα απ’ τις επιθυμίες τους, αν συνεχίσουν να εκπαιδεύονται για μια ζωή αδυναμίας κι υποταγής…, αν διατηρηθεί όλη αυτή η θεσμοποιημένη καταστολή, ποια ικανοποίηση μπορεί να επινοηθεί ώστε να είναι ικανή να συναγωνισθεί τις απολαύσεις-δολώματα του καταναλωτισμού;»
MURRAY BOOKCHIN

Αυτή είναι και η κύρια επιλογή των αφεντικών: να καταστήσουν τον άνθρωπο παραγωγική ή υπηρεσιακή μηχανή χωρίς να νοιώθει, να επιθυμεί και να απαιτεί τα δικαιώματά του, χωρίς να γίνεται όλο και περισσότερο συνείδησή του ότι αυτό που θα τον απελευθερώσει δεν είναι η οποιαδήποτε αύξηση του μισθού του, αλλά αυτή η ίδια η κατάργηση της μισθωτής δουλειάς. Το έχουν καταφέρει άλλωστε, χρόνια τώρα, πείθοντας τους εργαζόμενους να μεταθέτουν τη λύση των προβλημάτων τους σε κάποια κομματικά-κυβερνητικά γραφεία, να υποβαθμίζουν την επιθυμία για κοινωνική αλλαγή από έργο των επαναστατημένων μαζών, σε αποστολή των «φωτισμένων ηγετίσκων» του ΠΑΣΟΚ. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που προβάλλει σήμερα: η ενσωμάτωση, η απάθεια, η αδράνεια, ο καταναλωτισμός και ο απόλυτος έλεγχος του χώρου-χρόνου-κίνησης-επιθυμίας των μαζών.
Σήμερα το κράτος δεν δολοφονεί ανοικτά και απροκάλυπτα τους επαναστάτες, σήμερα τους στέλνει στα σπίτια τους.
Σήμερα η καταστολή δεν σπάει τη πόρτα του σπιτιού μας για να μπει, ούτε στέκεται στο κατώφλι κτυπώντας δυνατά τη πόρτα.
Σήμερα η καταστολή συγκατοικεί μαζί μας νύχτα-μέρα, βρίσκεται μέσα στη ζωή και στο μυαλό μας.

ΟΜΑΔΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ».

ΠΗΓΗ:http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/history/41-arthra/75-1970-1990