Σημειώσεις για τον φασισμό*

*Tου Δημήτρη Κωτσάκη

Το θέμα του φασισμού ήταν κεντρικό στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1970. Ήταν η εποχή της δεύτερης παγκόσμιας κρίσης, μετά την κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη του φασισμού. Αρχή της συζήτησης ήταν η ενότητα στη διαφορά του «παλιού» με τον «νέο» φασισμό. Χαρακτηριστικό ήταν το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν στο περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί το 1972 με τίτλο «Φασισμοί: παλιός και νέος».[2] Οι σκέψεις που ακολουθούν, συμφωνούν εν πολλοίς με όσα λέγονται στο κείμενο αυτό για τον παλιό φασισμό. Αλλά διαφέρουν ουσια­στικά με όσα λέγονται για τον νέο. Η διαφορά ξεκινάει από την ιστορική θεώρηση του αναπτυσσόμενου μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 κράτους, όπως εκτίθε­ται στο βιβλίο 3 και 1 κείμενα,[3] ως υπερεθνικό ολιγαρχικό κράτος. Οι παρακάτω ση­μειώσεις παρουσιάζουν θέσεις σε βασικά σημεία της περί παλιού και νέου φασι­σμού σημερινής συζήτησης.

Φασισμός

Ας αρχίσουμε με τον όρο «φασισμός». Ο όρος προέρχεται από το ιταλικό fascio (δέ­σμη) που υπάρχει στον τίτλο της πολιτικής οργάνωσης Faascio d Azione Revoluzionaria (FAR), που ίδρυσε ο Μουσολίνι το 1914. Στα ελληνικά το fascio υπάρχει ως δεσμός στον τίτλο της παραστρατιωτικής οργάνωσης Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), που ιδρύθηκε το 1944 για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύ­νου».

Σε ό,τι λέγεται εδώ, ως φασισμός εννοείται η ιδεολογική – πολιτική κατεύ­θυνση και η κρατική λειτουργία των δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας, όπως αναπτύσσονται σύμφωνα με τα ακόλουθα. Πρώτον, αρχή του φασισμού είναι ο πόλεμος, το πνεύμα του είναι ο μιλιτα­ρισμό ς. Η βάση της πολεμικής του συγκρότησης είναι το έθνος, αξίωμά του είναι ο εθνικισμό ς (ο λεγόμενος «πατριωτισμός»). Με δεδομένη την ιδεολογική ταυτότη­τα ιταλικού φουτουρισμού και φασισμού κατά τη γέννηση των δύο κινημάτων στις αρχές του 20 αιώνα στους χώρους του πολιτισμού και της πολιτικής αντίστοιχα, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 9 στο Φουτουριστικό Μανιφέστο που συνέταξε ο Μαρινέτι το 1909: «Θα υμνούμε τον πόλεμο —τη μόνη υγιεινή του κόσμου— τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό». Για να καταλήξει, βεβαίως, στο «θα περιφρονούμε τις γυναίκες».

Δεύτερον, στην εθνική βάση της πολεμικής του συγκρότησης, ο φασισμός συν­θέτει την οικονομική με την πολιτική εξουσία σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε ο Χίτλερ στον λόγο που εκφώνησε στη Λέσχη των Βιομηχάνων το 1923. Όπως τις α­ναφέρει ο Γκλυκσμάν στο κείμενο που προαναφέρθηκε, οι αρχές αυτές περιλαμβά­νουν: «την ανισότητα (“οι άνθρωποι έχουν διαφορετική απόδοση”), την ιεραρ­χία (“την απόλυτα αντιδημοκρατική αρχή της χωρίς όρους αυταρχικής εξουσίας πάνω στη βάση, και την απόλυτη υπευθυνότητα στην κορυφή”) και τον νόμο του αρχηγού (fuhrersprinzip)». Με τη σύνθεση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, ο φασισμός μεταφέρει τον εγγενή στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία οικονομικό δεσποτισμό στον ανατρεπτικό της αστικής δημοκρατίας πολιτικό δεσποτισμό.

Μορφές του φασισμού

Με την παραπάνω έννοια του όρου, θα διακρίνουμε εδώ δύο ιστορικές μορφές του φασισμού, οι οποίες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, εί­ναι συμπληρωματικές όψεις του φασιστικού φαινόμενου.

Κρατικός φασισμός: Εδαφική κυριαρχία (πατρίδα)

  • Ο φασισμός ως κρατικός ολοκληρωτισμός.

Εθνικός φασισμός: Ενότητα αίματος (φυλή)

  • Ο φασισμός ως εθνικός ολοκληρωτισμός.

Η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «κρατικός φασισμός» είναι πολιτισμική. Στο ιδεολογικό πλαίσιο του κρατικού φασισμού, ο όρος «έθνος» πα­ραπέμπει στο κοινωνικό σώμα, η ταξική ιεραρχία του οποίου ασκεί την ιδεολογική και πολιτική εξουσία στον κοινωνικό χώρο του κράτους: της εδαφικής κυριαρχίας στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται ως «πατρίδα». Το έθνος, σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν έχει φυλετική βάση. Συγκροτείται από την ιδεολογικά αναπαραγόμενη από το κράτος συλλογική μνήμη των πολιτών του, η ο-ποία συνδέει τη φερόμενη ιστορική καταγωγή του έθνους με τον προδιαγραφόμενο ιστορικό του προορισμό. Και όπου το συνδεόμενο με το «έθνος» κράτος δεν είναι υπαρκτό, όπως στις περιπτώσεις μιας διεκδικούμενης «εθνικής ανεξαρτησίας» ή «ένωσης», η ανα­παραγωγή της συλλογικής μνήμης που συγκροτεί το έθνος είναι έργο μιας θρησκευτικής-πολιτικής «εθνάρχουσας» συλλογικότητας, που διεκδικεί για τον εαυτό της θέση σε μια συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία.

Σε αντιδιαστολή με τον κρατικό φασισμό, η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «εθνικός φασισμός» είναι φυλετική. Ο όρος «έθνος», τώρα, παραπέμπει στην ενότητα αίματος των πολιτών του κράτους Το έθνος δεν συγκρο­τείται πολιτισμικά σε ένα κρατικό πλαίσιο, αλλά φυλετικά υπεράνω κρατικών πλαι­σίων. Η κατά τα παραπάνω πολιτισμική ενότητα του έθνους θεωρείται ως συνέπεια της φυλετικής του ενότητας. Υποδειγματική έκφραση του φυλετικού χαρακτήρα του εθνικού φασισμού είναι το 4 από τα 25 σημεία του προγράμματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος: «Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαρτήτως πεποιθή­σεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Συνεπώς, κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος». Υποδειγματική εκδοχή της κρατικής ολοκλήρωσης του εθνικού φασισμού είναι το τρίτο Ράιχ. Υποδειγματική του πράξη, το ολοκαύτωμα.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του φασισμού η διάκριση της κρατικής πολιτισμικής από την εθνική-φυλετική του μορφή και η ιστορική διαφορά του παλιού από τον νέο φασισμό στην κάθε μία από τις δύο αυτές μορφές του.

Η ιστορική διαφορά των κρατικών μορφών του φασισμού

Αρχίζουμε με τη διαφορά των δύο κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέ­ου, οριοθετώντας τις δύο ιστορικές εποχές με την παγκόσμια κρίση του 1970, την κρίση που ορίζει το πέρασμα από το εθνικό κράτος στο υπερεθνικό κράτος, όπως ειπώθηκε στην αρχή.

Παλιός φασισμός

  • Συμπληρωματικότητα αστικής δημοκρατίας και φασισμού στο εθνικό κράτος: ο φασισμός είναι εθνική αστική δικτατορία που αναδύεται από την εθνική αστι­κή δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Νέος φασισμός

  • Συμβολή του φασισμού στη συγκρότηση της ολιγαρχίας του πλούτου στο υπερε­θνικό κράτος: ο φασισμός είναι εγγενές πολιτικό, γραφειοκρατικό, αστυνο­μικό και στρατιωτικό στοιχείο του κράτους της υπερεθνικής αστικής ολιγαρχίας.

Η ουσία της διαφοράς των δύο κρατικών μορφών του φασισμού είναι ότι στον παλιό φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του εθνικού κράτους, α­ντιστοιχούν δύο συμπληρωματικά —έχει ιδιαίτερη σημασία η συμπληρωματικότητά τους— πολιτεύματα: η διαπερατή από τον φασισμό αστική δημοκρατία, που αποτε­λεί το κανονικό πολίτευμα της αστικής κοινωνίας, και η συγκροτούμενη από τον φασισμό αστική δικτατορία, ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης προς αντιμετώπιση του ταξικού κινδύνου. Ενώ στον νέο φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του υπερεθνικού κράτους, αντιστοιχεί ένα και μόνο πολίτευμα: η περιέχουσα φασι­στικά στοιχεία αστική ολιγαρχία.

Το κρίσιμο σημείο της διαφοράς των δύο φασισμών είναι ότι, κατά τον νέο φασισμό, η αστική ολιγαρχία περιέχει φασιστικά στοιχεία, δεν συγκροτεί­ται φασιστικά, δεν είναι καθεστώς κρατικού ολοκληρωτισμού, όπως συμβαίνει με την αστική δικτατορία του παλιού φασισμού. Το καθοριστικό εδώ είναι η ως προς τον φασισμό ομοιότητα των δύο αστικών πολιτευμάτων: του δημοκρατικού και του ολιγαρχικού. Ο φασισμός μετέχει και των δύο, είναι εγγενής στο αστικό πο­λίτευμα εν γένει. Καθώς, από τη μία πλευρά, η αστική δημοκρατία είναι διαπερατή από τον φασισμό, με την έννοια ότι ο φασισμός αναδύεται νόμιμα, με συνταγματι­κά κατοχυρωμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, από την αστική δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και, από την άλλη πλευρά, η αστική ολιγαρχία περιέ­χει φασιστικά στοιχεία, με την έννοια ότι η πολιτική, γραφειοκρατική, αστυνομική και στρατιωτική της συγκρότηση χρησιμοποιεί αναγκαστικά, σύμφωνα με τον ολι­γαρχικό της χαρακτήρα, δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για τον νέο φασισμό ότι η εσωτερικότητα των στοιχεί­ων του είναι αρχή του ολιγαρχικού αστικού πολιτεύματος, καθώς και το ποιός είναι ο πολιτειακός χαρακτήρας της αρχής αυτής. Ο παλιός φασισμός ολοκληρώνεται ως εναλλακτική, συμπληρωματική μορφή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος: καταλαμβάνει την κρατική εξουσία, έχοντας πρώτα συγκροτηθεί εκτός αυτής. Ενώ ο νέος φασισμός ενυπάρχει στοιχειακά στο αστικό ολιγαρχικό πολίτευμα: οι δεσμοί του αναπτύσσονται εντός της κρατικής εξουσίας, την οποία όμως δεν καταλαμβά­νουν. Η ολιγαρχία του πλούτου, ως υπερεθνικό κρατικό σύστημα, μπορεί για λό­γους ταχτικής να κάνει φασιστικές παραχωρήσεις στα εθνικά του υποσυστήματα, όπως συμμετρικά μπορεί να κάνει και δημοκρατικές παραχωρήσεις, αλλά δεν επι­τρέπει τη κατάλυση της ολιγαρχικής του εξουσίας από τα φασιστικά του στοιχεία ή τα δημοκρατικά του κατάλοιπα. Αυτή είναι θεμελιώδης αρχή του αναδυόμενου ολι­γαρχικού κρατικού συστήματος, που απορρέει από τον σύνθετο χαρακτήρα του: υπερεθνικό και αγοραίο. Και δεν έχουμε ακόμη τα στοιχεία για να συζητήσου­με σε πραγματική ιστορική βάση το ναπολεόντειο πέρασμα από την υπερεθνική α­στική ολιγαρχία στην υπερεθνική αστική μοναρχία, που θα κλείσει τον αριστο­τελικό πολιτειακό κύκλο: δημοκρατία – ολιγαρχία – μοναρχία.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί μία συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου. Στην αναδυόμενη πολιτεία της ολιγαρ­χίας του πλούτου, δεν αντιτίθενται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο συμπληρωματικός προς αυτήν φαςιςμόσ. Τα καθεστώτα αυτά ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της αστικής πολιτείας. Η πολιτική αντίθεση τώρα δεν είναι ανάμεσα στη φασιστική και τη δημοκρατική εθνική πολιτεία. Είναι ανάμεσα στην υπερεθνική πο­λιτεία της ολιγαρχίας του πλούτου και την εκτός της πολιτείας άμεση κοινωνική δημοκρατία. Η κοινωνική βάση αυτής της πολιτικής αντίθεσης είναι η αντίθεση ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική οικονομία και την, παράλληλα και ανατρεπτι­κά αναπτυσσόμενη, κοινωνική οικονομία. Ο νέος φασισμός, ως στοιχείο και όχι ως ολική μορφή του ολιγαρχικού πολιτεύματος, είναι οργανικός στον περιορισμό και την καταστολή της αναπτυσσόμενης ενότητας κοινωνικής οικονομίας και άμε­σης δημοκρατίας κατ’ αντίθεση προς την αναπτυσσόμενη κυρίαρχη ενότητα κεφα­λαιοκρατικής οικονομίας και ολιγαρχίας του πλούτου.

Η κατά τον Χίτλερ αρχή της σύνθεσης οικονομικού και πολιτικού δεσποτισμού, που αναφέρθηκε πριν, είναι χαρακτηριστική της οργανικότητας αυτής. Αν ο παλιός φασισμός πραγμάτωνε την αρχή της σύνθεσης των δεσποτισμών με τη φασιστική ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, ο νέος φασισμός την πραγματώνει με την ενσωμάτωση στοιχείων του στην ολιγαρχία του πλούτου. Υπάρχει ακόμη μια συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου, που πρέπει να σημειωθεί εδώ. Μια συνέπεια που συνδέεται με τη σχέση της κρατικής με την εθνική μορφή του φασισμού: κεντρική στον παλιό φασισμό είναι η εθνική του μορφή, ενώ στον νέο φασισμό κεντρική είναι η κρατική του μορφή. Ο νέος φα­σισμός είναι εθνικός στην κοινωνική του βάση και μόνο, δεν είναι εθνικός στην κρα­τική του κορυφή —δεν μπορεί να είναι, δεδομένου του υπερεθνικού χαρακτήρα του νέου κράτους. Και ο εθνικός φασισμός δεν είναι παρά κρατικό εργαλείο καταστολής του κοινωνικού κινήματος: ένα ιδεολογικό-πολιτικό μέσο πολεμικής κλιμάκωσης των εσωτερικών στον κοινωνικό χώρο του κινήματος εθνικών διαφορών. Παραβλέ­πεται συνήθως μια σημαντική συνέπεια της εργαλειακότητας αυτής. Το κράτος ενι­σχύει —εντός ορίων— τον εθνικό φασισμό, κρατώντας ίσες —όσο του είναι δυνα­τό— αποστάσεις από τις αντιτιθέμενες εθνικές του ενότητες. Αν δεν το κάνει αυτό, υπονομεύει τον στόχο του: την καταστροφική για το κοινωνικό κίνημα υποδαύλιση των εσωτερικών εθνικών του διαφορών.

Η ιστορική διαφορά των εθνικών μορφών του φασισμού

Η διαφορά των δύο εθνικών μορφών του φασισμού προκύπτει από την παραπάνω διαφορά των κρατικών του μορφών.

Παλιός φασισμός

  • Συγκρότηση των πολιτών του έθνους-κράτους σε έναν εθνικό δεσμό ολοκλη­ρωτικής εξουσίας. Κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, μέσω της εκχώρησης από το κοινοβούλιο της κρατικής εξουσίας στην ηγεσία του Εθνικού Δεσμού.

Νέος  φασισμός

  • Συγκρότηση πολιτικών, γραφειοκρατικών, αστυνομικών και στρατιωτικών ομά­δων σε κρατικούς δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας καθοριστικούς για τη λειτουργία της ολιγαρχίας. Χρήση από το κράτος των αυτόνομα συγκροτούμενων εθνικών δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας. Η χρήση έχει ως σκοπό την κατα­στολή του αναπτυσσόμενου στο υπερεθνικό κράτος κοινωνικού κινήματος με την πολεμική κλιμάκωση των εσωτερικών σε αυτό εθνικών διαφορών.

Το κρίσιμο στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι η σχέση των δύο μορφών του, της κρατικής και της εθνικής, και η ιδιαίτερη λειτουργία της εθνικής του μορ­φής στο σύγχρονο κράτος. Συγκεκριμένα: η οργανικότητα των στοιχείων του κρατι­κού φασισμού στη συγκρότηση του υπερεθνικού ολιγαρχικού κράτους, και η εργαλειακή χρήση από το κράτος αυτό των πολιτικών σχημάτων του εθνικού φασισμού, αυτόνομων ως προς το κράτος και αντιτιθέμενων στον υπερεθνικό του χαρακτήρα.

Τίθεται βέβαια το ερώτημα: Δεν αντιφάσκει η οργανικότητα των στοιχείων του κρατικού φασισμού στο σύγχρονο υπερεθνικό κράτος με την εθνική βάση του φασισμού γενικά, κρατικού ή εθνικού, όπως εκτέθηκε στην αρχή; Όχι, και εδώ φαίνεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει για την κατανόηση του νέου φασισμού η διάκριση της κρατικής-πολιτισμικής από την φυλετική μορφή του έθνους για την οποία έγινε λόγος πριν. Στο έθνος με την κρατική-πολιτισμική του έννοια ανήκουν όσοι έχουν την κρατική υπηκοότητα και μετέχουν της κρατικά αναπαραγόμενης παιδείας. Η πολιτισμική εθνική ενότητα μπορεί να εμπεριέχει μια φυλετική πολλα­πλότητα. Χαρακτηριστικότερο των παραδειγμάτων είναι η εθνική ενότητα των Ηνω­μένων Πολιτειών. Αλλά η εθνική πολλαπλότητα του σύγχρονου υπερεθνικού κρά­τους δεν περιορίζεται στην φυλετική του πολλαπλότητα. Και ούτε αυτή, η φυλετική πολλαπλότητα, είναι το ουσιαστικό του χαρακτηριστικό. Ο υπερεθνικός χαρακτήρας του σύγχρονου κράτους, και συνεπώς η εθνική του πολλαπλότητα, αναφέρεται στις εθνικές ενότητες των κρατών από τα οποία αναδύεται. Το σύγχρονο κράτος είναι «υπερεθνικό» με την έννοια της υπέρβασης των «εθνικών» κρατών της προηγούμε­νης ιστορικής εποχής. Ο όρος «έθνος» εδώ περιορίζεται στις εθνικές ενότητες των έως τώρα εθνικών κρατών. Δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα η ιστορική βάση της ανα­φοράς σε ένα υπερκείμενο έθνος, ένα «ευρωπαϊκό έθνος» για παράδειγμα, παρόλο που αναφερόμαστε στον αντίστοιχο πολιτισμό.

Και ποια είναι η εργαλειακή χρήση του εθνικού φασισμού από το σύγχρονο κράτος; Στη λογική της ανάλυση, η χρήση αυτή ακολουθεί μια σειρά πέντε βημά­των. Ας τα δούμε συνοπτικά. (1) Συγκεντρώνονται αλλοεθνείς μετανάστες στις εθνι­κές αγορές εργασίας σε θέσεις φτηνής εργατικής δύναμης. (2) Μέσω της συγκέ­ντρωσης αυτής, μειώνεται η αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης. (3) Η τοπική αύξηση του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης οδη­γεί στην αύξηση της δομικής ανεργίας και, μέσω του ανταγωνισμού για τις θέσεις εργασίας, οδηγεί στη διατήρηση του υψηλού βαθμού εκμετάλλευσης. (4) Ο αντα­γωνισμός οδηγεί στην αποδυνάμωση έως διάλυση των ταξικών εργατικών ενώσεων και την ανάπτυξη εθνικών φασισμών. (5) Η ταξική σύγκρουση κεφάλαιου – εργασί­ας υποκαθίσταται από την φασιστικά διαμεσολαβημένη εθνική σύγκρουση εργασί­ας – εργασίας.

Κοινωνικό κίνημα

Στο καταληκτικό βήμα της παραπάνω ανάλυσης, αντιδιαστέλλεται η ταξική σύ­γκρουση με την εθνική σύγκρουση που την υποκαθιστά. Κεντρικό στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται η υποκατάσταση της ταξικής με την εθνική σύγκρουση, και η διαφορά του από το παλιό ταξικό κίνημα. Η διαφορά των δύο θεμελιώνεται στη διαφορά του βιο­μηχανικού εργάτη, του εργάτη της βιομηχανικής παραγωγής, από τον κοι­νωνικό εργάτη, τον εργάτη της βιοπολιτικής παραγωγής. Η διαφορά του πα­λιού από το νέο ταξικό κίνημα είναι η διαφορά του κινήματος της βιομηχανικής ερ­γασίας από το κίνημα της κοινωνικής εργασίας, στο οποίο αντιστοιχεί ο όρος κοι­νωνικό κίνημα σήμερα. Το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται ο νέος φασιστικός κοινωνικός πόλεμος, είναι το κοινωνικό κίνημα με την παραπάνω έννοια του όρου.

Ας μην αναπτυχθούν εδώ αναλυτικά οι έννοιες της βιοπολιτικής παραγωγής και του κοινωνικού εργάτη. Ας μείνουμε σε έναν συνοπτικό ορισμό, αναγκαίο δεδο­μένης της πολυσημίας των όρων. Σε ό,τι λέγεται εδώ, κεντρική στη βιοπολιτική πα­ραγωγή σε αντιδιαστολή με τη βιομηχανική παραγωγή είναι μια διττή ενότητα: η ενότητα της «υλικής» και της «πνευματικής» διάστασης της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικής ζωής και, στη βάση αυτή, η ενότητα της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικήςζωής με την ιδεολογική – πολιτική αναπαραγωγή του κοινωνι­κού συστήματος.[4] Στο βιοπολιτικό κεφάλαιο —το κεφάλαιο της βιοπολιτικής παρα­γωγής— θεμελιώνεται το πολίτευμα της ολιγαρχίας του πλούτου. Στον ταξικό αντί­ποδα του βιοπολιτικού κεφάλαιου βρίσκεται ο κοινωνικός εργάτης της βιοπολιτικής παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τον βιομηχανικό εργάτη της βιομηχανικής παραγω­γής.

Καταλήγουμε με ένα κεντρικό στη διαφορά βιομηχανικής-βιοπολιτικής παρα­γωγής ζήτημα, ιδιαίτερα σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού. «Ηεξέγερση των εργοστασίων χαρακτηρίζει την νέα εποχή» έλεγε ο Γκλυκσμάν [5] εκφράζοντας μια κυρίαρχη θέση της δεκαετίας του 1970. Όχι η εξέγερση των εργοστασίων αλλά η εξέγερση των πόλεων λέμε εδώ, έχοντας ορίσει τη «νέα εποχή» —τη μετά τη δεκαετία του 1970 εποχή— ως εποχή της θεμελιωμένης στη βιοπολιτική παραγωγή υπερεθνικής ολιγαρχίας του πλούτου. Λέγοντας αυτό δεν χάνεται, δεν υποκαθίσταται, η εξέγερση των εργοστασίων αλλά αφαιρείται το σφάλμα της κεντρικότητας της στη σημερινή κοινωνική εξέγερση. Ο χώρος των ερ­γοστασίων παραμένει ως χώρος της ανατρεπτικής κοινωνικής δύναμης, αποκτώντας τη θέση που του αντιστοιχεί σήμερα στον κοινωνικό χώρο της πόλης. Ο μετασχημα­τιζόμενος βιομηχανικός εργάτης είναι μια κατηγορία του αναδυόμενου κοινωνικού εργάτη. Το θέμα είναι σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού, κα­θώς και στις δύο εποχές του, παλιά και νέα, ο φασισμός είναι μια καθοριστική ιδεο- λογική-πολιτική κατεύθυνση του κοινωνικού πολέμου —η συμπληρωματική της ο­λιγαρχίας, καθοριστική για την σύγχρονη ταξική κυριαρχία κατεύθυνση. Οι νέοι φα­σιστικοί δεσμοί έχουν ως πρώτο, άμεσο, στόχο την πόλη γενικά. Δεν αρχίζουν από το εργοστάσιο, όπως συνέβαινε με τους παλιούς φασιστικούς δεσμούς. Πρέπει να περιμένουμε ότι στους άμεσους στόχους του νέου φασισμού προτεραιότητα θα έ­χουν οι συλλογικότητες της κοινωνικής οικονομίας και της άμεσης δημοκρατίας. Η κατάληψη και η αυτοδιαχείριση ενός εργοστασίου ανήκει στις δυναμικές μορφές αυτών των συλλογικοτήτων.

Πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού

Μένουμε εδώ ως προς τη διάκριση της κρατικής από την εθνική μορφή του φασι­σμού και την κυριαρχία της κρατικής μορφής στον νέο φασισμό. Σε αυτή τη βάση θα δούμε, κλείνοντας, ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού. Οι κατευθύν­σεις είναι ενδεικτικές, δεν συνιστούν ανάλυση της φασιστικής πολιτικής. Μπορούν να ενταχθούν στις ακόλουθες κατηγορίες, κοινές για τους δύο φασισμούς παλιό και νέο. (1) Προσάρτηση των εξεγερμένων. (2) Καταστολή του κοινωνικού κινήματος. (3) Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος.

  1. Προσάρτηση των εξεγερμένων

Μια ιδεολογική κίνηση προσάρτησης που ασκεί ο φασισμός στην εθνική του μορφή είναι, με τα λόγια του Ντιμιτρόφ το 1935, ότι «εκμεταλλεύεται το βαθύ μίσος των εργαζομένων ενάντια στη ληστρική αστική τάξη, ενάντια στις τράπεζες, τα τραστ και τους μεγιστάνες του πλούτου». Και αυτό το κάνει με «μια ραφιναρισμένη αντικαπι- ταλιστική δημαγωγία» πού «ρίχνει συνθήματα» όπως: «Στη Γερμανία το σύνθημα “Το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό”. Στην Ιταλία “Το κράτος μας δεν είναι κράτος καπιταλιστικό είναι κράτος με σύστημα αυτοδιαχείρισης”. Στην Ιαπωνία “Για μιαν Ιαπωνία χωρίς εκμετάλλευση”. Στις Ενωμένες Πολιτείες “Για τη διανομή των περιουσιών” κλπ.». [6]Αλλά αυτά δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αντικαπιταλιστικής δη­μαγωγίας. Κάθε εθνικός φασιστικός οργανισμός περιέχει νοσογόνα για τον βαθύτε­ρο κρατικό του χαρακτήρα αντικαπιταλιστικά κύτταρα στο πνεύμα των χιτλερικών Ταγμάτων Εφόδου (5Α), που τα περιμένει η θεραπευτική νύχτα των μεγάλων μαχαι­ριών την κρίσιμη για την κρατική ενσωμάτωσή του στιγμή. Τα κύτταρα αυτά συνδέ­ονται με την αυτόνομη από το κράτος συγκρότηση των εθνικών δεσμών ολοκληρω­τικής εξουσίας που είδαμε πριν, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες του υπερεθνι­κού χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους. Και ας μη περιμένουμε, για να ανα­γνωρίσουμε την παρουσία τους, τη συγκλονιστική τους ανάπτυξη στο χιτλερικό πρότυπο των τριών εκατομμυρίων μελών, που συγκρούονταν πολεμικά με την αντι- καπιταλιστική αριστερά στους δρόμους των γερμανικών πόλεων. Είναι αυτά, ακρι­βώς, τα κύτταρα που κάνουν πειστική τη «ραφιναρισμένη αντικαπιταλιστική δημα­γωγία» για την οποία μιλούσε ο Ντιμιτρόφ.

Μια πολιτική κίνηση προσάρτησης των εξεγερμένων, με επίκεντρο τους ανέρ­γους, που ασκεί ο εθνικός φασισμός της κυρίαρχης σε ένα κράτος εθνότητας, ενερ­γοποιεί τα υγιή για τον φασιστικό οργανισμό καπιταλιστικά του κύτταρα. Είναι η υποκατάσταση των πραγματικών εχθρών των εξεγερμένων με πλασμα­τικούς. Το σχήμα είναι απλό: Το κεφάλαιο προσφέρει θέσεις εργασίας. Οι κοινωνι­κές κινητοποιήσεις υπονομεύουν την προσφορά των θέσεων στον εθνικό χώρο. Οι μετανάστες αφαιρούν από τα μέλη του έθνους τη δυνατότητα πρόσβασης στις υπάρχουσες θέσεις. Στην κίνηση αυτή, η προσάρτηση των εξεγερμένων δεν είναι ιδε­ολογική. Για την ακρίβεια, είναι ιδεολογική τόσο μόνο όσο απαιτεί ο συγκεκριμένος πολιτικός της χαρακτήρας και η πολεμική του ολοκλήρωση. Οι εξεγερμένοι, παραμένοντας εξεγερμένοι —αυτό είναι το καθοριστικό— αλλάζουν στρατόπεδο: στρα­τεύονται στον κρατικό πόλεμο κατά του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή του κοινωνικού κινήματος

Η προσάρτηση των εξεγερμένων είναι το πρώτο βήμα της φασιστικής αντιμετώπι­σης του κοινωνικού κινήματος. Το επόμενο βήμα είναι η καταστολή των μη προσαρτημένων. Αρχίζουμε τις μορφές καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον πα­λιό φασισμό. Αναφερθήκαμε ήδη στα χιτλερικά τάγματα εφόδου. Ας δούμε την πρωτογενή, μουσολινική, εκδοχή τους με τα λόγια του Μαλαπάρτε, όπως τα ανα­φέρει το Γκλυκσμάν: «Από τη μια μέρα στην άλλη, συ-κεντρώσεις μελανοχιτώνων γίνονται σε κέντρα που είχαν υποδειχτεί σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο κινητοποίησης. Χιλιάδες οπλισμένοι άντρες, μερικές φορές δεκαπέντε ως είκοσι χιλιάδες, ξεχύνο­νταν σε μια πόλη, σ’ επαρχίες, σε χωριά, μετακινούμενοι γρήγορα με τα φορτηγά τους, απ’ τη μια επαρχία στην άλλη. Μέσα σε λίγες ώρες η κατεχόμενη περιοχή βρί­σκονταν σε κατάσταση πολιορκίας. Ό, τι είχε μείνει από σοσιαλιστική ή κομμουνι­στική οργάνωση, εργατικά κέντρα, συνδικάτα, εργατικοί κύκλοι , εφημερίδες, συνε­ταιρισμοί, είχε διαλυθεί και τσακιστεί μεθοδικά … σε διάρκεια δύο – τριών ημερών τα γκλομπς δούλευαν σε έκταση εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στο τέλος του 1921 αυτή η ταχτική, εφαρμοσμένη συστηματικά σε μια όλο και πλατύτερη κλί­μακα, είχε τσακίσει την πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση του προλεταριάτου»

Η παρουσίαση της καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον παλιό φασι­σμό έχει εδώ διπλή σημασία. Πρώτα, την αναφορά στον εγγενώς πολεμικό και πλή­ρη χαρακτήρα της φασιστικής καταστολής —πολεμικό, με την στρατιωτική έννοια του όρου, και πλήρη, με την έννοια της εξόντωσης του κοινωνικού κινήματος συνο­λικά, όχι κάποιων εκφράσεών του. Και, στη συνέχεια, την έκθεση της διαφοράς του παλιού με τον νέο φασισμό στο κεντρικό αυτό, για την ύπαρξη του φασισμού, θέμα. Η διαφορά έχει αναπτυχθεί ήδη, ας την δούμε συνοπτικά. Ο νέος φασισμός ασκεί το θεμελιώδες ταξικό του καθήκον με δύο συμπληρωματικούς τρόπους: μέσα από τους δεσμούς (ί35α) του κρατικού φασισμού που στοιχειοθετούν το σύγχρονο ολι­γαρχικό κράτος. Και με την χρήση των αυτόνομα αναπτυσσόμενων δεσμών του ε­θνικού φασισμού. Κεντρικό εδώ είναι το ότι ο νέος εθνικός φασισμός δεν καταλαμ­βάνει —δεν του επιτρέπεται να καταλάβει— την κρατική εξουσία. Συνεπώς, δεν του επιτρέπεται να εφαρμόσει πλήρως τις παραπάνω μορφές καταστολής, αυτές ακρι­βώς που οδηγούσαν στην κατάληψη της εξουσίας. Αλλά η χρήση του στην εξόντωση του κοινωνικού κινήματος του επιτρέπει —ουσιαστικά, του επιβάλλει— να τις ανα­πτύσσει οριακά. Και ποιο είναι αυτό το όριο; Είναι το όριο που απαιτεί η διαβόητη ρητορεία της «ταύτισης των άκρων»: ταύτιση της φασιστικής καταστολής του κοινωνικού κινήματος με την επαναστατική συγκρότηση του κινή­ματος . Θα δούμε αμέσως τη «συνωμοσιολογική» μέθοδο της ταύτισης, περνώντας στην καταστολή της πρόθεσης του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος

Η καταστολή του αναπτυσσόμενου κοινωνικού κινήματος δεν αρκεί για την κρατική του αντιμετώπιση. Απαιτείται και η καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος. Η καταστολή αυτή επιτελείται με ορισμένες τεχνικές του φασισμού στην κρατική του μορφή, για την κατανόηση των οποίων είναι χρήσιμο να δούμε τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1970 —τη δεκαετία του περάσματος από τον παλιό στον νέο φασισμό. Η επιλογή έχει σημασία γιατί η κρατική μορφή του νέου φασισμού συγκροτήθηκε υποδειγματικά στα δύο λίκνα της αστικής δημοκρατίας, στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις δεκαετίες 1950-60, στο πλαίσιο του πο­λέμου της Αλγερίας, από την πλευρά της Γαλλίας, και των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών. Και συγκροτήθηκε πολεμικά ως προς το κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις δύο αυτές χώρες τη δεκαετία του 60. Θα δούμε τις τεχνικές αυτές όπως παρουσιάζονται στην κατάληξη του κει­μένου του Γκλυκσμάν. Με τη γλώσσα του κειμένου, οι τεχνικές είναι: «συνωμοσιο- λογία», «προβοκάτσια», «μεταρρυθμίσεις».

«Η ανακάλυψη των συνωμοσιών: ένα βράδυ, ο κ. Μαρσελέν στέκεται πε­ρήφανος μπροστά σ’ ένα σωρό από ξύλα που διαβεβαιώνει ότι μαζεύτηκαν μέσα απ’ τις σχολές του Πανεπιστήμιου. Πίσω απ’ αυτή την πυραμίδα των όπλων, καταγ­γέλλει κάποιον μυστηριώδη ξένο καθοδηγητή και αναγγέλλει την απαγόρευση της “Προλεταριακής Αριστεράς”. Ο Μάο Τσε Τουνγκ ξεσκεπάστηκε! Ο Σέρλοκ Μαρσελέν δεν είχε ήδη ανακαλύψει, πίσω από τον Μάη του ’68 τον δάκτυλο της Ανατολικής Γερμανίας; (…) Ο παλιός φασισμός είχε την “εβραιο-μαρξιστική” συνωμοσία του (…) σήμερα ο Μαρσελέν, χορωδία με τον Μπρέζνιεφ, αναγγέλλει τη “διεθνή συνωμοσί­α” του μαοϊσμού» Και, προφανώς, δεν θα μέναμε εκεί. Για να γυρίσου-με στα δικά μας, η τωρινή «συνωμοσία», όπως όλοι ξέρουμε, είναι η συνωμοσία της «τρομο­κρατίας».

«Οι προβοκάτσιες: Για παράδειγμα, καίμε το πανεπιστήμιο της ν^θηηθδ, διαβεβαιώνου-με ότι το έκαναν οι γκωσίστες (αριστεριστές) και τους κλείνουμε φυ­λακή. 100,200,300 μίνι Ράϊχσταγκ. (…) Για να σταματήσει μια ενέργεια με την οποία οι μάζες συμφωνούν ο προβοκάτορας της δίνει μια συνέχεια που οι μάζες καταδι­κάζουν αλλά που φαίνεται “λογική” (…) Οι προβοκάτσιες επεμβαίνουν για να στα­ματήσουν μια μαζική ενέργεια (η προβοκάτσια του Καρτιέ Λατέν απαντάει στην α­περγία της Ρενώ και στην υπόθεση Ζωμπέρ), χρησιμεύουν σαν εισαγωγή σε κυβερ­νητικά μέτρα (το “χτύπημα” στη Δουγκέρκη “αναγγέλλει” την απαγόρευση της Προ­λεταριακής Αριστεράς. Η προβοκάτσια προσπαθεί να διαιρέσει τις μάζες “εν θερμώ”. Η φιλοσοφία της είναι απλή (…) έξω από τις εγκατεστημένες ιεραρχίες δεν υ­πάρχει σωτηρία».

«Οι μεταρρυθμίσεις: αυτές επεμβαίνουν όταν, παρόλη τη φασαρία για συ­νωμοσία και τις προσπάθειες προβοκάτσιας, ένα μαζικό κίνημα κατορθώσει να σπάσει βίαια τη σιωπή και να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη. Στόχος τους είναι να επιβάλουν τη σιωπή, να ξανασφίξουν τη μέγγενη των καταναγκασμών που δημι­ουργεί τη “σιωπηλή πλειοψηφία” και γι’ αυτό συνενώνουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. (…) Βασισμένος στην εμπειρία που είχε από τις αμερικάνικες φυλα­κές, ο Τζάκσον βεβαίωνε ότι αν έπρεπε να δώσει τον ορισμό του φασισμού με μια μόνο λέξη, θα διάλεγε τη λέξη μεταρρύθμιση. Κύρια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δε θυμίζουν το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό αλλά τις φασιστικές “συντεχνίες”. Δεν σχεδιάζουν τη δημιουργία μηχανισμών ταξικής συνεργασίας που θα διαιώνιζαν μι­αν απατηλή ειρήνη, αλλά, χτισμένες σε συνθήκες σύγκρουσης, πρόκειται για μηχα­νές πολέμου».

Έθνος-«φυλή», διαφορετικότητα-«ασθένεια»

Κλείνοντας τις σημειώσεις αυτές για τον φασισμό, θα ήταν χρήσιμο για την κατανό­ηση της φυλετικής του διάστασης με την ευρύτερη σημερινή της σημασία να στα­θούμε για λίγο σε μια από τις «μεταρρυθμίσεις».

Αρχίζουμε με μια παρατήρηση του Γκλυκσμάν, σε συνέχεια των όσων ήδη πα­ρατέθηκαν. «Όταν ο Σμέλκ (παλιός γενικός διευθυντής φυλακών) αναγγέλλει από το ραδιόφωνο ότι “80% των κρατουμένων είναι ψυχοπαθείς” νοιώθουμε να πλησιάζει η μεταρρύθμιση που θα μετατρέψει τις φυλακές σε άσυλα αλά Μπρέζνιεφ. Μέσα στη μεταρρυθμισμένη φυλακή “μοντέλο” του Φλερύ – Μεροζίς, τα ξυλοκοπήματα και το πειθαρχείο δεν εξαφανίστηκαν. Όμως ο ζουρλομανδύας (“ακινητοποίηση”) έχει ενισχυθεί από τις ενέσεις Βάλιουμ που γίνονται με το πρώτο δείγμα “εκνευρι­σμού”. “Η αρρώστια σου είναι οι διαφορετικές σου απόψεις”, γνωματεύουν οι Ρώ­σοι ψυχίατροι.». Τι σημαίνει ως προς ό,τι μας απασχολεί η τροπή της διαφορετικό­τητας σε «αρρώστια»; Δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη του μεγάλου αυτού θέματος εδώ. Μία κρίσιμη παρατήρηση μόνο, για τη σύνδεση της φυλετικής εκδοχής της ε­θνικής ενότητας με την ιατρική εκδοχή της ατομικής διαφορετικότητας. Δηλαδή, για την αναγωγή του κοινωνικού-ψυχικού στο βιολογικό-φυσικό στην πληρότητά της: από την ανθρώπινη κοινωνία συνολικά στον άνθρωπο ατομικά.

Γυρνάμε στις αρχές: το 1883, όταν ο Γκάλτον (συγγενής του Δαρβίνου) άνοιγε μαζί με άλλους τον δρόμο για τον κοινωνικό δαρβινισμό και, σε αυτό το πνεύ­μα, εισηγήθηκε την ευγονική, που μετά πενήντα χρόνια ενέπνευσε στο τρίτο Ράιχ την κάθαρση της άριας φυλής. Και κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα, που με διάφο­ρους τρόπους ρητούς και άρρητους αναβιώνει ο κοινωνικός δαρβινισμός. Τι θα μπορούσε να εννοεί ο Ουίλσον (βραβείο ΡυΙΐΐζθ^ με όσα μας λέει στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση»; [7] Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η «Ελπίδα», λέ­ει ότι «Με τον καιρό θα συσσωρευτεί αρκετή γνώση για τα γενετικά θεμέλια της κοινωνικής συμπεριφοράς» και ότι «θα υπάρξουν τεχνικές» με τις οποίες «μέσω της συμβατικής ευγονικής θα συντελεστεί μια αργή εξελικτική αλλαγή». Και τότε, συνεχίζει, «το ανθρώπινο είδος θα μπορέσει να αλλάξει την ίδια του την φύση». [8] Μέχρι τότε, αλλά —υποθέτουμε— και μετά, ως προς τη γενετική δομή της μετα­βαλλόμενης «φύσης» του ανθρώπινου είδους, θα ισχύει ότι «Οι κοινωνίες μας βα­σίζονται στο σχέδιο των θηλαστικών». Και τι είναι το «σχέδιο των θηλαστικών» στην γενετική του δομή; Είναι ένα σχέδιο κατά το οποίο «το άτομο αγωνίζεται κατά πρώ­το λόγο για την προσωπική αναπαραγωγική του επιτυχία και κατά δεύτερο λόγο για αυτήν των πλησιέστερων συγγενών του». Όσο για τους άλλους, τους μη-συγγενείς κοινωνικούς του εταίρους, το σχέδιο προβλέπει μόνο μια «φειδωλή συνεργασία» έναν «συμβιβασμό για την απολαβή οφέλους».[9] Και τα περί φιλίας, συνα­δελφικότητας και συντροφικότητας, που θεμελιώνουν το ήθος του κοινωνικού κινήματος; Αυτά —το γενετικά ορθό επιβάλλει να θεωρήσουμε ό­τι— αντιστοιχούν, με τα λόγια του Ουίλσον, σε «ένα νοήμον μυρμήγκι (υποθέτοντας προς στιγμή ότι τα μυρμήγκια και άλλα κοινωνικά έντομα κατάφεραν να εξελιχθούν σε όντα με υψηλή νοημοσύνη)». Γιατί; Επειδή το μυρμήγκι, ως κοινωνικό έντομο, σύμφωνα με τον Ουίλσον και πάλι, «μπορεί να θεωρήσει αυτή τη διευθέτηση (την «κατά συμβιβασμό» και μόνο «φειδωλή συνεργασία για την απολαβή οφέλους») βιολογικά βλαβερή και την ιδέα της ατομικής ελευθερίας εγγενώς κακή»(ό.π). Για να συνεννοούμαστε σήμερα, «ατομική ελευθερία» είναι η ελευθερία της ατομι­κής ιδιοκτησίας στην οποία θεμελιώνεται η ελευθερία της αγοράς: η ελευ­θερία που αντιστοιχεί στο γενετικό σχέδιο των θηλαστικών, σε αντιδιαστολή με τη συλλογικότητα και τα συναφή περί φιλίας κτλ που αντιστοιχούν στο γενετικό σχέδιο των κοινωνικών εντόμων. Αυτά λοιπόν ως προς την ανθρώπινη κοινωνία συ­νολικά.

Περνάμε τώρα στον άνθρωπο ατομικά. Το θέμα είναι η «ψυχοπάθεια» και η προς αντιμετώπισή της κλινική μεταρρύθμιση που είδαμε παραπάνω. Δεν είναι μόνο οι φυλακές που μεταρρυθμίστηκαν σε κλινικές. Κάθε κρίσιμος για τη υλο­ποίηση του «σχεδίου των θηλαστικών» κοινωνικός χώρος χρειάζεται σήμερα, σύμ­φωνα με την οπτική του βιολογικού αναγωγισμού, κλινική μεταρρύθμιση. Και πρώ­τα απ’ όλα τα σχολεία. Η συνταγογράφηση φαρμάκων για τη θεραπεία της δι­αφορετικότητας —την επιστροφή στην «κανονικότητα» των σχέσεων— δεν έχει πλέον όριο ηλικίας. Και ένα μικρό παιδί (που δεν έχει ακόμη χρονίσει), αν δεν συμ­μορφώνεται με την «κανονικότητα» των φυσικών και κοινωνικών του σχέσεων υφί- σταται πλέον φαρμακοθεραπεία. Μετά το αντιψυχιατρικό κίνημα της δεκαετίας του 60 (ί3ίπ§, Οοορ-θ^, που αποκάλυψε το ιδεολογικό κάλυμμα της φερόμενης ως «ια­τρικής» αντιμετώπισης της μη αποδεκτής διαφορετικότητας, η ψυχιατρική επιστρέ­φει θριαμβικά σήμερα σε εξουσιαστικούς πολιτισμικούς κύκλους.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημερινό πολιτισμικό πλαίσιο να τονιστεί η δυνα­μική της φυλετικής διάστασης του εθνικού φασισμού: ο βιολογικός αναγωγισμός της δεν έχει δεσμεύσεις, δεν έχει λόγο να περιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο και στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, εκτείνεται θεωρητικά σε κάθε άνθρωπο α­τομικά και στην κάθε προσωπική του σχέση. Το θεωρούμενο ότι μεταφέρεται με το «αίμα», είναι ένα βιολογικό σχέδιο, καθολικό για τη φυλή και ατομικό για το κάθε μέλος της. Εάν η δυναμική του νέου κρατικού-πολιτισμικού φασισμού συνδέεται με το εγγενές της κρατικής του υπόστασης, εθνικής και υπερεθνικής, η δυναμική του νέου εθνικού-φυλετικού φασισμού συνδέεται με την καθολικότητα του βιολογικού του αναγωγισμού. Ο εθνικός φασισμός σήμερα ολοκληρώνεται ως γενικά βιολογι­κός και όχι μόνο φυλετικός.

Θα πρέπει εδώ, κλείνοντας, να επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε στην αρχή: οι δύο μορφές του νέου φασισμού, η κρατική και η βιολογική, διαφέ­ρουν μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, είναι συμπληρωματικές όψεις του φασι­στικού φαινόμενου. Στο φασιστικό πνεύμα, το κράτος είναι ένας κοινωνικός οργα­νισμός κατ’ εικόνα του βιολογικού οργανισμού.

Θεσσαλονίκη Μάρτιος 2013

4   βλ. Κ.Τίσνταλ – Α.Μποτσόλα. 1984. Φουτουρισμός. Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα: Υπο­δομή. σ.227 4

5  Γκλυκσμάν ό.π σ.28

9   Γκλυκσμάν, ό.π. σ.63


[1]  Δημοσιευμένο στο περιοδικό σημειώσεις της στέπας # 3 Φασισμός και καθημερινή ζωή. εκδόσεις των ξένων Ιούνιος 2013 Θεσσαλονίκη.

[2]  Αντρέ Γκλυκσμάν. 1976. Φασισμοί παλιός και Νέος. Μτφρ. Χριστίνα Σταματοπούλου. Αθήνα: Στο­χαστής.

[3]  Δημήτρης Κωτσάκης. 2012. 3 και 1 Κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις των συναδέλφων.

[4] Για περισσότερα σε σχέση με τη βιοπολιτική παραγωγή βλ 3και 1 Κείμενα ό.π σ.45-55

[5] ό.π. σ.73

[6]   Γκεόργκι Ντιμιτρόφ. 1975. Ο Φασισμός. Μτφρ. Δ.Χ. Αθήνα: Πορεία. Παραθέματα από σ.25

[7]     Εά^αά Ο. ^ίΐδοη. 1998. Για την Ανθρώπινη Φύση. Μτφρ. Αμαλία Ναθαναήλ. Αθήνα: Σύναλμα

[8]    ό.π.σ. 222

[9]   ό.π σ.213

πηγη:http://eleftheriakos.gr/node/597

5 απαντήσεις στο “Σημειώσεις για τον φασισμό*”

  1. νιαίο αντιναζιστικό μέτωπο; Του Νίκου Αραπάκη
    11:05, 01 Αυγ 2013 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/134680

    […] Ακούω/διαβάζω διάφορες απόψεις τον τελευταίο καιρό, οι οποίες συνηγορούν υπέρ ενός ενιαίου αντιναζιστικού μετώπου. Λένε όσοι διακινούν αυτές τις απόψεις, ότι πρέπει όλοι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών τοποθετήσεων, να συνασπιστούμε εναντίον του ναζιστικού κινδύνου. Εκ πρώτης όψεως, δεν είναι παράλογη αυτή η θέση. Όλοι όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως πολιτισμένοι, οφείλουμε να καταδικάζουμε ρητά και απερίφραστα τη χυδαιότητα και βαρβαρότητα των νεοναζιστών. Όμως, από την ομόθυμη καταδίκη μέχρι τη δημιουργία ενιαίου μετώπου, υπάρχει χάος. […]

    Τα τελευταία χρόνια, ένα πρόσωπο του στενού συγγενικού μου περιβάλλοντος εκδήλωσε ένα σπάνιο αυτοάνοσο νόσημα. Για τουλάχιστον μια πενταετία νοσηλευόταν συνεχώς σε διάφορα νοσοκομεία, χωρίς, όμως, να καταφέρουν να εντοπίσουν τη ρίζα του κακού. Οι γιατροί έτρεχαν μονίμως πίσω από τα –διαφορετικά κάθε φορά– συμπτώματα, αδυνατώντας να εντοπίσουν τι ήταν αυτό που τα προκαλούσε. Μέχρι που, λίγο καιρό πριν, μάλλον τυχαία, το πρόβλημα εντοπίστηκε και αντιμετωπίστηκε.

    Έκανα αυτή τη μικρή, άσχετη εισαγωγή για να καταδείξω ότι ακολουθώντας τα συμπτώματα δεν είναι αυτονόητο ότι θα καταλήξεις στην αιτία. Διότι κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση που προανέφερα, μπορούν να σε παραπλανήσουν και να σε οδηγήσουν σε εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα. Και το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις σε αυτή την περίπτωση είναι να ερμηνεύσεις το σύμπτωμα ως αίτιο. Αυτό, δηλαδή, που γίνεται, από κάποιους, με την περίπτωση της χρυσής αυγής.

    Αντί να αντιληφθούν ότι η χρυσή αυγή μεταλλάχθηκε από ένα περιθωριακό μόρφωμα σε κοινοβουλευτικό κόμμα λόγω των πολιτικών εξαθλίωσης, προσπαθούν να αποδώσουν τη γιγάντωσή της στον υφέρποντα φασισμό της ελληνικής κοινωνίας.

    Βέβαια, αυτή η εκδοχή δεν είναι εντελώς λανθασμένη. Σαφώς και υπάρχει ένα κομμάτι του πληθυσμού που βρίσκει θελκτικές τις θέσεις της χρυσής αυγής. Όμως, γιατί, εφόσον η χρυσή αυγή υπάρχει για πολλά χρόνια, αυτές τις θέσεις τις ανακάλυψε τώρα; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Λόγω των πολιτικών λιτότητας, οι οποίες έχουν επιβληθεί. Κι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι.

    Η άνοδος των φασιστικών κινημάτων πήγαινε, πάντοτε, χέρι-χέρι με την εξαθλίωση. Όσο ένας λαός εξαθλιώνεται, τόσο πιο εύκολα χάνει την ψυχραιμία του και γίνεται ευεπίφορος σε κηρύγματα μίσους, τόσο πιο εύκολα υποκύπτει σε κόμματα τα οποία, ελλείψει πραγματικών θέσεων, επαγγέλλονται την τιμωρία και την εκδίκηση.

    Ακούω/διαβάζω διάφορες απόψεις τον τελευταίο καιρό, οι οποίες συνηγορούν υπέρ ενός ενιαίου αντιναζιστικού μετώπου. Λένε όσοι διακινούν αυτές τις απόψεις, ότι πρέπει όλοι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών τοποθετήσεων, να συνασπιστούμε εναντίον του ναζιστικού κινδύνου. Εκ πρώτης όψεως, δεν είναι παράλογη αυτή η θέση. Όλοι όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως πολιτισμένοι, οφείλουμε να καταδικάζουμε ρητά και απερίφραστα τη χυδαιότητα και βαρβαρότητα των νεοναζιστών. Όμως, από την ομόθυμη καταδίκη μέχρι τη δημιουργία ενιαίου μετώπου, υπάρχει χάος.

    Κι αυτό το χάος, κάποιοι επιχειρούν να το καλύψουν με τεράστια λογικά άλματα. Πώς είναι δυνατόν να συμπαραταχθούμε άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες; Αρκεί ο ναζιστικός κίνδυνος για να μας ενώσει και να μας κάνει να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας; Αλλά κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι αρκεί, θα έχει πραγματικό αντίκτυπο στην κοινωνία ή θα είναι μια πομφόλυγα με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων;

    Εδώ που βρισκόμαστε δεν μπορούμε και δεν έχουμε το δικαίωμα να βαυκαλιζόμαστε. Όσο σοβαρός και υπαρκτός κι αν είναι ο κίνδυνος των νεοναζιστών, δεν μπορεί να κατεδαφίσει, ιδίως υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, τα τείχη που μας χωρίζουν.

    Πώς θα ταυτιστώ εγώ με κάποιον ο οποίος πιστεύει ότι πρέπει να πουληθεί το νερό, ότι πρέπει να κλείσουν νοσοκομεία και σχολεία, ότι τα εκατομμύρια των ανέργων είναι αναγκαία προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του τόπου;

    Και μην μου πει κανείς ότι αυτά είναι άσχετα. Είναι σχετικότατα. Και όχι μόνο είναι σχετικότατα, αλλά είναι και αυτά τα οποία θα χτίσουν τα θεμέλια επάνω στα οποία θα στηριχτούμε. Διότι μια συμμαχία δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο προθέσεων.

    Πρέπει να υπάρχουν οι βάσεις εκείνες οι οποίες θα την κρατήσουν και θα τη στηρίξουν στο βάθος του χρόνου. Ιδίως όταν μιλάμε για τη συνένωση τόσων πολλών και διαφορετικών υλικών. Κι ας υποθέσουμε, ότι άνθρωποι με τις δικές μου απόψεις καταπίνουμε όλα τα παραπάνω και δεχόμαστε να συμμετάσχουμε σε ένα τέτοιο μέτωπο.

    Οι βουλευτές της ΝΔ οι οποίοι αρνήθηκαν να υπογράψουν την άρση της ασυλίας του Κασιδιάρη για τον ξυλοδαρμό της Κανέλλη, ή αυτοί που ψήφισαν υπέρ της άρσης της ασυλίας του Τατσόπουλου, όταν προσπάθησε να τον σύρει στα δικαστήρια ο χρυσαυγήτης Παπάς, θα δεχθούν να συμμετάσχουν; Αστεία πράγματα. Απλώς, δεν γίνεται. Όποιος πιστεύει ότι με αυτά τα υλικά μπορεί να δημιουργηθεί ένα αρραγές μέτωπο, ικανό να αντιπαραταχθεί απέναντι στους νεοναζιστές αποτελεσματικά και με ομοψυχία, ζει σε έναν δικό του, φανταστικό κόσμο ή εξυπηρετεί προσωπικές σκοπιμότητες.

    Πέραν αυτού όμως, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Αυτοί που θέτουν το ζήτημα του ενιαίου αντιναζιστικού μετώπου θεωρούν, προφανώς, πως το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι το κορυφαίο, αυτό το οποίο οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα. Είναι, όμως, έτσι; Είναι αυτό το μεγάλο μας πρόβλημα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή; Εννοείται πως όχι.

    Η χρυσή αυγή, όσο κι αν είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, δεν είναι το μεγαλύτερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι πολιτικές που εξαθλιώνουν το λαό, και οι οποίες, όσο δεν αναχαιτίζονται, θα εξακολουθούν να τροφοδοτούν τη δεξαμενή της χρυσής αυγής. Κι αυτό δεν το λέω εγώ, το αποδεικνύει η πράξη. Η χρυσή αυγή γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα, κάθε καινούργιο μέτρο πιστώνει στον εκλογικό λογαριασμό της καινούργιους ψηφοφόρους. Κι αν αυτό δεν αλλάξει, όχι ένα αλλά εκατό αντιναζιστικά μέτωπα να φτιάξουμε, πάλι η χρυσή αυγή θα δυναμώνει. Κι όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, εθελοτυφλεί.

    Η χρυσή αυγή αντλεί ψηφοφόρους από τις δεξαμενές των κατεστραμμένων. Κι όσο γεμίζουν αυτές οι δεξαμενές, το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί. Θα κυνηγάμε, δηλαδή, το σύμπτωμα αδιαφορώντας για την αιτία. Εκτός αυτού όμως, υπάρχει και ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος: Εάν, όντως, συμφωνήσουμε όλοι να συμπαραταχθούμε μέσα από ένα κοινό μέτωπο εναντίον της χρυσής αυγής, ελλοχεύει ο κίνδυνος να την εμφανίσουμε στα μάτια των πολιτών ως τη μοναδική αντισυστημική δύναμη. Και οι νεοναζί, οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι στα επικοινωνιακά παίρνουν άριστα, θα το εκμεταλλευτούν από την πρώτη στιγμή, με αποτέλεσμα, αντί να τους απομονώσουμε και να τους συρρικνώσουμε, να τους ενισχύσουμε. Το έχουν σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο όλοι όσοι διακινούν την ιδέα του ενιαίου αντιναζιστικού μετώπου; Άγνωστο.

    Λοιπόν, ας αφήσουμε τις βαρύγδουπες δηλώσεις περί ενιαίων αντιναζιστικών μετώπων, οι οποίες δεν έχουν παρά μόνο επικοινωνιακή αξία, κι ας προσπαθήσουμε να αντιπαρατεθούμε στον ναζιστικό κίνδυνο, ο καθένας με τον τρόπο του και τις δυνάμεις του, με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και, κυρίως, έχοντας επίγνωση της κατάστασης.

    Εάν χρειαστεί συμπαράταξη εναντίον της χρυσής αυγής (στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές είναι πιθανό, προ του κινδύνου κάποιοι δήμοι να καταλήξουν στα χέρια των νεοναζιστών, να τεθεί ένα τέτοιο ζήτημα), θα αποφασιστεί από τους πολίτες και όχι από κάποιους «σοφούς».

    Και πάνω απ’ όλα, ας προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο χρυσή αυγή ερμηνεύοντας σωστά τα όσα μας συμβαίνουν. Διότι εάν πιστέψουμε ότι η χρυσή αυγή θα συρρικνωθεί μέσα από ένα αμφιβόλου ποιότητας και αποτελεσματικότητας αντιναζιστικό μέτωπο, σημαίνει ότι δεν έχουμε καταλάβει τίποτα απ’ όσα μας συμβαίνουν.

    Και το χειρότερο δεν θα είναι αυτό, αλλά ότι την ίδια ώρα, ενόσω εμείς θα μιμούμαστε τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του, το νεοναζιστικό μόρφωμα θα μεγαλώνει και θα διαποτίζει με δηλητήριο ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.-

    http://tvxs.gr/news/ti-na-kanoyme/eniaio-antinazistiko-metopo-toy-nikoy-arapaki

  2. Το Φάντασμα της Ελευθερίας
    788

    Της Λαμπρινής X. Θωμά

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να μας «σώσει» για δεύτερη φορά μετά το Μνημόνιο. Αφού πρώτα μας δίδαξε λιτότητα και «δημοσιονομική πειθαρχία», αυτή τη φορά, επανέρχεται, διδασκοντάς μας δημοκρατία και αντι-φασισμό, μέσω του «αντιρατσιστικού» νόμου.

    Ο οποίος νόμος, μπορεί να αφήνεται κουτοπόνηρα να πέρασει σα μεγάλη δημοκρατική έμπνευση της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά δεν αποτελεί παρά προσαρμογή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα, η οποία είναι και πολύ παλιά ιστορία. Προσπαθεί επίσης να καλύψει, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, και το λοιπό ετοιματζίδικο δίκαιο που οσονούπω μας επιβάλλεται από τας Ευρώπας.

    Άρα ο καυγάς μεταξύ μνημονιακών κυβερνητικών εταίρων δεν είναι για το νόμο αυτόν καθ’ αυτόν. Ένας κάποιος νόμος θα περνούσε οπωσδήποτε. Ο καυγάς είναι για όσα προβλέπει και για τις όποιες ―εγκεκριμένες ήδη από το αφεντικό στις Βρυξέλλες― προσθήκες που θα του γίνουν. Είναι δε καυγάς ντεμέκ, ώστε η ΔΗΜΑΡ να κερδίσει κάποιους πόντους σε αριστερό προφίλ (λες και αυτό το έκτρωμα αποτελεί αριστερή νομοθεσία) ενώ παράλληλα θέτει το Ρεπουσισμό στο απυρόβλητο.

    Αυτός ο νόμος, ο οποίος προβλέπει παραδειγματικές τιμωρίες, είναι κομμένος και ραμμένος, λοιπόν, επί παραγγελία πάνω σε πατρόν της ΕΕ, με αλλαγές που να εξυπηρετούν τα ιδεολογήματα της ΔΗΜΑΡ ― ενός σημιτόστροφου αποκόμματος, που μάζεψε τα ορφανά του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και μας κάθησε τρικομματικά στο σβέρκο. Είναι δε πολλαπλώς αντιδημοκρατικός – ειδικά καθώς, στη δεύτερη εκδοχή του, αφαιρεί από τη Βουλή, τους εκπροσώπους του λαού, το δικαίωμα να ορίζουν τι θεωρεί ο δικός μας λαός Γενοκτονία. Ώστε όλοι οι σφαγείς που εξεδήλωσαν την ιμπεριαλιστική τους πολιτική εναντίον του τόπου μας να μένουν στο απυρόβλητο μέχρι να το αποφασίσει κάποιος δικαστής. Όμως, οι Αρμένηδες, οι Ασσύριοι και οι Πόντιοι, θύματα της βαρβαρότητας του τούρκικου σωβινισμού, έχουν δικαίωμα στον ίδιο σεβασμό με τα θύματα άλλων γενοκτονιών. Η απόφαση ανήκει στον Ελληνικό Λαό και αυτός την έχει ήδη πάρει, μέσω βουλευτών που δίνουν, στοιχειωδώς, κάποιο λόγο στις περιφέρειές τους. Χωρίς δικαστικές αποφάσεις, χωρίς τον φασιστικό «αντιφασισμό» των ισχυρών.

    Αυτά ως προς τα σοβαρά. Γιατί έχει και πολλά φαιδρά η ιστορία.

    Πρώτη ειρωνεία. Ο «δημοκρατικός» αυτός νόμος, σχεδιάζεται και επιβάλλεται εξωκοινοβουλευτικά, ως άνωθεν Ευρωπαϊκή εντολή. Και από ποιούς; Από τα ισχυρά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, που, με πλήρη ρατσιστική περιφρόνηση αναπαράγουν πιστά την αντι-εβραϊκή προπαγάνδα (τεμπέληδες, παράσιτα, κλπ), αποκαλώντας τις φτωχές χώρες της περιφέρειας «γουρούνια» (PΙIGS). Και από την, υπό Γερμανικό έλεγχο Ε.Ε, η οποία μας αντιμετωπίζει ως προτεκτοράτο ― με τοποτηρητές στην κυβέρνηση και στα υπουργεία, που αποφασίζουν και διατάζουν με ύφος χιλίων καρδιναλίων.

    Δεύτερη ειρωνεία. Τον «δημοκρατικό» αυτό νόμο, τον προετοιμάζει στα καθ’ ημας, η πλέον αντι-δημοκρατική κυβέρνηση ― αυτή που καταφεύγει σε πρωτοφανή καταστολή, βασανιστήρια, ακόμα και στην επιστράτευση των απεργών καθηγητών (την οποία ο ίδιος της ο υπουργός Δικαιοσύνης χαρακτηρίζει εμμέσως αντισυνταγματική). Η ίδια κυβέρνηση που κατά τη διάρκεια της θητείας της η Ελλάδα έπεσε 14 ολόκληρα σκαλοπάτια στις λίστες κατάταξης της δημοσιογραφικής ελευθερίας.

    Τρίτη και πιο βροντερή ειρωνεία. Το «δημοκρατικό» αυτό νόμο τον στηρίζει και τον υποστηρίζει η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Στη μανία της να πολεμήσει το σκιάχτρο της Χρυσής Αυγής ξέχασε την παραδοσιακή αριστερή δυσπιστία απέναντι στο αστικό δίκαιο, ξέχασε την αφοσίωσή της στην Ελευθερία του Λόγου, ξέχασε και την αποδιδόμενη στο Βολταίρο ρήση «διαφωνώ με ό,τι λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαιωμά σου να το λες» (εδώ δεν πρέπει να νοιώθει τόσο μόνος…).

    Και όμως, μόλις προ διετίας, το 2011, έγραφε στη Αυγή ο Νάσος Θεοδωρίδης ότι «υπό το πρόσχημα του αντιρατσισμού, επιχειρείται μια επίθεση στην ελευθερία του λόγου, που θα επιφέρει καίρια πλήγματα στο πολύτιμο αυτό δημοκρατικό αγαθό». Ποιά μετάλλαξη έχουν υποστεί στην Αυγή και σήμερα βρίσκουνε το νομοσχέδιο κούκλα, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκαλούν την κυβέρνηση Σαμαρά επειδή δεν πέρασε άμεσα ο νόμος και να στενοχωριούνται που ο Ρουπακιώτης δεν το έχει κάνει ακόμη πιο αυστηρό; Αδυνατώ να απαντήσω.

    Δύναμαι όμως να πω ότι οι συνάδελφοι, υπερασπιστές όχι μόνο των αριστερών οραμάτων αλλά ακόμα και της στοιχειώδους αστικής δημοκρατίας, θα όφειλαν να έχουν «βγει στα κάγκελα» για να υπερασπιστούν την Ελευθερία του Λόγου. Δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογικής συνέπειας, είναι και θέμα πολιτισμού, είναι και θέμα υπεράσπισης της δημοσιογραφίας.

    «Μα ο νόμος αφορά μόνο το φασιστικό λόγο ή το λεγόμενο hate speech» ― μου το λένε φίλοι, καλοπροαίρετοι. Πως μπορεί κάποιος, με τόσα που έχουμε ζήσει και τόσα που έχουμε δεί μετα-μνημονιακά, να παραμένει απονήρευτος και να μη φοβάται την ουρά της αχλάδας; Θα πω, μόνο, το προφανές: η «Ελευθερία του Λόγου» έχει νόημα ειδικά και μόνο όταν αφορά λόγο με τον οποίο δεν συμφωνούμε, όποιος και να είναι αυτός. Μια Δημοκρατία λειτουργεί μόνο όταν μπορούν να ακουστούν όλες οι φωνές ― ακόμα και αυτές, ή μάλλον ειδικά αυτές, που στρέφονται ενάντιον της. Ειδικά αφού το τι είναι δημοκρατία και το τι όχι, είναι ρευστό. Και η Ελλάδα των «πιστοποιητικών φρονημάτων» και της εξορίας στα ξερονήσια δημοκρατία ήταν κατ’ όνομα ― με εκλογές και απ’ όλα. Εδώ, αλλά και παγκόσμια, εκατομμύρια ιδεολόγοι, επαναστάτες, πολίτες που διεκδικούν το δίκαιο τους, έχουν διωχθεί ως «εχθροί της δημοκρατίας».

    Είναι άλλωστε «Δημοκρατία» αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια; Εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας λένε «όχι» ― και εγώ μαζί τους. Διότι δεν χωρά σε μία δημοκρατία η καταστρατήγηση του Συντάγματος με συνοπτικές διαδικασίες, δε χωρούν οι ευρωπαίοι τοποτηρητές στα υπουργεία. Δε χωρά στη δημοκρατία η άγρια καταστολή κάθε διαδήλωσης, το άνοιγμα λευκόμαλλων κεφαλιών, το ψέκασμα στο πρόσωπο με δακρυγόνα ηρώων, σα το Μανώλη Γλέζο. Δε χωρούν σε μια Δημοκρατία οι εισβολές της αστυνομίας στα σπίτια απλών πολιτών, στην Κερατέα και στις Σκουριές, οι απειλές κατά της ζωής, η τρομοκράτηση ολόκληρων τοπικών κοινωνιών εκ μέρους των αφεντικών της μπανανίας… δε χωρά σε καμμία Δημοκρατία η επιστράτευση των εργαζόμενων στο μετρό, των λιμενικών και των καθηγητών.

    Σήμερα, θα πεις, μπορώ και γράφω αυτά, ναι – είναι μια κάποια ελευθερία. Μετά το νόμο Ρουπακιώτη, όμως, ποιός θα μου εγγυηθεί ότι δεν θα βρεθώ υπόλογη για αντιδημοκρατικό λόγο και «εχθροπάθεια»; Ποιός θα ορίζει τι σημαίνει πρόκληση; Που τελειώνει η Ελευθερία του Λόγου; Πού αρχίζει η νομοθετική παράνοια; Ήταν η παράσταση στο Χυτήριο hate speech, Λόγος Μίσους, κατά αναγνωρισμένης θρησκείας; Μπορεί να ερμηνευτεί έτσι από ένα δικαστήριο ― ως προσβάλλουσα το θρησκευτικό αίσθημα; Αντίστοιχα, έχει το δικαίωμα κανείς να βγαλει αφίσσες με σάτιρα εις βάρος του Μωάμεθ ή πρόκειται για πρόκληση που εμπίπτει στο Νόμο Ρουπακιώτη; Αν χαρακτηρίσεις κάποιον Ελληνάρα και τον βρίσεις αναφερόμενος σε όλα τα στερεότυπα που συνοδεύουν τη λέξη αυτή, μπορεί να βρεθείς να πληρώνεις πρόστιμα; όταν αργώ να παρκάρω, ο ευγενής συμπατριώτης μου που ρωτά αν νύχτα μου δώσαν το δίπλωμα και γιατί δεν πάω να πλύνω κανα πιάτο, και επιτίθεται εναντίον μου λόγω του φύλου μου, θα διώκεται τώρα πια;

    Και αυτά, σοβαρά και λιγότερο σοβαρά, είναι μόνο η αρχή. Στην πολιτική και στην κοινωνία ισχύει ένα φαινόμενο γνωστό στους κοινωνιολόγους ως «παράθυρο του Όβερτον»: όσοι οδηγούν μια κοινωνία να αποδεχθεί κάτι (π.χ. μια εξαίρεση στην Ελευθερία του Λόγου), θέτουν τις βάσεις ώστε να γίνουν αποδεκτά πολύ χειρότερα μέτρα στην ίδια κατεύθυνση. Ή, όπως το λέμε στο χωριό μου, «δώσε θάρρος του Ρουπακιώτη, να σ’ ανέβει στο κρεββάτι».

    Τα πράγματα άλλωστε έχουν ήδη αρχίσει να σκουραίνουν. Σε λίγο καιρό, είναι πιθανό να αποτελεί hate speech και η αναφορά μας στη γερμανική πολιτική με τρόπο που μπορεί να βρεί προσβλητικό ο πάσα εις Γερμανός ― ήδη έχει ζητηθεί από την ΕΕ να εξεταστεί, άλλωστε, αυτού του είδους η «γλώσσα του Μίσους», που «κατηγορεί τους Γερμανούς ότι επιδιώκουν οικονομική κυριαρχία». Όποιος, δηλαδή, κακο-χαρακτηρίσει δημοσίως την Άνκελα ή τον Σόιμπλε μπορεί μεθαύριο να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Αν το καλοσκεφτείς, τι μεθαύριο; Σήμερα, και χωρίς καν το σχετικό νόμο ως επιπρόσθετο φίμωτρο. Γιατί, όσο γραφική και αν θεωρεί κανείς τη διαμαρτυρία του Κολλάτου, με τις σημαίες ενάντια στη «Γερμανική Κατοχή» στο μπαλκόνι του, δεν είναι καθόλου γραφική η δύο φορές προσαγωγή του και το αυτόφωρο. Είναι επικίνδυνη και ενδεικτική.

    Τα είπαμε μέσω podcast ― εν συντομία ας θυμίσω λοιπόν: με αντίστοιχους νόμους στην Ουγγαρία, τη Λιθουανία, την Εσθονία ― στην Ενωμένη Ευρώπη ―, απαγορεύεται το σφυροδρέπανο, και θεωρείται σύμβολο μίσους και γενοκτονίας αντίστοιχο με τη σβάστικα. Αν τελικά γίνει κοινή ευρωπαϊκή νομοθεσία αυτό που από το 2010 επιδιώκουν Λιθουανία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Ουγγαρία, και αποφασιστεί «ποινικοποίηση της έγκρισης, άρνησης ή μείωσης των κομμουνιστικών εγκλημάτων» και ότι «η άρνηση αυτών των εγκλημάτων θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται η άρνηση του Ολοκαυτώματος και θα πρέπει να απαγορευτεί δια νόμου», δε θα χρειαστούμε νέο νομικό πλαίσιο. Θα έχουμε το νόμο Ρουπακιώτη.

    Και ας μη γελιόμαστε πως αυτός ο νόμος πολεμάει έναν, ξαφνικά σε άνοδο, «φασισμό». Η ΧΑ δεν ανέβηκε από τα ποσοστά του Βεργή που είχε του 2009 στα σημερινά επειδή ξαφνικά οι Έλληνες γίνανε φασίστες. Όπως, προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέβηκε έξι φορές πάνω σε ποσοστά επειδή το ρίξανε όλοι στη Ναόμι Κλάιν και το Σλαβόι Ζίζεκ. Απλώς κατέρρευσε το κτίσμα της μεταπολίτευσης, και ο κόσμος συνωστίζεται στις Εξόδους Κινδύνου. Και τα δύο σχήματα εισέπραξαν, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, ένα μέρος της λαϊκής οργής. Η τυφλή, λαϊκιστική, θρεμμένη από τον Αυριανισμό οργή, πήγε στη ΧΑ. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Αυτή την οργή προσπαθεί να ελέγξει, σβήσει, καταστείλει η κυβέρνηση ―και ο νέος νόμος―, σε όλες της τις πτυχές, αριστερές, δεξιές ή τυφλές.

    Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς το ΣΥΡΙΖΑ να οπλίζει το χέρι του εχθρού απέναντι στην αριστερά, στους κομμουνιστές και στους αναρχικούς, στηρίζοντας το νομοσχέδιο. Δεν φτάνει που δίνει στην τρικομματική το σχοινί, περνάει και αυτοβούλως το κεφάλι του στην θηλιά, λέγοντας «Ορίστε, δες, δεν είμαι άκρο», με μια ουρανομήκη αφέλεια και τυφλή εμπιστοσύνη ― στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ειλικρινά ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί μόνο ενάντια στην Χρυσή Αυγή. Δέχονται τις διαβεβαιώσεις της τρικομματικής κυβέρνησης γι’ αυτό το θέμα, διότι, προφανώς, τη θεωρούν άξια εμπιστοσύνης (!).

    Ξέχασαν ήδη την άγρια καταστολή, τα βασανιστήρια συλληφθέντων, τις «μηνύσεις στο Guardian», την προσπάθεια φίμωσης των δημοσιογράφων (Αρβανίτης, Βαξεβάνης, Μπόλαρη, Λώλος, Unfollow, ThePressProject, η ταπεινότης μου…). Όπως, επίσης, ξέχασαν το κλείσιμο του Indymedia και τις τακτικές παρακάμψης του πανεπιστημιακού ασύλου.

    Είναι βέβαιο ότι πολλοί στην ΝΔ και περισσότεροι στο ΠΑΣΟΚ, όταν σκέφτονται το νομοσχέδιο, έχουν στο νου τους ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι την Χρυσή Αυγή. Θα έχουνε τέτοιο όπλο στα χέρια τους και δεν θα το χρησιμοποιήσουν ενάντια στη αντιπολίτευση; Ήδη, στην κυβέρνηση, ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Δυο καρμπόν ανακοινώσεις της ΝΔ και της κυβέρνησης είχαμε μέσα σε μια μόλις εβδομάδα:

    «Ο κ. Τσίπρας, ακολουθώντας το παράδειγμα των Χρυσαυγιτών, καταφέρθηκε με ακραίες εκφράσεις εναντίον βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, με άψογη κοινοβουλευτική συμπεριφορά. Προτιμά να ξεχνά ο κ. Τσίπρας τους βουλευτές του κόμματός του που έχουν φθάσει στο σημείο να απειλούν με λυντσάρισμα πολιτικούς και μάλιστα από το βήμα της Βουλής (…) Ας είναι βέβαιοι όλοι ότι δεν θα αφήσουμε την υπόθεση της Δημοκρατίας να γίνει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος»

    και:

    «Τα άκρα ορίζονται από τις πρακτικές τους και δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ οι ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή είναι πολλές».

    Και όμως, μετα από τέτοιο “κάρφωμα”, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να αντιδράσει άμεσα, μπλοκαρισμένος (;) από στελέχη που καλοβλέπουν την εξουσία και κουρασμένα μυαλά που αδυνατούν να διαβάσουν το πνεύμα της εποχής, υποστηρίζει το νομοθετικό αυτό έκτρωμα, και φτάνει να καλεί και το Φρούραρχο επιτόπου ― λες και βιάζεται να θυσιάσει και τα τελευταία κεκτημένα της αστικής δημοκρατίας, στο βωμό της σκιαμαχίας του με το απόκομμα της Χρυσής Αυγής. Μιας σκιαμαχίας που μόνο την κυβέρνηση και δη το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ συμφέρουν, αφού χρησιμοποιούνται ως κολυμβήθρες του μνημονιακού Σιλωάμ.

    Η αστική Δημοκρατία έχει ορίσει δύο χώρους απόλυτης Ελευθερίας του Λόγου: το πανεπιστήμιο και την Βουλή. Αν στο πανεπιστήμιο επιτρέπεται κάθε λόγος ―κατι που οφείλει να κατοχυρώνεται νομικά με το άσυλο― η Βουλή της αστικής δημοκρατίας θα πρέπει να θεωρείται το άσυλο των ασύλων. Αυτό είναι το κέντρο της αστικής δημοκρατίας, ένα κέντρο στο οποίο οφείλει να εκφράζεται χωρίς κανένα εμπόδιο και καμμία λογοκρισία ο λαός, η λαϊκή βούληση, μέσω των εκπροσώπων του.

    Αυτό Λέγεται Δημοκρατία στη Δύση από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Πριν, όταν μιλούσες σου πέρναν το κεφάλι. Μετά, είχες δικαίωμα «δια να ομιλείς» ό,τι και αν ήθελες να πεις. Η Βουλή της αστικής δημοκρατίας θεωρητικώς όχι μόνο ανέχεται αλλά και προσκαλεί τον λόγο και τον τρόπο της έκφρασης του φιλοσόφου βουλευτή όσο και του εργάτη, χωρίς κανέναν περιορισμό. Όπως μου είπε ένας αγαπημένος φίλος «Βουλή στην αστική δημοκρατία είναι ο χώρος που μιλάς ελεύθερα ακόμα και αν δεν είσαι “ευπρεπής”. Η ευπρέπεια της Βουλής είναι η ελευθερία του λόγου των βουλευτών».

    Είναι προς τιμήντόσο του ΚΚΕόσο και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αντέδρασαν άμεσα, βλέποντας πίσω από τη ρητορεία τον αληθινό στόχο του νομοσχεδίου, υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία και την Ελευθερία του Λόγου. Καιρός να ξυπνήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ ― και να αναλογιστεί γιατί τον στήριξαν κάτι εκατομμύρια Ελλήνων. Όχι πάντως για να σιγοντάρει το Ρουπακιώτη.

    Έκτακτον Παραρτημα (21/5/2013, 17:00):
    Μιλώντας στον ΒΗΜΑ 99,5 ο κ. Πάγκαλος ανέφερε αναλυτικά: «Το γκουλάγκ είναι τόπος βασανισμού όπου εκτελέστηκαν χιλιάδες από τη σταλινική τρομοκρατία ή πέθαναν από την πείνα και το κρύο. Αυτά δεν λέγονται ούτε για αστείο. Και αν το είπε για αστείο ακόμα αυτός που το είπε, πρόκειται περί κτήνους και ηλίθιου. Και αυτοί που τον κάλεσαν είναι επίσης κτήνη και ηλίθιοι και πρέπει να αποδοκιμαστούν από το λαό και να υπάρχει ένας νόμος που να βάζει στη φυλακή τον κ. Τσίπρα». – See more at: http://www.thepressproject.gr/article/43216/To-Fantasma-tis-Eleutherias#sthash.ofOxqcdy.dpufhttp://www.thepressproject.gr/article/43216/To-Fantasma-tis-Eleutherias

  3. 4η Αυγούστου 1936: Η αυγή του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού»
    12:49, 04 Αυγ 2012 | Καλλιόπη Αλαχούζου tvxs.gr/node/17766

    Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, πρωθυπουργός διορισμένος από τα ανάκτορα, επιβάλει δικτατορία στην Ελλάδα. Ο «Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός» όπως ονομάστηκε, έφερε έντονα στοιχεία των ολοκληρωτικών καθεστώτων της εποχής, όπως της Γερμανίας και της Ιταλίας, σε όλα τα επίπεδα. Στις αρχές του έτους πραγματοποιήθηκαν βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, με το σύστημα της απλής αναλογικής έλαβε 143 έδρες η αντιβενιζελική παράταξη και 142 η βενιζελική, ενώ το «Παλλαϊκό Μέτωπο» έλαβε 15 έδρες. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων επιχειρεί να συνεργαστεί με το Λαϊκό Κόμμα, προσπάθεια όμως που ναυαγεί λόγω διαφωνιών και εξωτερικών πιέσεων.

    Τα ηνία της εξουσίας κρατούσε η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, η οποία στις αρχές Μαρτίου αντικαθιστά τον Παπάγο στον υπουργείο Στρατιωτικών με τον Ι. Μεταξά. Εν τέλει ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ αναθέτει την κυβέρνηση στον Δεμερτζή ο οποίος όμως ένα μήνα αργότερα πεθαίνει αιφνιδίως.

    Πρωθυπουργός πλέον διορίζεται ο Ιωάννης Μεταξάς από το βασιλιά και χωρίς τη γνώμη της Βουλής. Το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» ωστόσο έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά, το «Λαϊκό Κόμμα» έριξε ψήφο ανοχής ενώ οι βουλευτές του «Παλλαϊκού Μετώπου» και οι Γ. Παπανδρέου, Κ. Βλαχοθανάσης και Ανδρ. Δενδρινός καταψήφισαν. Ο βουλευτής Ηλείας Βάσος Στεφανόπουλος είπε τότε: «Χρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις και χάσαμε τον ψυχικόν σύνδεσμο προς τον λαόν. Διότι τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς». Στις 30 Απριλίου του 1936 η Βουλή παραχώρησε με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία στον Μεταξά.

    Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς εγκαθιδρύει δικτατορία επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση με τη συγκατάθεση του Γεωργίου Β’, ο οποίος διαλύει τη Βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές και αναστέλλει πολλά άρθρα του Συντάγματος.

    Ο Μεταξάς ακολούθησε το πρότυπο της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι, διαδίδοντας την ιδεολογία του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού», σύμφωνα με την οποία ο Μεταξάς και οι σύντροφοί του αποτελούσαν τους συνεχιστές του Αρχαίου (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄) Πολιτισμού και οτι είχαν ως στόχο την φυλετική ενότητα του έθνους καθώς και την διατήρηση των παραδόσεων.

    Η αστυνομία του καθεστώτος στράφηκε με σκληρότητα κατά των κομουνιστών και αντίπαλων πολιτικών. Ο Γεώργιος Καφαντάρης σε ανακοίνωση διαμαρτυρίας γράφει «Αι αυθαίρετοι συλλήψεις είναι συνήθη φαινόμενα. Πάμπολλοι είναι οι υποβληθέντες εις μεσαιωνικά μαρτύρια». Τα πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν, οι πολιτικοί εξορίστηκαν ή περιορίστηκαν κατ’ οίκον, τα εργατικά συνδικάτα διαλύθηκαν.

    Το εκπαιδευτικό σύστημα αλώνεται και τα παιδιά πλέον πρέπει να δίνουν όρκο ότι θα διαφυλάξουν την πίστη στον Θεό, στον Βασιλέα, στην Πατρίδα, στον διάδοχο, στον κυβερνήτη και στον Γενικό Επιθεωρητή. Η ΕΟΝ ήταν μια οργάνωση ναζιστικού τύπου, στην οποία τα παιδιά χαιρετούσαν χιτλερικά. Στην οργάνωση ήταν αναγκασμένοι να συμμετέχουν όλοι οι νέοι ηλικίας 8 έως 25 ετών, ενώ αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε αυτήν ακόμα και οι πρόσκοποι. Το καθεστώς Μεταξά εφάρμοσε ορισμένα φιλολαϊκά μέτρα, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την κοινωνική αναταραχή, όπως το 8ωρο και την ίδρυση του ΙΚΑ.

    Στις 30 Ιουνίου του 1938 αποκαλύφθηκε στρατιωτική ομάδα υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά ενώ λίγες μέρες αργότερα, σημειώνεται σημαντική επαναστατική κίνηση στην Κρήτη από κατοίκους και τους πολιτικούς αρχηγούς της Ελλάδας. Ωστόσο, δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα αυτό κατέρρευσε με αποτέλεσμα να συλληφθούν οι αρχηγοί και να επιβληθεί κλίμα τρομοκρατίας στο νησί.

    Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρέσβης επισκέφθηκε τον Μεταξά και του παρέδωσε τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο δικτάτορας αρνείται, κερδίζοντας προσωρινά την γενική αποδοχή. Η χώρα μπαίνει πλέον στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη λήξη του οποίου θα τερματιστεί και το καθεστώς του Μεταξά.

    Ο Γεώργιος Σεφέρης θα γράψει έναν χρόνο αργότερα: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί [ο Μεταξάς] ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».

    Πηγές: Ριζοσπάστης, Infognomon.blogspot.gr, Wikipedia.org
    tvxs.gr/node/17766

  4. Ανακοίνωση εξέδωσε το Πυροσβεστικό Σώμα, με την οποία διαψεύδονται όσα ανήρτησε στην ιστοσελίδα της η Χρυσή Αυγή, ότι δήθεν προσκλήθηκαν μέλη της στην κατάσβεση στην πυρκαγιά στο Μακρόπουλο. Η ανακοίνωση δημοσιεύθηκε μετά τον αποκλεισμό χρυσαυγιτών, που προσήλθαν χθες στο Μαρκόπουλο, υποτίθεται για να πάρουν μέρος στην κατάσβεση. Η προσέλευση της Χρυσής Αυγής ήταν σχεδιασμένη για επικοινωνιακούς λόγους, γιατί σε ανακοίνωση της λίγο αργότερα, υποστήριξε ότι κλήθηκε από την Πυροσβεστική να πάρει μέρος στην επιχείρηση κατάσβεσης.

    Διαβάστε επίσης το σχόλιο της Αντας Ψαρρά. Η φωτιά δεν σβήνει με φάλλαγες: tvxs.gr/node/134873

    Ειδικότερα, την Παρασκευή μια ομάδα της Χρυσής Αυγής, με τα διακριτικά του κόμματος, προσπάθησε να συμμετάσχει στην κατάσβεση. Όμως, αποκλείστηκε από τα ΜΑΤ μετά από εντολή του επικεφαλής των πυροσβεστών, αφού, όπως τους είπε, ότι στην κατάσβεση πυρκαγιών παίρνουν μέρος μόνο επαγγελματίες πυροσβέστες ή εκπαιδευμένοι εθελοντές.

    Στην περιοχή προκλήθηκε ένταση, καθώς τα μέλη της Χ.Α., συνοδευόμενα από τον βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη, δεν δέχονταν να αποχωρήσουν και επέμεναν να περάσουν το μπλόκο που είχε στηθεί από κλούβες των ΜΑΤ.

    Ακολούθησε παραλήρημα της Χρυσής Αυγής μέσω της ιστοσελίδας της, όπου μεταξύ άλλων το κόμμα ισχυρίζεται ότι ήταν ο επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων που κάλεσε μέλη της να συμμετάσχουν στην κατάσβεση.

    Για το θέμα μάλιστα εκδόθηκε ανακοίνωση και από το Πυροσβεστικό Σώμα, στην οποία διαψεύδονται τα περί πρόσκλησης των χρυσαυγιτών.

    Στην ανακοίνωσή του το Π.Σ τονίζει:

    «Αναφορικά με ανακοίνωση του κόμματος της Χρυσής Αυγής στο Μ.Μ.Ε. σχετικά με την πυρκαγιά στο Μαρκόπουλο Αττικής, καθώς και για τη δήλωση που αποδίδεται στον Περιφερειάρχη Αττικής του Πυροσβεστικού Σώματος, επισημαίνεται ότι στις πυροσβεστικές επιχειρήσεις συμμετέχουν επαγγελματίες πυροσβέστες ή εκπαιδευμένοι εθελοντές πυροσβέστες.

    Ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση Ανώτατος Αξιωματικός του Π.Σ. θα καλούσε στην πρώτη γραμμή του πυρός ομάδες ή μεμονωμένους πολίτες που δεν ανήκουν στις ανωτέρω κατηγορίες, με κίνδυνο τραυματισμού ή ακόμα και θανάτου τους.

    Ειδικότερα, σχετικά με δήλωση που αποδίδεται στον Περιφερειάρχη Αττικής του Π.Σ. ότι “χρειαζόμαστε προσωπικό, φέρτε πάνω τους δικούς σας”, διευκρινίζεται ότι ουδέποτε ειπώθηκε. Κατά τη συνομιλία που είχε με βουλευτή της Χρυσής Αυγής τον παρέπεμψε απλώς σε χώρο στον οποίο δεν υφίστατο κίνδυνος».

    Η ανακοίνωση του Πυροσβεστικού σώματος ήρθε ως απάντηση στην παραληρηματική ανακοίνωση της Χρυσής Αυγής, η οποία είχε ως εξής:

    «Μετά την άθλια απαγόρευση της διανομής τροφίμων του Λαϊκού Συνδέσμου, το ξεφτιλισμένο ανθελληνικό κράτος ξεπέρασε πάλι κάθε όριο αθλιότητας. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και διμοιρίες ΜΑΤ απαγόρευσαν στην εθελοντική ομάδα Πολιτικής Προστασίας της Χρυσής Αυγής να μεταβεί στις εστίες πυρκαγιάς του Μαρκοπούλου. Την ώρα εκείνη ο συναγωνιστής και βουλευτής Αττικής Ηλίας Κασιδιάρης βρισκόταν στο σημείο που επιχειρούσαν οι Πυροσβεστικές Δυνάμεις μαζί με τον Περιφερειάρχη Αττικής του Πυροσβεστικού Σώματος, ο οποίος επί λέξει του είπε: “Χρειαζόμαστε προσωπικό, φέρτε πάνω τους δικούς σας”.

    Η εθελοντική ομάδα πυρασφάλειας της Χρυσής Αυγής, αποτελούμενη από 100 συναγωνιστές, με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό και εφόδια, βρισκόταν εκείνη την ώρα αποκλεισμένη στους πρόποδες του όρους από τα ΜΑΤ. Όπως παραδέχτηκε ο αρμόδιος αστυνομικός διευθυντής, υπήρχε ρητή εντολή από υπουργείο Προ – Πο για απαγόρευση της πρόσβασης στους Χρυσαυγίτες.

    Η ξεφτιλισμένη ηγεσία του Προ – Πο προτιμούσε να καίγεται το δάσος, την ώρα που οι επίγειες δυνάμεις δεν επαρκούσαν, παρά να μετείχε στην πυρόσβεση η Χρυσή Αυγή. Για να κατανοήσετε την ανάγκη σε προσωπικό, εκείνη την κρίσιμη ώρα ερχόταν ελικόπτερο Super Puma με πεζοπόρα τμήματα από την Πάτρα! Περιττό να αναφέρουμε ότι εκατοντάδες πολίτες και ο δήμαρχος Μαρκοπούλου, που κινδύνευαν οι οικίες τους από τις φλόγες, απαιτούσαν επί ώρες να επιτραπεί η συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στην πυρόσβεση».tvxs.gr/node/134874

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *