Και ξαφνικά μία μέρα η κοινωνία, η κυβέρνηση, οι δημοσιογράφοι ξυπνάνε και ανακαλύπτουν τον φασισμό και τη χρυσή αυγή. Τον ανακαλύπτουν αυτοί οι ίδιοι που τον εξέθρεψαν, τον κανάκεψαν και τον προέβαλαν συστηματικά, παρουσιάζοντας διαστρεβλωμένα περιστατικά και δικές τους αλήθειες.
Ο φασισμός δεν φυτρώνει σαν μανιτάρι στο δάσος, αλλά ποτίζεται συστηματικά. Αρχικά, μέσα από τα ΜΜΕ που έδωσαν γη και ύδωρ για την ανάπτυξή του. Ήδη, πριν από την κοινοβουλευτική τους ανάδειξη, πλήθος ρεπορτάζ και δημοσιογράφων έσπευδαν να παρουσιάσουν μία «νέα πολιτική άποψη» που ήρθε να δώσει λύσεις στα προβλήματα του «λαού», παρουσιάζοντάς τους ως απλά άτομα που συμμετείχαν σε επιτροπές κατοίκων γειτονιών της Αθήνας, παραβλέποντας πως εμφανίζονταν τα ίδια άτομα σε κάθε γειτονιά. Παραβλέποντας πως δημιουργούσαν σταδιακά ένα ρατσιστικό και έκρυθμο κλίμα στις γειτονιές του κέντρου, με στόχο την υποτιθέμενη «κάθαρση» των γειτονιών και την συσπείρωση του κόσμου απέναντι σε έναν ανύπαρκτο εχθρό, αποκρύπτοντας την άμεση εμπλοκή τους με τη ντόπια και ξένη μαφία, πουλώντας προστασία και ελέγχοντας το παραεμπόριο που υποτίθεται πως αντιμάχονταν.
Στο βωμό του θεάματος που προσέφεραν οι γραφικοί εκπρόσωποί τους, οι δημοσιογράφοι δεν δίστασαν να τους προβάλουν καθημερινά στα πάνελ τους νομιμοποιώντας τους σιγά σιγά στην συνείδηση του κόσμου και δίνοντας τους το πάτημα για περαιτέρω δράση. Με την εκλογή τους στο κοινοβούλιο επήλθε και η απόλυτη νομιμοποίησή τους. Δεν είναι τυχαίο πως μετά από αυτό, και με τις ευχές μέρους του πολιτικού κόσμου, περάσανε σε απροκάλυπτες πράξεις έκφρασης της ιδεολογίας τους, οι οποίες όμως αποσιωπήθηκαν ή και παραποιήθηκαν τραγικώς. Χαρακτηριστικό, στην περίπτωση του Βόλου, είναι το περιστατικό στο οποίο ο βουλευτής τους Π. Ηλιόπουλος μαζί με 7 πρωτοπαλίκαρά του «τράβηξε» όπλο σε λεκτική αντιπαράθεση με 3 άοπλους αντιφασίστες μέσα στο κέντρο της πόλης, χωρίς ποτέ να του ασκηθεί καμία δίωξη και με διαστρέβλωση του γεγονότος από τα τοπικά ΜΜΕ. Ακόμα πιο απροκάλυπτα ΜΜΕ και αστυνομία κάλυψαν την επίθεση της οπλισμένης ομάδας της χρυσής αυγής σε ομάδα άοπλων αντιφασιστών. Οι δημοσιογραφίσκοι παρουσίασαν τον Θ. Καρακατσάνη, πρώην συγκατηγορούμενο του Μιχαλολιάκου για απόπειρα βομβιστικής επίθεσης σε κινηματογράφο, ως απλό πολίτη που «τις έφαγε». Επιπλέον, οι μπάτσοι κάνοντας το κομμάτι τους προέβησαν σε μηνύσεις και διώξεις εναντίον μόνο 2 αντιφασιστών παραβλέποντας την ύπαρξη επανδρωμένων ομάδων μέσα στην πόλη.
Είναι λοιπόν φανερός και ο ρόλος της αστυνομίας στο θέατρο αυτό του παραλόγου. Πόσες φορές είδαμε τα όργανα της τάξης να προστατεύουν και να χαριεντίζονται με μέλη της χρυσής αυγής, που παριστάνοντας τους αγανακτισμένους πολίτες επιτίθονταν σε μετανάστες, αντιφασίστες, απεργούς, διαδηλωτές, ομοφυλόφιλους κτλ; Όσοι έχουμε βρεθεί στο δρόμο σε απεργίες, κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις έχουμε αντιληφθεί την συνεργασία μπάτσων και φασιστών. Χωρίς την αστυνομία οι συμμορίες αυτές δεν θα υπήρχαν.
Παρακολουθούμε επιπλέον το θέατρο της αστικής νομιμότητας να βάζει ένα «τέλος» στον φασισμό, αναλύοντάς τον σαν εγκληματική οργάνωση. Η άνοδος του φασισμού στην Ελλάδα όμως έχει κυρίως πολιτικές αιτίες. Ο Σαμαράς έθεσε τους μετανάστες στην πολιτική ατζέντα ως το βασικό πρόβλημα φτιάχνοντας μάλιστα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετέτρεψε τις ακροδεξιές απόψεις στο κόμμα του που κυκλοφορούσαν λάθρα, σε επίσημη γραμμή. Έβαλε σε επιτελικές και κυβερνητικές θέσεις χουντικούς, αρνητές του ολοκαυτώματος και αναθεωρητές του ναζισμού.
Ο φασισμός δεν είναι απλά μια εγκληματική οργάνωση χωρίς σκοπούς και νοήματα, δεν λειτουργεί έξω από τον καπιταλισμό και αυτόνομα. Λειτουργεί σαν εμπροσθοφυλακή του καπιταλισμού, όπου αυτός την χρειάζεται και θα συνεχίσει να λειτουργεί έτσι. Το έργο είναι γνωστό και το έχουμε ξαναδεί. Η δημοκρατία σε εποχές κρίσης πάντα χρησιμοποιεί τις ακροδεξιές εφεδρείες της για να καταστείλει τις κοινωνικές εντάσεις και να επιβάλλει τα σχέδιά της. Κι αφού το κράτος εκπληρώσει τους σχεδιασμούς του (ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές μισθών κτλ) εμφανίζεται ως λυτρωτής κι εξυγιαντής της δημοκρατίας αποσύροντας από την ενεργό δράση την παρακρατική παραφυάδα που το ίδιο δημιούργησε. Την ώρα που το κεφάλαιο τσακίζει την εργατική τάξη με όλα τα μέσα που διαθέτει, προσπαθεί ταυτόχρονα να πείσει με την μέθοδο της αυτοκάθαρσης,πως δεν είναι το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού που εκμεταλλεύεται και δολοφονεί, αλλά κάποιοι συμμορίτες, κάποια μεμονωμένα περιστατικά. Το ίδιο βράδυ που ακολούθησε τις συλλήψεις των χρυσαυγιτών ψηφίστηκαν και τα νέα εργασιακά μέτρα με απελευθέρωση των απολύσεων, τις νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Όσο καλλιεργείται ο φασισμός και ποτίζει την κοινωνία καμιά ευημερία δεν προβλέπεται για τον κοινωνικό κορμό, ο οποίος καταλήγει να διασπάται. Λόγω της κοινωνικής απομόνωσης οι διάφορες ομάδες συναινούν στη εργασιακή τους εκμετάλλευση και στην οικονομική τους εξαθλίωση.
Δεν ξεγελιόμαστε ότι οι συλλήψεις αυτές θα αποτελέσουν την ταφόπλακα του νεοναζιστικού μορφώματος και τη νίκη της δημοκρατίας τους. Αυτό που δήλωσαν ορισμένοι φασίστες, διωκόμενοι και μη είναι χαρακτηριστικό και αληθέστατο: Οι ιδέες λέει δεν πεθαίνουν. Πράγματι οι ιδέες δεν πεθαίνουν έτσι απλά. Πόσο μάλλον όταν ζουν και βασιλεύουν και δεν φαίνεται να παρουσιάζουν το παραμικρό σημάδι κατάπτωσης. Ο φασισμός θα συνεχίσει να υπάρχει στα μυαλά των αστυνομικών που συμμετείχαν σε πογκρόμ μεταναστών, στα μυαλά των νοικοκυραίων που θεωρούν ως εχθρούς τους τους μετανάστες και ως υπαίτιους για την δική τους εξαθλίωση και μιζέρια. Θα συνεχίσει να ζει στα μυαλά όλων αυτών που ενώ ακούνε για δολοφονίες και μαχαιρώματα από τις φασιστικές συμμορίες όχι μόνο δεν ανατριχιάζουν και δεν τους προκαλούν εμετό, αλλά αντίθετα χασκογελάνε και από τον καναπέ τους απολαμβάνουν το θέαμα.
Δεν αποδεχόμαστε καμιά νίκη του συστήματος απέναντι στο φασισμό. Ο φασισμός δεν νικιέται με ποινικές διώξεις και δικαστικές παρεμβάσεις. Νικιέται στο δρόμο και με μαχητικό αντιφασισμό. Με καθημερινή πάλη απέναντι σε αυτούς που υποβαθμίζουν τις ζωές μας αλλά και με τη δική μας διάθεση για να ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε και όχι όπως μας επιβάλλουν να ζήσουμε.
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΜΑΤΣΑΓΓΟΥ