Η πτώση του κοινωνικού και εργατικού κινήματος είχε ήδη ξεκινήσει πριν τις εκλογές του Μαΐου του 2012. Η αυτενέργεια των μαζών, η οποία είχε πάρει οξυμμένα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τις μέρες των γενικών απεργιών που κηρύχτηκαν την τριετία 2009-2012 βρήκαν απώτατο όριο στις 12 Φλεβάρη του 2012.
Η γενικευμένη κοινωνική κινητοποίηση και οι συγκρουσιακές μορφές πάλης δέχτηκαν τόνους αστικής λάσπης από το σύνολο των κομματικών επιτελείων, των καθεστωτικών συνδικαλιστικών δομών και φυσικά των παπαγάλων των ΜΜΕ. Η προεκλογική περίοδος είχε ξεκινήσει και το αναδίπλωμα των πολιτικών μεσολαβητών αναδείκνυε την κάλπη ως τη μόνη λύση. Η πλειοψηφία του κόσμου που συμμετείχε στις διαδηλώσεις είχε ήδη αποσυρθεί και μια «πολιτική λύση» ασφαλώς θα ήταν πολύ πιο «ξεκούραστη».
Κι όμως, η αποχή ανήλθε στο 35% με τα λευκά και τα άκυρα να συμπληρώνουν με 2% το σύνολο ενός 37% που δεν ψήφισε τίποτε. Το ίδιο ολοκληρωτικό σύστημα διαμόρφωσης της κοινωνικής γνώμης όμως, αφού σιώπησε μπροστά στην αποχή, άρχισε να στήνει νέους δικομματισμούς και νέες συμμαχίες, ποιο ταιριαστές στην παρούσα κατάσταση. Εν τέλει επανεπιβεβαιώθηκε η άποψη που θέλει τις εκλογές ως αποσυμπιεστή της κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πάντα ο ίδιος: η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το κοινωνικό κίνημα μέσω της ανάθεσης διαμεσολάβησης του από τους πολιτικούς, σημαίνει ταυτόχρονα την άρνηση της αυτονομίας των καταπιεσμένων-εκμεταλλευομένων κι οδηγεί βέβαια στην απενεργοποίηση της βασικής συνθήκης για την πυροδότηση και της παραμικρής κοινωνικής ανατροπής: την ακηδεμόνευτη κοινωνική κινητοποίηση. Η πολιτική εκπροσώπηση συστήνεται ως μεσσιανική προοπτική λύτρωσης, άσχετα με το εάν ο «λυτρωτής» εκθειάζει το «κράτος πρόνοιας», «την επάνοδο στις αγορές», ή απλά «την αποτελεσματικότητα των καλοακονισμένων μαχαιριών του».
Το ξεπέρασμα δε, του αρχικού συλλογικού σοκ, που όσο δριμύ κι αν ήταν ταυτόχρονα αποτέλεσε κι έναυσμα αντίστασης, έχει δώσει τη θέση του σήμερα στην κανονικότητα των «μεταρρυθμίσεων». Το κλείσιμο νοσοκομείων δεν θεωρείται πια «αντικοινωνικό έγκλημα καθοσιώσεως», αλλά «συμμάζεμα των δημοσιονομικών πόρων», οι αυτοκτονίες δεν σοκάρουν, δύσκολα γενικά εντοπίζεται μια εξουσιαστική ενέργεια που ενώ διαρρηγνύει τον ίδιο τον ιστό της κοινωνικής ζωής, (π.χ. τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών) δεν τείνει να αποτελέσει μια, απρόοπτη μεν, συνήθεια δε, των υποτελών μαζών.
Παρόλα αυτά, ακόμη κι αν χάθηκε η δυνατότητα άρνησης της επέλασης του ολοκληρωτισμού σε πρώτο χρόνο, οι αντιστάσεις μεταμορφώθηκαν από το διάχυτο και το μαζικό στο συγκεκριμένο και ειδικό. Οφείλουμε να τις διαφυλάξουμε, να τις πολλαπλασιάσουμε και να τις συντονίσουμε επιθυμώντας να ξαναπάρουν κεντρικό και πιο συνειδητοποιημένο ρόλο μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο. Οι κοινωνικές αντιστάσεις σήμερα, παρουσιάζονται διάσπαρτες και εν πολλοίς θρυμματισμένες, αυτό όμως δε σημαίνει ότι αξίζουν να ηττηθούν.
Το ζητούμενο παραμένει ο συντονισμός στη βάση των αναγκών των υποκειμένων που τους πυροδοτούν. Με μια προοπτική όμως που θα επιχειρεί να ξεπεράσει θετικά την ίδια την βάση πάνω στη οποία συγκροτούνται, ώστε να θέτουν ζήτημα αναγνώρισης των βαθύτερων αιτιών της υποτέλειας και πάλης ενάντια σε αυτές μέχρι την οριστική ανατροπή τους. Οι αγώνες στον επισιτιστικό κλάδο και σε δεκάδες επιχειρήσεις κάτεργα για καλυτέρευση των συνθηκών, η διαρκής πάλη ενάντια στις απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα, (παρά την νομική εκτροπή που έχει συντελεστεί στο εργατικό δίκαιο) η υπεράσπιση του αυτοδιαχειριστικού προτάγματος στον δευτερογενή τομέα ως αποτέλεσμα της εργατικής αυτοοργάνωσης κι όχι ως κομματικό ευχολόγιο εν είδει εκλογικού προγράμματος, αλλά και οι -έστω αποσπασματικές- δράσεις υπέρ των δικαιωμάτων των ανέργων δίνουν κάποιες βάσεις από όπου μπορεί να επιχειρηθεί η ανάπτυξη των εργατικών αντιστάσεων και η αναβάθμιση των χαρακτηριστικών τους.
Η πείρα της πιο συνεπούς ενασχόλησης με το εργατικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια οφείλει να μας κληροδοτήσει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Το ελευθεριακό κίνημα -θέλουμε να πιστεύουμε- δεν βρίσκεται εκεί που βρισκόταν πριν δέκα -για να μην πάμε πιο πίσω- χρόνια, όπου η στάση του και η θέση του δεν έβρισκε πρόσβαση στο εργατικό υποκείμενο. Η συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων θα πρέπει να μας εφοδιάσει με κάποια διδάγματα τουλάχιστον στους τρόπους πάλης και παρέμβασης. Ένα εξ’ αυτών των συμπερασμάτων πρέπει να είναι η άρνηση του εμμονικού σεχταρισμού και της υιοθέτησης απογειωμένων ζητούμενων ως προτάσεις καθημερινής πάλης στην εργατική μάζα. Ειδικότερο πρόβλημα ποατελεί η πρωθύστερη έκφραση συνολικών πολιτικών και ιδεολογικών αντιλήψεων έναντι της κατασκευής δομών παρέμβασης και δράσης.
Η εμπειρία της Κίνησης Εργατικής Χειραφέτησης & Αυτοοργάνωσης όσο και της Πρωτοβουλίας για τον Συντονισμό Σωματείων Βάσης, εργαζομένων, ανέργων & συλλογικοτήτων, που αμφότερες έκλεισαν τον κύκλο δράσης τους, ανέδειξαν ακριβώς τα προβλήματα των πολιτικό-συνδικαλιστικών σχημάτων τα οποία όσο χρήσιμα κι αν είναι σε επίπεδο ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με το υπάρχον, καταλήγουν να οριοθετούν μόνο πολιτικά επίδικα δύσκολα αναπαράξιμα από την εργατική κινητοποίηση.
Η ανάδειξη του αμιγώς πολιτικού τους σκέλους έναντι του συνδικαλιστικού, προωθεί τον μετασχηματισμό τους σε πολιτικούς -έστω μετωπικούς- σχηματισμούς, -όπως τόσοι άλλοι που με διαφορετικά περιεχόμενα έχει γνωρίσει το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα- βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την διαδικασία δημιουργίας δομών εργατικής και συνδικαλιστικής ζύμωσης. Το επιπλέον συμπέρασμα είναι ότι αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται ακόμα κι αν κατορθωθεί η συμμετοχή και αμιγώς εργατικών σχηματισμών ή/και σωματείων, καθώς η χάραξη κάθετων πολιτικών γραμμών αναιρεί το πεδίο ζύμωσης των εργατικών συντεταγμένων και αναδιαμορφώνει πεδία απομονωτισμού. Έτσι οι προωθημένες προτάσεις οργανωτικού διαχωρισμού από τη γραφειοκρατία ή άλλες τέτοιου είδους, αντί να αποτελέσουν πρόταση παραδείγματος σε άλλες εργατικές κινητοποιήσεις καταλήγουν να φαίνονται σαν επιδείξεις ελιτισμού ενός διαχωρισμένου κομματιού που συγκροτείται σε πολιτική/ιδεολογική και όχι σε ταξική βάση.
Οι ίδιες δε οι γραφειοκρατίες φαίνονται μέσα στη δίνη του σύγχρονου ολοκληρωτισμού κι ενώ τα πάντα καταρρέουν, πιο ισχυρές από ποτέ. Ισχυρές βέβαια στο ρόλο που είχαν από πάντα: την συντριβή των ακηδεμόνευτων εργατικών αντιστάσεων. Κανένα ξεπέρασμα δεν έχει συντελεστεί. Ο εγκλωβισμός στις 24ωρες φαρσοκωμωδίες έχει γίνει μέγγενη για το ταξικό κίνημα. Η αποχή είναι οπισθοχώρηση από τα αυτονόητα της απεργιακής συμμετοχής ενώ η συμμετοχή αναδεικνύεται σε αγγαρεία περιπάτων σε πόλεις που όλοι ανεξαιρέτως οι παραγωγικοί χώροι δουλεύουν εντατικότατα. Οι ουσιαστικοί δε, θύλακες αντίστασης επιλέγονται και υπερασπίζονται από όλο και λιγότερους (π.χ. συντονιστικό δράσης ενάντια στο άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές) και όταν θέτουν πραγματικά επίδικα (π.χ. προκήρυξη απεργίας Κυριακή και κλείσιμο καταστημάτων) δέχονται την ωμή κρατική καταστολή.
Η δική μας δράση, η αναρχική παρέμβαση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν της όλα τα τωρινά δεδομένα. Η στρατηγική της στόχευση σίγουρα θα πρέπει να ορίζεται από την ουσία και όχι από το θέαμα. Αυτή η τοποθέτηση θα πρέπει να ιεραρχήσει μόνιμα και σταθερά στο πιο ψηλό σημείο την παρέμβαση στους εργατικούς χώρους και όχι εντός του αναρχικού χώρου, απ’ τον οποίο θα πρέπει κυρίως να δανειστεί την διάθεση για μάχη.
Η τακτική ενασχόληση η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την συγκρότηση δομών σημαίνει την σταθερή παρουσία σε αγώνες με συγκεκριμένες δράσεις επιχειρώντας την συσπείρωση δυνάμεων δίχως αυταπάτες για απαγκίστρωση από την εκμεταλλευτική κατάσταση της σχέσης κεφάλαιο, της κρατικής επιβολής και της συνδικαλιστικής κηδεμονίας σε ένα απόγευμα. Επιπλέον καθήκον για τις συλλογικότητες της αναρχικής κοινότητας -και μάλιστα επιτακτικό- είναι ο διάλογος επί των παραπάνω ζητημάτων με προοπτική έναν συντονισμό που θα προσανατολίζεται στην δράση και την αποτελεσματική εκπλήρωση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την απόπειρα οικοδόμησης ενός ισχυρού και όχι ευκαιριακού ταξικού ακηδεμόνευτου κινήματος.