“Δουλεύαμε από την αυγή ως τη δύση του ηλίου 7 μέρες την εβδομάδα. Όσες δούλευαν σε μηχανές τις κουβαλούσαν στην πλάτη τους φθάνοντας και φεύγοντας από τη δουλειά. Ήταν κανονικό εργοστάσιο σκλάβων. Αν συζητούσαν οι πωλήτριες απολύονταν αμέσως. Το σφύριγμα των μηχανών, το ουρλιαχτό του επιστάτη έκαναν τη ζωή ανυπόφορη…”
ΚΛΑΡΑ ΛΕΜΛΙΚ εργάτρια σε βιοτεχνία ιματισμού που συμμετείχε στην μαζική απεργία του 1909
Στις αρχές του 1900, στη Νέα Υόρκη, στις βιοτεχνίες ιματισμού δουλεύουν για ελάχιστα χρήματα και εξαντλητικά ωράρια, κυρίως γυναίκες, οι περισσότερες έφηβες Εδραίες και Ιταλίδες μετανάστριες. Έτσι για να αντιμετωπίσουν τους εργοδότες τους θα οργανωθούν, ιδρύοντας το σωματείο εργατριών στην υφαντουργία ILGWU (International Ladies Garment Workers Union), ενώ παράλληλα θα διεξάγουν μαχητικούς αγώνες. Ένας από τους στόχους του σωματείου ήταν και το εργοστάσιο της Τriangle Waist, καθώς οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, αλλά και επικίνδυνες.
Η απεργία των 20.000…
Το Σεπτέμβρη του 1909, οι εργάτριες στη βιοτεχνία Leiserson ξεκίνησαν απεργία, η οποία σύντομα εξαπλώθηκε, πρώτα στο γειτονικό εργοστάσιο της Triangle Waist και ύστερα σε αρκετές ακόμα βιοτεχνίες. Έξω από τα εργοστάσια γίνονταν πικετοφορίες ώστε να ενημερώνεται ο κόσμος και να εμποδίζεται η μεταφορά απεργοσπαστών. Τα αφεντικά πλήρωναν τραμπούκους για να επιτίθενται στις γυναίκες που διαδήλωναν. Μέσα από μικρές απεργίες που διεξήγαγαν οι εργάτριες και που δεν έφεραν αποτελέσματα, αντιλήφθηκαν ότι θα έπρεπε να δώσουν πιο δυναμικές απαντήσεις. Δηλαδή μια γενική απεργία που δεν θα έχει στόχο μόνο συγκεκριμένους εργοστασιάρχες, αλλά θα έχει επίκεντρο το σύνολο της βιομηχανίας.
Στις 22 Νοέμβρη 1909, έντεκα εβδομάδες μετά την έναρξη αυτών των περιορισμένων σε συγκεκριμένες βιοτεχνίες απεργιών, χιλιάδες εργάτες και εργάτριες υφαντουργίας συγκεντρώνονται στο Cooper Union, για να αποφασίσουν αν θα κλιμακώσουν τις κινητοποιήσεις. Καθώς οι συνδικαλιστές ηγέτες, άντρες στην πλειοψηφία τους, εφιστούν την προσοχή στους κινδύνους που εγκυμονεί η κήρυξη γενικής απεργίας, ανεβαίνει υποβασταζόμενη
στο βήμα η νεαρή εργάτρια Κλάρα Λέμλικ,. Μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε μετά τον ξυλοδαρμό της από τραμπούκους κατά τη διάρκεια πικετοφορίας (ενώ είχε συλληφθεί 17 φορές στο διάστημα της απεργίας). Τα λόγια της μεταφράζονταν ταυτόχρονα στα αγγλικά, τα ιταλικά και τα γίντις, ξεσηκώνοντας τον ενθουσιασμό των εργατριών: “Άκουσα όλους τους ομιλητές και δεν διαθέτω πια άλλη υπομονή. Είμαι εργάτρια, μια από όλες αυτές που απεργούν ενάντια στις αφόρητες συνθήκες. Κουράστηκα να ακούω τους ομιλητές να μιλούν με γενικότητες. Εδώ ήρθαμε να αποφασίσουμε αν θα κατέβουμε σε απεργία ή όχι. Εγώ προτείνω να κατέβουμε σε γενική απεργία – τώρα!”
Την επόμενη μέρα, 15.000 εργάτριες από τις βιοτεχνίες ιματισμού διαδήλωσαν προς το Δημαρχείο στο Μανχάταν. Μέσα σε λίγες μέρες 5.000 ακόμα εργάτριες κατεβαίνουν σε απεργία, σταματώντας την παραγωγή σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη. Εκείνη η πορεία προς το Δημαρχείο έφερε στη δημοσιότητα τις άθλιες συνθήκες εργασίας καθώς και το ότι συμβαίνει απεργία! Τα αιτήματα αφορούσαν τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την αύξηση των αμοιβών, την κατάργηση των προστίμων που επιβάλλονταν στις εργάτριες με κάθε είδους δικαιολογία όπως για παράδειγμα γιατί μιλούσαν, γελούσαν ή τραγουδούσαν εν ώρα εργασίας, και τη μείωση των ωρών εργασίας σε 52 την εβδομάδα. Ένας συνδικαλιστής έλεγε ότι αν ήταν τόσοι άντρες δεν θα είχαν ποτέ αυτή την συνοχή, αν υφίσταντο ότι περνούσαν αυτές οι γυναίκες.
“Κατά χιλιάδες άφηναν τα εργοστάσια από κάθε πλευρά. Όλες κατέβαιναν προς την Γιούνιον Σκουέρ. Ηταν Νοέμβρης και ο κρύος χειμώνας μόλις είχε ξεκινήσει. Δεν είχαμε γούνες για να μας ζεσταίνουν…όμως υπήρχε η ”ψυχή”… που μας οδήγησε εμπρός, όλο εμπρός” – P. Newman
Σε κείμενα που περιγράφουν το κλίμα της εποχής διαβάζουμε: “Οι γυναίκες ψήφισαν με ενθουσιασμό υπέρ της γενικής απεργίας και βγήκαν στο δρόμο. Αυτό τις έφερε σε ανοιχτή σύγκρουση με την αστυνομία, τους δικαστές, τους εργοδότες, αλλά, συχνά, και με τις οικογένειές τους ή άλλους εργάτες. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τους πατεράδες και τους συζύγους τους που δίσταζαν να επιτρέψουν τη συμμετοχή τους σε τέτοιες εκδηλώσεις δημόσιας αμφισβήτησης της εξουσίας.” Για την οικονομική τους ενίσχυση, οι εργάτριες πουλούσαν στο δρόμο εφημερίδες, γραμμένες στα αγγλικά, τα ιταλικά και τα γίντις, πληροφορώντας τον κόσμο για την απεργία. Όλο αυτό το διάστημα, συνελήφθησαν περισσότερες από 500 εργάτριες, οι οποίες οδηγούνταν αρχικά στη φυλακή Jefferson Market. Το σωματείο συγκέντρωνε χρήματα για να πληρώνει τις εγγυήσεις ώστε να απελευθερώνονται, πολλές γυναίκες όμως έκτισαν ποινές στο Blackwell Island.
Να σημειωθεί ότι το αρχικό διάστημα τα ΜΜΕ δεν έδωσαν πολύ σημασία όσον αφορά τα τεκταινόμενα της απεργίας. Παρόλα αυτά συνέβη κάτι που ίσως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεταστροφή του τύπου. Η κόρη του καπιταλιστή J P. Morgan, Anne Morgan, αποφάσισε να στηρίξει δημόσια τις απεργούς. Έτσι συμμετέχει σε επιτροπή που σκοπό είχε την καταγγελία της αστυνομικής βίας καθώς και την στρατολόγηση πικετοφόρων από τα μεσαία στρώματα.
Με τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν οι απεργοί κερδίζουν την δημόσια στήριξη αναγκάζοντας τα αφεντικά να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στις διαπραγματεύσεις τα αφεντικά συμφωνούν στο αίτημα για υψηλότερους μισθούς και λιγότερες ώρες εργασίας αν οι απεργοί αποσύρουν το αίτημα για την δημιουργία σωματείου εντός του εργοστασίου (Triangle Waist ). Οι επικεφαλής της απεργίας αρνούνται κάτι τέτοιο με αποτέλεσμα την παραίτηση από την απεργιακή επιτροπή της κόρης του οικονομικά ισχυρού άνδρα της οικονομίας των ΗΠΑ J.P Morgan. Γεγονός που δείχνει ότι η οργάνωση των εργατών εντός των εργασιακών χώρων ήταν ο μεγαλύτερος φόβος των εξουσιαστών.
Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη απεργία γυναικών στις ΗΠΑ έληξε στις 15 Φλεβάρη του 1910, όταν έγιναν κάποιοι συμβιβασμοί στις περισσότερες επιχειρήσεις. Όμως η σπίθα που είχε ανάψει δεν μπορούσε εύκολα να σβήσει, μετά από 3 μήνες 60.000 μέλη του συλλόγου εργατριών ιματισμού, βγήκαν και πάλι στους δρόμους σαμποτάροντας την παραγωγή.
Η φωτιά στην Triangle Waist Company
Το εργοστάσιο της Triangle Waist, ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής ειδών γυναικείου ρουχισμού στη Νέα Υόρκη που στεγαζόταν σε ένα πολυώροφο κτίριο. Οι ιδιοκτήτες θησαύριζαν από τη στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων. Εκεί εργάζονταν για 14 ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα περίπου 500 άτομα, κυρίως μετανάστριες. Πολλές από αυτές ήταν μικρά κορίτσια ακόμα και 13-14 ετών, που έπρεπε καθημερινά να κουβαλούν τις ραπτομηχανές τους στην πλάτη πηγαινοέρχοντας στην δουλεια, ενώ οι εργαζόμενοι έβαζαν πολλές φορές από την τσέπη τους τα έξοδα για βελόνες και νήμα. Φυσικά οι υπερωρίες δεν πληρώνονταν ενώ το μόνο καθημερινό διάλειμμα ήταν ένα μισάωρο το μεσημέρι. Οι ρυθμοί εργασίας ήταν εξοντωτικοί με τους επιστάτες να παρακολουθούν συνέχεια τις εργάτριες. Ακόμη και αν τρυπούσαν τα δάχτυλά τους εν ώρα εργασία δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Ήταν αναγκασμένες να τα δέσουν στα γρήγορα με ένα βαμβάκι και να συνεχίσουν.
“Δεν μας επιτρεπόταν να τραγουδούμε ή να μιλάμε στον διπλανό μας. Αν σε έπιαναν να μιλάς σε προειδοποιούσαν και αν συνέχιζες σε απέλυαν. Αν πήγαινες στην τουαλέτα και καθυστερούσες παραπάνω από όσο όριζε ο επιστάτης σε απέλυαν για μισή μέρα χωρίς προφανώς να την πληρωθεί.” Αυτά αναφέρει η P. Newman στην ιστορικό Joan Morrison. [2]
Τα αφεντικά
O Max Blanck και ο Isaac Harris, ιδιοκτήτες του εργοστασίου, ήταν γνωστοί ως οι “βασιλιάδες της γυναικείας μπλούζας”. Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Τον τελευταίο καιρό οι πωλήσεις τους μειωνόταν ενώ τα έξοδα σε πρώτες ύλες και τα έξοδα αποστολής συνεχώς αυξάνονταν. Ήδη στο Μανχάταν δραστηριοποιούνταν σχεδόν 500 παραγωγοι, ενώ αρκετοί από αυτούς ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν στο μισό. Έχοντας επενδύσει σε ηλεκτρικές μηχανές, τα αφεντικά προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, αυξάνοντας την ένταση της εργασίας. Μια παλιά μηχανή μπορούσε να κάνει μέχρι 34 ράμματα το λεπτό εν αντιθέσει με μια ηλεκτρική που έφτανε τα 1000. Στόχος των αφεντικών ήταν με την νέα μορφή παραγωγής οι εργαζόμενοι να ακολουθούν πιστά τον ρυθμό της μηχανής, εν ολίγοις να γίνουν σκλάβοι των ραπτομηχανών.
Ήταν κλειδωμένες…
Όταν η βάρδια τελείωνε οι εργαζόμενες ήταν υποχρεωμένες σε έναν τελευταίο έλεγχο. Τα αφεντικά είχαν διατάξει να είναι κλειδωμένη η μία από τις 2 εξόδους ώστε στο τέλος της ημέρας οι επιστάτες να ελέγχουν τις τσάντες των εργαζομένων για τυχόν υφάσματα ή μπλούζες. Εξαιτίας λοιπόν της έλλειψης εργατικής νομοθεσίας – δεν υπήρχαν νόμοι σχετικά με τον ελάχιστο μισθό ή την μέγιστη ώρα εργασίας- τα αφεντικά είχαν την δυνατότητα να μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους με όποιον τρόπο αυτοί ήθελαν. Είχαν τον απόλυτο έλεγχο.
Το τελευταίο μεροκάματο…
Επιστρέφοντας στο εργοστάσιο της Triangle Waist, στα μέσα του Φλεβάρη, οι γυναίκες απεργοί κατάφεραν ναι μεν να κερδίσουν τις παραχωρήσεις όσον αφορά τους μισθούς και το ωράριο δεν κατάφεραν ωστόσο να κερδίσουν την δυνατότητα δημιουργίας σωματείο εντός του εργασιακού χώρου που θα απαιτούσε και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας.
Στις 25 Μάρτη του 1911, όταν για άγνωστο λόγο ξέσπασε φωτιά στον όγδοο όροφο του κτιρίου, οι εργάτριες ήταν κλειδωμένες από τα αφεντικά μέσα στο εργοστάσιο. Αυτή την τακτική ακολουθούσαν πάγια ώστε να εμποδίζεται η είσοδος μελών του σωματείου, αλλά και η έξοδος των εργατριών κατά τη διάρκεια της δουλειάς. Η φωτιά εξαπλώθηκε αστραπιαία, καθώς τα πάντα στο χώρο ήταν εύφλεκτα, εγκλωβίζοντας δεκάδες γυναίκες πίσω από την κλειδωμένη κύρια πόρτα και τις φραγμένες από στοίβες ραπτομηχανών δευτερεύουσες εξόδους. Κάποιες κατάφεραν να ξεφύγουν από τους ανελκυστήρες που πολύ γρήγορα όμως αχρηστεύτηκαν από την φωτιά που έφθασε στα φρεάτια, ενώ άλλες διέφυγαν από το δέκατο όροφο σε ταράτσες γειτονικών κτιρίων. Πλήθος όμως εργατριών εγκλωβίστηκαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής, ιδιαίτερα στον όγδοο και τον ένατο όροφο του κτιρίου, καθώς οι σκάλες της πυροσβεστικής έφθαναν μέχρι τον έκτο όροφο. Πολλές γυναίκες, μη έχοντας άλλη επιλογή, άρχισαν να πηδούν απελπισμένες η μια μετά την άλλη στο κενό.
Μετά το σβήσιμο της πυρκαγιάς, 146 εργαζόμενες ήταν νεκρές. Η Rose Safran, μία από τις γυναίκες που συμμετείχαν το 1909 στην απεργία εναντίον της Triangle γράφει: “Ήταν μέσα στα αιτήματά μας η τήρηση κανόνων ασφαλείας, η δημιουργία εξόδων κινδύνου. Αλλά τα αφεντικά μας αγνόησαν. Αν είχαν εκπληρωθεί τα αιτήματα της απεργίας μας, οι συντρόφισσες μας δεν θα είχαν πεθάνει.” Την επόμενη μέρα 100.000 άτομα συγκεντρώνονται έξω από το εργοστάσιο, όπου εξακολουθούν να ανασύρονται τα πτώματα των απανθρακωμένων γυναικών.
Η δίκη
Οι ιδιοκτήτες της εταιρείας που δικάστηκαν το 1914 με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, αθωώθηκαν καθώς υποστήριξαν ότι δεν γνώριζαν για το κλείδωμα των εξόδων, ενώ πήραν από την ασφαλιστική εταιρεία 60,000 δολάρια για ζημίες. Οι ίδιοι είχαν βρώμικο ιστορικό, καθώς είχαν βάλει αρκετές φορές στο παρελθόν οι ίδιοι (ελεγχόμενες) φωτιές στο εργοστάσιο, στο τέλος της σεζόν, για να επωφελούνται από την ασφάλεια, κάτι που δεν παρουσιάστηκε σαν στοιχείο κατά τη δίκη. Το 1913 ο Max Blanck, ο ένας εκ των συνεταίρων δολοφόνων, που συνέχιζε να είναι εργοστασιάρχης συνελήφθη για κλείδωμα πάλι των εργατών του νέου εργοστασίου του και το πρόστιμο που κλήθηκε να πληρώσει ήταν 20 δολάρια.
Aπό τη μεριά μας
Με αυτό το αφιέρωμα θέλουμε να αναδείξουμε κάποιες από τις στιγμές αγώνων των γυναικών, αγώνες που έχουν θαφτεί ή διαστρεβλωθεί από μεριάς των αφεντικών. Η απόδοση του φεμινισμού και της χειραφέτησης των γυναικών ανήκει στις μάχες που έδωσαν οι σκληρά εκμεταλλευόμενες γυναίκες μέσα σε συνθήκες στυγνής εκμετάλλευσης.
Οι συνθήκες εργασίας της Τriangle Waist και των βιοτεχνιών Ιματισμού του 19ου και 20 αιώνα των ΗΠΑ για κάποιους δεν ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, αλλά αποτελεί την καθημερινότητά τους και την τακτική διαχείρισης των εργατών από μεριάς των αφεντικών.
Οι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας φτηνού και αναλώσιμου εργατικού δυναμικού και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης δεν αφορούν μόνο τους εργάτες και την παιδική εργασία στις χώρες αυτές που για τους δυτικούς αποτελούν τον ”τρίτο κόσμο,” αλλά και τους μετανάστες-εργάτες στα χωράφια της ελληνικής υπαίθρου, τις γυναίκες που έχουν υποβληθεί στην εξαναγκαστική πορνεία, τις καθαρίστριες που δουλεύουν σε καθεστώς υπενοικίασης βιώνοντας καθημερινά τις συνθήκες σκλαβιάς.
Σχετική gallery