Την Τρίτη 13 Αυγούστου ένας νέος άνθρωπος, ο 18χρονος Θανάσης Καναούτης, αφήνει στο δρόμο την τελευταία του πνοή, μετά από τραμπούκικη επίθεση ελεγκτή. Σ’ ένα σύστημα που αξιολογεί τα πάντα με όρους κόστους και κέρδους, η ζωή του Θανάση ουσιαστικά άξιζε όσο κι ένα εισιτήριο.
Ο Θανάσης δεν ξεψύχησε λόγω ατυχήματος, ωθήθηκε στο θάνατο από τους κεφαλοκυνηγούς. Οι διώκτες του θα μπορούσαν να είναι πολλοί: μπάτσοι, τραπεζίτες, σεκιουριτάδες, αφεντικά, εφοριακοί. Όταν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα απαιτεί την καταβολή ενός μισθώματος τότε το κυνήγι δεν σταματά ούτε στα αυτονόητα κοινωνικά δικαιώματα, ούτε στη μετακίνηση, ούτε στη στέγαση, τη σίτιση, την υγεία και την παιδεία. Όλα τα κοινωνικά αγαθά από το νερό μέχρι τα ΜΜΜ εντάσσονται στη σφαίρα της αγοράς, για να είναι προσβάσιμα μόνο απ’ όσους μπορούν να πληρώσουν το ακριβό αντίτιμο, εξαιρώντας φυσικά τους φτωχούς, την ίδια δηλαδή την κοινωνική πλειοψηφία, ένα μεγάλο κομμάτι της οποίας παραμένει άνεργο, διαμορφώνοντας το 30% των 1.500.000 ανέργων, ενώ στους νέους ανθρώπους όπως ο Θανάσης η ανεργία φτάνει στο 65%. Είναι εμφανές ότι κάποιοι «περισσεύουν» και πρέπει να πεταχτούν στην άκρη.
Η δολοφονία του Θανάση, δεν ήταν η πρώτη, και δεν θα είναι σίγουρα και η τελευταία, από αυτές που διαπράττει το κράτος και τα αφεντικά, εάν η αντίδραση της κοινωνίας είναι η μοιρολατρία, η αδράνεια, και η παθητική αποδοχή μιας θλιβερής και μίζερης πραγματικότητας που στο όνομα της «νομιμότητας» δημιουργεί μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης για όλους τους αποκλεισμένους, σε μια συνθήκη που ενώνει τα βασανιστήρια στο κολαστήριο της Αμυγδαλέζας, τις επιθέσεις των μπάτσων στις καταλήψεις, τα εισιτήρια στα νοσοκομεία, την ποινικοποίηση τέλος κάθε μορφής αντίδρασης. Οι συλλήψεις συντρόφων στη Θεσσαλονίκη για «διακεκριμένες φθορές» με αφορμή την αναγραφή συνθημάτων, επιφέρει τον διήμερο εγκλεισμό τους σε μια σειρά από κρατητήρια τη στιγμή που οι εμπλεκόμενοι σε μια ανθρωποκτονία, ο ελεγκτής και ο οδηγός, αφήνονται ελεύθεροι χωρίς κανέναν όρο. Αυτή είναι η υποκρισία της αστικής δικαιοσύνης.
Με το κεφάλαιο σε κρίση, το αυταρχικό και ολοκληρωτικό κράτος και το πολιτικό του προσωπικό διαμορφώνει τους όρους της «ζωής που είναι άξια να βιωθεί», προσπαθώντας να εξοντώσει το περισσευούμενο ανθρώπινο εργατικό δυναμικό. Αυτή την συνθήκη πρέπει να την ανατρέψουμε με την αδιαμεσολάβητη κοινωνική μας δράση, η οποία πρέπει να βάλει στο στόχαστρο τους λογαριασμούς, τα εισιτήρια, τους ελέγχους και τους ελεγκτές πάσης φύσεως, εν τέλει όλους όσους δημιουργούν αγορές εκεί που πρέπει να υπάρχουν ανθρώπινες ανάγκες, για να ξαναπάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας.
Να αναμετρηθούμε με την εξουσία στα πεδία άμεσης αντιπαράθεσης, εκεί που διαπράττονται οι δολοφονίες «λαθρεπιβατών», οι ξυλοδαρμοί «λαθρομεταναστών», οι βασανισμοί αντιφασιστών, κόβοντας τα χέρια της, να προτάξουμε την αλληλεγγύη και τον κοινό μαζικό αγώνα ενάντια στον έμμεσο εκβιασμό των φτωχών με τα χαράτσια, τα χρέη, τις μειώσεις μισθών, τους πλειστηριασμούς σπιτιών.
Η τρομοκρατία του κράτους και του κεφαλαίου που συστήνεται ξανά με την επίφαση της «νομιμότητας» της προστασίας δηλαδή της άρχουσας τάξης, ευτελίζει την ίδια την ζωή. Η ταξική εκμετάλλευση μας ωθεί στον σύγχρονο Καιάδα, ο οποίος μπορεί να είναι ακόμη και μια γραμμή λεωφορείου στο κέντρο της μητρόπολης.
ΝΑ ΣΥΝΤΡΙΨΟΥΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ, ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ Η ΖΩΗ.
- Συγκέντρωση Αλληλεγγύης στους διωκόμενους τη ΔΕΥΤΕΡΑ 19 Αυγούστου 11.30 στα δικαστήρια Θεσσαλονίκης.
- Επόμενη συνέλευση Τρίτη 20.00 στη λέσχη εργαζομένων & ανέργων (Φιλίππου 56)
- Συγκέντρωση – Πορεία για τη δολοφονία του Θανάση Καναούτη, την Πέμπτη 22 Αυγούστου 18.00 στην Καμάρα.
Συνέλευση ενάντια στις δολοφονίες κράτους & αφεντικών
Κατέθεσε μήνυση η οικογένεια του 19χρονου σε οδηγό και ελεγκτή του τρόλεϊ
Μήνυση κατά του ελεγκτή και του οδηγού του τρόλεϊ, για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, κατέθεσε η οικογένεια του 19χρονου, που έχασε τη ζωή του πέφτοντας από το όχημα κατά τη διάρκεια ελέγχου εισιτηρίων. Η κίνηση έρχεται λίγες ώρες μετά τις πληροφορίες που έγιναν γνωστές για τα ευρήματα των ιατροδικάστών, που επιβεβαιώνουν ότι προηγήθηκε συμπλοκή της πτώσης του 19χρονου, ο όποιος όπως όλα δείχνουν έπεσε από το τρόλεϊ με την πλάτη. http://left.gr/news/katethese-minysi-i-oikogeneia-toy-19hronoy-se-odigo-kai-elegkti-toy-trolei
Ο καθημερινός φασισμός (και οι ελεγκτές-κεφαλοκυνηγοί)
Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιμετώπισαν ως χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, το περιστατικό στο τρόλεϊ της γραμμής Περιστέρι-Αθήνα, που αφαίρεσε τη ζωή από ένα 19χρονο παλικάρι. Πλήθυναν πολύ τελευταία τα παρόμοια περιστατικά, οπότε κάποια στιγμή θα γινόταν «η στραβή». Αν όμως μείνουμε μόνο σ’ αυτή την προσέγγιση, θα έχουμε μείνει στα μισά του δρόμου. Θα έχουμε φορτώσει τις ευθύνες σε κάποια καθάρματα ελεγκτές και θα έχουμε αποσείσει τις δικές μας ευθύνες, τις ευθύνες μας ως εργαζόμενη κοινωνία.
Τη δεκαετία του ’80 είχε καθιερωθεί η δωρεάν μετακίνηση στις αστικές συγκοινωνίες για ορισμένες ώρες την ημέρα. Ηταν οι ώρες που οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν τις αστικές συγκοινωνίες για να πάνε και να γυρίσουν από τη δουλειά. Το μέτρο διαφημίστηκε ως φιλεργατικό, ενώ στην ουσία ήταν φιλοκαπιταλιστικό. Ηταν ένας τρόπος για να απαλλάσσεται το κεφάλαιο από τα έξοδα μεταφοράς των εργατών. Το κράτος ανέλαβε τμήμα αυτών των δαπανών, οι οποίες διαφορετικά θα έπρεπε να περάσουν ως αύξηση στο μεροκάματο και το μισθό. Και ήταν η περίοδος που οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν και κατακτούσαν.
Η κοινωνία, πάντως, «κατάπιε» την προπαγάνδα και συνειδητοποίησε το μέτρο ως τμήμα των «φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων» του ΠΑΣΟΚ και όχι ως τμήμα του αστικού εκσυγχρονισμού που επιδιώχτηκε εκείνη την περίοδο, που ήταν και περίοδος σχετικής σταθερότητας του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και έντονου εργατικού και λαϊκού ριζοσπαστισμού, που έπρεπε να εξατμιστεί μέσα από τέτοιες ρεφόρμες. Γι’ αυτό και όταν ήρθε η ώρα της κατάργησης του μέτρου, η κρατική πλευρά είχε επιχειρήματα: το κράτος δεν βγαίνει – δεν μπορούμε να δανειζόμαστε για να επιδοτούμε τις αστικές συγκοινωνίες.
Το γεγονός ότι σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο οι αστικές συγκοινωνίες επιδοτούνται (ακόμα και εκεί όπου το εισιτήριο είναι σημαντικά ακριβότερο από την Ελλάδα), παραβλέφτηκε. Και οι επιστημονικές του ορίζουσες δεν συζητήθηκαν. Οπως δεν συζητιέται ποτέ η έννοια της αξίας της εργατικής δύναμης και παραπέρα της συνολικής λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και του ρόλου του αστικού κράτους σ’ αυτή τη λειτουργία. Η συζήτηση μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και δεν πάει στην ουσία τους. Οπως δεν πάει στην ουσία η συζήτηση για την εργατική στέγη, που εμφανιζόταν πάντοτε ως κοινωνική πολιτική, ενώ δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να μεταφέρει τις δαπάνες στέγασης της εργατικής οικογένειας στην ίδια την οικογένεια, επιτρέποντας στους καπιταλιστές να αφαιρούν αυτές τις δαπάνες από το μισθό και το μεροκάματο. Δεκαετίες τώρα, συζητάμε για ακριβά και φτηνά εισιτήρια, για χαμηλότοκα και υψηλότοκα στεγαστικά δάνεια και όχι για την αξία της εργατικής δύναμης, που περιλαμβάνει και τις δαπάνες στέγασης και τις δαπάνες μεταφοράς, και για τη συνάρτηση της αξίας της εργατικής δύναμης με την τιμή της, με τους μισθούς και τα μεροκάματα.
Εν πάση περιπτώσει, φύγαμε οριστικά από την εποχή του «τζάμπα εισιτήριου» και περάσαμε στην εποχή του «εισιτήριου της αγοράς». Κι άρχισαν να την πληρώνουν μαζί εργαζόμενοι στα ΜΜΜ και εργαζόμενοι-χρήστες των ΜΜΜ. Οι πρώτοι με μείωση του προσωπικού και εντατικοποίηση της δουλειάς, με μείωση των μισθών και αφαίρεση εργασιακών δικαιωμάτων, οι δεύτεροι με συνεχείς αυξήσεις στο εισιτήριο. Στην περίοδο της κρίσης, στην περίοδο των Μνημονίων, αυτή η λογική αποθεώθηκε. Από τη διαχείριση έφυγε κάθε κοινωνικό κριτήριο και έμεινε μόνο μια τυπική λογιστική αποτίμηση. Πώς θα μηδενιστεί η κρατική επιχορήγηση προς τα ΜΜΜ; Μειώνοντας το προσωπικό, μειώνοντας τους μισθούς όσων απομείνουν και αυξάνοντας με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό το εισιτήριο.
Κάπου σ’ αυτή τη διαδρομή των «μεταρρυθμίσεων» (από την προ Μνημονίων εποχή, ήδη) γεννήθηκε και το φαινόμενο των ελεγκτών-κεφαλοκυνηγών. Η διοίκηση, δηλαδή το κράτος, με το ένα χέρι μείωνε τους μισθούς των εργαζόμενων και με το άλλο τους πρόσφερε τη δυνατότητα να μειώσουν τη μείωση (ή και να την ξεπεράσουν), μετατρεπόμενοι σε ελεγκτές-κεφαλοκυνηγούς, που στον εκτός βάρδιας χρόνο τους θα κυνηγούν τους «τζαμπατζήδες» και θα πληρώνονται με ποσοστά επί των προστίμων που θα εισπράττουν.
Το φαινόμενο είναι παλιό. Ξεπερνά τη δεκαετία. Και ήταν αρκετοί οι εργαζόμενοι που μπήκαν στο «κόλπο». Και έγινε ανεκτό το φαινόμενο. Από τους ίδιους τους εργαζόμενους καταρχήν, που έδειξαν «κατανόηση» για τις ανάγκες των συναδέλφων τους. Το δάνειο, τα φροντιστήρια των παιδιών, ο μισθός που πέφτει, μπήκαν πάνω όχι από καμιά αόριστη ηθική, αλλά από την ηθική της ταξικής αλληλεγγύης και απ’ αυτά που επιτάσσει η ταξική συνείδηση. Εγινε, όμως, αποδεκτό το φαινόμενο και από την ίδια την εργαζόμενη κοινωνία που χρησιμοποιεί τα ΜΜΜ. Βλέπετε, τον πρώτο καιρό το «target group» των κεφαλοκυνηγών ήταν περιορισμένο: μετανάστες (που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα) και νέοι (που δεν τους φτάνει το χαρτζιλίκι). Πόσες φορές δεν είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο, επιβάτες ΜΜΜ να συνδράμουν φραστικά τους κεφαλοκυνηγούς και να βρίζουν τον δυστυχή μετανάστη, που μαράζωνε τρέμοντας στη γωνία, ή τον αναιδή νέο, που προσπαθούσε να βρει τρόπο να την κάνει στην επόμενη στάση, ποντάροντας στην ορμή της νιότης του;
Ως εργαζόμενη κοινωνία είχαμε από χρόνια ηττηθεί ταξικά στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά νομίζαμε αφελέστατα, ότι έτσι νοικοκυρεύουμε τα πράγματα. Οι εργαζόμενοι έβγαζαν ανακοινώσεις για την καταπολέμηση της εισιτηριοδιαφυγής και οι επιβάτες συνέδραμαν τους κεφαλοκυνηγούς στο έργο τους. Το γεγονός ότι η δωρεάν μεταφορά είναι δικαίωμα, το γεγονός ότι κάποτε υπήρξε δωρεάν μεταφορά τις ώρες αιχμής, ξεχάστηκε. Οι εργαζόμενοι στα ΜΜΜ υποτάχτηκαν στην αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και έκαναν «ρεαλιστικές» προτάσεις, θεωρώντας ότι μέσω αυτών θα γλίτωναν τα συνεχή πετσοκόμματα μισθών και δικαιωμάτων. Και οι επιβάτες καταφέρονταν κατά των «τζαμπατζήδων», θεωρώντας ότι αυτοί είναι η αιτία για τις συνεχείς αυξήσεις των εισιτηρίων. Κι αν κάποιος από τους επιβάτες τολμούσε να εκφέρει διαφορετική άποψη, αν τολμούσε να υποστηρίξει ότι όλοι θα έπρεπε να είμαστε «τζαμπατζήδες», έπεφταν πάνω του να τον φάνε. Ενας φασισμός ύπουλος, καθημερινός, έρπων, κατέτρωγε τα σωθικά της κοινωνίας μας.
Και ήρθε η κρίση και οι συνέπειές της, για να φύγουν κάποιες τσίμπλες και ν’ ανοίξουν κάποια μάτια. Οι «τζαμπατζήδες» πολλαπλασιάστηκαν. Λόγω ανάγκης και όχι λόγω συνειδητής επιλογής. Με τη ντροπή να καθρεφτίζεται στα μάτια. Με την αγωνία μη τυχόν και μπει ο κεφαλοκυνηγός. Δεν είναι πια οι μετανάστες και μερικοί νέοι, είναι οι άνεργοι, είναι οι υποαπασχολούμενοι, είναι ακόμη και οικογενειάρχες εργαζόμενοι που δεν βγαίνουν με τίποτα. Μειώθηκαν λένε και οι κεφαλοκυνηγοί, γιατί πολλοί εργαζόμενοι δεν άντεξαν ηθικά να συνεχίσουν αυτή τη δουλειά. Δεν το γνωρίζουμε, αλλά – αν συνέβη – δεν το μηδενίζουμε ως φαινόμενο.
Το ζήτημα είναι πως όσοι απέμειναν να κάνουν αυτή τη δουλειά άρχισαν να μετατρέπονται σε καθάρματα χειρότερα και από τον πιο μισάνθρωπο μπάτσο. Βλέπετε, οι «τζαμπατζήδες» άρχισαν να αρνιούνται να πληρώσουν το πρόστιμο. Γιατί απλούστατα δεν είχαν τόσα λεφτά στην τσέπη τους. Κι αν ακόμα έπαιρναν το χαρτί, δεν είχαν ούτε στο σπίτι τους τόσα λεφτά. Γι’ αυτό αρνούνται να δώσουν και τα στοιχεία τους για να τους σταλεί το πρόστιμο στο σπίτι. Και οι κεφαλοκυνηγοί άρχισαν να αγριεύουν, γιατί πληρώνονται από το πρόστιμο και χωρίς αυτό χάνει κάθε νόημα η βρομοδουλειά τους. Αρχισαν να μετατρέπονται σε μπάτσους και να κατακρατούν παράνομα επιβάτες μέχρι σε κάποια στάση να βρουν έναν πραγματικό μπάτσο να τους «δέσει». Αρχισαν να βρίζουν, να απειλούν, να χρησιμοποιούν και σωματική βία. Μούγκα οι οδηγοί, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις τους συνέδραμαν κιόλας, κρατώντας κλειστές τις πόρτες μη τυχόν και φύγει ο «τζαμπατζής» πριν έρθουν οι μπάτσοι. Μούγκα και οι επιβάτες, που κανονικά έπρεπε σε κάθε τέτοιο περιστατικό να παρεμβαίνουν, να υπενθυμίζουν στον κεφαλοκυνηγό ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα κατακράτησης του επιβάτη (ούτε να τον αγγίξει δεν μπορεί) κι αν αυτός επιμένει, να του δίνουν «να καταλάβει» με άλλο τρόπο. Και τα συνδικάτα εξακολούθησαν να βγάζουν ανακοινώσεις για την «αποτελεσματική καταπολέμηση της εισιτηριοδιαφυγής», για το ηλεκτρονικό εισιτήριο και δε συμμαζεύεται.
Το δικαίωμα της δωρεάν μετακίνησης με τα ΜΜΜ, ιδιαίτερα τώρα, την εποχή της μαζικής ανεργίας, της φτώχειας και της απόλυτης εξαθλίωσης, εξακολούθησε να είναι ξεχασμένο. Ο καθένας προσπαθούσε να τη βολέψει όπως μπορεί. Ατομικά. Πληρώνοντας ή μη πληρώνοντας εισιτήριο. Και ανεχόμενος την προκλητική συμπεριφορά των κεφαλοκυνηγών. Ο θάνατος του 19χρονου Περιστεριώτη ήρθε να μας θυμίσει με τραγικό τρόπο αυτό το δικαίωμα. Και τις συλλογικές μας ευθύνες για την απεμπόλησή του, αλλά περισσότερο για την ανοχή του φαινόμενου των ελεγκτών-κεφαλοκυνηγών.
Ανεχτήκαμε αυτό το φασιστικό φαινόμενο κι όταν οι φυσικοί φορείς του έφτασαν μέχρι το έγκλημα, θυμηθήκαμε να οργιστούμε, αναλογιζόμενοι πως στη θέση του Θανάση Καναούτη θα μπορούσε να είναι ο γιος μας, ο αδελφός μας, ο φίλος μας. Αν ο δολοφονημένος από τη δράση των κεφαλοκυνηγών ήταν κάποιος ασιάτης μετανάστης, ίσως και να μην οργιζόμασταν…
Πηγή:Κόντρα
Success story πάνω σε πτώματα
Ο θάνατος του 19χρονου Θανάση εξαιτίας ενός κωλοεισιτήριου δεν φάνηκε ικανός να χαλάσει τα σχέδια της κυβέρνησης και των απανταχού καλοπληρωμένων υποστηρικτών των πολιτικών ακραίας λιτότητας.
Το πρώτο βήμα που χρειάζεται να κάνεις για να λύσεις ένα πρόβλημα είναι να καταλάβεις ποιο είναι το πρόβλημα. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι ένα πτώμα ενός νεαρού παιδιού δεν μπορεί να οδηγήσει την πλειοψηφία της θλιβερής ελληνικής κοινωνίας στην κατανόηση του προβλήματος. Πρέπει να είσαι τυφλός για να μην μπορείς να δεις ότι μετά από 3 συνεχόμενα χρόνια μνημονιακής πολιτικής η απαίσια ελληνική κοινωνία έχει αποκτήσει μία αξιοθαύμαστη απάθεια απέναντι στις κραυγαλέες και βάρβαρες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα. Μάλιστα, όπως απαιτεί η παράλογη συμπεριφορά, έχει κάνει και ένα βήμα παραπάνω: Χωνεύει τις εύκολες απαντήσεις, που οικοδομούνται μακριά από τη ρίζα του προβλήματος και αθωώνουν προκαταβολικά κάθε άθλια μαριονέτα του ΔΝΤ.
Στην περίπτωση του Θανάση, οι κυβερνητικές απαντήσεις (έτσι όπως εκφράστηκαν από επίσημα και ανεπίσημα διανοούμενα χείλη που έχουν εθιστεί στον στοματικό έρωτα προς κάθε ηλίθια μορφή εξουσίας που τους κάνει τα χατήρια) ήταν πολύ απλές, όπως ακριβώς και στις προηγούμενες μακάβριες περιπτώσεις. “Αν δεν είχε λεφτά για εισιτήριο, ας πήγαινε με τα πόδια ή ας καθόταν σπίτι του”. Στην περίπτωση των 3 φοιτητών στη Λάρισα που πέθαιναν από το μονοξείδιο του άνθρακα, επειδή θέλησαν να ζεστάνουν το δωμάτιο τους με τη θερμότητα που έβγαζε η αυτοσχέδια ψησταριά τους, η απάντηση ήταν “ας είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και θα ζούσαν”. Για την κατακόρυφη αύξηση που έχουν παρουσιάσει οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η απάντηση είναι πως “η αυτοκτονία είναι μία ψυχική διαταραχή που δεν έχει σχέση με οικονομικά θέματα”.
Με την ίδια λογική, αν σε λίγους μήνες από τώρα ένας άνθρωπος, που μόλις πετάχτηκε από το σπίτι του επειδή χρωστάει το στεγαστικό δάνειο σε μία τράπεζα, φουντάρει από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας, η μνημονιακή απάντηση θα είναι πως “επιτρέπεται να πηδάμε στο πεζοδρόμιο μόνο αν μένουμε στον πρώτο όροφο”. Αν κάποιος που δεν έχει να φάει, βρει μέσα στα σκουπίδια το επόμενο γεύμα του και τελικά πεθάνει από κάποια μορφή μόλυνσης, η πληρωμένη απάντηση από τα νεοφιλελεύθερα καραγκιοζάκια θα είναι “οι γιατροί συνιστούν να μην τρώτε τα φαγητά που είναι μέσα στους κάδους”. Έτσι απλά. Θα είναι κρίμα να διαλυθεί ένα πανάκριβο τραπεζικό success story εξαιτίας μερικών εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών, εξαθλιωμένων, ανέργων και ανασφάλιστων. Για όσους δεν το έχουν καταλάβει ακόμα, ας το γράψουμε για άλλη μία φορά:
Το τίμημα για την οριστική επικράτηση των πολιτικών ακραίας λιτότητας είναι η οικονομική εξόντωση, η περιθωριοποίηση και ο θάνατος των οικονομικά ασθενέστερων. Αν σήμερα ή αύριο είσαι άρρωστος και δεν έχεις λεφτά για να πάρεις τα φάρμακα σου ψόφα. Ψόφα ρε μαλάκα διεφθαρμένε που είσαι υπεύθυνος για το δημόσιο χρέος της χώρας, αυτό που προσπαθεί να μειώσει κοτζάμ Άδωνις Γεωργιάδης. Αν δεν μπορείς να ζεσταθείς το χειμώνα, επειδή δεν έχεις λεφτά για θέρμανση, απόλαυσε το κρύο. Κάθε μέρα που περνάει ανεβάζει τον δείκτη της πελώριας βλακείας που έχει σκεπάσει τη χώρα. Όλοι θέλουν να δούνε τον διπλανό τους να χτυπιέται, να ταλαιπωρείται και να υποφέρει περισσότερο από αυτούς. Αυτοί που είναι μέσα στα σκατά μέχρι τα γόνατα γελάνε με αυτούς που είναι μέσα στα σκατά μέχρι το λαιμό και μισούν θανατηφόρα αυτούς που θέλουν να διώξουν τα σκατά από πάνω τους.
Αυτό είναι πράγματι ένα success story. Μόνο που δεν αφορά την οικονομία, αλλά την καθαρόαιμη ελληνική βλακεία.
http://imf-fuck-off.blogspot.gr/2013/08/success-story.html#more
Λαθρομετανάστης,λαθρεπιβάτης.Η κοινή μοίρα του “λαθραίου ανθρώπου”
Με αφορμή την πολιτική δολοφονία του 18χρονου Θανάση, όταν τραυματίστηκε θανάσιμα στην προσπάθεια του να ξεφύγει από ελεγκτή τρόλεϊ επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει εισιτήριο, προκύπτει το ζήτημα του πώς αντιμετωπίζει ο λόγος της κυριαρχίας τους κάθε λογής “λαθραίους”. Ο λόγος της κυριαρχίας που εκπορεύεται από τα κέντρα εξουσίας και αναπαράγεται με σκοπό την αφομοίωσή του από γραφιάδες,αρθρογράφους των ΜΜΕ, παρατρεχάμενους διανοητές κολαούζους της εξουσίας αλλά και ένα πλήθος νεοφιλελέδων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει από καιρό επιτύχει να καθιερώσει τον άθλιο όρο του λαθραίου ανθρώπου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση ως προσδιοριστικό των μεταναστών που διασχίζουν τα σύνορα της χώρας. Για αυτή την κατηγορία ανθρώπων, με βάση το διαχωρισμό που έχει επιβάλλει η εξουσία, επιφυλάσσεται ειδική αντιμετώπιση με ειδική νομοθεσία, ειδικά κελιά, ειδικές συνθήκες σε αστυνομικά τμήματα, βασανιστήρια, εκτελέσεις και φυσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται χώροι φιλοξενίας.
Η εξουσία στους καιρούς της καπιταλιστικής κρίσης, με δεδομένη την ολόπλευρη επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα, την εργασία, τις πολιτικές ελευθερίες, επιδιώκει τη σκλήρυνση της καταστολής που αποτελεί το μοναδικό όρο επιβολής των μέτρων της φτωχοποίησης αφού το κοινωνικό συμβόλαιο της συναίνεσης έχει προ καιρού σπάσει. Η εισαγωγή της έννοιας του “λαθραίου ανθρώπου” ως μόνιμη ιδιότητα του μετανάστη αφήνει το περιθώριο στην εξουσία να επιφυλάξει διαφορετική αντιμετώπιση στον υποκείμενο στο χαρακτηρισμό αυτό με ειδικές νομοθεσίες που φτάνουν μέχρι και την δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η κατάσταση αυτή προϋπέθετε την παγίωσή του όρου του λαθραίου στο κυρίαρχο λόγο με σκοπό να καθαγιάσει την κατασταλτική πολιτική και να ενσωματώσει πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, σε ένα φαινομενικά δημοκρατικό καθεστώς. Ο λαθρομετανάστης δαιμονοποιείται από τον κυρίαρχο λόγο, αναδεικνύοντας μια παραβατική φύση που συνδέεται με το δεύτερο συνθετικό της λέξης, την ιδιότητα του μετανάστη. Ο μετανάστης εξισώνεται με τον εγκληματία αφού είναι λαθραίος για την εξουσία. Τώρα, πλέον, έχει ανοίξει ο δρόμος για να εντατικοποιηθεί η εκμετάλλευσή του από το καπιταλιστικό καθεστώς με όρους Μανωλάδων, δηλαδή σε εκτεταμένες περιοχές να εφαρμόζονται όροι δουλείας και σκλαβιάς. Η μακρόχρονη εκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών εξασφαλίζει μαύρο χρήμα που το καπιταλιστικό κράτος δέχεται για την προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Με αφορμή το περιστατικό του θανάτου του 18χρονου Θανάση, ο όρος του λαθρεπιβάτη χρησιμοποιείται από ΜΜΕ και κυνικούς απολογητές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε social media. Για ένα μέρος των σχολιαστών αυτών αποτελεί επαρκής εξήγηση για την πρόκληση του θανάσιμου τραυματισμού του 18χρονου Θανάση. Δίπλα στον όρο του λαθρεπιβάτη και την ηθική απαξία που καλλιεργείται και προωθείται στον κυρίαρχο λόγο από διαφημιστικές καμπάνιες του κράτους αλλά και τον πολιτικό λόγο των εξουσιαστών, όπως ο Χατζηδάκης, εμφανίζεται και ο όρος του τσαμπατζή,επανακάμπτοντας στον προπαγανδιστικό λόγο με εμφανή στόχο την ηθική αποδόμηση μιας πράξης που έχει πολιτικά χαρακτηριστικά. Η απόδοση των χαρακτηριστικών του λαθραίου επιβάτη στο 18χρονο Θανάση αποτελεί δικαιολογία για ένα μέρος της διανόησης που εκπροσωπεί η συγγραφέας Διβάνη ώστε ο ελεγκτής να κάνει τη δουλειά του, εφαρμόζοντας τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την πάταξη του ατίθασου εξουσιαζόμενου. Στο μόνο σημείο που κάμπτονται λίγο οι αντιδράσεις των κυνικών σχολιαστών είναι στο μέγεθος της έντασης που οδήγησε στο θάνατο του νεαρού λαθρεπιβάτη. Είπαμε να τον καταστείλει αλλά όχι και να τον σκοτώσει, τώρα πρέπει να απολογηθούμε για το ζήλο του ελεγκτή….
Ωστόσο, στο συλλογικό συνειδητό, στο βαθμό που έχει κυριαρχηθεί από τον προπαγανδιστικό λόγο της εξουσίας, έχει κατοχυρωθεί ότι η ειδική ιδιότητα του λαθραίου σε άνθρωπο επιφυλάσσει και ειδική αντιμετώπιση προς τον εξουσιαζόμενο υπήκοο. Δε θα κλείσουμε προς το παρόν τους συνειδητούς ή ασυνείδητους τσαμπατζήδες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, άλλωστε τους χρειαζόμαστε να κυκλοφορούν ως άνεργοι, ως εργαζόμενοι να παράγουν πλούτο και υπεραξίες και να πληρώνουν με τα πρόστιμά τους τα ελλείμματα του καπιταλιστικού κράτους. Η πόρτα όμως έχει ήδη ανοίξει. Η έκφραση του κυρίαρχου λόγου ως προς το καθεστώς του λαθραίου για ανθρώπους απλά έχει διαφορετική ένταση, προς το παρόν, όταν αναφέρεται στο λαθραίο μετανάστη σε σχέση με το λαθραίο επιβάτη. Προς το παρόν…
Το υπόβαθρο αυτής της κατάστασης υποδηλώνει ωστόσο ότι όταν εκτελεστικά όργανα του κράτους, ενταγμένα ή μη στο κράτος καταστολής, αποδώσουν την ιδιότητα του λαθραίου στον υπήκοο, τότε η ένταση της καταστολής πάνω του είναι απλά ζήτημα συγκυρίας και επιλεκτικής ευαισθησίας των κυνικών σχολιαστών και απολογητών αυτών των πολιτικών σε ΜΜΕ, εφημερίδες και social media.
Το άρθρο προέρχεται από εδώ:http://freenet2004.wordpress.com/
Ελεύθεροι προσωρινά οι 13 που συνελήφθησαν στην Θεσσαλονίκη για τον θάνατο του 19χρονου
Ελεύθεροι αφέθησαν οι 13 συλληφθέντες στην Θεσσαλονίκη.
Τα 13 άτομα συνελήφθησαν κατά την διάρκεια κινητοποίησης “ευαισθητοποίησης” για τον θάνατο του 18χρονου μετά από πτώση από τρόλεύ στην Αθήνα, μετά από έλεγχο εισιτηρίων.
Η δίκη με την διαδικασία του αυτοφώρου ορίστηκε την ερχόμενη Δευτέρα.
http://alterthess.gr/content/eleytheroi-oi-13-poy-synelifthisan-stin-thessaloniki
Ας πεθαίνουν οι φτωχοί…
Του Θάνου Ανδρίτσου
Στις 13 Αυγούστου το βράδυ, ο 19χρονος Θανάσης Καναούτης έχασε τη ζωή του καθώς πήδηξε από το εν κινήσει τρόλεϊ στο οποίο επέβαινε, για να γλιτώσει από τον έλεγχο εισιτηρίων.
Κάποιος μπορεί να σκεφτεί: Μα καλά κι αυτός πήδηξε από λεωφορείο; Χαζός είναι; Για μαγκιά το έκανε; Και στην τελική, γιατί δεν έκοψε το εισιτήριο; Τι σόι τζαμπατζής είναι; Όχι κανένας αδίστακτος δολοφόνος με τρία χέρια, αλλά η –υποτίθεται- προοδευτική συγγραφέας, Λένα Διβάνη, αναφώνησε πρώτη, χωρίς καμία ενοχή ή δεύτερη σκέψη, την άποψή αυτή. Δεν έχει πολιτική, κοινωνική σημασία το γεγονός, είναι ένα ατυχές περιστατικό, που βασίζεται στην προσωπική απερισκεψία.
Το πώς αντιδρά ο καθένας σε αυτή την είδηση, το τι συμπεράσματα και σκέψεις κάνει με βάση αυτή, είναι ένα σημαντικό τεστ. Τεστ όχι μόνο συνείδησης και ανθρωπιάς αλλά και ιστορίας.
Λίγους μήνες πριν, δύο σπουδαστές στη Λάρισα πέθαναν από τις αναθυμιάσεις που προκάλεσε το αυτοσχέδιο μαγκάλι με το οποίο προσπάθησαν να ζεσταθούν.
Τότε ανέλαβαν άλλοι να εκπροσωπήσουν τη φωνή της εξυπνάδας και της λογικής. Μα καλά, είναι δυνατόν να μην ξέρουν ότι οι αναθυμιάσεις προκαλούν κακό στην υγεία; Νέα, μορφωμένα παιδιά, να κάνουν τέτοια χαζομάρα; Δεν έχει πολιτική, κοινωνική σημασία το γεγονός, είναι ένα ατυχές περιστατικό, που βασίζεται στην προσωπική άγνοια.
Στις 27 Οκτώβρη του 2005, μια παρέα πιτσιρικάδων μεταναστών στα Γαλλικά προάστια, μετά από την μπάλα έπεσε πάνω στην αστυνομία. Στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, δύο νέοι πήγαν να κρυφτούν σε έναν ηλεκτρικό σταθμό και σκοτώθηκαν από ηλεκτροπληξία. Ήταν η αφορμή για τη γνωστή βίαιη εξέγερση στα γαλλικά προάστια.
Όμως κι εκεί υπήρξαν πολλοί που έτρεξαν να επιτεθούν στο λαϊκισμό που κατηγορεί την εξουσία. Μα ποιός είναι τόσο ανόητος, ώστε να πάει καταπάνω σε ηλεκτροφόρα καλώδια; Είναι κρίμα ο χαμός τους, αλλά κι αυτά αν κάθονταν σπίτι τους, ή αν ήταν λίγο πιο έξυπνα θα απέφευγαν το θάνατο; Δεν έχει πολιτική, κοινωνική σημασία το γεγονός, είναι ένα ατυχές περιστατικό, που βασίζεται στην προσωπική απροσεξία.
Είναι σίγουρο ότι το πρώτο που κρίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το πόσο άνθρωπος είναι πραγματικά ο καθένας. Για παράδειγμα, το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό είναι το πόσο άδικο, εξοργιστικό, ακατανόητο, ανείπωτο, τραγικό είναι να χάνει τη ζωή του ένα παλικάρι 19 χρονών για ένα εισιτήριο, για 1,40 ευρώ; Ή το ότι κάποια βλακεία θα έκανε, κάποια μαγκιά, κάποια χαζομάρα, το ότι εσύ δε θα έκανες ποτέ μια τόσο απρόσεκτη ενέργεια; Ή μήπως θα έτρεχες να δηλώσεις γρήγορα ότι πρόκειται για ένα τελείως τυχαίο, μεμονωμένο περιστατικό που τίποτα περισσότερο δε συμβολίζει, που κανέναν άλλο ένοχο δεν έχει; Σε ενοχλεί περισσότερο ο θάνατος, η φτώχεια, οι τραγωδίες, τα δάκρυα, οι χαμένες ζωές, τα χαμένα όνειρα ή το ότι όλα αυτά μπορεί να λειτουργήσουν ως αιτίες για την ανατροπή του συστήματος που τόσο καιρό σε ταΐζει και τόσο πολύ αγαπάς; Και σε κάθε περίπτωση, σε τι αποσκοπείς με κάθε σου τοποθέτηση; Να εντυπωσιάσεις με τον ανεκδιήγητο κυνισμό σου που όμως εμφανίζεται ως δήλωση συγκράτησης και ψυχραιμίας ή να βοηθήσεις κι εσύ όσο μπορείς ώστε να σταματήσει ο θρήνος που ζούμε τα τελευταία χρόνια; Αν δε στεναχωριέσαι με το θάνατο ενός νέου τουλάχιστον μείνε στη σιωπή, δε χρειάζεται να ζητωκραυγάζεις σαν το κοινό των μονομάχων στο Κολοσσαίο.
Όμως δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό το ζήτημα. Είναι βαθιά ταξικό. Και το πώς συμβαίνουν κάποια γεγονότα, και το πώς τα δέχονται οι άνθρωποι.
Ο πλούσιος βουτυρομπεμπές της Εκάλης δε θα βρισκόταν μάλλον στη θέση του άτυχου Θανάση. Στις 13 Αυγούστου θα θεωρούσε πολύ «fail» να βρίσκεται στην πύρινη Αθήνα, ενώ θα μπορούσε να φωνάζει «τέλειαααα» στη Μύκονο, ή να κάνει καταδύσεις από το ιστιοπλοϊκό. Αν ήταν στην Αθήνα, σαφώς και θα επέλεγε να βολτάρει στην Κηφισιά ή τη Γλυφάδα, να πάει για ένα καφέ στο Κολωνάκι ή το βράδυ σε ένα κλαμπ στην παραλιακή και όχι στο Περιστέρι. Σιγά μην καταδεχόταν να μπει στο λεωφορείο μαζί με την πλέμπα, ή στο τρόλεϊ που μόνο από έξω έχει δει, ενώ θα μπορούσε να πάρει το αμάξι και να βάλει και κλιματισμό, και να πάρει και τους φίλους του, και τη νέα του κοπέλα. Αλλά και αν έπαιρνε λεωφορείο, το 1,40 θα του φαινόταν ένα φτηνό ή έστω απολύτως φυσιολογικό αντίτιμο για τη διαδρομή του, και ίσως από μαγκιά ή ευκαιριακή αφραγκία θα ήταν «τσαμπατζής». Αν τύχαινε και τον έπιανε ελεγκτής, πολύ δύσκολα θα επεδείκνυε τον ίδιο υπερβάλλοντα ζήλο μπροστά στο ακριβό του ρολόι, ο οδηγός θα δίσταζε να έχει την ίδια στάση στο κακομαθημένο που μετά την πρώτη αλητεία τώρα αρχίζει να περιγράφει τις διασυνδέσεις του πατέρα του. Σε κάθε περίπτωση, θα καταδεχόταν να πάει στο τμήμα, να πληρώσει το πρόστιμο και να δεχτεί ίσως το κατσάδιασμα των γονιών του, ή το να χάσει τη βραδινή του έξοδο, από το να πηδήξει από τα όχημα, ρισκάροντας τη ζωή του.
Δε θα τη ρίσκαρε τη ζωή του. Μια ζωή που ξέρει ότι αξίζει πολύ περισσότερο από του φτωχού συνομήλικού του. Και δε θα ρίσκαρε, ούτε θα έχανε τη ζωή του, όχι γιατί είναι περισσότερο έξυπνος, πιο λογικός, πιο προσεχτικός, λιγότερο τολμηρός, μάγκας, αλήτης κτλ.. αλλά γιατί δεν είναι φτωχός. Γιατί για αυτόν το αντίτιμο του εισιτηρίου, ακόμα και το πρόστιμο, δεν είναι οικονομικά μεγέθη που μπορούν να του φέρουν σοβαρές δυσκολίες.
Οι φοιτητές της Λάρισας, αν ήταν πλούσιοι θα πλήρωναν το καλοριφέρ και έτσι δε θα χρειαζόταν ποτέ να κριθούν οι γνώσεις τους στις ανθυγιεινές αναθυμιάσεις. Τα παιδάκια στη Γαλλία θα μπορούσαν να αγνοούν παντελώς τις επιπτώσεις του ηλεκτρικού ρεύματος αλλά να λιάζονται στις όχθες του Σηκουάνα αν δεν έμεναν στα φτωχά προάστια. Και ο Γιάννης Αγιάννης δε θα παρανομούσε αν δεν είχε ανάγκη το ψωμί για να μην πεινά. Θα έτρωγε παντεσπάνι όπως τον παρακινούσε η Μαρία Αντουανέτα. Θα σκεφτόταν ήρεμα, λογικά, έξυπνα, σαν τους μνημονιακούς κρατικοδίαιτους διανοούμενους, σαν τους δημοσιογράφους, σαν τους πανεπιστημιακούς που ποτέ δε θα κοιμούνταν με μαγκάλι, ποτέ δε θα ήταν τσαμπατζήδες και δε θα πήδαγαν από κινούμενα οχήματα, και ποτέ δε θα έπεφταν σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Άσε που αν είχαν κάποιο παράπονο, θα το εξέθεταν ψύχραιμα και όχι π.χ. με το να αυτοπυρπολούνται όπως ο άνεργος Μοχάμεντ Μπουαζίζι στην Τυνησία, που αποτέλεσε την έκρηξη που ξεκίνησε την αραβική άνοιξη.
Όταν κάποιο γεγονός συμβαίνει διαφορετικά σε πλούσιους και φτωχούς είναι ένα γεγονός που έχει ταξική, πολιτική σημασία. Δε χρειάζεται να έχεις χίλια πτυχία για να το καταλάβεις. Το ότι κάθε γεγονός περιλαμβάνει μεγάλο ποσοστό τυχαιότητας και ιδιαίτερων συνθηκών ή προσωπικών –κακών ή καλών- επιλογών είναι τόσο προφανές που δε χρειάζεται να το επαναλαμβάνεις. Το πιο πιθανό θα ήταν να μην έχανε τη ζωή του ο Θανάσης Καναούτης. Αν δεν έπεφτε στον ελεγκτή, αν ο ελεγκτής ήταν άνθρωπος και όχι κτήνος, αν δεν πήδαγε με το λεωφορείο να τρέχει θέτοντας σε παράλογο κίνδυνο τη ζωή του, αν δεν χτύπαγε κατά την πτώση τίποτα δε θα είχε συμβεί. Όμως, η ιστορία γράφεται από γεγονότα των οποίων η ιδιαιτερότητα και η τυχαιότητα, παρότι είναι εμφανής, είναι υποδεέστερη της ευρύτερης κοινωνικής πραγματικότητας που αποκαλύπτουν.
Δεν είναι πολιτική καπηλεία το να αναδεικνύεις τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις του γεγονότος.Όπως ειπώθηκε, το θέμα είναι ταξικό. Αν είσαι πλούσιος ή τάσσεσαι στο πλευρό της αστικής τάξης, των μνημονιακών κομμάτων και του συστήματος, πάντοτε την ευθύνη για το θάνατο ενός φτωχού τη φορτώνεις στον ίδιο το φτωχό. Και όχι μόνο το θάνατο, κάθε πιθανή κακουχία, δυστυχία κ.α. Ο άνεργος φταίει που δεν έχει δουλειά γιατί δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστικός. Ο φτωχός γιατί απέτυχε και δεν ήταν όσο έξυπνος ή δουλευταράς είναι ο πλούσιος. Ο «τσαμπατζής» γιατί είναι κωλόπαιδο και δε δίνει αυτά που οφείλει στο κράτος.
Αν δεν είσαι με τους «πάνω», αν είσαι στους καταπιεζόμενους και αδύναμους, αν στέκεσαι πλάι στην εργατική τάξη, τότε αντιλαμβάνεται ότι οι προσωπικές τραγωδίες, δεν είναι καθόλου προσωπικές. Αντιθέτως, είναι τα συγκεκριμένα εξατομικευμένα αποτελέσματα των ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών και πολιτικών. Και αυτές δεν είναι βέβαια μόνο οι επιλογές των κυβερνητικών κομμάτων, των βιομηχάνων και των εφοπλιστών, των τραπεζιτών και των τοκογλύφων. Αυτοί θέλουν να ρημάξουν την κοινωνία ολοσχερώς. Και για να το κάνουν αυτό βρίσκουν πρόθυμους συμμάχους, πειθήνια μαντρόσκυλα, σκουλήκια της εξουσίας, που για να βγάλουν το μεροκάματο, αλλά κυρίως για να ασκήσουν λίγη εξουσία και να πουλήσουν εκδούλευση στα αφεντικά τους, γίνονται ακόμα πιο αδίστακτοι, ακόμα πιο αιμοβόροι. Είναι σίγουρο ότι την ώρα της εκδίκησης τέτοιοι ελεγκτές, όπως και άλλοι που «κάνουν τη δουλειά τους» θα αντιμετωπίσουν τη δίκαιη οργή.
Δε γνωρίζουν ίσως ότι κατά την Παρισινή Κομμούνα του 1871 αυτοί που πρώτοι θεωρήθηκαν εχθροί, πέρα από τους κυβερνώντες, ήταν οι ελεγκτές της καθημερινής ζωής, αυτοί που παραλάμβαναν τα νοίκια και τους φόρους, οι αστυνόμοι του δρόμου, οι τοκογλύφοι κ.α.
Για όλους αυτούς που, χωρίς ίχνος ντροπής, προσβάλλουν τη μνήμη του νεκρού, ο Θανάσης Καναούτης πράγματι έφταιξε. Αλλά δε τον κατηγορούν στην πραγματικότητα γιατί ήταν «τσαμπατζής», ούτε γιατί ήταν απερίσκεπτος, τον κατηγορούν γιατί ήταν φτωχός. Γιατί στον καπιταλισμό δεν πεθαίνεις από χαζομάρα, δεν πεθαίνεις από παράτολμες επιλογές, δεν πεθαίνεις από λάθος. Πεθαίνεις από φτώχεια. Ας πεθαίνουν οι φτωχοί. Ας ζήσουν χίλια χρόνια οι τράπεζες. Αυτή είναι η πολιτική τους.
http://ilesxi.wordpress.com/2013/08/14/%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b5%ce%b8%ce%b1%ce%af%ce%bd%ce%bf%cf%85%ce%bd-%ce%bf%ce%b9-%cf%86%cf%84%cf%89%cf%87%ce%bf%ce%af/
Άφετε τα παιδία ελθείν προς με -είπε σύμφωνα με τον ευαγγελιστή ο Χριστός, όταν εμπόδιζαν τα παιδιά να τον πλησιάσουν. Αφήστε τα παιδιά να έλθουν σε μένα. Των γαρ τοιούτων εστί ἡ Βασιλεία των Ουρανών Γιατί είναι δική τους η βασιλεία των ουρανών.
Αν όμως για τον Ιησού τα παιδιά έχουν εξασφαλισμένη τη βασιλεία των ουρανών αυτό δεν πάει να πει ότι έχουν εξασφαλισμένα άλλα πιο πεζά πράγματα στη βασιλεία των μνημονίων. Διότι στη σημερινή Ελλάδα χιλιάδες παιδιά δεν έχουν ψωμί, γάλα, βιβλία. Και δεν έχουν, δεν μπορούν να έχουν, εισιτήρια του τρόλεϊ, του μετρό, ή του λεωφορείου.
Πράγματα λίγο πολύ γνωστά σε όλους:
Τα παιδιά που οι γονείς τους έχουν πολλά λεφτά δεν ξέρουν πώς είναι από μέσα το μετρό, το τρόλεϊ ή το λεωφορείο.
Τα παιδιά που οι γονείς τους έχουν κάποια λεφτά πληρώνουν το εισιτήριό τους και πηγαίνουν όπου θέλουν με το μετρό, το τρόλεϊ, ή το λεωφορείο.
Τα παιδιά που αντί να μετράνε τα άστρα, όπως έγραψε ο Λουντέμης, μετράνε τα λεπτά του ευρώ στην τσέπη τους, έχουν την επιλογή η να πάνε όπου θέλουν με τα πόδια, ή να επιχειρήσουν το επικίνδυνο ταξίδι Ζάππειο-Περιστέρι χωρίς εισιτήριο.
Με τον κίνδυνο του ελεγκτή ο οποίος αγνοεί τα λόγια του Χριστού και αντί για τη βασιλεία των ουρανών επιβάλλει πρόστιμα και απειλεί με συλλήψεις.
Τόσο απλά.
Ήταν θέμα χρόνου να γίνει το κακό, καθώς χιλιάδες παιδιά, αλλά και ενήλικες, διακινδυνεύουν για να μπορέσουν να μετακινηθούν. Και το κράτος, οι εταιρίες, εντείνουν τα μέτρα ελέγχου, πιέζουν τους ελεγκτές να είναι αυστηροί, ανακοινώνουν μέτρα για τους «τζαμπατζήδες», εξαπολύουν απειλητικές καμπάνιες και δυσβάσταχτα πρόστιμα. Όλα αναποτελεσματικά διότι ο Γιάννης Αγιάννης θα το αρπάξει τελικά το ψωμί μιας και δεν έχει να φάει, όσες απειλές και να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του.
Ακούς βέβαια διάφορα. Ότι είναι κλοπή να μην πληρώνει κανείς εισιτήριο, ότι το τζάμπα βλάπτει την πατρίδα, ότι το εισιτήριο που δεν πληρώνει κάποιος το πληρώνουν οι άλλοι και άλλα παρόμοια. Σωστά ίσως για άλλες χώρες και για άλλες εποχές, αλλά εκτός τόπου και χρόνου για τη σημερινή Ελλάδα. Διότι όταν οι ανάγκες σφίγγουν και οι αδικίες βγάζουν μάτι, τότε όλα έρχονται τα πάνω κάτω – μαζί και το νόμιμο και ηθικό. Γίνεται ηθικό να δίνουμε βγαίνοντας το ακυρωμένο εισιτήριο του μετρό σε κάποιον που μπαίνει – και να το δίνουμε μάλιστα με τη βεβαιότητα ότι κάνουμε μια πράξη αλληλεγγύης και όχι μια πράξη συνενοχής σε κλοπή. Και γίνεται κουρελόχαρτο ο νόμος που θέλει να επιβάλει να πληρώσουν εκείνοι που δεν έχουν. Δεν έχουν πάει και τελείωσε και οι Άθλιοι γίνονται όλο και πιο Άθλιοι, όσο πιο αυστηρές γίνονται οι ποινές.
Αυτός ο δρόμος που μας έχουν βάλει είναι ένας δρόμος που δεν μπορεί να μετρηθεί με μέτρα, με βλακείες για τζαμπατζήδες, με μύδρους για λαϊκισμούς.
Είναι ένας δρόμος που μπορεί να μετρηθεί με θύματα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Και είναι ένας δρόμος στον οποίο μας έχουν βάλει χωρίς να μας ρωτήσουν, χωρίς τη θέλησή μας, και με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
Αυτό το εισιτήριο είχε το παιδί από το Περιστέρι, κι ας λένε οι ηλίθιοι ότι δεν είχε εισιτήριο. Αυτό το εισιτήριο έχουν και πολλοί γύρω μας.
Χωρίς επιστροφή.
Γιατί, γιατί, γιατί, φώναζε με οργή και απελπισία μια γυναίκα στον ελεγκτή του μοιραίου τρόλεϊ που η αυστηρή του στάση οδήγησε στο θάνατο του δεκαοχτάχρονου παιδιού. Γιατί αναρωτιούνται οι γονείς του παιδιού, οι φίλοι του, η γειτονιά.
Όλοι μας.
Και όλοι μας χρωστάμε μιαν απάντηση.
Γιατί λοιπόν;
https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1486461