1. Σπετσάνο Αλμπανέζε1
1.1 Ο τόπος
Το Σπετσάνο Αλμπανέζε δεν είναι μεγάλη πόλη: έχει 10.000 κατοίκους. Βρίσκεται στη (νότια) ιταλική περιφέρεια της Καλαβρίας, μια περιοχή πρώτιστα αγροτική, όπου όσοι κατέχουν κάποιο κομμάτι γης ζουν μετά δυσκολίας από την περιουσία τους καλλιεργώντας οπωροφόρα, ροδακινιές και ελιές, ενώ όσοι είναι ακτήμονες δουλεύουν στην πλειοψηφία τους ως «μαύροι» αγρεργάτες για μεγάλους γαιοκτήμονες ή στις μικρές μονάδες μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων. Πολλοί δουλεύουν και στον τομέα της οικοδομής.
Ο τριτογενής τομέας είναι αρκετά αναπτυγμένος, ενώ δεν υπάρχει βιομηχανική παραγωγή. Τα τελευταία χρόνια δε, η ανεργία βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
1.2 Η γέννηση της «Δημοτικής Ομοσπονδίας Βάσης»2
Η Δημοτική Ομοσπονδία Βάσης(σημ.: από ένα σημείο κι έπειτα, Δ.Ο.Β. στο κείμενο)είναι αποτέλεσμα της αδιάλειπτης δρασηριοποίησης των αναρχικών στην περιοχή – ανελλιπώς από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από τότε ακόμα, η δημαρχία βρισκόταν πάντα στα χέρια του κομμουνιστικού κόμματος και δεν είχε τίποτα να «ζηλέψει» από τις πρακτικές των χριστιανοδημοκρατών και των άλλων αστικών κομμάτων όσον αφορά την πάντα παρούσα διαφθορά, τα σκάνδαλα και τις πελατειακές σχέσεις.
Επιπροσθέτως, πάντα βρισκόταν σε ισχύ η κατασταλτική λογική των σταλινικών αυτών μορφωμάτων (το δημοτικό συμβούλιο είχε απαγορεύσει τις όποιες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στην κεντρική πλατεία και με διάφορα προσχήματα επέτρεπε τη χρήση των δημοτικών αιθουσών για εκδηλώσεις μόνο στα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος). Εκείνη την περίοδο, οι αναρχικοί αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια πολιτική δουλειά προς την κατεύθυνση της δημιουργίας δομών βάσης αποτελούμενων από φοιτητές, ανέργους και εργάτες, οι οποίες ασχολούνταν ως επί το πλείστον με τοπικά ζητήματα που αφορούσαν την υγεία – περίθαλψη, τη χωροταξία – αστικοποίηση, τα εργασιακά και την οικολογία.
Οι δομές αυτές, που είχαν τη μορφή επιτροπών, ενώθηκαν το 1979 σε μια πλατφόρμα ονόματι«Περιφερειακή Συνδικαλιστική Ένωση», που σύντομα ήρθε σε οξεία σύγκρουση με το Δημαρχείο ως αποτέλεσμα της δουλειάς αντιπληροφόρησης που έκανε σε σχέση με τις αποφάσεις της δημοτικής αρχής.
Οι εν λόγω επιτροπές διερευνούσαν διάφορα τοπικά ζητήματα αναφορικά με τους τομείς στους οποίους κάθεμία δραστηριοποιούνταν και εξέθεταν συνεχώς και με στοιχεία τις περιπτώσεις διαφθοράς και τα σκάνδαλα της τοπικής αυτοδιοίκησης με το να μεταφέρουν στις πλατείες και στους δρόμους τον προβληματισμό για τις δημοτικές αποφάσεις, οργανώνοντας συναντήσεις με τους πολίτες μέσω σχετικών παρουσιάσεων για να καταγγέλλουν τις αδιαφανείς υποθέσεις διαχείρισης της δημοτικής αρχής. Για να καταπνίξουν τις πρωτοβουλίες αυτές των αναρχικών και προκειμένου είτε να τους διασπάσουν είτε να τους κάνουν να σωπάσουν, οι εκάστοτε δήμαρχοι χρησιμοποίησαν ποικίλα μέσα: εκβιασμούς, απειλές, πελατειακού τύπου υποσχέσεις σε μεμονωμένα άτομα, καταγγελίες για «κατάληψη δημόσιων χώρων» και της αίθουσας του δημοτικού συμβουλίου. Στα 1992 όμως, έλαβε χώρα ένα γεγονός που είχε μεγάλο αντίκτυπο: η τοπική δικαστική αρχή καθαίρεσε τη διοικούσα δημοτική παράταξη λόγω της αποκάλυψης ενός σκανδάλου πρόσληψης κάποιου εκπαιδευτικού με αθέμιτο, παράνομο τρόπο. Αυτό ήρθε να εμπεδώσει στην αντίληψη του κόσμου την εγκυρότητα των έως τότε σχετικών καταγγελιών και παρεμβάσεων των αναρχικών και ήγειρε ισχυρά αισθήματα συμπάθειας αλλά και ενδιαφέρον για τις πρακτικές και τις ιδέες τους. Αποτέλεσμα ήταν να συγκληθεί μια περιφερειακή αναρχική συνδιάσκεψη με ευρεία παρουσία και ενδιαφερομένων πολιτών, από την οποία εν τέλει ζητήθηκε επίμονα να συγκροτήσει και να κατεβάσει στις δημοτικές εκλογές μια εναλλακτική λίστα υποψηφίων, απέναντι στην πολυετή, διεφθαρμένη διαχείριση των τοπικών Αρχών. Οι αναρχικοί, που έως τότε είχαν επανειλημμένα διεξαγάγει επίμονες εκστρατείες αποχής από τις εκλογές, δεν θέλησαν βέβαια ν’ ακολουθήσουν τις προτροπές του κόσμου προδίδοντας τις θέσεις τους αλλά απέφυγαν και να εμμείνουν σ’ αυτές σε μια αποκλειστικά ιδεολογική βάση.
Έτσι, εκείνη τη χρονιά και μετά από πολλές συζητήσεις, αποφασίστηκε η ίδρυση της Δημοτικής Ομοσπονδίας Βάσης. Κι ενώ τα πολιτικά κόμματα προετοίμαζαν τις λίστες τους για να κυνηγήσουν τις ψήφους του κόσμου, οι αναρχικοί ξεκινούσαν να εξηγούν για μια ακόμα φορά τους λόγους για τους οποίους δεν συμμετείχαν στις εκλογές και παράλληλα πρότειναν μια δημοτική δομή βάσης ως εργαλείο αδιαμεσολάβητης δράσης για την επίλυση των προβλημάτων της πόλης και της περιφέρειας και ως εναλλακτική (αντι)πρόταση στη δημοτική Αρχή και στο θεσμικό συνδικαλισμό, με πρόσθετο στόχο την υπεράσπιση αλλά και προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων, των ανέργων, των συνταξιούχων, των αγροτών και των φοιτητών. Ουσιαστικά πρότειναν τη δημιουργία μιας αυτοοργανωμένης δομής αντιεξουσίας για όλους όσους ήθελαν να συναντηθούν, να ενωθούν, να διαβουλευτούν και να βρουν εναλλακτικές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα, σε μια ελευθεριακή «μεθοδολογική» βάση. Κατά τη διάρκεια των εκλογικών εκστρατειών των υπολοίπων, εκείνοι προωθούσαν την πρόταση για τη δημιουργία μιας δημοτικής ομοσπονδίας πολυθεματικών ομάδων και επιτροπών βάσης ως αντίπαλου δέους στους εκλεγμένους τοπικούς άρχοντες. Επί τούτου καλέστηκε μια γενική συνέλευση κατοίκων που είχε μεγάλη συμμετοχή και στην οποία πολλοί πολίτες δήλωσαν φίλα προσκείμενοι στην ιδέα και την πρακτική αυτή, όχι μόνο αναρχικοί ή συμπαθούντες αλλά και άτομα που, αν και δεν απείχαν από την εκλογική πρακτική, συμφωνούσαν και με την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας Δημοτικής Ομοσπονδίας Βάσης με τέτοιο προσανατολισμό, καθώς δεν ήθελαν να δώσουν καμιά «εν λευκώ» εντολή στους υποψήφιους των κομμάτων κι ένιωθαν την ανάγκη να αυτοοργανωθούν σε ένα πολιτικο-κοινωνικό σώμα για να τους ελέγχουν.
Συνοπτικά λοιπόν, μ’ αυτό τον τρόπο γεννήθηκε η Δημοτική Ομοσπονδία Βάσης: ως μια δομή αντιεξουσίας, μια αυτοδιαχειριζόμενη εναλλακτική, οριζόντιο όργανο αυτοκυβέρνησης απέναντι στην κάθετη θεσμική διαχείριση σε επίπεδο τοπικό και κοινωνικό.
1.3 Πώς λειτουργεί η Δ.Ο.Β.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η δραστηριοποίηση στην Δ.Ο.Β. δεν εξαρτήθηκε και δεν εξαρτάται από μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση, και βέβαια όχι από το φύλο, την καταγωγή ή τη θρησκεία αλλά από τις ιδιότητες του εργαζόμενου, του ανέργου, του συνταξιούχου, του φοιτητή, του αγρότη και του πολίτη (αλλά και απλού κατοίκου) γενικότερα. Μοναδική προϋπόθεση για ν’ ανήκει κανείς σ’ αυτή είναι η αποδοχή από πλευράς του των ελευθεριακών αξιών και μέσων αγώνα και οργάνωσης, καθώς και της ιδέας και πρακτικής της αυτοδιαχείρισης. Η Δ.Ο.Β. δεν πρόσκειται σε κανένα κόμμα – στις εκλογές δε στηρίζει κανένα και δε συμμετέχει σ’ αυτές. Τα μέλη που κατέχουν κάποιο δημόσιο αξίωμα ή συμμετέχουν στις εκλογές δεν έχουν δικαίωμα να επιλέγονται στα (άμεσα ανακλητά και προσωρινά) εκτελεστικά όργανα της Δ.Ο.Β. Σήμερα, οι εργαζόμενοι που επιλέγουν να ανήκουν (και) στη Δ.Ο.Β. προέρχονται κατά βάση από τους τομείς της εκπαίδευσης, της διοίκησης, της αγροτιάς, της οικοδομής, της καθαριότητας και της πληροφορικής, ενώ υπάρχει κι ένας μη ευκαταφρόνητος αριθμός συνταξιούχων. Η Δ.Ο.Β. δομείται στη βάση επαγγελματικών κλάδων που διεκδικούν ενεργά στους χώρους εργασίας και σε «συνδικάτα πολιτών και κατοίκων» που δουλεύουν πάνω σε προβλήματα που ενσκύπτουν στην ευρύτερη περιοχή, όπως τα περιβαλλοντικά – οικολογικά, αστεακά – χωροταξικά, ζητήματα υπηρεσιών που σχετίζονται με τα δημόσια αγαθά (υγεία – περίθαλψη, νερό, ρεύμα, ενέργεια) κ.α.Για όλ’ αυτά τα θέματα, οι ομάδες που συναπαρτίζουν τη Δ.Ο.Β. οργανώνουν συνελεύσεις όπου γίνονται δημόσιες συζητήσεις και καταλήγουν σε συνδιαμορφωμένες προτάσεις τις οποίες, θέλει δε θέλει, η εκλεγμένη δημοτική αρχή λαμβάνει υπόψη, αφού αμέσως μετά διαχέονται στις γειτονιές (και σε όλους τους εκάστοτε ενδιαφερόμενους, όπως και σε περιφερειακά οικιστικά σύνολα της επαρχίας της Κοζέντσα και της Περιφέρειας Καλαβρίας),προπαγανδίζονται και υποστηρίζονται ενεργά από πολλούς πολίτες – με διαδηλώσεις, παραστάσεις στο δημαρχείο, εφαρμογή συλλογικά αποφασισμένων, διαφορετικών από τις επιταγές των τοπικών αρχόντων, λύσεων επιμέρους προβλημάτων σε συνοικιακό επίπεδο κλπ.
Ως δομή αυτοδιαχείρισης, η Δ.Ο.Β. δε λειτουργεί με διευθυντικά όργανα. Οι προτάσεις που γίνονται και οι αποφάσεις που λαμβάνονται διαμορφώνονται αμεσοδημοκρατικά και αυτόνομα στις συνελεύσεις κάθε ειδικής ομάδας που την απαρτίζει. Η γενική συνέλευση όλων των μελών της λαμβάνει χώρα μια φορά το χρόνο, και εκτάκτως όποτε κριθεί απαραίτητο για κάποιο λόγο, αφού το ζητήσουν κάποια μέλη ή κάποιες υποομάδες της. Σ’ αυτή τίθενται σε διαβούλευση οι επιμέρους αποφάσεις που παίρνουν οι επαγγελματικοί της κλάδοι κι εκείνοι των πολιτών/ κατοίκων. Επιλέγεται δια συμφωνίας μια επιτροπή που αναλαμβάνει να συντονίσει τις εκστρατείες προπαγάνδισης και διεκδίκησης και να εκτελέσει τις αποφάσεις που τελικά λαμβάνονται3
. Γίνεται προσπάθεια να υπάρχει ομοφωνία ως προς αυτές, αν όμως δεν επιτευχθεί μετά από δύο ή τρεις, κοντινές χρονικά συναντήσεις, εγκρίνονται κατά πλειοψηφία. Η μειοψηφία έχει δικαίωμα να μην εκτελέσει τις αποφάσεις με τις οποίες διαφωνεί. Παρά ταύτα, δεν μπορεί και να εμποδίσει την εφαρμογή τους. Η διαφορά ανάμεσα στην Δ.Ο.Β. και τις θεσμικές – κατεστημένες δομές συνίσταται στο ότι οι δεύτερες εκχωρούν την εξουσία διαχείρισης των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων σε αντιπροσώπους που λειτουργούν μέσα σε ιεραρχικούς θεσμούς, με το ρόλο τους κατόπιν και στην καλύτερη περίπτωση, να περιορίζεται σε απόπειρες πίεσης προς αυτούς. Αντίθετα, η Δ.Ο.Β. αρνείται την ανάθεση της διοίκησης – διαχείρισης σε αντιπροσώπους. Αυτό συνεπάγεται βέβαια και διεκδικητικούς αγώνες, ταυτόχρονα όμως διατηρεί για τα μέλη και τη δυνατότητα να θέτουν αδιμεσολάβητα σ’ εφαρμογή πειράματα αυτοδιαχείρισης σε όλους τους τομείς, με μακροπρόθεσμο στόχο την επίτευξη μιας καθολικά εφαρμοζόμενης κοινωνικής εναλλακτικής πρότασης, βασισμένης σε κοινοτιστικές, ομοσπονδιακές και ελευθεριακές αρχές και λειτουργίες.
1.4 Πώς δρα η Δ.Ο.Β.: παραδείγματα παρεμβάσεων
H Δ.O.B. δεν ανήκε ποτέ στις δομές αυτές που, με οποιαδήποτε μορφή (κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις, Μ.Κ.Ο.,lobby κλπ) υπερασπίζονται άκριτα το κοινωνικό κράτος έναντι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Γνωρίζει καλά πως τόσο το πρώτο όσο και η νεοφιλελεύθερη συνταγή, μεταξύ (πολλών) άλλων, τείνουν εκ φύσεως στην ιδιοτελή επικάρπωση των αγώνων και των οφελημάτων, στην εκμετάλλευση, τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις. Γι’ αυτό, προωθεί και κάνει πράξη την εναλλακτική της αυτοδιεύθυνσης: απέναντι δηλαδή στην ιδιωτική ή κρατική, εργοδοτική οργάνωση της εργασίας, προτάσσει την οργάνωσή της σε πλαίσια συλλογικά – συνεργατικά. Αυτό δε σημαίνει ότι αναφέρεται στους συνεταιρισμούς που φτιάχνονται και λειτουργούν εντός της κυρίαρχης καπιταλιστικής συνθήκης, οι οποίοι διέπονται από γιγαντισμό και χαρακτηρίζονται από τις προσωποπαγείς κομματικές θέσεις, την εκμετάλλευση της εργασίας (ιδίως των μεταναστών) και στην επιδίωξη κέρδους και πλουτισμού. Αντίθετα, αναφέρεται και πριμοδοτεί την ιδέα ενός συνεργατικού κινήματος επαγγελματικών δικτύων βασισμένων στην αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και την ισότητα στην απόλαυση των καρπών του κοινού μόχθου, ή την κατανομή του ανάλογα με τις ανάγκες των ατόμων και των νοικοκυριών, βάσει κοινώς αποδεκτών κριτηρίων συμπεφωνημένων απ’ όλους σε δημόσιες, ανοιχτές διαβουλεύσεις. Έτσι, έχει αναλάβει πρωτοβουλίες όπως οι παρακάτω:
– Ίδρυση της συνεργατικής «Ουράνιο Τόξο»:
Όταν ο δήμαρχος δημοσιοποίησε την πρόθεσή του να ιδιωτικοποιήσει τις υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου και να απολύσει το σχετικό προσωπικό, η Δ.Ο.Β. συγκρούστηκε ανοιχτά μαζί του και παράλληλα έφτιαξε, με τη συμμετοχή των υπό απόλυση εργαζομένων, μια συνεργατική παραγωγής και υπηρεσιών που ονομάστηκε «Ουράνιο Τόξο». Η κοοπερατίβα απευθύνθηκε στους πολίτες για τη δημοσιοποίηση της εφεξής ύπαρξής της και την ανάθεση εργασιών από μέρους τους με φθηνό αλλά αξιοπρεπές κόστος, απαρτίστηκε δε τόσο από τους εργάτες καθαριότητας όσο και από άνεργους νέους, προκειμένου για τη βιοποριστική τους απασχόλησή μέσω της συλλογικής εργασίας. Σήμερα λειτουργεί εύρυθμα καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα εργασιών που ξεκινούν από τους ελαιοχρωματισμούς και την ελαιοκομιδή και φτάνουν στις εργασίες τοπικής καθαριότητας.
– Για τα δημοτικά τέλη:
Οι δημόσιες συνελεύσεις που κάλεσε η Δ.Ο.Β. έθεσαν υπό συζήτηση το θέμα της σπουδαιότητας και κυρίως του τρόπου διάθεσης των εσόδων από τα δημοτικά τέλη. Στόχος ήταν να διαμορφωθούν προτάσεις προς τη δημοτική αρχή και η τελευταία να πιεστεί για την εφαρμογή τους. Όπου αυτές δεν έγιναν δεκτές, πολλές συνοικιακές συνελεύσεις πολιτών αποφάσισαν την από κοινού άρνηση πληρωμής των δημοτικών τελών στους τομείς που αυτά θεωρήθηκαν μη αναγκαία ή υψηλά.
– Για θέματα που απασχολούν την ευρύτερη περιοχή:
Άλλες πρωτοβουλίες που πήρε η Δ.Ο.Β. έχουν συγκροτήσει συνελεύσεις στις οποίες κλήθηκαν να παρουσιαστούν δήμαρχοι και σύμβουλοι διαφορετικών δήμων της περιφέρειας της Καλαβρίας, για να κουβεντιάσουν με τους παρόντες πολίτες προτάσεις σχετικές με τη διαχείριση των υπηρεσιών, την τοπική παραγωγή και τα περιβαλλοντικά θέματα. Οι περισσότεροι παραβρέθηκαν και, καλοπροαίρετα ή όχι, άκουσαν άμεσα τη γνώμη και τις προτάσεις των κατοίκων, ενώ τους γνωστοποιήθηκε η διάθεση των τελευταίων για ανυπακοή σε σχετικές ενέργειές τους που θα έρχονταν σε αντίθεση μ’ αυτές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινοτικής, δραστικής παρέμβασης στα πλαίσια αυτά στάθηκε η δραστηριοποίηση του πληθυσμού με αφορμή ένα κρατικό σχέδιο για την κατασκευή υπόγειας σήραγγας προκειμένου για την απαλλαγή της περιοχής Νότιας Ιταλίας από κάποια βαγόνια τραίνων που έφεραν φορτία (του καρκινογόνου) αμιάντου. Όταν ανατέθηκε το έργο σε μια εταιρεία από τη Μόντενα και ανακοινώθηκε ότι θα φτιαχνόταν κοντά στο σταθμό τραίνων του Σπετσάνο, εν μέσω μιας περιοχής ανθηρής αγροτικής καλλιέργεας οπωροφόρων και ελαιόδεντρων, η Δ.Ο.Β. οργάνωσε μια εκστρατεία ενημέρωσης και αδιάλειπτων άμεσων δράσεων ενάντια στην προοπτική αυτή, που κορυφώθηκε σε μια τεράστια λαϊκή συνέλευση οργανωμένη από την«επιτροπή της Δ.Ο.Β. ενάντια στον αμίαντο». Η συνέλευση εξανάγκασε το δήμαρχο του Σπετσάνο να αποκηρύξει δημόσια και να καταγγείλει επίσημα το έργο, ενώ, σε μικρό χρονικό διάστημα, μετά από μαχητικές διαδηλώσεις και άμεσες δράσεις σαμποτάζ, η εταιρεία τα μάζεψε κι έφυγε.
– Για την κοινοτική διαχείριση των πηγών μεταλλικού νερού:
Το πρόβλημα αυτό δεν ήταν καινούριο για το Σπετσάνο Αλμπανέζε. Το 1923 (!), ο δήμαρχος της εποχής παραχώρησε σε ένα ιδιώτη την εκμετάλλευση των πηγών μεταλλικού νερού που διαθέτει η περιοχή. Από τότε και μέχρι σήμερα, οι εκάστοτε δημοτικές αρχές αδιαφορούσαν για το θέμα, ενδιαφερόμενες περισσότερο για την είσπραξη των πενιχρών αποδόσεων κερδών προς το δήμο από τους ιδιώτες που πάντα εκμεταλλεύονταν το νερό, παρά για μια διαφορετική οπτική διαχείρισης του φυσικού αυτού πλούτου προς όφελος όλων.
Πολλές φορές στο παρελθόν και με την επίμονη παρέμβαση της τοπικής αναρχικής ομάδας, οργανώθηκαν διαμαρτυρίες για να εκφραστεί η δυσφορία των κατοίκων για το ζήτημα. Όμως, πάντα αγνοούνταν από τη σύμπραξη του δήμου με τους ιδιώτες εκμεταλλευτές του νερού. Όταν δημιουργήθηκε η Δ.Ο.Β., ανακίνησε εντατικά το ζήτημα καλώντας και οργανώνοντας δημόσιες διαδηλώσεις σε όλη την επαρχία, εκθέσεις, διασκέψεις και συνελεύσεις, στις και από τις οποίες, προτάθηκε εν τέλει η δημοτικοποίηση των πηγών και η συλλογική τους διαχείριση από τους διάφορους δήμους της περιοχής με λογοδοσία στις επιτροπές κατοίκων. Ο αγώνας αυτός συνεχίζεται ακόμα κι εκείνο που μέχρι πρότινος ήταν δεδομένο, σήμερα αποτελεί διακύβευμα προς διεκδίκηση από τους οργανωμένους από τα κάτω κατοίκους.
2. Μπορεί αυτή η εμπειρία να εφαρμοστεί σε μεγαλύτερες πόλεις;
Είναι αναμφίβολα ευκολότερο για μια συλλογικότητα να έχει πληρέστερη εικόνα των προβλημάτων σε μια πόλη μικρή. Όπως φαίνεται από το απτό παράδειγμα του Σπετσάνο Αλμπανέζε, αρκεί να υπάρξει η πρωτοβουλία μιας μειοψηφικής αλλά οργανωμένης ομάδας, για να επηρεάσει το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Σε μια μεγάλη πόλη όμως, η κατάσταση διαφέρει. Εκεί αποβαίνει δυσκολότερο για μια τέτοια ομάδα να έχει λεπτομερέστερη και σφαιρικότερη εικόνα της κοινωνικής προβληματικής και γενικά δυσχεραίνεται περισσότερο η απεύθυνση στο σύνολο του πληθυσμού. Αν όμως μια συλλογικότητα ή, ακόμα καλύτερα, πολλές τέτοιες, άρχιζαν να παρεμβαίνουν στα προβλήματα των επιμέρους συνοικιών – προαστίων, θα μπορούσαν αναμφισβήτητα, προϊόντος του χρόνου, να μεταφέρουν το Λόγο και την πρακτική τους σε όλους τους κατοίκους. Σε τελική ανάλυση, μια μικρή πόλη είναι σαν ένα προάστιο ενός μεγάλου αστικού κέντρου. Γι’ αυτό, το ξεκίνημα της δραστηριοποίησης σε μια χωροταξικά καθορισμένη ζώνη της πόλης με στόχο τη μετέπειτα επέκταση της δράσης και σε άλλες, θα μπορούσε να φέρει το ίδιο αποτέλεσμα μ’ αυτό της παρέμβασης σε μια κοινότητα 10.000 κατοίκων4
. Όπως και να ‘χει, ένα υπαρκτό, ενεργό και «χειροπιαστό» παράδειγμα όπως του Σπετσάνο είναι η καλύτερη αρχή για να εμπνεύσει ανάλογη κινητοποίηση και σε άλλα μέρη. Έτσι, η εμπειρία της Δ.Ο.Β. της συγκεκριμένης πόλης υιοθετήθηκε και από τους κατοίκους μιας άλλης κωμόπολης της επαρχίας της Κοζέντσα, του Σαν Λορέντζο ντελ Βάλλο5 (3.500 κάτοικοι), όπου φτιάχτηκε μια ανάλογη πρωτοβουλία με το ίδιο όνομα, την οποία σήμερα προσεγγίζουν ποικίλες ομάδες πολιτών της επαρχίας που ενδιαφέρονται για την πρόταση που προωθεί. Η ίδια εμπειρία, και ιδίως η αποτελεσματικότητα που επέδειξε, άνοιξε τη σχετική συζήτηση και σε άλλες ιταλικές περιφέρειες, όπου λαμβάνουν χώρα πρωτοβουλίες που θέτουν επί τάπητος το ζήτημα του συγκεκριμένου προτάγματος. Είναι επίσης πολύ σημαντική η παρουσία της Δ.Ο.Β. του Σπετσάνο σε πανιταλικές (αλλά και και διεθνείς) συναντήσεις6 με θέμα τον ελευθεριακό κοινοτισμό/δημοτισμό, ενώ έχουν δοθεί πολυάριθμες συνεντεύξεις σε ποικίλα, αναρχικά και άλλα περιοδικά και επιθεωρήσεις, αναφορικά με την οργάνωση, τη δράση της και τα αποτελέσματά της.
3. Το πρόταγμα του Κοινοτισμού
Η οργάνωση από τα κάτω σε δημοτικό επίπεδο, ή αλλιώς ο κοινοτισμός, αντιπροσωπεύει μια ρεαλιστική πρόταση αυτοδιεύθυνσης σε μια κοινωνία όπου βασιλεύουν η ιεραρχία και, ως εκ τούτου, η κυριαρχία ορισμένων πάνω σε άλλους, ή των λίγων και προνομιούχων πάνω στους πολλούς. Σ’ ένα κοινοτιστικό κίνημα, η πρωτοβουλία ξεκινά από τη βάση, τόσο σε κλαδικό – επαγγελματικό όσο και σε χωροταξικό επίπεδο, θέτοντας ως μακροπρόθεσμο στόχο την οικοδόμηση μιας αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας με οριζόντιες, ισότιμες σχέσεις, ικανής να αντικαταστήσει το κράτος μέσα από ένα δίκτυο αυτόνομων, οικονομικά αυτάρκων κοινοτήτων, οργανικά συνδεδεμένων μέσα σε μια (συν)ομοσπονδία βασισμένη στην αλληλεγγύη, την αλληλοκάλυψη και αλληλοβοήθεια. Ο Ελευθεριακός Κοινοτισμός, νοηματοδοτημένος στη βάση των παραπάνω πολιτικών και κοινωνικών μορφών και περιεχομένων, δεν αγνοεί την πραγματικότητα μέσα στην οποία προσπαθεί να αναπτυχθεί, τις αντιφάσεις και τα προβλήματά της (ως προβλήματα που οφείλονται στην υφιστάμενη, κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση την οποία αντιμάχεται) αλλά εισάγει στο πεδίο ένα διαφορετικό κοινωνικό αγώνα προς υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων όλων των καταπιεσμένων. Στοχεύει στο να δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει να παίρνει σάρκα και οστά η ελεύθερη κοινωνία του αύριο στο ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΩΡΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, αρνείται τη συμμετοχή στις εκλογές7
: πιστεύει στην συμμετοχική, αδιαμεσολάβητη κινητοποίηση για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων και δε νοεί τον εαυτό του ως κόμμα ή «παράταξη» που προσπαθεί να εκλεγεί σε κατεστημένες, θεσμικές θέσεις με σκοπό να επιβάλει κατόπιν κάποιο πρόγραμμα μέσω διαταγμάτων.
4. Κάποιες σκέψεις ή… «Ω γλυκύ μου έαρ, πού έδυ μου το κάλλος»
Η ελευθεριακή – αναρχική πρόταση για το «τοπικώς αυτοδιοικείσθαι» μπορεί να εγείρει πολλές αμφιβολίες και ενστάσεις, άλλοτε καλοπροαίρετες κι άλλοτε όχι. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί ως ανεδαφική: παραδείγματα όπως αυτό του Σπετσάνο Αλμπανέζε, αλλά και άλλων σύγχρονων ιστορικών ανθρώπινων δημιουργιών μικρής ή μεγάλης κλίμακας, που δεν έχουν απαραίτητα το συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο αλλά φέρουν ως στολίδια τους πολλά από τα ελευθεριακά χαρακτηριστικά που η αντιεξουσιαστική παράδοση τους ενέπνευσε (η Μαριναλέδα στην Ισπανία, η ζαπατίστικη αυτονομία στο Μεξικό κ.α.) σκιαγραφούν μια κοινωνία ατομικά και συλλογικά αυτοκαθοριζόμενων ανθρώπων, που μπορεί να κυοφορείται ακόμα και στις δυσκολότερες συνθήκες, όπως οι σημερινές8.
Θα μπορούσε κάλλιστα, να δυσπιστεί κανείς απέναντι στην αποτελεσματικότητα μιας στρατηγικής που αρνείται να χρησιμοποιήσει τα θεσμικά κανάλια για να σιτίσει το όραμά της. Όμως, τόσο το Σπετσάνο όσο και άλλες απόπειρες πραγματικής αυτοδιοίκησης όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, αποδεικνύουν πως μια κατά τ’ άλλα εξωθεσμική δραστηριότητα είναι ικανή να υποχρεώσει τις κατεστημένες Αρχές όχι μόνο να λαμβάνουν αναγκαστικά υπόψη τη γνώμη των ανθρώπων και ανάλογα να λειτουργούν, αλλά συχνά και να την υιοθετούν, αυτοακυρωνόμενες ουσιαστικά ως προστακτικές δομές. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι πάντα ο σπόρος – γεννήτορας των εκάστοτε κρατούντων ηθών και σχέσεων, και συνεπώς των αποκρυσταλλώσεών τους εκείνων που ονομάζονται «θεσμοί». Όταν πρακτικές όπως αυτές που περιγράφηκαν στο κείμενο αυτό υιοθετηθούν ενεργά από μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, διαμορφώνεται (τοπικά, περιφερειακά, σε επίπεδο επικράτειας) μια δυαδική εξουσία ο ένας πόλος της οποίας ανταγωνίζεται τον αντίπαλό του με αξιώσεις υπεροχής, ανεξάρτητα από το πόσο παγιωμένος ήταν ο δεύτερος στο κοινωνικό φαντασιακό. Γεννιέται μια θεσμίζουσα δύναμη ικανή να διαρρήξει το τελευταίο και να εμπνεύσει ένα καινούριο, κάτι που συνιστά το βασικό εφαλτήριο για την πορεία προς το Νέο9.
Θα μπορούσε κανείς επίσης να ισχυριστεί, ότι η κυρίαρχη τάξη θα χρησιμοποιήσει όση βία διαθέτει για να καταστείλει ένα τέτοιο κριτικό, συνειδητοποιημένο, οργανωμένο και καλά προσανατολισμένο κίνημα, όταν αυτό αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο (όπως πολλάκις έχει κάνει στο παρελθόν). Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, συζητάμε πια για ένα σημείο βρασμού που εγκυμονεί μια επαναστατική κατάσταση και συνεπώς μια αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα σε ασυμβίβαστες δυνάμεις, με διαμετρικά αντίθετες αξίες. Η κουβέντα αυτή είναι μεγάλη, γι’ αυτό το μόνο που μπορούμε να πούμε εδώ είναι ότι συνήθωςη ένταση της ρήξης που αναγκαστικά θα εκδηλωθεί θα είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθος της συμμετοχής ή/και της υποστήριξης που θα απολαμβάνει το κίνημα.
Από ‘κει και πέρα όμως, αυτή η διαδικασία επανεύρεσης του Ανθρώπου που ονομάζουμε ελευθεριακή επανάσταση, σίγουρα δεν ταυτίζεται (μόνο) με τη στιγμή αυτή: αντίθετα, πρόκειται κατά βάση για μια διαδικασία μακρόχρονης αυτοεκπαίδευσης του ατόμου και της κοινωνίας στους θεσμούς της αυτοκυβέρνησης, διαδικασία που μεταξύ άλλων προϋποθέτει την παράλληλη ανάπτυξη μιας ελευθεριακής κουλτούρας και παιδείας σε κάθε πτυχή των καθημερινών σχέσεων, με στόχο τη μεγαλοπρεπή ανάδυση μιας νέας ευαισθησίας απέναντι στον Άνθρωπο και τη Φύση.
«Οτιδήποτε έχει ενδιαφέρον συμβαίνει στη σκιά, τελικά. Δεν ξέρουμε τίποτα για την αληθινή ιστορία των ανθρώπων», έγραφε ο Σελίν στο βιβλίο του«Ταξίδι στην άκρη της νύχτας». Όσο κι αν η αποστροφή αυτή αφήνει ίσως μια γεύση υπερβολής, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει ότι η ακρωτηριασμένη μνήμη που λέγεται επίσημη Ιστορία (αυτή που διδάσκεται στα σχολικά βιβλία – και όχι μόνο), όπου και όποτε μπόρεσε, αγνόησε ή επιτηδευμένα παραποίησε σημαδιακά επαναστατικά ορόσημα του παρελθόντος. Δική μας υπόθεση ως καταπιεσμένων είναι τόσο να διατηρούμε αυτά ζωντανά στη συλλογική μνήμη, όσο και να αναδεικνύουμε τους σύγχρονους, άκρως ενδιαφέροντες τόπους και χρόνους της ελπίδας, βγάζοντάς τους έξω από τη «σκιά» που τους κρατάει, αυτή τη φορά, η κατεστημένη «ενημέρωση».
…Εν κατακλείδι, μπορούμε να κάνουμε βάσιμες υποθέσεις για το πότε διολίσθησε η ανθρωπότητα προς τη σημερινή ανείπωτη βαρβαρότητα, για το πότε και πού χάθηκε το κάλλος στη ζωή μας.Ωστόσο, κι αν ακόμα το παρόν μας δεν είναι τόσο «γλυκύ» όπως το έαρ, μπορεί το μέλλον μας να είναι πάμφωτο σαν καλοκαίρι: αρκεί να αυτενεργήσουμε προσπαθώντας ειλικρινά να οικοδομήσουμε ένα κόσμο όπως τον φαντάζονται και ήδη τον ψηλαφούν σε κάθε Σπετσάνο Αλμπανέζε του κόσμου. Είναι εφικτό, αρκεί να είναι πειστικό κι επιθυμητό. Μα, πάνω απ’ όλα, είναι ΔΙΚΑΙΟ. Και η φαντασμαγορία της Ελευθερίας παραμένει (και περιμένει) μπροστά μας.
«Η πραγματικότητα και το όνειρο είναι διαφορετικά πράγματα∙ μα το όνειρο είναι πάντα ο προάγγελλος αυτού που έρχεται. Το πιο ευγενικό όμως, είναι να κάνεις τη ζωή όμορφη στο εδώ και στο τώρα» -Αναρχική Ομάδα «Nosotros», Ισπανία 1937
Ανέστιος*
* Η συγγραφή του κειμένου αυτού (εκτός από την τέταρτη και τελευταία υποενότητα) βασίστηκε στη σύνθεση πληροφοριών από διάφορες πηγές. Δυστυχώς, πέραν μιας αναφοράς που βρίσκεται εδώ
http://eleftheriakoi.blogspot.gr/2012/10/blog-post_24.html
δεν υπάρχει βιβλιογραφία στα ελληνικά.
Για πληροφορίες στα αγγλικά δείτε εδώ:
http://raforum.info/spip.php?article3683
Κυρίως όμως, τα υπάρχοντα κείμενα είναι στα ιταλικά και τα ισπανικά. Δείτε εδώ:
http://www.cedap.assis.unesp.br/cantolibertario/textos/0078.html
http://es.scribd.com/doc/2317388/Bookchin-Murray-Stowasser-Liguri-La-utopia-es-posible1
(αμφότερα ισπανικά)
Για όσους/ες ενδιαφέρονται και γνωρίζουν ιταλικά ή/και γαλλικά, υπάρχει video εδώ, με γαλλικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=NlLCVtqqV08
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η πρώτη αναφορά στην Ελλάδα για το Σπετσάνο Αλμπανέζε έγινε στο φύλλο 119 της εβδομαδιαίας αναρχικής εφημερίδας «Άλφα», 31.01.1998.
Αναδημοσίευση από: https://athens.indymedia.org/post/1525590/
Πηγή: ΑΠΑΤΡΙΣ #26